Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2017

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος: Ο Κόμης

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Ο Κόμης

Ήταν 31 Ιουλίου και η Αθήνα έβραζε. Περιμέναμε την τελευταία μέρα αυτού του μήνα, να φύγουμε για τα μπάνια. Ο προγραμματισμός όμως άλλαξε την τελευταία στιγμή, όπως είχε γίνει πολλές φορές, για κάποιο λόγο, κι έτσι αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε την επομένη το πρωί. Εξαντλημένος από τη ζέστη, δεν αντέδρασα όπως άλλες φορές, για την αλλαγή της αναχώρησης. Έφτιαξα έναν φραπέ και καταϊδρωμένος, σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα αναμένοντας τις βραδινές ειδήσεις. Αίφνης χτύπησε το τηλέφωνο και έσπευσα να το σηκώσω. Από την άλλη ακούστηκε μια ένρινη και συμπαθητική αντρική φωνή:
            «Καλησπέρα σας… ο κύριος Φίλιππος Σενδωνάς;»
            «Μάλιστα κύριε, παρακαλώ…», απάντησα.
            «Κύριε Σενδωνά, εδώ υπαστυνόμος Τζαμαλής, από την Λιμενική Αστυνομία Πειραιά…»
            Για δευτερόλεπτα σαστισμένος, δεν απάντησα.
            «Ναι;» ακούστηκε ο υπαστυνόμος από την άλλη άκρη. «Ναι; Κύριε Σενδωνά με ακούτε;»
            «Βεβαίως κύριε σας ακούω, τι θέλετε;»
            «Κύριε Σενδωνά, με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά έχουμε εδώ έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ο οποίος είναι σε άσχημη κατάσταση…».
            «Κι εγώ τι φταίω κύριε;» είπα, ρίχνοντας λοξές ματιές στην τηλεόραση, όπου από λεπτό σε λεπτό άρχιζε το δελτίο ειδήσεων των οκτώ…
            «Να σας εξηγήσω κύριε… Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια παράκρουση. Όταν τον ρωτάμε ποιος είναι, μας δίνει ένα λευκό χαρτάκι με το τηλέφωνό σας και απαντά ότι είναι ο Φίλιππος Σενδωνάς… Το μόνο πράγμα που είχε πάνω του, είναι αυτό το χαρτάκι που γράφει αυτό το όνομα κα τον αριθμό τηλεφώνου όπου σας καλώ, κι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο Φίλιππος Σενδωνάς κι ότι αυτό είναι το τηλέφωνο του σπιτιού του… Μας τον έφεραν και δήλωσαν ότι περιφέρεται μέρες μέσα στο λιμάνι Έχετε κάποια ιδέα..;»
            «Τι ιδέα να έχω κύριε; Πού να ξέρω ποιος είναι;».
            «Λέω κύριε… μήπως είναι κάποιος συγγενής σας, κάποιος γνωστός σας, που έχει άνοια και χάθηκε..»
            Σιώπησα μερικά δευτερόλεπτα. Εν τω μεταξύ το δελτίο ειδήσεων είχε αρχίσει κι εγώ αισθανόμενος μια μικρή ταραχή, έχασα την πρώτη είδηση.
            «Δεν έχω υπόψιν μου κύριε, να πάσχει κάποιος δικός μου άνθρωπος από άνοια…», είπα. «Πώς δείχνει ο κύριος αυτός;»
           

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2017

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος: Τι έγινε Γιάννη; Τον έσωσες τον κόσμο;

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Τι έγινε Γιάννη; Τον έσωσες τον κόσμο;
  

Ήταν ο έκτος χρόνος, που η Αγγέλω περίμενε τον άντρα της τον Γιάννη Δημακόπουλο να γυρίσει από την φυλακή. Από το ’46 που μπήκε μέσα δεν τον είχε ξαναδεί. Μεγάλωνε δυο παιδιά με χίλια δυο βάσανα. Φρόντιζε και τον πεθερό της που τον είχαν πάρει τα χρόνια και δε μπορούσε να προσφέρει πια στο σπίτι. Τώρα ακούστηκε πως η κυβέρνηση θα δώσει χάρη και θα γυρίσουνε οι εξόριστοι και οι κρατούμενοι στα σπίτια τους. Έβραζε η ψυχή της Αγγέλως. Από τότε που παντρεύτηκε απ’ αγάπη τον Γιάννη, δεν είχε δει άσπρη μέρα. Της το ’λεγε η συχωρεμένη η μάνα της.
            —Μ’ αυτόνε δε θα ιδείς προκοπή… Το νου του τον έχει πώς να ταΐσει τον κόσμο… μη πιάνεις συψωμιά με τους Δημακαίους…  
Δεν την άκουσε. Να πεις πως δεν την θέλανε άλλοι; Να οι γαμπροί! Μα αυτή δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτες.
—Τον Γιάννη αγάπησα, τον Γιάννη θα πάρω, έλεγε με πείσμα…
Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής έβαλε στεφάνι. Δυο χρόνια μετά το γάμο, το 1943, ήρθανε από το Ξερό οι χίτες και τους κάψανε το σπίτι. Ένας Καρβούνης ήτανε αρχηγός τους. Αυτός χρώσταγε του Γιάννη δεκαπέντε χιλιάδες προπολεμικές δραχμές. Ήρθε λέει να ξοφλήσουνε. Ίσια που προφτάσανε να πάρουνε το μεγάλο παιδί και να κάνουνε κατά την Περόνα. Θα τους σκοτώνανε.
Η Αγγέλω τότε ήτανε γκαστρωμένη στο δεύτερο παιδί. Κόντεψε να τ’ απολύκει, τρέχοντας μέσα στου Χαρατσάρι το ρέμα. Βάρεσαν τα γόνατα στο κεφάλι.  Κατεβήκανε μια πλαγιά μέσα στο δάσος και κρυφτήκανε σε μια σπηλιά. Ύστερα, ήρθε ο Κονδύλης στην περιοχή και οι καπετανέοι σαν τον Καρβούνη κρυφτήκανε. Ανασάνανε λιγάκι τα χωριά απ’ το πλιάτσικο. Μέχρι τότες ο Γιάννης ήτανε σύνδεσμος λέει. Το ’43 όμως, έφυγε απ’ το σπίτι. Την άφηκε με δυο παιδιά, το ένα αχρόνιαγο, και βγήκε αντάρτης στο βουνό. Από τότε η Αγγέλω ήτανε σα να μην έχει άντρα. Πολέμαγε ο Γιάννης τους Γερμανούς. Στο σπίτι ερχότανε αριά κι ανάρια. Ούλο απάνω στα βουνά. Οι άλλοι τον είχανε επικηρύξει.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2017

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος Μια τυχαία συνάντηση


Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Μια τυχαία συνάντηση

Η συνάντησή μας με τον κ. Σερμπάν, στο παλιό παλάτι της οικογένειας Στούρτζα, επί του βουλεβάρτου Μαγκέρου –παλάτι των παλιών ηγεμόνων της Βλαχίας το οποίο τώρα είναι βιβλιοπωλείο– τέλειωσε στις έντεκα και τέταρτο. Η ευγενική κ. Μαριάννα Πορούμπ, γραμματέας του κ. Σερμπάν, κάλεσε ένα ταξί. Χαιρετήσαμε τους καλούς μας φίλους και βγήκαμε στην οδό Άρθουρ Βερόνα, όπως μας υπέδειξαν, για να περιμένουμε το ταξί, το οποίο θα ερχόταν σε λίγα λεπτά από την Πλατεία Γεωργίου Καντακουζηνού. Ήμασταν ελεύθεροι πια, μιας και είχαμε τελειώσει τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις με διάφορους εκδοτικούς οίκους. Έτσι, ο Παύλος, ο νεαρός διευθυντής πωλήσεων τον οποίο εγώ συνόδευα, ικανοποιημένος συγκατατέθηκε, όταν του πρότεινα να επισκεφθούμε δυο τρία κτίρια της πόλης προς φωτογράφηση.
Ο καιρός, ήταν αρκετά καλός. Έλεγαν οι ντόπιοι φίλοι μας, ό,τι οι χειμώνες, δεν είναι πια τόσο σκληροί όσο παλιά. Νοέμβρης μήνας ήταν, κι ακόμη δεν είχε πέσει το πρώτο χιόνι. Παλιά, το πρώτο χιόνι, έπεφτε μια δυο μέρες πριν ή μετά τη γιορτή του Άη Δημήτρη. Τώρα, έλεγαν, πως το πρώτο χιόνι πέφτει τα Χριστούγεννα. Και αν… Γίναμε μια «μεσογειακή χώρα», προσέθεταν κλείνοντας το μάτι…
Είχε λιακάδα. Βγήκαμε, και σταθήκαμε στη αριστερή πλευρά του βιβλιοπωλείου, περιμένοντας το ταξί. Δεν άργησε να έλθει. Είπαμε στον οδηγό, έναν μελαχρινό, με βαμμένο κατάμαυρο –σαν του κόρακα τα φτερά– μαλλί, τον αριθμό της παραγγελίας και επιβιβαστήκαμε. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού ως μεγαλύτερος.
Είπα στον οδηγό πού θέλουμε να πάμε. Ήθελα να βγάλω μια δυο φωτογραφίες στην οδό Μπαρατσίεϊ στον αριθμό 16, την «Λαπταρία του Ενάκε», το κτίριο όπου στεγαζόταν το Γαλακτοπωλείο του Ενάκε, πατέρα του ποιητή Στεφάν Ρόλλ, του καταγόμενου από την Φλώρινα. Κατόπιν, ήθελα να φωτογραφίσω το σπίτι του Λουντέμη στην οδό Πλάντελορ, την Ελληνική Πρεσβεία στο Μπουλβάρ Φερδινάνδου και τέλος στο Ομπόρ, τον Πύργο της Πυροσβεστικής. Ο οδηγός απάντησε καλότροπα, ότι ξέρει όλα τα κτίρια και ότι θα κάνουμε έναν ευχάριστο γύρο μέσα στην πόλη.
Άναψε το φανάρι και ξεκίνησε, ακολουθώντας την Λεωφόρο Μπαλτσέσκου αριστερά, οδηγώντας όπως όλοι οι ρουμάνοι οδηγοί ταξί, κάνοντας τα απαραίτητα ζιγκ-ζαγκ και σχολιάζοντας αρνητικά, κυρίως τις «κοκοάνες», τις ρουμανίδες που οδηγούσαν ακριβά αυτοκίνητα.
Ο Παύλος ρούφαγε με λαιμαργία, τα κλασσικά κτίρια της πόλης που γλιστρούσαν στο πλάι. Εγώ απορροφημένος, ξεφύλλιζα την εφημερίδα «Αλήθεια» κι έριχνα που και πού καμιά ματιά στο δρόμο. Αυτός είναι ο πιο φαρδύς δρόμος του Βουκουρεστίου, από την Πιάτσα Ρομάνα, μέχρι την Πιάτσα Ουνιβερσιτάτσι. Αίφνης, εκεί που οδεύαμε προς το Ιντερκοντινένταλ, ακούω τον ταξιτζή, να λέει, με ασυγκράτητη χαρά στη φωνή του:
            —Ντόμνουλ Ντουμιτράκε…. Είστε ο κύριος Δημητράκης… ω Θεέ μου, δεν κάνω λάθος, είστε ο κύριος Δημητράκης, ο φίλος του κυρίου Βασιλάκη με την Τζάγκουαρ… ω Θεέ μου πόσα χρόνια!..., κι αφήνοντας το τιμόνι, άρπαξε το κεφάλι μου προσπαθώντας να με φιλήσει…
Εγώ, έντρομος γύρισα προς το μέρος του, να ιδώ, ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος που, οδηγώντας σαν τρελός, άφησε το τιμόνι, (μέσα στην κεντρικότερη Λεωφόρο του Βουκουρεστίου, ενώ το αυτοκίνητο έτρεχε σαν δαιμονισμένο), για να με αγκαλιάσει, λες και ήταν κάποιος συγγενής μου, που είχε χρόνια να με δει… Πανηγύριζε με έξαλλο τρόπο. Τον κοίταξα. Δεν μου θύμιζε κάτι. Ο Παύλος πίσω μου, έλεγε γελώντας:
            —Είναι φίλος σας κύριε Δημήτρη; Κάνει σαν τρελός ο άνθρωπος… θα μας σκοτώσει…
            Καθώς τον κοίταζα έκπληκτος, ενώ αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του, λέει…
            —Δεν με θυμάστε κύριε Ντιμίτρις; Ο υπεύθυνος αξιωματικός για την οδική κυκλοφορία στην Πιάτσα Ουνιβερσιτάτσι και στη Λεωφόρο Μαγγιέρου, είμαι… Ο Μανόλε Αντρονέζι, ντόμνουλ Ντιμίτρις… Εγώ που σας έκοβα κλήσεις, εσένα και του ντόμνουλ Βασιλάκε έξω από το Τσικλόπ1, όταν  πηγαίνατε την τζάγκουαρ για πλύσιμο…
            Κόντεψα να λιποθυμήσω. Τριάντα δύο χρόνια μετά, ένας άνθρωπος, με τον οποίο δεν είχα και τις καλύτερες σχέσεις, με αναγνώριζε, σε μιαν άλλη ηλικία και σε μιαν άλλη εποχή…
            «Σας έκοβα κλήση», είπε. Αυτή η ιστορία με τις κλήσεις, Θεέ μου! Όλοι οι τροχονόμοι έκοβαν κλήσεις με οποιαδήποτε αφορμή. Ήταν ένας τρόπος να τσεπώσουν κάμποσα λέϊ2 παραπάνω και να αυξάνουν τον άθλιο μισθό τους. Και να τώρα, αναπάντεχα, αυτός άνθρωπος από το παρελθόν, έβγαινε μπροστά μου, χαρούμενος τρελά που με έβλεπε ξανά μετά από τόσα χρόνια…

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2017

Δημήτρης Γ. ΚανελλόπουλοςΗ ονειροποιητική γραφή του Ηλία Λ. Παπαμόσχου - Μια καινούργια γραφή στην Ελληνική Πεζογραφία[Απόσπασμα από αδημοσίευτη μελέτη]


...Διαβάζοντας τα μικρά σε έκταση διηγήματα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, αισθάνεσαι ένα αισθηματικό ξάφνιασμα. Με λιτό και στιβαρό λόγο σε εισάγει σε μια “ονειροποιητική” μυθολογία, όπου οι εικόνες από τον κόσμο των ζωντανών, στον κόσμο των κεκοιμημένων, από την πραγματικότητα στο φαντασιακό εναλλάσσονται με έναν διαρκώς εντεινόμενο ποιητικό τρόπο. 
Τα διηγήματα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, δημιουργούν ένα νέο προηγούμενο στην ελληνική πεζογραφία: αυτή η διαρκής εναλλαγή του πραγματικού με το ονειρικό, ξαφνιάζει και καθηλώνει. Θαρρείς πως δημιουργεί μια νεα πεζογραφική αντίληψη, μια νέα εικονοποιϊα. Σα να γίνεται μια σύζευξη του παραδοσιακού φαντασιακού με μια ρομαντική παραδοσιακή εικονοποιΐα συζευγμένη με σουρεαλιστικά στοιχεία. Αυτή κατά την γνώμη μου είναι μια νέα μορφή έκφρασης. Θα μπορούσα να την αποκαλέσω ονειροποιητική γραφή. Όχι μόνο ως προς την φόρμα, αλλά και ως προς την διαρκή εσωτερική ροή: αισθημάτων, εικόνων που περιγράφονται αριστοτεχνικά, με ονειρικό, ποιητικό τρόπο... 
Το "όνειρο" στα διηγήματα του Παπαμόσχου, δεν είναι ούτε πηγή, ούτε αντικείμενο μελέτης. Αλλά είναι μια προσπάθεια να οικοδομηθεί μια πραγματικότητα που....



Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2017

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος Μ’ ἔχουν σημαδέψει κλασσικὰ ἔργα

Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Μ’ ἔχουν σημαδέψει κλασσικὰ ἔργα

Τὰ χρόνια ποὺ ἄρχισα νὰ νιώθω τὸν κόσμο ἦταν δύσκολα χρόνια. Τὸ βιβλίο, στὶς φτωχογειτονιὲς ποὺ κατοικοῦσα, δὲν ἦταν εἶδος πρώτης ἀνάγκης. Ὅπως πολλὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου, ἀνακάλυψα κι ἐγὼ τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα, κι ἔτσι μπῆκα στὸν μαγικὸ κόσμο τῆς Λογοτεχνίας. Ἄρχισα νὰ κυνηγῶ τὰ «Κλασσικὰ» μὲ μανία καί, ἀνταγωνιζόμενος τοὺς παιδικούς μου φίλους, προσπαθοῦσα νὰ μεγαλώσω τὴν συλλογή μου. Τὰ ἀγοράζαμε συνήθως μεταχειρισμένα ἀπὸ ἕναν παλαιοβιβλιοπώλη. Ὅταν «κονομάγαμε» κανένα δίφραγκο, τρέχαμε στὸν «Γέρο», ὅπως ἀποκαλούσαμε τὸν παλαιοβιβλιοπώλη, καὶ ἀναζητούσαμε τεύχη τὰ ὁποῖα μᾶς ἔλειπαν. Μιὰ μαγεία: Οἱ Ἄθλιοι, Ὄλιβερ Τουίστ, Δαυὶδ Κόπερφιλδ, Χωρὶς Οἰκογένεια, Ἀνεμοδαρμένα Ὕψη, Παναγία τῶν Παρισίων, Ἡ μυστηριώδης νῆσος, Οἱ Τρεῖς Σωματοφύλακες, Χάλκμπερι Φὶνν καὶ Τὸμ Σώγιερ, τὰ Ἄγουρα χρόνια… Κάναμε κι ἀνταλλαγές. Κι ἀκόμη, τὰ παίζαμε στὶς ἀμάδες ἢ στὸ «πάρτα ὅλα»...  «Τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα» ἦταν τὸ πρῶτο ἀναγνωστικὸ ἐρέθισμα ποὺ μεταβλήθηκε ἀργότερα σὲ ἐξάρτηση…
Στὴν Ἐ΄ Δημοτικοῦ ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ μικρή, ἀλλὰ σχετικὰ καλὰ ὀργανωμένη, βιβλιοθήκη μιᾶς μακρινῆς «θείας». Κάθε ἀπόγευμα, μετὰ τὰ διαβάσματα γιὰ τὸ Σχολεῖο, μποροῦσα νὰ πηγαίνω ἐκεῖ καὶ νὰ διαβάζω γιὰ δυὸ ὧρες. Ἔτσι πιασα στὰ χέρια μου γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μυθιστορήματα τῶν Ντοστογιέφσκι, Τολστόϊ, Τσέχοφ, Οὐγκώ, Βέρν, Ντίκενς καθὼς κι ἐκεῖνα τῶν Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Βιζυηνοῦ, Θεοτόκη…

Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2017

Δημήτρης Κανελλόπουλος O ΠΑΝΑIΤ IΣΤΡΑΤΙ ΚΑI ΤO ΜΑΚΡY ΧΕΡΙ ΤHΣ KGB

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ Παναῒτ Ἰστράτι καὶ τὸ μακρὺ χέρι τῆς KGB

Εἶναι ἄνοιξη τοῦ 2008 καὶ βρίσκομαι στὸ Βουκουρέστι κυνηγώντας κάποιες χίμαιρες. Διευθυντὴς λέει σ’ ἕνα Ἵδρυμα Ἑλληνικό. Ἀλλοῦ θὰ μιλήσουμε γιαὐτό.
Εἶναι ἄνοιξη. Τὸ θερμόμετρο ἀνεβαίνει στὴ διάρκεια τῆς μέρας, ὁ ἄνεμος πέφτει καὶ ὁ ἱδρώτας κολλάει πάνω στὸ δέρμα. Καὶ ἡ συγκεκριμένη μέρα ἦταν ἰδιαιτέρως κουραστική. Κατὰ τὶς 5 τὸ ἀπόγευμα, βγῆκα στὴν ὁδὸ Pache Protopopescu, καὶ πρὶν γυρίσω στὸ σπίτι παληοῦ μου συμφοιτητῆ ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε –ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Kogălniceanu– ψώνισα κάποια μικροπράγματα καὶ τσιγάρα, στὴν μικρὴ bacanie, ἕνα εἶδος βαλκανικοῦ mini market, ποὺ λειτουργοῦσε εἰκοσιτέσσερις ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο, καὶ ἡ ὁποία βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Vechiul Obor. Ὁ μπακάλης τὰ τύλιξε σὲ μιὰ παληὰ ἐφημερίδα, τὰ ἔβαλε μετά σὲ μιὰ νάϋλον σακκούλα καὶ μοῦ τὰ παρέδωσε ἀφοῦ εἰσέπραξε τὸ ἀντίτιμό τους. Ἐγώ, πῆρα τὸ τρόλλεϊ τοῦ γυρισμοῦ.
Ἡ κούραση κι ὁ ἱδρώτας μοῦ βάραιναν τὰ πόδια. Παρ’ ὅλα αὐτά, κατέβηκα στὸ κέντρο, στὸ Πανεπιστήμιο, καὶ μπῆκα στὴ Βιβλιοπωλεῖο Eminescu γιὰ νὰ ἀγοράσω ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Μ’ ἔπιασε ἡ ψυχή μου. Τὸ παληό, μεγάλο βιβλιοπωλεῖο, δὲν ὑπῆρχε πιά. Εἶχε τεμαχιστεῖ σὲ πολλὰ μικρομάγαζα καὶ τὸ ὑπόλοιπο, σ’ ἕνα στενάχωρο ρυπαρὸ χαρτοπωλεῖο, τὸ ὁποῖο πουλοῦσε κυρίως φτηνά, κινέζικα προϊόντα. Βγῆκα ἔξω καὶ πῆρα πεζὸς τὴν κατηφόρα γιὰ τὸ σπίτι τοῦ φίλου μου.
Τὸ διαμέρισμα βρισκόταν ἐπὶ τῆς Bulevardul Mihail Kogălniceanu 49, σὲ μιὰ παληὰ πολυκατοικία ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Νομικῆς Σχολῆς. Στὸ πίσω μέρος, παράλληλη ὁδὸς πρὸς τὴν Cogalniceanu, βρίσκεται ἡ Splajiul Independenţei, ποὺ ἡ ἄνοδος καὶ ἡ κάθοδός της βρίσκονται στὶς ὄχθες τοῦ περίφημου καναλιοῦ, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς, στὴ διάρκεια τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων, πιστεύαμε πὼς εἶναι ποτάμι καὶ τὸ λέγαμε “τὸ Ποτάμι”. Στὸ βάθος τὸ Παλάτι τοῦ Λαοῦ καὶ λίγο ἀριστερότερα, μόλις ποὺ φαινόταν ἡ μολυβένια, στρογγυλὴ σκεπὴ τοῦ Πατριαρχεῖου Ρουμανίας —σκεπὴ ποὺ παληά, κυριαρχοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ μικρὰ διώροφα σπιτάκια τῶν ἀνατολικῶν συνοικιῶν, πρὶν ἀναλάβουν ἔργο οἱ μπουλντόζες τοῦ Τσαουσέσκου, τὴν δεκαετία τοῦ ’80.