Δημήτρης
Κανελλόπουλος
“Ούτε εγώ, μα
ούτε και η άλλη θα σε χαρεί”.
Τις μέρες
εκείνες είχε γίνει μεγάλη ανακατωσούρα. Ήτανε που φάγανε έναν μεγάλο
κομμουνιστή στην Εγνατία και είχε πέσει σύρμα να μην κυκλοφορεί το σινάφι… Ο
Κουμπάρος από την Ασφάλεια έριξε το σύρμα: να χαθούνε από την πιάτσα οι
βλάμηδες του Βαρδάρη, των Λαδάδικων και της Μπάρας… Αν και η Μπάρα είχε πεθάνει
πια…
Λίγες μέρες,
συμπλήρωσε ο Κέρκυρας, που έκανε κουμάντο τότε σ’ όλες
τις δουλειές…
Λίγες μέρες να μην κυκλοφορούμε. Μη μας φανε λάχανο οι κόκκινοι…
Αλλά απόψε,
δέκατη τρίτη μέρα μετά το περιστατικό, τα παιδιά μη αντέχοντας άλλο την
αφάνεια, ξεμύτισαν στην πιάτσα… Χαλαρώσανε και τα μέτρα κι έτσι, ξεμύτισαν κι
είπανε να πάνε να πιούνε κανένα ποτηράκι στην ταβέρνα το Σερραϊκόν, του κυρ Αλέκου
του Κυρίτση από τα Άνω Πορόια. Πριν να πάνε λοιπόν στην ταβέρνα, περάσανε από το καμπαρέ Μαξίμ.
Να ιδούνε τον φίλο τους τον Μπάμπη Ντάλη ή Γκοβερίνο, ή Κολιό, ή Βάρδα εξ’
αιτίας που το κέντρο του βρισκόταν κι αυτό στον Βαρδάρη…
Να πούνε μια
καλησπέρα δηλαδή τού Μπάμπη. Ήταν όλα τα παιδιά. Ο Μπούκας, ο Μελτέμης, ο
Κίσσας, ο Βούτας, ο Ανέστης ο Κουλός, ο Τσαούσης με τον αχώριστο φίλο του τον
Μάκη τον Καλαϊτζή, ο Ρόκας, ο Σβαρνιάς, που είχε κι ένα αμάξι, ο Τσαούς Ουρντού
με τη Ρένα το Φαρμάκι…