Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα

Δημήτρης Κανελλόπουλος: 
Εὐτυχισμένα Χριστούγεννα

Πλησιάζανε τὰ Χριστούγεννα, τοῦ 1962. Τὰ φτωχικὰ μαγαζάκια τῆς γειτονιᾶς, εἴχανε στολιστεῖ. Τί στολίδια δηλαδὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι, μὲ δυσκολία τὰ ἔφερναν βόλτα. Τέλος πάντων! Καλ Χριστούγεννα, Ετυχισμένο τ Νέον τος, ἔγραφαν στὶς τζαμαρίες μὲ χάρτινα γράμματα, κακοκομμένα μὲ τὸ ψαλίδι ἀπὸ χαρτιὰ κόκκινα καὶ πράσινα γυαλιστερά. Ποῦ καὶ ποῦ κόλλαγαν καὶ τίποτε μικρὲς τοῦφες μπαμπάκι πάνω στὰ τζάμια. Καὶ τίποτες ἀγγελάκια ἢ κανέναν χοντρό, κατακόκκινο Ἁγιοβασίλη…
Ἔτσι εἶχε κάνει κι ὁ κὺρ Γιώργης ὁ Ἀλιμαντίρης. Ὁ καλὸς αὐτὸς ἰκαριώτης, ποὺ πέρυσι ἀγόρασε τὴν ΕΒΓΑ στὴ γωνία Κεδρηνοῦ καὶ Λουκάρεως καὶ τὴν ἔκανε ζαχαροπλαστεῖο. Αὐτός, λέγανε πὼς κέρδισε τὸ λαχεῖο Συντακτῶν, καὶ μὲ τὰ λεφτά, ἔκανε τὴν ΕΒΓΑ ζαχαροπλαστεῖο. Τὸ κατάστημα λοιπὸν τοῦ κὺρ Γιώργη τοῦ Ἀλιμαντίρη, σκόρπιζε τὸ φῶς του γύρω. Εἶχε ἀναμμένα ὅλα τὰ φῶτα του, καθὼς καὶ μιὰ σειρὰ λαμπιόνια ποὺ ἀναβόσβηναν, ὑπενθυμίζοντας στοὺς διαβάτες, πὼς εἶναι χρονιάρες μέρες.
Ἡ ὑπόλοιπη γειτονιά, παρ’ ὅτι μέρες Χριστουγέννων, δὲν ἤτανε καλοφωτισμένη καὶ οἱ βροχές, τὴν  εἴχανε γεμίσει μὲ μιὰ κόκκινη λάσπη ποὺ κατέβαζε ἡ βροχὴ ἀπὸ τὸ ρέμα ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὴν πλατεία Γύπαρη στὰ Τουρκοβούνια, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἀλάστορος, μέχρι τὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ, στὴν λεωφόρο Ἀλεξάνδρας. Ἕνα δεντράκι εἶχε στολίσει ὁ κὺρ Ἀντώνης ὁ ψιλικατζής, λίγο πιὸ πάνω στὸ παλιό του μαγαζί, πρὶν τὰ σκαλάκια. Ὁ Πατιστής, ἔκανε ἑτοιμασίες στὴν ταβέρνα ἀπὸ μέρες γιὰ τὸ «ρεβεγιόν». Αὐτὸς εἶχε πελάτες ἀπὸ ἄλλες γειτονιὲς τῆς Ἀθήνας.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2018

Ἀνθολογία ρωσικοῦ διηγήματος: Ἕξι Ρῶσοι παίζουν χαρτιά…

Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ὀροπέδιο κυκλοφόρησε:
 Ἀνθολογία ρωσικοῦ διηγήματος:
Ἕξι Ρῶσοι παίζουν χαρτιά…
[Μιχαὴλ Λέρμοντοφ, Ἀντὸν Τσέχοφ, Ἀλεξάντρ Κουπρίν, Ἀλεξάντρ Γκρίν, Λεονίντ Ἀντρέγιεφ, Ὄσιπ Σενκόφσκι]

Ἀνθολόγηση-μετάφραση-
ἐπίμετρο:
Εὐγενία Κριτσέφσκαγια

Σελ. 160,
Τιμή: 12 €
ISBN: 978-618-83064-7-9
..................................................................................................

ΕΞΙ ΡΩΣΟΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΧΑΡΤΙΑ…
Ἀνθολογία Ρωσικοῦ Διηγήματος

Ἡ παροῦσα συλλογή περιλαμβάνει ἑφτὰ διηγήματα, ποὺ ἔγραψαν ἕξι Ρῶσοι συγγραφεῖς διαφόρων ἐποχῶν καὶ διαφορετικῶν σχολῶν, καὶ ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὴν ἀνθρώπινη ἕλξη γιὰ τὰ τυχερὰ παιχνίδια. Μἑ τὸ «Στὸς» ταξιδεύουμε στὴν ὀμιχλώδη Πετρούπολη καὶ μυούμαστε στὴν ἀτμόσφαιρα μυστηρίου ποὺ πλάθει ὁ Μιχαὴλ Λέρμοντοφ, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ γοτθικὴ λογοτεχνία. Στὴ συνέχεια, στὸ «Βίντ», ὁ Ἀντὸν Τσέχοφ μᾶς προσγειώνει στὴν πραγματικότητα καὶ συγκεκριμένα στὰ γραφεῖα κάποιας τσαρικῆς ὑπηρεσίας, περιγράφοντάς μας, μὲ τὸ γνώριμο χιοῦμορ του, πῶς μποροῦν νὰ παθιαστοῦν μὲ τὸ χαρτοπαίγνιο ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες διαφορετικῶν κοινωνικῶν στρωμάτων. Ἀπὸ τὶς ὀμίχλες τῆς τσαρικῆς πρωτεύουσας μεταφερόμαστε στὴν ἡλιόλουστη Κυανῆ Ἀκτή, ὅπου ὁ Ἀλεξὰντρ Κουπρὶν μᾶς ξεναγεῖ στὸν λαμπερὸ κόσμο τῶν καζίνων καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα ἀλάνθαστο «Σύστημα», ἐνῶ ἀμέσως μετά, στὸ «Τυχερὸ χαρτί», ὁ ἴδιος συγγραφέας καταγράφει τὴν πικρὴ ἐξομολόγηση ἑνὸς βετεράνου χαρτοπαίχτη μὲ φόντο ἕνα σκοτεινὸ καταγώγιο. Τὴ σκυτάλη παίρνει ὁ Ἀλεξὰντρ Γκρίν, παρουσιάζοντάς μας ἕναν στοιχειωμένο ἀντιήρωα, τὸν «Ἰδιοφυῆ παίκτη», ποὺ ἀναζητάει τὴν τύχη του στὸν Νέο Κόσμο. Ὁ Λεονὶντ Ἀντρέγιεφ, ἀντίθετα, προσκαλεῖ τὸν ἀναγνώστη σ’ ἕνα ἀστικὸ σαλόνι, ὅπου άνθρωποι καθημερινοὶ καὶ μετρημένοι παίζουν τὸ «Μεγάλο κράνος», ἰσορροπώντας ἀνάμεσα στὸ τραγικὸ και τὸ φαιδρό. Τέλος, ὁ Ὄσιπ Σενκόφσκι, σ’ ἕνα χρονογράφημα μὲ διαχρονικὲς πινελιές, σατιρίζει τὸ πάθος τῆς χαρτοπαιξίας χρησιμοποιώντας ὡς βέλη μιὰ ἰδιότυπη «Ἀριθμητική».
Στὶς ἱστορίες αὐτὲς συναντᾶμε πρόσωπα ἀναγνωρίσιμα παρὰ τὶς ἠχηρὲς ἢ σιωπηλὲς ἐμμονές τους, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἁπτὴ εἰκόνα ἑνὸς κόσμου ὅπου ἐνίοτε πρωταγωνιστὲς δὲν εἶναι οἱ βαλέδες καὶ οἱ ντάμες ἀλλὰ τὰ ἑφτάρια καὶ τὰ τριάρια.

Κυριακή, Ιουλίου 22, 2018

Δημήτρης Ραυτόπουλος Tὸ nevermore τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη


Δημήτρης Ραυτόπουλος
Tὸ nevermore τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Διαβάζοντας τὰ ποιήματα τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εἰσερχόμαστε μὲ γνήσιο διαβατήριο στὴ μαγικὴ χώρα τῆς Ποιήσεως. Ὄχι τῆς μεγάλης, τῆς μνημειακῆς –τοῦ ἔπους, τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ κοσμικοῦ μύθου, τῆς κοσμογονίας καὶ τῆς ἱστορίας– ἀλλὰ τοῦ λυρισμοῦ καὶ τοῦ συμβόλου· ἀκοῦμε μουσικὴ μὲ λέξεις, λανθάνουσα προσωδία, ρυθμὸ καὶ λόγο· δηλαδὴ δεχόμαστε μηνύματα στὸν αἰσθητικὸ κώδικα τῆς γλώσσας: μετωνυμίες ἰδεῶν καὶ αἰσθημάτων, χρόνους τοῦ βίου καὶ τῆς μνήμης, ἔμφορτα ἢ ἁπλὰ σχήματα μεταφορᾶς. Μποροῦμε ἀδίστακτα νὰ ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἀπέναντι σὲ μιὰ σπάνια ποιητικὴ κράση, στεφανωμένη μὲ πνευματικὴ ἀρετή. Ἔχει τὴν χάρι τῆς ποιητικῆς Ἀλχημείας, ἐλλείψει τῆς φιλοσοφικῆς λίθου τὸ πάθος της.
Τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς δημιουργίας του εἶναι ἡ λυρικὴ συγκίνηση, ἡ ἐλεγειακὴ διάθεση, ἡ πλαστικότητα τῆς μνήμης, μὲ τὴ σχεδὸν μουσικὴ λειτουργία της, ἡ μετάθεση, στὴν ἀνάπτυξη τῆς ποιητικῆς ἰδέας, ἀπὸ τὴν ἔκταση στὴν ἔνταση, ἡ διαυγὴς ἐσωτερικότητα καὶ διάφορα ἄλλα δευτερεύοντα, «τεχνικά», ὅπως τὸ δίκτυο τῶν ἀναφορῶν καὶ τὸ παιχνίδι τῶν ἀντηχήσεων καὶ τῶν ἐπαναλήψεων.
 Ἴσως χρειάζεται νὰ θυμίσουμε ὅτι συγκίνηση δὲν σημαίνει συναισθηματισμὸ καὶ ὅτι ἡ ἐλεγεία δὲν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τὰ στεγνὰ μάτια πονᾶνε περισσότερο, καὶ ὁ λυγμός, μέσα στὴ νύχτα, ἠχεῖ σὰν τρίλια ἀηδονιοῦ… ὅταν τέτοιο πουλὶ ἀκουγόταν ἀκόμα στὴν ποίηση καὶ στὶς ρεματιές. Δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ πεισιθάνατο στὴ μελέτη ἀθανασίας ποὺ εἶναι κάθε πραγματικὴ ποίηση καὶ ἡ προκείμενη. Πουλὶ ἀθάνατο, ἐσὺ δὲν εἶσαι τοῦ θανάτου, τὸ προσφωνοῦσε ὁ Ἰωάννης Κὴτς («Ὠδὴ σ’ ἕνα ἀηδόνι», μέτφ. Ν. Λαΐδης).
Ἐπιμένω σ΄ αὐτὸ τὸ ἀθάνατο σύμβολο τοῦ τραγουδιοῦ, γιατί εἶναι τὸ Ἀηδόνι καὶ ὄχι τὸ Κοράκι, ποὺ λέει στοὺς στίχους τοῦ Ρουμελιωτάκη τὸ φοβερὸ Nevermore.
Κλαίει κανεὶς ἐδῶ;
Μονάχα ὁ μοναχικὸς λύκος κλαίει τὰ βράδια στὸ ἀριστουργηματικό, σχεδὸν παιδικό, «Τὸ τραγούδι τῆς Βάλιας καὶ τοῦ λύκου» (Ξένος εἰμί). Ναί, βέβαια, ἀκούγεται τὸ σπάσιμο τῆς φωνῆς, μπροστὰ στὴν ἀπώλεια, κάτι σὰν τὸν κόμπο ποὺ ἀνεβαίνει στὸ λαιμό μας, καὶ ποὺ δὲν τὸν λύνει κανένα ἱστορικὸ σπαθὶ σὰν ἐκεῖνο τοῦ Μακεδόνα στρατηλάτη. («Ὁ Γόρδιος δεσμός», στὸ ἴδιο). Μὰ εἶναι παντοῦ ἡ μελαγχολικὴ ἐνατένιση τοῦ ἀνθρώπινου χρόνου, τὸ περατὸ καὶ τὸ ἀμετάκλητο, τὸ no more καὶ τὸ nevermore τὸ ποουϊκό. Εἶναι, τέλος, ἡ φιλοσοφικῆς γενίκευσης συνείδηση τῆς ξενότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πληρεξουσίου ποιητῆ. Αἴσθηση τοῦ «ἐξοστρακισμοῦ», τοῦ «ἀνοίκειου περιβάλλοντος», τῆς «στέρησης» καὶ τοῦ «ἀδιεξόδου», διαπιστώνει ὁ Γ. Ἀράγης σὲ βιογραφικὸ-κριτικὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Ρουμελιωτάκη1.

Χρστος Ρουμελιωτάκης
1938-2018

Σάββατο, Ιουνίου 09, 2018

Δημήτρης Κανελλόπουλος Χαιρετισμὸς σ’ ἕναν ἀκριβὸ φίλο

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Χαιρετισμὸς σ’ ἕναν ἀκριβὸ φίλο

Ἡ συνάντησή μου μὲ τὴν κομμουνιστικὴ ἀριστερὰ ἔγινε μέσα σὲ συνθῆκες παρανομίας. Ἡ σχέση μου μ’ αὐτὴν πέρασε διάφορες διακυμάνσεις καὶ ἔληξε ὁριστικά, μὲ τὴν ἀποχώρησή μου ἀπὸ τὰ ὀργανωμένα σχήματα της, στὸ τέλος τοῦ 1978. Τότε διεγράφην.
Στὶς διαδικασίες τῆς διαγραφῆς μου δὲν συμμετεῖχα. Ἔχω σχετικὴ ἐμπειρία, ἀπὸ τέτοιες διαδικασίες ἐπειδὴ συμμετεῖχα ἢ εἶχα πρωταγωνιστήσει μὲ φανατισμὸ σὲ διαγραφὲς ἄλλων ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων ἱκετεύω τὴν συγχώρεση.
Γελοῖες διαδικασίες, γελοῖα τὰ ἐπιχειρήματα ὅπου στὶς περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχοῦσε ὁ παραλογισμὸς καὶ μιὰ ὑφέρπουσα σχιζοφρένεια. Φυσικά, ὅλες αὐτὲς οἱ καταστάσεις ἔβρισκαν τόπο σὲ πολὺ χαμηλὰ πολιτιστικὰ περιβάλλοντα, καὶ σὲ ἀντιλήψεις ποὺ ἀπέρρεαν ἀπὸ τὰ ὑποδεέστερα τῶν ἐνστίκτων, τῶν συμμετεχόντων. Τὰ χρόνια μετὰ τὴν πτώση τῆς δικτατορίας, τέτοιες ζοφερὲς καταστάσεις ἤσαν σχεδὸν καθημερινές.
Τώρα ποὺ τὰ χρόνια ἔχουν περάσει, μὲ δυσθυμία γυρίζει ἡ σκέψη μου σ’ ἐκείνες τὶς ἐποχές. Θέλω νὰ τὶς ἀπωθῶ ἀπὸ τὴ σκέψη μου αὐτά τὰ συμβάντα, γνωρίζοντας ὅτι ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν θὰ πάψω νὰ αἰσθάνομαι ἐνοχὲς γιὰ τὶς περιπτώσεις ποὺ ὑπῆρξα θύτης, ντροπὴ γιὰ τὶς περιπτώσεις ποὺ ἤμουν ἀδιάφορος καὶ ἀγανάκτηση γιὰ τὶς περιπτώσεις ποὺ ἤμουν θύμα.
Ὡστόσο, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἰδιότυπο καὶ ἀντιφατικὸ περιβάλλον, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, συνάντησα ἀνθρώπους ὑψηλῆς ποιοτικῆς στάθμης, χαρακτῆρες ἀκέραιους, ἀνθρώπους μὲ ἔντιμη στάση καὶ λόγο. Κι ἀκόμη ἐκεῖ, ἔμαθα νὰ διαβάζω, ἐθίστηκα στὰ αἰσθήματα τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἀνιδιοτέλειας, «ἀτσαλώθηκα» -χρησιμοποιῶ μιὰ πολὺ συνηθισμένη λέξη ἀπ’ αὐτὰ τὰ περιβάλλοντα, στὴν ὑπεράσπιση τῶν συμφερόντων τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀδικημένων…
Καὶ στὴ μιὰ καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πρότυπα ποὺ μὲ ἐπηρέασαν μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τους. Μὲ τὴν προσωπική τους στάση. Ὑπήρξαν καὶ παραδείγματα ἀνθρώπων πρὸς ἀποφυγὴν καὶ παραδείγματα ἀνθρώπων πρὸς μίμησιν… Ἕνας ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ ἡ σκιά του μοῦ ἦταν σεβαστή, ἦταν ὁ Στέλιος Μπεβεράτος.
Συναντήθηκα μαζί του τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐργαζόμουν σὲ διάφορους ἐκδοτικοὺς οἴκους καὶ ἤμουν ἐνταγμένος στὴν ἀντίστοιχη κομματικὴ ὀργάνωση. Ὁ Στέλιος, ἐργαζόταν ὡς Διευθηντής παραγωγῆς καὶ ἐπιμελητὴς τῶν ἐκδόσεων στὴν Σύγχρονη Ἐποχή, τῶν γνωστῶν ἐκδόσεων τοῦ ΚΚΕ.
Δὲν βρεθήκαμε ποτὲ στὴν ἴδια ὀργάνωση, ἀλλὰ ἐπειδή, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα περνούσαμε ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῶν ἐκδόσεων, ἔτυχε νὰ γνωριστοῦμε καλά.
Θυμᾶμαι μὲ νοσταλγία ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα ποὺ ἐργαζόντουσαν στὴν διακίνηση τῶν βιβλίων, στὸ ἰσόγειο τῆς Ζωοδοχου Πηγῆς. Τὸν Κώστα Χρονίδη, τὸν Κοσμᾶ Φουντουκίδη, τὸν Παῦλο… Ὁ Στέλιος, ἀνῆκε στὸ «πνευματικὸ ἐπιτελεῖο». Τὸ γραφεῖο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ πνευματικὴ δουλειά, βρισκόταν στὸν τρίτο ὄροφο. Θυμᾶμαι ἀκόμη μὲ ἀγάπη καὶ τοὺς ἐργαζόμενους στὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας, τὸν μπάρμπα Χρῆστο Καραγεῶργο, ταμία τῆς Σύγχρονης Ἐποχῆς, τὸν Μπάμπη Γκολέμα διευθυντὴ τοῦ βιβλιοπωλείου, τὴ Νανώ, τὴν Χαρὰ καὶ τὴν Ἀλίκη ποὺ ἀργότερα μετακόμισε στὴν Θεσσαλονίκη…
Οἱ ἐργαζόμενοι στὸ ἐκδοτικό, πλὴν τοῦ Παύλου, δὲν ἀνῆκαν στὴν δικά μας ὀργάνωση. Προφανῶς τοὺς «κρατοῦσε» ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπή. Ὁ Στέλιος Μπεβεράτος ἀνῆκε σ’ αὐτούς.
Ὅταν ἀργότερα ἄρχισαν τὰ πρῶτα νέφη νὰ παρουσιάζονται στὴ σχέση μου μὲ τὸ Κόμμα, ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος μοῦ συμπεριφέρθηκε μὲ τὴν ἀναμενόμενη ἀγριότητα, τὴν ὁποία ἔδειχναν (δείχναμε), ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν. Αὐτὸς ἦταν ὁ πάντοτε ἤρεμος καὶ εὐγενὴς Στέλιος Μπεβεράτος. Ὁ πράος Στέλιος, ὁ ὁποῖος κατέβαινε συχνά, στὸ κεφαλόσκαλο τῆς ἐξώπορτας κι ἐκεῖ, κάπνιζε τὸ τσιγάρο του, παρατηρώντας τοὺς περαστικοὺς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὴν ὄμορφη τότε ὁδὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Κι ἐνῶ ὅλοι, ὅταν μὲ διέγραψαν, ἔκαναν ὅτι δὲν μὲ βλέπουν, ἤ μοῦ ἔριχναν ὑποτιμητικὲς ματιές, ὁ Στέλιος, πάντοτε μοῦ μιλοῦσε μὲ εὐγένεια καὶ καλοσύνη, ἀστειευόταν καὶ συζητοῦσε μαζί μου, σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτε ἀπολύτως. Ἕνας πολιτισμένος ἄνθρωπος!
Γι’ αὐτό, ὅταν φτάσαμε μπροστὰ στὸν ἀνοιχτὸ τάφο, ἡ συγκίνηση πλημμύρισε τὴν ψυχή μου, καὶ πράγμα σπάνιο, ἔκλαψα γοερὰ γιὰ τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο.

Καλό σου ταξίδι Στέλιο, φίλε της μακρινῆς νιότης, ἀγωνιστὴ ἀκέραιε, ἄνθρωπε παράδειγμα τῆς φιλίας καὶ τῆς ἀγάπης…

Περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τχ 18ο, σελ. 216-218, Καλοκαίρι 2017