Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2012
Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2012
Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2012
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ: ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ*
ΘΕΙΟΝ
ΟΡΑΜΑ
―Δὲ
λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλησε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατούκα του. Ἔκανε
κρύο δυνατό. Βοριᾶς
ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ’ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ
πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα, φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ
φασκομηλιὰ καὶ τὸ
ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος,
καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς
στύλου, φώτιζε καὶ
κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλὰ τριπλὰ τὰ
κρεβάτια κολλημένα στὰ
πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ’ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταιριασμένες. Κοντὰ ἡ
καμαρούλα τοῦ ναύκληρου, ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυὸ τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας,
χρυσοφορεμένης καὶ
ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια
προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε
κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα. Οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι. Τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ
κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι ἔδειχναν τὸ χώρισμα καλογερικὸ κελί. Ἀλλὰ
τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποὺ ἀκουόταν
στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ
ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ἔδειχναν πὼς ἡ
ζωὴ ἐδῶ
ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγώνα
της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τώρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλημα τοῦ θερμαστῆ.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012
SAŞA PANĂ: ΕΦΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Saşa Pană
Ἑφτὰ ποιήματα
Μετάφραση ἀπὸ
τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Προδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο
Σημειώσεις
πάνω στὴ δροσιά
Χάρισέ μου μιὰ χούφτα ἀπ’ αὐτοὺς
τοὺς σπόρους
τῆς
αἰωνιότητας
Αὐτοὺς
ποὺ ἐσὺ ἀποκαλεῖς λεπτὰ τῆς
ὥρας
Γιατί ἀπ’ τὸν καθένα τους φυτρώνει μὲ συστολὴ
Μιὰ ἄρρητη
ἐπιθυμία
Ὁ τόπος ποὺ φυτρώνει μία ἐπιθυμία
Μιὰ ὑποψία
στάχτης
Μὲ τὴ
ματιὰ ἀκονισμένη
Μέσα στὴ ματιά μου
Τὸ μειδίαμα σὰν πέπλο μὲ τυλίγει
Σὰν τὸ χαμόγελο τοῦ πικραμύγδαλου
Τὰ πλάσματα κρύβουν τὶς χαμένες ἠπείρους
Ἡ εὐτυχία ἀσύλληπτων τοπίων
Ἄφησα τὸ μέτωπό μου νὰ ξαποστάσει πάνω στὸ μηρό σου
Ζυγαριὰ ποὺ τὸ
φῶς ζυγίζει
Καὶ ἀπ’
τὴ ζωὴ αὐτὸ
Δραπέτευσε χωρὶς ν’ ἀφήσει ἴχνη
Σὰν πάχνη ἀναζωογονητικὴ ποὺ χάνεται
Καθὼς τυλίγει τὸ ὁλόγιομο μὲ κρύο νερὸ τῆς
πηγῆς, ποτήρι
Μὲς στὴ θολὴ ἁρμονία
τοῦ σύθαμπου
Ὁ κῆπος καὶ ἡ
νύχτα
Γλιστροῦν στὸ παραμύθι
Κι ἀπέκει, μιὰ ἄδεια
κάμαρη ἡ σιωπή
ἀπὸ
τὶς Ἀναχωρήσεις δίχως ἄγκυρα, 1947
Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2012
PAUL PAUN: ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Paul Paun
Τέσσερα Ποιήματα
Μετάφραση
ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Τὸ ποίημα Ἄλλων
ὁ
ἅγιος χορὸς μαρμάρωσε σὰν βάζο παρδαλὸ
τὸ
τρὰμ δεν χώνεψε τὶς μύγες του τὶς γέρικες
μόνο
του πάρκου οἱ μπότες, μεθυσμένες ἀπ’ τὸ βάζο πίνοντας
ἅρπαξαν
ἕνα σκύλο κι ἕνα κορίτσι τῆς παντρειᾶς·
τὸ
κορίτσι δὲ γνωρίζει οὔτε ἕνα χορὸ ποὺ
νὰ
σπάζει σὰν τὸ βάζο, ὁ σκύλος δὲ γνωρίζει
οὔτε
ἕνα τρὰμ ποὺ τρώει μύγες
ὁ
σκύλος δὲν ξέρει παρὰ μόνο νὰ δαγκώνει
τὸ
κορίτσι τῆς παντρειᾶς δὲ νοιώθει παρὰ μονάχα βλέπει καὶ
τοῦ
πάρκου οἱ μπότες χτυποῦν τὴν ὑποψήφια καὶ τὸ σκύλο.
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Alge
Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2012
STEFAN ROLL (Gheorghe Dinu): ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
STEFAN ROLL (Gheorghe Dinu)
ΜΕΤΑΛΛΟΕΙΔΗ
Μετάφραση-Ἀπόδοση ἀπὸ
τὴν Ρουμανική:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἐμεῖς ἐγχύουμε
τὴ δυναμικὴ τοῦ ἀτόμου
ἐλαστικοὶ
κατασκευαστὲς
τῶν πνευμόνων
τῶν πόλεων
σπόνδυλοι ἀπὸ
μπροῦτζο
θραύσματα μυῶν
λευκόχρυσου
εἴμαστε ἡ
ἀορτὴ τῆς μέρας
αὔριο μπορεῖ
νὰ γογγύξουν ἄλλοι
ἀθλητὲς
θὰ ξεσηκώσουν
τὰ γεωλογικὰ στρώματα
μὲ μεταλλικὸ
ζῆλο
δονούμενοι
κατὰ πλάτος
τῆς μαγνητικῆς
ἀρτηρίας
ποὺ χύνει
ἀκάθεκτες
πυρακτωμένες
ἀναπνοὲς
ζωὴ κομμένη
ἀπ’ τὶς ἀτράκτους
τ’ ἀτσαλιοῦ
εὔκαμπτη,
ἀδιαμφισβήτητη
σύνθεση ἐξ
αἰτίας τῆς πόλεως
ἀτμοσφαιρικὰ
ἑκατοστὰ
κ.λ.π., κ.λ.π.
περιοδικὸ 75hp, Ὀκτώβριος 1924
Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2012
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ: ΟΡΟΠΕΔΙΑΣΗ
Μάρη Θεοδοσοπούλου:
Ὀροπεδίαση
«Ὀροπέδιο», Τεῦχος 12, Καλοκαίρι
2012
Κυριακή, 04 Νοεμβρίου 2012
Ἡ Ἐποχή
Στὶς πολλὲς μέχρι σήμερα ἀφιερωματικὲς σελίδες γιὰ τὸν
Γιάννη Σκαρίμπα ἔρχονται νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ
ἐνδιαφέρουσες σελίδες τοῦ περιοδικοῦ «Ὀροπέδιο».
Πρόκειται γιὰ σχετικὰ νέο περιοδικό, τὸ ὁποῖο δύσκολα ταξινομεῖται. Εἶναι πελοποννήσιο περιοδικό, γενικῶς τῆς περιφέρειας, τῆς ἐπαρχίας
ὅπως λέγαμε παλαιότερα, ἢ ἀθηναϊκό;
Μᾶλλον μοιρασμένο δείχνει. Ὡς ἕδρα
δηλώνεται ἡ Ἀθήνα, ἀλλὰ
καρδιὰ τοῦ ἐγχειρήματος
φαίνεται νὰ παραμένει ἡ Νεμούτα Φολόης. Ὅπως καὶ νὰ
ἔχει, ὁ ἐκδότης
του, ὁ ποιητὴς Δημήτρης Κανελλόπουλος, τηρώντας τὴν ὑπόσχεση,
ποὺ εἶχε δώσει στὸ πρῶτο τεῦχος, καλοκαίρι 2006, ἀπὸ
τὸ ὀροπέδιο
τῆς Φολόης, ἐξακολουθεῖ νὰ
ἐπισκοπεῖ “τὴν Ἠλεία
καὶ ὅλο τὸν Μωριᾶ, ἀλλὰ
καὶ παραπέρα ὅλη τὴν Ἑλλάδα”.
Μέχρι τὴν Χαλκίδα, “τὴν περιπόθητη πόλη” τοῦ Σκαρίμπα. Ἑτοίμασε ἕναν ἀφιερωματικὸ τόμο, ἀπότοκο μιᾶς “κεραυνοβόλας ἀγάπης”, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ
τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1971, ὅταν πῆρε μιὰ πρώτη γεύση, διαβάζοντας «Τὸ θεῖο τραγί». Βεβαίως, βιάστηκε λίγο, ἀφοῦ
τὸ ἐπετειακὸ ἔτος
εἶναι τὸ 2013, τὸν Σεπτέμβριο, ὅταν συμπληρώνονται 120 χρόνια ἀπὸ
τὴ γέννηση τοῦ Σκαρίμπα ἢ καὶ τὸ
2014, Ἰανουάριο, ποὺ συμπληρώνονται 30 χρόνια ἀπὸ
τὸ θάνατό του.
Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2012
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΠΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΕΡΤΟΠΙΚΟ
Ὁ Γιάννης Πατίλης καὶ ὁ Τάκης Παυλοστάθης. Δεκαετία 1960. |
Γιάννης Πατίλης
Μικρὸς
Τύπος:
Ἀπὸ τὸ τοπικὸ πρὸς τὸ ὑπερτοπικό
Γιὰ
μιὰ ἀρχαιολογία τῆς τοπικότητας
στὴν
Ἑλλάδα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα1
Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 8ο, Χειμώνας 2009.
Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2012
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰσαγωγὴ - Ἀνθολόγηση: Στάθης Κουτσούνης
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 1ο,
Καλοκαίρι 2006.
Ὁ Γιώργης
Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) ἐμφανίστηκε
στὰ
Γράμματα
τὸ 1943 μὲ
τὴ
δημοσίευση
τοῦ
ποιήματός
του «Ὁ
νεκρὸς
Γ. Π.» στὸ
τεῦχος 4 τοῦ
περιοδικοῦ ‘Ὀδυσσέας’, ποὺ
ἐξέδιδε
ὁ
ἴδιος
μὲ
φίλους
του
στὸν
Πύργο. Ἔχει
ἐκδώσει μέχρι σήμερα τὶς ποιητικὲς συλλογές: Τὸ Κατώγι, Ἑρμῆς 1971, Τὸ
Σακί, Κέδρος 1980, Τὰ Ἀντικλείδια, Στιγμὴ 1988, Τριαντατρία Χαϊκού,
Στιγμὴ 1990, Λίγος ἄμμος, Νεφέλη 1997, Ποῦ εἶναι τοῦ πουλιά;,
Κέδρος 2004. Μὲ ἕξι μόλις βιβλία σὲ μία ποιητικὴ διαδρομὴ 60 χρόνων γίνεται
ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι ὀλιγογράφος, ἂν καὶ χαρακτηριστικὸς καὶ
σημαντικὸς ἐκπρόσωπος τῆς γενιᾶς του, τῆς Α΄ Μεταπολεμικῆς.
Στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ ποίηση τοῦ
Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἤπια καὶ κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μιὰ
δραματικότητα ποὺ πηγάζει ἐν γένει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια: συντρόφων, φίλων καὶ
συναγωνιστῶν, ἀγαπημένων γυναικῶν, τῆς νεότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς γενικὰ ποὺ
μεταβάλλεται καὶ φεύγει, τοῦ ἔρωτα ποὺ ἀμβλύνεται καὶ παρέρχεται. Ἡ γραφὴ του
εἶναι αἰσθαντικὴ καὶ διάχυτα μελαγχολική, ἐκφραστικὴ καὶ λιτὴ, εὐανάγνωστη καὶ
διαυγὴς στὴν ἐπιφάνεια, ὡστόσο πολυσήμαντη καὶ ἐνίοτε σκοτεινὴ στὸ βάθος της,
βιωματική, ἀφηγηματικὴ καὶ μὲ διάθεση φιλοσοφική, μὲ εἰκόνες ἐναργεῖς ποὺ κινοῦνται
διαλεκτικὰ μεταξὺ φαντασίας καὶ πραγματικότητας. Στὴ θεματογραφία τοῦ ἐξέχουσα
θέση κατέχουν ἡ μνήμη γιὰ ὅσα ὀδυνηρὰ βίωσε τόσο σὲ σχέση μὲ τὴ δύστροπη ἐποχὴ
στὴν ὁποία ἀνδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Ἀντίσταση, Ἐμφύλιος, ψυχροπολεμικὴ
μετεμφυλιακὴ περίοδος) ὅσο καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν προσωπική του ζωή, ἕνας
διαβρωτικὸς –ἄλλοτε ὁρατὸς καὶ ἄλλοτε ἀδιόρατος– φόβος, ἡ διάψευση τῶν ὁραμάτων
καὶ τῶν ἐλπίδων, ὁ θάνατος, οἱ ἐν Ἅδῃ καταβάσεις καὶ οἱ νεκροί, οἱ ἀλλεπάλληλες
καὶ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, μιὰ ἐναγώνια μέχρις ὀδύνης ἐπιθυμία
αὐτοπροσδιορισμοῦ, τὰ ὄνειρα, ὁ ἔρωτας –ὡς ἀντιστάθμισμα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, στὰ
ἐπαχθῆ της ζωῆς του γεγονότα– καί, κυρίως, ἡ ἀγάπη ἡ ἀναλλοίωτη. Ἐμφανῆ στὴν
ποίησή του εἶναι ἀκόμη ἡ ἐρωτοτροπία μὲ θέματα καὶ πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ
λογοτεχνικὴ παράδοση, ἡ υἱοθέτηση ὁρισμένες φορὲς τρόπων τοῦ δημοτικοῦ
τραγουδιοῦ, καθὼς καὶ μιὰ ἔντονη αὐτοαναφορικότητα, ἕνας ἀγωνιώδης
προβληματισμὸς γιὰ τὴν ποίηση καὶ τὴν ποιητικὴ –κυρίως στὶς συλλογὲς Ἀντικλείδια
καὶ Λίγος ἄμμος τὰ ποιήματα ποιητικῆς ἀφθονοῦν. Πάντως, σὲ κάθε
περίπτωση ἡ σχέση τοῦ Παυλόπουλου μὲ τὴν ποίηση εἶναι ἀναμφισβήτητα ἐρωτική.
Τὸ παρὸν Ἀνθολόγιο μὲ τὸν περιορισμένο
ἀριθμὸ ποιημάτων ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ corpus τοῦ δημιουργοῦ ἔγινε μὲ
γνώμονα δὺο κριτήρια: Πρῶτον, τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν
ποιότητα· ἀπὸ τὰ καλύτερα δηλαδὴ ποιήματά του ἀνθολογήθηκαν τὰ πιὸ
ἀντιπροσωπευτικά, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν κύριων χαρακτηριστικῶν της
παυλοπουλικῆς ποίησης καὶ ποιητικῆς. Δεύτερον, ἐπελέγησαν ποιήματα ποὺ νὰ
ἀποτελοῦν κλειδιὰ στὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ ὅλου ἔργου. Εἶναι βεβαίως
αὐτονόητο ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων ἀντικατοπτρίζει τὸ γοῦστο τοῦ ἀνθολόγου
καὶ τὴν προσωπικὴ ἀνταπόκρισή του στὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. Καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ
καθενὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ψυχοσύνθεση, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα σύνολο κοινῶν τόπων,
ἀντιλήψεων ἢ βιωμάτων. Ἡ ὑποκειμενικότητα ἑπομένως ἔπαιξε τὸ ρόλο της καὶ στὴν
παροῦσα ἀνθολόγηση.
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Κάπου
ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’
τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι
ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ
Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα
λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ
μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα
τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ
τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.
Τώρα
τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν
σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας
μήπως δρασκελίσουν
τὸ
σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἀπλώνοντας
τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’
ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν
ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ
σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν
ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν
ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ
τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.
•
Δὲν
εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν·
μονάχα
σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς
νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα
σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς
μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου
μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά,
ματωμένα.
(Τὸ κατώγι)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)