Δημήτρης Κανελλόπουλος
Az idős hölgy
virággal
[Η γυναίκα με τα λουλούδια. Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων: Ιστορίες από το Kolozsvár]
Σχεδόν πάντοτε, κάθε
φορά που έβγαινα για διασκέδαση με την φίλη μου, μόνος ή με την παρέα μου, σχεδόν πάντοτε και
παντού, όπου κι αν πήγαινα, από το πιο ακριβό ρεστοράν, ας πούμε το Belvedere, μέχρι το πιο φτωχομάγαζο, σαν το Crama, παντού την έβλεπα. Έσερνε τα πόδια της στο χιόνι,
χωμένη μέσα σ’ εκείνο το παλιό και φθαρμένο παλτό, που πρόδιδε μια σπάνια
ευγενική καταγωγή. Ήταν τυλιγμένη μ’ ένα τεράστιο γκρι κασκόλ και με έναν
σκούρο, πλεκτό μπερέ στο κεφάλι… Το
πρόσωπό της, παρά τις αμέτρητες ρυτίδες, διατηρούσε την φωτεινότητά του, αλλά
τα μάτια της είχαν ξεθωριάσει. Ποτέ δεν με είχε κοιτάξει στα μάτια, παρά το
γεγονός ότι εγώ πάντοτε την κοίταζα στα μάτια.
Δεν
αναρωτήθηκα ποτέ αν ήταν μαγυάρα, ρουμανίδα ή γερμανίδα… Ποτέ δεν την είχα
ακούσει να μιλά. Αλλά από την πρώτη φορά που την είδα, ήμουν βέβαιος πως ήταν
μαγυάρα. Αυτό μού το βεβαίωσε ο Lőcsei Mácsai, ο φίλος μου και αφού το είπε ο Lőcsei Mácsai,
δεν είχα λόγους να το αμφισβητήσω.
Ερχόταν
κοιτάζοντας προς το μέρος μας και έτεινε με το δεξί της χέρι, ένα ματσάκι με
άσπρα ή μωβ λουλούδια. Στεκόταν για ένα λεπτό αμίλητη, περιμένοντας να της
αφήσεις ένα λέου. Αν ο υποψήφιος πελάτης δεν την κοίταζε, έφευγε χωρίς να πει
κουβέντα και απευθυνόταν σε άλλον, σε άλλο τραπέζι. Αν της πρότεινε χρήματα,
δεν τα έπαιρνε. Έπρεπε πρώτα να αφήσει
τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και ύστερα να πάρει απ’ το χέρι της τα
λουλούδια. Επισκεπτόταν όλα τα τραπέζια αλλά οπωσδήποτε εκείνα στα οποία
κάθονταν ζευγαράκια ερωτευμένων.
Με
τον καιρό, απέκτησα μια οικειότητα μαζί της. Ερχόταν πάντοτε στο τραπέζι μου κι
έτεινε ένα ματσάκι λευκά λουλουδάκια προς το μέρος της φίλης μου. Η διαδικασία
γινόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ποτέ δεν πήρε χρήματα από το χέρι μου και ποτέ
δεν την είδα να παίρνει χρήματα από άλλο χέρι.
Όπου
κι αν ρώτησα, δεν ήξεραν το πραγματικό όνομά της. Μόνο ο Ελεφάντος, ο sef de sala, στο ρεστοράν του Hotel Napoca
μου είπε κάποτε πως την λένε Elizabet και κάπως ακόμη αλλά ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατήσω
ένα ουγγρικό όνομα εκείνη την εποχή.
― Είναι αριστοκράτισσα, domnul sef, μου
είπε σηκώνοντας το αριστερό φρύδι του, όπως έκανε πάντα, όταν είχε να μου
εκμυστηρευτεί κάτι πολύ σοβαρό… Το σπίτι της ήταν πάνω στην παλιά πόλη… το
κατέσχεσαν και τώρα μένουν άλλοι εκεί. Ο πατέρας της ήταν βαρώνος… Αυτή σπούδασε
μουσική στο Παρίσι. Λένε πως ο αδελφός της πέθανε στα καταναγκαστικά έργα, στον
Δούναβη… Στο νησί του Sfantul
Gheorghe… Τον αγαπούσε πολύ. Ακόμη λένε πως από τότε που
πέθανε ο αδελφός της δεν ξαναμίλησε με άνθρωπο… Η καημένη η “Az idős hölgy
virággal”, έτσι την λέμε όλοι, δεν έχει κανέναν στον κόσμο. Κανείς δεν ξέρει
πού μένει. Λένε πως την φιλοξενεί μια υπηρέτρια που είχαν παλιά στο σπίτι τους…
Μ’ αυτά τα λόγια οξύνθηκε η
περιέργειά μου. Κατέστρωσα λοιπόν ένα σχέδιο για να μάθω απ’ αυτήν την ίδια την
ιστορία της. Με μάγευαν αυτού του είδους οι ιστορίες με τους grofii, όπως αποκαλούσαν οι ρουμάνοι τους παλιούς ευγενείς,
οι οποίοι έχασαν τα προνόμιά τους και εξοντώθηκαν στα χρόνια του κομμουνισμού.
Δεν μ’ ενδιέφεραν αυτές οι ιστορίες από πολιτικής απόψεως, αλλά με συγκλόνιζε η
ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων.
Έχοντας
μάθει λοιπόν λίγα πράγματα γι’ αυτήν, άρχισα να της αφήνω δύο λέι πάνω στο
τραπέζι και εκείνη μου πρότεινε τα λευκά λουλουδάκια. Κατόπιν έπαιρνε τα δύο
λέι κι αφού έκλεινε λίγο το κεφάλι της προς τα εμπρός, δείγμα ευγνωμοσύνης,
αποχωρούσε αθόρυβα επισκεπτόμενη το επόμενο τραπέζι.
Σιγά-σιγά,
έγινα ο προνομιακός της πελάτης. Όποτε με έβλεπε, ερχόταν κατευθείαν στο δικό
μου τραπέζι και άφηνε ένα πολύ περιποιημένο ματσάκι με λευκά λουλουδάκια. Έκανε
πάντα την επιβαλλόμενη κίνηση με το κεφάλι, έπαιρνε τα χρήματα από το τραπέζι
και κατόπιν αποχωρούσε ευγενικά.
Ένα
βράδυ, που βρισκόμασταν στο Ursus
etterem, σ’ ένα τρικούβερτο κέφι, την ώρα που η τσιγγάνικη
μπάντα έπαιζε ένα παλιό csardas την πήρε το μάτι μου, μέσα στους καπνούς, να
κατεβαίνει την πέτρινη σκάλα. Κοντοστάθηκε λίγο στο τελευταίο σκαλί έριξε μια
ματιά σε όλη την υπόγεια αίθουσα, και ήλθε κατ’ ευθείαν στο τραπέζι μας…
Ήταν
μικροσκοπική, δεν χρειαζόταν να σκύψει για να περάσει κάτω απ’ τα τόξα που
στήριζαν αυτό το μεσαιωνικό καπηλειό. Ξαφνιάστηκε καθώς δεν είδε στο πλάι μου,
την αγαπημένη μου. Από το ύφος της κατάλαβα πως δεν είχε καμιά εκτίμηση στην
παρέα μου. Κοίταξε στα γρήγορα όλα τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο τραπέζι και
κάνοντας προς τα πίσω, δεν πρότεινε σε μένα, ούτε σε κάποιον άλλον να αγοράσει το
ματσάκι με τα λουλουδάκια. Αποτραβήχτηκε και γύρισε προς την σκάλα
επιταχύνοντας το βήμα της.
Σκέφτηκα
πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω και να προσπαθήσω να αποκτήσω
μια φιλική σχέση μαζί της. Σηκώθηκα με μιας κι έτρεξα πίσω της. Την πρόλαβα την
ώρα που ανέβαινε το τελευταίο σκαλί. Άπλωσα το χέρι μου και της άνοιξα την
βαριά ξύλινη πόρτα. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά. Η ματιά της
ήταν επιτιμητική. Κρατούσα στο χέρι μου πέντε λέι. Ούτε καν που τα κοίταξε.
Έκανε να φύγει. Ήμουν με το πουκάμισο και είχε τρομερή υγρασία. Έσυρε τα βήματά
της στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Τότε την φώναξα με το όνομά της:
— Κυρία Elizabet…
Κοντοστάθηκε
στη μέση της αυλής και χωρίς να με κοιτάζει, είπε:
— Δεν έχω τίποτε
πια, να πω με τους ανθρώπους… Κι έσυρε τα βήματά της προς την
βαριά ξύλινη πόρτα… Το ρολόι του Αγίου Μιχαήλ σήμανε μεσάνυχτα….