Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΠΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΕΡΤΟΠΙΚΟ

Ὁ Γιάννης Πατίλης καὶ ὁ Τάκης Παυλοστάθης. Δεκαετία 1960.
Γιάννης Πατίλης
Μι­κρὸς Τύ­πος: 
Ἀ­πὸ τὸ το­πι­κὸ πρὸς τὸ ὑ­περ­το­πι­κό
Γιὰ μιὰ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α τῆς το­πι­κό­τη­τας
στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να1

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 8ο, Χειμώνας 2009.

Σὲ ἐ­πι­στο­λὴ του πρὸς τὸν Γι­ῶρ­γο Σε­φέ­ρη —ποὺ ἔ­φε­ρε στὸ φῶς μὲ τὸ τε­λευ­ταῖο ὄγ­δοο τεῦ­χος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Ὀ­ρο­πέ­διο ὁ Γιάννης Ρη­γό­που­λος— καὶ μὲ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1944, ὁ Τά­κης Σι­νό­που­λος κα­τέ­λη­γε μὲ τὰ ἑ­ξῆς: «Τε­λει­ώ­νον­τας θὰ ἤ­θε­λα νὰ σᾶς πα­ρα­κα­λέ­σω γιὰ κά­τι. Ἂν ἔ­χε­τε μία ἐρ­γα­σί­α, ὁ­πωσ­δή­πο­τε σύν­το­μη, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸν “Ὀ­δυσ­σέ­α” θὰ ἦ­ταν με­γά­λη τι­μὴ γιὰ μᾶς νὰ τὴ δε­χτοῦ­με. Θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὴ στεί­λε­τε σὲ μέ­να. Μὴ μὲ πα­ρε­ξη­γή­σε­τε γιὰ τὸ θάρ­ρος μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σᾶς ζη­τῶ συ­νερ­γα­σί­α. Σκέ­πτο­μαι πὼς ὁ “Ὀ­δυσ­σέ­ας” ἔ­χει φι­λο­δο­ξί­ες νὰ γί­νει κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να ἁ­πλὸ ἐ­παρ­χια­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό.» 

            Ὁ Γι­ῶρ­γος Σε­φέ­ρης ἔ­λα­βε τὸ γράμ­μα με­τὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση, ἀλ­λὰ ἔ­χω βά­σι­μους λό­γους νὰ πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ κα­τό­πιν νομ­πε­λί­στας ποι­η­τὴς καὶ νὰ τὸ λά­βαι­νε ἐγ­καί­ρως δὲν θὰ ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν. Δὲν γνω­ρί­ζω κά­ποιο πε­ρι­ο­δι­κὸ τῆς ἐ­παρ­χί­ας ποὺ νὰ φι­λο­ξέ­νη­σε πο­τὲ κεί­με­νό του. Εἴ­κο­σι χρό­νια μετά, στὶς 30 Δε­κεμ­βρί­ου 1964 τὸ ζεῦ­γος Σε­φέ­ρη ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τὸν Σι­νό­που­λο στὸ σπί­τι του στὸν Πε­ρισ­σό. Ὁ Σι­νό­που­λος τοῦ προ­σφέ­ρει ἕ­ναν πί­να­κά του. «Ὁ Σε­φέ­ρης ἔ­χει ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἡ βρα­διὰ συ­νε­χί­ζε­ται. Ἔ­φυ­γε χω­ρὶς νὰ πά­ρει τὸν πί­να­κα.­», ση­μει­ώ­νει ὁ Τά­κης Σι­νό­που­λος ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια γιὰ τὴν συ­νάν­τη­ση ἐ­κεί­νη στὸ βι­βλί­ο του Νυ­χτο­λό­γιο (1978). Καὶ στὸ ἴ­διο βι­βλί­ο γιὰ κά­ποι­ον ποὺ δὲν κα­το­νο­μά­ζει: «Ἡ δι­α­φο­ρά μου μὲ σέ­να εἶ­ναι πὼς ἐ­σὺ ξε­κί­νη­σες ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ νὰ γί­νεις με­γά­λος. Καὶ μὲ τὴ σκέ­ψη τού­τη περ­πά­τη­σες.» Ὁ Σε­φέ­ρης ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ βά­δι­ζε δι­αρ­κῶς ἀ­πὸ τὴν κο­σμο­πο­λί­τι­κη Σμύρ­νη μέ­σῳ Ἀ­θη­νῶν καὶ Πα­ρι­σί­ων πρὸς τὴ Στοκ­χόλ­μη, ἐ­νῶ ὁ Σι­νό­που­λος ὁ ἐ­παρ­χι­ώ­της ποὺ ἐρ­χό­ταν «συ­νε­χῶς ἀ­πὸ τὸν Πύρ­γο» γιὰ νὰ κα­τα­λή­ξει τελικὰ στὸν προ­σφυ­γι­κὸ συνοικισμὸ τοῦ Πε­ρισ­σοῦ. Ἡ συ­νάν­τη­ση, ὅ­σο καὶ νὰ τὴν πο­θοῦ­σε ὁ Πυρ­γι­ώ­της ποι­η­τής, ἦ­­ταν πο­λι­τι­στι­κῶς ἀλ­λὰ καὶ ἀν­θρω­πί­νως ἀ­δύ­να­τη. Στὴν με­τεμ­φυ­λια­κὴ Ἑλ­λά­δα τὸ το­πι­κὸ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ συ­ναν­τή­σει ἀ­κό­μη τὸ ὑ­περ­το­πι­κό!
            Καὶ ὅ­μως ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας, στὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ “ἀ­φε­λὴς” νέ­ος κα­λοῦ­σε τὸν ἤ­δη φτα­σμέ­νο ποι­η­τὴ νὰ συ­νερ­γα­στεῖ, ἦ­ταν μὲ τὴ σει­ρά του κι αὐ­τὸ ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κὸ ὑ­περ­το­πι­κό, ἀλ­λὰ τὰ πο­λι­τι­στι­κά μας ἤ­θη δὲν μᾶς ἐ­πέ­τρε­παν ἀ­κό­μη νὰ τὸ δι­α­κρί­νου­με. Ἡ σνομ­πα­ρί­α ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­καῖ­ο συμ­πλή­ρω­μα τοῦ ἐ­παρ­χι­ω­τι­σμοῦ, ἐ­ὰν δὲν ἦ­ταν αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ τὸν γεν­νοῦ­σε.
            Ἡ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α τῆς ἐ­παρ­χί­ας στὴ νε­ώ­τε­ρη Ἑλ­λά­δα, κα­τὰ τὴν γνώ­μη μου, τὴν κά­πως αὐ­θαί­ρε­τη καὶ σχη­μα­τι­κή, ἔ­χει τὸ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ γε­νέ­σιό της στὸ ἔ­τος 1922 καὶ τὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ ὅ­σο καὶ συμ­βο­λι­κή της λή­ξη στὶς 6 Αὐ­γού­στου τοῦ 1991, ὅ­ταν ὁ Ἄγ­γλος μη­χα­νι­κὸς καὶ ἐ­ρευ­νη­τὴς τῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν T­i­m­o­t­hy B­e­r­n­e­rs-L­ee ἐγ­και­νί­α­ζε τὸν πρῶ­το δη­μό­σιο δι­α­δι­κτυα­κὸ ἱ­στό­το­πο στὴν ἱ­στο­ρί­α.
            Πρὶν ἀ­πὸ τὸ 1922, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα πρὶν ἀ­πὸ τοὺς Βαλ­κα­νι­κοὺς πο­λέ­μους, ἡ Ἀ­θή­να ἡ ἴ­δια ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἕ­να εἶ­δος ἐ­παρ­χί­ας τοῦ εὐ­ρύ­τε­ρου κο­σμο­πο­λί­τι­κου πα­ροι­κια­κοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ὁ ἑλ­λη­νι­σμὸς τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, τῆς Σμύρ­νης, τῆς Ἀ­λε­ξάν­δρειας, τῆς Βάρ­νας, τῆς Ὀ­δησ­σοῦ  ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε αὐ­τό­νο­μα καὶ ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις μὲ τὰ με­γά­λα κέν­τρα τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἀ­πὸ τὴ Μι­κρα­σι­α­τι­κὴ κα­τα­στρο­φὴ καὶ με­τὰ ἔ­χει ἀρ­χί­σει ἤ­δη ἡ ἀν­τί­στρο­φη μέ­τρη­ση. Μὲ τὸν ἐ­ντα­φι­α­σμὸ τῆς με­γά­λης ἰ­δέ­ας ἡ Ἀ­θή­να γι­νό­ταν ὁ­ρι­στι­κὰ ἡ πρω­τεύ­ου­σα τοῦ ἑλ­λα­δι­σμοῦ. Τὸ κέ­ντρο ὡς πρὸς τὸ ὁ­ποῖο ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πα­να­κα­θο­ρι­στεῖ ὁ ρό­λος τῆς πε­ρι­φέ­ρει­ας. Ἀλλὰ σὲ μιὰ ἐ­σω­στρε­φῆ πλέ­ον Ἑλ­λά­δα, ἡ Ἀ­θή­να δι­εκ­δι­κεῖ τὴν πο­λι­τι­στι­κὴ ἡ­γε­μο­νί­α χω­ρὶς δι­κές της πνευ­μα­τι­κὲς ρί­ζες καὶ ἀ­στι­κὸ πο­λι­τι­σμό. Σχε­δὸν κα­μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἡ­γε­τι­κὲς φυ­σι­ο­γνω­μί­ες τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’­30 δὲν γεν­νή­θη­κε στὴν Ἀ­θή­να. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν πα­ροι­κια­κὸ ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ κά­ποι­οι ἀ­πὸ ἄλ­λες πό­λεις τῆς Ἑλ­λά­δας. Ἡ νέ­α πο­λι­τι­στι­κὴ πρω­τεύ­ου­σα ποὺ στα­δι­α­κὰ ἱ­δρύ­ουν λέ­γε­ται «Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα», ἕ­νας λαμ­πε­ρὸς οὐ-τό­πος, μὲ ἕ­δρα τὰ λί­γα οἰ­κο­δο­μι­κὰ τε­τρά­γω­να γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ Σύν­ταγ­μα, ποὺ ἀ­πω­θεῖ ἐ­πι­δει­κτι­κὰ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ καὶ κα­θη­μαγ­μέ­νη Ἑλ­λά­δα τό­σο τῆς πρω­τεύ­ου­σας ὅ­σο καὶ τῆς πε­ριφέ­ρει­ας­, τὴν Ἑλ­λά­δα τῆς χα­μέ­νης γε­νιᾶς τοῦ ’­20, τοῦ Κα­ρυ­ω­τά­κη, τοῦ Ἄ­γρα καὶ τοῦ Κοτ­ζι­ού­λα. Κα­τὰ ἕ­ναν πε­ρί­ερ­γο ὅ­σο καὶ δι­ε­στραμ­μέ­νο τρό­πο ὅ,τι δὲν μπο­ρεῖ νὰ λά­βει τὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν προ­δι­α­γρα­φῶν ὑ­ψη­λὴ ἀ­γω­γὴ τῆς «Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας» ἐ­ξο­βε­λί­ζε­ται ρη­τῶς ἢ νο­ε­­ρῶς ὡς «ἐ­παρ­χί­α».
            Τὴν ἔν­τα­ση αὐ­τοῦ τοῦ δι­χα­σμοῦ θὰ τὴν πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με στὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ‘30 στὴν πο­λε­μι­κὴ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τῆς «ἑλ­λη­νι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­παρ­χί­ας», στὴν ὁ­ποί­α ἐμ­πλέ­κε­ται γιὰ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ἱ­κα­νὴ με­ρί­δα τοῦ μι­κροῦ τύ­που τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἐ­δῶ θὰ πρέ­πει νὰ ση­μει­ώ­σου­με πὼς ὅ­σο γνω­στὸ εἶ­ναι πὼς τὰ Νέ­α Γράμ­μα­τα τοῦ Ἀν­δρέ­α Κα­ραν­τώ­νη ὑ­πῆρ­ξαν ἡ ναυ­αρ­χί­δα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας τοῦ με­σο­πο­λέ­μου, τό­σο ἄ­γνω­στο γε­νι­κό­τε­ρα πα­ρα­μέ­νει πὼς ὁ με­σο­πό­λε­μος στὸ σύ­νο­λό του ὑ­πῆρ­ξε ὁ πιὸ γό­νι­μος, ἀ­νή­συ­χος, πλού­σιος σὲ φω­νές, αἰ­σθη­τι­κὲς καὶ ἰ­δέ­ες βι­ό­το­πος τοῦ μι­κροῦ τύ­που ποὺ ὑ­πῆρ­ξε πο­τὲ στὴν Ἑλ­λά­δα. Μιὰ δρα­στή­ρια κί­νη­ση ἀ­πὸ δε­κά­δες αὐ­το­ορ­γα­νω­μέ­νους σὲ συν­τρο­φι­ὲς δι­α­νο­ού­με­νους, λο­γο­τέ­χνες καὶ αὐ­το­σχέ­δι­ους ἐκ­δό­τες, ποὺ δι­α­περ­νᾶ σὰν θαῦ­μα ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Κα­το­χή (­!­!) καρ­πί­ζον­τας σὲ συν­θῆ­κες με­γά­λης ὑ­λι­κῆς στέ­ρη­σης πε­ρι­ο­δι­κὰ σὰν τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α, γιὰ νὰ ἐ­ξα­σθε­νί­σει ἀ­πό­το­μα στὶς δύ­ο πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ψυ­χροῦ πο­λέ­μου καὶ νὰ ἀ­να­γεν­νη­θεῖ μέ­σα σὲ τε­λεί­ως ἄλ­λες συν­θῆ­κες στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­70.
            Ὅ­πως στὶς μέ­ρες μας τὸ θε­σμι­κὸ κέν­τρο εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ση­μα­σι­ο­δο­τεῖ —γιὰ τὶς δι­κές του πάν­τα ἀ­νάγ­κες— ἔν­νοι­ες σὰν τὸ «πε­ρι­θώ­ριο», ἔ­τσι καὶ τό­τε, σὲ μιὰ πε­ρί­ο­δο πο­λὺ κρί­σι­μη γιὰ τὴ συγ­κρό­τη­ση τῶν και­νούρ­γι­ων νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν ἰ­δε­ο­λο­γη­μά­των (ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα ποὺ μό­λις πρό­σφα­τα ἄρ­χι­σαν νὰ φθί­νουν), τὸ πο­λι­τι­στι­κὸ κέν­τρο ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς ἦ­ταν πά­λι αὐ­τὸ ποὺ κα­θό­ρι­ζε τὴν ἔν­νοι­α τῆς το­πι­κό­τη­τας καὶ εἰ­ση­γεῖ­το τὸν ἀ­νά­λο­γο κα­τα­με­ρι­σμὸ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας. Δὲν θυ­μᾶ­μαι πιὸ πε­ρι­ε­κτι­κὸ ὁ­ρι­σμὸ γιὰ τὸν ρό­λο ποὺ ἐ­να­πο­θέ­τει στοὺς δι­α­νο­ού­με­νους τῆς ἐ­παρ­χί­ας καὶ στὸν το­πι­κὸ τύ­πο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον τοῦ Αἰ­μί­λιου Χουρ­μού­ζιου στὸ ἄρ­θρο του μὲ τὸν τίτ­λο «Ἡ Ἐ­παρ­χί­α» στὴν ἐφ. Κα­θη­με­ρι­νή τῆς 26ης Ἰ­ου­λί­ου 1937:
            «Τὸ  πε­ρι­ο­δι­κό της, οἱ λό­γιοί της, οἱ ἀ­γῶ­νες της δὲν πρέ­πει νὰ τεί­νουν σὲ μιὰ στεῖ­ρα προ­σπά­θεια συ­να­γω­νι­σμοῦ ἢ ἁ­μίλ­λης μὲ τὴν πρω­τεύ­ου­σα, ἀλ­λὰ σὲ μιὰ θε­τι­κὴ βο­ή­θεια γιὰ τὸν πλου­τι­σμὸ καὶ τὴ δι­ευ­κρί­νη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ ἄλ­λω­στε καὶ τὸν πρῶ­το ὅ­ρο, τὸ πρῶ­το συ­στα­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ οἰ­κο­δο­μού­με­νου νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἡ Ἐ­παρ­χί­α, ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῆς συμ­βο­λῆς της στὴν ὕ­φαν­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς αὐ­τῆς πα­ρά­δο­σης μό­λις τώ­ρα σπου­δά­ζε­ται ἀ­πὸ με­ρι­κοὺς φι­λό­τι­μους με­λε­τη­τὲς τῆς σύγ­χρο­νης καὶ τῆς πα­λαι­ό­τε­ρης ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας. Καὶ ὅ­μως ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­παρ­χί­α εἶ­ναι ἀ­κέ­νω­τη πη­γὴ πλού­του λα­ο­γρα­φι­κοῦ, μύ­θων, θρύ­λων καὶ ἡ­ρω­ϊ­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἐ­πο­πο­ιΐ­ας.
            »Αὐ­τὸ τὸ ὑ­λι­κὸ ἂς τὸ συλ­λέ­ξουν, ἂς τὸ με­λε­τή­σουν­ κι ἂς μᾶς τὸ πα­ρα­δώ­σουν οἱ φι­λό­τι­μοι ἐρ­γά­τες τῶν γραμ­μά­των τῆς Ἐ­παρ­χί­ας.»
            Στὴν ξε­κά­θα­ρη ὅ­σο καὶ ὀρ­θο­λο­γι­κὴ αὐ­τὴ δι­α­κή­ρυ­ξη, πολ­λοὶ λό­γιοι καὶ καλ­λι­τέ­χνες τῆς ἐ­παρ­χί­ας θὰ ἔ­νι­ω­θαν μιὰ ἄ­βο­λη μοί­ρα. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τούς, πνεῦ­μα ἀ­ναρ­χο­α­να­τρε­πτι­κό, τα­λέν­το ἀ­φη­γη­μα­τι­κό, ποι­η­τι­κὸ καὶ γλωσ­σι­κὸ πρώ­της γραμ­μῆς, πρω­τό­τυ­πος, αὐ­θεν­τι­κὸς καὶ νε­ο­ελ­λη­νι­κό­τα­τος ὅ­σο ἐ­λά­χι­στοι τοῦ κέν­τρου, ἐ­κεί­νου τοῦ κέν­τρου ποὺ φρόν­τι­σε νὰ τὸν κρα­τή­σει στὸ πε­ρι­θώ­ριο τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κα­νό­να ἕ­ως τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ὁ Γιά­ννης Σκα­ρίμ­πας, ἀ­παν­τοῦ­σε μὲ εἰ­ρω­νι­κὴ ὀ­ξύ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ 5ο φύλ­λο τῶν Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Ση­μει­ώ­μα­των, τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ποὺ ἔ­βγα­ζε στὴ Χαλ­κί­δα:
            «Δη­λα­δή; Ἂν κα­λὰ ἐν­νο­ή­σα­με προ­ο­ρι­σμὸς τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­παρ­χί­ας δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι νὰ συ­να­γω­νι­σθεῖ (ἂν μπο­ρεῖ ἢ μπο­ρέ­σει) ἢ ν’ ἁ­μιλ­λη­θεῖ τὴν Ἀ­θή­να —σὲ τὶ ἄλ­λο;— στὶς πνευ­μα­τι­κὲς καὶ καλ­λι­τε­χνι­κὲς ρο­πὲς κι’ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τοῦ ἔ­θνους (για­τὶ ὡς φαί­νε­ται αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὄ­ξω ἀ­πὸ τὶς φι­λο­δο­ξί­ες καὶ βλέ­ψεις της —ὄ­ξω ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις της— καὶ ὡς φαί­νε­ται θὰ εἶ­ναι αὐ­τὸ ἀ­πο­κλει­στι­κὸ προ­νό­μιο τῆς «κα­θι­ε­ρω­μέ­νης» Ἀ­θή­νας!­), πα­ρὰ εἶ­ναι μιὰ θε­τι­κὴ βο­ή­θειαγιὰ τὸν πλου­τι­σμὸ κλπ. ἀ­πὸ τοὺς —τὶ πα­ρά­ση­μο!— φι­λό­τι­μουςἐρ­γά­τες τῶν γραμ­μά­των, ἐ­μᾶς!
            »Τὸ πνεῦ­μα, τὴν τέ­χνη καὶ ὅ­ποι­αν ἄλ­λη ἐκ­δή­λω­ση καὶ ἐ­πί­δο­ση ποὺ συγ­κρο­τεῖ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ τοὺς πο­λι­τι­σμούς, δὲν ἔ­χει δι­καί­ω­μα ἡ Ἑλ­λην. ἐ­παρ­χί­α νὰ ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ (κι ἂν μπο­ρέ­σει), για­τὶ αὐ­τὸ θὰ τὸ κά­μνει ἡ πρω­τεύ­ου­σα καὶ δὲν εἶ­ναι δι­κός της προ­ο­ρι­σμός, πα­ρὰ μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει, αὐ­τή, νὰ συ­νά­ξει (ἡ φι­λό­τι­μη) τὸ λα­ο­γρα­φι­κὸ ὑ­λι­κό της, τοὺς μύ­θους, τοὺς θρύ­λους της καὶ “νὰ μᾶς τὸ πα­ρα­δώ­σῃ”!»
           
            Ἐ­ὰν τὸ ’­22 ἔ­φε­ρε τοὺς πρό­σφυ­γες στὴν Ἀ­θή­να, τὸ ’­49 ἔ­φε­ρε τοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς ἐ­παρ­χι­ῶ­τες. Ἡ δι­α­μά­χη γιὰ τὸν «ἐ­παρ­χι­ω­τι­σμὸ» κα­τέ­βη­κε ἀ­να­κου­φι­στι­κά, μα­ζὶ μὲ τὸν Κώ­στα Χατ­ζη­χρῆ­στο, ἀ­πὸ τοὺς δι­α­ξι­φι­σμοὺς τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων τοῦ με­σο­πο­λέ­μου στὸν λα­ϊ­κὸ κι­νη­μα­το­γρά­φο τῶν δε­κα­ε­τι­ῶν τοῦ ’­50 καὶ τοῦ ’­60. Τὶς προ­σφυ­γι­κὲς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες δι­α­δέ­χτη­καν οἱ κα­νο­νι­κὲς ποὺ ὅ­λοι μας ξέ­ρου­με, ἐ­νῶ ἄρ­χι­σαν νά ‘ρχον­ται οἱ πρῶ­τες φουρ­νι­ὲς λο­γο­τε­χνῶν, αὐ­τὲς ποὺ οὔ­τε γεν­νή­θη­καν σὲ κά­ποι­α πό­λη τοῦ πα­ροι­κια­κοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ οὔ­τε σὲ κά­ποι­α ἄλ­λη γνω­στὴ πό­λη τῆς Ἑλ­λά­δας, ἀλ­λὰ πο­λὺ ἁ­πλὰ μέ­σα σὲ κά­ποι­ο πα­νο­μοι­ό­τυ­πο δι­α­μέ­ρι­σμα, ἔ­τσι ποὺ νὰ μὴν γνω­ρί­ζω σχε­δὸν πιὰ κα­νέ­ναν ποὺ νὰ γεν­νή­θη­κε πραγ­μα­τι­κὰ στὴν Ἀ­θή­να.
            Οἱ ρα­γδαῖ­ες τε­χνο­λο­γι­κὲς ἐ­ξε­λί­ξεις ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὶς τρεῖς ἑ­πό­με­νες δε­κα­ε­τί­ες ἄλ­λα­ξαν ἄρ­δην τοὺς ὅ­ρους τῆς το­πι­κό­τη­τας. Τὸ το­πι­κὸ ἔ­πα­ψε πιὰ νὰ εἶ­ναι τὸ γε­ω­γρα­φι­κὰ χω­ρι­κό. Ὁ ὅ­ρος δι­ο­λι­σθαί­νει με­τα­φο­ρι­κὰ πρὸς τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου, τὶς πο­λι­τι­στι­κές του ἐμ­μο­νές. Ἕ­να ἀ­ναρ­χο­οι­κο­λο­γι­κὸ φαν­ζὶν τῆς Πά­τρας δι­α­θέ­τει ὑ­ψη­λὴ το­πι­κό­τη­τα, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι ἐ­ντό­νως ὑ­περ­το­πι­κό, δι­ό­τι ὑ­φί­στα­ται τὸν ἰ­σχυ­ρὸ ἐ­πι­κα­θο­ρι­σμὸ μιᾶς προ­ϊ­ού­σας πο­λι­τι­στι­κῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης.
            Τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων τοῦ 2009, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα σχε­δὸν μη­χα­νι­κὰ στὸ κα­νά­λι τῆς ΝΕΤ μιὰ ἐκ­πομ­πὴ γιὰ τὶς ὀ­μορ­φι­ὲς τῆς Ἠ­λεί­ας. «Ἀ­να­κα­λύψ­τε τὸ πο­τά­μι τῆς Νέ­δας» δι­α­φή­μι­ζε ὁ ἐκ­φω­νη­τής, ἐ­νῶ ἁ­πα­λὴ «κά­ουν­τρυ» μου­σι­κὴ συ­νό­δευ­ε τὰ λό­για του. Στὰ βου­νὰ καὶ τὰ πο­τά­μια τοῦ ἀ­νυ­πό­τα­κτου ἀ­ντάρ­τη Πέρ­δι­κα, νέ­οι καὶ νέ­ες ποὺ γεν­νή­θη­καν στὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα καὶ με­γά­λω­σαν στὰ δι­κτυα­κὰ «τσάτ-ρουμ» κά­νουν «ρά­φτιν­γκ» καὶ τρέ­χουν μὲ  ὀγ­κώ­δη 4Χ4. Σὲ ποι­όν ἀ­λή­θεια ἀ­νή­κει ἡ ἐ­παρ­χί­α Ἠ­λεί­ας;
            Τὸ θέ­μα εἶ­ναι πάν­τα γιὰ ποι­ά το­πι­κό­τη­τα καὶ ὑ­περ­το­πι­κό­τη­τα μι­λᾶ­με. Δι­ό­τι ἡ ἀ­να­πό­φευ­κτη παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση ἔ­χει δύ­ο ὄ­ψεις: αὐ­τὴ ποὺ σοῦ ἐ­πι­βάλ­λε­ται καὶ ἐ­κεί­νη ποὺ δι­εκ­δι­κεῖς. Τὸ νὰ γρά­φεις γιὰ τὸν λα­ϊ­κὸ κι­νη­μα­το­γρά­φο τοῦ χω­ριοῦ σου στὰ πέ­τρι­να χρό­νια ἢ γιὰ τὸν σύγ­χρο­νο λο­γο­τέ­χνη ποὺ ἐ­πέ­λε­ξε νὰ ἀ­νοί­ξει βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο στὴν Ἀ­μα­λιά­δα, ἔ­χει ὑ­ψη­λὴ το­πι­κό­τη­τα. Τὸ νὰ γρά­φεις ὅ­μως γι’ αὐ­τὰ καὶ νὰ τὰ ἐκ­δί­δεις μὲ τὸ ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­το με­ρά­κι, τὴν παι­δεί­α καὶ τὴν μα­στο­ριὰ αὐ­τοῦ ποὺ εἶ­δε τὶς εἰ­κό­νες τοῦ κό­σμου καὶ ἄ­κου­σε τὶς μου­σι­κές του εἶ­ναι τὸ ἔ­ξο­χο ὑ­περ­το­πι­κό, αὐ­τὸ ποὺ καὶ στὰ ἀ­πώ­τα­τα ἄ­κρα τῆς πε­ρι­φέ­ρειας σὲ κά­νει νὰ γί­νε­σαι στὸ μέ­τρο σου ἡ πρω­τεύ­ου­σα τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τὸ κέν­τρο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖο δὲν θὰ ἤ­θε­λες καὶ δὲν θὰ ἄ­ξι­ζε νὰ φύ­γεις πο­τέ.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Ὁμιλία στὴν ἐκδήλωση ποὺ διοργάνωσε ὁ Σύνδεσμος Φιλολόγων Πά­τρας καὶ τὸ ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ «Διαπολιτισμὸς» γιὰ τὴν πα­ρου­σίαση τοῦ 8ου τεύ­χους τοῦ περιοδικοῦ Ὀροπέδιο στὸ Μέγαρο Λό­γου καὶ Τέχνης στὴν πλα­­τεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄ στὴν Πάτρα στὶς 30/01/2010, στὶς 12 τὸ με­ση­μέ­ρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: