Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2022

 

Στα χρόνια του κόκκινου Κόμη 

(του Λάκη Δόλγερα)


Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος μετά από μια μακρά θητεία στην ποίηση, (έχει δημοσιεύσει πολλές ποιητικές συλλογές για τις οποίες απέσπασε επαίνους από ιδιαίτερους κριτικούς), πέρασε στην διηγηματογραφία. Η πρώτη του συλλογή Ο θάνατος του Αστρίτη και άλλες ιστορίες κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Λέγεται ότι η εμπειρία της ποίησης είναι βάρος αταίριαστο με την πεζογραφία. Όμως ο Δημήτρης κατάφερε να την κάνει εφόδιο. Εκεί, νομίζω πρέπει ν’ αναζητήσουμε την ωριμότητα της γραφής του όπως εμφανίστηκε κι επιβραβεύτηκε από την πρώτη συλλογή.

Έχουμε, λοιπόν να κάνουμε μ’ έναν Αφηγητή, έναν μυθοπλάστη, παλιά θα τον λέγαμε παραμυθά, σήμερα storyteller.

Στα διηγήματά του έχεις την εντύπωση ότι κάθε λέξη μπαίνει για να υπηρετήσει τον μύθο, για να οικονομήσει την πλοκή, καμιά δεν περισσεύει,  καμιά δεν λείπει, όμως, πράγμα σπουδαίο δίχως αυτό να χτυπάει το μάτι του αναγνώστη. Εκείνο που βλέπει κανείς είναι ένα κείμενο που ρέει, μια ιστορία που γοητεύει.

Αλλά ας τα πιάσουμε από την αρχή.

Το 1978, εν μέσω ψυχρού πολέμου, και τεσσάρων χρόνων μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, ο νεαρός Δημήτρης Κανελλόπουλος φεύγει για σπουδές έξω. Επιλέγει σπουδές όχι στην συνηθισμένη και οικονομικά υποσχόμενη Ιατρική ή Οδοντιατρική αλλά στην Ιστορία και την Φιλοσοφία.

Περνάει το διαχωριστικό όριο των δύο κόσμων, αυτό που ονομάστηκε από την εδώ πλευρά, Σιδηρούν Παραπέτασμα, και πάει στην πόλη Κλουζ της Ρουμανίας. Κάνει ένα άλμα, μια μετάβαση στο άγνωστο.

Ποια είναι τα πολιτικά και τα πνευματικά του εφόδια;

Έχει βιώσει την καταπίεση και την αντίθεση στην  ελληνική χούντα ως εργαζόμενος μαθητής σε νυχτερινό σχολείο καθώς και την έκρηξη της δημοκρατικής μετάβασης των τεσσάρων πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, με τα πολύπλευρα αιτήματα ελευθερίας, σεξουαλικής απελευθέρωσης, αμφισβήτησης του αστικού καθεστώτος, εθνικής ανεξαρτησίας κλπ.

Όσον  αφορά  τις ανατολικές χώρες, τις τόσο κοντά και τόσο μακριά, εκείνα τα χρόνια η κατάσταση ήταν ακόμη σχετικά άγνωστη και ανοικτή, άλλοι πίστευαν ότι εκεί οικοδομούνταν μια ιδανική κοινωνία, άλλοι βαστούσαν μικρό καλάθι, άλλοι μιλούσαν για κόκκινες δικτατορίες, αλλά σε κάθε περίπτωση η παλιά αρνητική εντύπωση είχε αμβλυνθεί.

Ο Δημήτρης φθάνοντας στην χώρα των σπουδών του ξεπερνάει τις όποιες προϊδεάσεις. Θα έλεγα έχει κάπως ευνοϊκά, όμως οπωσδήποτε, ανοιχτά τα μάτια του, πράγμα που κάνει πάντα και παντού εξ άλλου.

Τα διηγήματα λοιπόν της νέας του συλλογής, Στα χρόνια το κόκκινου κόμη, δίνουν  την γενική εικόνα της Ρουμανικής κοινωνίας και ζωής μέσα από μια ειδική ματιά, εκείνη του μικρού, του καθημερινού του μη σημαντικού, των συνηθισμένων ανθρώπων. Συγκεκριμένα μιας πολυεθνικής παρέας νέων, φοιτητών στην πόλη Κλουζ. Αυτή η δυναμική παρέα αρθρώνεται όμως βαθιά μέσα στην τοπική κοινωνία. Παρατηρούνται και βιώνονται τα τεκταινόμενα μέσα από πρόσωπα και καταστάσεις αυτής της κοινωνίας.

Συγκεκριμένα, μέσω μιας γυναικείας φιγούρας που πουλάει λουλούδια, ενός αρωματοποιού που απελπίζεται κι ανατινάζει την βιοτεχνία του, ενός καθηγητή εντομολογίας που αξιολογείται από την κομμουνιστική επιτροπή του πανεπιστημίου αποτελούμενη από εργάτες και μικροεπαγγελματίες, μια ομάδας φοιτητών που αντιμετωπίζει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο το πρόγραμμα επιστημονικής σίτισης του καθεστώτος, κ.λπ.

Από την πρώτη σελίδα της συλλογής, στο διήγημα «Η κυρία με τα λουλούδια», παρουσιάζεται η εμβληματική εικόνα της Ρουμανίας εκείνης της εποχής μέσα από το πρόσωπο μιας γυναίκας:

Σχεδόν πάντοτε, κάθε φορά που έβγαινα με τη φίλη μου, μόνος ή με την παρέα μου, όπου κι αν πήγαινα στο πιο ακριβό ρεστοράν, ας πούμε στο «Μπελβεντέρε», μέχρι το πιο φτωχομάγαζο, όπως το «Κράμα», παντού την έβλεπα. Έσερνε τα πόδια της στο χιόνι, χωμένη μέσα σ’ εκείνο το παλιό και φθαρμένο παλτό, που ωστόσο διατηρούσε κάτι από το οποίο πρόδιδε την ευγενική της καταγωγή. Ήταν τυλιγμένη μ’ ένα τεράστιο γκρι κασκόλ, και φορούσε σκούρο πλεκτό μπερέ στο κεφάλι. Το πρόσωπό της παρά τις αμέτρητες ρυτίδες, διατηρούσε την φωτεινότητά του, αλλά τα μάτια της είχαν ξεθωριάσει. Ποτέ δεν με είχε κοιτάξει στα μάτια, παρά το γεγονός ότι εγώ την κοίταζα κατευθείαν στα δικά της.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι τα διηγήματα αυτά προέκυψαν κυρίως από τις εμπειρίες της φοιτητικής ζωής (1978-1982), στο Κλουζ, (τόπο που ο Κανελλόπουλος αγάπησε κι εκείνος τον αγάπησε), και δευτερευόντως από τις κατοπινές του επισκέψεις και την γενικότερη επαφή που κράτησε με τον τόπο. Δημιουργείται ένα πανόραμα καταστάσεων με πηγή τον πλούτο των προσωπικών εμπειριών του συγγραφέα.

Πιστεύω ότι στο θέμα με το οποίο καταπιάστηκε ο Κανελλόπουλος κρύβεται μία παγίδα. Θα ήταν πολύ εύκολο να γλιστρήσει κανείς, στην καταγγελία του καθεστώτος που είχε απορριφθεί παντελώς και από τους πάντες. Εκείνος, όμως, κατόρθωσε να αποφύγει την καταγγελία, να κάνει λογοτεχνία, ερεθιστική και γοητευτική, ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες του κρατώντας την απαιτούμενη αυστηρότητα.

Τα περισσότερα από τα δώδεκα διηγήματά του αφορούν μια παρέα νεαρών σπουδαστών, όπως προανάφερα. Μου θύμισαν κάποιους άλλους, τους Βιτελόνι της Ιταλίας του Φελίνι, κυρίως όσον αφορά την ανεμελιά της νεότητας. Όμως, αλίμονο εδώ τα πράγματα ήταν δύσκολα, ασφυκτικά, προσαρμόστηκαν, λοιπόν, αναγκαστικά  στην κατάσταση των συνεχών κρίσεων του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Οι Βιτελόνι της Ρουμανίας  λειτουργούν ως αντάρτες πόλεων με αντικείμενό όχι την δια της βίας ανατροπή του καθεστώτος, αλλά τον απλό καθημερινό επισιτισμό των ίδιων και των φίλων τους.

Τα δώδεκα διηγήματα του βιβλίου, θα μπορούσε κανείς να πει ότι συγκροτούν  σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Το ενοποιεί ο πρωτοπρόσωπος ενιαίος αφηγητής, που φυσικά ο αναγνώστης τον ταυτίζει με τον συγγραφέα, (αν και σε κάποια διηγήματα υπάρχουν δευτερεύοντες αφηγητές) και τα κοινά πρόσωπα.

Τα εννιά απ’ αυτά αφορούν την Ρουμανία του Τσαουσέσκου, σε κάποια υπάρχουν αναφορές της μετακομμουνιστικής εξέλιξης,  ένα  την Ρουμανία της σύγχρονης εποχής. Το τελευταίο έχει τελείως διαφορετικό κλίμα, δημιουργώντας μια έντονη αντίστιξη των δύο καθεστώτων, όπου στην πρώτη περίπτωση τα πάντα μπορούν να συμβούν, καθώς οι ήρωες ζουν στην κόψη του ξυραφιού, ενώ στην δεύτερη έχει εγκατασταθεί μια αδιατάρακτη και σταθερή κανονικότητα την οποία μόνο ένα ατύχημα που οφείλεται σε φυσικά αίτια μπορεί να διαταράξει.

Άλλο διαδραματίζεται στην κομμουνιστική Ουγγαρία, η οποία παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική από την Ρουμανία, χρησιμοποιείται μια ενδοκομμουνιστική σύγκριση καθεστώτων, ώστε να επισημανθεί ότι ακόμη και τα κομουνιστικά καθεστώτα δεν ήταν ντετερμινιστικά καθορισμένα, παράγοντας συγχρόνως μια αντίστιξη που δίνει βάθος στην όλη διήγηση.

Ο χώρος, η πόλη Κλουζ,  πρωταγωνιστεί σε όλα τα διηγήματα, ιδιαίτερα στο διήγημα «Η γνωριμία με τον Έντι Βαρχόλα», δρόμοι, ποτάμια, στέκια, εστιατόρια, καφετέριες, πανεπιστήμιο, ινστιτούτα είναι εκεί. Στο τέλος γίνονται οικεία και στον αναγνώστη.

Είναι δύσκολο να γράψει κανείς και να εμβαθύνει σε μια ξένη χώρα στην οποία παρέμεινε περαστικός για τέσσερα χρόνια. Σπάνια είναι η σχετική λογοτεχνία. Ο Κανελλόπουλος κατάφερε να δώσει στην διήγησή του το χαρακτηριστικό της αυθεντικότητας. Πιστεύω ακράδαντα ότι η συλλογή μπορεί να μεταφραστεί στα Ρουμανικά και να διαβαστεί με μεγάλο ενδιαφέρον και στην χώρα αυτή.

Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη, η επιμέλεια καλή (παρά τα κάποια λάθη που έχουν ξεφύγει) και η εικονογράφηση του σκληρού εξώφυλλου πολύ πετυχημένη.

 

(*) Ο Λάκης Δόλγερας είναι συγγραφέας


https://www.oanagnostis.gr/sta-chronia-toy-kokkinoy-komi-toy-laki-dolgera/

Πέμπτη, Μαΐου 12, 2022

Δημήτρης Κανελλόπουλος Περιπέτειες με το DNA…

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Περιπέτειες με το DNA…

Γύρισα στο σπίτι μου κουρασμένος κι έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Όταν σηκώθηκα, είχε αρχίσει να βραδιάζει κι άναψα το θερμοσίφωνα να κάνω ένα μπάνιο. Μετά τις ειδήσεις των έξι κι ύστερα πήρα το μπάνιο μου. Σκέφτηκα να βγω και να τσιμπήσω κάτι ελαφρύ. Κάτι μ’ έσπρωξε όμως στο γραφείο κι άνοιξα τον υπολογιστή.  Είδα ότι είχα κάμποσα e mails και ασυναίσθητα άνοιξα το πρώτο απ’ αυτά. Ήταν από τον Μπάντ Τόνι κι έλεγε:

 

Είδα την Στεφανία με το γιο της στο δρόμο. Δεν μου μίλησε.

Το παιδί της μοιάζει σε σένα, δεν πίστευα τί έβλεπα. Έμεινα άναυδος.

Τόνι.

Γέλασα. Κοίτα βρε τί μου κάνει ο ό άτιμος τώρα! Πάνω που είχε αρχίσει να κλείνει αυτή η πληγή! Αποφάσισα να μη δώσω σημασία σε αυτόν τον τρελό, που δεν μπορούσε να αντέξει τη φυγή μου από το Κλούζ. Γνώριζα το αστυνομικό του δαιμόνιο. Δεν καταλάβαινα όμως, σε τί προσπαθούσε να με μπλέξει πάλι. Είχα φύγει από εκεί πριν είκοσι δύο χρόνια. Μου είχε εκφράσει τη διαφωνία του τότε. Δεν έλεγε να το συνηθίσει. Και κατά καιρούς, μου έγραφε για κάποιες μεγαλειώδεις ιδέες που θα μας έκαναν να πλουτίσουμε. Ήταν όμως απαραίτητη έλεγε, η φυσική μου παρουσία στο Κλούζ, για να γίνει αυτό. Συνεχώς τέτοια σκεφτόταν αλλά δεν είχα αντιληφθεί, ότι σιγά σιγά, αυτές οι ιδέες τον οδηγούσαν όλο και πιο πολύ σε κάποιον παραλογισμό. Και τώρα, ξανάβαζε στη σκέψη μου την Στεφανία. Πολύ ενοχλητικό αυτό που έκανε…

Θυμήθηκα την τελευταία συνάντησή μας στο Πάρκο, όπου δακρυσμένη, μου έλεγε:

—Φεύγεις οριστικά. Το ξέρω. Δεν σε πιστεύω ότι θα γυρίσεις για να με πάρεις από εδώ. Εγώ, το ξέρω πως δεν θα έρθω ποτέ στην πατρίδα σου. Ένα σου λέω μονάχα: όταν θα γυρίσεις σε μένα, γιατί κάποτε θα γυρίσεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να με ξαναδείς…

Αν και επισκεπτόμουν την πόλη δυο φορές τον χρόνο επί αρκετά χρόνια, πράγματι, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί την Στεφανία. Είχα μάθει, πάλι από τον Τόνι, ότι λίγα χρόνια μετά το 1989, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, το κράτος, της επέστρεψε την περιουσία των προγόνων της σε γη. Αν και πετσοκομμένη κατά πολύ, ήταν υπολογίσιμη. Οι γονείς της μητέρας της ήταν Ούγγροι ευγενείς, κι αυτή η ίδια κληρονόμος ενός τέτοιου τίτλου! Ιστορίες…

            Έκλεισα τον υπολογιστή και κατέβηκα στο δρόμο. Πήγα στην Πλατεία Μαβίλη κι έφαγα κάτι πρόχειρο. Γύρισα στο σπίτι μετά από καμιά ώρα και χάζεψα στην τηλεόραση. Δεν με απαντούσε όμως. Σήκωσα το ακουστικό και τον κάλεσα.

—Ντα… ακούστηκε από την άλλη άκρη.

            —Νταντά ρε, του είπα ελληνικά.

            —Παλιάνθρωπε πού είσαι; Εδώ κόντεψα να πεθάνω σήμερα με τις αμαρτίες σου. Είδα την Στεφανία με τον απόγονό σου! Αυτός είναι μου φαίνεται ο πρώτος Έλληνας βαρόνος, διότι οι Βέλλιος, ο Τέλεκι και ο Σίνας, αγόρασαν τον τίτλο ευγενείας. Ενώ αυτός γεννήθηκε Έλληνας. Από πατέρα Έλληνα! Βαρόνος Ντεμοπόουλος-Βέσελένι Μίκο Έστερχάζι, και δεν ξέρω εγώ τί άλλο! Έλα γρήγορα στο Κλουζ…

            —Άντε κάνε αυτό που ξέρεις βρε, του είπα γελώντας.

            —Τζέημς, δεν αστειεύομαι, είπε παίρνοντας το σοβαρό του ύφος. Νόμιζα ότι είσαι εσύ. Αν δεν ήταν λίγο πιο κοντός από σένα, θα ήμουν τώρα στην καρδιολογική κλινική με έμφραγμα. Είναι απίστευτη η ομοιότητα του νεαρού μαζί σου. Έλα αμέσως στο Κλούζ. Πρέπει να επανορθώσεις. Ποτέ δεν είναι αργά! Με ακούς;

            —Σε ακούω βρε χωριάτη, κουλάκε. Κουλάκος ήσουνα, κουλάκος έμεινες…

—Γιατί είμαι κουλάκος; Επειδή πάντα εγώ ήμουν πρωτοπόρος στις μπίζνες; Α; Για πες; Και είμαι κουλάκος εγώ, που άφησες εσύ την ωραιότερη γυναίκα του Κλουζ και γύρισες στην Αθήνα. Έλα εδώ βλάκα. Να δεις το γιο σου. Τί ομορφιά Θεέ μου! Σαν αξιωματικός της Αυστροουγγαρίας! Με ξανθοκόκκινο μουστάκι… Ένας Ντεμοπόουλος αληθινός. Πώς με κοίταξε να ’βλεπες. Ίδιος εσύ..! Τα έκανα πάνω μου. Καθόμουν μαρμαρωμένος, έξω από το ζαχαροπλαστείο Καρπάθια και τους κοίταζα μέχρι που μπήκαν στο σπίτι, πρώτα η Στεφανία και μετά αυτός. Η Στεφανία, πριν περάσει τη μεγάλη πόρτα, μισοστάθηκε για μισό λεπτό, γύρισε και με κοίταξε περίεργα… Ναι…

—Κόψε τις βλακείες κάθαρμα γιατί αν έλθω εκεί, θα σε δείρω.

—Ότι θέλεις κάνε. Ή έρχεσαι ή πάω τη στήνω έξω από το σπίτι, τον πιάνω και του λέω, αυτό κι αυτό. Ο πατέρας σου είναι στην Αθήνα και αυτό είναι το τηλέφωνό του. Αυτό θα κάνω μικρέμπορε των Βαλκανίων…, είπε και μου έκλεισε γελώντας το τηλέφωνο.

Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά. Έβλεπα εφιάλτες. Από την έννοια που μου έβαλε ο “κουλάκος” στο μυαλό, επηρεάστηκα κι ένα ακατανόητο όνειρο με ξύπνησε τα χαράματα.          

‘ Ήμουν λέει στο Κλούζ, στη σοφίτα του σπιτιού της Στεφανίας, στη σοφίτα που έβλεπε στην Πιάτσα Λιμπερτάτσι. Στεκόμουν όρθιος πίσω από το ανοιχτό παράθυρο. Κοίταζα λέει στην Πλατεία, όπου από το πάνω μέρος της πρόβαλλε ένας λαμπρός, καλοκαιριάτικος ήλιος. Αίφνης ακούστηκαν στρατιωτικά εμβατήρια από το βορειοδυτικό μέρος της. Φάνηκε πέρα, από την Λεωφόρο Λένιν, ένα στρατιωτικό άγημα να έρχεται παρελαύνοντας. Ο προπορευόμενος αξιωματικός βάδιζε με βήμα αυστηρό. Όταν έφτασε στην γωνία της Πλατείας, σαν κουρδισμένο στρατιωτάκι, έστριψε αριστερά και άρχισε να βαδίζει με κατεύθυνση το σπίτι της Στεφανίας. Τώρα τον έβλεπα καθαρά. Πίσω του ένας σημαιοφόρος με μια παράξενη σημαία, τον ακολουθούσε από απόσταση περίπου δύο μέτρων. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίνος στρατεύματος, ποιας χώρας δηλαδή ήταν αυτό το καλογυμνασμένο άγημα που βάδιζε με ακριβή βήματα, υπό τη μουσική ενός πολύ όμορφου στρατιωτικού μαρς, το οποίο δεν γνώριζα. Είχα την αίσθηση ότι ήταν ο στρατός ενός καινούργιου Πριγκιπάτου με πρωτεύουσα το Κλουζ. Αίφνης το άγημα, σταμάτησε μπροστά στο Μέγαρο Wesseleny Miko Έστερχάζι, στου οποίου την σοφίτα βρισκόμουν εγώ, και γυρίζοντας στα δεξιά, σήκωσε το δεξί του χέρι με το αστραφτερό ξίφος, έφερε την κοφτερή του λάμα κοντά στη μύτη του και κοίταξε κατευθείαν στο παράθυρο, από το οποίο τον παρατηρούσα εγώ! Με τρόμο διαπίστωσα πως ο αξιωματικός αυτός, ήμουν εγώ σε νεαρή ηλικία, σαν σε φωτογραφία υπό μεγέθυνση, με το ξανθοκόκκινο μουστάκι μου, και με κοίταζα εμένα τον ίδιο σιωπηλά στα μάτια…

            Καλημέρα κυρία Κλάρα… Πώς είστε;

—Ω, Hello görög, [Ω γειά σου Έλληνα] είσαι όμορφος, σαν αξιωματικός της Αυτοκρατορίας…! Στο έχω ξαναπεί! Γι’ αυτό σου επιτρέπουμε να αγαπάς και να είσαι παρέα με το πιο όμορφο κορίτσι της Τρανσυλβανίας…

—Ω, Köszönöm kedves Lady… [Ω, σας ευχαριστώ αξιοσέβαστη Κυρία…] της απάντησα χαμογελώντας και προχώρησα στο συνηθισμένο χειροφίλημα…

Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνδέθηκε η φυσιογνωμία μου, με αξιωματικό της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Σήμερα, ο “κουλάκος” Μπάντ Τόνι, μ’ έβαλε ασυναίσθητα να ονειρεύομαι περασμένα πράγματα, που σχεδόν είχα ξεχάσει.

Κι εκεί που σκεφτόμουν όλα αυτά, μου γεννήθηκε η έντονη επιθυμία να κάνω ένα ταξίδι στο Κλουζ, να δω με τα μάτια μου αυτόν τον υποτιθέμενο απόγονό μου. ‘Κοίτα ο αλήτης πώς με παγίδεψε’, σκέφτηκα.

Κατά τις εφτά και μισή το πρωί, σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα κι έφυγα για το γραφείο. Αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι εκεί και να δω με τα ίδια μου τα μάτια το νεαρό. Έκλεισα τηλεφωνικώς εισιτήριο για το Βουκουρέστι κι εν συνεχεία από εκεί για το Κλουζ, για το επόμενο Σάββατο. Σε μια ώρα μου είχαν φέρει τα εισιτήρια στο γραφείο μου. Τηλεφώνησα στον Βασίλε Αρντουσάτ και του είπα να μου κλείσει  δωμάτιο στο ξενοδοχείο Τρανσιλβάνια. Την επόμενη μέρα, για να μην κουβαλάω βαλίτσα, την έστειλα με το Λεωφορείο του Πάντου, που εκείνη την εποχή έκαναν ακόμη δρομολόγια προς το Κλούζ και τ’ ανάποδο.

Το επόμενο Σάββατο βρέθηκα στο Βουκουρέστι. Έκανα μετεπιβίβαση στο αεροπλάνο για το Κλουζ και σε μία ώρα ήμουν εκεί.

Από το αεροδρόμιο πήγα με ταξί στη Λεωφόρο Φέρντιναντ όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο Τρανσιλβάνια. Αφού τακτοποίησα τα σχετικά στη ρεσεψιόν, ανέβηκα στον πρώτο όροφο, στο δωμάτιό μου κι έκανα ένα μπάνιο. Μετά βγήκα ένα περίπατο. Ο καιρός ήταν πολύ γλυκός.

Στην εκκλησία των Λουθηρανών και περνώντας πλάι από το κτίριο όπου βρισκόταν το παλιό ρεστοράν Ουμπέρτους το οποίο, προσέφερε κυνήγια. Τώρα είχε μετατραπεί σ’ ένα αδιάφορο βιβλιοπωλείο. Εκεί μπήκα στο στενό δρομάκι Μπάμπες-Μπόγιαϊ, πίσω από το Μέγαρο Μπάνφι και προχώρησα κάτω από τα ψηλά τόξα που στηρίζουν σαν καμάρες τα παλιά κτίρια, με κατεύθυνση την  παλιά οδό Πέτρο Γκρόζα. Τώρα την είχαν μετονομάσει σε Οδό Ερόιλορ. Όταν έφτασα εκεί στράφηκα προς την Κεντρική Πλατεία Λιμπερτάτσι και προχώρησα αργά χαζεύοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων.

Λίγο πριν φτάσω στην Πλατεία, στάθηκα. Γύρισα προς την απέναντι πλευρά της οδού Ερόιλορ. Είδα το ανακαινισμένο Μέγαρο της οικογένειας Έστερχάζι. Μια μεταφυσική δύναμη με έσπρωχνε προς το μέρος του. Η κεντρική του πόρτα, η οποία παλιά παρέμενε μέρα νύχτα ανοιχτή για το κοινό για να έχει διέξοδο προς την οδό Μπρατιάνου, ήταν τώρα φωτισμένη κι αστραφτερή. Κλειστή κι αμπαρωμένη. Το κτίριο ήταν φωτισμένο εντυπωσιακά, δείχνοντας όλη την μεγαλοπρέπειά του. Προχώρησα αργά προς τα πάνω και πέρασα προς την ίδια πλευρά. Σκέφτηκα την Στεφανία και με κυρίευσε μια νοσταλγία.

Σταμάτησα έξω από το ζαχαροπλαστείο Καρπάθια και κοίταξα τα γλυκά που βρίσκονταν στη  βιτρίνα. Μπήκα μέσα, κάθισα σ’ ένα τραπεζάκι και παρήγγειλα τρία ντόμπος κι ένα εμφιαλωμένο νερό. Οι υπάλληλοι καμιά σχέση δεν είχαν με τους παλιούς· έμοιαζαν με συνηθισμένους υπαλλήλους οποιουδήποτε αθηναϊκού ζαχαροπλαστείου. Η αναπαλαίωση, δεν μου άρεσε γιατί είχε καταστρέψει ότι εγώ είχα στη μνήμη μου. Έβγαλα το κινητό και κάλεσα τον Τόνι. Μόλις σήκωσε το τηλέφωνο και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, είπε:

—Προφανώς είσαι στο ζαχαροπλαστείο Καρπάθια και τρως ντόμπος, γιατί σε ξέρω. Πέρασες μόνος από το Μέγαρο Έστερχάζι, μήπως και συναντήσεις κανέναν ένοικό του… χα, σε ξέρω καλά Γκρέκουλε, πατέρα του Πρίγκηπα Ντεμοπόουλος Έστερχάζι και δεν ξέρω τί άλλο….

—Ναι, τσακίσου και έλα εδώ. Αμέσως, είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο.

Ο κουλάκος έφτασε με ένα ταξί μετά από δεκαπέντε λεπτά. Ήταν κεφάτος και γεμάτος σχέδια. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε όπως παλιά και δεν έκρυβε τη μεγάλη χαρά του για τον ερχομό μου στο Κλουζ.

Άρχισε χωρίς περιστροφές να μου εκθέτει ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό του. Μια μεγάλη “μπίζνα”, μια εισαγωγή ενός εκατομμυρίου δενδρυλλίων ελιάς από την Ελλάδα, τα οποία θα μπορούσαμε να πουλήσουμε με ένα κατάλληλο δίκτυο πωλητών, εξαπλωμένο έξω από όλα τα σχολεία της χώρας κατά την πρώτη μέρα έναρξης των μαθημάτων. Εγώ καιγόμουν να μάθω για τον γιο της Στεφανίας, για τον οποίο, ο άτιμος αυτός, με είχε καταλλήλως τσιγκλίσει, έχοντας εγκαταλείψει τη δουλειά μου στην Αθήνα και να τρώω τώρα ντόμπος εδώ, σε ένα αδιάφορο ζαχαροπλαστείο του Κλουζ. Δεν το έδειχνα όμως.

—Βρε κάθαρμα για αυτό με έφερες εδώ;

—Νόμιζα ότι θα σε ενδιέφερε μια τέτοια δουλειά, την οποία έχω σχεδιάσει τέλεια στο μυαλό μου και θεώρησα ότι πρέπει να στην παρουσιάσω αμέσως, διότι άνθρωποι είμαστε. Να. Παθαίνω αύριο ένα εγκεφαλικό και ξαφνικά χάνεται η πολύτιμη μνήμη μου. Κάνει δηλαδή ένα ντιλίτ και πάνε όλα. Και δεν πραγματοποιούμε ένα από τα πιο μεγαλοφυή σχέδια που συνέλαβα ποτέ…

—Και ο Πρίγκηπας “Ντεμοπόουλος” τί σχέδιο είναι αυτό; Έχει κάποια βάση ή με έφερες χωρίς λόγο 1800 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου για να συζητήσουμε για τα δενδρύλλια ελιάς..;

—Αυτό είναι το μεγαλύτερο αμάρτημά σου, άθλιε βαλκάνιε μικρέμπορε που κάθεσαι στην Αθήνα και εκτελωνίζεις πλαστικά γιο-γιο από την Κίνα για τις γιαγιάδες. Αυτό to u;ema πρέπει να το συζητήσουμε στο σπίτι κι όχι στο δρόμο. Πώς άφησες ένα παιδί να το μεγαλώσει μια μάνα, εντελώς μόνη της;

—Και γιατί δεν μπορούμε βρε άτιμε να το συζητήσουμε εδώ και τώρα; Τί θα πάθουμε;

—Προέχουν τα εμπόρια. Τις αδυναμίες μας, τις συζητάμε πάντοτε κεκλεισμένων των θυρών! Έτσι δεν έλεγες παλιά; Στο σπίτι λοιπόν. Στο σπίτι. Όχι να μας ακούει όλος ο κόσμος.

—Σήκω κάθαρμα. Πάμε να φάμε στο ρεστοράν Ούρσους. Εκεί θα συζητήσουμε αυτί και μόνο το θέμα.

—Δεν μπορούμε να φάμε εκεί, διότι ο καπιταλισμός το έκλεισε.

—Καλά , που προτείνεις να πάμε;

—Εδώ πιο κάτω. Στο παλιό μαγαζί με τα εργαλεία το οποίο έκλεισε κι αυτό αλλά εν συνεχεία το έκαναν ρεστοράν πολυτελείας. Εκεί θα πάμε που είναι κοντά.

Κατεβήκαμε δυο βήματα στην οδό Ερόιλορ και μπήκαμε σε ένα εντυπωσιακό ρεστοράν, απ’ αυτά δεν είχαμε συνηθίσει τα παλιά χρόνια στο Κλουζ. Σκέφτηκα: σα να τρώω στο Κολωνάκι. Δε μου άρεσε. Καθίσαμε σε μια γωνιά. Παραγγείλαμε κάποια άγνωστα σε μένα φαγητά, μιας και η επανάσταση του 1989 άλλαξε και τις γαστριμαργικές προτιμήσεις των ανθρώπων. Τώρα κυριαρχούσε η λαμπερή αμερικάνικη κουζίνα κι ο σούπερ καταναλωτισμός σε όλα. Εις βάρος της κλασικής γαλλικής κουζίνας και φινέτσας, που είχαμε γνωρίσει στα καλά ρεστοράν επί των ημερών του κομμουνισμού. 

—Λοιπόν Τόνι, συγκεντρώσου. Πες μου ακριβώς τί ξέρεις. Γιατί εσύ, δεν έμεινες μόνο στο τί είδες. Πιστεύω ότι κάποιον θα ρώτησες.

—Δεν είδα κανέναν, δεν ρώτησα κανέναν. Δεν θέλω να βλέπω κανέναν από τους παλιούς φίλους. Δεν με ενδιαφέρει τίποτε και κανείς. Είμαι μόνος! Ότι σου πω, δεν έχει καμιά αξία. Το μόνο ενδιαφέρον είναι, ότι μετά από εικοσιδύο χρόνια η Στεφανία δεν έχει αλλάξει καθόλου· είναι εντυπωσιακά όμορφη κι επιπλέον συνοδεύεται από έναν νεαρό, ο οποίος σου μοιάζει καταπληκτικά. Δεν ξέρω απολύτως τίποτε άλλο. Για πληροφορίες, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον φίλο σου τον Ιμαλάια. Αυτός έχει, όπως γνωρίζεις, το Γραφείο Ερευνών- Μόνκι, Έρευνες κ.λπ.-κ.λπ.

—Πού την είδες με το νεαρό;

—Πήγα στην τράπεζα να εισπράξω ένα μικρό βοήθημα που μου στέλνει η κόρη μου κάθε μήνα από το Λονδίνο. Όταν βγήκα από την Τράπεζα, αυτή ερχόταν με τον νεαρό από την μεριά του βιβλιοπωλείου Ουνιβερσιτάτσι. Στάθηκα να περάσουν. Είμαι βέβαιος ότι με γνώρισε, γιατί μου έριξε μια επιτιμητική ματιά καθώς με προσπέρασε συζητώντας με τον νεαρό. Να δεις τα μαλλιά του και το μουστάκι του. Ίδια με τα δικά σου! Άλλο δεν γνωρίζω…

—Ο Ιμαλάια τί κάνει; Τον βλέπεις;

—Κανέναν δεν θέλω να βλέπω. Αλλά όταν κατεβαίνω στο κέντρο και τον βλέπω από μακριά, μισό μέτρο πάνω από όλους τους άλλους ανθρώπους, μπαίνω σε κάποιο κατάστημα για να μην τον συναντήσω. Αυτοί όλοι με λένε παντού ψυχοπαθή. Δεν θέλω παρτίδες μαζί τους.

—Ο Καμίλ, ο Αλέκου τί κάνουν;

—Δεν γνωρίζω. Έχω πάρα πολύ καιρό να τους δω. Πάρε το τηλέφωνο του Ιμαλάια. Μην του πεις ότι σου το έδωσα εγώ.

Παραγγείλαμε, φάγαμε και δεν καταλάβαμε πώς η ώρα πήγε δέκα και μισή. Πρώτος ο Τόνι είπε:

—Πρέπει να πηγαίνουμε. Το πρωί ξυπνώ πολύ νωρίς. αύριο όταν σχολάσω κατά τις δυόμισι το μεσημέρι, που θα είσαι;

—Πάρε με τηλέφωνο. Δεν ξέρω που θα είμαι.

—Πάντως επειδή σκέφτηκα ότι, πολύ θα ήθελες, να μάθεις την πατρότητα του νεαρού, θα μπορούσαμε να πάρουμε μαλλί, αν κουρευτεί βέβαια στον Λάζλο, και να το πάμε για ανάλυση του DNA.

Ότι είχε σχέδιο και επ’ αυτού με εξέπληξε, αλλά δεν αντέδρασα γιατί μου άρεσε αυτό που είπε. Δεν το είχα σκεφτεί.

‘Καλή ιδέα σκέφτηκα’.

—Συζήτησέ το αύριο με τον Ιμαλάια και βλέπουμε.

Πλήρωσα και βγήκαμε στον έρημο δρόμο. Στην Πλατεία χωρίσαμε εγκάρδια, αστειευόμενοι με το υπέροχο μέγαρο Έστερχάζι, το οποίο έλαμπε κατάφωτο.

—Αν είχες μείνει εδώ άτιμε, θα ήμασταν όλοι διαφορετικά, μονολόγησε ο Τόνι. Θα κατοικούσες σ’ αυτό το Μέγαρο και θα ήμασταν ιδιοκτήτες της μεγαλύτερης εταιρείας εισαγωγών-εξαγωγών… Πριν ολοκληρώσει τον χτύπησα στην πλάτη και τον έβαλα σ’ ένα ταξί που βρισκόταν σταθμευμένο στο δρόμο.

—Άντε τώρα. Τα λέμε αύριο αυτά, του είπα καθώς έκλεινα την πόρτα του ταξί. Περπάτησα μέχρι την άλλη άκρη της Πλατείας άκεφος, και πήγα στο ξενοδοχείο. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου σκεπτόμενος τον Ιμαλάια, τον οποίο τώρα μόλις τον ανέφερε ως «ντεντέκτιβ Μόνκι» ο κουλάκος. Μ’ αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.  

Το πρωί κατέβηκα στο μακρόστενο αίθριο του ξενοδοχείου και ζήτησα να μου φέρουν ένα ζεστό καφέ και πρόγευμα… Ο νεαρός Έστερχάζι δεν έφευγε από το μυαλό μου, μαγνήτιζε το ενδιαφέρον μου και είχε βάλει φωτιά στις σκέψεις μου. Κατά τις οκτώ ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Ξυρίστηκα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και κατόπιν κοίταξα την ώρα. Οκτώ και είκοσι. Δεν τόλμησα να καλέσω τον Ιμαλάια, γιατί ήμουν βέβαιος πως δεν θα μου απαντούσε. Βγήκα έξω κι έκανα μια βόλτα μέχρι το ποτάμι. Όταν γύρισα η ώρα ήταν δέκα και δέκα. Τότε σχημάτισα τον αριθμό του Ιμαλάια. Άκουσα την ένρινη, τσιγγάνικη φωνή του Ιμαλάια, να λέει:

—Μάι, Γκρέκουλε, αφού ενημερώθηκες από αυτόν τον μίζερο και τσιγκούνη πρώην φίλο μας, τώρα καλείς εμένα, να έρθω να βρω το χαμένο σου σπέρμα… Καλωσόρισες μπρε…

—Τί γίνεσαι βρε ψηλή βουνοκορφή των Καρπαθίων κι  όχι των Ιμαλαΐων; Είσαι στο γραφείο;

—Ναι αγόρι μου. Πού να είμαι; Πέρασαν οι καλοί καιροί που ξυπνούσαμε το μεσημέρι και πίναμε καφέδες στην Αριζόνα μέχρι το απόγευμα. Τώρα δεν έχουμε σοσιαλισμό… έλα από δω τώρα!

—Εξακολουθείς να είσαι στην οδό Μπάμπα Νόβακ;

—Ε, πού αλλού; Έλα, σε περιμένω.

—Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί…

Πήγα πεζή εκεί κι ανέβηκα στον δεύτερο όροφο μιας διώροφης, προπολεμικής κατοικίας που είχε μετατραπεί σε οίκημα διαφόρων γραφείων.

Πάντα οι συναντήσεις μου με τον Ιμαλάια είχαν ενδιαφέρον. Θαύμαζα το λεπτό του χιούμορ και την ολύμπια ηρεμία του. Αυτός ο τσιγγάνος που είχε ύψος δύο μέτρα και δεκατέσσερα εκατοστά, είχε γίνει ο στενότερος φίλος μου, τα δύο τελευταία χρόνια των σπουδών μου.

Αφού μιλήσαμε για τα σχετικά, πώς περνάς, παντρεύτηκες, έχεις παιδιά προχωρήσαμε με δική του προτροπή στο θέμα. Είπε:

—Ο τρελός Μπαντ Τόνι, δεν έχει άδικο. Κυκλοφορεί εντόνως η φήμη, ότι ο νεαρός γιός της Στεφανίας είναι γιος σου. Αυτό όμως στον κύκλο μας, όπου γνωρίζαμε τη σχέση της με σένα. Η Στεφανία τώρα μεγαλοπιάνεται. Έχει πολλά χρήματα, είναι Διευθύντρια της Δερματολογίας στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Μεντικάλα 1 και ζει ανάμεσα στο Κλουζ και στη Βουδαπέστη. Σημειωτέο πως κανείς δεν γνωρίζει πότε παντρεύτηκε, ποιος ήταν ο σύζυγός της, πότε απέκτησε γιο, πότε χώρισε. Ενώ όλοι γνωρίζουν πότε και πού σκοτώθηκε η μάνα της, πότε πέθανε η γιαγιά της, πότε πήρε πίσω την περιουσία της, πότε πούλησε δύο από τους πολλούς πύργους που διέθετε η οικογένειά της, όλοι γνωρίζουν ότι έχει πολλά χρήματα και κάθε έξοδός της σε εκθέσεις ζωγραφικής ή σε παρουσιάσεις βιβλίων σχολιάζεται από τον τύπο…

—Βλέπω έχεις αρκετές πληροφορίες.

—Ήμουν προετοιμασμένος να σε ενημερώσω σχετικά, αν μου το ζητούσες ακόμη και τηλεφωνικώς. Το παιδί της όμως, είναι ένας κλειστός τύπος, τελείωσε φέτος την Σχολή Καλών Τεχνών και θα τώρα θα πάει στη Βουδαπέστη για να συνεχίσει εκεί, ανώτατες σπουδές. Λέγεται ότι είναι πολύ καλός ζωγράφος. Κάτι σημαντικό. Προσφάτως άρχισε να κάνει σκληρές δηλώσεις στον τύπο για τα δικαιώματα της ουγγρικής μειονότητας και δεν μιλά καλά την Ρουμανική ή υποκρίνεται πως δεν την μιλά καλά. Το αντίθετο δηλαδή από τον υποτιθέμενο “άπατρι και αντιεθνικιστή” πατέρα του. Δηλαδή, το αντιθέτως προς ότι υποστηρίζεις εσύ…

Εντυπωσιάστηκα. Για λίγες στιγμές σκέφτηκα ότι έμπλεξα. Ενισχύθηκε η περιέργεια και το ενδιαφέρον μου ακόμη περισσότερο. Σαστισμένος από τα τελευταία λόγια του Ιμαλάια τον ρώτησα:

—Όπως καταλαβαίνεις, με ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση. Πώς μπορείς να βοηθήσεις;

Ο Ιμαλάια άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό και κοίταξε έξω από το τζάμι. Είπε χωρίς δισταγμό ότι θα ξεκινήσει αμέσως μια έρευνα, για να εξακριβώσουμε τα ακριβή στοιχεία του νεαρού. Κατόπιν συναίνεσε για την εξέταση του DNA, αλλά μου είπε πως νομίζει, ότι δεν είναι τόσο απλό το ζήτημα. Θα διευκρίνιζε επιστημονικά όμως, πώς μπορεί να γίνει η εξέταση από ιατρικής και νομικής απόψεως. Διότι μάλλον, δεν θα μπορούσε να γίνει εξέταση χωρίς την συγκατάθεση του νεαρού.

Συμφωνήσαμε να φάμε μαζί το μεσημέρι και μου είπε πως δεν έχει αντίρρηση στη συνάντησή μας να βρίσκεται και ο Τόνι. Αρκεί να μη συζητήσουμε λεπτομέρειες μαζί του, γιατί θα επιθυμεί να μας καθοδηγήσει και φυσικά θα το μάθει όλο το Κλουζ, αν δεν το έχει μάθει ήδη, ότι ήλθες για αυτή την υπόθεση. Πάμε για φαγητό στο Μπελβεντέρε. Εκεί ίσως αρνηθεί να έλθει διότι διευθύντρια του ρεστοράν είναι, μια κοπέλα που ήταν σερβιτόρα στον Κρόκο. Η Γκάμπι. Με αυτήν ήταν ερωτευμένος ο Τόνι εκείνα τα χρόνια της «πολυεπίπεδης ανάπτυξης», όπως έλεγε κι ο σύντροφος Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Τώρα, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, απ’ ότι ξέρω, δεν θέλει να σκέφτεται τις παλιές του αγάπες…

Γελάσαμε. Συμφώνησα να μην κουβεντιάσουμε ανοιχτά μπροστά στον Τόνι. Ύστερα σηκώθηκα για να φύγω. Τον ρώτησα:

—Πότε θα έχεις νέα;

—Κάποια νέα θα έχω σήμερα…

—Εντάξει, τα λέμε κατά τις δύο. Εγώ θα κάνω βόλτα στις γκαλερί και στα παλαιοπωλεία. Θα πάω τηλέφωνο και τον Καμίλ, αν έχει χρόνο να ιδωθούμε…

—Να προσέξεις μόνο γιατί τώρα κυκλοφορούν πολλές απομιμήσεις. Όλοι αυτοί οι απατεώνες, πουλάνε άπειρες ζωγραφιές του Χίρσα με μολύβι. Πλαστές όλες. Έχει γίνει μεγάλο σκάνδαλο…

—Ω σε ευχαριστώ. Θα τα πούμε το μεσημέρι. Κατευθείαν στο Μπελβεντέρε.

Χαιρετηθήκαμε και κατέβηκα στο δρόμο.

Η υπόθεση ξεκίνησε από ένα αστείο, αλλά τώρα έπαιρνε μια εξέλιξη που με ενδιέφερε πολύ. Σκεφτόμουν ‘Ρε λες να βρεθώ με τρίτο παιδί;’

Όταν έφυγα από τον Ιμαλάια, δεν είχα πια όρεξη να πάω στις Γκαλερί τέχνης και στα παλαιοπωλεία. Τηλεφώνησα στον Καμίλ Μόρος, ο οποίος με έκπληξη έμαθε ότι είμαι στο Κλουζ. Μου είπε να κατεβώ στο Εθνικό Θέατρο και να τον περιμένω στην γωνία της Οδού Ερόιλορ, εκεί που παλιά ήταν η καφετέρια Όπερα. Ο Καμίλ ήταν ο αγαπημένος μου φίλος. Αυτός ήταν η “δίοδος” που με οδήγησε από το πρώτο κιόλας έτος των σπουδών μου, να γνωρίσω εκ των έσω την ρουμανική κοινωνία. Μαζί ξεκινήσαμε να επισκεπτόμαστε όλα τα στέκια των διανοούμενων, μαζί του γνώρισα πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, να ζήσω απίστευτες ιστορίες. Με ρώτησε:

—Πώς και ήλθες χωρίς να με ειδοποιήσεις; Πού μένεις; Συμβαίνει κάτι;

—Θα σου πω. Πού να πάμε για καφέ;

—Πάμε στο Ιούλιους Μολ. Δεν το έχεις δει, στο Γκεοργκένι. Άλλαξε ο τόπος εκεί. Να πάρουμε ένα ταξί. Μπήκαμε στο ταξί κι άρχισε να μου λέει για τον Αλέκου. Τον αδελφικό μας φίλο που πήρε το βραβείο της Ένωσης Συγγραφέων. Άρχισε να με πληροφορεί ότι το μεγάλο του αγόρι βρισκόταν στην Αμερική, απ’ όπου επιστρέφει την επόμενη εβδομάδα. Έμεινε στην Αλάσκα δυο χρόνια και δούλεψε για έναν Ταϊλανδό, με τον οποίο έγινε φίλος. Θα πάει τώρα στην Ταϊλάνδη για να συνεργαστεί με αυτόν τον καινούριο του φίλο. Ο Αλέκου είναι αρκετά ικανοποιημένος που το αγόρι του δεν θα επιστρέψει στη Ρουμανία, όπου κανείς δεν έχει μέλλον, εκτός από τους μεγιστάνες που πλούτισαν μετά την επανάσταση. Λυπάται που έφτασε σε ηλικία 45 ετών, όταν με γυναίκα και δύο παιδιά στο σπίτι, δεν μπορούσε στα νιάτα του να φύγει στην Αμερική. Πόσο υπέροχο θα ήταν, λέει, να βρεθώ κι εγώ εκεί πέρα, είκοσι χρόνια νωρίτερα. Με βεβαιώνει, ότι αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, δεν θα επέστρεφε ακόμα κι αν ήταν να ζήσει άστεγος και πάμπτωχος σ’ αυτή τη χώρα. Αλλά ο Αλέκου είναι συγγραφέας και ως εκ τούτου δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά τα λόγια του.

—Μην αμφιβάλλεις ότι θα το είχε κάνει, αν ήταν ανοιχτά τα σύνορα εκείνη την εποχή…

— Ο γιος του κι άλλες φορές έχει πει ότι θα έλθει, αλλά όλο το καθυστερεί. Έπρεπε να μετακομίσει λέει σε άλλη μια πόλη, γιατί εκεί που εργαζόταν, οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες και τον έδιωξαν, αφού έκανε και μια απεργία αλληλεγγύης με τον μοναδικό του φίλο, έναν Μεξικανό ονόματι Χουάν. Όπως φαίνεται, ο συνδικαλισμός και οι απεργίες είναι επιτυχημένες μόνο στην Πολωνία και στην Ελλάδα. Δεν έχουν μέλλον στις Ηνωμένες Πολιτείες.

—Οι γονείς σου τί κάνουν; Είπα αλλάζοντας τη συζήτηση.

—Καλά είναι. Πήγα χτες και τους είδα. Φάγαμε πάπια με κόκκινο λάχανο και μήλα. Ήταν πολύ νόστιμη. Τη συνταγή την είχε φέρει ο παππούς μου από την Τσεχία πριν τον πόλεμο. Εσείς τί κάνετε; Πώς είναι η οικογένειά σου; Θα σας ενδιέφερε να έρθετε στο Κλουζ να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα;

—Καλά θα ήταν αλλά χώρισα ξέρεις…

—Πάλι; Μα τί γένεται τρελαθήκατε;

—Να αυτή τη φορά έτσι λέει και ο “ψυχίατρος”, είπα γελώντας. Κι αμέσως του διηγήθηκα για ποιο λόγο ήλθα στο Κλουζ.

—Σου έχω πει να μην παίρνεις υπόψη σου τον Μπαντ Τόνι. Λέει βλακείες. Και να είναι δικό σου το παιδί, τί θα κάνεις; Θα το πάρεις στην Ελλάδα; Αυτός δε μιλάει καλά τα ρουμανικά, θα έχει διάθεση να μάθει τα ελληνικά; Άκου: Έχεις τόσα προβλήματα. Η γνώμη μου είναι να μην ασχοληθείς καθόλου με αυτό το ζήτημα. Λέω να πάμε στο χωριό του Αλέκου για καμιά βδομάδα αφού ήλθες που ήλθες… Να μαζεύουμε μανιτάρια, να τα ψήνουμε και να πίνουμε τσούϊκα.                                                                                                                                                                                                             

—Όχι τώρα την επόμενη φορά. Για πες μου, είχες ακούσει ποτέ ότι η Στεφανία είχε παντρευτεί κι ότι έκανε παιδί;

—Ποτέ! Αυτό πρώτη φορά το άκουσα πριν λίγο καιρό από τον Μπάντ Τόνι που, έχει εμμονή με σένα. Πρώτα μιλούσε για την Κόκκινη Αλεπού. Τώρα και μερικούς μήνες, μιλά για το νεαρό βαρόνο Ντεμοπόουλος. Είναι το αγαπημένο του θέμα. Να είσαι βέβαιος ότι όλη η πόλη αυτό συζητά.

—Πες μου σε παρακαλώ κάτι. Πολύ σοβαρά. Μπορείς να την πλησιάσεις, μέσω της Ντανιέλας με την οποία είναι πολύ φίλοι;

—Όχι γιατί η Ντανιέλα, έχει χαθεί κάνα δυο χρόνια. Μια φορά με πήρε στο τηλέφωνο από την Αμερική, από το Μαϊάμι. Μου είπε ότι η αδελφή της ήταν στα τελευταία της με καρκίνο. Άλλη τρελή αυτή. Ήθελε να σε παντρευτεί ακόμη και χωρίς να έχεις βγάλει διαζύγιο.

Έπεσα σε περισυλλογή. Δε μπορούσα να βρω ένα τρόπο να πλησιάσω τη Στεφανία. Συνεχίσαμε τις συζητήσεις μας για διάφορα άλλα πρόσωπα που είχαμε σχέση παλιά μαζί τους και πέρασε η ώρα χωρίς α το καταλάβουμε. Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Ιμαλάια

—Δεν έρχεσαι να πάμε να φάμε;

—Έρχομαι σε ένα τέταρτο.

—Εντάξει. Περιμένω.

Σε ένα τέταρτο ήμουν κάτω από το γραφείο του και του τηλεφώνησα να κατεβεί. Με το ίδιο ταξί κατευθυνθήκαμε προς το Μπελβεντέρε. Στο δρόμο κάλεσα τον Μπαντ Τόνι. Μου είπε ότι δεν μπορεί να έλθει στο Μπελβεντέρε για ειδικούς λόγους και ότι θα περνούσε από το ξενοδοχείο στις έξι και μισή το απόγευμα. Εμείς φτάσαμε στο Μπελβεντέρε.Μπήκαμε στο ρεστοράν και καθίσαμε κοντά στην τζαμαρία. Κάτω απ’ τα πόδια μας ξεδιπλωνόταν η πόλη ολόκληρη. Από το Μοναστούρ μέχρι το Γκεοργκένι. Ο Ιμαλάια άνοιξε τη συζήτηση.

—Τα νέα μου αφορούν το τεστ DNA, είπε ο Ιμαλάια.

—Ακούω, είπα.

—Αυτό που σου είπε ο Τόνι, ότι μπορούμε με το μαλλί του να κάνουμε τεστ, είναι βλακείες. Ο νόμος είναι σαφής. Δεν μπορεί να γίνει τεστ με το μαλλί, αλλά και να γίνει δεν μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα. Η εξέταση απαιτείται να γίνει μετά από συγκατάθεση του νεαρού και είναι αιματολογική. Επομένως ξέχνα την…

—Άρα το σχέδιο με τον Ζόλταν, τον κουρέα, πάει περίπατο.

—Εννοείται. Σήμερα πλησίασα κάποιους που έχουν σχέση μαζί του. Στην Ένωση Μαγυάρων. Τον περιγράφουν ως πολύ σοβαρό, ακραία έντιμο, μεγάλο πατριώτη που ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα της μειονότητας, δημοκρατικό, με ένα πολύ στενό κύκλο ανθρώπων γύρω του. Είναι μαχητικός. Συνδέεται με μια Ουγγαρέζα φοιτήτρια στο τέταρτο έτος της Ιατρικής. Από φοιτητής έχει πραγματοποιήσει αρκετές εκθέσεις ζωγραφικής στο Κλουζ καθώς και σε άλλες πόλεις. Δύο ατομικές εκθέσεις του, έχουν γίνει στην Γκαλερί Koller στην Βουδαπέστη και μία στη Βιέννη. Θεωρείται ως ο καλύτερος ανερχόμενος Μαγυάρος ζωγράφος στη Ρουμανία. Συχνάζει πολύ στο πύργο τους κοντά στη Τζιάκα, όπου καλεί τα σαββατοκύριακα τους φίλους του. Αυτά για τον νεαρό…

—Ο οποίος μού μοιάζει…

—Σου μοιάζει πάρα πολύ, είπε κι έβγαλε ένα φάκελο. Ωστόσο δεν μου έδειξε το περιεχόμενό του γιατί ήλθε ο κέλνερ να πάρει παραγγελία. Παρήγγειλε ο Ιμαλάια και για μένα. Κατόπιν έβγαλε αρκετές φωτογραφίες από τον φάκελο.

—Δες με τα μάτια σου.

Έμεινα εμβρόντητος. Μια δική μου νέα «επανέκδοση», πολύ πιο όμορφη από το πρωτότυπο! Κοίταζα τις φωτογραφίες άφωνος για λίγα λεπτά. Με είχε πιάσει ταχυπαλμία. Συγχύστηκα. Ο Ιμαλάια το κατάλαβε και μου είπε.

—Νομίζω ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ψυχραιμία μας. Από τη μητέρα του δεν μπορούμε να πάρουμε καμιά πληροφορία. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή. Δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Να σε ενημερώσω ακόμη, ότι τον Σεπτέμβριο του 1983, όταν είχες φύγει εσύ μόλις δύο μήνες πριν, φαίνεται ότι η Στεφανία έκανε έναν πολιτικό γάμο με κάποιον Κάλνοκι Ίμρε. Παιδί δεν φαίνεται δηλωμένο στο Ληξιαρχείο κατά τη διάρκεια αυτού του γάμου. Ακολουθεί διαζύγιο κοινή συναινέσει με ημερομηνία 3 Μαρτίου του 1984. Τρεις περίπου μήνες και μερικές μέρες μετά. Όμως στις 4 Απριλίου του 1984, δηλώνεται η γέννηση του παιδιού στην πρώτη Μαιευτική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Φέρεται ως  αγνώστου όμως πατρός και του δίδεται το όνομα Ίστβαν Μίκλος Ντεμέτριουζ Έστερχάζι…

—Αυτό το Ντεμέτριουζ στο όνομα με εκνευρίζει. Βάφτισε το παιδί Δημήτρη;

—Ναι. Αύριο το απόγευμα θα πάω στο Καρτιέρ Μπουλγκάρια. Εκεί θα ψάξω για την κοινή σας φίλη τη Ντανιέλα που χάθηκε κάποια χρόνια πριν. Αν την βρω, μπορεί να έχουμε κάποιες πληροφορίες για τον πατέρα του παιδιού, γιατί εκείνη την εποχή ήταν αχώριστη φίλη με τη Στεφανία. Το θυμάσαι νομίζω.

—Ναι το θυμάμαι. Αλλά αυτή έχει χαθεί τώρα και δυο χρόνια στην Αμερική. Μου το είπε ο Καμίλ που είχε μια επικοινωνία μαζί της. Έμπλεξα νομίζω.

—Προφανώς. Απ’ ότι καταλαβαίνω Γρέκουλε η υπόθεση είναι περίπλοκη. Θα μας πάρει καιρό να βγάλουμε μια άκρη. Μπορείς εσύ να φύγεις στην Ελλάδα και θα ψάξω για τα υπόλοιπα.

—Όχι θα μείνω μερικές μέρες ακόμη. Έχω κανονίσει να μείνω δέκα μέρες. Κάτι θα βρούμε αυτές τις δέκα μέρες.

—Δεν ξέρω. Θα δούμε.

Εντωμεταξύ τα γκαρσόνια έφεραν την παραγγελία κι ο Ιμαλάια μάζεψε τα χαρτιά του. Αρχίσαμε να τρώμε. Εγώ δεν είχα όρεξη καθόλου. Κοίταζα στην απέναντι μεριά της πόλης. Εκεί που ήταν το συγκρότημα φοιτητικών εστιών Χαζντέου.

—Τρώγε θα κρυώσει η σούπα. Είπε ο Ιμαλάια και εν συνεχεία με ρώτησε: ——Θυμάσαι, πριν φύγεις κοιμήθηκες μαζί της;

—Ναι. Μερικές μέρες κοιμόμουν στο σπίτι της, λίγο πριν φύγω.

—Τότε δεν αποκλείεται το παιδί να είναι όντως δικό σου.

—Γιατί αμφιβάλλεις; Δεν είδες τις φωτογραφίες;

—Μην τρελαίνεσαι. Οι φωτογραφίες μπορεί να μας ξεγελάσουν. Επί παραδείγματι, η ομοιότητά σου με τον ποιητή Ιόν Στρατάν εκείνα τα χρόνια, που εγώ ζούσα στο Βουκουρέστι και τον έβλεπα στο καφέ του Πασάτζο της Κάλεα Βικτόριεϊ, ήταν καταπληκτική…

Τον διέκοψα πριν τελειώσει:

—Εδώ, στις φωτογραφίες αυτές, δεν γεννάται καμιά αμφιβολία. Είναι δικό μου παιδί…

—Ντέμο, ήρεμα. Πρέπει να το επιβεβαιώσουμε πρώτα. Μην επηρεάζεσαι από τον Μπαντ Τόνι. Είναι λεπτό το θέμα. Δεν μπορούμε να ξκάνουμε θόρυβο. Θυμήσου, αυτή η γυναίκα σε αγάπησε πάρα πολύ. Ακόμη κι αν είναι έτσι, νομίζω ότι δεν πρέπει να κάνεις καμιά κίνηση. Στο λέω εγώ, που πάντα με αντιπαθούσε. Το  παιδί είναι δικό της. Αυτή το γέννησε και σίγουρα είναι η μάνα του. Κι αυτή το μεγάλωσε! Εσύ έκανες δική σου οικογένεια, με άλλη γυναίκα. Εγώ εξετάζω όλες τις περιπτώσεις. Εξετάζω ακόμη και την απειροελάχιστη εκδοχή, να μην είναι δικό σου παιδί, ούτε δικό της. Προς το παρόν το παιδί μένει μαζί της και είναι όμως δικό της γιατί αυτή το μεγάλωσε…

—Ναι αλλά είναι κάτι που με ενδιαφέρει.

—Να το ξεκαθαρίσουμε: όσο και να σε ενδιαφέρει, δεν μπορείς να καταστρέψεις μια τάξη πραγμάτων. Νομίζω ότι πρέπει να περιοριστείς, μονάχα στο να μάθεις αν είναι δικό σου παιδί και τίποτε άλλο. Αυτή είναι η πρότασή μου. Ακόμη κι αν είναι δικό σου, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να το ξεχάσεις.

—Καλώς.

Φλυαρίσαμε για διάφορα άλλα ζητήματα γευματίζοντας. Ύστερα πήγαμε στη βεράντα και παραγγείλαμε καφέ. Εκεί μου είπε ότι παντρεύτηκε την Λάουρα με την οποία ζούσε ακόμη και σήμερα ευτυχισμένος μαζί της. Έκανε δύο παιδιά τα οποία ευτυχώς δεν πήραν το ύψος του, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Σπούδασαν και τα δύο και τώρα εργάζονται ως καθηγητές στο δημόσιο σχολείο. Όλη η ζωή του κυλούσε ήρεμα και καλά. Μου συνέστησε ακόμη, να μην πληροφορώ καθόλου τον Μπαντ Τόνι, για τις έρευνες που θα κάνει και καλέσαμε ταξί για να φύγουμε.

Την ώρα που με άφησε με το ταξί και περπατούσα να μπω στην αυλή του ξενοδοχείου μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Μπαντ Τόνι. Του είπα να έλθει να πιούμε έναν καφέ. Μπήκα μέσα και κάθισα σ’ ένα τραπέζι της αυλής. Μετά από λίγο κατέφθασε κι ο Τόνι. Ήμουν πολύ κουρασμένος και τον άφησα να μιλάει διαρκώς. Μου έφερε δύο εικόνες ζωγραφισμένες σε γυαλί.

—Αυτές είναι το δώρο μου για σένα.

—Σε ευχαριστώ. Έχω κι εγώ φέρει κάτι για σένα, αλλά τώρα είμαι κουρασμένος. Θα ανεβούμε όταν πρόκειται να φύγεις να σου το δώσω.

—Καλά, δεν ήταν ανάγκη είπε κι αμέσως μπήκε στο θέμα: πώς πάνε οι έρευνες του Μόνκι;

—Σε παρακαλώ πολύ να μην τον ξαναπείς έτσι. Δε μου αρέσει.

—Καλά θα τον λέω Ιμαλάια. Για πες;

—Τί να πω;. Ψάχνει να βρει τρόπο να μάθουμε για το παιδί.

—Τί ψάχνει; Άμα του πάρουμε μια τούφα τρίχες, το μάθαμε αμέσως…

Τον διέκοψα λέγοντας:

—Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν γίνεται τεστ DNA με το μαλλί…

—Ποιος το λέει ο Ιμαλάια; Κάνει λάθος να του πεις. Εγώ το διάβασα σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και ξέρω ότι γίνεται. Αυτός δεν έχει ανοίξει βιβλίο ποτέ του. Άσε ρε. Πες του να μας αφήσει ήσυχους. Να πάει να ρωτήσει για να μάθει…

 —Άκου Τόνι. Ρώτησε κι έμαθε ακριβώς τί γίνεται με το DNA. Είναι αιματολογική η εξέταση. Υπάρχουν νομικά εμπόδια. Δεν είναι κάτι απλό. Δεν έχει σχέση με την μέθοδο του «άνθρακα 14», με την οποία προσδιορίζουν οι συνάδελφοί μας οι αρχαιολόγοι την ηλικία διάφορων αντικειμένων…

Ξαφνιάστηκε από το ύφος μου και σταμάτησε κάθε συζήτηση για τον νεαρό γιο της Στεφανίας. Κατάλαβα ότι δυστρόπησε από την έκφρασή του. Αλλά του έδωσα να καταλάβει ότι εμπιστεύομαι τον Ιμαλάια. Η συζήτηση πήγε αμέσως στις επενδύσεις και τα εμπόρια. Ήθελε πάση θυσία να επενδύσουμε χρήματα στις ελιές. ήθελε να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Ρουμανία, ένα εκατομμύριο δενδρύλλια ελιάς. Η συζήτηση έφτασε σε κάποια φαιδρά συμπεράσματα.

Ύστερα μιλήσαμε για διάφορα πρόσωπα του παρελθόντος. Στο βλέμμα του έβλεπα, ότι η απώλεια του πρωταγωνιστικού ρόλου, που ήθελε να έχει στο ζήτημα της διαλεύκανσης της πατρότητας του νεαρού Έστερχάζι, τον είχε ενοχλήσει πάρα πολύ. Δεν του είπα τίποτε γιατί είχα πειστεί από τον Ιμαλάια, ότι πρέπει να κινηθούμε σιωπηρά και με ουσία, επί του όλου ζητήματος. Ύστερα του πρότεινα να ανεβούμε στο δωμάτιό μου, να του δώσω το δώρο που του έφερα. Αντέδρασε σθεναρά, αλλά στο τέλος ήλθε. Πήρε την τσάντα και δεν άνοιξε να δει τί περιέχει. Αυτό έδειχνε ότι είχε χολωθεί πολύ.

Τον ρώτησα αδιάφορα για την Ντανιέλα. Μου είπε ότι είχε πάει στην Αμερική κι ότι πέθανε εκεί η αδελφή της. Του είχε τηλεφωνήσει πριν δυο χρόνια από το Μαιάμι. Προσπαθούσε να τελειώσει κάποιο διδακτορικό. Μετά θα γύριζε πίσω στο χωριό της. Στο Αρτζέστρου της Βάτρα Ντόρνει. Μπορεί και να έχει γυρίσει εκεί. Κάτι μου έλεγε ότι μας βαρέθηκε όλους και όλα και επιθυμούσε να μονάσει. Η Ντανιέλα καλόγρια. Δεν έχει ξαναγίνει!

Επέμεινα για να μάθω αν ήξερε κάτι περισσότερο.

—Δεν ξέρω τίποτε άλλο. Μονάχα ότι δεν περνούσε καλά στην Αμερική, για την οποία, πίστευε πάντα ότι οι άνθρωποι ζουν μέσα σε συνθήκες πραγματικής ελευθερίας και ευτυχίας. Επέμενε ότι θα πάει να μείνει στο Αρτζέστρου. Είχε ενδιαφερθεί και για μια μονή εκεί κοντά και μιλούσε με την ηγουμένη στο τηλέφωνο.

Όσο μιλούσε δεν με κοίταζε. Όταν έφυγε μετά από λίγο, κατάλαβα ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα. Τον ξεπροβόδισα ως τον δρόμο χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Μου είπε καληνύχτα και χάθηκε στο βάθος της οδού Φέρντιναντ, στρίβοντας στην Οικία Χίντς, μπροστά από το Μουσείο Φαρμακολογίας. Η πρώτη δύσκολη μέρα είχε τελειώσει.

Το πρωί της επομένης πήγα πολύ νωρίς στο γραφείο του Ιμαλάια και τον ενημέρωσα περί της Ντανιέλας. Μου είπε ότι δεν ενδιαφέρεται πολύ, αλλά καλό θα ήταν να την βρίσκαμε.

—Θα πάω μέχρι τη Βάτρα Ντόρνεϊ να την ψάξω. Πάντα ήθελα να πάω εκεί. Έχω κάτι λογαριασμούς με αυτή την πόλη.

—Αν δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις εδώ, πήγαινε. Αλλά πρέπει να διαπιστώσουμε αν έχει γυρίσει από την Αμερική. Εγώ θα την ψάξω το απόγευμα στη συνοικία Μπουλγκάρια.

—Αν την βρω στην Βάτρα Ντόρνεϊ, να την ρωτήσω;

—Και βέβαια. Αλλά με αφελή τρόπο. Γενικώς, όχι για το παιδί. Ρώτησέ την για τη Στεφανία αδιάφορα. Δε νομίζω όμως ότι θα την βρεις εκεί…

Έφυγα από εκεί κατά τις έντεκα και πήγα σ’ ένα γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο με το οποίο σκόπευα να περάσω μια μέρα στη Βάτρα Ντόρνεϊ. Πήγα κατόπιν στο ξενοδοχείο και τηλεφώνησα στον Καμίλ. Του είπα τα σχέδιά μου. Μου εξομολογήθηκε ότι κάτι είχε ακούσει για την πρόθεση της Ντανιέλας να μονάσει. Αν το γνώριζε νωρίτερα θα ερχόταν μαζί μου. Δυστυχώς όμως, μετά από ένα δίωρο θα αναχωρούσε για το Σιμπίου. Μου έδωσε αρκετές πληροφορίες για την πόλη και για την περιοχή γενικότερα. Τον ευχαρίστησα και συμφωνήσαμε να βρεθούμε όταν θα γύριζε από το Σιμπίου.

Κατέγραψα διάφορες χρήσιμες πληροφορίες. Τηλέφωνα του Οργανισμού τουρισμού, της Αστυνομίας, του Μοναστηριού και ύστερα πετάχτηκα σε ένα σουπερμάρκετ. Αγόρασα νερά καθώς και μερικά σάντουιτς. Γύρισα στο ξενοδοχείο, πήρα κάποια πράγματα και κατά τη μία έφυγα με κατεύθυνση τη Βάτρα Ντορνεϊ. Μετά από τρεις ώρες και είκοσι λεπτά ήμουν εκεί. Έπιασα δωμάτιο σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο της πόλης κι έκανα έναν περίπατο στο Κέντρο της. Δεν είχα πολλά πράγματα να δω. Γύρισα στο ξενοδοχείο κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Την επομένη το πρωί θα αναζητούσα την Ντανιέλα και θα πήγαινα και στο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Ένα καινούργιο γυναικείο μοναστήρι της Βάτρα Ντόρνεϊ. Χτύπησε το τηλέφωνο κατά τις εννιά το πρωί. Ήταν ο Ιμαλάια.

—Καλημέρα πού βρίσκεσαι;

—Στην Βάτρα Ντόρνεϊ

—Έλα αμέσως στο Κλουζ. Την βρήκα στο Καρτιέρ Μπουλγκάρια, σε άθλια κατάσταση. Ρακένδυτη, πεινασμένη και τύφλα στο μεθύσι. Θέλει να σε δει.

—Έρχομαι το ταχύτερο δυνατόν.

            Ξυρίστηκα, ντύθηκα και μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου. Κατέβηκα στη ρεσεψιόν, όπου η υπάλληλος με κοίταξε με απορία. Ζήτησα τον λογαριασμο. Με ρώτησε:

—Μήπως κάτι δεν σας άρεσε στο ξενοδοχείο μας;

            —Όχι όλα καλά. Πρέπει όμως να γυρίσω επειγόντως στο Κλουζ.

            Πήγα στην χώρο που σέρβιραν πρωινό, έφαγα κάτι πρόχειρα, ήπια κι έναν καφέ και ξεκίνησα. Σε όλο το ταξίδι σκεφτόμουν την άμοιρη Ντανιέλα. Φάνηκε πολύ αδύναμη στη ζωή. Όλα προφανώς της ήλθαν πολύ άσχημα. Ήταν ένα τρυφερό και δοτικό ερωτιάρικο κορίτσι. Πολύ ευαίσθητο.

Έφτασα στο Κλουζ κατά τις δώδεκα το μεσημέρι και πήγα κατευθείαν στο γραφείο του Ιμαλάια. Τον βρήκα να μιλάει στο τηλέφωνο. Κατάλαβα ότι μιλούσε με κάποιον για τη Ντανιέλα. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο μου είπε με νόημα:

—Έχω νέα. Κάθισε. Η Ντανιέλα ζει και βασιλεύει. Μένει πίσω από την Γκάρα, στην καινούρια πλευρά της πόλης. Στη συνοικία Μπουλγκάρια. Έχεις πάει εκεί;

—Όχι. Έχω πάει μέχρι την Αουτογκάρα 4. Στα λεωφορεία που έρχονται από Ελλάδα.

—Ε, εκεί μένει. Διακόσια μέτρα πιο πέρα. Σε μια τρώγλη που όταν άρχιζε να χτίζεται η συνοικία το 78-79 ήταν ένα κτίσμα όπου πωλούσαν αλλαντικά. Τώρα το έχουν καταλάβει διάφοροι απόκληροι και μένουν εκεί μέσα σε άθλιες συνθήκες. Έψαχνα δυο ώρες να τη βρω. Την εντόπισα σε ένα εγκαταλειμμένο μαγαζί. Έσκυψα και μπήκα μέσα. Ένας ρακένδυτος τύπος μου γύρεψε τσιγάρα και χρήματα. Του έδωσα και τον ρώτησα.

Να, εκεί μέσα είναι. Μπήκα πατώντας πάνω σε κάθε είους βρωμια, με προσοχή να μη χτυπήσω το κεφάλι μου. Την είδα. Ήταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα άθλιο και βρώμικο στρώμα και γύρω της βρίσκονταν καμιά δεκαπενταριά γάτες…

Άναψε τσιγάρο. Ύστερα συνέχισε:

—Με γνώρισε από το ύψος μου.

Μου είπε:

—Σέρβους τσιγγάνε. Εσύ ήσουν το καλό παιδί της παρέας. Πώς από τα μέρη μας;

—Τί κάνεις Ντανιέλα. Πώς βρέθηκες εδώ;

—Δώσε μου ένα τσιγάρο να σου πω τη μοίρα σου χαχαχα…

Της έδωσα ένα τσιγάρο. Το χέρι της έτρεμε. Με έπιασε μια στεναχώρια. Δεν περίμενα να την βρω σε τέτοια εξαθλίωση. Άναψε το τσιγάρο. Ύστερα της είπα ότι είσαι στο Κλουζ κι ότι θα ήθελες να τη δεις.

—Τί να τον κάνω τώρα; Πριν τριάντα χρόνια τον ήθελα κι εγώ. Αλλά αυτός είχε αλλού το μυαλό του. Έλληνας έμπορος. Δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη…

—Γιατί το λες τη ρώτησα. Αυτός πάντα σε αγαπούσε. Σε θεωρούσε καλή φίλη. Και τώρα για σένα με ρώτησε την πρώτη στιγμή που ανταμώσαμε.

—Άσε δεν θέλω να ξέρω.

—Δηλαδή δεν θα τον δεις;

—Αν θέλει θα τον δω, αλλά μαζί του δεν συζητάω σοβαρά.

Δεν ήταν σε θέση για περισσότερα. Τη ρώτησα για τη Στεφανία. Έκανε μια κίνηση με το χέρι της, σα να μου έλεγε “μακριά” κι έδειξε αποστροφή. Της είπα ότι θα ήθελα να πάμε μαζί να την δούμε. Μου είπε:

—Όχι, δε θέλω να με δει έτσι.

Τότε της πρότεινα να πάμε να της πάρω ρούχα και παπούτσια και να της νοικιάσω ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο για δυο τρεις μέρες ώστε να πλυθεί και να περιποιηθεί λιγάκι. Το σκεφτόταν. Της είπα:

—Πάμε και τώρα αν θες.

—Δε μιλούσε, κοίταζε το ταβάνι. Τις συνθήκες εκεί μέσα δεν μπορείς να τις φανταστείς. Απίστευτη μιζέρια. Ανασηκώθηκε απότομα και μου είπε:

—Που θα πάμε; Θα μου πάρεις και παπούτσια;

—Ναι της είπα. Θα πάμε στη Χάλα, εδώ πιο κάτω. ξέρεις, εκεί έχει πολλά μαγαζιά.

—Πήγαινε εσύ μόνος σου και ψώνισέ μου.

Μα πρέπει να έλθεις για να δεις αν σου κάνουν στο μέγεθος τα ρούχα και τα παπούτσια.

Σκεφτόταν. Με τα πολλά την έπεισα. Μου λέει:

—Πήγαινε εσύ και έρχομαι μετά.

»Πήγα στη Χάλα και ύστερα από είκοσι λεπτά ήλθε. Μπήκα σε ένα κατάστημα ενδυμάτων, τράβηξα παράμερα τον ιδιοκτήτη και του είπα θέλω να βοηθήσω μια φτωχιά, να τις αγοράσω μερικές φορεσιές ρούχα. Την κοίταξε με καχυποψία. Συμφώνησε. Της αγόρασα από δυο αλλαξιές ρούχα, ένα ζευγάρι παπούτσια αρκετές αλλαξιές εσώρουχα πουκάμισα και μπλουζάκια…

—Εννοείται ότι όλα τα έξοδα είναι δικά μου.

—Καλά, μη στεναχωριέσαι. Την έφερα μετά στο παλιό ξενοδοχείο Γκάρα, στον σιδηροδρομικό σταθμό και της νοίκιασα ένα δωμάτιο για δεκαπέντε μέρες. Την έβαλα μέσα και της είπα πλύσου και ξεκουράσου. Μετά πάρε με τηλέφωνο, να εδώ από τη γραμμή του ξενοδοχείου, να πάμε να φάμε. Εντάξει;

»Εντάξει!

Γύρισα στο γραφείο. Η ώρα ήταν έξι. Κατά τις οκτώ παρά, με κάλεσε στο τηλέφωνο. Μου είπε «έλα, σε περιμένω».

Πήγα γρήγορα με το αμάξι μου και την πήρα. Έδειχνε άλλος άνθρωπος, αλλά είναι πολύ γερασμένη. Πήγαμε σ’ ένα μαγαζί που έχει ανοίξει στις όχθες του ποταμού. Καθίσαμε. Μου είπε «δεν θέλω να πιώ. Με πειράζει». Έβγαλα και την κέρασα τσιγάρο. Αισθανόμουν απέραντη λύπη. Της μιλούσα πολύ τρυφερά. Δικός μας άνθρωπος ήταν. Είχαμε κάνει τόσα πράγματα μαζί. Τίποτα δεν της πήγε καλά. Όσο ζούσε η αδελφή της, πηγαινοερχόταν στην Αμερική. Μετά την πήρε η κάτω βόλτα. Κάποια στιγμή μου είπε:

—Δεν θέλω να δω τον Έλληνα. Αυτός είναι η αιτία που κατάντησα έτσι!

Ξαφνιάστηκα. Την κοίταξα με έκπληξη.

—Τί εννοείς; Ρώτησα.

—Δεν μπορώ να σου πω. Φοβάμαι.

Έκπληκτος τη ρώτησα:

—Τί φοβάσαι μη σε σκοτώσουν;

—Άφησέ το αυτό. Είναι κάτι που κανείς από σας δεν το ξέρει. Για όλα μα όλα, φταίει μια απροσεξία που έκανα εγώ με τον Γκρέκου…

—Η περιέργειά μου εκτοξεύτηκε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τί εννοούσε.

Εγώ πάγωσα. Δεν καταλάβαινα γιατί έφταιγα εγώ για την κατάσταση της. Είπα:

—Δεν καταλαβαίνω.

—Πες μου κάτι και μετά δεν θα με διακόψεις. Είχες μαζί της σχέση;

—Ε… Επισήμως ποτέ. Είχαμε κοιμηθεί μαζί μερικές φορές. Χωρίς δεσμεύσεις. Θυμάσαι πώς ήταν τα πράγματα τότε.

—Όταν ετοιμαζόσουν να φύγεις, τί έγινε μετά το γλέντι στο Φαλανστέρ; Πού πήγες όταν έφυγες μαζί της;

—Ήμουν μεθυσμένος και με πήρε στη δική της γκαρσονιέρα…

—Κοιμηθήκατε μαζί;

—Ναι.

—Και τί έγινε;

—Δεν θυμάμαι τίποτε. Είχα πιεί πολύ και δεν αισθανόμουν τίποτε. Ήταν που έχασα το λεωφορείο και με φιλοξένησε ο Καμίλ στο Γκεοργκένι τρεις μέρες. Αντί να φύγω Τετάρτη, έφυγα Κυριακή…

—Επιμένω: τί κάνατε όταν κοιμηθήκατε; Θυμάσαι; Κάνατε έρωτα;

—Μπορεί. Δεν θυμάμαι τίποτα. Ξύπνησα δυο μέρες μετά το μεθύσι. Είχαμε κοιμηθεί μαζί κάποιες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις

—Αυτό είναι. Όλα τώρα εξηγούνται. Άκουσέ με προσεκτικά:

—Η Στεφανία και η Ντανιέλα ήταν αχώριστες εκείνη την εποχή. Το θυμάσαι. Από την Ντανιέλα, η Στεφανία μάθαινε όσα έκανες με την παρέα. Τα πάντα. Το μόνο που δεν της είχε πει είναι ότι είχε περιστασιακή σχέση μαζί του. Ήταν κολλητές φίλες επί μακρόν. Όταν έφυγες, η Ντανιέλα διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος μαζί σου. Δεν είχε σχέσεις με γιατρούς, ούτε τα χρήματα για να αποβάλλει παρανόμως, θυμάσαι τότε απαγορεύονταν οι εκτρώσεις. Το εξομολογήθηκε στη Στεφανία. Αυτή την πήρε στο σπίτι της. Ζούσε και η γιαγιά της. Εσύ, απ’ ότι θυμάσαι, έμεινε μαζί σου έγκυος η Στεφανία τότε που είχατε σχέση;

—Όχι. Ποτέ!

—Ωραία. Μάθε λοιπόν ότι δεν μπορούσε, για κάποιο λόγο να κάνει παιδί.

Γούρλωσα τα μάτια μου. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο;

—Και; Ρώτησα.

Έπεισε τη Ντανιέλα να σκηνοθετήσουν ότι η Στεφανία γέννησε το παιδί και να της το δώσει. Η Ντανιέλα, βρισκόταν σε απελπιστική θέση. Την πήρε στο σπίτι της. Την είχε εκεί μερικούς μήνες. Η Ντανιέλα εξαφανίστηκε, όπως συχνά έκανε. Η Στεφανία δήλωνε ότι είναι έγκυος στο περιβάλλον της. Υποσχέθηκε στη Ντανιέλα ότι θα τηςδώσει δέκα χιλιάδες δολάρια, αρκεί να μη μιλήσει σε κανέναν. Δέκα χιλιάδες δολάρια..!

 

—Ωχ, είπα με έκπληξη. Τα χρήματα αυτά ήταν δικά μου. Δεν της τα ζήτησα όταν έφυγα γιατί πίστευα ότι θα συνεχίσω μαζί της.

—Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γίνεται η ιστορία. Άκουσε τη συνέχεια. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η Ντανιέλα, της έκανε εισαγωγή στη Μαιευτική Κλινική της Λεωφόρου Χόρεα, όπου η Ντανιέλα γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι. Η εισαγωγή έγινε στο όνομα της Στεφανίας όμως, η οποία, είχε πολύ στενή σχέση με τον Διευθυντή της Κλινικής. Ήταν πρώτος ξάδελφος της μάνας της και ανεψιός της γιαγιάς της. Βγήκε τις επόμενες μέρες η Ντανιέλα από την κλινική, την πήρε στο σπίτι, αλλά παρουσιάστηκε η Στεφανία με το μωρό. Εμφανίστηκε τότε η Ντανιέλα, ως φίλη της που θα την βοηθούσε τους πρώτους μήνες. Όταν την ρωτούσαν για τον μπαμπά του μωρού, έλεγε πως είναι ο Γκρέκου, ο οποίος θα ερχόταν να παντρευτεί. Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια, το παιδί μεγάλωνε ώσπου ήρθε το 1989 και η Ντανιέλα με τα δέκα χιλιάδες δολάρια, έφυγε στην Αμερική. Μετά, όπως είχαν συμφωνήσει, όταν γύρισε, δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα για το παιδί. Όταν η Στεφανία πήρε πίσω την περιουσία της οικογένειάς της, δημιούργησε έναν τοίχο γύρω της. Κανείς δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Πίστεψε ότι η Ντανιέλα, χάθηκε για πάντα στην Αμερική. Όμως η Ντανιέλα γύρισε. Χωρίς να έχει σκοπό να της δημιουργήσει προβλήματα, πήγε να την δει καθώς και το παιδί, αλλά βρήκε την πόρτα της κλειστή. Πήγε μία, πήγε δύο. Τίποτε. Μια μέρα της ζήτησαν το κινητό για να επικοινωνήσει η Κοντέσα Εστερχάζι μαζί της. Την κάλεσε κάποια στιγμή στο τηλέφωνο και ψυχρά της ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να την δει, ούτε αυτήν, ούτε το παιδί. Και τότε, η δυστυχισμένη Ντανιέλα, αισθάνθηκε κορόιδο. Ήθελε να εξαφανιστεί, να μονάσει. Έπεσε όμως στο ποτό κι αυτό την ρούφηξε… Έτσι έχουν τα πράγματα αγαπητέ κύριε. Είναι μεν το παιδί δικό σου, αλλά δεν είναι της Στεφανίας! Όσο για τον τίτλο, ξέχασέ τον. Έτσι τον μεγάλωσε η Στεφανία, έτσι πιστεύει αυτός. Καλύτερα να σταματήσουμε εδώ. Δεν είναι σωστό να αλλάξουμε την ροή των πραγμάτων. Αυτή “αγόρασε” το δικό σου παιδί και κατά κάποιο τρόπο σε έχει πλάι της. Η Ντανιέλα, που δεν επιθυμούσε παιδί, έχασε τη ζωή της. Καλύτερα τα πράγματα είναι, να μείνουν έτσι…».

Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, βρήκα στη ρεσεψιόν ένα φάκελο. Αποστολέας η Κοντέσα Έστερχάζι. Τον πήρα, κάθισα στην αυλή και τον άνοιξα προσεκτικά. Διάβασα.

 

Κύριε, σας ζήτησα να μην με ενοχλήσετε ποτέ. Αυτή τη φορά

αισθάνομαι την παρουσία σας, πολύ κοντά στην οικογένειά μου.

Προσέξτε: αυτό, δεν θα το δεχτώ σε καμία περίπτωση….

           

Έβαλα το φάκελο στην τσέπη, ρύθμισα την αναχώρησή μου, πλήρωσα το λογαριασμό το ξενοδοχείο κι ύστερα πήγα στο γραφείο του Ιμαλάια. Του έδειξα το γράμμα και του ανακοίνωσα, ότι το απόγευμα φεύγω. Του ζήτησα το λογαριασμό.

Μου είπε: «…άντε χάσου».

Ύστερα σηκώθηκε, με αγκάλιασε και με φίλησε.

 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2022

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ἡ κόκκινη σημαία 1979


 Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ἡ κόκκινη σημαία

1979

 Φέτος, ἀνήμερα τὴν Πρωτοχρονιά, θυμήθηκα ξαφνικὰ τὸν Βασίλη. Εἶχε μιὰ ταβέρνα στὸ ὑπόγειο τοῦ ἀπέναντι σπιτιοῦ (στὸ ἀποπάνω πάτωμα ἔμενε ὁ διοικητὴς τῆς Χωροφυλακῆς), ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς προπολεμικὲς μὲ τὰ βαρέλια στὸν ἕναν τοῖχο, τὰ στενόμακρα πρά­σινα τραπέζια στὸ κέντρο καὶ τοὺς δυὸ πάγκους ἑκατέρωθεν. Σὲ μιὰν ἄκρη, στὸ μισοσκόταδο, ὑπῆρχε ἕνα μαστέλο γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν ποτηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ στράγγιζαν σὲ μιὰ τσίγκινη λεκάνη. Αὐτὸ ἦταν ὅλο.

Ἡ ταβέρνα ἄνοιγε κάθε μέρα πρωὶ πρωί. Βασικὴ πελατεία ἦταν οἱ ἐργάτες, ποὺ κάθε τόσο ἔμπαιναν νὰ πιοῦν ἕνα κρασὶ ἢ καὶ νὰ κολατσίσουν. Κατὰ τὶς δώδεκα, ἡ κίνηση ζωή­ρευε πολύ, καθὼς παιδιὰ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ κατέφθαναν σιγὰ σιγά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ οἰκογενειακὸ μπουκάλι, χωρητικότητας τέτοιας, ὥστε νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τοῦ μεσημεριανοῦ φαγητοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ δείπνου.

Σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ πελατεία ἐρχόταν καὶ ἀπὸ μακριά, ἀπὸ ἄλλες γειτονιὲς ἢ καὶ συνοικίες τῆς πόλης. Ἦταν ὅταν ὁ Βασίλης πρωτοάνοιγε καινούργιο βαρέλι, ὁπότε εἰδικὸς τελάλης τὸ διαλαλοῦσε στὰ πέριξ καὶ ὁ Βασίλης ἀναρτοῦσε στὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, σὲ μιὰ ἐπὶ τούτῳ ὑποδοχή, ἕνα μακρύ, χοντρὸ καλάμι, στὴν ἄκρη τοῦ ὁποίου κυμάτιζε μιὰ κόκκινη τετράγωνη σημαία.

Παρακολουθοῦσα τὴν ταβέρνα ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅπου καθόμουν καὶ διάβαζα. Κατὰ τὸ σούρουπο οἱ ἐργάτες ξαναγύριζαν παρέες παρέες, κρατοῦσαν ψωμί, ἐλιὲς τυλιγμένες σὲ λα­δόχαρτο, ταραμά, παστὲς σαρδέλες, ρέγγες ἢ καὶ χαλβά. Καθόταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον, ἄνοιγαν πάνω στὸ τραπέζι τὰ χαρτιὰ μὲ τὰ φα­γώσιμα καὶ παράγγελναν κόκκινο κρασί. Ὁ Βασίλης κουβαλοῦσε μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ κρα­σὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ ποτήρια, περνώντας μέσα στὸ κάθε ποτήρι κι ἀπὸ ἕνα του δάχτυλο. Τὸ καλοκαιράκι ἔβγαζε στὸ πεζοδρόμιο μερικὰ τραπέζια, ἀφοῦ προηγουμένως κατάβρεχε ἐπὶ ὥρα, ρίχνοντας μπόλικο νερό, ὥστε νὰ κατακαθίσουν τὰ χώματα καὶ τὰ χαλίκια τοῦ δρόμου. Μερικὲς φορὲς πηγαίναμε καὶ ἀράζαμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Μιχάλη, παραγγέλναμε οὐ­ζάκι καὶ στραγάλια, καὶ μιὰ δυὸ φορὲς ὁ Βασίλης ἐπιχείρησε νὰ βγάλει ἔξω καὶ τὸν φωνόγραφο, πετάχτηκε ὅμως ἔξαλλος ὁ διοικητής, φορώντας τὶς ριγέ του πιτζάμες, καὶ τὸν ξέχεσε, νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ, τοῦ λέει, ὀχλεῖτε τὰς οἰκογενείας, μάλιστα, μάλιστα, ὅλο ὑποκλίσεις ὁ Βασίλης, μάζεψε ἆρον ἆρον τὸν φωνόγραφο καὶ τὸν πῆγε μέσα, ρίχνει τότε μερικὲς ἀνάποδες μοῦτζες πρὸς τὰ πάνω, δὲν κυττάει τὰ κέρατα τοῦ σπιτιοῦ του, λέει στὸν Μιχάλη, γαρίδα τότε τὸ μάτι του ὁ Μιχάλης, τί γίνεται ἡ μικρά; ρωτάει, τὸν παίρνει; ψοὺ ψοὺ ὁ Βασίλης κάτι τοῦ ψιθυρίζει μυστικὰ στὸ αὐτί, ἄει στὸ διάολο! λέει ὁ Μιχάλης, κάνει τὸν σταυρό του ὁ Βασίλης καὶ ὁρκίζεται, νὰ μὴ σώσω νὰ πάω σπίτι μου, λέει, καὶ νά σου ἀπὸ τότε ὁ Μιχάλης στημένος κάθε ἀπόγευμα στὸ ἀκραῖο τραπεζάκι, οὐζάκι καὶ στραγάλια καὶ γλαρὲς ματιὲς κατὰ τὸ σπίτι τοῦ διοικητῆ.

Ἀπὸ μέσα ἀκούγονται γρατζουνίσματα πιάνου, κλίμακες ἢ καὶ σονατίνες ἴσως, ὕστερα σιωπή, τραβιέται τότε ἡ κουρτίνα καὶ προβάλλει στὸ παράθυρο τὸ κεφάλι τῆς μικρᾶς, κυττάζει πέρα δῶθε σκοτισμένη καὶ ἀδιάφορη, ἀπὸ κάτω ὁ Μιχάλης φουμάρει καὶ κόβει κίνηση, παραμένει στὴν ταβέρνα ὣς ἀργά. Σιγὰ σιγὰ ξεκόβει τελείως ἀπὸ μένα, πηγαίνοντας γιὰ οὐζάκι δὲν μοῦ χτυπάει πιὰ τὸ ρόπτρο τοῦ σπιτιοῦ, στήνεται μόνος του κι ὅλο φουμάρει καὶ ψοὺ ψοὺ ψοὺ μὲ τὸν Βασίλη.

Προχωρώντας τὸ φθινόπωρο μαζεύονται τὰ τραπεζάκια πλὴν ἑνός, χάνεται τελείως κι ὁ Μιχάλης, μοῦ κάνει ἐντύπωση ποὺ ὁ Βασίλης βγάζει καὶ μπάζει τὴ σημαία κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα, ἐνῶ ὣς τότε τὴν ὑπέστελ­λε σχεδὸν κανονικά, μὲ τὴ δύση τοῦ ἥλιου.

Ὅπου μιὰ μέρα σκάει τὸ κανόνι. Ὁ Μιχάλης τὰ ἔψησε μὲ τὴ μικρὰ καί, εἰδοποιούμενος καταλλήλως ἀπὸ τὸν Βασίλη μὲ τὴν ἀνάλογη ἔπαρση ἢ ὑποστολὴ τῆς σημαίας, μπουκάριζε φοὺλ στὸ σπίτι. Ὁπότε ἕνα βραδάκι ἐπιστρέφει ἀπροόπτως ὁ διοικητής. Ἀνάστατος πρὸ τοῦ κινδύνου ὁ Μιχάλης, καβαλάει τὸ παράθυρο καὶ πηδάει στὸ τραπεζάκι τῆς γωνίας, συμπα­ρασύρει πέφτοντας τὸ καλάμι ποὺ ἀναφέραμε καὶ σαστισμένος ἀρχίζει νὰ τρέχει, κραδαίνον­τας καλάμι καὶ σημαία. Τὸν βλέπει παρακάτω κάποιο ὄργανο καὶ τοῦ φωνάζει νὰ σταματήσει, ποῦ νὰ σταματήσει ὁ Μιχάλης, τρέχει συνεχῶς σχεδὸν ἀλλόφρων, κρατώντας πάντα τὴ σημαία.

Τὴ σημαία, ρὲ μαλάκα, τί τὴν ἤθελες; τὸν ρώτησα μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν πῆγα νὰ τὸν δῶ στὴ φυλακή.

Τὴν κρατοῦσα γιὰ ἄλλοθι, μοῦ ἀπάντησε γελώντας ὁ Μιχάλης, τώρα μὲ μπαγλάρωσαν μὲ τοὺς πολιτικούς.

Ταλαιπωρήθηκε, ὅπως ἔμαθα, ἀρκετὸ καιρό. Τοῦ βρῆκαν καὶ τοῦ καταλόγισαν πλῆθος ἐνέργειες ἢ παραλείψεις, ὥστε πρὶν καλὰ κα­λὰ τελειώσει τὸ γυμνάσιο βρέθηκε καὶ σὲ νησί. Δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ κέφι του. Τὸν συνάντησα μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν Αἰόλου, πουλοῦσε σὲ ἕνα πανεράκι σώβρακα, γυαλιὰ ἡλίου, τέτοια. Εἶχε μαυρίσει, ἀδυνατίσει λίγο, ἀλλὰ τὸ κέφι, κέφι.

Λιάκο μου, μοῦ λέει, ὅλα καλά. Ὅπου νά ’ναι θὰ ἀνοίξουμε μὲ τὴν ἀδελφή μου μιὰ πόρτα, θὰ μάσουμε μέσα τὸ ἐμπόρευμα, θὰ μαζευτοῦμε καὶ μεῖς. Εἶσαι γιὰ ἕνα οὐζάκι;

Μπήκαμε σὲ ἕνα σουβλατζίδικο. Κουβέντα στὴν κουβέντα, φθάσαμε καὶ στὴν περιπέτεια μὲ τὴ μικρά.

Ἦταν ἐντάξει, μοῦ λέει ὁ Μιχάλης, ἡ ἴδια δὲν μὲ κατονόμασε, παρ’ ὅλο ποὺ τὴ μαύρισαν στὸ ξύλο. Μοῦ ἔγραψε καὶ στὴ φυλακή, ἄσε ποὺ ἀργότερα στὸ νησὶ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε ἕνας γνωστός της μοίραρχος. Μοῦ εἶπε πολλά, στὸ τέλος μοῦ πάσαρε νὰ ὑπογράψω καὶ τὴ δήλωση. Τὴν ὑπόγραψα, τὸ εἶχα ἤδη ἀποφασισμένο. Ὁ μοίραρχος συγκινήθηκε, ἄντε, Μιχάλη παιδί μου, μοῦ λέει, νὰ ἐπιστρέψεις πιὰ ὡς χρήσιμος ἄνθρωπος στὴν κοινωνία καὶ νὰ ξεχάσεις ὅλα αὐτὰ τὰ αἴσχη. Ποιά αἴσχη, καπετάνιε μου; τοῦ κάνω. Τότε ποὺ καταντήσατε νὰ μᾶς κόβετε τοὺς λαιμοὺς μὲ τὰ κονσερβοκούτια, μοῦ λέει. Ἀναστέναξα καὶ ἐγὼ καὶ τὸν κύτταξα στὰ μάτια. Τί νὰ κάναμε, κύριε μοίραρχε, τοῦ λέω, τότε δὲν εἴχαμε τὰ μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ τραντάζεται ἀπὸ τὰ γέλια ὁ Μιχάλης.

Δὲν ξέρω ἂν πρόλαβε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, νομίζω πὼς τὰ κατάφερε, γιατὶ, κάποτε ποὺ μιλούσαμε στὸ τηλέφωνο μὲ τὸν Τάκη, μοῦ εἶπε πὼς πέρασε ἀπὸ τὸν Μιχάλη καὶ ἀγόρασε μιὰ ἄφτερ σέιβ. Ὁ Τάκης μοῦ ἀνακοίνωσε λίγο ἀργότερα καὶ τὸ μαντάτο, πὼς πέθανε ξαφνικὰ ὁ Μιχάλης ἀπὸ συγκοπὴ καρδίας.