Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2022

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ἡ κόκκινη σημαία 1979


 Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ἡ κόκκινη σημαία

1979

 Φέτος, ἀνήμερα τὴν Πρωτοχρονιά, θυμήθηκα ξαφνικὰ τὸν Βασίλη. Εἶχε μιὰ ταβέρνα στὸ ὑπόγειο τοῦ ἀπέναντι σπιτιοῦ (στὸ ἀποπάνω πάτωμα ἔμενε ὁ διοικητὴς τῆς Χωροφυλακῆς), ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς προπολεμικὲς μὲ τὰ βαρέλια στὸν ἕναν τοῖχο, τὰ στενόμακρα πρά­σινα τραπέζια στὸ κέντρο καὶ τοὺς δυὸ πάγκους ἑκατέρωθεν. Σὲ μιὰν ἄκρη, στὸ μισοσκόταδο, ὑπῆρχε ἕνα μαστέλο γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν ποτηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ στράγγιζαν σὲ μιὰ τσίγκινη λεκάνη. Αὐτὸ ἦταν ὅλο.

Ἡ ταβέρνα ἄνοιγε κάθε μέρα πρωὶ πρωί. Βασικὴ πελατεία ἦταν οἱ ἐργάτες, ποὺ κάθε τόσο ἔμπαιναν νὰ πιοῦν ἕνα κρασὶ ἢ καὶ νὰ κολατσίσουν. Κατὰ τὶς δώδεκα, ἡ κίνηση ζωή­ρευε πολύ, καθὼς παιδιὰ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ κατέφθαναν σιγὰ σιγά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ οἰκογενειακὸ μπουκάλι, χωρητικότητας τέτοιας, ὥστε νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τοῦ μεσημεριανοῦ φαγητοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ δείπνου.

Σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ πελατεία ἐρχόταν καὶ ἀπὸ μακριά, ἀπὸ ἄλλες γειτονιὲς ἢ καὶ συνοικίες τῆς πόλης. Ἦταν ὅταν ὁ Βασίλης πρωτοάνοιγε καινούργιο βαρέλι, ὁπότε εἰδικὸς τελάλης τὸ διαλαλοῦσε στὰ πέριξ καὶ ὁ Βασίλης ἀναρτοῦσε στὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, σὲ μιὰ ἐπὶ τούτῳ ὑποδοχή, ἕνα μακρύ, χοντρὸ καλάμι, στὴν ἄκρη τοῦ ὁποίου κυμάτιζε μιὰ κόκκινη τετράγωνη σημαία.

Παρακολουθοῦσα τὴν ταβέρνα ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅπου καθόμουν καὶ διάβαζα. Κατὰ τὸ σούρουπο οἱ ἐργάτες ξαναγύριζαν παρέες παρέες, κρατοῦσαν ψωμί, ἐλιὲς τυλιγμένες σὲ λα­δόχαρτο, ταραμά, παστὲς σαρδέλες, ρέγγες ἢ καὶ χαλβά. Καθόταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον, ἄνοιγαν πάνω στὸ τραπέζι τὰ χαρτιὰ μὲ τὰ φα­γώσιμα καὶ παράγγελναν κόκκινο κρασί. Ὁ Βασίλης κουβαλοῦσε μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ κρα­σὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ ποτήρια, περνώντας μέσα στὸ κάθε ποτήρι κι ἀπὸ ἕνα του δάχτυλο. Τὸ καλοκαιράκι ἔβγαζε στὸ πεζοδρόμιο μερικὰ τραπέζια, ἀφοῦ προηγουμένως κατάβρεχε ἐπὶ ὥρα, ρίχνοντας μπόλικο νερό, ὥστε νὰ κατακαθίσουν τὰ χώματα καὶ τὰ χαλίκια τοῦ δρόμου. Μερικὲς φορὲς πηγαίναμε καὶ ἀράζαμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Μιχάλη, παραγγέλναμε οὐ­ζάκι καὶ στραγάλια, καὶ μιὰ δυὸ φορὲς ὁ Βασίλης ἐπιχείρησε νὰ βγάλει ἔξω καὶ τὸν φωνόγραφο, πετάχτηκε ὅμως ἔξαλλος ὁ διοικητής, φορώντας τὶς ριγέ του πιτζάμες, καὶ τὸν ξέχεσε, νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ, τοῦ λέει, ὀχλεῖτε τὰς οἰκογενείας, μάλιστα, μάλιστα, ὅλο ὑποκλίσεις ὁ Βασίλης, μάζεψε ἆρον ἆρον τὸν φωνόγραφο καὶ τὸν πῆγε μέσα, ρίχνει τότε μερικὲς ἀνάποδες μοῦτζες πρὸς τὰ πάνω, δὲν κυττάει τὰ κέρατα τοῦ σπιτιοῦ του, λέει στὸν Μιχάλη, γαρίδα τότε τὸ μάτι του ὁ Μιχάλης, τί γίνεται ἡ μικρά; ρωτάει, τὸν παίρνει; ψοὺ ψοὺ ὁ Βασίλης κάτι τοῦ ψιθυρίζει μυστικὰ στὸ αὐτί, ἄει στὸ διάολο! λέει ὁ Μιχάλης, κάνει τὸν σταυρό του ὁ Βασίλης καὶ ὁρκίζεται, νὰ μὴ σώσω νὰ πάω σπίτι μου, λέει, καὶ νά σου ἀπὸ τότε ὁ Μιχάλης στημένος κάθε ἀπόγευμα στὸ ἀκραῖο τραπεζάκι, οὐζάκι καὶ στραγάλια καὶ γλαρὲς ματιὲς κατὰ τὸ σπίτι τοῦ διοικητῆ.

Ἀπὸ μέσα ἀκούγονται γρατζουνίσματα πιάνου, κλίμακες ἢ καὶ σονατίνες ἴσως, ὕστερα σιωπή, τραβιέται τότε ἡ κουρτίνα καὶ προβάλλει στὸ παράθυρο τὸ κεφάλι τῆς μικρᾶς, κυττάζει πέρα δῶθε σκοτισμένη καὶ ἀδιάφορη, ἀπὸ κάτω ὁ Μιχάλης φουμάρει καὶ κόβει κίνηση, παραμένει στὴν ταβέρνα ὣς ἀργά. Σιγὰ σιγὰ ξεκόβει τελείως ἀπὸ μένα, πηγαίνοντας γιὰ οὐζάκι δὲν μοῦ χτυπάει πιὰ τὸ ρόπτρο τοῦ σπιτιοῦ, στήνεται μόνος του κι ὅλο φουμάρει καὶ ψοὺ ψοὺ ψοὺ μὲ τὸν Βασίλη.

Προχωρώντας τὸ φθινόπωρο μαζεύονται τὰ τραπεζάκια πλὴν ἑνός, χάνεται τελείως κι ὁ Μιχάλης, μοῦ κάνει ἐντύπωση ποὺ ὁ Βασίλης βγάζει καὶ μπάζει τὴ σημαία κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα, ἐνῶ ὣς τότε τὴν ὑπέστελ­λε σχεδὸν κανονικά, μὲ τὴ δύση τοῦ ἥλιου.

Ὅπου μιὰ μέρα σκάει τὸ κανόνι. Ὁ Μιχάλης τὰ ἔψησε μὲ τὴ μικρὰ καί, εἰδοποιούμενος καταλλήλως ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ τὴν ἀνάλογη ἔπαρση ἢ ὑποστολὴ τῆς σημαίας, μπουκάριζε φοὺλ στὸ σπίτι. Ὁπότε ἕνα βραδάκι ἐπιστρέφει ἀπροόπτως ὁ διοικητής. Ἀνάστατος πρὸ τοῦ κινδύνου ὁ Μιχάλης, καβαλάει τὸ παράθυρο καὶ πηδάει στὸ τραπεζάκι τῆς γωνίας, συμπα­ρασύρει πέφτοντας τὸ καλάμι ποὺ ἀναφέραμε καὶ σαστισμένος ἀρχίζει νὰ τρέχει, κραδαίνον­τας καλάμι καὶ σημαία. Τὸν βλέπει παρακάτω κάποιο ὄργανο καὶ τοῦ φωνάζει νὰ σταματήσει, ποῦ νὰ σταματήσει ὁ Μιχάλης, τρέχει συνεχῶς σχεδὸν ἀλλόφρων, κρατώντας πάντα τὴ σημαία.

Τὴ σημαία, ρὲ μαλάκα, τί τὴν ἤθελες; τὸν ρώτησα μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν πῆγα νὰ τὸν δῶ στὴ φυλακή.

Τὴν κρατοῦσα γιὰ ἄλλοθι, μοῦ ἀπάντησε γελώντας ὁ Μιχάλης, τώρα μὲ μπαγλάρωσαν μὲ τοὺς πολιτικούς.

Ταλαιπωρήθηκε, ὅπως ἔμαθα, ἀρκετὸ καιρό. Τοῦ βρῆκαν καὶ τοῦ καταλόγισαν πλῆθος ἐνέργειες ἢ παραλείψεις, ὥστε πρὶν καλὰ κα­λὰ τελειώσει τὸ γυμνάσιο βρέθηκε καὶ σὲ νησί. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ κέφι του. Τὸν συνάντησα μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν Αἰόλου, πουλοῦσε σὲ ἕνα πανεράκι σώβρακα, γυαλιὰ ἡλίου, τέτοια. Εἶχε μαυρίσει, ἀδυνατίσει λίγο, ἀλλὰ τὸ κέφι, κέφι.

Λιάκο μου, μοῦ λέει, ὅλα καλά. Ὅπου νά ’ναι θὰ ἀνοίξουμε μὲ τὴν ἀδελφή μου μιὰ πόρτα, θὰ μάσουμε μέσα τὸ ἐμπόρευμα, θὰ μαζευτοῦμε καὶ μεῖς. Εἶσαι γιὰ ἕνα οὐζάκι;

Μπήκαμε σὲ ἕνα σουβλατζίδικο. Κουβέντα στὴν κουβέντα, φθάσαμε καὶ στὴν περιπέτεια μὲ τὴ μικρά.

Ἦταν ἐντάξει, μοῦ λέει ὁ Μιχάλης, ἡ ἴδια δὲν μὲ κατονόμασε, παρ’ ὅλο ποὺ τὴ μαύρισαν στὸ ξύλο. Μοῦ ἔγραψε καὶ στὴ φυλακή, ἄσε ποὺ ἀργότερα στὸ νησὶ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε ἕνας γνωστός της μοίραρχος. Μοῦ εἶπε πολλά, στὸ τέλος μοῦ πάσαρε νὰ ὑπογράψω καὶ τὴ δήλωση. Τὴν ὑπόγραψα, τὸ εἶχα ἤδη ἀποφασισμένο. Ὁ μοίραρχος συγκινήθηκε, ἄντε, Μιχάλη παιδί μου, μοῦ λέει, νὰ ἐπιστρέψεις πιὰ ὡς χρήσιμος ἄνθρωπος στὴν κοινωνία καὶ νὰ ξεχάσεις ὅλα αὐτὰ τὰ αἴσχη. Ποιά αἴσχη, καπετάνιε μου; τοῦ κάνω. Τότε ποὺ καταντήσατε νὰ μᾶς κόβετε τοὺς λαιμοὺς μὲ τὰ κονσερβοκούτια, μοῦ λέει. Ἀναστέναξα καὶ ἐγὼ καὶ τὸν κύτταξα στὰ μάτια. Τί νὰ κάναμε, κύριε μοίραρχε, τοῦ λέω, τότε δὲν εἴχαμε τὰ μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ τραντάζεται ἀπὸ τὰ γέλια ὁ Μιχάλης.

Δὲν ξέρω ἂν πρόλαβε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, νομίζω πὼς τὰ κατάφερε, γιατὶ, κάποτε ποὺ μιλούσαμε στὸ τηλέφωνο μὲ τὸν Τάκη, μοῦ εἶπε πὼς πέρασε ἀπὸ τὸν Μιχάλη καὶ ἀγόρασε μιὰ ἄφτερ σέιβ. Ὁ Τάκης μοῦ ἀνακοίνωσε λίγο ἀργότερα καὶ τὸ μαντάτο, πὼς πέθανε ξαφνικὰ ὁ Μιχάλης ἀπὸ συγκοπὴ καρδίας.