Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΩΓΑΔΗ: ΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ



ΠΑΝΤΕΛΗ ΤΡΩΓΑΔΗ:


ΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ1

 (Ἀναδημοσίευση ἀπὸ το περιοδιικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ, τχ.11ο, Χειμώνας 2011-20120)




Στη μνήμη καὶ τῶν δυὸ
τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ καὶ τοῦ Ν. Καχτίτση

Σ' ἕναν ἀπὸ τοὺς σπάνιους ἡρωισμούς μου νὰ κατέβω στὴν ἀποθήκη καὶ ν ἀντικρύσω τὸ θέαμα τῶν λογὴς χαρτιῶν μέσα σὲ χαρτοκούτια εἰδῶν τροφίμων τῆς «ἄφθονης» βορειοαμερικανικῆς ἀγορᾶς, τὶς προάλλες, ἀνακάλυψα, πεταμένη ἐκεῖ, πάνω ἀπὸ ἕξι χρόνια, μιὰν ἰδιόχειρη νεκρολογία τοῦ —νεκροῦ πιά— Νίκου Καχτίτση γιὰ τὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ. Εἶναι ἐννιὰ φύλλα, διαστάσεων μισῆς «ἀναφορᾶς», πράσινου χρώματος, γραμμένα ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ μὲ τὸ ἴδιο στυλὸ καὶ μελάνι πού, ἀπὸ ὅσο ξέρω, ὁ βασανιστικὰ ἐνδοσκοπούμενος ἐκεῖνος ἰδιότυπος καὶ ἰδιόρρυθμος πεζογράφος μας, ἔγραφε τὰ πάντα ἐδῶ στὴ Μοντρεάλη τοῦ Κεμπέκ.

Γιώργης Παυλόπουλος: ΣΤΟΠΠΑΚΙΟΣ ΠΑΠΕΝΓΚΟΥΣ Ή ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ





Γιώργης Παυλόπουλος

ΣΤΟΠΠΑΚΙΟΣ ΠΑΠΕΝΓΚΟΥΣ

Ή

ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΧΤΙΤΣΗ
Κανεὶς δὲν ξέρει πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε στὴ φαντασία τοῦ Νίκου Καχτίτση ἡ Γάνδη, πόλη διηνεκῶς πολιορκημένη. Ἴσως στὰ χρόνια της Κατοχῆς, ἴσως λίγο μετά. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ἢ ὑπόθεση αὕτη ν' ἀρχίζει ἀσυνειδήτως ἀπὸ κάπου βαθύτερα, στὰ παιδικά του χρόνια.

Τὰ πρῶτα μοναχικὰ βήματα ποὺ ἀκούγονται στὰ κράσπεδα τῆς Γάνδης, δισταχτικὰ κι ἀπόμακρα στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἐντονότερα κι ὁλοένα πιὸ βιαστικά, εἶναι τὰ βήματα κάποιου ποὺ ἔχει ἀντιληφθεῖ πιὰ ὅτι τὸν παρακολουθοῦν, θέλει νὰ τρέξει, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς διῶκτες του, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ συγκρατηθεῖ γιὰ νὰ μὴν τοὺς δώσει τὴν ὑποψία ὅτι φοβᾶται, πράγμα ποὺ θὰ φανέρωνε ὁπωσδήποτε κάποιαν ἐνοχή.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Συνταξιούχος Σιδηροδρομικός, πρώην Εντομολόγος...



Δημήτρης Κανελλόπουλος
Συνταξιούχος Σιδηροδρομικός, πρώην Εντομολόγος...
(Από τα αδημοσίευτα διηγήματα Ιστορίες από το Kolozsvár)


Ο Albach Géza, σηκώθηκε νωρίς. Ήταν κακόκεφος γιατί, όλη την νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Από μέρες είχε λάβει ειδοποίηση ότι σήμερα, θα έπρεπε να παρουσιαστεί στην Επιτροπή Αξιολόγησης Πανεπιστημιακών Υπαλλήλων, μια επιτροπή που σχηματίστηκε από καθηγητές και πανεπιστημιακούς υπαλλήλους μετά την ψήφιση από την κυβέρνηση του νόμου για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.  

Ήταν καθηγητής Εντομολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Cluj. Το ίδιο κι ο πατέρας του, ο βαρώνος  Albach István, ο οποίος είχε δωρίσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στην έδρα Εντομολογίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος!  Ζούσε μέσα στους αιθέρες της επιστημονικής έρευνας, η προσωπική του ζωή, ήταν μια ζωή χωρίς προβλήματα. Απολάμβανε τα ταξίδια του στο εξωτερικό και όταν είχε ελεύθερο χρόνο, έπαιζε μπριτζ με τους φίλους του στο Tivoli café, πλάι στο Παλάτι Bánffy.  Όλοι τον γνώριζαν στο Cluj, όχι μόνο για την καταγωγή του, ήταν ο τελευταίος απόγονος μιας πολύ παλιάς οικογένειας, αλλά και γιατί από τα νιάτα του ήταν ένας γαλαντόμος μπον βιβέρ… Ένας ανοιχτόκαρδος ευγενής που μόνον έχθρες δεν είχε… Πολλές φορές σκεφτόταν πως ήταν τυχερός που γεννήθηκε σε μια τέτοια οικογένεια, σε μια τέτοια εποχή! Ήταν τυχερός που ανήκε στην οικογένεια Albach. Μια οικογένεια ευγενών, της οποίας, τον 19ο αιώνα, μέλος της ήταν κι ένας από τους σπουδαίους δημάρχους της πόλης! Τελευταία, αντιμετώπιζε βέβαια κάποιες δυσκολίες. Υπήρχαν βέβαια τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η εισβολή του Κόκκινου Στρατού, που συνέτριψε τους ναζί, καθώς και η επιβολή του νέου καθεστώτος. Αλλά όλος ο κόσμος είχε προβλήματα. Χαιρόταν που είχε τελειώσει ο Πόλεμος....

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Κόκκινος Αρωματοποιός



Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Κόκκινος Αρωματοποιός

[Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Οι ιστορίες από το Kolozsvár]
 

Έπινα το εσπρεσάκι μου στο Iulius Mall, διαβάζοντας τις εφημερίδες. Ήταν Οκτώβρης αλλά το κλίμα είχε αλλάξει. Δεν ήταν βαρύς χειμώνας όπως παλιά. Είχε μια λαμπερή λιακάδα. Η ψύχρα όμως ήταν απαγορευτική για να καθίσω στην βεράντα. Καθόμουν μέσα στο café Picolo, πλάι από την τζαμαρία και απολάμβανα την όμορφη λίμνη με τα κτίρια που είχαν φυτρώσει γύρω της. Μια νοσταλγία με είχε κατακυριεύσει. Θυμόμουν στις όχθες της απεριποίητης λίμνης το μοναδικό κτίριο, ένα παλιό εργοστάσιο πάγου. Και τα ταπεινά σπιτάκια που υπήρχαν στην δεξιά πλευρά της. Εκεί, αγοράζαμε ντομάτες κι άλλα ζαρζαβατικά, που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι, όταν αυτά εξαφανίστηκαν από την αγορά. Μέσα σε τριάντα χρόνια, όλα είχαν αλλάξει. Γύρω από την λίμνη είχαν χτιστεί ωραία, παραδοσιακά μεσοαστικά σπίτια. Καλαίσθητα σπίτια στο παραδοσιακό στιλ της Τρανσυλβανίας. Στο βάθος υπήρχαν κάποιες κομψές πολυκατοικίες.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Az idős hölgy virággal




Δημήτρης Κανελλόπουλος
Az idős hölgy virággal
[Η γυναίκα με τα λουλούδια. Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων: Ιστορίες από το Kolozsvár]

Σχεδόν πάντοτε, κάθε φορά που έβγαινα για διασκέδαση με την φίλη μου, μόνος ή με την παρέα μου, σχεδόν πάντοτε και παντού, όπου κι αν πήγαινα, από το πιο ακριβό ρεστοράν, ας πούμε το Belvedere, μέχρι το πιο φτωχομάγαζο, σαν το Crama, παντού την έβλεπα. Έσερνε τα πόδια της στο χιόνι, χωμένη μέσα σ’ εκείνο το παλιό και φθαρμένο παλτό, που πρόδιδε μια σπάνια ευγενική καταγωγή. Ήταν τυλιγμένη μ’ ένα τεράστιο γκρι κασκόλ και με έναν σκούρο, πλεκτό μπερέ στο κεφάλι…  Το πρόσωπό της, παρά τις αμέτρητες ρυτίδες, διατηρούσε την φωτεινότητά του, αλλά τα μάτια της είχαν ξεθωριάσει. Ποτέ δεν με είχε κοιτάξει στα μάτια, παρά το γεγονός ότι εγώ πάντοτε την κοίταζα στα μάτια.

Δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν ήταν μαγυάρα, ρουμανίδα ή γερμανίδα… Ποτέ δεν την είχα ακούσει να μιλά. Αλλά από την πρώτη φορά που την είδα, ήμουν βέβαιος πως ήταν μαγυάρα. Αυτό μού το βεβαίωσε ο Lőcsei Mácsai, ο φίλος μου και αφού το είπε ο Lőcsei Mácsai, δεν είχα λόγους να το αμφισβητήσω.

            Ερχόταν κοιτάζοντας προς το μέρος μας και έτεινε με το δεξί της χέρι, ένα ματσάκι με άσπρα ή μωβ λουλούδια. Στεκόταν για ένα λεπτό αμίλητη, περιμένοντας να της αφήσεις ένα λέου. Αν ο υποψήφιος πελάτης δεν την κοίταζε, έφευγε χωρίς να πει κουβέντα και απευθυνόταν σε άλλον, σε άλλο τραπέζι. Αν της πρότεινε χρήματα, δεν τα έπαιρνε. Έπρεπε πρώτα να αφήσει  τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και ύστερα να πάρει απ’ το χέρι της τα λουλούδια. Επισκεπτόταν όλα τα τραπέζια αλλά οπωσδήποτε εκείνα στα οποία κάθονταν ζευγαράκια ερωτευμένων.

Με τον καιρό, απέκτησα μια οικειότητα μαζί της. Ερχόταν πάντοτε στο τραπέζι μου κι έτεινε ένα ματσάκι λευκά λουλουδάκια προς το μέρος της φίλης μου. Η διαδικασία γινόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ποτέ δεν πήρε χρήματα από το χέρι μου και ποτέ δεν την είδα να παίρνει χρήματα από άλλο χέρι.



Όπου κι αν ρώτησα, δεν ήξεραν το πραγματικό όνομά της. Μόνο ο Ελεφάντος, ο sef de sala,  στο ρεστοράν του Hotel Napoca μου είπε κάποτε πως την λένε Elizabet και κάπως ακόμη αλλά ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατήσω ένα ουγγρικό όνομα εκείνη την εποχή.

― Είναι αριστοκράτισσα, domnul sef, μου είπε σηκώνοντας το αριστερό φρύδι του, όπως έκανε πάντα, όταν είχε να μου εκμυστηρευτεί κάτι πολύ σοβαρό… Το σπίτι της ήταν πάνω στην παλιά πόλη… το κατέσχεσαν και τώρα μένουν άλλοι εκεί. Ο πατέρας της ήταν βαρώνος… Αυτή σπούδασε μουσική στο Παρίσι. Λένε πως ο αδελφός της πέθανε στα καταναγκαστικά έργα, στον Δούναβη… Στο νησί του Sfantul Gheorghe… Τον αγαπούσε πολύ. Ακόμη λένε πως από τότε που πέθανε ο αδελφός της δεν ξαναμίλησε με άνθρωπο… Η καημένη η “Az idős hölgy virággal”, έτσι την λέμε όλοι, δεν έχει κανέναν στον κόσμο. Κανείς δεν ξέρει πού μένει. Λένε πως την φιλοξενεί μια υπηρέτρια που είχαν παλιά στο σπίτι τους…

   Μ’ αυτά τα λόγια οξύνθηκε η περιέργειά μου. Κατέστρωσα λοιπόν ένα σχέδιο για να μάθω απ’ αυτήν την ίδια την ιστορία της. Με μάγευαν αυτού του είδους οι ιστορίες με τους grofii, όπως αποκαλούσαν οι ρουμάνοι τους παλιούς ευγενείς, οι οποίοι έχασαν τα προνόμιά τους και εξοντώθηκαν στα χρόνια του κομμουνισμού. Δεν μ’ ενδιέφεραν αυτές οι ιστορίες από πολιτικής απόψεως, αλλά με συγκλόνιζε η ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων.

Έχοντας μάθει λοιπόν λίγα πράγματα γι’ αυτήν, άρχισα να της αφήνω δύο λέι πάνω στο τραπέζι και εκείνη μου πρότεινε τα λευκά λουλουδάκια. Κατόπιν έπαιρνε τα δύο λέι κι αφού έκλεινε λίγο το κεφάλι της προς τα εμπρός, δείγμα ευγνωμοσύνης, αποχωρούσε αθόρυβα επισκεπτόμενη το επόμενο τραπέζι.

Σιγά-σιγά, έγινα ο προνομιακός της πελάτης. Όποτε με έβλεπε, ερχόταν κατευθείαν στο δικό μου τραπέζι και άφηνε ένα πολύ περιποιημένο ματσάκι με λευκά λουλουδάκια. Έκανε πάντα την επιβαλλόμενη κίνηση με το κεφάλι, έπαιρνε τα χρήματα από το τραπέζι και κατόπιν αποχωρούσε ευγενικά.

Ένα βράδυ, που βρισκόμασταν στο Ursus etterem, σ’ ένα τρικούβερτο κέφι, την ώρα που η τσιγγάνικη μπάντα έπαιζε ένα παλιό csardas την πήρε το μάτι μου, μέσα στους καπνούς, να κατεβαίνει την πέτρινη σκάλα. Κοντοστάθηκε λίγο στο τελευταίο σκαλί έριξε μια ματιά σε όλη την υπόγεια αίθουσα, και ήλθε κατ’ ευθείαν στο τραπέζι μας…

Ήταν μικροσκοπική, δεν χρειαζόταν να σκύψει για να περάσει κάτω απ’ τα τόξα που στήριζαν αυτό το μεσαιωνικό καπηλειό. Ξαφνιάστηκε καθώς δεν είδε στο πλάι μου, την αγαπημένη μου. Από το ύφος της κατάλαβα πως δεν είχε καμιά εκτίμηση στην παρέα μου. Κοίταξε στα γρήγορα όλα τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο τραπέζι και κάνοντας προς τα πίσω, δεν πρότεινε σε μένα, ούτε σε κάποιον άλλον να αγοράσει το ματσάκι με τα λουλουδάκια. Αποτραβήχτηκε και γύρισε προς την σκάλα επιταχύνοντας το βήμα της.

Σκέφτηκα πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω και να προσπαθήσω να αποκτήσω μια φιλική σχέση μαζί της. Σηκώθηκα με μιας κι έτρεξα πίσω της. Την πρόλαβα την ώρα που ανέβαινε το τελευταίο σκαλί. Άπλωσα το χέρι μου και της άνοιξα την βαριά ξύλινη πόρτα. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά. Η ματιά της ήταν επιτιμητική. Κρατούσα στο χέρι μου πέντε λέι. Ούτε καν που τα κοίταξε. Έκανε να φύγει. Ήμουν με το πουκάμισο και είχε τρομερή υγρασία. Έσυρε τα βήματά της στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Τότε την φώναξα με το όνομά της:

Κυρία Elizabet…
      Κοντοστάθηκε στη μέση της αυλής και χωρίς να με κοιτάζει, είπε:

       — Δεν έχω τίποτε πια, να πω με τους ανθρώπους… Κι έσυρε τα βήματά της προς την βαριά ξύλινη πόρτα… Το ρολόι του Αγίου Μιχαήλ σήμανε μεσάνυχτα….

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2015

Mircea Cărtărescu Όταν χρειάζεσαι την αγάπη

Mircea Cărtărescu

Όταν χρειάζεσαι την αγάπη
Μετάφραση από την ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Όταν έχεις ανάγκη την αγάπη, η αγάπη δεν σου δίδεται.

Όταν πρέπει ν’ αγαπήσεις, δεν είσαι αγαπημένος.

Όταν είσαι μόνος δεν μπορείς να αποδράσεις από τη μοναξιά.

Όταν είσαι άτυχος δεν έχει νόημα να το λες.



Όταν θέλεις  μια αγκαλιά δεν έχεις ποιόν ν’ αγκαλιάσεις.

Όταν θέλεις  να κάνεις ένα τηλεφώνημα όλοι έχουν εξαφανιστεί.

Όταν βρίσκεσαι στη γη ποιος νοιάζεται για σένα;

Ποιος νοιάζεται; Ποιος θα φροντίσει κάποτε για σένα;



Στάσου κοντά μου, βάλε με στη σκέψη σου.

Φρόντισέ με μου απαλά, μην με βασανίζεις, μην με κάνεις να   
         ζηλεύω,

μη μ’ αφήνεις, γιατί δεν θα αντέξω άλλο ένα τραύμα.

να είναι μαζί μου, πάρε με.



Νοιώσε με, αγάπησέ με, δεν έχω ανάγκη την παρτούζα, ούτε

τη συζήτηση, γίνε η μόνιμη αγαπημένη.

Άντε ας ξεχάσουμε τον κανόνα του παιχνιδιού, ας μην ξέρουμε ότι το σεξ είναι μια ζούγκλα.

Να συνδεθούμε, να φτάσουμε σε μια ισορροπία.



Αλλά δεν ελπίζω τίποτα. Δεν περιμένεις αγάπη

όταν χρειάζεσαι την αγάπη.

Όταν πρέπει ν’ αγαπήσεις δεν είσαι αγαπημένος.

Όταν είσαι στην γη καμιά γυναίκα δεν σε ξέρει.