Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013

ADRIAN POPESCU: ΣΤΗΝ ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«ΣΤΗΝ ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
τοῦ Adrian Popescu
Cluj 24 Μαΐου 1947
ἀπόδοση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Πολιορκία, τεῦχος 16ο, Ἀθήνα 1984
 
 
Μέσα ἀτὴ σκόνη τοῦ κόσμου, παιδὶ μὲ τὰ μαλλιὰ γεμάτα
Ἀπὸ τὶς  σφῆκες  τὶς  μεγάλες, τὶς  χρυσὲς καὶ τῆς νυχτιᾶς τὶς 
         πεταλοῦδες
Ἀφοῦ πῆγες, λευκὴ σκόνη σηκώνοντας μὲ τiς πατοῦσες
Ἕως τ' ἀστέρι ποὺ σ' ἔπιασε.
Ἀπ' τὴν κοιλάδα ἀνηφορίζει ἕνας γαλάζιος καπνὸς
Γινόταν αἰσθητὴ ἡ γλύκα, ἑνὸς σύγνεφου ἀπὸ ρετσίνι
Ἔτσι, ὅπως σὲ ξυλοκόπων χωριουδάκι
ποὺ εἶχες φτιάξει μυστικὸ κατάλυμα
Ἡ, λεπτὴ κερήθρα μελισσιοῦ
Τί κι ἂν σὲ κάλεσαν μαζί τους, νὰ παραβρεθεῖς σὲ δεῖπνο.
Μέσα στὴν σκόνη τὸν κόσμου, παιδὶ μὲ τὰ μαλλιὰ γεμάτα
Ἀπ’ τὶς μεγάλες σφῆκες τὶς χρυσές, καὶ τῆς νυχτιᾶς τὶς 
       πεταλοῦδες
Μέχρι τότε ποὺ δὲν ἤσουν τίποτε, παρὰ ἕνα μακρὺ
Ἀδράχτι ἀχτίδων μέσα σὲ χέρι ἀόρατο.
 
Ὁ Igna, ὁ Popescu, ὁ Κανελλόπουλος καὶ ὁ Muresan, μπροστὰ στὴν Arizona στὴν ὁδὸ Universitati τοῦ Cluj
 
 
 

Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΣΤΕΡΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Νίκος Μπελογιάννης
Στερνὲς Στιγμς

Ἄγωστο διήγημα τοῦ Νίκου Μπελογιάννη, ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο, τῆς παληᾶς …ἀγαπημένης μου κ. Σοφίας Λιλιμπάκη
 Ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 7ο, Καλοκαίρι 2009
 
Γκούχ..., γκούχ... βήχας του ξερός, παίσιος, ντηχοσε κάπως παράξενα μεσ' τ μελαγχολικ δωμάτιο.
Γκούχ, Γκούχ..., βηχε ρρωστος νης ξαπλωμένος στ φτωχικό του κρεββάτι. Θλιμμένος κι’ δύναμος σ σκελετός, μοιαζε μ φάντασμα, πο μόλις βγκε π’ τν τάφο του. ρημος, πόκληρος, φο θαλασσοδάρθηκε στ πέλαγα το πόνου, ηρε λιμάνι πάνεμο τ δωματιάκι κενο. Κι ρθε ν σβήσει ’κε μέσα, φο πρτα κλεισε γι πάντα τ βιβλίο τς ζήσης του, πο μεσ’ στς σελίδες του φάνταζαν παντο μ κεφαλαία μαρα γράμματα, δυστυχία κι’ λύπη κα πόνος.
Κα σήμερα νά! αστάνεται σιγά—σιγὰ τν παρξή του ν φεύγει, ν γλυστράει συναίστητα π μέσα του, νοιώθει πς πλησιάζει τ μοιραο...
Πς θέλει μως φτωχς νης ν χαρε τς τελευταες του στιγμές... Δν εναι μήπως νθρωπος κι’ ατός; λήθεια, πς τ ποθε..! Μ πς; μ ποιν τρόπο;...
Σ μία στιγμ τ’ τονο βλέμμα του πέφτει στν κιθάρα, πο κρεμόταν ντίκρυ του. Σηκώθηκε μ κόπο, τν πρε στ χέρια του, κι’ ρχισε ν παίζει... Κι παιζε τ’ γαπημένο του, τ δικό του τραγούδι.
Θεέ μου, τί παίξιμο ταν κενο...! κιθάρα του, λς κι’ εχεν νωθε μ τν ψυχή του, πότε κλαιγε ργά, παραπονιάρικα, πότε θρηνοσε γρήγορα μ πόνο, φορές—φορὲς γελοσε γέλιο πικρ κι’ λλοτε πάλι ξεσποσε σ λυγμούς. Σιγά—σιγὰ ο χοι σο πήγαιναν κα ξεψυχοσαν, κι’ γινόνταν πι παραπονιάρικοι, πι θλιβοί. Τώρα πι δ γελοσε καθόλου κιθάρα. κλαιγε ..., διακοπα, κλαιγε διάκοπα. νης μως πάντα χαμογελοσε.
Κα τ κοκκαλιάρικα δάχτυλά του ζωντάνευαν κόμα τος χους τος ψυχούς τῆς κιθάρας, τς γαπημένης του συντρόφισσας, τς πιστς του γάπης. Μαζ πάντα πόνεσαν, μαζ κλάψανε πικρ μ’ πελπισία. Κι’ ατ τώρα σ ν τν νοιωθε, σ ν’ κουγε τν πόνο του, προσπαθοσε ν γλυκάνει τς στερνές του στιγμές.
Σ μία στιγμ μως, φήνοντας να μακρυνν παραπονιάρικο χο σν ψυχορράγημα, παψε πότομα...
Στ χείλη το νέου νθιζε κόμα τ πικρ τ χαμογέλοιο του, ν π’ τ κλειστ του πι μάτια εχαν κυλήσει δυ δάκρυα κι εχαν σταθε στν κρη τν χειλιν του.
Πόσο μορφα φτωχς νης χάρηκε τς τελευταες του στιγμές!
 
Ὁ Νίκος Μπελογιάννης σιδεροδέσμιος μὲ τὸν μπάρμπα Στέργιο, φύλακα τῶν γραφείων τῆς Κομματικῆς Ὀργάνωσης Ἀθήνας τοῦ ΚΚΕ, κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια της μεταπολίτευσης…

ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΟΣΣΙΩΡΗΣ: ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στράτος Κοσσιώρης
Τρία Ποιήματα
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 9, Καλοκαίρι 2010
 Στερρν Τς Πίστεως ρεισμα
  
νιωθα πάντα ναν κρυφ θαυμασμ
τς Κυριακς στ Θεία λειτουργία
γι τν μογγόλο τς γειτονις.
Κάθονταν στ δεξιὰ τοῦ μβωνος
παρακολουθώντας – κλεισμένος μέσα στ δικό του
κόσμο – τ πάθος το Κυρίου.
ταν γι μένα τ στερρν τς πίστεως ρεισμα
τσι, πως ταν εικίνητα προσηλωμένος στν ερ κολουθία
ρίχνοντας κάποτε δέξια τν βολό του
πρ τς νεγέρσεως το Ναο κα σίγουρα, π τος πρώτους πιστος
πο νταποκρίνονταν στ πρωιν σωτήριο κάλεσμα.
Πάει καιρς πο χει ν φανε,
νσάρκωνε πόλυτα τν λόγο το Κυρίου: «…μακάριοι
ο πτωχο τ πνεύματι, τι ατν στν Βασιλεία τν ορανν».
  
Τ Κομποσχοίνι
  
τανε μία μεσόκοπη πόρνη
τν πέτυχα σ’ να πόμερο χαμαιτυπεο
καλοφτιαγμένη γι τν λικία της
σίγουρα μ πολλ χιλιόμετρα στν πλάτη
κι να κουρασμένο χαμόγελο.
συνεύρεση μαζί της ταν πλημμυρισμένη π τρυφερότητα
πρς κπληξη, μο δόθηκε σχεδν λοκληρωτικά.
Μετ μόνο κατάλαβα ταν εδα
τ κομποσχοίνι πο φόραγε στ χέρι.
   
Ὁ Συγγραφέας
 
Μπκε μ περίσσια σιγουρι
στ μαγαζ να πρω
κουρελς γέρος, πλανόδιος πωλητς
λέγοντάς μας εθαρσς κα μ φος
λίθια πηρμένο : «Εμαι συγγραφέας πο
πουλάει βιβλία, πολλ κα καλ βιβλία».
ταν διαπίστωσα κοιτάζοντάς τα να πρς να
τι εναι τ δικά του βιβλία, νιωσα βαθι νοχλημένος.
Παράλληλα μως, ναδύθηκε κάπου μέσα μου
μι λύπη γι ατν τν τσαρλατάνο τς γραφς,
πο λίγο λειψε μιλώντας του γι τν πενία το Παπαδιαμάντη
κα τν ἐγκαρτέρηση το Καβάφη, ν τσακωθομε.
ργότερα σκέφτηκα, ποις ξέρει; σως πράγματι
ν τ’χε μεγάλη νάγκη τ λεφτά, σως πάλι
να’ ναι πι τίμιος π’ λους μς πο προσδοκομε
στν τράπεζα το μέλλοντος πάνω
συναλλάγματα πολλά.

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ: ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΧΛΟ

 

ζρα Πάουντ
Τ αώνιο κήρυγμα πρς τν χλο
Μετάφραση: Μοναχοῦ Συμενος
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 9ο,
Σελίδες γιὰ τὸν Ἀδαμάντιο Πεπελάση, Καλοκαίρι 2010
 
Πάλιν κα πολλάκις τ παλαι ψεύδη. Τ ν μιλς στος δαες γι ψεύδη εναι νώφελο, διότι δν χουν κριτήρια.

Τ ν ξαπατς τος δαες θεωρεται π μερικος κακ λλ εναι δουλει το δημαγωγο ν στερεώνει τ θέση του κα ν δείχνει τι τ εγενέστερο ργο το Θεο εναι δημαγωγία. τσι ξαναδιαβάζουμε γι χιλιοστ κατοστ νδέκατη φορ τι ποίηση εναι φτιαγμένη γι ν ψυχαγωγε. πως παρακάτω: «Ο ἀπαρχς τς γγλικς ποίησης… φτιαγμένες π να γριο πολεμοχαρ λαό, γι τν ψυχαγωγία τν πλιτν τν παρακαθημένων στς μοναστηριακς τράπεζες». Τέτοιες κφράσεις ετε προσπαθον ν δείξουν ενοια σ’ ατος πο κάθονται σ πλούσιες, καρπες τράπεζες, ετε εναι διατυπωμένες μ μιὰ γνοια πο εναι τσαρλατανισμς ταν προσπαθε ν προβληθε ς ερ κα λλάνθαστη γνώση.

Ο παρχές… –γι ψυχαγωγία–· χει ατς πο γραψε ατ τ φράση διαβάσει τν “Θαλασσοπόρο”  στ γγλοσαξωνικά; Μπορε συγγραφέας ν μς πε γι ποιανο τ χατῆρι ατο ο στίχοι, ατο ο στίχοι, πο μόνοι τους π τ ργα τν προγόνων μας μπορον ν συγκριθον μ τν μηρο –γι ποιανο τν ψυχαγωγία γιναν; Δν γιναν γι τν ψυχαγωγία κανενός, λλ πειδ κάποιος πο πίστευε στ σιωπ ασθάνθηκε τν αυτό του σ δυναμία ν συγκρατηθε κα ν μ μιλήσει. Κα κενο τ πι τραχ ποίημα “ περιπλανώμενος” εναι τσι, νας τσακισμένος νθρωπος πο μιλάει:
       
        Ne maeg werimod wryde withstondom
        Ne se hreo hyge helpe gefremman:
         For thon domgeorne dreoringe oft
         In hyra breostcofan bindath faeste.

«Γιατί καταδίκη ρπαξε ξαφνικ στ στθος του τν αματοβαμμένη καρδιά του»–, μι πολογία γι τν κφραση γενικ κα λόγος συγχωρεται πειδ καπετάνιος κα λοι ο ναυτικο κα ο σύντροφοι εναι νεκροί· κάποιοι σκοτωμένοι π λύκους, κάποιοι ξεσκισμένοι π τ βράχια πλάι στ θαλασσοπούλια πο εχαν πιάσει.
 
Τέτοια ποιήματα δν εναι φτιαγμένα γι μεταδείπνιους μιλητές, οτε τ νδέκατο βιβλίο τς “δύσσειας”. στόσο κολακεύει τν χλο ν το λένε τι τ νδιαφέρον του εναι τόσο μεγάλο, στε παρηγορι τν μοναχικν νθρώπων, μεγαλειωδέστερη π τς τέχνες γινε γι τν ψυχαγωγία του.