Η
ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ
ΕΝ ΜΕΣῼ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ
τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου
Μνήμη
Σπύρου Τσακίρογλου,
πιστοῦ συντρόφου καὶ φίλου
ποὺ ἄφησε τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο
στὶς 19 Αὐγούστου 2011.
Ἦταν
ἕνα γλυκὸ χειμωνιάτικο ἀπόγευμα στὴν ὁδὸ Haşdeu (stradă Haşdeu)˙ στὴν ὁδὸ ποὺ κατέληγε στὸ σύμπλεγμα τῶν φοιτητικῶν ἑστιῶν οἱ ὁποῖες ἔφερναν τὸ ὄνομα
τοῦ ρουμάνου
λόγιου τοῦ 19ου
αἰῶνα, Bogdan Petriceicu Haşdeu.
Περιμέναμε στὸ πλάτωμα τοῦ δρόμου τὸ λεωφορεῖο τοῦ Σεχίδη ἢ τοῦ Πάντου, δὲν θυμᾶμαι καλά, νὰ πάρουμε πακέτο ἀπὸ
τὴν Ἑλλάδα.
Καὶ καμιὰ κούτα τσιγάρα ἀπὸ
τοὺς ὁδηγοὺς καὶ τοὺς τρικαλινοὺς μικρεμπόρους ποὺ μᾶς
ἔπιναν τὸ αἷμα.
Τὸ λεωφορεῖο ἀργοῦσε κι ἐμεῖς,
παρέες-παρέες κουβεντιάζαμε. Μιὰ
παρέα πολιτικοποιημένων, μιλοῦσε
γιὰ ποίηση. Χωρὶς νὰ τὸ
καταλάβω, μπῆκα στὴν συζήτηση κι ἐγώ. Τὸ θέμα ἦταν ἡ «ἐρωτική»
ὀρθοδοξία, ἑνὸς
ποιητὴ. Ἡ συζήτηση ἔντονη. Ὀξύνθηκε πολύ. Εἶμαι ζοχάδας ὅταν διαφωνεῖ κάποιος μαζί μου καὶ κάνω λάθη. Τὸ ἤξερα
καὶ τὸ ξέρω αὐτό. Γίναμε μαλλιὰ κουβάρια.
Ὁ
συνομιλητής μου, ἄγνωστος.
Ἐπέμενε μὲ ἀπόλυτο
τρόπο. Ἦταν ἄδικος μὲ τὸν
ποιητή. Τοῦ εἶπα ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ ποίημα τοῦ ποιητῆ κι ὄχι οἱ προτιμήσεις του. Τὸν “κατατρόπωσα”. Ἀλλὰ ἦταν
δύσκολος ἀντίπαλος. Τοῦ τὸ
ἀναγνώρισα αὐτό. Καλὸς στὰ ἐπιχειρήματα,
πείσμων στὴν ἄποψή του καὶ ὑπερβολικὰ εἴρων.
Μεταξύ μας, δὲν ὑπῆρχε
ἄλλος μὲ τὶς
ἱκανότητές του.
Ρώτηξα
ἔνανε μετά:
—Ποιός
εἶναι ρὲ ὁ
πιτσιρικὰς ποὺ κόντραρε μαζί μου;
—Ἆ ὁ
καινούργιος; Σπύρο τὸν
λένε… Σπύρο Τσακίρογλου! Κάτι μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ζαρμπούτης γι’ αὐτόν. Θαύμαζαν ὅλοι στὴν φοιτητικὴ ἑστία Νο 16 τὴ ρητορική του ἱκανότητα. Τὴ διαλεκτικὴ του σκέψη καὶ τὶς γνώσεις του. Καὶ ἦταν μόνο δεκαεφτὰ στὰ δεκαοχτώ.
—Μπράβο!
Εἶπα μέσα μου: μυαλὸ στιλέτο…(!) .
Τὴν ἄλλη
μέρα, χάλασε ὁ καιρός. Ἔπιασε ἕνα ψιλόβροχο αἴφνης καθὼς ἐβάδιζα
μπροστὰ στὸν Croco πηγαίνοντας πρὸς
τὸ Ἰνσιτοῦτο. Πήγαινα χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸ πρόγραμμα. Πιάνω καὶ κατεβαίνω τὴ stradă Napocă.Ὀμπρέλα δὲν εἶχα ποτέ μου καὶ τὰ
κτίρια ὅλα γοτθικά.
Πουθενὰ ἕνας τσίγκος νὰ ἔμπω
ἀπὸ
κάτω. Βαδίζω ταχέως καὶ
μπαίνω σὰν τὴ βρεγμένη γάτα στὸ Ἰνστιτοῦτο. Στὶς σκάλες συναντῶ τὸν
ἀντιπρόεδρο τῆς χώρας Iosif Covacs.
—Καλημέρα
σας κύριε Πρόεδρε τοῦ
λέω.
—Καλημέρα
παιδί μου, καλημέρα… Εἴπαμε
ἁπλῶς
professor! Καὶ μόνον προφέσορ…
—Ἐντάξει σεβαστέ μου Πρόεδρε τοῦ λέω καὶ προχωρῶ.
Πλὴν ὅμως
τὸ μάθημα γίνεται ἀλλοῦ. Στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τοῦ Τμήματος Φυσικῆς, στὸ Κεντρικὸ κτίριο τοῦ Πανεπιστημίου καὶ σκεπτόμενος τὸ ψιλόβροχο, ἀποφασίζω νὰ μὴν
πάω. Ἂν καὶ δὲν
εἶναι πάνω ἀπὸ 70
μέτρα ἀπόσταση ὑπὸ
ψιλὴν βροχήν! Ἐπιλέγω νὰ πάω περπατώντας 100 μέτρα πιὸ κάτω στὸ ζαχαροπλαστεῖον Τὰ Καρπάθια (Carpaţi), δίπλα στὴν Poşta καὶ
ν’ ἀπολαύσω τέσσερα ὁλοστρόγγυλα doboş, ἀπὸ ἐκείνη
τὴν μισόγλυκη ρουμανικὴ πατέντα σοκολάτας. Εἶμαι στὸ φοὺλ ἐρωτευμένος
μὲ τὴν
νεαρὴ σέφα καὶ τὴν
κοιτάζω περιπαθῶς. Ποτὲ της ὅμως, ἐπὶ
πέντε ἔτη, δὲν ἠσθάνθη
τὴν ἀνάγκη
νὰ μοῦ ρίξει μιὰ ματιά. Ἂς εἶναι.
Τρώγω
τὰ doboş μὲ τὴν
ἡσυχία μου κι ὅταν ἀποφασίζω νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ
ἔβγω ἔξω στὴν πλατεῖα Ἐλευθερίας
(χά, χά…!), ἡ βροχὴ ἔχει
σταματήσει. Κάνω στροφὴ
στὸ βιβλιοπωλεῖο UNIVERSITĂŢI, χαιρετῶ τὴ
μελανόμαυρη κυρία Brânduşoiu μὲ τὰ
μάτια ψαριοῦ πίσω ἀπὸ
τὶς τεράστιες ἐπιφάνειες τῶν ὀματογυαλίων
της καὶ πηγαίνω ντρέτα
στὸ παληὸ κτήριο τοῦ Πανεπιστημίου. Μπαίνω ἀπὸ
τὴν εἴσοδο τῆς ὁδοῦ Universităţi. Ἀπὸ
ἐκεῖ
ἀκριβῶς ποὺ ἔμπαινε
ἡ ἅμαξα
τοῦ Πρύτανη.
Προπολεμικῶς!
Ἀνεβαίνω
ἀπὸ
τὴ σκάλα τῆς Κεντρικῆς Γραμματείας, περνῶ ἔξω
ἀπὸ
τὸ γραφεῖο τῆς Moişescu (ἂχ
βρὲ Jean Bone, ἂχ βρὲ Jean γιὰ
ποιὸν λεφτὰ μὲ
πέρασες καὶ μὲ καλοῦσες ἐμένα νὰ τῆς
κάνουμε τὸ τραπέζι στὸ Corner τῆς Great Bretagne?) κι ὁδεύω πρὸς τὴν Γραμματεία τῆς Σχολῆς.
Στὸν μακρὺ διάδρομο μὲ τὰ
τόξα, πέφτω πάνω στὸν
Τσακίρογλου. Ὁ ὁποῖος γελώντας, μόλις μὲ εἶδε
ἀπὸ
μακριά, ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά
του (κι ἐγὼ τὴ
δικιά μου) καὶ μ’ ἀγκαλιάζει καὶ τὸν
ἀγκαλιάζω καὶ χαιρετιόμαστε σὰν δυὸ παλιοὶ σύντροφοι καὶ φίλοι ποὺ ἔχουν
νὰ ἰδωθοῦν χρόνια, σχεδὸν λίγο πρὶν τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Καὶ μοῦ λέει:
—Εἶχες δίκιο ρὲ σύντροφε… Στὸ κάτω κάτω δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν
τ’ ἀμολόητα τῶν ἀνθρώπων…!
Θεὸς φυλάξει…
Αὐτὴ
εἶναι μία μεγάλη στιγμή! Καὶ τοῦ λέγω:
—Δεν
πᾶμ’ ἐδῶ παρακάτω νὰ φᾶμε
κατιτὶς καὶ νὰ
πιοῦμε ἕνα ποτῆρι…
—Και
δὲν πᾶμε…
Καὶ πήγαμε… Καὶ μπλέξαμε. Καὶ κατόπιν μαζὶ ἀνηφορίσαμε
τέσσερα χρόνια μέσα σὲ
παραλογισμοὺς τῆς νιότης καὶ τῆς
πολιτικῆς καὶ τῆς
μεγάλης φιλίας, σ’ ἕναν
δεσμὸ ποὺ δὲν
καταλύεται μὲ τίποτες. Παρὰ τὰ
δώστου καὶ τὰ πάρτου τῶν μεγάλων ἀποκλίσεων καὶ συγκλίσεων…
Νὰ τὰ
γράψεις ὅλα ὅσα περάσαμε σ’ αὐτὰ
τὰ τέσσερα χρόνια δὲν χωρᾶνε σὲ μία δημοσίευση στὴν ὑγειά
του κι ὄχι στὴν μνήμη του. Ἐν περιλήψει μόνον! Κι ὄχι μὲ ὅρους
ἰδεολογικούς (δὲν μπορεῖ καὶ δὲν
χρειάζεται νὰ γίνει εἰκόνισμα ὁ Σπύρος, σύντροφε Θόδωρε…-)
ΣΤΙΓΜΕΣ
ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ
Ἡ
πόλη ποὺ γνωριστήκαμε καὶ ζήσαμε: Cluj
Napoca (στὰ ρουμανικά),
Koloszvar (στὰ μαγυάρικα),
Klausenburg (στὰ γερμανικά),
Castrum Clus, Claudiopolis (στὰ
μεσαιωνικὰ λατινικά), קלויזנבורג, Kloiznburg
(στὰ Yiddish). Μιὰ πόλη, καθόλου Βαλκανική. Μιὰ πόλη, στὴ βορειοδυτικὴ πλευρὰ τῶν
Καρπαθίων. Μιὰ πόλη,
πολυσυλλεκτική. Μιὰ
πόλη ποὺ τὴν κατοικοῦσαν ρουμάνοι, μαγυάροι, ἐλάχιστοι γερμανοί, ρουθηνοί, ἀρκετοὶ ἑβραῖοι, λίγοι ἀρμένιοι, ἕλληνες πολιτικοὶ πρόσφυγες ἢ ρουμανόβλαχοι ἐξ Ἑλλάδος
καὶ χιλιάδες ξένοι
φοιτητὲς μὲ τὸ
ἀραβικὸ στοιχεῖο νὰ ὑπερτερεῖ ἐμφανῶς. Μιὰ πόλη κεντροευρωπαϊκή.
Τὸ κέντρο τῆς πόλης βρισκόταν στὸ ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς μας. Γύρω ἀπ’ αὐτὸ
παραδέρναμε. Ὅταν δὲν πηγαίναμε στὸ Πανεπιστήμιο, γυρίζαμε στὰ anticariat μὴ
καὶ βροῦμε τίποτες παλιὰ βιβλία. Γιὰ ἀναζήτηση
τροφῆς πηγαίναμε στὶς δυὸ Πιάτσες (καθημερινὲς λαϊκὲς ἀγορές).
Στὴν Piaţă Cipariu, πίσω ἀπὸ
τὸ Ἐθνικὸ Θέατρο (σπανίως) καὶ στὴν Piaţă Mihai
Viteazul καθημερινῶς.
Ὅταν ἤμασταν ματσομένοι, συνήθως στὶς ἀρχὲς τοῦ μῆνα,
τότε ἀναστέναζαν οἱ πυλῶνες τῆς πολυτελοῦς γαστριμαργίας. Ρεστορὰν Belvedere καὶ Continental καὶ Napocă. Ἐκεῖ
νὰ ἰδεῖς μεγαλεῖα…
Ἐκεῖ στὴν Piaţă Libertaţi βρισκόταν ἡ Τράπεζα ἀπ’ ὅπου παίρναμε τὶς βεβαιώσεις ὅτι ᾖρθαν τὰ λεφτὰ ποὺ ἔπρεπε
νὰ πληρώσουμε γιὰ τὸ
δωμάτιο καὶ τὴν περίθαλψη στὸ Πανεπιστήμιο. Ἦταν ἢ στεκόμασταν στὴν πιὸ γλυκειὰ οὐρὰ τῆς
πόλεως γιατὶ κατέληγε στὴν
“Florinda Bolcan”. Τὴν
πανέμορφη, μαυροτσούκαλη ρουμανίδα ποὺ
μᾶς περίμενε πίσω ἀπ’ τὸ γκισέ, γιὰ νὰ
μᾶς ρίξει μιὰ ἀδιάφορη
ματιὰ καὶ κατόπιν νὰ μᾶς
δώσει τὶς ἀποδείξεις ποὺ ἔπρεπε,
νὰ τὶς πᾶμε στὶς οἰκονομικὲς ὑπηρεσίες
τοῦ
Πανεπιστημίου. Ἄχ, πόσα ἂχ καὶ βὰχ εἴχαμε ἐκστομίσει γιὰ ἐκεῖνο τὸ θεϊκὸ πλάσμα-δημιούργημα τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ Κόμματος..! Δίπλα κολλητὰ στὴν Τράπεζα, βρισκόταν τὸ ζαχαροπλαστεῖον Τὰ
Καρπάθια, γιὰ τὸ ὁποῖον
μιλήσαμε προηγουμένως κι ἀμέσως
μετὰ τὸ τηλεφωνεῖο (τρία ὑπῆρχαν
στὴν πόλη). Ἡ Poştă δηλαδή, ὅπου
πηγαίναμε καὶ δίναμε comandă (παραγγελία) νὰ μιλήσουμε μὲ τοὺς δικούς μας στὴν Ἑλλάδα.
Πιὸ πρίν, στὴν γωνία τῆς ὁδοῦ
Napocă καὶ Universităţi, βρισκόταν τὸ ξενοδοχεῖον-ρεστορὰν Continental.
Ἦταν βολικὰ νὰ
τρῶμε ἐκεῖ
γιατί βρισκόταν κοντὰ
στὸ Ἰνστιτοῦτο καὶ στὸ Πανεπιστήμιο.
Ἦταν
φορὲς ποὺ μᾶς ἔπιανε
ἔντονη ἡ ἐπιθυμία
ν’ ἀκούσουμε κλασσικὴ μουσική. Πηγαίναμε τότε στὰ κοντσέρτα! Ἐκεῖ
στὴν μικρὴ Πλατεῖα τοῦ Ἅη Γιώργη —ἔτσι τὴν λέγαμε ἐμεῖς
ἀπὸ
τὸ ἀντίγραφο
ἀγάλματος τοῦ Ἅη Γιώργη, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν
διαμαρτυρομένων Καλβινιστῶν
τῆς ὁδοῦ Kogalniceănu, ποὺ ἐκεῖνα
τὰ χρόνια ἦταν ἕνας καταπληκτικὸς χῶρος sală de
concert.
Πηγαίναμε
καὶ στὸ Teatrul Naţional νὰ
παρακολουθήσουμε διάφορες ὄπερες
καθὼς καὶ στὴν Operă Magyară, τὴν
καταπληκτικὴ ὄπερα τῆς πόλης πλάι στὸ ποτάμι.
Οἱ περίπατοί μας ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὶς φοιτητικὲς ἑστίες τοῦ Haşdeu κι ἔφταναν μέχρι τὸ Talcioc (τὸ ὑπαίθριο παζάρι τῶν τσιγγάνων) κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο. Στὸ Gheorgheni ἀράζαμε τὰ βράδια στὸ Φαλανστέρ. Ἔτσι λέγαμε τὸ πανάθλιο bloc στὸ ὁποῖο βρισκόταν τὸ σπίτι τοῦ Şandu (Alexandru) Vlad. Τοῦ ἐπονομαζόμενου καὶ Alecu. Ἐκεῖ ἀράζαμε καὶ πίναμε μὲ τὸν Ovidiu Mureşan, μὲ τὸν Uchi, τον Toni, τὸν Ioan Bucşa (ἕνα φωτεινὸ μυαλό, πολὺ δυνατὸ φιλόλογο καὶ κριτικὸ τῆς λογοτεχνίας ποὺ τὸν κατάπιε πολὺ νέο τὸ φτηνὸ ἀλκοόλ), τὴν Mihaela τὴν ἀγαπημένη, ποὺ χάθηκε στὴν τεράστια χοάνη ποὺ λέγεται Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, τὸν Feri, ποὺ ζεῖ σήμερα στὴ Βουδαπέστη. Τὸ σπίτι τοῦ Sandu (Alexandru) Vlad! Μὴν φανταστεῖ κανεὶς, κανένα σπίτι..! Μιὰ γκαρσονιέρα ὀκτὼ τετραγωνικῶν. Ἴσια ποὺ χωροῦσε ἕνα κρεβάτι καὶ τὸ μικρὸ γραφειάκι τοῦ Sandu. Ἐκεῖ ὁ Σπύρος —μέτρ καταπληκτικός τῆς γευσιγνωσίας— ἔδινε τὶς ἐντολὲς κι ἐγὼ ἐκτελοῦσα. Φτιάχναμε τὶς καταπληκτικὲς μακαρονάδες μὲ μανιτάρια ποὺ μάζευε ὁ Sandu στὰ βουνά.
Οἱ περίπατοί μας ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὶς φοιτητικὲς ἑστίες τοῦ Haşdeu κι ἔφταναν μέχρι τὸ Talcioc (τὸ ὑπαίθριο παζάρι τῶν τσιγγάνων) κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο. Στὸ Gheorgheni ἀράζαμε τὰ βράδια στὸ Φαλανστέρ. Ἔτσι λέγαμε τὸ πανάθλιο bloc στὸ ὁποῖο βρισκόταν τὸ σπίτι τοῦ Şandu (Alexandru) Vlad. Τοῦ ἐπονομαζόμενου καὶ Alecu. Ἐκεῖ ἀράζαμε καὶ πίναμε μὲ τὸν Ovidiu Mureşan, μὲ τὸν Uchi, τον Toni, τὸν Ioan Bucşa (ἕνα φωτεινὸ μυαλό, πολὺ δυνατὸ φιλόλογο καὶ κριτικὸ τῆς λογοτεχνίας ποὺ τὸν κατάπιε πολὺ νέο τὸ φτηνὸ ἀλκοόλ), τὴν Mihaela τὴν ἀγαπημένη, ποὺ χάθηκε στὴν τεράστια χοάνη ποὺ λέγεται Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, τὸν Feri, ποὺ ζεῖ σήμερα στὴ Βουδαπέστη. Τὸ σπίτι τοῦ Sandu (Alexandru) Vlad! Μὴν φανταστεῖ κανεὶς, κανένα σπίτι..! Μιὰ γκαρσονιέρα ὀκτὼ τετραγωνικῶν. Ἴσια ποὺ χωροῦσε ἕνα κρεβάτι καὶ τὸ μικρὸ γραφειάκι τοῦ Sandu. Ἐκεῖ ὁ Σπύρος —μέτρ καταπληκτικός τῆς γευσιγνωσίας— ἔδινε τὶς ἐντολὲς κι ἐγὼ ἐκτελοῦσα. Φτιάχναμε τὶς καταπληκτικὲς μακαρονάδες μὲ μανιτάρια ποὺ μάζευε ὁ Sandu στὰ βουνά.
Ἡ
φοιτητικὴ
ἑστία (Caminul)
Τὸ Καμίνι, ὅπως λέγαμε τὴν φοιτητικὴ ἑστία
ἦταν τὸ 14. Ἐκεῖ
ζούσαμε μὲ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ κόσμου. Ὁ Petre ὁ
αὐστριακὸς σοσιαλδημοκράτης μὲ τὴν
γυναῖκα του Tuci ἀπὸ
τὸν Ἰσημερινό.
Ἡ Βιβιὰν ἀπὸ
τὴν Γκαμπόν, ὁ Δαβὶδ καὶ ἡ Ἐσθήρ, ὁ Ἀναγνώστης, ὁ Ἀχιλλέας μὲ τὴν Ἰφιγένεια, ὁ Γιῶργος καὶ
ἡ
Δήμητρα, ὁ Βασίλης, ἡ Χαρά, ὁ Ἰμπραχὴμ μὲ
τὴ μαγυάρα γυναῖκα του καὶ τὸν
μικρὸ Νασσουάν, ὁ Γκάζι [...]κι ἄλλοι
σωρὸ ποὺ γλιστροῦν καὶ χάνονται ἀπὸ
τὴ μνήμη. Ἕνας μικρόκοσμος αὐτοῦ
τοῦ πλανήτη. Μιὰ μικρὴ γῆ
μὲ τὰ
βάσανά της, μὲ τοὺς καημούς της, μὲ τοὺς ἔρωτες
καὶ τὰ κερατώματά της… Ἕνας μικρὸς κόσμος. Anakatemena skata!!!
Ἐκεῖ ἐξαντλήσαμε
τὰ τῆς
Ρωσικῆς Ἐπαναστάσεως. Κι ἀκόμη τὰ περὶ διαρκοῦς ἐπανάστασεως
καὶ τῆς φύσεως τοῦ γραφειοκρατικοῦ καθεστῶτος. Μὲ τοὺς γύρω μας δὲν εἴχαμε καὶ πολὺ μεγάλη σχέση. Σκεφτόμασταν καὶ πράτταμε ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ! Ναί. Οὐὶ μεσιὲ Πάνος: Βουστροφηδόν! Κι ὅποιος σκέφτεται ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ, εἶναι ὄξω. Εἶναι ψηλά. Εἶναι ἐκτὸς
τῆς γενικευμένης ἀθλιότητος. Διαβάζαμε τὰ ποιήματα κι ὄχι μόνο. Τολμούσαμε νὰ τ’ ἀναλύουμε. Πίναμε ἀνηλεῶς ἀπὸ 1
leu τὸ μπουκάλι (ce
calitate..!) μέχρι ὅτι
βρίσκαμε. Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ ὑπάρχει
οἰνόπνευμα καὶ νὰ
ἔχουν ὅλοι πρόσβαση σ’ αὐτό. Ἀποτέλεσμα: Καμιὰ ἐκτίμηση
πρὸς τὸ χρῆμα. Πλήρης ἐλευθερία ἔναντι ὅλων τῶν συμβατικῶν ἀξιῶν καὶ κυρίως ἔναντι τῶν παπάδων. Δικαιωθήκαμε; Ὤ, δὲν νομίζω…! Ἀλλὰ
τὸ ἀπολαύσαμε
πρὸς στιγμήν.
Οἱ ἐκεῖ (μας) φίλοι.
Ὀλίγοι.
Μὲ τὸ
σταγονόμετρο. Ἀπὸ ἕλληνες
ὀλιγότεροι. Ἀξίζουν μνεία: ὁ Κώστας καὶ ἡ Λίτσα. Ὁ Θανάσης. Κι ὁ Γιῶργος στὴν Χαλκίδα τώρα. Οἱ φαρμακοποιοὶ Ἀλέκος καὶ Βασίλης. Αὐτοί.
Ἀπὸ τοὺς ντόπιους: ὁ Ovidiu Mureşanu, ὁ Sandu
Vlad, ὁ Lucian Magarin (ὁ
ρουμάνος κολλητὸς τοῦ Σπύρου. Τὸ ἐπώνυμό
του σήμαινε Γαϊδαράκος), ὁ Negovan (κολύμπησε
τὸ Δούναβη γιὰ νὰ
τὴν κοπανήσει στὴν Γιουγκοσλαβία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Σουηδία), ὁ Toni, ἡ Mihaela, ὁ Feri, ὁ Uchi, ὁ Bucşa…
Ὁ Sandu Vlad ἔπαθε σόκ, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἀναχώρησή σου Σπύρο. Τοῦ Ovidiu ἡ φωνὴ ραγισμένη. Εἴπαμε νὰ σοῦ ποῦμε ἕνα καλὸ ταξίδι ἀδελφέ. Καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ: ὁ Ovidiu θὰ ψάξει λέει νὰ βρεῖ τὸν Lucian, νὰ τὸν ἐνημερώσει. Ἕνα βράδυ, πάλι θὰ βρεθοῦμε, καὶ θ’ ἀπαγγείλλουμε Ilarie Voronca:
Ὁ Sandu Vlad ἔπαθε σόκ, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἀναχώρησή σου Σπύρο. Τοῦ Ovidiu ἡ φωνὴ ραγισμένη. Εἴπαμε νὰ σοῦ ποῦμε ἕνα καλὸ ταξίδι ἀδελφέ. Καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ: ὁ Ovidiu θὰ ψάξει λέει νὰ βρεῖ τὸν Lucian, νὰ τὸν ἐνημερώσει. Ἕνα βράδυ, πάλι θὰ βρεθοῦμε, καὶ θ’ ἀπαγγείλλουμε Ilarie Voronca:
ΣΤΡΟΦΗ
Ι
Monsieur l’
archange est un bon chef comtable
Εὐρυδίκη: θὰ σοῦ πιάσω τὰ μάτια μὲ τὶς βελόνες τῆς ἀσφάλειας
Σὲ παρακαλῶ ἕως ἐδῶ χωρὶς μαθηματικοὺς ὑπαινιγμούς
Εὐρυδίκη
πηγαίνω νὰ κοιμηθῶ
ΣΤΡΟΦΗ
ΙΙ
Εὐρυδίκη
πηγαίνω νὰ κοιμηθῶ
Σὲ
παρακαλῶ ἕως ἐδῶ χωρὶς μαθηματικοὺς ὑπαινιγμούς
Εὐρυδίκη:
θὰ σοῦ πιάσω τὰ μάτια μὲ τὶς βελόνες τῆς ἀσφάλειας
Monsieur l’
archange est un bon chef comtable
περιοδικὸ 75 H.P.,
Βουκουρέστι, Ὀκτώβριος 1924
Ἀπόδοση: Δημήτρης Κανελλόπουλος
3 σχόλια:
να γεμίσετε την ψυχή σας με εμπειρίες και το μυαλό σας με γνώσεις"
μπορείς να δώσεις καλύτερο εφόδιο για ενα μικρό παιδί να συνεχίσει την ζωή του με στόχο? αυτό είναι η κληρονομια μου απο τον Σπυρο Τσακίρογλου. τον έζησα σαν μαθητης του, σπούδασα άλλαξα ένα καρο δουλειές έγινα και εγω καθηγητής και ακόμα αυτή του η φράση με ακολουθεί και μου δίνει στόχο και πορεία. Έμαθα τυχαία την απώλεια του ψάχνοντάς τον στο διαδίκτυο να δω τί κάνει και αν συνεχίζει τις πολιτικές του δράσεις όπως πάντα και βρέθηκα στο blog σας. Παρότι πολύ μικρότερος του η περιγραφή σας μου δίνει την ανάμνηση ενός πολύ μου γνώριμου ανθρώπου και οικείου. Αυτό που ήταν πάντα ο Σπύρος ένας καλός, καλλιεργημένος άνθρωπος με δίψα για ζωή. Καλό ταξίδι αγαπητε μου καθηγητή
Γνωρίζετε από τι έφυγε ο κ. Τσακίρογλου; Ήταν καθηγητής μου και διαβάζοντας την ανάρτησή σας έμαθα για την απώλειά του.
Δημοσίευση σχολίου