Κυριακή, Ιουνίου 16, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο μύλος του Τζίμη

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο μύλος του Τζίμη

Ήτανε τότε που στερέψανε τα νερά. Λίγο μετά τα αντάρτικα. Ο γέρο Ρουσσάς έκλεισε το μύλο και τραβήχτηκε πέρα στα Χάνια όπου είχε ένα μεγάλο σπίτι. Ο κόσμος αναγκάστηκε να πηγαίνει για άλεσμα στη Φτέρη, κάνα δυο ώρες μετά τη Σκουτέργα. Εκεί είχε νερά και δουλεύανε τρεις νερόμυλοι. Βάσανο σωστό να πηγαίνουν τόσο δρόμο. Ειδικά το χειμώνα όταν έπιανε το χιόνι. Σαν έπεφτε το χιόνι μπορεί να έμεναν και είκοσι μέρες χωρίς ψωμί κάποιες φαμελιές στο χωριό, αν δεν είχανε προβλέψει για το αλεύρι.
Τότε ο Τζίμης Καντήλας, σκέφτηκε να φέρει στο χωριό ένα πετρελαιοκίνητο μύλο. Ο Τζίμης ήτανε ένα γεροδεμένο, μελαχρινό παλικάρι είκοσι τριών χρόνων. Ανύπαντρος. Όλες τον θέλανε. Μ’ αυτός καλός και γλυκομίλητος δε σκεφτόταν την παντρειά. Ήταν κι ο πατέρας του βλέπεις που του έλεγε:
     Τρεις αδερφές έχεις ανύπαντρες, μη βάλεις στο μυαλό σου την παντρειά…
Έτσι ο Τζίμης, όταν έκανε κανείς κανένα χωρατό, απαντούσε δειλά:
     Όλα με την ώρα τους. Δε βρέθηκε στο δρόμο μου εκείνη που θ’ αγαπήσω…
Ο γέρο Μάρκος, είχε μεγάλη φαμελιά. Έκανε με τη γυναίκα του, την κυρά Αντιόπη, έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια. Τη μεγάλη του, τη Μηλιά, μόλις έγινε δεκαοχτώ χρονών, τη γύρεψε ένα καλό παιδί, ο Γιάννης ο Μπότος από την Ντάρδιζα. Εμποράκος ήταν. Πλανόδιος. Γύριζε μέσα στα χωριά, με τις βαντάκες του φορτωμένες πάνω σε δυο μουλάρια και πουλούσε την πραμάτεια του. Μοναχοπαίδι από καλοστεκούμενη φαμελιά. Από αυτήν την κόρη, ο γέρο Μάρκος, είχε δυο εγγονάκια. Αγοράκια. Το ένα το είχαν βαφτίσει τ’ όνομά του. Κάθε καλοκαίρι τού τα έφερναν για ένα μήνα. Έπαιρνε μεγάλη χαρά απ’ αυτά τα μικρά. Τα άλλα τέσσερα παιδιά του ήταν ανύπαντρα. Ο μεγάλος του ο Ευάγγελος ο δασοκόμος, τα τρία κορίτσια, ο Τζίμης ο μικρότερος γιος του. Όλα κατοικούσαν μαζί του στο χωριό. Ο μεγάλος του γιός μονάχα, που έπαιρνε τα γράμματα, σπούδασε. Έγινε δασοκόμος στο Υπουργείο. Και τώρα, δόξα τω Θεώ, υπηρετούσε δασάρχης στα Τρόπαια.