Δημήτρης Κανελλόπουλος: Μ’ ἔχουν σημαδέψει κλασσικὰ ἔργα
Τὰ χρόνια ποὺ ἄρχισα νὰ νιώθω τὸν κόσμο ἦταν δύσκολα χρόνια. Τὸ βιβλίο, στὶς φτωχογειτονιὲς ποὺ κατοικοῦσα, δὲν ἦταν εἶδος πρώτης ἀνάγκης. Ὅπως πολλὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου, ἀνακάλυψα κι ἐγὼ τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα, κι ἔτσι μπῆκα στὸν μαγικὸ κόσμο τῆς Λογοτεχνίας. Ἄρχισα νὰ κυνηγῶ τὰ «Κλασσικὰ» μὲ μανία καί, ἀνταγωνιζόμενος τοὺς παιδικούς μου φίλους, προσπαθοῦσα νὰ μεγαλώσω τὴν συλλογή μου. Τὰ ἀγοράζαμε συνήθως μεταχειρισμένα ἀπὸ ἕναν παλαιοβιβλιοπώλη. Ὅταν «κονομάγαμε» κανένα δίφραγκο, τρέχαμε στὸν «Γέρο», ὅπως ἀποκαλούσαμε τὸν παλαιοβιβλιοπώλη, καὶ ἀναζητούσαμε τεύχη τὰ ὁποῖα μᾶς ἔλειπαν. Μιὰ μαγεία: Οἱ Ἄθλιοι, Ὄλιβερ Τουίστ, Δαυὶδ Κόπερφιλδ, Χωρὶς Οἰκογένεια, Ἀνεμοδαρμένα Ὕψη, Παναγία τῶν Παρισίων, Ἡ μυστηριώδης νῆσος, Οἱ Τρεῖς Σωματοφύλακες, Χάλκμπερι Φὶνν καὶ Τὸμ Σώγιερ, τὰ Ἄγουρα χρόνια… Κάναμε κι ἀνταλλαγές. Κι ἀκόμη, τὰ παίζαμε στὶς ἀμάδες ἢ στὸ «πάρτα ὅλα»... «Τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα» ἦταν τὸ πρῶτο ἀναγνωστικὸ ἐρέθισμα ποὺ μεταβλήθηκε ἀργότερα σὲ ἐξάρτηση…
Στὴν Ε΄ Δημοτικοῦ ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ μικρή, ἀλλὰ σχετικὰ καλὰ ὀργανωμένη, βιβλιοθήκη μιᾶς μακρινῆς «θείας». Κάθε ἀπόγευμα, μετὰ τὰ διαβάσματα γιὰ τὸ Σχολεῖο, μποροῦσα νὰ πηγαίνω ἐκεῖ καὶ νὰ διαβάζω γιὰ δυὸ ὧρες. Ἔτσι ἔπιασα στὰ χέρια μου γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μυθιστορήματα τῶν Ντοστογιέφσκι, Τολστόϊ, Τσέχοφ, Οὐγκώ, Βέρν, Ντίκενς καθὼς κι ἐκεῖνα τῶν Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Βιζυηνοῦ, Θεοτόκη…
Εὐεργετικὴ ὑπῆρξε γιὰ μένα ἡ παρουσία μιᾶς Δανειστικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ «Δήμου Ἀθηναίων» ἐκεῖ κοντά. Συνέχισα νὰ διαβάζω τότε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καρκαβίτσα. Ρουφοῦσα χωρὶς πρόγραμμα ὅ,τι μοῦ ἔπεφτε στὰ χέρια. Κυρίως Ἑλληνικὴ Πεζογραφία.
Μὲ τὴν Ποίηση ἡ ἐπαφή μου ἄργησε νὰ ἔλθει. Ἐκεῖ κάπου στὴ Β΄ Γυμνασίου, ἀγάπησα πολὺ τὸν Σολωμὸ κι ἄρχισα νὰ σκαρώνω δεκαπεντασύλλαβους, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Τραγούδι. Τὸ πρῶτο μου ποιητικὸ βιβλίο τὸ ἀγόρασα ἀπὸ τὰ μεταχειρισμένα τῆς ὁδοῦ Μασσαλίας. Ἦταν τὰ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Γιώργου Σεφέρη.
Ἀγαπῶ τὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Σεφέρη καὶ τοῦ Κ.Π. Καβάφη κι ἐπανέρχομαι συχνὰ στὸ ἔργο τους. Κι ἀκόμη τὴν ποίηση τοῦ Νίκου Ἀλέξη Ἀσλάνογλου, τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου, τοῦ Χρίστου Λάσκαρη… Εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου μὲ τοὺς Ἔντγκαρ Λὴ Μάστερς, Πάουντ, Ὦντεν, Ὄσκαρ Οὐάιλντ, Κίπλινγκ, Ἐλιοτ, Ντύλαν Τόμας…
Στὸ Γυμνάσιο, τὸν καιρὸ τῆς δικτατορίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ποίηση, ἦλθε καὶ ἡ πολιτικὴ φιλολογία μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους πολιτικοὺς προβληματισμούς. Τὸ 1970, γράφτηκα στὸ Β΄ Ἑσπερινὸ Οἰκονομικὸ Γυμνάσιο Ἐμποροϋπαλλήλων. Ἐκεῖ ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ μιὰ ὁμάδα ἀριστερῶν νέων καὶ ὁ ἀναγνωστικὸς προσανατολισμός μου ἄλλαξε.
Στὴν ψυχή μου, ποὺ ἔμοιαζε μὲ μιὰ μηχανὴ τρένου, καὶ φλεγόταν γιὰ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἔδιναν τροφὴ διάφορες πολιτικὲς μπροσοῦρες τοῦ Μὰρξ καὶ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς «Ρωσικῆς Ἐπανάστασης», τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Τρότσκι. Παράλληλα, διάβαζα Μαξὶμ Γκόρκι, Μιχαὴλ Σολόχωφ, Βασίλι Γκρόσμαν, Ντιμίτρι Φουρμάνωφ, Βασίλι Ἀξιόνωφ…, καὶ «στὰ κρυφά», τὸ βιβλίο τοῦ Σολζενίτσιν Μιὰ ἡμέρα τοῦ Ἰβαν Ντενίσοβιτς, τὸ ὁποῖο μὲ σόκαρε πολύ, κι ἔκανα καὶ συγκρίσεις μὲ τὸ μυθιστόρημα τοῦ Ντοστογιέφσκι: Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν πεθαμένων.
Τὸ 1973, μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ Πολυτεχνείου, σὲ ἕνα τυπογραφεῖο γνωρίστηκα μὲ τὸν Ἀντώνη Καρκαγιάννη. Μοῦ ζήτησε νὰ ἐργαστῶ στὸν ἐκδοτικό του οἶκο, τὸν ΟΛΚΟ. Ἐκεῖ ἦταν τὸ ἄντρο τῆς πολιτικῆς ὁμάδας, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσαν «ΧΑΟΣ». Στὸν ΟΛΚΟ γνώρισα ἀριστεροὺς ποὺ εἶχαν προχωρήσει σὲ βαθύτερες κριτικὲς ἀναθεωρήσεις. Μαζί τους ἀνακάλυψα μιὰ νέα ἤπειρο πολιτικοῦ προβληματισμοῦ ποὺ μὲ βοήθησε νὰ χειραφετηθῶ σταδιακὰ ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς κομμουνιστικῆς παράδοσης. Παράλληλα διάβαζα τοὺς Χαρτογιακάδες τοῦ Ράιτ Μίλς, τὴ Σεξουαλικὴ Ἐπανάσταση τοῦ Βίλχελμ Ράιχ κι ἀργότερα τὰ πολιτικὰ δοκίμια Ἡ πρώτη Σταδιοδρομία τοῦ Ἑλληνικοῦ Προλεταριάτου τοῦ Ἀβραὰμ Μπεναρόγια καὶ τὸ Ἡ ἐπαγγελία τῆς ἀδύνατης ἐπανάστασης τοῦ Ἄγγελου Ἐλεφάντη…
Στὴν ἰδεολογική μου «ἀποσταθεροποίηση» συνέβαλαν καὶ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα: τὸ ἔξοχο βιβλίο Κόκκινο Ἱππικό τοῦ Μπάμπελ, τὸ Ἐμεῖς τοῦ Ζαμιάτιν, τὸ Δάσκαλος καὶ Μαργαρίτα τοῦ Μπουλγκάκοφ, τὸ Μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρο τοῦ Καῖσλερ, καθὼς καὶ τὸ 1984 τοῦ Ὄργουελ. Πολὺ μὲ ἐπηρέασε ἡ λεγόμενη Στρατοπεδικὴ Λογοτεχνία: τὰ βιβλία τῶν Χόρχε Σεμπροὺν Ὤ! Τί ὡραία Κυριακὴ καὶ Πρίμο Λέβι Ἐὰν αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἐμβληματικὸ Ἀρχιπέλαγος Γκουλάγκ, καθὼς καὶ τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν Μίλενα ἀπὸ τὴν Πράγα τῆς Μαργκαρέτε Μποῦμπερ-Νόυμαν. Τὸ αὐτοβιογραφικὸ ἔργο τοῦ Βικτὸρ Σὲρζ Ἀναμνήσεις ἑνὸς ἐπαναστάτη καὶ τὸ μυθιστόρημά του Ὑπόθεση Τουλάγεφ ἦταν γιὰ μένα βιβλία σταθμοί.
Μὲ ἔχουν σημαδέψει ἐπίσης κλασικὰ ἔργα ὅπως τὸ Μόμπι Ντὶκ τοῦ Μέλβιλ, τὸ Ἱστορία τοῦ Ζὶλ Μπλὰς ντὲ Σαντιλιὰν τοῦ Λὲ Σὰζ ἢ τὸ Σπίτι μὲ τὰ ἑφτὰ ἀετώματα τοῦ Χῶθορν… Καὶ βέβαια τὰ βιβλία τῶν Γιόζεφ Ρότ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Φραντς Κάφκα, Ἄλφρεντ Ντέμπλιν, Ἔριχ Κέστνερ, Οὐίλιαμ Φῶκνερ, Μάλκολμ Λόουρι, Κάρσον Μὰκ Κάλλερς, Χούλιο Κορτάσαρ, Βάργκας Λιόσα, Μάρκες…
Δραπετεύω συχνὰ ἀπὸ τὸ μυθιστορηματικὸ σύμπαν γιὰ νὰ καταφύγω σὲ μίαν ἄλλη ἐξίσου σπουδαία ἀφηγηματικὴ περιοχή, ἐκείνη τοῦ διηγήματος. Σκάβω τὶς νύχτες στὰ εὔφορα ἐδάφη της καὶ συνομιλῶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μου, παλιοὺς καὶ συγκαιρινούς, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Τραυλαντώνη, Βικέλα, Θεοτόκη, Καραγάτση, Μητσάκη, Ροΐδη, Ραγκαβή, Κόκκινο, Χατζή, Χάκκα, Ἰωάννου, Καζαντζῆ, Γονατᾶ, Παπαδημητρακόπουλο, Νόλλα, Σφυρίδη, Μηλιώνη, Σωτήρη Δημητρίου…
Δημοσιεύτηκε στὴν στήλη, Βιβλία στὸ Προσκέφαλο, στὴν Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν
Πέμπτη, Ιουνίου 10, 2021
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)