Δημήτρης
Ραυτόπουλος
Tὸ
nevermore τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη
Διαβάζοντας
τὰ ποιήματα τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εἰσερχόμαστε μὲ γνήσιο διαβατήριο στὴ
μαγικὴ χώρα τῆς Ποιήσεως. Ὄχι τῆς μεγάλης, τῆς μνημειακῆς –τοῦ ἔπους, τοῦ
θρησκευτικοῦ καὶ κοσμικοῦ μύθου, τῆς κοσμογονίας καὶ τῆς ἱστορίας– ἀλλὰ τοῦ
λυρισμοῦ καὶ τοῦ συμβόλου· ἀκοῦμε μουσικὴ μὲ λέξεις, λανθάνουσα προσωδία, ρυθμὸ
καὶ λόγο· δηλαδὴ δεχόμαστε μηνύματα στὸν αἰσθητικὸ κώδικα τῆς γλώσσας:
μετωνυμίες ἰδεῶν καὶ αἰσθημάτων, χρόνους τοῦ βίου καὶ τῆς μνήμης, ἔμφορτα ἢ
ἁπλὰ σχήματα μεταφορᾶς. Μποροῦμε ἀδίστακτα νὰ ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἀπέναντι σὲ
μιὰ σπάνια ποιητικὴ κράση, στεφανωμένη μὲ πνευματικὴ ἀρετή. Ἔχει τὴν χάρι τῆς
ποιητικῆς Ἀλχημείας, ἐλλείψει τῆς φιλοσοφικῆς λίθου τὸ πάθος της.
Τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς δημιουργίας του εἶναι ἡ λυρικὴ
συγκίνηση, ἡ ἐλεγειακὴ διάθεση, ἡ πλαστικότητα τῆς μνήμης, μὲ τὴ σχεδὸν μουσικὴ
λειτουργία της, ἡ μετάθεση, στὴν ἀνάπτυξη τῆς ποιητικῆς ἰδέας, ἀπὸ τὴν ἔκταση
στὴν ἔνταση, ἡ διαυγὴς ἐσωτερικότητα καὶ διάφορα ἄλλα δευτερεύοντα, «τεχνικά»,
ὅπως τὸ δίκτυο τῶν ἀναφορῶν καὶ τὸ παιχνίδι τῶν ἀντηχήσεων καὶ τῶν ἐπαναλήψεων.
Ἴσως χρειάζεται νὰ θυμίσουμε ὅτι συγκίνηση δὲν
σημαίνει συναισθηματισμὸ καὶ ὅτι ἡ ἐλεγεία δὲν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τὰ
στεγνὰ μάτια πονᾶνε περισσότερο, καὶ ὁ λυγμός, μέσα στὴ νύχτα, ἠχεῖ σὰν τρίλια
ἀηδονιοῦ… ὅταν τέτοιο πουλὶ ἀκουγόταν ἀκόμα στὴν ποίηση καὶ στὶς ρεματιές. Δὲν
ὑπάρχει τίποτα τὸ πεισιθάνατο στὴ μελέτη ἀθανασίας ποὺ εἶναι κάθε πραγματικὴ
ποίηση καὶ ἡ προκείμενη. Πουλὶ ἀθάνατο,
ἐσὺ δὲν εἶσαι τοῦ θανάτου, τὸ προσφωνοῦσε ὁ Ἰωάννης Κὴτς («Ὠδὴ σ’ ἕνα
ἀηδόνι», μέτφ. Ν. Λαΐδης).
Ἐπιμένω σ΄ αὐτὸ τὸ ἀθάνατο σύμβολο τοῦ τραγουδιοῦ, γιατί
εἶναι τὸ Ἀηδόνι καὶ ὄχι τὸ Κοράκι, ποὺ λέει στοὺς στίχους τοῦ Ρουμελιωτάκη τὸ
φοβερὸ Nevermore.
Κλαίει
κανεὶς ἐδῶ;
Μονάχα ὁ μοναχικὸς λύκος κλαίει τὰ βράδια στὸ
ἀριστουργηματικό, σχεδὸν παιδικό, «Τὸ τραγούδι τῆς Βάλιας καὶ τοῦ λύκου» (Ξένος εἰμί). Ναί, βέβαια, ἀκούγεται τὸ
σπάσιμο τῆς φωνῆς, μπροστὰ στὴν ἀπώλεια, κάτι σὰν τὸν κόμπο ποὺ ἀνεβαίνει στὸ λαιμό μας, καὶ ποὺ δὲν τὸν λύνει
κανένα ἱστορικὸ σπαθὶ σὰν ἐκεῖνο τοῦ Μακεδόνα
στρατηλάτη. («Ὁ Γόρδιος δεσμός», στὸ ἴδιο). Μὰ εἶναι παντοῦ ἡ μελαγχολικὴ
ἐνατένιση τοῦ ἀνθρώπινου χρόνου, τὸ περατὸ καὶ τὸ ἀμετάκλητο, τὸ no more καὶ τὸ
nevermore τὸ ποουϊκό. Εἶναι, τέλος, ἡ φιλοσοφικῆς γενίκευσης συνείδηση τῆς ξενότητας
τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πληρεξουσίου ποιητῆ. Αἴσθηση τοῦ «ἐξοστρακισμοῦ», τοῦ
«ἀνοίκειου περιβάλλοντος», τῆς «στέρησης» καὶ τοῦ «ἀδιεξόδου», διαπιστώνει ὁ Γ.
Ἀράγης σὲ βιογραφικὸ-κριτικὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Ρουμελιωτάκη1.
Πράγματι. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναλογισθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ξενότητα
εἶναι ἡ πιὸ συμπαγὴς κοινότητα τοῦ «οἰκουμενικοῦ» ἀνθρώπου: γιατί στὸν πυρήνα της
βρίσκεται ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ πηγάζει ἡ
ὑπαρξιακὴ ἀγωνία, ποὺ βασιλικὴ ὁδὸ ἔκφρασης ἔχει τὴ λογοτεχνία. Τὴν ξενότητα,
ποὺ ὄντως σκιάζει αὐτὴ τὴν ποιητικὴ εὐδία, μποροῦμε νὰ τὴ δοῦμε σὰν
ἐξωτερίκευση αὐτῆς τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας. Ἐρώτηση χωρὶς ἀπάντηση ἀπευθύνει στὸ
παρελθὸν ἡ μνήμη, φαινομενικὰ μόνο συμπεραίνοντας, σημαδεύοντας τὸ κενὸ καὶ
ἀντιπαραβάλλοντας τὸ ἦθος καὶ τὸ πάθος της, μὲ τὸ σθένος τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
ἀγαθοῦ.
Στὸ ἀπόλυτο «ξένος εἰμὶ» ἀντιφώνηση ἀποτελεῖ τὸ «δὲν εἶναι
τίποτα», πικρὴ εἰρωνεία καὶ ὑπέρτατη διαμαρτυρία.
Δὲν
εἶναι τίποτα, / εἶναι ἡ πόρτα σου, ποὺ ἀνοιγοκλείνει μόνη της, /
[…]
εἶναι ἡ θεία σου Ἀγγελική, ποὺ ἔχει πεθάνει ἀπὸ χρόνια /
καὶ
εἶναι μόνη της. / Δὲν εἶναι τίποτα, εἶναι τὰ χρόνια σου, ποὺ
ἐπιστρέφουν
/ καὶ διεκδικοῦν τὰ δικαιώματά τους…
(«Δὲν
εἶναι τίποτα», στὴν ὁμώνυμη συλλογή).
Μιὰ καὶ ἐνεπλάκησαν, σ΄ αὐτὸ τὸ κείμενο, λέξεις ἀπὸ τὸ
φωνῆεν Κοράκι, τὸ πιὸ ὠδικὸ ὄρνεο τῆς
παγκόσμιας ποίησης, ἃς προσθέσουμε ἐδῶ καὶ τὸ nothing more, τὸ ποουϊκὸ «δὲν εἶναι τίποτα».
Ἡ καθαρὰ ὑπαρξιακὴ συνισταμένη ὅλων τῶν ὄψεων
τῆς ξενότητας, τῆς μὴ ἑνότητας καὶ τῆς ἀγωνίας, ἀποτυπώνεται στὸ τελικὸ
«Ἐπίγραμμα» ὡς ἀμετάφραστη ἢ βωβὴ γλώσσα.
Ὅ,τι ἔπρεπε ἔγινε / καὶ
μόνο τὸ διαζευκτικὸν Καὶ / ἄλαλον, ἄφατον /
ὑπερίπταται τῆς σιωπῆς...
Διαζευκτικὸ «καὶ» ὄντως ὑπάρχει στὴ
νεοελληνικὴ καὶ προσθέτει καταναγκασμό, μὴ ἐπιλογή, μὴ διαφυγή. Μὲ τὴ μορφὴ
ἐπιτύμβιου, ἄλλωστε, οἱ στίχοι αὐτοὶ καταλήγουν στὸ νόστο τοῦ σώματος στὴ
γενέθλια γῆ, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς γλώσσας.
*
Ἡ
ποίηση τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη ἐντάσσεται στὴ συμβολιστικὴ ἐπιστροφὴ τοῦ
λυρισμοῦ, στὴ νεορομαντικὴ προσφυγή, στὴν ἀφαίρεση καὶ τὴ μουσικότητα. Σ΄ αὐτὴ
τὴ μεγάλη κοίτη τῆς «καθαρῆς ποίησης», ἀποκρούει, βέβαια, τὸ νόημα ποὺ ἔρχεται
ἀπὸ ἔξω, ὄχι μόνο τὸ πολιτικό, τῆς ἀντανάκλασης καὶ τῆς μαγιακόφσκειας
ἐπινόησης τῆς «κοινωνικῆς παραγγελίας», ἀλλὰ κάθε εἴδους σκοπιμότητα ἢ
μετατρεψιμότητα.
Ἡ θεωρητικὴ ἀρχὴ τῆς
ποιητικῆς αὐτονομίας διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν Ε.Α. Πόου μὲ τὸ δοκίμιο The Poetic Principle2 πού,
μετὰ τὴν τεράστια ἀπήχηση τοῦ Κορακιοῦ,
συνεπῆρε τὴν παγκόσμια ποιητικὴ κοινότητα τοῦ μετεπαναστατικοῦ ρομαντισμοῦ.
Αὐτὴ ἡ «ἀρχὴ» ἤθελε τὴν ποίηση ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸν σπιριτουαλισμὸ καὶ τὸν
διανοουμενισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἠθικὸ κριτήριο καὶ ἀπὸ τὸν ρασιοναλιστικὸ
ἐξοπλισμὸ τῆς Καντιανῆς αἰσθητικῆς, ἀπὸ κάθε ἰδέα σκοπιμότητας, ἔστω καὶ χωρὶς
τελικὸ σκοπό. Στὴν οὐσία, διατύπωνε τὸ ἀγεφύρωτο «ἀλήθειας» καὶ ποίησης, ἡ
ὁποία ποίηση μόνο προορισμὸ ἔχει τὴν ἀνύψωση τῆς ψυχῆς στὴ σφαίρα τοῦ ὑπέροχου.
Τὸ ποίημα σημαίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ τίποτα ἔξω ἀπὸ αὐτό, καὶ μόνη ἐπιδίωξή
του εἶναι ἡ «ρυθμιστικὴ δημιουργία τῆς ὀμορφιᾶς».
Πράγματι, διαβάζοντας Τὸ
Κοράκι, στὸ πρωτότυπο (ἢ στὴ θαυμάσια μετάφραση τοῦ Γιάννη Β. Ἰωαννίδη)
ἀφηνόμαστε στὴ μουσικὴ ροὴ καὶ τὴν ὑποβλητικότητα τοῦ ρυθμοῦ, ποὺ αἴρει τὸν
θρῆνο γιὰ τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν ἐρήμωση πάνω ἀπὸ τὴν πραγματικότητά τους.
Ξεπερνᾶμε καὶ τὴ βαριὰ σκηνοθεσία τῆς φρίκης, μὲ τὸ κοράκι γιὰ πάντα
κουρνιασμένο πάνω στὸ κεφάλι τῆς Παλλάδος, τὸ «ἄκρατο λιβάνι» καὶ τὰ ἄλλα
σύνεργα τῆς θανατίλας. Πάρ΄ ὅλα αὐτά, καὶ θέμα ὑπάρχει καὶ αἴσθημα καὶ πόνος
καὶ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ἰδέα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀθανασίας.
Ἡ ποίηση ἔγινε πιὸ
«καθαρὴ» στὴν εὐρωπαϊκή της συνέχεια, ἰδίως τὴ γαλλική, μὲ τὸν Μαλλαρμὲ καὶ τὸν
Βαλερύ, στὸν ὁποῖο ὀφείλεται καὶ ἡ ὀνομασία «Καθαρή». Ἀλλὰ ἡ «καθαρότητα» τῆς Ποιητικῆς Ἀρχῆς στὴν ἐποχή μας πλησιάζει
τὰ ὅρια τῆς καθαρῆς οὐτοπίας. Μόνο σὲ χρυσελεφάντινο πύργο θὰ μποροῦσε ἡ ποίηση
νὰ μείνει ἀδιαπέραστη ἀπὸ τὸν καταιγισμὸ σημείων τοῦ προηγούμενου αἰώνα· θὰ
ἔφτανε καὶ μόνο τὸ γεγονὸς τῆς πολτοποίησης σάρκας καὶ ἀτομικότητας, σ’ ἕνα
κόσμο ποὺ ἐφεῦρε τὴ βιομηχανοποίηση τοῦ ἐξολοθρεμοῦ καὶ τὸ «στρατόπεδο
συγκεντρώσεως», ποὺ ὁλοκλήρωσε τὴν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἀπελεύθερη, ὄχι ἐλεύθερη πραγματικότητας καὶ ἱστορίας,
μπόρεσε νὰ εἶναι ἡ μεταπολεμικὴ ποίηση. Δέχθηκε μόνο στὴν εὐρύτερη μεταφορική
της ἔννοια τὴ Μαλλαρμεϊκὴ πρόταση νὰ ἐπινοηθεῖ γιὰ τὴν ποίηση μιὰ μυστικὴ
γλώσσα, τελείως ἀπρόσιτη στὸν κύριο Ζουρνταίν. Περνάει τὶς μεταφορές της μέσα
ἀπὸ τὴν ὑποχρεωτικὴ δουλεία τῆς γλώσσας, κάνοντας ἀκόμα καὶ τὶς πασίγνωστες
λέξεις ἀκατανόητες γιὰ τὸν κύριο αὐτό, τὸν τέλειο ἀπροσδιόνυσο, νὰ ποῦμε, ἀστὸ
ἢ διανοούμενο παπαγάλο.
Θὰ ἔλεγα, παραφράζοντας τὴ διασημότερη Διακήρυξη τῆς
ἱστορίας3, ὅτι οἱ ποιητὲς διεκδικοῦν τὰ φαντασιακὰ δικαιώματα τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη, τὴν ὑπέρβαση τῆς πραγματικότητας καὶ τῆς ἱστορίας.
Ἡ «Τέχνη γιὰ τὴν τέχνη» καὶ ἡ λογοτεχνία –ἔκφραση τῆς
κοινωνίας, λέει ὁ Ζὰκ Ρανσιέρ, εἶναι δυὸ τρόποι ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἴδια ἱστορικὴ
κατάσταση τῆς τέχνης τῆς γραφῆς. Αὐτό, προσθέτει, δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ
κατάσταση δὲν εἶναι καθεαυτὴν ἀντιφατική. Ἡ λογοτεχνία δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ
ἦταν ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς ἀντίφασης4.
Ὁ Ρουμελιωτάκης δὲν εἶναι «στρατευμένος ποιητὴς» τοῦ
σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μὴ πολιτικός: οὔτε
τῆς ξέφυγε τῆς ἱστορίας οὔτε τῆς γύρισε περιφρονητικὰ τὴν πλάτη: Δεύτερη
μεταπολεμικὴ γενιά, παιδικὰ χρόνια στὸν πόλεμο, μέτοικος στὴν Ἀθήνα, ἐφηβεία
στὸν ἐμφύλιο, πατέρας ἐξόριστος, νεότητα στὴ δικτατορία καὶ τὴν ἐξορία ὁ ἴδιος,
μεγαλωμένος στὴ Νέα Ἰωνία τῆς προσφυγιᾶς καὶ τοῦ προλεταριάτου –ὅταν τέτοιο
εἶδος ὑπῆρχε στὴ ζωὴ καὶ στὴ γλώσσα– ...πιὸ «πολιτικὴ» κατάσταση γίνεται; Στὴν
περίοδο τοῦ μετεμφυλίου ὁ νέος ποιητὴς συμμετέχει στὸ λογοτεχνικὸ κύκλο τῆς
Νέας Ἰωνίας ( Τ. Σινόπουλος, Δ. Δούκαρης, Μ.
Κατσαρός, Τ. Γαλάτης, Γ. Μιχαηλίδης...), διαβάζει τὴν «ποίηση τῆς
ἥττας». Στὴν ἐξορία γνωρίζεται μὲ τὴν πρώτη μεταπολεμικὴ γενιὰ καὶ τοὺς λογίους
της, γενικῶς στρατευμένους, «χαοτικοὺς» καὶ ἀπογοητευμένους. Πιὸ πολιτικὴ συντυχιὰ
γίνεται;
Ὡστόσο ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξέλιξη τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ τὰ
ἀποκαλυπτήριά του, ἡ ἥττα, ἡ πολυδιάσπαση τῆς Ἀριστερᾶς, ὁ ρόλος της στὸν
ἐμφύλιο κ.λπ. (πιὸ πολιτικὸ ναυάγιο γίνεται;) τρέφουν τὸν σκεπτικισμὸ ἀπέναντι
στὴν ἱστορία, στὶς ἐξουσίες καὶ τὶς ἡγεσίες παντὸς καιροῦ. Ξένος ἐστὶ ὁ ποιητής τῆς μεταφυσικῆς, τῆς
ἰδεολογίας, τῆς σωτηριολογίας, τῆς νομοτελειακῆς, ντὲ καὶ καλά, κατεύθυνσης
τῆς ἱστορίας. Μένει τὸ ἦθος τῆς
ἀντίστασης, ἡ ἀνθρωποσύνη μέσα στὸ πολιτικὸ σύμφυρμα· μένει ὁ ἀκραῖος λόγος,/ὁ καίριος καὶ ὁ ἀνεπανάληπτος καὶ ὁ ἑλληνικός.
(«Ὁ ἀκραῖος λόγος. Ὠδὴ στὸν Γεώργιο Καραϊσκάκη», Δὲν εἶναι τίποτα). Ὁ ἀκραῖος λόγος εἴτε στὴ γλωσσικὴ ἰμιτασιὸν τῆς
καθαρεουσιάνικης ἐπισημότητας τοῦ Λυκούργου Λογοθέτη («Βαρούτην χανόμεθα», Ξένος εἰμί), εἴτε στὴ λαϊκότερη
καθομιλουμένη, τοῦ Καραϊσκάκη, μὲ τὸν «ποῦτζο» του δεόντως ἠχηρὸ (μὲ τουμπελέκια καὶ τρουμπέτες), αὐτὸς ὁ
λόγος ἀπαντᾶ στὴν κωφότητα, τὴν ἀνομία καὶ τὴν ψευτιὰ τῶν ἡγεσιῶν. [...] πικραμένος ἀλλ’ ὄχι ἀπελπισμένος
ἀνηφορίζει στ’ Ἄγραφα ὁ Καραϊσκάκης κηρυγμένος προδότης τῆς πατρίδος ἀπὸ τὸν
πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ἀλλὰ καὶ τὸν Λυκοῦργο Λογοθέτη τὸν ὀνομάσανε ἀπόβλητον / καὶ ἀπαράδεκτον εἰς τὴν
πατρίδα/καὶ τὸν ἐξόρισαν, μᾶς λέει στὴ «Δευτερολογία» του, στὸ «Μπαρούτην
χανόμεθα», ὁ ποιητής. Καὶ κλείνει αὐτὴ τὴ «δευτερολογία» μὲ ὑπέροχη
ἀσυνέχεια...
Ἄ, ναί, καὶ ἕνα σκύλο καὶ
μιὰ καρδερίνα
Καὶ μία τίμια συμφωνία μὲ
τὸ θάνατο.
Πιὸ πολιτικὴ ἀσυνέχεια δὲν γίνεται. Γιατί ἡ ἐξορία, ἂν καὶ
πολιτικὴ ἄγονος γραμμή, εῖναι ποιητικῶς γονιμότατη.
«Ἡ ἐλευθερία –λέει ὁ
Βαλερὺ- εἶναι μιὰ λέξη μὲ περισσότερη ἀξία παρὰ νόημα, μιὰ λέξη ἀπὸ
αὐτὲς ποὺ τραγουδᾶνε, μᾶλλον παρὰ μιλᾶνε»5. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι
«ἀκραῖος λόγος» ἡ ποίηση καί, μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, ἡ ποίηση/ἐλευθερία κηρύσει
τὴν ἀντίσταση στὴ δουλική της γλώσσα.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι, πάντως, ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνυπότακτου
ἀνθρώπου, τὸ ἀγωνιστικὸ καὶ ἀντιεξουσιαστικὸ ἦθος εἰκονογραφοῦνται μὲ ἀναφορὲς
στὸν ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, στὶς Μακεδονικὲς δυναστεῖες, στὴ στάση τοῦ Δάντη,
ἀκόμα καὶ στοὺς Κούρδους, καὶ ὄχι μὲ τὴ θριαμβολογοῦσα ἀντιστασιολογία.
Ἀντίθετα, ἡ ἥττα ὡς ἱστορικὸ βίωμα καὶ ἀνθρώπινη πτώση ἀναπαριστάνεται σχεδὸν
ρεαλιστικά, μὲ λέξεις τοῦ ἐμφύλιου. Στὸ ποίημα «Ἐπίκουρος» π.χ. διαβάζουμε: Σπίτι στὰ βόρεια προάστεια/σπίτι
παραθαλάσσιο/σκάφος ἀναψυχῆς/ἢ τρὶς εἰς θάνατον. (Ἐδῶ ταιριάζει, ἀντὶ τοῦ
διαζευκτικοῦ «ἤ», τὸ διαζευκτικὸν «καί» - βλ. παραπάνω). Τὸ δίλημμα εἶναι
μεταξύ δύο εἰδῶν θανάτου καὶ ἡ εἰρωνεία μεταξύ της ἐπικούρειας ἠρεμίας τῆς
ψυχῆς καὶ τοῦ «ἐπίκουρου καθηγητῆ».
Ὡς θεματικὴ ἑνότητα, οἱ ἀναφορὲς στὴν ἐξορία, στὴν ἥττα καὶ
τὸ χρέος στὴ μνήμη εἶναι οἱ πολυαριθμότερες, ὡς τώρα, στὴν ποίηση τοῦ Χρίστου
Ρουμελιωτάκη: «Ἐπίκουρος», «Δρόμοι τῆς μνήμης», «Ὀρλωφικά», «Ἐνύπνιον ’88»,
«Καὶ πῶς νὰ ζήσεις» (Ξένος εἰμί),
«Ἐκείνη ἡ ἱστορία», «Ἡ προφητεία 1967-2007»,
«Ἡ δόξα τοῦ Δάντη», «Δάντης Ἀλιγκέρι», «Edgar Lee Masters 1868-1950», «Ὁ
Ὀρέστης πάλι» (Δὲν εἶναι τίποτα)
-σημειώνω ἐνδεικτικά.
Στὸ ποίημα «Edgar Lee
Masters 1868-1950», μέσα σὲ δέκα στίχους βρίσκουμε τὴν αὐτοβιογραφικὴ ἀναφορὰ στὰ
στερημένα παιδικὰ χρόνια μαζὶ μὲ τὴν καταφυγὴ στὴν ἐμπειρία τῆς ἥττας
...Ἔτσι
ἔμαθα ἀπὸ μικρὸς / νὰ προφητεύω τὸ μέλλον / [...] στὰ μακριά, τὰ ἀτελείωτα
χρόνια της ἥττας.
Ἄλλο εἶναι ὅμως ὁ ἀναστοχασμὸς τοῦ βίου καὶ ἄλλο ἡ Ποιητικὴ
ποὺ πραγματεύεται τὴν προφητεία τοῦ μέλλοντος: τὴν ἐλευθερία. Μποροῦμε νὰ τὸ
δοῦμε αὐτὸ στὸν πνευματικὸ δισταγμὸ μπροστὰ στὴν ρητορικὴ ποὺ ὀνομάστηκε
«Ποίηση τῆς ἥττας».
Κι
ἐγὼ ποὺ δὲν πολέμησα, ποιὸς εἶμαι \ καὶ τί ζητῶ σ’ αὐτὴ τὴ ραψωδία τῶν
νικημένων
(«Δρόμοι τῆς μνήμης»).
Εἶναι
οἱ ἀκροτελεύτιοι στίχοι σὲ ποίημα ἀφιερωμένο στὴ μνήμη συντριμμένων ἀνθρώπων
τῆς ἀλλοτινῆς στρατιᾶς. Ὁ ποιητὴς δὲν ξεχωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀκολουθία
τῆς στρατιᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ραψωδία της· ἂν δὲν κάνω λάθος αὐτὸ σημαίνει: ἀπὸ τὸ
πένθιμο ἐμβατήριο καὶ τὸν μεγαλοφάνταστο μεσσιανισμὸ (τὴ «ραψωδία»).
*
Ἡ
ἐξορία, πραγματικὴ καὶ συμβολική, εἶναι ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα αὐτῆς τῆς
Ποιητικῆς. Ἡ ἀναγνωρισμένη καταγωγή, ἡ
ἀποδοχὴ τῆς κληρονομιᾶς («Ἐνύπνιον ’88») ἀποκλείουν τὴν οὐδετερότητα ἢ τὴ νεκρὴ
ζώνη, τὸ «οὔτε θερμὸς οὔτε ψυχρός», τὴν ἄθλια ζήση [...] ἐκείνων ποὺ δίχως
ἀτιμιὰ καὶ δόξα ἐζῆσαν, ὅπως κάποιοι «ἀκόλαστοι» τῆς δαντικῆς Κόλασης
(Γ΄38, μτφ Καζαντζάκη).
Θυμήθηκα τὸν δαντικὸ στίχο, γιατί ὁ Δάντης εἶναι τὸ πρότυπο
τοῦ ἐξορίστου καὶ τοῦ πλάνητα στὴν ποιητικὴ πινακοθήκη τοῦ Ρουμελιωτάκη.
Ὑποθέτω ὅτι αὐτὸ ὀφείλεται στὸν συμβολισμό: ὁ Δάντης συντάσσει τὸ πέρασμα ἀπὸ
τὴν Κόλαση στὸ Καθαρτήριο, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀγγελικὸ παράδεισο τῆς μνήμης: τοῦ
ἔρωτα, τῆς παιδικῆς ἀθωότητας καὶ τῆς Ποιήσεως –μὲ κεφαλαῖο, ἤτοι χωρὶς
προσδιορισμό.
Ὁ μεγάλος Φλωρεντινὸς δρασκελίζει τὶς στροφὲς τῆς
ρουμελιωτάκειας ραψωδίας πιὸ ἐμφανῶς ἀπὸ τὸν Σολωμό, τὸν Κάλβο, τὸν Βάρναλη,
τὸν Καβάφη, τὸν Σεφέρη, τὸν Πορφύρα... τὸν Κατσαρό. Ὁ λόγος εἶναι, νομίζω,
ἁπλός: ὁ ἐξόριστος Δάντης καὶ ἡ τέχνη του συμβολίζουν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ μεσαίωνα στὴν ἔνδοξη
Ἀναγέννηση/ καὶ ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς ποιήσεως («Ἡ δόξα τοῦ Δάντη», Δὲν εἶναι τίποτα).
Ὑπογραμμίζω, μέσα στὴν τέχνη τῶν ἀντηχήσεων καὶ τῆς
αὐτοαναφορᾶς, ποὺ χαρακτηρίζουν ἔντονα τὴν ποίηση αὐτή, τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ δύο
συνεχόμενα ποιήματα τῆς τελευταίας συλλογῆς, στὸ «Ἡ δόξα τοῦ Δάντη» ποὺ μόλις
μνημόνευσα καὶ στὸ «Δάντης Ἀλιγκέρι 1265-1321»,
ποὺ προηγεῖται, ἡ ἀναφορὰ στὸν Μεσαίωνα συνδέεται μὲ τὴν ἐξορία καὶ τὴ
δημιουργία, καὶ ἡ σύνδεση αὐτὴ προτείνεται ταυτόσημα στὸν ἀναγνώστη στὰ δύο
ποιήματα: Ἀναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκιπα.
Ἂς διαβάσουμε μαζί:
Κλεῖσε ἢ ἄφησε ἀνοιχτὴ τὴν
πόρτα σου στὴν ἐξορία
Ἀναγνώστη, Μικρέ μου
Πρίγκιπα
Μὰ νὰ θυμᾶσαι
Ἀπ’ τὴ δική του ἐξορία καὶ
τὰ δικά του βότανα
Καὶ ἀπὸ τῆς ποίησης τὴ
μαγικὴ ἀπόσταξη
Βγήκανε καὶ ἡ Κόλαση καὶ ὁ Παράδεισος
Καὶ τὸ δικό μας Καθαρτήριο
Καὶ ἡ παρηγόρηση.
«Δάντης Ἀλιγκέρι
1265-1321»
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Δάντη δὲν περιορίζεται στὸν παραλληλισμὸ ποὺ
μόλις ὑπογράμμισα καὶ στὴ διαφοροποίησή του, μέσα στὸ ἴδιο του τὸ κόμμα –τοὺς
Ἄσπρους Γουέλφους– ποὺ εἶχε σιχαθεῖ τὰ καμώματά τους στὴν ἐξορία. Ὑπάρχουν καὶ
σχεδὸν αὐτούσιες ἀπηχήσεις ἀπὸ τὸ δαντικὸ κείμενο. Ἡ πιὸ ἐμφανὴς εἶναι, στὸ
ποίημα «Ἡ δόξα τοῦ Δάντη», ἡ ἀπάντηση τοῦ ποιητῆ ὅταν οἱ νικητὲς Γιβελίνοι
ἔδωσαν ἀμνηστία καὶ τὸν κάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει...
Βάζοντας μετάνοια
στὴν πλήθουσα ἐκκλησιὰ τοῦ Ἅη
Γιάννη [...]
Ἂν βρεθεῖ ἄλλος τρόπος
πιὸ ταιριαστὸς στὴ δόξα τοῦ
Δάντη
ἔρχομαι ἀμέσως καὶ μὲ βῆμα
ὄχι ἀργό,
ἀπάντησε,
ἐνῶ ἡ καρδιά του μάτωνε ἀπὸ
τὴ νοσταλγία.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ ἰταλικὲς λέξεις ἀπὸ τὸ δαντικὸ ποίημα·
ὅπως τὸ nesun maggior dolore, στὸ ποίημα «Πρὶν νὰ σβύσουν τὰ φῶτα», ἀπὸ τὴν
ἀπάντηση ποὺ δίνει ἡ Φραγκίσκα (Φρανζέσκα ντὰ Ρίμινι) στὴν ἐρώτηση τοῦ ποιητῆ
γιὰ τὴν αἰτία τοῦ τόσου πόνου της: Πόνος
πιὸ τρανὸς δὲν εἶναι / παρὰ τὴν εὐτυχιὰ ν’ ἀναθυμᾶσαι / στὴ δυστυχιά. (Κόλαση V, 121-123).
*
Ἡ
δεύτερη θεματικὴ κατηγορία εἶναι τὰ ἐρωτικὰ ποιήματα. Μποροῦμε νὰ ποῦμε,
κάνοντας μιὰ θεματικὴ κατάταξη, λίγο πολὺ αὐθαίρετη, ὅτι στὴν πρώτη καὶ στὴν
δεύτερη συλλογὴ κυριαρχοῦν τὰ θέματα: ἔρωτας, ἐξορία-ξενότητα, ἥττα, ἐνῶ στὴν
τρίτη συλλογὴ φτερουγίζει ὁ ἄγγελος τοῦ Χρόνου, δοκιμάζεται ἡ λειτουργία τῆς
μνήμης, τῆς ἀπώλειας καὶ ἡ διερώτηση τῆς ὕπαρξης, μὲ τὴν ὑπενθύμιση, πάλι, ὅτι
στὶς δύο τελευταῖες συλλογές, αὐτὰ τὰ «θέματα» δὲν διαχωρίζονται. Στὰ «ἐρωτικὰ»
π.χ. ἡ νοσταλγία, ἡ μελαγχολία τῆς ἀνάμνησης εἶναι κυρίαρχη: «Θυμήσου»,
«Μάγδα», «Ἑσπέρα», «Ὁ ἀνεπίληπτος βίος...», «Σὲ βλέπω», «Ξέρω τὰ μάτια σου», «Ἡ
ἀχιβάδα». Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ποίημα συμπλέκει ἀριστουργηματικὰ τὴν ἐρωτικὴ
ἀνάμνηση μὲ τὴν ποιητικὴ ἐλεγεία: ...Καὶ
σκέφτομαι/ἄχ, ἔτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε,/ἡ πιὸ μεγάλη θάλασσα /νὰ
καταλήγει σ’ἕνα ποίημα γλυφό.
Τὸ lacrimae rerum τοῦ Ρουμελιωτάκη δὲν εἶναι πένθιμο, ἀλλὰ
ἀπόσταγμα νηπενθοῦς. Στὴν αἰσθησιακὴ
νότα καὶ τὴν αἰσθηματικὴ ἀπογείωση ἀντηχεῖ συχνὰ ἡ αἴσθηση τῆς φθορᾶς, τοῦ
πεπερασμένου καὶ ἀνεπίστρεπτου:
...εἶναι
ποὺ ἄφησα τὰ χρόνια μου νὰ φύγουν / κι εἶναι μπροστά μου ἀσέληνος ἡ νύχτα. (Μάγδα).
Σὲ ὁλότελα διαφορετικὴ κατεύθυνση, ρεαλιστικὴ καὶ σατιρική,
τὸ ποίημα «Μόνο οἱ γυναῖκες» περνάει, μέσα σὲ δώδεκα στίχους, ἀπηχήσεις Βάρναλη
καὶ Θωμᾶ Γκόρπα, τὸ μελαγχολικὰ σαρκαστικὸ συμπέρασμά του:
...μόνο
οἱ γυναῖκες / ἅ, οἱ γυναῖκες, δύστυχε Θωμᾶ / ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια γίνονται πιὸ
ὄμορφες / καὶ πιὸ φασίστρες / καὶ πράμα φυσικὸ / μᾶς βασανίζουν περισσότερο.
Θὰ ἦταν ἔλλειψη χιοῦμορ, ἀντάξιο πολιτικοῦ, νὰ δεῖ κανεὶς σ’
αὐτὲς τὶς λέξεις ποιητικὸ σεξισμό, ἐνῶ ἐλεύθεροι εἶναι οἱ συνειρμοὶ τῆς
ἐρωτικῆς φαντασίωσης.
*
O Captain! My Captain!
Τὸ φοβερό μας σύντομο ταξίδι ἔχει τελείωσει.
Οἱ λέξειες τοῦ Οὐίτμαν, τοποθετημένες ὡς ἔμβλημα στὴν τρίτη
συλλογή, ὑπογραμμίζουν τὸν ἐλεγειακὸ χαρακτήρα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας τοῦ
Ρουμελιωτάκη. Ἡ ὁποία βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες σὲ σχέση μὲ τὴν πανθεϊστικὴ
σύλληψη, τὶς ἀνθρωπολογικές, ἐθνικὲς καὶ δημοκρατικὲς βεβαιότητες καὶ προπάντων
μὲ τὸν ἐμβατηριακὸ βηματισμὸ καὶ τὴν ἰσόθεη αὐτοπεποίθηση τοῦ μεγάλου
Ἀμερικανοῦ, ὡς ἰδρυτοῦ τοῦ ἀμερικανισμοῦ. Ὁλότελα διαφορετικὴ εἶναι καὶ ἡ
Ποιητική τους, ἡ δομὴ πρώτιστα: ἀπὸ τὸ ποίημα-ποταμὸ ἐκείνου, ποὺ συγκέντωσε σὲ
ἑνιαῖο ἔργο ἑκατοντάδες μεγάλα ποιήματα – ὅλο του τὸ ἔργο– στὴν ὀλιγογραφία τοῦ
Ρουμελιωτάκη, (ποὺ μόνο δύο ποιήματά του ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῆς σελίδας: τὸ
«Βαρούτην χανόμεθα» καὶ τὸ «Ὁ ἀνεπίληπτος βίος...» –Ξένος εἰμί). Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ δικός μας εἶναι πολὺ πλησιέστερος
στὸν ἄλλο κορυφαῖο Ἀμερικανό, στὸν Ἔ.Ἄ. Πόου καὶ στὴν ποιητική του Ἀρχή, ποὺ
νομοθετοῦσε ὅτι τὸ λυρικὸ ποίημα δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεγάλο, διότι ἡ συγκίνηση
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀδιάπτωτη γιὰ πολύ. Διευκρίνιζε ὅμως ὁ Πόου: «ὄχι
ὑπερβολικὰ μικρό». Κατὰ τοῦτο παραβαίνει καὶ αὐτὴ τὴν ποσοτικὴ ἀρχὴ ὁ ποιητής
μας.
Γιὰ τὴν ὀλιγογραφία τοῦ Ρουμελιωτάκη, ὁ βιβλιογράφος του
Λάμπης Καψετάκης, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ λυρικότητα στὴν ποίηση αὐτὴ «δὲν εἶναι
προϊὸν μιᾶς λεκτικῆς εὐφορίας, ἀλλὰ μιᾶς ἀκραίας λεκτικῆς οἰκονομίας [...] καὶ
ἐκδηλώνεται ἀκριβῶς στὴ μετατροπὴ τῆς ἀκραίας ἀφηγηματικῆς καὶ δραματικῆς
πύκνωσης σὲ λυρικὴ πολυσημία καὶ νοηματικὴ πρισματικότητα»6. (Μὲ
αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι «ἀκραῖος λόγος»). Σημασία ἔχει ἡ πολὺ ἁπλὴ καὶ κοινὴ
διαπίστωσή του, ὅτι ἡ ποίηση Ρουμελιωτάκη «ἔχει μιὰ βαρύτητα ἀντιστρόφως
ἀνάλογη πρὸς τὴ μικρή της ἔκταση7».
Ἐδῶ
ἔχουμε πραγματικὰ φύλλα χλόης· ταπεινὰ καὶ καταπράσινα στὸν ἥλιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
«Γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη», περ. Μανδραγόρας, τχ. 40, Ἄνοιξη - Καλοκαίρι
2009, σ. 49-51.
2.
Διάλεξη τοῦ 1830, μεταθανάτια ἔκδοση.
3.
Διακήρυξη
τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη, 1789
4.
Jacgues
Rancière. La Parole muette, Essai sur les
contradictions de la litératture, Hachette, 1998, Fayard, 2011,σ. 55
5.
Paul
Valery, “Flactuations sur la liberté”, στὸ Regards
sur le monde actuel et autres essais, Gallimard, 1945, σ. 55
6.
Λάμπης Καψετάκης, Ἡ τρυφερὴ μορφὴ – Κείμενα γιὰ τὸν Χρῖστο Ρουμελιωτάκη, Ὁ ἀκραῖος λόγος στὴν ποίηση τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη, Gutenberg
2012, σ.26
7.
Λάμπης Καψετάκης, ὅ.π., σ.23
Περιοδικὸ
Ὀροπέδιο, τχ 16ο, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου