Ὁ Γιάννης Πατίλης καὶ ὁ Τάκης Παυλοστάθης. Δεκαετία 1960. |
Γιάννης Πατίλης
Μικρὸς
Τύπος:
Ἀπὸ τὸ τοπικὸ πρὸς τὸ ὑπερτοπικό
Γιὰ
μιὰ ἀρχαιολογία τῆς τοπικότητας
στὴν
Ἑλλάδα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα1
Ἀναδημοσίευση
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 8ο, Χειμώνας 2009.
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔλαβε τὸ γράμμα
μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἀλλὰ ἔχω βάσιμους λόγους νὰ πιστεύω ὅτι ὁ
κατόπιν νομπελίστας ποιητὴς καὶ νὰ τὸ λάβαινε ἐγκαίρως δὲν θὰ ἀνταποκρινόταν.
Δὲν γνωρίζω κάποιο περιοδικὸ τῆς ἐπαρχίας ποὺ νὰ φιλοξένησε ποτὲ
κείμενό του. Εἴκοσι χρόνια μετά, στὶς 30 Δεκεμβρίου 1964 τὸ ζεῦγος Σεφέρη
ἐπισκέπτεται τὸν Σινόπουλο στὸ σπίτι του στὸν Περισσό. Ὁ Σινόπουλος
τοῦ προσφέρει ἕναν πίνακά του. «Ὁ Σεφέρης ἔχει ἀλλάξει κουβέντα. Ἡ
βραδιὰ συνεχίζεται. Ἔφυγε χωρὶς νὰ πάρει τὸν πίνακα.», σημειώνει
ὁ Τάκης Σινόπουλος ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια γιὰ τὴν συνάντηση ἐκείνη
στὸ βιβλίο του Νυχτολόγιο (1978).
Καὶ στὸ ἴδιο βιβλίο γιὰ κάποιον ποὺ δὲν κατονομάζει: «Ἡ διαφορά μου
μὲ σένα εἶναι πὼς ἐσὺ ξεκίνησες ἀποφασισμένος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ γίνεις
μεγάλος. Καὶ μὲ τὴ σκέψη τούτη περπάτησες.» Ὁ Σεφέρης ἦταν ὁ ἄνθρωπος
ποὺ βάδιζε διαρκῶς ἀπὸ τὴν κοσμοπολίτικη Σμύρνη μέσῳ Ἀθηνῶν καὶ
Παρισίων πρὸς τὴ Στοκχόλμη, ἐνῶ ὁ Σινόπουλος ὁ ἐπαρχιώτης ποὺ ἐρχόταν
«συνεχῶς ἀπὸ τὸν Πύργο» γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὸν προσφυγικὸ
συνοικισμὸ τοῦ Περισσοῦ. Ἡ συνάντηση, ὅσο καὶ νὰ τὴν ποθοῦσε ὁ Πυργιώτης
ποιητής, ἦταν πολιτιστικῶς ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνως ἀδύνατη. Στὴν μετεμφυλιακὴ
Ἑλλάδα τὸ τοπικὸ δὲν μποροῦσε νὰ συναντήσει ἀκόμη τὸ ὑπερτοπικό!
Καὶ ὅμως ὁ Ὀδυσσέας, στὸν ὁποῖο ὁ “ἀφελὴς” νέος καλοῦσε τὸν ἤδη φτασμένο
ποιητὴ νὰ συνεργαστεῖ, ἦταν μὲ τὴ σειρά του κι αὐτὸ ἕνα περιοδικὸ ὑπερτοπικό,
ἀλλὰ τὰ πολιτιστικά μας ἤθη δὲν μᾶς ἐπέτρεπαν ἀκόμη νὰ τὸ διακρίνουμε.
Ἡ σνομπαρία ἦταν τὸ ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τοῦ ἐπαρχιωτισμοῦ, ἐὰν
δὲν ἦταν αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ τὸν γεννοῦσε.
Ἡ ἀρχαιολογία τῆς ἐπαρχίας στὴ
νεώτερη Ἑλλάδα, κατὰ τὴν γνώμη μου, τὴν κάπως αὐθαίρετη καὶ σχηματική,
ἔχει τὸ ἀποφασιστικὸ γενέσιό της στὸ ἔτος 1922 καὶ τὴν πανηγυρικὴ ὅσο
καὶ συμβολική της λήξη στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ 1991, ὅταν ὁ Ἄγγλος μηχανικὸς
καὶ ἐρευνητὴς τῶν ὑπολογιστῶν Timothy Berners-Lee ἐγκαινίαζε τὸν πρῶτο δημόσιο διαδικτυακὸ ἱστότοπο στὴν ἱστορία.
Πρὶν
ἀπὸ τὸ 1922, καὶ ἰδιαίτερα πρὶν ἀπὸ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους, ἡ Ἀθήνα
ἡ ἴδια ἦταν ἀκόμα ἕνα εἶδος ἐπαρχίας τοῦ εὐρύτερου κοσμοπολίτικου
παροικιακοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Σμύρνης,
τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Βάρνας, τῆς Ὀδησσοῦ
ἐπικοινωνοῦσε αὐτόνομα καὶ ἐπί ἴσοις ὅροις μὲ τὰ μεγάλα κέντρα
τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ
μετὰ ἔχει ἀρχίσει ἤδη ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Μὲ τὸν ἐνταφιασμὸ τῆς
μεγάλης ἰδέας ἡ Ἀθήνα γινόταν ὁριστικὰ ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἑλλαδισμοῦ.
Τὸ κέντρο ὡς πρὸς τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐπανακαθοριστεῖ ὁ ρόλος τῆς περιφέρειας.
Ἀλλὰ σὲ μιὰ ἐσωστρεφῆ πλέον Ἑλλάδα, ἡ Ἀθήνα διεκδικεῖ τὴν πολιτιστικὴ
ἡγεμονία χωρὶς δικές της πνευματικὲς ρίζες καὶ ἀστικὸ πολιτισμό.
Σχεδὸν καμιὰ ἀπὸ τὶς ἡγετικὲς φυσιογνωμίες τῆς γενιᾶς τοῦ ’30 δὲν
γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα. Οἱ περισσότεροι ἔρχονται ἀπὸ τὸν παροικιακὸ
ἑλληνισμὸ καὶ κάποιοι ἀπὸ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας. Ἡ νέα πολιτιστικὴ
πρωτεύουσα ποὺ σταδιακὰ ἱδρύουν λέγεται «Ἑλληνικότητα», ἕνας
λαμπερὸς οὐ-τόπος, μὲ ἕδρα τὰ λίγα οἰκοδομικὰ τετράγωνα γύρω ἀπὸ
τὸ Σύνταγμα, ποὺ ἀπωθεῖ ἐπιδεικτικὰ τὴν πραγματικὴ καὶ καθημαγμένη
Ἑλλάδα τόσο τῆς πρωτεύουσας ὅσο καὶ τῆς περιφέρειας, τὴν Ἑλλάδα τῆς
χαμένης γενιᾶς τοῦ ’20, τοῦ Καρυωτάκη, τοῦ Ἄγρα καὶ τοῦ Κοτζιούλα. Κατὰ
ἕναν περίεργο ὅσο καὶ διεστραμμένο τρόπο ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὴν
εὐρωπαϊκῶν προδιαγραφῶν ὑψηλὴ ἀγωγὴ τῆς «Ἑλληνικότητας» ἐξοβελίζεται
ρητῶς ἢ νοερῶς ὡς «ἐπαρχία».
Τὴν
ἔνταση αὐτοῦ τοῦ διχασμοῦ θὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὰ μέσα τῆς δεκαετίας
τοῦ ‘30 στὴν πολεμικὴ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς «ἑλληνικῆς πνευματικῆς ἐπαρχίας»,
στὴν ὁποία ἐμπλέκεται γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἱκανὴ μερίδα τοῦ
μικροῦ τύπου τῆς ἐποχῆς. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς ὅσο γνωστὸ
εἶναι πὼς τὰ Νέα Γράμματα τοῦ Ἀνδρέα
Καραντώνη ὑπῆρξαν ἡ ναυαρχίδα τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας τοῦ
μεσοπολέμου, τόσο ἄγνωστο γενικότερα παραμένει πὼς ὁ μεσοπόλεμος
στὸ σύνολό του ὑπῆρξε ὁ πιὸ γόνιμος, ἀνήσυχος, πλούσιος σὲ φωνές, αἰσθητικὲς
καὶ ἰδέες βιότοπος τοῦ μικροῦ τύπου ποὺ ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα. Μιὰ
δραστήρια κίνηση ἀπὸ δεκάδες αὐτοοργανωμένους σὲ συντροφιὲς διανοούμενους,
λογοτέχνες καὶ αὐτοσχέδιους ἐκδότες, ποὺ διαπερνᾶ σὰν θαῦμα ὁλόκληρη
τὴν Κατοχή (!!) καρπίζοντας σὲ συνθῆκες μεγάλης ὑλικῆς στέρησης
περιοδικὰ σὰν τὸν Ὀδυσσέα, γιὰ νὰ ἐξασθενίσει ἀπότομα στὶς δύο
πρῶτες δεκαετίες τοῦ ψυχροῦ πολέμου καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ μέσα σὲ τελείως
ἄλλες συνθῆκες στὴ δεκαετία τοῦ ’70.
Ὅπως
στὶς μέρες μας τὸ θεσμικὸ κέντρο εἶναι αὐτὸ ποὺ σημασιοδοτεῖ —γιὰ τὶς
δικές του πάντα ἀνάγκες— ἔννοιες σὰν τὸ «περιθώριο», ἔτσι καὶ τότε, σὲ
μιὰ περίοδο πολὺ κρίσιμη γιὰ τὴ συγκρότηση τῶν καινούργιων νεοελληνικῶν
ἰδεολογημάτων (ἰδεολογήματα ποὺ μόλις πρόσφατα ἄρχισαν νὰ φθίνουν),
τὸ πολιτιστικὸ κέντρο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν πάλι αὐτὸ ποὺ καθόριζε
τὴν ἔννοια τῆς τοπικότητας καὶ εἰσηγεῖτο τὸν ἀνάλογο καταμερισμὸ
τῆς πνευματικῆς ἐργασίας. Δὲν θυμᾶμαι πιὸ περιεκτικὸ ὁρισμὸ γιὰ τὸν
ρόλο ποὺ ἐναποθέτει στοὺς διανοούμενους τῆς ἐπαρχίας καὶ στὸν τοπικὸ
τύπο ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Αἰμίλιου Χουρμούζιου στὸ ἄρθρο του μὲ τὸν τίτλο
«Ἡ Ἐπαρχία» στὴν ἐφ. Καθημερινή τῆς
26ης Ἰουλίου 1937:
«Τὸ περιοδικό της, οἱ λόγιοί της, οἱ ἀγῶνες
της δὲν πρέπει νὰ τείνουν σὲ μιὰ στεῖρα προσπάθεια συναγωνισμοῦ ἢ ἁμίλλης
μὲ τὴν πρωτεύουσα, ἀλλὰ σὲ μιὰ θετικὴ βοήθεια γιὰ τὸν πλουτισμὸ καὶ τὴ
διευκρίνηση τοῦ περιεχομένου τῆς νεοελληνικῆς παράδοσης ποὺ ἀποτελεῖ
ἄλλωστε καὶ τὸν πρῶτο ὅρο, τὸ πρῶτο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ οἰκοδομούμενου
νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ Ἐπαρχία, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συμβολῆς
της στὴν ὕφανση τῆς νεοελληνικῆς αὐτῆς παράδοσης μόλις τώρα σπουδάζεται
ἀπὸ μερικοὺς φιλότιμους μελετητὲς τῆς σύγχρονης καὶ τῆς παλαιότερης
ἑλληνικῆς ἱστορίας. Καὶ ὅμως ἡ ἑλληνικὴ ἐπαρχία εἶναι ἀκένωτη
πηγὴ πλούτου λαογραφικοῦ, μύθων, θρύλων καὶ ἡρωϊκῶν παραδόσεων
ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν τὴν ἀναγέννηση τῆς νεοελληνικῆς
ἐποποιΐας.
»Αὐτὸ
τὸ ὑλικὸ ἂς τὸ συλλέξουν, ἂς τὸ μελετήσουν κι ἂς μᾶς τὸ παραδώσουν οἱ
φιλότιμοι ἐργάτες τῶν γραμμάτων τῆς Ἐπαρχίας.»
Στὴν
ξεκάθαρη ὅσο καὶ ὀρθολογικὴ αὐτὴ διακήρυξη, πολλοὶ λόγιοι καὶ καλλιτέχνες
τῆς ἐπαρχίας θὰ ἔνιωθαν μιὰ ἄβολη μοίρα. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, πνεῦμα ἀναρχοανατρεπτικό,
ταλέντο ἀφηγηματικό, ποιητικὸ καὶ γλωσσικὸ πρώτης γραμμῆς, πρωτότυπος,
αὐθεντικὸς καὶ νεοελληνικότατος ὅσο ἐλάχιστοι τοῦ κέντρου, ἐκείνου
τοῦ κέντρου ποὺ φρόντισε νὰ τὸν κρατήσει στὸ περιθώριο τοῦ λογοτεχνικοῦ
κανόνα ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, ἀπαντοῦσε μὲ
εἰρωνικὴ ὀξύτητα ἀπὸ τὸ 5ο φύλλο τῶν Νεοελληνικῶν Σημειώματων, τοῦ περιοδικοῦ ποὺ ἔβγαζε
στὴ Χαλκίδα:
«Δηλαδή;
Ἂν καλὰ ἐννοήσαμε προορισμὸς τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαρχίας δὲν πρέπει νὰ
εἶναι νὰ συναγωνισθεῖ (ἂν μπορεῖ ἢ μπορέσει) ἢ ν’ ἁμιλληθεῖ τὴν Ἀθήνα
—σὲ τὶ ἄλλο;— στὶς πνευματικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς ροπὲς κι’ ἐπιδιώξεις
τοῦ ἔθνους (γιατὶ ὡς φαίνεται αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ὄξω ἀπὸ τὶς φιλοδοξίες
καὶ βλέψεις της —ὄξω ἀπὸ τὶς δυνάμεις της— καὶ ὡς φαίνεται θὰ εἶναι αὐτὸ
ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς «καθιερωμένης» Ἀθήνας!), παρὰ εἶναι μιὰ
θετικὴ βοήθειαγιὰ τὸν πλουτισμὸ
κλπ. ἀπὸ τοὺς —τὶ παράσημο!— φιλότιμουςἐργάτες
τῶν γραμμάτων, ἐμᾶς!
»Τὸ
πνεῦμα, τὴν τέχνη καὶ ὅποιαν ἄλλη ἐκδήλωση καὶ ἐπίδοση ποὺ συγκροτεῖ
καὶ ἀποτελεῖ τοὺς πολιτισμούς, δὲν ἔχει δικαίωμα ἡ Ἑλλην. ἐπαρχία
νὰ ἐπεξεργαστεῖ (κι ἂν μπορέσει), γιατὶ αὐτὸ θὰ τὸ κάμνει ἡ πρωτεύουσα
καὶ δὲν εἶναι δικός της προορισμός, παρὰ μπορεῖ καὶ πρέπει, αὐτή, νὰ συνάξει
(ἡ φιλότιμη) τὸ λαογραφικὸ ὑλικό της, τοὺς μύθους, τοὺς θρύλους της
καὶ “νὰ μᾶς τὸ παραδώσῃ”!»
Ἐὰν
τὸ ’22 ἔφερε τοὺς πρόσφυγες στὴν Ἀθήνα, τὸ ’49 ἔφερε τοὺς πραγματικοὺς
ἐπαρχιῶτες. Ἡ διαμάχη γιὰ τὸν «ἐπαρχιωτισμὸ» κατέβηκε ἀνακουφιστικά,
μαζὶ μὲ τὸν Κώστα Χατζηχρῆστο, ἀπὸ τοὺς διαξιφισμοὺς τῶν διανοουμένων
τοῦ μεσοπολέμου στὸν λαϊκὸ κινηματογράφο τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’50 καὶ
τοῦ ’60. Τὶς προσφυγικὲς πολυκατοικίες διαδέχτηκαν οἱ κανονικὲς
ποὺ ὅλοι μας ξέρουμε, ἐνῶ ἄρχισαν νά ‘ρχονται οἱ πρῶτες φουρνιὲς λογοτεχνῶν,
αὐτὲς ποὺ οὔτε γεννήθηκαν σὲ κάποια πόλη τοῦ παροικιακοῦ ἑλληνισμοῦ
οὔτε σὲ κάποια ἄλλη γνωστὴ πόλη τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ πολὺ ἁπλὰ μέσα σὲ
κάποιο πανομοιότυπο διαμέρισμα, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν γνωρίζω σχεδὸν πιὰ
κανέναν ποὺ νὰ γεννήθηκε πραγματικὰ στὴν Ἀθήνα.
Οἱ ραγδαῖες τεχνολογικὲς ἐξελίξεις
ποὺ ἀκολούθησαν τὶς τρεῖς ἑπόμενες δεκαετίες ἄλλαξαν ἄρδην τοὺς ὅρους
τῆς τοπικότητας. Τὸ τοπικὸ ἔπαψε πιὰ νὰ εἶναι τὸ γεωγραφικὰ χωρικό.
Ὁ ὅρος διολισθαίνει μεταφορικὰ πρὸς τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ὑποκειμένου,
τὶς πολιτιστικές του ἐμμονές. Ἕνα ἀναρχοοικολογικὸ φανζὶν τῆς Πάτρας
διαθέτει ὑψηλὴ τοπικότητα, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι ἐντόνως ὑπερτοπικό,
διότι ὑφίσταται τὸν ἰσχυρὸ ἐπικαθορισμὸ μιᾶς προϊούσας πολιτιστικῆς
παγκοσμιοποίησης.
Τὸ μεσημέρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων
τοῦ 2009, παρακολουθοῦσα σχεδὸν μηχανικὰ στὸ κανάλι τῆς ΝΕΤ μιὰ ἐκπομπὴ
γιὰ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Ἠλείας. «Ἀνακαλύψτε τὸ ποτάμι τῆς Νέδας» διαφήμιζε
ὁ ἐκφωνητής, ἐνῶ ἁπαλὴ «κάουντρυ» μουσικὴ συνόδευε τὰ λόγια του.
Στὰ βουνὰ καὶ τὰ ποτάμια τοῦ ἀνυπότακτου ἀντάρτη Πέρδικα, νέοι καὶ
νέες ποὺ γεννήθηκαν στὰ διαμερίσματα καὶ μεγάλωσαν στὰ δικτυακὰ
«τσάτ-ρουμ» κάνουν «ράφτινγκ» καὶ τρέχουν μὲ ὀγκώδη 4Χ4. Σὲ ποιόν ἀλήθεια ἀνήκει ἡ ἐπαρχία
Ἠλείας;
Τὸ θέμα εἶναι πάντα γιὰ ποιά τοπικότητα
καὶ ὑπερτοπικότητα μιλᾶμε. Διότι ἡ ἀναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση
ἔχει δύο ὄψεις: αὐτὴ ποὺ σοῦ ἐπιβάλλεται καὶ ἐκείνη ποὺ διεκδικεῖς.
Τὸ νὰ γράφεις γιὰ τὸν λαϊκὸ κινηματογράφο τοῦ χωριοῦ σου στὰ πέτρινα
χρόνια ἢ γιὰ τὸν σύγχρονο λογοτέχνη ποὺ ἐπέλεξε νὰ ἀνοίξει βιβλιοπωλεῖο
στὴν Ἀμαλιάδα, ἔχει ὑψηλὴ τοπικότητα. Τὸ νὰ γράφεις ὅμως γι’ αὐτὰ καὶ
νὰ τὰ ἐκδίδεις μὲ τὸ ἀνυποχώρητο μεράκι, τὴν παιδεία καὶ τὴν μαστοριὰ
αὐτοῦ ποὺ εἶδε τὶς εἰκόνες τοῦ κόσμου καὶ ἄκουσε τὶς μουσικές του εἶναι
τὸ ἔξοχο ὑπερτοπικό, αὐτὸ ποὺ καὶ
στὰ ἀπώτατα ἄκρα τῆς περιφέρειας σὲ κάνει νὰ γίνεσαι στὸ μέτρο σου ἡ
πρωτεύουσα τοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ κέντρο ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἤθελες καὶ
δὲν θὰ ἄξιζε νὰ φύγεις ποτέ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ὁμιλία στὴν ἐκδήλωση ποὺ
διοργάνωσε ὁ Σύνδεσμος Φιλολόγων Πάτρας καὶ τὸ ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ
«Διαπολιτισμὸς» γιὰ τὴν παρουσίαση τοῦ 8ου τεύχους τοῦ περιοδικοῦ
Ὀροπέδιο στὸ Μέγαρο Λόγου καὶ Τέχνης
στὴν πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄ στὴν Πάτρα στὶς 30/01/2010, στὶς 12 τὸ μεσημέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου