Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το καρτέρι της αλεπούς
Ήταν αφέγγαρη νύχτα. Καθόμασταν εγώ κι ο
πάππος έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν
βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας. Είχε
πει από νωρίς, ο πάππος μου, να φυλάξουμε εδώ την αλεπού. Θα ακούγαμε τα κοτερά
να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν
να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη
μας ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας η αλεπού και φύγει.
Πρώτη φορά τέτοια ώρα
βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλείσει το καφενείο. Από τον
Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι
φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα από το παλιό του σπίτι.
Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο.
Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.
— Δεν έχουμε ένα
ντουφέκι μου ψιθύρισε… Δεν μας αφήνουν οι κερατάδες.
— Ναι παππούλη,
ψιθύρισα εγώ, χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα
μάτια μου και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν
θάρθει.
Όλες οι αισθήσεις μου, είχαν
καταληφθεί από μια περίεργη ένταση. Ήθελα να
φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος
τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην
έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας
φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η
οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την άποψή μου.
Βρισκόμασταν
ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά.
Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, και ύστερα ένας
σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου ‘χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι
εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή. Ύστερα, ένας παραπονιάρικος ήχος από
κοτερό πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε.
Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.
— Σαν κάτι να άκουσα
πουλάκι μου, είπε…
— Κι εγώ παππούλη, σα
ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας.
Μετά πάλι σιωπή. Είχα
καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς.
Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσαν να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς.
Κάποια στιγμή, εκεί που ήταν η γωνιά του φράχτη του Παπάγου, μου φάνηκε πώς
έβλεπα δυο μικρές, σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα
μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Μετά από λίγο, αυτές μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και
τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο μου. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές. Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν.
Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας
από μπροστά μας. Τότε ο πάππος μου
τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας «νάτην π’ ανάθεμά την, νάτην». Πετάχτηκα όρθιος κι
εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινε,
γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, από εκεί που ήταν η ρονιά ανάμεσα στου Παπάγου
και στου Πάικου Μάρρα το καφενείο. Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο
κίτρινε σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει
χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο
αναστεναγμός.