Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

Γιώργης Παυλόπουλος: ΣΤΟΠΠΑΚΙΟΣ ΠΑΠΕΝΓΚΟΥΣ Ή ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ

Νίκος Καχτίτσης κι ξάδελφός του Νίκος Λογοθέτης ρθιοι. 
Καθιστο Γιώργης Παυλόπουλος κα Θόδωρος Βαρουξής
Γιώργης Παυλόπουλος
ΣΤΟΠΠΑΚΙΟΣ ΠΑΠΕΝΓΚΟΥΣ
Ή
ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ
Κανεὶς δὲν ξέρει πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε στὴ φαντασία τοῦ Νίκου Καχτίτση ἡ Γάνδη, πόλη διηνεκῶς πολιορκημένη. Ἴσως στὰ χρόνια της Κατοχῆς, ἴσως λίγο μετά. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ἢ ὑπόθεση αὕτη ν' ἀρχίζει ἀσυνειδήτως ἀπὸ κάπου βαθύτερα, στὰ παιδικά του χρόνια.
Τὰ πρῶτα μοναχικὰ βήματα ποὺ ἀκούγονται στὰ κράσπεδα τῆς Γάνδης, δισταχτικὰ κι ἀπόμακρα στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἐντονότερα κι ὁλοένα πιὸ βιαστικά, εἶναι τὰ βήματα κάποιου ποὺ ἔχει ἀντιληφθεῖ πιὰ ὅτι τὸν παρακολουθοῦν, θέλει νὰ τρέξει, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς διῶκτες του, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ συγκρατηθεῖ γιὰ νὰ μὴν τοὺς δώσει τὴν ὑποψία ὅτι φοβᾶται, πράγμα ποὺ θὰ φανέρωνε ὁπωσδήποτε κάποιαν ἐνοχή.

Νίκος Καχτίτσης Ἐπιστολή [προς Σωκράτη Καψάσκη]



 Νίκος Καχτίτσης κα Σωκράτης Καψάσκης, μέσως μετ τν πελευθέρωση στν παραλία Πατρν.
(ρχεο: .Χ. Παπαδημητρακόπουλου).
Νίκος Καχτίτσης


πιστολή  
[προς Σωκράτη Καψάσκη σ.τ.σ]
 ναδημοσίευση π τ περιοδικροπέδιο

 τχ. 11, Χειμώνας 2011-2012
Σωκράτη,

Ε σ α ι: νθρωπος πο δουλεύει μακρυ π τ σπίτι του, λλ τυχαίνει, βράδι ν βρεθε ξω π τ χτίριο πο ργάζεται, καὶ βλέπει πέξω τ παράθυρα χωρς φτα κα τν πόρτα κλειστή, κα ασθάνεται σν τ φάσμα του ν κυκλοφορε μέσα στ γραφεο.

Ε σ α ι:  Ρυάκι σκεπασμένο μ χόρτα, ξω στν κάμπο τς λείας, βράδι, πο κελαρίζει πολ ργά, λλ δν πάρχει οτε μάτι, οτε ατ πουθεν γι ν τ ασθανθε.

Ε σ α ι: Πληγ πιπόλαια πο κοντεύει ν κλείσει, λλ ντωμεταξ τυχαίνει κάποιο γκαθάκι καμμι σκλήθρα κα παθαίνει νέα ποτροπή, πολ νεπαίσθητη, λλ ποχωρε πάλι φλεγμον κα πληγ πουλώνεται, κα μένει στ δέρμα μιὰ μυχή, σ ραφή.

Ε σ α ι: Γυναῖκα πο μολογουμένως παρασυρμένη βγκε στ πεζοδρόμιο, κα περιπατε πόψε μ τέτοιο κρῦο, μ δθεν διαφορία, σ ναν ρημικ δρόμο τς μερικανικς ατς πόλεως, κα ταν τς προτείνει νας μι ξευτελιστικ τιμ το παντάει; «καλά, δν πειράζει, λλωστε γ συντροφι ζητάω», κα φεύγουν κα ο δύο γκαζ γι κάποιο ρημικ ξενοδοχεο, στν κάτω πόλη, που ατ διαμένει κανονικά, πληρώνοντας στ Γαλλίδα διοκτήτρια ποσοστά.

Ε σ α ι:  Δοχεο διακοσμητικό, σ βάζο, πο π τν πολυκαιρία χει ποκτήσει πυθμένας του λίγη λέρα, σ βάψιμο, κα κάνει τ πν νοικοκυρά, μ λεμόνι, σόδα κα διάφορα λλα συστατικά, γι ν τ καθαρίσει, λλ τ βάψιμο δ «βγαίνει».

Ε σ α ι: Βρέφος σ καρροτσάκι γκαταλειμένο ξω π τν ξώπορτα κάτου π τν λιο, γι ν πάει μητέρα του μι στιγμ μέσα γι προσωπική της νάγκη, κα περνάει νας περαστικς κα το λέει: «Ρ γέρο, τί γίνεσαι ρ γέρο;» κα τ βρέφος τν κυττάει στ μάτια μ θυμό, κα πειτα τ κλείνει μ ραθυμιά, σ γάτος.

Ε σ α ι:  Λαγς πο σφραίνεται κίνδυνο τεντώνει τ’ ατιά του κα ρχίζει πεγνωσμένα ν τρέχει κα μετ σταματάει γι ν φουγκραστε κα μ μεγάλη νακούφιση διαπιστώνει τι κίνδυνος παρλθε - πότε στρέφεται μ ράθυμες κινήσεις πρς ναν παρακείμενο θάμνο, κουλουριάζει τ σμα του γι ν χει τν ασθηση τς περισυλλογς κα τς σφάλειας, κα ετυχισμένος βυθίζεται σ πνο.

Ε σ α ι: νθη γρια σ νοιχτ πεδίο μάχης νοιξη, που βασιλεύει πόλυτη νηνεμία, λλ τ παρασύρει μετέπειτα να λάχιστο εράκι, σ μακριν μουσική, κα δίνει λη τμόσφαιρα τν ντύπωση στν περαστικ τι κάτι τ μυστικ συμβαίνει γύρω του, κα τν καταλαμβάνει μιὰ πέραντη λύπη, κα ασθάνεται νοχος πο ατς κόμα ζε.

Ε σ α ι: νθρωποι δύο πο διασχίζουν καλοκαιριν βράδι μ φεγγάρι τν κάμπο τς λείας κοπρολογώντας κα κούγονται ο φωνές τους π πολ μακρυά, λλ ατς πο τς κούει οτε χαίρεται οτε λυπται, γιατὶ ο ννοιες, λόγῳ τς ποστάσεως χάνουν τ βάρος τους.

Ε σ α ι:  Διακόπτης, πο πως πάει να χέρι γι ν τν στρέψει διερωτται: «Πότε θ μ ξαναστρέψουν;» λλ τυχαίνει ν ξεχαστε τ φς, π μέλεια, λη τ νύχτα νοιχτό, κα διακόπτης, ντ ν καταλάβει τί συμβαίνει ξακολουθε ν περιμένει, κα πομένως γρυπνε μέχρι τ πρω πο διαπιστώνουν ο νοικοι τ λάθος.

Ε σ α ι: Σκι μέσα σ σπίτι πο καθημεριν τροχιά της εναι πάντοτε ατή, κτς μόνον ταν λλάζουν ο ποχές, λλ καὶ τότε κόμα διαφορ εναι λάχιστη.

Ε σ α ι: Ψωμ ζυμωτ πο μα κοπε ρχίζει ν διαστέλλεται, μ’ ναν τρόπο πο εναι σ ν χει ντότητα, ταν μως μείνει στ ντουλάπι κα ξεραθε εναι σ νεκρό.

Ε σ α ι: Νωτιαος μυελς ρνιο ψητο πο πως ξέχει λίγο π να σπόνδυλο μοιάζει καταπληκτικ σ ν πρόκειται γι χετ πο χει βουλώσει π τς διάφορες καθαρσίες κα τ γλίνα π τ νθρώπινα κορμιά.

Ε σ α ι: Στέρνα μ χαλασμένο νερό, που παιδι χουν πετάξει μέσα καλάμια κα πέτρες, κα που, πως κυττμε στν πιφάνειά του, μοιάζουν τ μοτρα μας σ χολερικ κα μ πολλς διαθλάσεις, πότε ρμέμφυτα φωνάζουμε μιὰ φηρημένη ννοια κα κούγεται π τ βάθος χώ.

Ε σ α ι: Κατάσκοπος τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου μ μανικοκάπια κα μποτίνια μ πολλ φιλτισένια κουμπάκια, ποος στ διάφορα σαλόνια τς Κεντρικς Ερώπης, δράττοντας τ χέρια τν κυριν γι ν τ χειροφιλήσει, δέχεται μ τ χοῦφτα του σημειωματάκια μ πληροφορίες γι διάφορα χυρωματικ ργα κα πειτα ξαφανίζεται π τ σαλόνια, πηγαίνει σ μιὰ γωνία, μπογιατίζει τ μοτρα του, φορε τεχνητ μουστάκια κα γένεια, κα παρουσιάζεται σν λλο τομο, κα ο λλοι οτε κν τν ποπτεύονται.

Ε σ α ι: Πολλ πράγματα κόμη ποὺ θ σο γράψω ταν, κτνος, θ μο γράψεις.



Χαρε κα σο γαλαντόμος.

                                                    Μοντρελ 1957