Δυὸ χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ξεχωριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου
μου φίλου Ἀλέκου Ζούκα, γιὰ τὸ βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας… Ἔτσι, μιὰ ἀναφορὰ γιὰ νὰ
τοῦ πῶ, πὼς ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη χωρὶς τὶς συζητήσεις μας γιὰ τόπους, πράγματα
καὶ ἀνθρώπους, τὸ κείμενο αὐτὸ, τοῦ κοινοῦ μας φίλου Πέτρου Μανταίου….
Ὁ Ἀλέκος Ζούκας ποὺ γνώρισα
Ἀπὸ τὸν Πέτρο Μανταῖο
Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ περιοδικό Ὀροπέδιο, τεύχος 13ο,
Χειμώνας 2013-2014
Χειμώνας τοῦ ’81-’82. Νυχτερινὸ μαγαζὶ μὲ λαϊκὰ ὄργανα. Μικρὸ ἀλλὰ ζεστό, περιποιημένο:
διπλὸ τραπεζομάντιλο, κερὶ σὲ γυάλες στὸ κάθε τραπέζι, φαγητὸ γιὰ ὅποιον ἤθελε, ἐξαερισμὸς γιὰ τὴν κουζίνα καὶ τὸ κάπνισμα· σπάνιο εἶδος τότε
στὰ μικρομάγαζα τῆς νύχτας. Ρεμπετάδικο· νεόκοπος τότε χαρακτηρισμός. Δυό-τρία
χρόνια μετὰ τὴ χούντα, νεαροὶ ὀργανοπαῖκτες
–ἄλλοι σπουδαγμένοι, ἄλλοι μισοσπουδαγμένοι,
ἄλλοι
αὐτοδίδακτοι ρέκτες ἐρασιτέχνες «ψαγμένοι»— ἐπέστρεφαν στὸ παλιὸ ρεμπέτικο μὲ ὁρμὴ καὶ ἐμμονὴ νεοφώτιστου.
Ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει, ἡ μουσικὴ εἶχε ἀλλάξει, ἡ ἴδια ἡ λαϊκὴ μουσικὴ εἶχε μεταμορφωθεῖ ἀπὸ σπουδαίους συνθέτες (Τὰ παιδιὰ τοῦ Πειραιᾶ, τοῦ Χατζιδάκι εἶχαν πάρει Ὄσκαρ μουσικῆς, λαϊκὰ ὀρατόρια τοῦ Θεοδωράκη παίζονταν σὲ ὅλο τὸν κόσμο…), ἀλλὰ οἱ νεαροὶ «ρεμπέτες» ἐπέμεναν, εὐλαβικά, σὲ μουσικοὺς δρόμους προπολεμικούς.
Σχημάτιζαν ὁμάδες. Τὶς ὀνόμαζαν –ὅπως παλιὰ στὴ Σμύρνη, στὴν Πόλη, ὑστερότερα στὸν Πειραιὰ– κομπανίες (συντροφιές) ρεμπέτικες,
καὶ περιφέρονταν σὲ ταβερνεῖα τοῦ κέντρου, μὲ θαμῶνες τὸ πλεῖστον νεαρούς, ὅπου ἡ πληρωμὴ τους γινόταν «μὲ δίσκο» ἢ «μὲ καπέλο», ἐρανικά, ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι, ὅπως ἄλλοτε μὲ τοὺς πλανόδιους
μουζικάντηδες μὲ τὴν κιθάρα ἤ, σπανιότερα, τὸ μπουζούκι ἤ, συχνότερα,
τὸ ἀκορντεόν.