Κυριακή, Ιουλίου 22, 2018

Δημήτρης Ραυτόπουλος Tὸ nevermore τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη


Δημήτρης Ραυτόπουλος
Tὸ nevermore τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Διαβάζοντας τὰ ποιήματα τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εἰσερχόμαστε μὲ γνήσιο διαβατήριο στὴ μαγικὴ χώρα τῆς Ποιήσεως. Ὄχι τῆς μεγάλης, τῆς μνημειακῆς –τοῦ ἔπους, τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ κοσμικοῦ μύθου, τῆς κοσμογονίας καὶ τῆς ἱστορίας– ἀλλὰ τοῦ λυρισμοῦ καὶ τοῦ συμβόλου· ἀκοῦμε μουσικὴ μὲ λέξεις, λανθάνουσα προσωδία, ρυθμὸ καὶ λόγο· δηλαδὴ δεχόμαστε μηνύματα στὸν αἰσθητικὸ κώδικα τῆς γλώσσας: μετωνυμίες ἰδεῶν καὶ αἰσθημάτων, χρόνους τοῦ βίου καὶ τῆς μνήμης, ἔμφορτα ἢ ἁπλὰ σχήματα μεταφορᾶς. Μποροῦμε ἀδίστακτα νὰ ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἀπέναντι σὲ μιὰ σπάνια ποιητικὴ κράση, στεφανωμένη μὲ πνευματικὴ ἀρετή. Ἔχει τὴν χάρι τῆς ποιητικῆς Ἀλχημείας, ἐλλείψει τῆς φιλοσοφικῆς λίθου τὸ πάθος της.
Τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς δημιουργίας του εἶναι ἡ λυρικὴ συγκίνηση, ἡ ἐλεγειακὴ διάθεση, ἡ πλαστικότητα τῆς μνήμης, μὲ τὴ σχεδὸν μουσικὴ λειτουργία της, ἡ μετάθεση, στὴν ἀνάπτυξη τῆς ποιητικῆς ἰδέας, ἀπὸ τὴν ἔκταση στὴν ἔνταση, ἡ διαυγὴς ἐσωτερικότητα καὶ διάφορα ἄλλα δευτερεύοντα, «τεχνικά», ὅπως τὸ δίκτυο τῶν ἀναφορῶν καὶ τὸ παιχνίδι τῶν ἀντηχήσεων καὶ τῶν ἐπαναλήψεων.
 Ἴσως χρειάζεται νὰ θυμίσουμε ὅτι συγκίνηση δὲν σημαίνει συναισθηματισμὸ καὶ ὅτι ἡ ἐλεγεία δὲν συνεπάγεται δακρυοδόχη: τὰ στεγνὰ μάτια πονᾶνε περισσότερο, καὶ ὁ λυγμός, μέσα στὴ νύχτα, ἠχεῖ σὰν τρίλια ἀηδονιοῦ… ὅταν τέτοιο πουλὶ ἀκουγόταν ἀκόμα στὴν ποίηση καὶ στὶς ρεματιές. Δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ πεισιθάνατο στὴ μελέτη ἀθανασίας ποὺ εἶναι κάθε πραγματικὴ ποίηση καὶ ἡ προκείμενη. Πουλὶ ἀθάνατο, ἐσὺ δὲν εἶσαι τοῦ θανάτου, τὸ προσφωνοῦσε ὁ Ἰωάννης Κὴτς («Ὠδὴ σ’ ἕνα ἀηδόνι», μέτφ. Ν. Λαΐδης).
Ἐπιμένω σ΄ αὐτὸ τὸ ἀθάνατο σύμβολο τοῦ τραγουδιοῦ, γιατί εἶναι τὸ Ἀηδόνι καὶ ὄχι τὸ Κοράκι, ποὺ λέει στοὺς στίχους τοῦ Ρουμελιωτάκη τὸ φοβερὸ Nevermore.
Κλαίει κανεὶς ἐδῶ;
Μονάχα ὁ μοναχικὸς λύκος κλαίει τὰ βράδια στὸ ἀριστουργηματικό, σχεδὸν παιδικό, «Τὸ τραγούδι τῆς Βάλιας καὶ τοῦ λύκου» (Ξένος εἰμί). Ναί, βέβαια, ἀκούγεται τὸ σπάσιμο τῆς φωνῆς, μπροστὰ στὴν ἀπώλεια, κάτι σὰν τὸν κόμπο ποὺ ἀνεβαίνει στὸ λαιμό μας, καὶ ποὺ δὲν τὸν λύνει κανένα ἱστορικὸ σπαθὶ σὰν ἐκεῖνο τοῦ Μακεδόνα στρατηλάτη. («Ὁ Γόρδιος δεσμός», στὸ ἴδιο). Μὰ εἶναι παντοῦ ἡ μελαγχολικὴ ἐνατένιση τοῦ ἀνθρώπινου χρόνου, τὸ περατὸ καὶ τὸ ἀμετάκλητο, τὸ no more καὶ τὸ nevermore τὸ ποουϊκό. Εἶναι, τέλος, ἡ φιλοσοφικῆς γενίκευσης συνείδηση τῆς ξενότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πληρεξουσίου ποιητῆ. Αἴσθηση τοῦ «ἐξοστρακισμοῦ», τοῦ «ἀνοίκειου περιβάλλοντος», τῆς «στέρησης» καὶ τοῦ «ἀδιεξόδου», διαπιστώνει ὁ Γ. Ἀράγης σὲ βιογραφικὸ-κριτικὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Ρουμελιωτάκη1.

Χρστος Ρουμελιωτάκης
1938-2018