Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Ο Κόμης
Ήταν
31 Ιουλίου και η Αθήνα έβραζε. Περιμέναμε την τελευταία μέρα αυτού του μήνα, να φύγουμε για τα μπάνια. Ο προγραμματισμός όμως άλλαξε την τελευταία
στιγμή, όπως είχε γίνει πολλές φορές, για κάποιο λόγο, κι έτσι αποφασίσαμε να
αναχωρήσουμε την επομένη το πρωί. Εξαντλημένος από τη ζέστη, δεν αντέδρασα όπως
άλλες φορές, για την αλλαγή της αναχώρησης. Έφτιαξα έναν φραπέ και
καταϊδρωμένος, σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα αναμένοντας τις βραδινές ειδήσεις.
Αίφνης χτύπησε το τηλέφωνο και έσπευσα να το σηκώσω. Από την άλλη ακούστηκε μια
ένρινη και συμπαθητική αντρική φωνή:
«Καλησπέρα σας… ο κύριος Φίλιππος Σενδωνάς;»
«Μάλιστα κύριε, παρακαλώ…»,
απάντησα.
«Κύριε Σενδωνά, εδώ υπαστυνόμος
Τζαμαλής, από την Λιμενική Αστυνομία Πειραιά…»
Για δευτερόλεπτα σαστισμένος, δεν
απάντησα.
«Ναι;» ακούστηκε ο υπαστυνόμος από
την άλλη άκρη. «Ναι; Κύριε Σενδωνά με ακούτε;»
«Βεβαίως κύριε σας ακούω, τι θέλετε;»
«Κύριε Σενδωνά, με συγχωρείτε για
την ενόχληση, αλλά έχουμε εδώ έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ο οποίος είναι σε άσχημη
κατάσταση…».
«Κι εγώ τι φταίω κύριε;» είπα, ρίχνοντας
λοξές ματιές στην τηλεόραση, όπου από λεπτό σε λεπτό άρχιζε το δελτίο ειδήσεων
των οκτώ…
«Να σας εξηγήσω κύριε… Ο άνθρωπος
βρίσκεται σε μια παράκρουση. Όταν τον ρωτάμε ποιος είναι, μας δίνει ένα λευκό
χαρτάκι με το τηλέφωνό σας και απαντά ότι είναι ο Φίλιππος Σενδωνάς… Το μόνο
πράγμα που είχε πάνω του, είναι αυτό το χαρτάκι που γράφει αυτό το όνομα κα τον
αριθμό τηλεφώνου όπου σας καλώ, κι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο Φίλιππος
Σενδωνάς κι ότι αυτό είναι το τηλέφωνο του σπιτιού του… Μας τον έφεραν και
δήλωσαν ότι περιφέρεται μέρες μέσα στο λιμάνι Έχετε κάποια ιδέα..;»
«Τι ιδέα να έχω κύριε; Πού να ξέρω
ποιος είναι;».
«Λέω κύριε… μήπως είναι κάποιος συγγενής
σας, κάποιος γνωστός σας, που έχει άνοια και χάθηκε..»
Σιώπησα μερικά δευτερόλεπτα. Εν τω
μεταξύ το δελτίο ειδήσεων είχε αρχίσει κι εγώ αισθανόμενος μια μικρή ταραχή,
έχασα την πρώτη είδηση.
«Δεν έχω υπόψιν μου κύριε, να πάσχει
κάποιος δικός μου άνθρωπος από άνοια…», είπα. «Πώς δείχνει ο κύριος αυτός;»
«…καλησπέρα σας… εγώ είμαι ο Φίλιππος Σενδωνάς…, ο
Φίλππος Σενδωνάς είμαι… τι θέλετε κύριε;».
«Ποιος Φίλιππος Σενδωνάς» τον ρώτησα εγώ…, «από πού
κατάγεστε;».
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Ο άγνωστος δεν
απαντούσε στα ερωτήματά μου. Οπότε, ο αξιωματικός υπηρεσίας πήρε το ακουστικό
και μου είπε ευγενικά:
«Κύριε Σενδωνά, δεν γίνεται. Πρέπει να έλθετε εδώ,
να κάνετε αναγνώριση…».
«Αυτό αποκλείεται κύριε…». «Είμαι πολύ κουρασμένος,
κι αύριο χαράματα φεύγω ταξίδι… Δεν μπορώ να σας φανώ χρήσιμος…».
«Μα σας παρακαλώ, πρέπει να έλθετε. Δεν έχουμε τρόπο
να βοηθήσουμε αυτόν το δυστυχή γέροντα…».
«Μα τι λέτε τώρα, αν έλθω εγώ στον Πειραιά, πότε θα
ξεμπλέξω; Δεν γίνεται κύριε…».
«Ακούστε», είπε με όση μεγαλύτερη ευγένεια μπορούσε
ο άνθρωπος. «Σας υπόσχομαι πως δεν θα καθυστερήσουμε καθόλου. Θα μας πείτε
ποιος είναι και θα φύγετε αμέσως…».
Εκείνη τη στιγμή, μια νεανική φωνή ακούστηκε να λέει
στον αξιωματικό που μου μιλούσε:
«…κύριε Διοικητά, κύριε διοικητά… ρωτήστε τον κύριο
αν έχει email… Αν έχει email, να του στείλουμε μια
φωτογραφία και να μας πει ποιος είναι ο κύριος».
«Έχω κύριε», είπα εγώ, πριν προλάβει ο αξιωματικός
να με ρωτήσει.
«Α, πολύ ωραία κύριε Σενδωνά, πείτε το μου και σε
τρία λεπτά θα σας στείλουμε την φωτογραφία του…».
Είπα στον αξιωματικό το email μου και χαλαρωμένος έκλεισα
το τηλέφωνο και σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα. Η γυναίκα μου με ρώτησε με
ανησυχία τι συμβαίνει. Της απάντησα περιληπτικά και άνοιξα τον υπολογιστή, ενώ
αυτή ψιθύρισε:
«Όλο σε τέτοια πας και μπλέκεις χριστιανέ μου…».
Μπήκα στο email μου και πράγματι είχε φτάσει
η φωτογραφία. Πήγα να πω μια κουβέντα, για το πόσο έχει βελτιωθεί η Αστυνομία
τα τελευταία χρόνια, αλλά βλέποντας να ξεδιπλώνεται η φωτογραφία από πάνω προς
τα κάτω, έμεινα εμβρόντητος. Στην οθόνη μου παρουσιάστηκε ο παλιός φίλος και
σύντροφός μου Θεόδοτος Σοφοκλέους, παλιός κρατούμενος των φυλακών,
καταδικασμένος με τους εμφυλιοπολεμικούς νόμους το 1947, σε θάνατο. Αργότερα
είχε πάρει χάρη και η ποινή του είχε μετατραπεί σε ισόβια δεσμά. Είχε μείνει
στη φυλακή, μέχρι το καλοκαίρι του 1966, και το 1967 τον είχαν ξαναπιάσει. Με
κάποια μέτρα αμνήστευσης είχε βγει το 1971 και είχε αναμιχθεί στην ίδρυση του
εκδοτικού οίκου του Κόμματος, με κάποιους άλλους συνομηλίκους του αλλά και
κάποιος νεότερους. Ταράχτηκα και πάνω στην ταραχή μου, χτύπησε πάλι το
τηλέφωνο.
«Ναι, παρακαλώ», είπα σηκώνοντας το ακουστικό…
«Κύριε Σενδωνά, είδατε τη φωτογραφία; Σας θυμίζει
κάποιον;».
«Μάλιστα κύριε αστυνόμε. Τον γνωρίζω πολύ καλά. Είχα
πολλά χρόνια να τον δω και τον συνάντησα τυχαίως προ εβδομάδος στην Στοά
Όπερας, στην Ακαδημίας… Εγώ του έδωσα το χαρτάκι με το όνομά μου και το
τηλέφωνό μου…».
«Α, μάλιστα», είπε ο αστυνόμος με χαρά. «Θα μας
δώσετε σας παρακαλώ το όνομά του να κάνω τις δέουσες ενέργειες;».
«Βεβαίως, είναι ο Θεοδόσης Σοφοκλέους, από την
Κέρκυρα», απάντησα εγώ, και με αγωνία τον ρώτησα: «σε τι κατάσταση βρίσκεται;
Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσα να φανταστώ κυρ αστυνόμε, ότι ένας τέτοιος
άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αλτσχάιμερ! Τρομερή μνήμη διέθετε πάντα. Κι όταν
τον είδα, όπως σας είπα προ εβδομάδος, με γνώρισε αμέσως και μιλήσαμε μια ώρα
περίπου για τα παλιά».
«Κύριε Σενδωνά, πείτε μου σας παρακαλώ, γνωρίζετε κάτι
άλλο που μπορεί να μας βοηθήσει; Ποιο είναι το χωριό του στην Κέρκυρα, έχει
συγγενείς, πού κατοικεί; στην Αθήνα; Στον Πειραιά;».
«Κύριε αστυνόμε υπήρξε παλιός αγωνιστής της
αριστεράς. Κατάγεται από μεγάλη οικογένεια της Κέρκυρας, ‘είναι Κόμης’…».
«Τι μου λέτε;», είπε έκπληκτος ο αστυνόμος
«Ναι, ναι! Είναι ευγενούς καταγωγής. Αλλά οι δικοί
του, ο πατέρας του νομίζω τον αποκλήρωσε, όταν συνελήφθη το ’46… Τότε πέρασε
στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έπειτα, με τα μέτρα του Πλαστήρα, η
ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και πήρε χάρη το 1964. Βγήκε από τη φυλακή, κι
έμεινε στην Αθήνα. Στους δικούς του δεν ήθελε να πάει. Έπιασε δουλειά στα
γραφεία της ΕΔΑ. Το 1967, η δικτατορία τον ξανάπιασε και τον έχωσε πάλι μέσα.
Τον άφησαν το 1970. Συνολικά έμεινε στη φυλακή 21 χρόνια…».
«Κύριε Σενδωνά, έχει ενδιαφέρον η ιστορία του.
Γνωρίζετε κάποιον δικό του, να έλθει να τον πάρει, διότι ο άνθρωπος είναι σε
άσχημη κατάσταση…».
«Όχι κύριε αστυνόμε, δεν γνωρίζω…».
«Εσείς δεν μπορείτε να τον φιλοξενήσετε λίγες μέρες,
μέχρι να βρεθεί κάποιος δικός του;».
«Κύριε αστυνόμε, είναι πρακτικώς αδύνατον. Εγώ αύριο
το πρωί φεύγω για ένα μήνα διακοπές, με την οικογένειά μου. Άλλωστε, έχω και
δυο μικρά παιδιά…».
«Κύριε Σενδωνά, δώστε μου λίγο χρόνο να ψάξω για
τους δικούς του και θα σας ενημερώσω… Ωστόσο, σκεφτείτε κι εσείς τι μπορεί να
γίνει. Φίλος σας είναι… θα μπορούσαμε να σας τον φέρουμε εκεί, στο σπίτι σας με
ένα περιπολικό, για να μην κάνετε τον κόπο να έλθετε τώρα στον Πειραιά…».
«Όχι κύριε αστυνόμε. Δεν διαθέτω τις κατάλληλες
συνθήκες...», είπα εξουθενωμένος ακουμπώντας το ακουστικό στη βάση του.
Βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση. Έπρεπε να του είχα
κλείσει από την αρχή το τηλέφωνο. Του έδωσα θάρρος, και να, μου την είπε
κιόλας: μπορούσε να μου φέρει τον Θεοδόση με περιπολικό στο σπίτι!
Ο Θεοδόσης ήταν καλός μου φίλος και σύντροφος. Από
τους λίγους που με δικαιολόγησαν όταν με διέγραψαν από το Κόμμα κι εξακολούθησε
να με συναναστρέφεται άφοβα.
Δεν αισθανόμουν καθόλου καλά και συμβουλεύτηκα έναν
άλλο στενό φίλο για το τι έπρεπε να κάνω. Αυτός μου είπε να επικοινωνήσω με τον
Θανάση Καψερό, ο οποίος γνώριζε καλά από το 1973, όταν έφτιαχναν τον εκδοτικό
οίκο του Κόμματος με τον Θεοδόση…
«Και πού θα τον βρω τον Καψερό…».
«Δεν τον είχες δει προ καιρού, σε μια συναυλία που
έπαιζε ο γιός του;».
«Ναι».
«Έ, τότε δεν είχες κρατήσει το τηλέφωνό του;».
«Ναι το είχα, αλλά το έχασα!».
«Ε τώρα τι να σε κάνω; Ο Θανάσης θα σου έδινε κάποια
ιδέα. Αλλά εσύ χάνεις όλα τα τηλέφωνα. Είσαι απερίγραπτος…».
«Στάσου ρε Τάκη…», είπα.
«Τι;».
«Ο Καψερός χώρισε με τη γυναίκα του την Αλεπουδάκη,
τη θυμάσαι;».
«Ναι. Τι σχέση έχει ο χωρισμός του με τον Θανάση με
τον άνθρωπο που έπαθε άνοια;».
«Όχι δε λέω αυτό. Όταν χώρισε, δεν είχε πού να
μείνει και τον πήρε ο Γιώργος ο Παπαπαύλου σε μια γκαρσονιέρα που είχε κάτω από
το διαμέρισμα που μένει στα Ιλίσια…»
«Ε και;».
«Ε, να, έχω το κινητό τηλέφωνο του Παπαπαύλου.».
«Τι κάθεσαι; Πάρε τον Γιώργο. Είχε ευαισθησίες αυτός».
«Καλά λες. Του τηλεφωνώ αμέσως».
Η αγωνία μου είχε κορυφωθεί. Φοβόμουν από λεπτό προς
λεπτό πως θα κατέφθανε το περιπολικό με τον γέροντα φίλο μου. Η γυναίκα μου από
δίπλα μονολογούσε για τις χαμένες ώρες που αφιέρωνα στους αχαΐρευτους φίλους μου. Εγώ αγωνιούσα κι ο Τάκης έφτιαξε
βραδιάτικα έναν φραπέ και έλεγε ιστορίες για την υψηλή συνωμοτικότητα του
Παπαπαύλου επί δικτατορίας…
«Ζήτα του τον Θανάση, και μίλα μ’ αυτόν. Θα σκεφτεί
αυτός καμιά λύση».
Αναζήτησα στο κινητό μου τον αριθμό του Παπαπαύλου
κι όταν τον βρήκα πάτησα το κουμπί.
«Έλα βρε Αναστάση, πού είσαι εσύ;».
«Καλησπέρα Γιώργο, τι κάνεις;».
«Διακοπές στο Πήλιο. Εσύ πού βρίσκεσαι;».
Στην Αθήνα… απάντησα και του εξήγησα αγχωμένος ότι
αναζητώ τον Καψερό για τον ρωτήσω, πώς να χειριστώ το ζήτημα του παλιού
συντρόφου Θεοδόση Σοφοκλέους, που έτσι κι έτσι, βρισκόταν με άνοια στα γραφεία
της Λιμενικής Αστυνομίας, στον Πειραιά…
«Αναστάση εδώ είναι μαζί μου, αλλά έχει κατεβεί στην
Πορταριά με μια παρέα. Θα τον πάρω εγώ να συνεννοηθώ μαζί του και θα σε καλέσω
αμέσως».
Άλλη αγωνία τώρα και άλλη έξαψη από το άγχος. ‘Θα τον θυμάται ο Θανάσης; Θα δεχτεί να βοηθήσει;
Είναι και ο αστυνομικός που δεν με καλεί τόση ώρα! Λες να μου τον στείλει με το
περιπολικό στο σπίτι;’. Η ώρα περνούσε και μαύρα
σύννεφα πλάκωναν την ψυχή μου. Η γυναίκα μου γκρίνιαζε όλο και πιο έντονα, που
δεν έφτιαχνα τη βαλίτσα με τα πράγματά μου κι εγώ έβλεπα τα αθλητικά, σε κάποιο
άσχετο κανάλι, καπνίζοντας ασταμάτητα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Κάποια στιγμή, κι ενώ ήμουν απορροφημένος,
βυθισμένος σε μια απραξία μάλλον, χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Παπαπαύλος. Είπε:
«Έλα, μίλησα με το Θανάση ο οποίος στεναχωρήθηκε.
Εκεί που βρίσκεται δεν πιάνει το τηλέφωνο, γι’ αυτό άκου τι μου είπε να σου πω,
και τι πρέπει να κάνεις. Το Κόμμα έχει φτιάξει ένα ‘οίκο ευγηρίας’. Υπεύθυνος
είναι ο Κώστας Μαραγκόπουλος από την οργάνωση των λογιστών, αν τον θυμάσαι».
«Ναι, τον θυμάμαι», είπα. «Τι θα γίνει όμως αν με
θυμάται κι αυτός;».
«Δεν πειράζει, είναι καλός άνθρωπος, μπορεί να
θυμάται και το Θεοδόση…»
«Αν το θυμάται, καήκαμε», απάντησα εγώ.
«Όχι είναι καλός άνθρωπος, αυτή είναι και η δικιά
μου γνώμη! Μίλα του να δούμε πώς μπορούμε να τον βάλουμε τον άνθρωπο στον οίκο
ευγηρίας, δε χάνουμε τίποτα».
«Εντάξει».
«Ωραία και μετά πάρε με να μου πεις τι έγινε,
εντάξει;».
«Εντάξει Γιώργο».
Μέσα στην αγωνία μου ξέχασα τελείως τον αστυνόμο, ο
οποίος δεν με είχε καλέσει ακόμη στο τηλέφωνο, και σχημάτισα το νούμερο του
Μαραγκόπουλου. Δεν περίμενα και πολύ. Μια ξέπνοη φωνή μου απάντησε από την άλλη
άκρη. Καλησπέρισα ευγενικά τον σύντροφο Κώστα και του είπα ποιος είμαι. Έγινε
μια μικρή παύση κι ύστερα με ρώτησε:
«Και ποιο είναι το ζήτημα, που θες να μ’
ενημερώσεις;».
«Το και το σύντροφε Κώστα…», είπα και του ανέφερα τα
καθέκαστα με κάθε λεπτομέρεια. Αφού σκέφτηκε λίγο μου είπε:
«Αυτός, δεν είναι στο Κόμμα φίλε μου».
«Και πού είναι; Είπα εγώ κάνοντας τον ανήξερο».
«Α δεν ξέρω».
«Καλά δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε, έστω για λίγες
μέρες μήπως και βρεθεί κάποιος δικός του;»
«Τι να σου πω; Να σου δώσω το τηλέφωνο ενός άλλου
συντρόφου που είναι διευθυντής στην Κομματική Εστία να συνεννοηθείς. Αυτός θα
σε κατατοπίσει», είπε, και μου έδωσε το νούμερο του συντρόφου Γκατσολάκη, πρώην
τυπογράφου.
Χωρίς να χάσω χρόνο, καλώ τον σύντροφο Γκατσολάκη.
Από την άλλη μεριά απαντά μια φωνή με βαριά θεσσαλική προφορά, απ’ αυτές που
κόβουν τις λέξεις στη μέση. Ξαφνιάστηκα γιατί, σύμφωνα με την κατάληξη του
ονόματος, περίμενα να μου απαντήσει κρητικός και είχα προετοιμαστεί καταλλήλως.
«Λέγιτι…».
«Καλησπέρα σας σύντροφε, με λένε έτσι κι έτσι και
θέλω να σας ενημερώσω για τον...», κι άρχισα να του εξιστορώ τα καθέκαστα. Εκεί
που μιλούσα, με διέκοψε λέγοντας:
«Να σι πω. Για να του κανουνίσουμ’ πρέπ’ να
συντρέχν’ ουρισζμένς προυϋποθέσεις…».
«Τι προϋποθέσεις;».
«Ουριζμένς προυϋπουθέσεις, τώρα τι να σ’λέου απ’ του
τηλέφν»;».
«Καλά να έλθω αύριο από εκεί. Πού μπορώ να σας βρώ;»
«Πού νάρθς να μι βρς; Ου άνθρουπς αυτός πρέπ’
βασικώς, να είν’ μέλους του Κόμματς. Εσύ τί ξερς; Είναι μέλους του Κόμματς;
Διότ’ αν δεν είν’, δε μπαίν’ μέσα…».
«Αν δεν είν’, δε μπαίν’ μέσα…; Και τα εικοσιπέντε
χρόνια που έκατσε μέσα δεν είναι απόδειξη;».
«Αυτό είν’ άλλου θέμα… Κι ένας αστός μπορεί να κάτς
μέσα για τς δικούςτ’ λόγους…
«Α, ναι;».
«Άμ τί; έτσι είνι..».
«Ε, άμα ‘έτσι
είνι’…», είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο.
Απελπισμένος,
ξανατηλεφώνησα στον Παπαπαύλου στο Πήλιο. Του είπα πως εξελίχθηκε η συνομιλία
με τους εκπροσώπους του Κόμματος. Αυτός με καθησύχασε, λέγοντάς μου πως την
επομένη το πρωί θα με πάρει κι ο Καψερός τηλέφωνο να συνεννοηθούμε. Δεν θα
αφήσουμε έτσι έναν “δικό μας” άνθρωπο. Έτσι κλείσαμε τα τηλέφωνα κι εγώ έμεινα
με την αγωνία, ότι από στιγμή σε στιγμή, θα φτάσει το περιπολικό με τον Θεοδόση
από κάτω, κι ότι θα χτυπήσει το κουδούνι.
Μια κάψα, κόντεψε να με πυρπολήσει ολόκληρο.
Αισθανόμουν την πίεσή μου να εκτοξεύεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στους ουρανούς.
Η ώρα είχε πάει έντεκα και η γυναίκα μου με τα παιδιά είχαν αποσυρθεί. Φαίνεται
πως τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί αποκαμωμένα από το ολοήμερο παιχνίδι. Κι ενώ με
βασάνιζε η αγωνία και από στιγμή σε στιγμή ανέμενα να χτυπήσει το κουδούνι, μια
ιδέα πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου. “να πάρω εγώ ένα τηλέφωνο τον
αστυνόμο και να τον ρωτήσω”. Πράγματι, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον
αριθμό του αστυνόμου της Λιμενικής Αστυνομίας. Άργησε λίγο να απαντήσει, αλλά
όλος χαρά μου είπε:
«Κύριε Σενδωνά, σας ζητώ συγγνώμη που δεν σας
κάλεσα, αλλά είναι μια πολύ, μα πολύ δύσκολη βάρδια η σημερινή! Βρήκαμε μια
μακρινή ανεψιά του, στην οποία έχει γράψει όλη του την περιουσία… Μένει στο
Χαλάνδρι, τη βρήκαμε και ήλθε με το γιό της και τον παρέλαβε. Και πάλι
συγγνώμη…».
Εξουθενωμένος σχεδόν, βυθίστηκα στον καναπέ κάνοντας
ζάπιν στα κανάλια, μπας και μπορέσω να δω σε κάποιο απ’ αυτά τις ειδήσεις της
ημέρας και το δελτίο καιρού για την αυριανή. Κι ενώ έπιασα το 2ο
κανάλι της κρατικής τηλεόρασης, είδα αίφνης την εξής ανακοίνωση:
«Η περιπέτεια του κυρίου Θεοδόση Σοφοκλέους έληξε,
δίνοντας αίσιο τέλος στην αγωνία των δικών του ανθρώπων που τον αναζητούσαν. Ο
κύριος Σοφοκλέους, είναι καλά στην υγεία του και βρίσκεται πλέον κοντά στα
οικεία του πρόσωπα. Συγκεκριμένα ο 85χρονος χάθηκε το μεσημέρι της Τρίτης, από
το οικοτροφείο στο οποίο φιλοξενούνταν στο Χαλάνδρι….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου