Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Ιμαλάια


Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Ιμαλάια*

Ο Ούκι αποφάσισε να αλλάξει επίπεδο. Να αναβαθμιστεί. Ήταν ψηλός, ωραίος και ακαταμάχητος εραστής. Δεν του έφταναν όμως αυτά. Ήθελε το κατιτίς παραπάνω. Βαρέθηκε τις μίζερες επιχειρήσεις της παρέας για την εξασφάλιση κάποιων στοιχειωδών αγαθών, για τη ζωή των μελών της. Έτσι μια μέρα το ανακοίνωσε. «Παιδιά, εγώ δεν κάθομαι εδώ, να σκοτώνομαι για πέντε ψωροδεκάρες. Να τρέχω από εδώ κι από εκεί για ένα χοιρινό ή στις καντίνες των τρένων». Στις ερωτήσεις μας, δεν απαντούσε. Το μόνο που είπε: «Έχω εξασφαλίσει ένα κέρδος των 1.500 δολαρίων την ημέρα. Αυτό μόνο παιδιά. Τίποτες άλλο».  
Μετά όμως τις επίμονες ερωτήσεις του Καμίλ, μαρτύρησε πως τα είχε φτιάξει με μια τύπισσα, που ο πατέρας της ήταν δήμαρχος της μικρής πόλης Μετζίντια στην Κονστάντζα. Αυτή είχε έναν αδελφό, συνομήλικο του Ούκι, τον Νέλου, κι αποφάσισαν μαζί, να αλλάζουνσυνάλλαγμα στην μαύρη αγορά, σε όλα τα θέρετρα της Μανγκάλια, στην Μαύρη Θάλασσα. Ήταν βέβαιοι για την επιτυχία τους, γιατί εκεί συνέρρεαν χιλιάδες τουρίστες το καλοκαίρι. Τη δουλειά, θα την ξεκινούσαν αμέσως. Μου έδειξε και τα εισιτήρια που είχε βγάλει για την Κονστάντζα, λέγοντας σοβαρά, ρουφώντας τον καπνό του τσιγάρου του: «παιδιά, σας παρακαλώ πολύ, μην γίνει καμιά κουβέντα πουθενά. Καταλαβαίνετε είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά…». Κοιταχτήκαμε κι ο Μπάντ Τόνι, με την στριφνή φωνή του του είπε: «Καλή τύχη φίλε. Αυτό που είπες στο τέλος, δεν χρειαζόταν! Είμαστε αδέλφια νομίζω…».Έτσι έκλεισε η συνεργασία μας. Μας χαιρέτησε όλους συγκινημένος, και μετά από λίγο χωρίσαμε, με αγκαλιές και φιλιά. Ο Ούκι χάθηκε στην αγκαλιά της μελαχρινής από την Δομβρουτζά, καθώς έλεγε ο Μπάντ Τόνι, ενώ ο Έρντβαρντ Βαρχόλα, επαναλάμβανε μονότονα: «μην ανησυχείτε, αυτές οι δουλειές θέλουν υψηλή προστασία, σε λίγο καιρό θα είναι πάλι εδώ, αν δεν καταλήξει σε καμιά καζάρμα».
            Οι μέρες κυλούσαν αργά. Βρισκόμασταν σε περίοδο θερινών εξετάσεων. Τελείωνε το ακαδημαϊκό έτος. Δεν είχαμε χρόνο για επιχειρηματικές δραστηριότητες αν και καμιά μέρα δεν λείψαμε από την Αριζόνα. Αυτές ήταν οι πιο μελαγχολικές μέρες της χρονιάς, γιατί μετά από κάνα εικοσαήμερο, όσοι ήμασταν φοιτητές, θα φεύγαμε από το Κλουζ.
            Εκείνη την ημέρα, μετά την προφορική εξέταση στο μάθημα της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, όπου το πέρασα επιτυχώς και με καλό βαθμό, πέρασα από την Αριζόνα , όπου συνάντησα τον Λίτλ Τζέρι, με τον Πέτρε Τάντα και τον Καμίλ να πίνουν καφέ. Ο Πέτρε περίμενε τον Αλέκου, κι έφυγε μαζί του μετά από λίγο. Μείναμε εμείς οι τρεις. Τότε, ο Λίτλ Τζέρι είπε: «γύρισε ο Ούκι!». «Τί;». Ρωτήσαμε έκπληκτοι, με μια φωνή και οι δυο μας. Το νέο μάς ξάφνιασε. «Ο συνεταιρισμός για τις τραπεζικές εργασίες, τί έγινε;», ρώτησε ο Καμίλ. Η τράπεζα, είπε ο Λίτλ Τζέρι «έκλεισε!». Οι τραπεζίτες συνελήφθησαν και παραλίγο να φάνε από δέκα χρόνια φυλακή». Μείναμε ξεροί. Τα πράγματα ήρθαν έτσι, όπως τα φανταζόμασταν. Άρχισε λοιπόν ο Λίτλ Τζέρι να μας διηγείται:
           

Νικόλαος Καραντινός (1905-1996), Από την μια μέρα στην άλλη


Νικόλαος Καραντινός
1905-1996
Από την μια μέρα στην άλλη (αυτοβιογραφική αφήγηση ενός μεγάλου Ελληνορουμάνου)
Η πόλη-ο δρόμος-το σπίτι
Μετάφραση για τις Εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, Δημήτρης Κανελλόπουλος

Εμείς, από τη Βράιλα, δεν αγαπάμε εκείνους από το Γαλάτσι. Δε γνωρίζω ακριβώς την αιτία, δεν ξέρω από τι γεννήθηκε στα βάθη του παρελθόντος, η πρώτη διχόνοια. Ένα μονάχα ξέρω, πως η διχόνοια αυτή, συνεχίζεται και λίγες ελπίδες έχει να εξαλειφθεί. Μόνο οι ιταλικές γειτονικές πόλεις καλλιεργούν μεταξύ τους παρόμοιες, μακραίωνες αντιπάθειες. Σ’ αυτές τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, ανάμεσα στη Μπολόνια και τη Μόντενα επί παραδείγματι, η εχθρότητα φτάνει στα άκρα. Λένε πως το πρώτο επεισόδιο μπορεί να γεννήθηκε για το μαγγάνι ενός πηγαδιού. Από τότε έγιναν τόσα ακόμη τόσα, που κανείς δεν ασχολείται πια μ’ αυτό….
Σ’ όλα διαφέρουν η Βραΐλα και το Γαλάτσι. Ακόμη και στα χώματα. Άλλα γεωλογικά στρώματα και, πιο πολύ, άλλο παρελθόν. Στα σύνορα, η Μουντένια1 διαφέρει από την Μολδαβία και μπορεί αυτό να το βροντοφωνάζει  με συνέπεια. Όμως το γεγονός ότι κάποιος Πέτρου Ράρες2 έκαιγε πότε-πότε τη Βραΐλα και σταύρωνε τα κορίτσια των ψαράδων, αυτό δεν συνέβαλε, σίγουρα, στη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ αυτών των δύο πόλεων. Πολλές από τις «διαρκείς» γεωγραφικές σταθερές του εδάφους μας έχουν αλλάξει, άλλες κατ’ ουσίαν, άλλες συναισθηματικά. Αλλά η πόλη έμεινε κατά τη διαμόρφωσή της, κατά την διάρθρωσή της, η ίδια. Όταν γυρίζω σ’ αυτήν για να τη δω, και σουλατσάρω στους δρόμους της, μου φαίνεται πως κατοικείται πια από φαντάσματα. Κανείς δε με χαιρετά, μολονότι η λεωφόρος πλημμυρίζει κόσμο. Μήτε ξένες γλώσσες ακούγονται πια στην επικράτειά της, γλώσσες που κάποτε δεν τις κατείχαμε κι απ’ ότι ’λέγαν οι παλαιότεροι ήταν «πορτογαλικά» ή «νορβηγικά». Γιατί κατά τη διάρκεια  των παιδικών μου χρόνων, πηγαινοέρχονταν όλα τα είδη των εθνών στην κοσμοπολίτικη Βραΐλα. Εκτός από τις ισχυρές παροικίες των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Βουλγάρων, των Εβραίων, έβρισκες φερμένους μέσω της θάλασσας ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη: Γάλλους, Ιταλούς, Ελβετούς κι άλλες, πιο παράδοξες φυλές, που ασφαλώς δεν ήταν γνωστές ούτε στη Βάσλα, ούτε στη Βίλτσεα Ρίμνικουλ. Όσο για το λιμάνι, αυτό ήταν πλημμυρισμένο από ξένες εταιρείες. Η Βραΐλα ήταν η κυρίαρχη πόλη αγροτικών εξαγωγών της χώρας, και όλες οι μεγάλες εταιρείες δημητριακών της Ανατολής είχαν εδώ τους αντιπροσώπους των, στις σειρές των ετοιμόρροπων κτηρίων πάνω στην όχθη του Δούναβη. Όπως στο Κονγκό ή στο Άντεν «οι εταιρείες» έδιναν την εντύπωση μιας αποικιακής παρουσίας. «Οι εταιρείες» πραγματοποιούσαν εμπορικές πράξεις δισεκατομμυρίων, αλλά από υπολογισμό, από τσιγκουνιά ή από περιφρόνηση, τα κτίρια στα οποία έδρευαν ήταν μίζερα.
            Ακόμη τις προαναφερθείσες «εργασίες», δεν τις έκλειναν όλες «επάνω», στα γραφεία, αλλά για πολλές απ’ αυτές αποτραβιούνταν σ’ ένα δρομάκο στα μετόπισθεν, τον οποίον αποκαλούσαν «ο δρόμος των μεσιτών». Εκεί, πριν από πενήντα χρόνια, κυρίαρχοι ήταν οι Έλληνες. Δεν ακουγόταν άλλη γλώσσα. Ακόμη και οι εβραίοι, για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τιτίβιζαν, μ’ ένα ιδίωμα περίπου «ομηρικό». Και δεν  ακουγόταν πράγματι άλλη γλώσσα, τρόπος του λέγειν, γιατί, κατά βάση, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τις εκκωφαντικές κραυγές των καυγατζήδων και των κάθε φυλής πραματευτάδων, όμως χωρίς αμφιβολία, η μόνη γλώσσα που κυριαρχούσε κι έδινε χρώμα στην πόλη, ήταν τα ελληνικά.

Λογής-λογής άνθρωποι συναντιούνταν με τους «μεσίτες» –από τους βαρκάρηδες που γύρευαν να τους ενοικιάσουν τα σλέπια τους, μέχρι τους μεγάλους καραβοκυραίους του Δούναβη, που αναζητούσαν μανιωδώς πελατεία.
Η κυρίαρχη όμως ενασχόληση ήταν εκείνη «των μεσιτών», σ’ αντίθεση με την ευμετάβλητη εισφορά (μίζα) μετά τη συναλλαγή, τις περισσότερες φορές, πίσω απ’ αυτή τη διαδικασία, κρυβόταν ένας Έλληνας, συνήθως ηλικιωμένος και με βαρύ ύφος, ο οποίος μυριζόταν το «θύμα» από απόσταση, αλλά φαινομενικά έδειχνε ότι είναι απασχολημένος με τον καφέ του, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του καφενέ, ή με τις χάντρες του κομπολογιού του, τις οποίες έπαιζε στα δάχτυλά του ή ακόμη έδειχνε απορροφημένος από την έντονη πολιτική συζήτηση που απλωνόταν γύρω, ανάμεσα στους «βενιζελικούς» και τους «βασιλικούς».
            Υπήρχαν ακόμη, σ’ εκείνο το χάος των ήχων και των ενδιαφερόντων, μερικοί αυστηροί κανόνες και μερικές ιεραρχήσεις. Οι πιο ευκατάστατοι Έλληνες δεν συζητούσαν «με όποιονδήποτε». Γύρω τους υπήρχαν οι «βαλτοί», που, μ’ αντάλλαγμα κάποιας γαλιφιάς, περίμεναν το κέρασμα ενός καφέ, και σ’ αντάλλαγμα ακόμη ενός ταπεινού φιλοδωρήματος, έλεγαν μια καλή κουβέντα για το κλείσιμο της «μπίζνας» ανάμεσα στον μεσίτη και στο αφεντικό.
            Όταν οι μπίζνες του Ρωμηού πήγαιναν πρίμα, και δεν ήταν επιβεβλημένο στους «μεσίτες» ν’ ανακατέψουν κι άλλους στις  «μεσιτείες τους», η αθλιότητα ή η ευημερία –άνθιζαν και η ακολουθούσαν τα αστεία των «λακέδων» τα οποία αφορούσαν την καπατσοσύνη του αφεντικού.
          Όταν γράφω τη λέξη οι «λακέδες» δεν πρέπει αυτή να εκλαμβάνεται με τη κυριολεκτική σημασία της. Ο «λακές» ήταν ένα επάγγελμα. Στις «μεσιτείες» ο άνθρωπος μπορεί να είναι πλοιοκτήτης, αγροτοπαραγωγός, διευθυντής, προμηθευτής δημητριακών, γραμματέας, καπετάνιος (σε σλέπι ή σε βαπόρι), καφετζής, μεσίτης… Εάν δεν είχε καμιά από αυτές τις ιδιότητες, αλλά η δουλειά που συζητιόταν στο τραπέζι το δικαιολογούσε, δεν ήταν δύσκολο να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός. Ήταν αρκετό να τον κοιτάξετε στα μάτια, στα μάτια και στο πρόσωπο, για να καταλάβετε, να έχετε έτοιμη μια απάντηση, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στα δόντια σας, ξερά, αλλά σίγουρα:
“Λακές!”.
          Δεν γνωρίζει όλος ο κόσμος τα κόλπα της μεσιτείας….
Συνεχίζεται…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Muntenia, περιοχή της νότιας Ρουμανίας
2.Petru Rares, (1483 - 3 septembrie 1546Σουτσάβα), ηγεμόνας της Μολδαβίας