Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Ιμαλάια


Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Ιμαλάια*

Ο Ούκι αποφάσισε να αλλάξει επίπεδο. Να αναβαθμιστεί. Ήταν ψηλός, ωραίος και ακαταμάχητος εραστής. Δεν του έφταναν όμως αυτά. Ήθελε το κατιτίς παραπάνω. Βαρέθηκε τις μίζερες επιχειρήσεις της παρέας για την εξασφάλιση κάποιων στοιχειωδών αγαθών, για τη ζωή των μελών της. Έτσι μια μέρα το ανακοίνωσε. «Παιδιά, εγώ δεν κάθομαι εδώ, να σκοτώνομαι για πέντε ψωροδεκάρες. Να τρέχω από εδώ κι από εκεί για ένα χοιρινό ή στις καντίνες των τρένων». Στις ερωτήσεις μας, δεν απαντούσε. Το μόνο που είπε: «Έχω εξασφαλίσει ένα κέρδος των 1.500 δολαρίων την ημέρα. Αυτό μόνο παιδιά. Τίποτες άλλο».  
Μετά όμως τις επίμονες ερωτήσεις του Καμίλ, μαρτύρησε πως τα είχε φτιάξει με μια τύπισσα, που ο πατέρας της ήταν δήμαρχος της μικρής πόλης Μετζίντια στην Κονστάντζα. Αυτή είχε έναν αδελφό, συνομήλικο του Ούκι, τον Νέλου, κι αποφάσισαν μαζί, να αλλάζουνσυνάλλαγμα στην μαύρη αγορά, σε όλα τα θέρετρα της Μανγκάλια, στην Μαύρη Θάλασσα. Ήταν βέβαιοι για την επιτυχία τους, γιατί εκεί συνέρρεαν χιλιάδες τουρίστες το καλοκαίρι. Τη δουλειά, θα την ξεκινούσαν αμέσως. Μου έδειξε και τα εισιτήρια που είχε βγάλει για την Κονστάντζα, λέγοντας σοβαρά, ρουφώντας τον καπνό του τσιγάρου του: «παιδιά, σας παρακαλώ πολύ, μην γίνει καμιά κουβέντα πουθενά. Καταλαβαίνετε είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά…». Κοιταχτήκαμε κι ο Μπάντ Τόνι, με την στριφνή φωνή του του είπε: «Καλή τύχη φίλε. Αυτό που είπες στο τέλος, δεν χρειαζόταν! Είμαστε αδέλφια νομίζω…».Έτσι έκλεισε η συνεργασία μας. Μας χαιρέτησε όλους συγκινημένος, και μετά από λίγο χωρίσαμε, με αγκαλιές και φιλιά. Ο Ούκι χάθηκε στην αγκαλιά της μελαχρινής από την Δομβρουτζά, καθώς έλεγε ο Μπάντ Τόνι, ενώ ο Έρντβαρντ Βαρχόλα, επαναλάμβανε μονότονα: «μην ανησυχείτε, αυτές οι δουλειές θέλουν υψηλή προστασία, σε λίγο καιρό θα είναι πάλι εδώ, αν δεν καταλήξει σε καμιά καζάρμα».
            Οι μέρες κυλούσαν αργά. Βρισκόμασταν σε περίοδο θερινών εξετάσεων. Τελείωνε το ακαδημαϊκό έτος. Δεν είχαμε χρόνο για επιχειρηματικές δραστηριότητες αν και καμιά μέρα δεν λείψαμε από την Αριζόνα. Αυτές ήταν οι πιο μελαγχολικές μέρες της χρονιάς, γιατί μετά από κάνα εικοσαήμερο, όσοι ήμασταν φοιτητές, θα φεύγαμε από το Κλουζ.
            Εκείνη την ημέρα, μετά την προφορική εξέταση στο μάθημα της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, όπου το πέρασα επιτυχώς και με καλό βαθμό, πέρασα από την Αριζόνα , όπου συνάντησα τον Λίτλ Τζέρι, με τον Πέτρε Τάντα και τον Καμίλ να πίνουν καφέ. Ο Πέτρε περίμενε τον Αλέκου, κι έφυγε μαζί του μετά από λίγο. Μείναμε εμείς οι τρεις. Τότε, ο Λίτλ Τζέρι είπε: «γύρισε ο Ούκι!». «Τί;». Ρωτήσαμε έκπληκτοι, με μια φωνή και οι δυο μας. Το νέο μάς ξάφνιασε. «Ο συνεταιρισμός για τις τραπεζικές εργασίες, τί έγινε;», ρώτησε ο Καμίλ. Η τράπεζα, είπε ο Λίτλ Τζέρι «έκλεισε!». Οι τραπεζίτες συνελήφθησαν και παραλίγο να φάνε από δέκα χρόνια φυλακή». Μείναμε ξεροί. Τα πράγματα ήρθαν έτσι, όπως τα φανταζόμασταν. Άρχισε λοιπόν ο Λίτλ Τζέρι να μας διηγείται:
           

Νικόλαος Καραντινός (1905-1996), Από την μια μέρα στην άλλη


Νικόλαος Καραντινός
1905-1996
Από την μια μέρα στην άλλη (αυτοβιογραφική αφήγηση ενός μεγάλου Ελληνορουμάνου)
Η πόλη-ο δρόμος-το σπίτι
Μετάφραση για τις Εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, Δημήτρης Κανελλόπουλος

Εμείς, από τη Βράιλα, δεν αγαπάμε εκείνους από το Γαλάτσι. Δε γνωρίζω ακριβώς την αιτία, δεν ξέρω από τι γεννήθηκε στα βάθη του παρελθόντος, η πρώτη διχόνοια. Ένα μονάχα ξέρω, πως η διχόνοια αυτή, συνεχίζεται και λίγες ελπίδες έχει να εξαλειφθεί. Μόνο οι ιταλικές γειτονικές πόλεις καλλιεργούν μεταξύ τους παρόμοιες, μακραίωνες αντιπάθειες. Σ’ αυτές τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, ανάμεσα στη Μπολόνια και τη Μόντενα επί παραδείγματι, η εχθρότητα φτάνει στα άκρα. Λένε πως το πρώτο επεισόδιο μπορεί να γεννήθηκε για το μαγγάνι ενός πηγαδιού. Από τότε έγιναν τόσα ακόμη τόσα, που κανείς δεν ασχολείται πια μ’ αυτό….
Σ’ όλα διαφέρουν η Βραΐλα και το Γαλάτσι. Ακόμη και στα χώματα. Άλλα γεωλογικά στρώματα και, πιο πολύ, άλλο παρελθόν. Στα σύνορα, η Μουντένια1 διαφέρει από την Μολδαβία και μπορεί αυτό να το βροντοφωνάζει  με συνέπεια. Όμως το γεγονός ότι κάποιος Πέτρου Ράρες2 έκαιγε πότε-πότε τη Βραΐλα και σταύρωνε τα κορίτσια των ψαράδων, αυτό δεν συνέβαλε, σίγουρα, στη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ αυτών των δύο πόλεων. Πολλές από τις «διαρκείς» γεωγραφικές σταθερές του εδάφους μας έχουν αλλάξει, άλλες κατ’ ουσίαν, άλλες συναισθηματικά. Αλλά η πόλη έμεινε κατά τη διαμόρφωσή της, κατά την διάρθρωσή της, η ίδια. Όταν γυρίζω σ’ αυτήν για να τη δω, και σουλατσάρω στους δρόμους της, μου φαίνεται πως κατοικείται πια από φαντάσματα. Κανείς δε με χαιρετά, μολονότι η λεωφόρος πλημμυρίζει κόσμο. Μήτε ξένες γλώσσες ακούγονται πια στην επικράτειά της, γλώσσες που κάποτε δεν τις κατείχαμε κι απ’ ότι ’λέγαν οι παλαιότεροι ήταν «πορτογαλικά» ή «νορβηγικά». Γιατί κατά τη διάρκεια  των παιδικών μου χρόνων, πηγαινοέρχονταν όλα τα είδη των εθνών στην κοσμοπολίτικη Βραΐλα. Εκτός από τις ισχυρές παροικίες των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Βουλγάρων, των Εβραίων, έβρισκες φερμένους μέσω της θάλασσας ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη: Γάλλους, Ιταλούς, Ελβετούς κι άλλες, πιο παράδοξες φυλές, που ασφαλώς δεν ήταν γνωστές ούτε στη Βάσλα, ούτε στη Βίλτσεα Ρίμνικουλ. Όσο για το λιμάνι, αυτό ήταν πλημμυρισμένο από ξένες εταιρείες. Η Βραΐλα ήταν η κυρίαρχη πόλη αγροτικών εξαγωγών της χώρας, και όλες οι μεγάλες εταιρείες δημητριακών της Ανατολής είχαν εδώ τους αντιπροσώπους των, στις σειρές των ετοιμόρροπων κτηρίων πάνω στην όχθη του Δούναβη. Όπως στο Κονγκό ή στο Άντεν «οι εταιρείες» έδιναν την εντύπωση μιας αποικιακής παρουσίας. «Οι εταιρείες» πραγματοποιούσαν εμπορικές πράξεις δισεκατομμυρίων, αλλά από υπολογισμό, από τσιγκουνιά ή από περιφρόνηση, τα κτίρια στα οποία έδρευαν ήταν μίζερα.
            Ακόμη τις προαναφερθείσες «εργασίες», δεν τις έκλειναν όλες «επάνω», στα γραφεία, αλλά για πολλές απ’ αυτές αποτραβιούνταν σ’ ένα δρομάκο στα μετόπισθεν, τον οποίον αποκαλούσαν «ο δρόμος των μεσιτών». Εκεί, πριν από πενήντα χρόνια, κυρίαρχοι ήταν οι Έλληνες. Δεν ακουγόταν άλλη γλώσσα. Ακόμη και οι εβραίοι, για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τιτίβιζαν, μ’ ένα ιδίωμα περίπου «ομηρικό». Και δεν  ακουγόταν πράγματι άλλη γλώσσα, τρόπος του λέγειν, γιατί, κατά βάση, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τις εκκωφαντικές κραυγές των καυγατζήδων και των κάθε φυλής πραματευτάδων, όμως χωρίς αμφιβολία, η μόνη γλώσσα που κυριαρχούσε κι έδινε χρώμα στην πόλη, ήταν τα ελληνικά.

Λογής-λογής άνθρωποι συναντιούνταν με τους «μεσίτες» –από τους βαρκάρηδες που γύρευαν να τους ενοικιάσουν τα σλέπια τους, μέχρι τους μεγάλους καραβοκυραίους του Δούναβη, που αναζητούσαν μανιωδώς πελατεία.
Η κυρίαρχη όμως ενασχόληση ήταν εκείνη «των μεσιτών», σ’ αντίθεση με την ευμετάβλητη εισφορά (μίζα) μετά τη συναλλαγή, τις περισσότερες φορές, πίσω απ’ αυτή τη διαδικασία, κρυβόταν ένας Έλληνας, συνήθως ηλικιωμένος και με βαρύ ύφος, ο οποίος μυριζόταν το «θύμα» από απόσταση, αλλά φαινομενικά έδειχνε ότι είναι απασχολημένος με τον καφέ του, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του καφενέ, ή με τις χάντρες του κομπολογιού του, τις οποίες έπαιζε στα δάχτυλά του ή ακόμη έδειχνε απορροφημένος από την έντονη πολιτική συζήτηση που απλωνόταν γύρω, ανάμεσα στους «βενιζελικούς» και τους «βασιλικούς».
            Υπήρχαν ακόμη, σ’ εκείνο το χάος των ήχων και των ενδιαφερόντων, μερικοί αυστηροί κανόνες και μερικές ιεραρχήσεις. Οι πιο ευκατάστατοι Έλληνες δεν συζητούσαν «με όποιονδήποτε». Γύρω τους υπήρχαν οι «βαλτοί», που, μ’ αντάλλαγμα κάποιας γαλιφιάς, περίμεναν το κέρασμα ενός καφέ, και σ’ αντάλλαγμα ακόμη ενός ταπεινού φιλοδωρήματος, έλεγαν μια καλή κουβέντα για το κλείσιμο της «μπίζνας» ανάμεσα στον μεσίτη και στο αφεντικό.
            Όταν οι μπίζνες του Ρωμηού πήγαιναν πρίμα, και δεν ήταν επιβεβλημένο στους «μεσίτες» ν’ ανακατέψουν κι άλλους στις  «μεσιτείες τους», η αθλιότητα ή η ευημερία –άνθιζαν και η ακολουθούσαν τα αστεία των «λακέδων» τα οποία αφορούσαν την καπατσοσύνη του αφεντικού.
          Όταν γράφω τη λέξη οι «λακέδες» δεν πρέπει αυτή να εκλαμβάνεται με τη κυριολεκτική σημασία της. Ο «λακές» ήταν ένα επάγγελμα. Στις «μεσιτείες» ο άνθρωπος μπορεί να είναι πλοιοκτήτης, αγροτοπαραγωγός, διευθυντής, προμηθευτής δημητριακών, γραμματέας, καπετάνιος (σε σλέπι ή σε βαπόρι), καφετζής, μεσίτης… Εάν δεν είχε καμιά από αυτές τις ιδιότητες, αλλά η δουλειά που συζητιόταν στο τραπέζι το δικαιολογούσε, δεν ήταν δύσκολο να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός. Ήταν αρκετό να τον κοιτάξετε στα μάτια, στα μάτια και στο πρόσωπο, για να καταλάβετε, να έχετε έτοιμη μια απάντηση, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στα δόντια σας, ξερά, αλλά σίγουρα:
“Λακές!”.
          Δεν γνωρίζει όλος ο κόσμος τα κόλπα της μεσιτείας….
Συνεχίζεται…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Muntenia, περιοχή της νότιας Ρουμανίας
2.Petru Rares, (1483 - 3 septembrie 1546Σουτσάβα), ηγεμόνας της Μολδαβίας



Κυριακή, Ιουνίου 16, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο μύλος του Τζίμη

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο μύλος του Τζίμη

Ήτανε τότε που στερέψανε τα νερά. Λίγο μετά τα αντάρτικα. Ο γέρο Ρουσσάς έκλεισε το μύλο και τραβήχτηκε πέρα στα Χάνια όπου είχε ένα μεγάλο σπίτι. Ο κόσμος αναγκάστηκε να πηγαίνει για άλεσμα στη Φτέρη, κάνα δυο ώρες μετά τη Σκουτέργα. Εκεί είχε νερά και δουλεύανε τρεις νερόμυλοι. Βάσανο σωστό να πηγαίνουν τόσο δρόμο. Ειδικά το χειμώνα όταν έπιανε το χιόνι. Σαν έπεφτε το χιόνι μπορεί να έμεναν και είκοσι μέρες χωρίς ψωμί κάποιες φαμελιές στο χωριό, αν δεν είχανε προβλέψει για το αλεύρι.
Τότε ο Τζίμης Καντήλας, σκέφτηκε να φέρει στο χωριό ένα πετρελαιοκίνητο μύλο. Ο Τζίμης ήτανε ένα γεροδεμένο, μελαχρινό παλικάρι είκοσι τριών χρόνων. Ανύπαντρος. Όλες τον θέλανε. Μ’ αυτός καλός και γλυκομίλητος δε σκεφτόταν την παντρειά. Ήταν κι ο πατέρας του βλέπεις που του έλεγε:
     Τρεις αδερφές έχεις ανύπαντρες, μη βάλεις στο μυαλό σου την παντρειά…
Έτσι ο Τζίμης, όταν έκανε κανείς κανένα χωρατό, απαντούσε δειλά:
     Όλα με την ώρα τους. Δε βρέθηκε στο δρόμο μου εκείνη που θ’ αγαπήσω…
Ο γέρο Μάρκος, είχε μεγάλη φαμελιά. Έκανε με τη γυναίκα του, την κυρά Αντιόπη, έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια. Τη μεγάλη του, τη Μηλιά, μόλις έγινε δεκαοχτώ χρονών, τη γύρεψε ένα καλό παιδί, ο Γιάννης ο Μπότος από την Ντάρδιζα. Εμποράκος ήταν. Πλανόδιος. Γύριζε μέσα στα χωριά, με τις βαντάκες του φορτωμένες πάνω σε δυο μουλάρια και πουλούσε την πραμάτεια του. Μοναχοπαίδι από καλοστεκούμενη φαμελιά. Από αυτήν την κόρη, ο γέρο Μάρκος, είχε δυο εγγονάκια. Αγοράκια. Το ένα το είχαν βαφτίσει τ’ όνομά του. Κάθε καλοκαίρι τού τα έφερναν για ένα μήνα. Έπαιρνε μεγάλη χαρά απ’ αυτά τα μικρά. Τα άλλα τέσσερα παιδιά του ήταν ανύπαντρα. Ο μεγάλος του ο Ευάγγελος ο δασοκόμος, τα τρία κορίτσια, ο Τζίμης ο μικρότερος γιος του. Όλα κατοικούσαν μαζί του στο χωριό. Ο μεγάλος του γιός μονάχα, που έπαιρνε τα γράμματα, σπούδασε. Έγινε δασοκόμος στο Υπουργείο. Και τώρα, δόξα τω Θεώ, υπηρετούσε δασάρχης στα Τρόπαια.

Κυριακή, Μαΐου 05, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος “Ούτε εγώ, μα ούτε και η άλλη θα σε χαρεί”.


Δημήτρης Κανελλόπουλος
“Ούτε εγώ, μα ούτε και η άλλη θα σε χαρεί”.

Τις μέρες εκείνες είχε γίνει μεγάλη ανακατωσούρα. Ήτανε που φάγανε έναν μεγάλο κομμουνιστή στην Εγνατία και είχε πέσει σύρμα να μην κυκλοφορεί το σινάφι… Ο Κουμπάρος από την Ασφάλεια έριξε το σύρμα: να χαθούνε από την πιάτσα οι βλάμηδες του Βαρδάρη, των Λαδάδικων και της Μπάρας… Αν και η Μπάρα είχε πεθάνει πια…
Λίγες μέρες, συμπλήρωσε ο Κέρκυρας, που έκανε κουμάντο τότε σ’ όλες
τις δουλειές… Λίγες μέρες να μην κυκλοφορούμε. Μη μας φανε λάχανο οι κόκκινοι…
Αλλά απόψε, δέκατη τρίτη μέρα μετά το περιστατικό, τα παιδιά μη αντέχοντας άλλο την αφάνεια, ξεμύτισαν στην πιάτσα… Χαλαρώσανε και τα μέτρα κι έτσι, ξεμύτισαν κι είπανε να πάνε να πιούνε κανένα ποτηράκι στην ταβέρνα το Σερραϊκόν, του κυρ Αλέκου του Κυρίτση από τα Άνω Πορόια. Πριν να πάνε λοιπόν  στην ταβέρνα, περάσανε από το καμπαρέ Μαξίμ. Να ιδούνε τον φίλο τους τον Μπάμπη Ντάλη ή Γκοβερίνο, ή Κολιό, ή Βάρδα εξ’ αιτίας που το κέντρο του βρισκόταν κι αυτό στον Βαρδάρη…
Να πούνε μια καλησπέρα δηλαδή τού Μπάμπη. Ήταν όλα τα παιδιά. Ο Μπούκας, ο Μελτέμης, ο Κίσσας, ο Βούτας, ο Ανέστης ο Κουλός, ο Τσαούσης με τον αχώριστο φίλο του τον Μάκη τον Καλαϊτζή, ο Ρόκας, ο Σβαρνιάς, που είχε κι ένα αμάξι, ο Τσαούς Ουρντού με τη Ρένα το Φαρμάκι…

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ Χένρι Τζέιμς, ο συγγραφέας του Μπελτράφιο

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Χένρι Τζέιμς, ο συγγραφέας του Μπελτράφιο
σελ.:88, τιμή 6€, ISBN: 978-618-83064-9-3
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
Αχιλλέας Σίμος-Βιβλιοπωλείο ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Μαυροκορδάτου 9,
ΑΘΗΝΑ, τηλ. 210 3830491

Καὶ φέτος σᾶς περιμένουμε στὴ 16η Διεθνὴ Ἔκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης


Σάββατο, Μαΐου 04, 2019

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ Ιωάννα Λιούτσια, Η σιωπή σε δύο χώρους


ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Ιωάννα Λιούτσια, Η σιωπή σε δύο χώρους, 
σελ. 64,
ISBN: 978-618-5406-00-4
Εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, 
Αθήνα 2018
Σε όλα τα βιβλιωπωλεία...
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αχιλλέας Σίμος, βιβλιοπωλείο Εν Αθήναις
ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ 9, Αθήνα 106 78
ΤΗΛ. 210 3830491

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ Φιλία Κανελλοπούλου, Τα μέσα μου


ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Φιλία Κανελλοπούλου, Τα μέσα μου, 
Εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, σελ. 64, 
ISBN: 978-618-5406-02-8,
Αθήνα 2019
Από σήμερα στα βιβλιοπωλεία της ΑΘΗΝΑΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Εν Αθήναις
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αχιλλέας Σίμος, βιβλιοπωλείο Εν Αθήναις
ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ 9, Αθήνα 106 78
ΤΗΛ. 210 3830491

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Μνήμη και χρόνος

JULES PERAHIM, Bird and Figure, [1971],Oil on plywood

17 × 29 cm (6.7 × 11.4 inch)
Μνήμη και χρόνος
Στον Θανάση Κωσταβάρα, στον Χρίστο Ρουμελιωτάκη, στον Δημήτρη Γιακουμάκη…

Σε αυτό το θεριό του χρόνου
του ανήμερου, που κατασπαράζει
τις μέρες,
τους μήνες
τις στιγμές μου,
η μνήμη
των χαμένων συντρόφων,
έρχεται ξανά και ξανά
τις νύχτες
στη σκέψη μου.

Κρατώ σφιχτά μέσα μου
την ακριβή μνήμη
των χαμένων αδελφών!
Την κρατώ στην καρδιά μου
εικόνα διάφανη
των νερών
και των κρίνων,
μια λαμπερή μέρα στις Αγριλιές
απ’ όπου ξεκίνησα.
Φυλαχτό,
από χέρι ακριβό,
δεμένο καλά στη μέσα
τσέπη.

Και προχωρώ μέσα στο δύσβατο μονοπάτι
αυτού του δύσκολου καιρού
ψελλίζοντας λέξεις ξεχασμένες,
λέξεις γι’ αυτούς,
που άφησαν ψήγματα αγάπης
στην πόρτα της ψυχής μου.


Σάββατο, Απριλίου 27, 2019

Θανάσης Βενέτης: Ο ΧΩΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Θανάσης Βενέτης:
ΧΩΡΟΣ στν ποίηση
το Δημήτρη Κανελλόπουλου

Στν πρώτη ποιητικ συλλογ το Δημήτρη Κανελλόπουλου «μίχλη Πέτρινη», (1986, κδόσεις ριδανός) πο σηματοδοτε τν εσοδό του στν πνευματική μας κονίστρα, ποιητς «κινεται» στν περίκλειστο χρο νς πολλν δωματίων νς σπιτιο. Τ δωμάτια εναι, πως γράφει ποιητς «λεηλατημένα» σκοτειν «δεια» κα γύρω π τν κεντρικ πόλο διαμονς του «πλώθηκαν γκρίζα σπίτια».
            Σ’ αὐτὸ τὸ ἀπελπιστικὰ μελαγχολικὸ πλάνο, ἡ ἐκρηκτικὴ ἀπομόνωση τοῦ ποιητῆ, σαρκώνει τὸν ἄδολο ποιητικὸ λόγο. Ὁ οἰκειοθελῶς ἔγκλειστος ποιητής, ἔχοντας ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀγχωτικὴ λειτουργία τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ὁ χρόνος ἐκεῖ μέσα ἔχει πάθει «συγκοπή», ψάλλει τὸ δοξαστικό τῆς ἐλευθερίας του καὶ τὸ αἰώνιο χαῖρε στὴν παντοδυναμία ἑνὸς σπαρακτικοῦ – καὶ γι’ αὐτὸ βαθιὰ ἀληθινοῦ – Ἔρωτα.
            Ὁ ποιητής, «κυρίαρχός τοῦ μικροῦ δωματίου» ταξιδεύει ἀκίνητος μέσα στὶς ἀναμνήσεις του καὶ στὸ χορὸ τους τὸ παρελθὸν «σπάζει σὰν ποτήρι ἀπὸ φτηνὸ γυαλὶ στὰ δάχτυλά του ματώνοντας ὅτι ἔχει ἀγαπήσει». Ὁ «δυνατός» - προφανῶς παρθενικὸς – Ἔρωτας κυλάει ὁρμητικὸ ποτάμι «ὑποδόρια ἀπὸ στίχο σὲ στίχο καὶ στοιχειώνει ἀνεξίτηλα καὶ καταλυτικὰ ὅτι ἀναπνέει σ’ ἕναν ἦχο προδοσίας», τὰ πάντα! Γίνεται μαχαίρι καὶ οἰμωγή, ἀερικὸ καὶ ξόρκι ποὺ σκορπάει παντοῦ τὸ ἀνεπαίσθητο ἄρωμά του, θύρα ἀνοιχτὴ ποὺ περνᾶ «ὁ θάνατος ὅλος», καὶ στὰ μάτια του κρύβονται «φυλακισμένα τοπία».
            Μαράζι ἀβάσταχτο μαστίζει τὸν ἐρειπιώνα τῶν συναισθημάτων, «ἔξω βροχές» καὶ μέσα στὶς φλέβες κυλάει ὁ Ἔρωτας» - καί, «στὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα» ὁ ποιητὴς βλέπει «τὸ καμένο δάσος».
             Τὸ ποίημα πιὰ δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἀλκοὸλ ποὺ κυκλοφορεῖ στὶς φλέβες του, ἀντισώματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάμψουν τὸν ἀπέραντο πόνο, προϊὸν μιᾶς φοβερῆς προδοσίας. «Καὶ σ’ ἀγαπῶ πιὸ πολὺ / ὅταν μοῦ λὲς φεύγω / ἀφήνοντας πίσω σου βροχὲς κι ἕναν μικρὸ πόνο στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο».
                       
Πέρα καὶ γύρω ἀπὸ τὴν παραπάνω κεντρικὴ ἀρτηρία τῆς συλλογῆς ὑπάρχουν σκοτεινοὶ παράδρομοι ποὺ φωτίζονται ἄπλετα ἀπὸ τοὺς ζέφυρους τῆς Ἐλπίδας· τὰ ποιήματα «ἀντιστέκονται», ταξιδεύουν «ἀρχαία πλοῖα τῆς Φοινίκης στὸ πέλαγο», ὁ πατέρας στέκει δίπλα κι ἔχει στὴ μέσα τσέπη φυλαχτὸ / πευκόφλουδα καὶ σκίνο». Ἡ καταβύθιση στὶς ἀναμνήσεις ποὺ πονᾶνε εἶναι ὁ ἐξιλαστήριος ἐμβαπτισμὸς στὶς ἀρχέγονες ρίζες, ὁ ἑωθινὸς ὄρθρος ἀείρροο τοῦ ἐφήμερου ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ αἰώνιου.
«Ὁ ποιητὴς πρέπει νὰ καρφώνει – ὅπως γράφει ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης – τὶς λέξεις του σὰν πρόκες. Γιὰ νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος». Κι αὐτὸ κάνει ὁ Κανελλόπουλος: ἡ ποιητική του ἔκφραση ἔχει δωρικὴ αὐστηρότητα, ὑπάρχει πυκνὸ δέσιμο γλώσσας καὶ στίχου, στέκει μονάχος ἀλλὰ ἐλεύθερος, λυγίζει στὸν Μεγάλο Ἔρωτα – ἀλλὰ ὁ Ἕνας Ἔρωτας εἶναι ἡ θερμουργὸς πηγὴ κάθε δημιουργίας – παραφράζοντας τὸ στίχο τοῦ Γιώργου Σαραντάρη: «Μιλῶ γιατί ὑπάρχει οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει» ὁ Κανελλόπουλος «Μιλᾶ γιατί ὑπάρχει ἕνας Ἔρωτας ποὺ τὸν ἀκούει». Εἶναι ὁ Ἔρωτας ποὺ καταργεῖ τὸ χρόνο καὶ κάνει τὸν ποιητὴ γενναῖο καὶ δυνατό· ἀκοῦστε:
«Παλις καθρέφτης
κα σ κρατάει
Στ βαρ τραπέζι
Τ μαρο ρόδο κα τ
Κρύσταλλο
Σκουπίζεις τ δάκρυ
Κα τ κρύβεις
Πίσω π τ μάτια σου
Ν μν τ δε καθρέφτης
Κα καταλάβει».
           
            Ἔτσι κρατιέται ὁ ποιητὴς πάνω ἀπὸ τὰ lachrymal rerunt, πάνω ἀπὸ τὴ φθορά, πάνω ἀπὸ τὸ θάνατο. Αὐτὸ τὸ ποίημα μὲ τὸν παλιὸ καθρέφτη καὶ τὰ ἄλλα τῶν σκοτεινῶν δωματίων, φέρνουν τὴν «ὁμίχλη πέτρινη» ἀντιστικτικὰ μὲ τὴ συλλογὴ  τοῦ ἐκλεκτοῦ ποιητῆ τῆς Θεσσαλονίκης Γιώργου Βαφόπουλου μὲ τὸν τίτλο «τὸ δάπεδο» (1951)
            Στὴ συλλογὴ αὐτή, ὁ Βαφόπουλος, δημιουργεῖ μὲ ἕναν τοῖχο (ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ κι αὐτὸς δωμάτιο ποὺ μέσα ἔχει κλειστεῖ) καὶ μ’ ἕνα γυάλινο παράθυρο ποὺ μπορεῖ νὰ βλέπει ἀπέναντι, δημιουργεῖ, ἐπαναλαμβάνω ἕναν ὑποστασιακὸ καθρέφτη, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλέπει τὴ γειτονιὰ του – χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸν βλέπει.
            Ἡ σύγκριση τῶν δυὸ συλλογῶν μὲ τοὺς ἔγκλειστους ποιητὲς στὰ σκοτεινά τους δωμάτια καὶ τοὺς καθρέφτες τους, μᾶς δίνει τὶς οὐσιαστικὲς διαφορές, παρὰ τὴν κοινότητα τοῦ εὐρήματός τους.
            Στὸν Βαφόπουλο τὸ σκοτεινὸ καὶ περίκλειστο δωμάτιο δημιουργεῖ μία δυνατότητα χάρις στὸ γυάλινο παραπέτασμα νὰ βλέπει καὶ νὰ ἐλέγχει τὸν γείτονα – ἀντιπαραβάλλεται τὸ ἐγώ του μὲ ἕνα ἄλλο ἄτομο – ἐξαφανίζοντας τὴν ἀτομικότητά του.
            Στὸν Κανελλόπουλο τὸ σκοτεινό του δωμάτιο ἔχει ἀνοιχτὸ στὸν ὁρίζοντα παράθυρο· μπορεῖ νὰ βλέπει στὸ δάσος, ἔστω καὶ καμένο.
            Ὁ Βαφόπουλος «διαπιστώνει περίτρομος τῆς ὕπαρξής του τὸ δίχασμα»
            Ὁ Κανελλόπουλος δὲν ἔχει ὑποστασιακὰ διλήμματα. Ἡ ποίησή του, τὸν κάνει ὑπερήφανο –δὲν θέλει ἀκόμα οὔτε ὁ καθρέφτης νὰ δεῖ τὸ δάκρυ του– καὶ τὸ κρύβει.
            Μένει ὄρθιος στὸ χρόνο κι ἂς ξέρει πὼς τὸ σπίτι θὰ γεμίσει ἀόρατο καπνό. Ἡ ποίηση ἔχει κάνει τὸ θαῦμα της. Τὸ ζωοποιὸ φῶς της, ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, γίνεται αἷμα ποὺ κυκλοφορεῖ στὶς φλέβες του κι ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος κραυγάζει:
    «Ζωή μου, πνιχτ σκοτάδι»



Δημήτρης Κανελλόπουλος ΕΝΑ ΔΡΟΣΕΡΟ ΑΕΡΑΚΙ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΕΛΗ

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἕνα δροσερὸ ἀεράκι κατέβαινε ἀπὸ τὴν Κάπελη.


Ἡ γριά, κάτι φύτευε στὸ περιβολάκι. Τὸ παιδάκι, τὄχανε ἀφήσει νὰ παίζει μὲ τὴν Εὐγενία, τὸ κοριτσάκι τοῦ Σωτήρη τοῦ Ντάρα, πάνω σ’ ἕνα ἁπλάδι ποὺ εἴχανε στρώσει στὸ γρασίδι. Τοὺς εἴχανε δώσει καὶ δυὸ φέτες ψωμὶ μὲ ἄλειμμα καὶ ζάχαρη, νὰ τρῶνε. Ὁ γέρο Πριοβολής μὲ τὸν Κατσούλα, ξυστρίζανε τ’ ἄλογο, παραπέρα. Εἴχανε καὶ τὰ σύνεργα ἁπλώσει χάμω, γι νὰ ξύσουνε τὰ νύχια του καὶ μετὰ νὰ τὸ καλιγώσουνε. Ἤτανε τότες, ποὺ τὸ ἄλογο ἤτανε βαρβάτο καὶ ἀτίθασο. Μετὰ τὸ μουνουχίσανε.  
Ἡ γριὰ κάτι ψιλομουρμούριζε· ὅλα τῆς φταίγανε. Οἱ δυὸ ἄντρες ξυστρίζανε τὸ ἄλογο, ὅταν ἐκεῖνο ἄρχισε νὰ χλιμιντρίζει καὶ ξάφνου τοὺς ξέφυγε. Ἔκανε κάποιους κύκλους, πέρα κατὰ τὸ παλιόσπιτο τοῦ Μπούφη κι ὕστερα γύρισε κατὰ τὰ παιδιά. Ὁ γέρος ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ κατηγορεῖ τὸ γιό του. Ἡ γριὰ πετάχτηκε, φωνάζοντας «Παναγία μ’ βόηθα» κι ἔκανε κατὰ τὰ παιδιά. Τὸ ἄλογο, χλιμιντρίζοντας καὶ παίζοντας πῆγε κοντὰ στ’ ἁπλάδι μὲ τὰ παιδάκια κι ἄρχισε νὰ σηκώνει ψηλά τὰ μπροστινὰ του πόδια. Μετὰ ἔγλυψε μὲ τὴ μουσούδα του τ’ ἀγοράκι καὶ κάνοντας ἕνα κύκλο, πῆρε φόρα καὶ πήδηξε πάνω ἀπ’ τὰ παιδιά. Ἡ γριὰ λιποθύμησε. Ὁ γέρος μαρμάρωσε· ἦταν τὸ ἀγοράκι ποὺ ἦρθε μῆνες μετὰ τὸ χαμὸ τοῦ γιοῦ του, τοῦ Διονύση, ποὺ σκοτώθηκε δεκαοχτ χρονῶν, ἀπὸ τὸ τράμ, μπροστὰ στὸ Ἀκροπόλ, στὴν Πατησίων. Ἦταν μεγάλη ἡ χαρά του γιὰ τὸ παιδάκι, μ’ αὐτὸ ξαναγέλασε τ’ ἀχείλι του. Τὸ ἀγοράκι, βλέποντας τὸ ἄλογο, νὰ τοὺς τριγυρίζει, λιγώθηκε στὰ γέλια ἀπὸ τὴ χαρά του. Φώναζε: «τσίλη, τσίλη…».  
Τὸ ἄλογο, ἀφοῦ ἔκανε τὸ ἅλμα, πάνω ἀπὸ τὰ παιδιά, πῆγε στὸν τοῖχο τοῦ Μπούφη ξεφυσώντας καὶ κουνώντας χαρούμενα τὴν οὐρά του. Ἐκεῖ ὁ Κατσούλας τὸ πλησίασε κι ἔπιασε τὸ καπίστρι. Τὸ χάιδεψε, σφυρίζοντάς του στὸ αὐτί, ἐνῶ ὁ γέρος τσακωνότανε μὲ τὴ γριά, ποὺ εἶχε συνέλθει καὶ ἤθελε νὰ τοῦ πάρει τὸ ἀγοράκι ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά του. Δὲν τῆς ἔδωσε τὸ παιδί. Τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸ μύλο. Ὁ Κατσούλας καλίγωσε τ’ ἄλογο, τὸ ἔδεσε στὸν ὄχτο κι ἀπέκει, πῆγε στὸ καφενεῖο. Ἕνα δροσερὸ ἀεράκι κατέβαινε ἀπὸ τὴν Κάπελη.


Τετάρτη, Απριλίου 24, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Το καρτέρι της αλεπούς

Photo: The fox in the night, by Sophie White
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το καρτέρι της αλεπούς

Ήταν αφέγγαρη νύχτα. Καθόμασταν εγώ κι ο πάππος έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας. Είχε πει από νωρίς, ο πάππος μου, να στήσουμε εδώ καρτέρι στην αλεπού. Θα ακούγαμε τα κοτερά να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη μας ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας η αλεπού και φύγει.
Πρώτη φορά τέτοια ώρα βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλείσει το καφενείο. Από τον Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα  από το παλιό του σπίτι.
Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο. Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.
     Δεν έχουμε ένα ντουφέκι μού ψιθύρισε… Δεν μας αφήνουν οι κερατάδες.
     Ναι παππούλη, ψιθύρισα εγώ, χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν θα ρθει.
Όλες οι αισθήσεις μου, βρίσκονταν σε μια περίεργη ένταση. Ήθελα να φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος, τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την άποψή μου.
            Βρισκόμασταν ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά. Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, και ύστερα ένας σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή. Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας παραπονιάρικος ήχος από κοτερό πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε. Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.
     Σαν κάτι να άκουσα πουλάκι μου, είπε.
     Κι εγώ παππούλη, σα ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας.
Μετά πάλι σιωπή. Είχα καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς. Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσα να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς. Κάποια στιγμή, εκεί που έκανε γωνιά ο φράχτης του Παπάγου, μου φάνηκε πώς έβλεπα δυο μικρές σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές, κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Όπως ξαφνικά τις είδα, άλλο τόσο ξαφνικά αυτές μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο μου. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές.  Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν. Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας από μπροστά μας.  Τότε ο πάππος μου τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας «νάτην π’ ανάθεμά την, νάτην». Πετάχτηκα όρθιος κι εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινες, γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, στο μέρος που ήταν η ρονιά, ανάμεσα στου Παπάγου και στου Πάικου Μάρα το καφενείο. Στη δίοδο που ο Τσίκας, έμπαινε για το σπίτι του.
Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο κίτρινες σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο αναστεναγμός.


Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2019

Δημήτρης Ραυτόπουλος: Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ο αστρίτης, ο Καρράς, ο Τάσης…

Δημήτρης Ραυτόπουλος:
Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ο αστρίτης, ο Καρράς, ο Τάσης…

Φιλόλογος, εκδότης του καλού περιοδικού Οροπέδιο και ποιητής ο Δημήτρης Κανελλόπουλος ξαφνιάζει ευχάριστα ως πεζογράφος με τη συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (εκδ. Κίχλη, 2018). Το διήγημα, θεμέλιο της νεοελληνικής πεζογραφίας και σχεδόν ιδιομορφία ελληνική, ωθείται στο παραγώνι της εθνικής εστίας, χλωμό απέναντι στο φιλόδοξο μυθιστόρημα και στα νεωτεριστικά υποκοριστικά «μικρή φόρμα», «φράκταλ», πάτσγουορκ… 

Τα δέκα διηγήματα της συλλογής είναι ποιοτικώς άνισα, όλα όμως έχουν κάτι να μας πουν για τον πολιτισμό μας, για τον εθνικό μας χαρακτήρα και το ασυνείδητο. Ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, το κεφαλοχώρι Νεμούτα της ορεινής Ηλείας, στα σύνορα με την Αρκαδία, ορίζεται από πλήθος τοπωνυμίων και αναφορές. Το «παρόν» είναι ο μετεμφύλιος με τα τραύματα διακριτά όσο και διακριτικά, οι παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα και η ζωντανή παράδοση μέσα από τις αφηγήσεις δυο προηγούμενων γενεών – «ζωντανοί» γιατί ο χρόνος δεν έτρεχε τότε όπως σήμερα. Υπάρχουν π.χ. αναφορές στο μεταναστευτικό κύμα του ’60 («Terra Australis Incognita» κ.α.), όπως και ιστορίες με συνδηλώσεις προπολεμικές χωρίς ακριβή χρονικό προσδιορισμό – και είναι από τις καλύτερες νομίζω.

Ηθογραφία; Ηθογραφία! Δεν κρύβεται και δεν ντρέπεται. Η λογοτεχνική ορθότητα του ’30, κατά το μανιφέστο Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά, εξομοίωνε τα ήθη με το φολκλόρ και κατέτασσε την ηθογραφία στην παραλογοτεχνία: «διασκεδαστές», «εύκολες ιστορίες για να περνά η ώρα», «φωτογραφική σχολή», τυπικοί χαρακτήρες: ο καλός, ο κακός, ο τεμπέλης, η ζηλιάρα, «χωρίς πραγματικούς ανθρώπους». Ο Καβάφης πετάχτηκε στα σκουπίδια και ακολούθησαν ο Καρυωτάκης και οι «καθαρευουσιάνοι» Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Ροΐδης, δηλ. οι ιδρυτές της νεότερης πεζογραφίας μας. Αυτά έχουν ξεχαστεί, αλλά κατά καιρούς βγαίνουν θεωρήματα περί υποχρεωτικού περίπου «αστικού» ή «προλεταριακού» χαρακτήρα της αφηγηματικής πεζογραφίας. Εκβλαστήσεις…