Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2021

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Καμιά πλέον δεν θα σε χαρεί.


Δημήτρης Κανελλόπουλος, 
Καμιά πλέον δεν θα σε χαρεί.

Τις μέρες εκείνες είχε γίνει μεγάλη ανακατωσούρα. Ήτανε που φάγανε έναν μεγάλο κομμουνιστή στην Εγνατία και είχε πέσει σύρμα να μην κυκλοφορεί το σινάφι… Ο Κουμπάρος από την Ασφάλεια έριξε το σύρμα: να χαθούνε από την πιάτσα οι βλάμηδες του Βαρδάρη, των Λαδάδικων και της Μπάρας… Αν και η Μπάρα είχε πεθάνει πια…

— Λίγες μέρες, συμπλήρωσε ο Κέρκυρας, που έκανε κουμάντο τότε σ’ όλες τις δουλειές…

Αλλά απόψε, δέκατη τρίτη μέρα μετά το περιστατικό, τα παιδιά δεν άντεξαν άλλο την αφάνεια… Από την άλλη χαλαρώσανε και τα μέτρα κι έτσι, ξεμύτισαν, κι είπανε να πάνε να πιούν κανένα ποτηράκι στην ταβέρνα το Σερραϊκόν, του κυρ Αλέκου του Κυρίτση από τα Άνω Πορόια. Πρώτα όμως περάσανε από το Μαξίμ, να πούνε μια καλησπέρα τού Μπάμπη. Ήταν όλη η καλή παρέα εκεί, ο Μπούκας, ο Μελτέμης, ο Κίσσας, ο Βούτας, ο Ανέστης ο Κουλός, ο Τσαούσης με τον αχώριστο φίλο του τον Μάκη τον Καλαϊτζή, ο Ρόκας, ο Σβαρνιάς, που είχε κι ένα αμάξι, ο Τσαούς Ουρντού με τη Ρένα το Φαρμάκι…

Πριν να πάνε λοιπόν στην ταβέρνα, περάσανε κι από το καμπαρέ Μαξίμ. Να ιδούνε τον φίλο τους τον Μπάμπη Ντάλη ή Γκοβερίνο, ή Κολιό, ή Βάρδα εξ’ αιτίας που το κέντρο του βρισκόταν κι αυτό στον Βαρδάρη…

Λίγες ώρες νωρίτερα είχαν περάσει απ’ εκεί, κάτι πάνοπλοι εγγλέζοι με μερικούς ινδούς. Αφήσανε κάτι λεφτουδάκια κι ο Ντάλης είπε να κεράσει το προσωπικό. Εκεί που γινότανε το γλέντι, εμφανίστηκαν και τα καρντάσια απρόσμενα.

—Κλείνουμε μάγκες το μαγαζί κι ερχόμαστε κι εμείς, στην ταβέρνα του Αλέκου…

Στου Αλέκου έπαιζε ακόμη η ορχήστρα του κυρ Βασίλη. Άσχετα αν αυτός, τώρα, που φύγανε οι γερμανοί, πήρε το γυναικάκι του και μια και δυο, πήγε στην Αθήνα… Οι μπουζουκτσήδες ήσανε καλά παιδιά! Παίζανε στο μαγαζί του Αλέκου όλη την περίοδο της Κατοχής, με κάποιες μικρές αλλαγές. Του σταθήκανε του Αλέκου, κι αυτός, ένιωθε μια βαθιά υποχρέωση για όλους και πιο πολύ για τον κυρ Βασίλη, που τους διεύθυνε τότε. Κατοχή-ξεκατοχή ο κυρ Βασίλης με την κομπανία του, κάθε βράδυ ήτανε παρών…

Όταν μπήκανε στο Σερραϊκόν, βγήκε ο Αλέκος να τους προϋπαντήσει, λέγοντας

— Καλώς τον Ντάλη με την παρέα του, είπε κι έκλεισε το μάτι στα παιδιά

της ορχήστρας… Εκείνα, αμέσως άρχισαν να παίζουν το σουξέ του κυρ Βασίλη:

…Μπλόκος πάλι χτες μάς έγινε, / στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ… /Το πρωί με τη δροσούλα / απάνω στη γλυκιά μαστούρα / πολιτσιμάνοι μάς τραβάνε / και για την στενή μάς πάνε.

Ο Ντάλης με την παρέα του, γέλασαν σχολιάζοντας το τραγούδι. Κάθισαν στο πρώτο τραπέζι… Ο Αλέκος έλεγε με περηφάνια, πως η χαρά του δεν περιγράφεται που τα καλύτερα παιδιά της πιάτσας, μπήκαν στο μαγαζί του να διασκεδάσουν…

Φρόντιζε κι είχε πάντα στο μαγαζί του κρεατικά και κρασί καβαλιώτικο. Εξυπηρετικός κι ανοιχτόκαρδος. Είχε καλή τροφοδοσία… Τα ακούμπαγε και στους κομμουνιστές που ελέγχανε όλη την επαρχία έξω από τη Θεσσαλονίκη, κι έτσι, σ’ όλη την Κατοχή, δεν έλειψε το κρέας και το καλό κρασί από το μαγαζί του. Άνθρωπος λιγομίλητος και σίγουρος όπως έλεγε ο Ντάλης.

Στο μαγαζί του Αλέκου δούλευε ο Σωτηράκης Μπιτζόγκλης. Βλαχόπουλο από τα Γρεβενά. Τσεκαρισμένο παλληκάρι. Το είχε ο κυρ Αλέκος εννιά χρόνια κοντά του. Από δεκαοχτώ χρονών. Εκτός από την ταβέρνα, βοηθούσε και στα άλλα εμπόρια που έκανε ο Αλέκος. Λάδια και όσπρια από το Βόλο. Τα κρασιά από την Καβάλα. Και τα κρέατα από το Κιλκίς και τας Σέρρας… Σ’ όλα τα ταξίδια για τον ανεφοδιασμό του καταστήματος, ήταν παρών ο Σωτήρης. Το μάτι και το αυτί του κυρ’ Αλέκου.

Αυτό το καλόπαιδο ο Σωτηράκης, ήταν συνδεδεμένος με την Μαλάμα Κερεζούδη, μιαν πανέμορφη κοπέλα που δούλευε ντιζέζ, στο μαγαζί του Ντάλη. Η Μαλάμα τα ’φτιαξε με τον Σωτηράκη, στην Κατοχή και δεν είχε μάτια πια να κοιτάξει άλλονε. Ήταν πολύ ξηγημένη κοπέλα. Τον Σωτήρη τον αγάπησε παράφορα. Λέγανε μάλιστα, πως αυτή τον μεγάλωσε και τον έκανε άντρα. Μαζί πίνανε το βράδυ κανένα ποτήρι όταν σχολνάγανε. Ύστερα από τη δουλειά πηγαίνανε στο τσαρδί τους, ένα μικρό δωματιάκι, στη Ραμόνα... Όλος ο κόσμος είχε να το λέει για την αγάπη του Σωτήρη και της Μαλάμας.

Τα προβλήματα μεταξύ τους αρχίσανε το ’44, σαν πέθανε ο πατέρας τού Σωτήρη, κι αυτός αναγκάστηκε να φέρει τη μάνα του στην Σαλονίκη. Δεν είχε άλλους συγγενείς στα Γρεβενά να την προσέξουν. Η μάνα του δεν ήθελε να κατοικήσουν μαζί με την αγαπημένη του κι έτσι, η Μαλάμα, έφυγε και πήγε να μείνει σ’ ένα δωμάτιο, στα Αρμένικα. Με μια συνάδελφο και παλιά, καλή της φίλη, την Νταίζη.

Από τότε ο Σωτήρης έδειχνε σα να φοβάται όταν ήτανε μαζί με την Μαλάμα. Όλο πίσω του κοίταζε να δει αν τους έχει πάρει κανείς στο κατόπι. Άσε δε, που είχε αρχίσει να ζορίζεται και με τους παράδες. Του έπαιρνε η μάνα του όλα τα λεφτά, αλλά αυτό δεν το παραδεχόταν.

—Είναι άρρωστη γυναίκα ρε Μαλάμα… Θέλει τόσα λεφτά για τα φάρμακα… Αυτή δούλευε μέρα νύχτα για να με αναθρέψει… Λιώσανε τα χεράκια της στα χωράφια. Αφού ξέρεις… Ο σχωρεμένος, δεν είχε δουλέψει ποτές του… Τι να κάνω; Μάνα μου είναι… Αίμα μου… Είναι δύσκολοι οι καιροί…

—Άσε τα σάπια Σωτήρη… Παρατράβηξε το σκοινί… Εσύ έλεγες πως άμα τελειώσει ο πόλεμος, θα με βάλεις στεφάνι… Μην κοιτάς που εμένα δεν με επισκέφτηκε τόσα χρόνια, κανείς δικός μου… Για να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου εγώ, πρέπει να ’χω βάλει στεφάνι… Μόνο έτσι θα με δεχτούνε που έφυγα χωρίς να τους ρωτήσω… Έχω αδέρφια Σωτηράκη, κι άμα με βρούνε δεν ξέρω πώς θα τους φωτίσει ο Θεός και θα πράξουνε… Και συνέχιζε: κοίτα, κι άλλοι με θέλανε, το ξέρει όλη η πιάτσα… Άνθρωποι με παράδες.. Εγώ όμως δεν είχα μάτια για κείνους… Αυτό, το ξέρεις καλά εσύ! Κανόνισε…

Ο Σωτηράκης έσκυβε το κεφάλι. Απάντηση δεν έδινε. Οπότε μια μέρα, άρχισε να χάνεται. Η Μαλάμα ανησύχησε. Είχε αρχίσει να φεύγει μόνος από τη δουλειά χωρίς να τής λέει πού θα πάει.… Όταν τον ρώτησε, ο Σωτήρης ταράχτηκε και άρχισε να τα μασάει…

―Σωτηράκη δεν μου τα λες καλά. Με μπερδεύεις… Κι εγώ, όταν μπερδεύομαι δεν ξέρω τι κάνω… Ξηγήσου αντρίκια, τι συμβαίνει..;

Ο Σωτήρης δεν την κοίταζε στα μάτια κι αυτό εξαγρίωσε τη Μαλάμα.

― Θα ξηγηθείς σαν άντρας Σωτηράκη, ειδεμή θα γίνουμε χωριάτες από δυο χωριά…

Ο Σωτήρης την καθησύχαζε. Αλλά ένα βράδυ, ήτανε τότες που φεύγανε οι Γερμανοί και είχε δημιουργηθεί μεγάλη ανακατωσούρα, η Νταίζη η φίλη της, τής σφύριξε ότι είδε τον Σωτήρη με μιαν άλλη στην παραλία… Η Μαλάμα άναψε. Έκλαψε, έβρισε, καταράστηκε την τύχη της που την έριξε σ’ αυτή την χαμοζωή… Ύστερα, αποφάσισε να καθαρίσει το ζήτημα. Μια μέρα, πήγε ξαφνικά στο Σερραϊκόν κι εκεί ο κυρ Αλέκος, της είπε πως ο Σωτηράκης δεν ήρθε για δουλειά γιατί έχει τη μάνα του άρρωστη. Κατόπιν, σαν πεινασμένο αγρίμι μπήκε στο Μαξίμ, ήπιε μια μέντα και είπε του Ντάλη πως θέλει άδεια.

—Μια βδομάδα θα λείψω από τη δουλειά… Να βάλεις άλλη κοπέλα στη θέση μου…

Ο Ντάλης είπε εντάξει. Ήταν φρέσκο και το περιστατικό με τον σκοτωμό στην Εγνατία. Μετά η Μαλάμα, πήγε στην ταβέρνα του Αλέκου κι άφησε ένα μήνυμα για τον Σωτήρη:

―Αλέκο άμα τόνε δεις τον Σωτήρη πες του ότι τον έψαχνα…

―Ότι πεις Μαλάμα. Άει στο καλό κορίτσι μου, είπε ο Αλέκος…

Την άλλη μέρα, νωρίς το απόγευμα, βγήκε και περπάτησε με τα πόδια μέχρι την παλιά της γειτονιά, εκεί που έμενε με τον Σωτήρη. Στάθηκε στην πλατεία και τον περίμενε. Άδικα! Ο Σωτήρης δεν ήταν στο σπίτι του. Πάγωσε από τον χιονιά. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της απ’ το κρύο. Δεν ήθελε όμως να φύγει χωρίς να τον ιδεί.

Μόλις απλώθηκε το σκοτάδι για τα καλά, αποφάσισε να γυρίσει στην ταβέρνα του Αλέκου. Το πήρε με τα πόδια και σ’ ένα τεταρτάκι έφτασε εκεί. Μπήκε μέσα μελανιασμένη. Ο Σωτήρης ήταν εκεί και κουβέντιαζε μ’ έναν παραγιό. Μόλις την είδε κινήθηκε προς το μέρος της.

— Τι έχεις τη ρώτησε, πού ήσουνα; Είσαι μελανιασμένη, το ξέρεις..;

— Σε έψαχνα, εσύ να μου πεις που ήσουνα..;

— Εγώ είχα κάτι δουλειές μ’ εμπόρους στα Λαδάδικα… Θα φύγουμε αύριο

για το Κιλκίς…

— Πες να φέρουνε μια μέντα, είπε η Μαλάμα κι έκατσε σ’ ένα ακριανό

τραπέζι…

Ο Σωτήρης έκανε νόημα στον παραγιό κι ύστερα τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε πλάι της.

— Γιατί είσαι έτσι ρε παιδάκι μου, ποια μύγα σε τσίμπησε; Την ρώτησε…

— Άκου Σωτήρη, σε είδαν στην παραλία με τη λεγάμενη… του είπε

αποφασισμένη…

Μόλις βγήκαν από το στόμα της αυτά τα λόγια, ο Σωτήρης κιτρίνισε… Την κοίταξε με έκπληξη… Μια σκιά έπεσε πάνω απ’ το βλέμμα του. Έσκυψε το κεφάλι… Η Μαλάμα δεν τον άφησε να συνέλθει Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μονορούφι την μέντα… Συνέχισε:

— Καλά περάσαμε Σωτήρη όλα αυτά τα χρόνια… Εγώ, το ξέρεις πόσο σ’

αγάπησα και πόσο σε αγαπώ… Δεν θα το κάνουμε τώρα ζήτημα, μη μάς ακούσει κι κόσμος… Δε γουστάρω να μου ξηγιούνται σκουληκιάρικα εμένα… Εγώ κι αν κάνω αυτή τη δουλειά, δεν είμαι του δρόμου… Τη φτώχεια μου, δεν την παντρεύτηκα… Δουλεύω για να μπορώ να ζω. Ούτε νταβάδες δεν είχα ποτές μου Σωτηράκη… Ξέρεις καλά ποιά είμαι. Γι’ αυτό σου δίνω διορία δυο μέρες να ξεκαθαρίσεις τα πράματα. Σήμερα είναι Τρίτη. Την Πέμπτη το βράδυ, κανόνισε να μην δουλεύεις… Εκεί ο Σωτήρης την διέκοψε, αλλά από την απάντησή του η Μαλάμα κατάλαβε ότι πράγματι κάτι συμβαίνει:

— Σου είπα πριν από λίγο… Αύριο χαράματα φεύγω… Την Παρασκευή θα

είμαι πίσω…

— Δεν αντιδράς για την άλλη ε; είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της.

Κάνεις μώκο Σωτηράκη… Κρίμα που φοράς παντελόνια… Φουστάνια έπρεπε να φοράς…

Είχε σηκωθεί όρθια και τον κοίταζε λες κι ήθελε να τον σκοτώσει. Το πρόσωπό της είχε γίνει μαύρο και το βλέμμα της σκοτεινό. Η φασαρία έφερε τον Αλέκο και δυο γκαρσόνια στη σάλα.

— Τι έγινε βρε παιδιά; είπε ανήσυχος ο Αλέκος πλησιάζοντας…

— Τίποτα Αλέκο, σύρε στη δουλειά σου είπε η Μαλάμα, κι ύστερα άναψε

τσιγάρο… Και συνεχίζοντας είπε χαμηλόφωνα του Σωτήρη

— Τότες την Κυριακή που θα ’χεις ρεπό…

— Εντάξει είπε ο Σωτήρης… Αλλά άκου να σου πω…

— Λέγε, τον έκοψε η Μαλάμα…

— Εμείς Μαλάμα τελειώσαμε… είπε ο Σωτήρης, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του είχε απομείνει. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε… Άφραγκοι και οι δύο. Δε γίνεται να το πάρεις χαμπάρι… Πώς θα ζήσουμε δηλαδή; Οι δουλειές του Αλέκου τελειώνουνε όπου να ’ναι. Δεν είναι θέμα αλληνής… Είναι θέμα ότι εγώ δε μπορώ να ζήσω πια έτσι! Τέλος…

— Άστα αυτά ρε μόρτη… Τώρα δε μπορούμε ε; Πέρυσι, πρόπερσι

μπορούσαμε, αλλά τότε η μάνα σου ήτανε στο χωριό… κι εσύ το μαγκάκι είχες και γυναίκα σπιτωμένη… Να σου μαγειρεύει, να σε πλένει, να σε σιδερώνει… Φτού σου ρε ξεφτίλα…

— Κάτσε ρε Μαλάμα… Μέχρι χτες αγαπιόμασταν τώρα με λες ξεφτίλα..; Για

στάσου να μιλήσουμε. Αγαπιόμασταν, δεν θα σκοτωθούμε κιόλας!

— Μπράβο ρε μάγκα, σε βρίσκω σωστό! Τώρα όμως δεν αγαπιόμαστε ε;

— Εντάξει ρε Μαλάμα… Δεν το βλέπεις πως δεν κολλάει η φτώχεια μας…

Κοίτα να βρεις και συ έναν άντρα με παράδες, να φτιάξεις τη ζωή σου… απάντησε ξερά ο Σωτηράκης…

— Πες τού Αλέκου να μας κρατήσει τραπέζι. Θα ’ρθουμε εδώ την Κυριακή

να τα βρούμε… Κι αν δεν τα βρούμε, θα πιούμε ένα ποτηράκι και θα το διαλύσουμε…

Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Ο Σωτήρης σκεφτικός πήγε πίσω από το μαγειρείο που είχε ένα μικρό δωματιάκι ο Αλέκος για γραφείο… Σαν τον είδε ο Αλέκος συλλογισμένο τον ρώτησε:

— Τι έχεις ρε καλόπαιδο;

Πήρε μια καρέκλα και κάθισε. Ύστερα είπε:

— Έχω βαρύ σεκλέτι θείο… Έχεις λίγο καιρό να σε πω και να με ορμηνέψεις;

— Λέγε βρε... Αν δε σε ορμηνέψει ο θείος σου που σ’ αγαπά, ποιος θα σε

ορμηνέψει; Ο γείτονας..;

Ο Σωτηράκης άναψε τσιγάρο και ξομολογήθηκε στ’ αφεντικό του, που το αγάπαγε σαν πατέρα, την στεναχώρια του:

— Σώσε με θείο, δεν ξέρω τι να κάνω. Με φέρανε στην μάνα μου ένα καλό

προξενιό. Μάτσο οι λίρες και δύο σπίτια στον Φραγκομαχαλά… Και μαγαζί ο πατέρας της στο Μπεζεστένι… Αλλά δεν ξέρω πώς να κάνω με τη Μαλάμα… Η μάνα μου το έκλεισε το θέμα με τη θεία μου την Ερασμία και την άλλη Κυριακή είναι ο αρραβώνας…

Ο Αλέκος σήκωσε το ένα φρύδι του, άναψε τσιγάρο κι έμεινε για λίγο αμίλητος. Ύστερα είπε:

— Δεν το βρίσκω σωστό Σωτήρη… την άλληνε την έχεις τόσα χρόνια… Έφαες

ψωμί βρε… Ψωμί κι αλάτι μαζί της! Δεν κάνει…

— Αυτό με κρατάει αφεντικό, μα να ξέρεις, τα πράματα είναι δύσκολα….

Απένταροι κι οι δύο, δε θα βγούμε πουθενά… Καλή είναι, μα ψωμί δε θα ’χουμε… Κι η μάνα μου βλέπει μπροστά… Λέει πως τώρα θα αρχίσουνε άλλες φασαρίες…

— Ότι και να πεις, δεν έχεις δίκιο. Τη Μαλάμα να τήνε πάρεις… Έχει

μπέσα… Κι ύστερα, αυτή σε μεγάλωσε βρε, που ήσανε σαν ένα φυλλαράκι… Το ξεχνάς αυτό;

Ο Σωτήρης έσκυψε το κεφάλι του… Λύση δε βρήκε στο πρόβλημά του.

Ο Αλέκος, δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Ο Σωτηράκης όμως είχε πειστεί από τη μάνα του. Τα λόγια του Αλέκου δεν τον συγκινούσαν. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να πάρει την άλλη και να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του Αλέκου… Να παντρευτεί και να φύγει από την Σαλονίκη. Να πάει στην Αθήνα. Φοβόταν όμως, πως η μάνα του δε Θα δεχόταν κουβέντα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Έτσι τέλειωσε η συζήτηση με τον θείο Αλέκο. Είχε πάρει την απόφασή του…

Το άλλο πρωί ξομολογήθηκε στη μάνα του το σχέδιό του. Όμως αυτή αντέδρασε άσχημα.

— Θα πάρεις και το μαγαζί μαζί σου; τον ρώτησε, με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, κι ο Σωτήρης εγκατέλειψε τις σκέψεις για μετακόμιση στην Αθήνα...

Την Τρίτη, όπως είχε κανονίσει ο Αλέκος φύγανε για το Κιλκίς κι όπως είχε υποσχεθεί ο Σωτήρης στην Μαλάμα, την Παρασκευή γυρίσανε. Όσο κι αν σκέφτηκε τα πράγματα, λύση δεν έβρισκε. Με την Μαλάμα όμως, δεν γινόταν να ζήσει. Πόσο θα χόρευε στου Ντάλη; Θα έφτανε μια στιγμή που δεν θα μπορούσε να χορεύει άλλο. Σαν τρυπάνι του τρυπούσε το μυαλό, η φωνή τής μάνας του:

— Πού θα την παρουσιάζεις ρε αυτήνε την καμπαρετζού; Σοβαρά μιλάς, θα κάνεις οικογένεια μαζί της; Και ποιος θα σου κρατάει τα παιδιά τα βράδια; Ο γείτονας; Δεν είσαι με τα καλά σου… Αποφάσισε να κόψει το βήχα της Μαλάμας. Δεν ήθελε όμως και να την αποπάρει γιατί ήταν τσαούσα…

Την Κυριακή ντύθηκε στολίστηκε και πήγε στη Ραμόνα, στο δωματιάκι της. Χτύπησε το παράθυρο και περίμενε. Μετά από λίγο βγήκε η Μαλάμα και το πήρανε με τα πόδια για του Αλέκου το μαγαζί στην οδό Ταντάλου. Η Μαλάμα του είπε μετά από λίγο:

— Δίκιο έχεις βρε Σωτηράκη… Εμείς δε μπορούμε να στήσουμε τσαρδί… Ας το διαλύσουμε το λοιπόν, κι ας τραβήξει ο καθένας το δρόμο του… Έτσι κι αλλιώς και να παντρευτούμε πώς θα ζήσουμε άμα εγώ κόψω το χορό…;

Ο Σωτήρης άκουγε έκπληκτος. Του μιλούσε λες κι ήταν μέσα στο μυαλό του.

Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την αλλαγή της Μαλάμας. Είχε την προσοχή του τεταμένη. Δεν την εμπιστευόταν! Γνώριζε ότι η Μαλάμα ήταν πολύ ξύπνια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε βάλει στο μυαλό της… Κοίταζε πέρα τον έρημο και κακοφωτισμένο δρόμο και συμφωνούσε μαζί της σιωπηλά. Ήταν στεναχωρημένος, γιατί ένοιωθε ότι την αδικούσε. Αλλά και πάλι, προκοπή δε γινόταν αν έμενε μαζί της. Την κοίταζε λοξά να δει τα μάτια της, μήπως και καταλάβει τις σκέψεις της. Έδειχνε ήρεμη, σα να μην συμβαίνει τίποτα. Λες και πηγαίνανε σε κάποιο γλέντι σε φίλους. Όπως παλιά. Η καρδιά του Σωτήρη είχε τρελαθεί, αλλά προσπαθούσε να είναι ήρεμος και να πηγαίνει με τα νερά της…

Πεζοί φτάσανε στην Ταντάλου και μπήκαμε στο μαγαζί του Αλέκου… Η ορχήστρα έπαιζε τραγούδια που ταίριαζαν στα αλάνια. Πάνω στο τσακίρ κέφι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Μαλάμα με τον Σωτήρη. Ο Μπάμπης ο Ντάλης, ιδιοκτήτης του καμπαρέ κι αφεντικό της Μαλάμας, που βρισκόταν εκεί με την παρέα του, σηκώθηκε και πλησίασε το ζευγάρι λέγοντας:

―Καλώς τη Μαλάμα με την παρέα της … Θα κάτσεις μαζί μας με τον Σωτήρη σου;

―Γεια σου Μπάμπη… Όχι ευχαριστούμε, θα τα πιούμε μόνοι μας απόψε, του απάντησε κι έκατσε σ’ ένα τραπέζι, πλάι στα όργανα μαζί με τον Σωτήρη…

Ο Ντάλης, φώναξε τον Ρίκο το γκαρσόνι και του είπε πως τα ποτά, θα είναι κέρασμα δικό του… Αυτός με μεγάλη προθυμία πήγε στο τραπέζι της Μαλάμας μια μποτίλια κόκκινο κρασί και με την γνωστή οικειότητά του, πήρε την παραγγελία. Όταν μπήκε μέσα στο μεγερείο, είπε τού μάγειρα:

—Το μάτι τής Μαλάμας, απόψε, είναι πολύ μοβόρικο, αδερφάκι μου….

Η ορχήστρα έπαιζε:

Πάμε βόλτα πέρα στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι... / Κούκλα μου γλυκειά απ’ τη Θεσσαλονίκη…

Όταν κάθισαν και ήρθε το κρασί, η Μαλάμα γέμισε τα ποτήρια και χαιρέτησε τον Ντάλη και την παρέα του. Μετά είπε τού Σωτήρη:

— Χαλάλι σου ρε Σωτηράκη! Σου αναγνωρίζω το δίκιο της απόφασής σου…

Τελειώσαμε εμείς! Πραγματικά… Δεν κολλάει η φτώχεια μας… Μετά άρχισε να πίνει με έναν ασυνήθιστο τρόπο:

— Να καθαρίσουμε Σωτηράκη… Για μένανε είσαι ο μόνος άντρας που αγάπησα. Όλη μου τη ζωή σε περίμενα… Δεν πειράζει… Έλεγα να τον απαρατήσω αυτόν το βούρκο… Αλλά αλλιώς ήρθανε τα πράματα! Εδώ πια, δε με χωράει ο τόπος. Θα διευκολύνω και σένα… Αύριο κιόλας θα φύγω από την Σαλονίκη…

Τη μια μπουκάλα κρασί την δέχτηκε άλλη και μετά άλλη…

Ο Σωτήρης έκανε να πει κάτι, αλλά η Μάλάμα τον έκοψε λέγοντάς του:

— …μη λες τίποτα Σωτήρη… Έτσι ήτανε το γραμμένο… Απόψε γλεντάμε για τελευταία φορά! Στο είπα… Αύριο φεύγω. Τα έχω κανονίσει όλα… Ο Σωτήρης σεκλετισμένος, έριξε τη ματιά του στο πάτωμα, όταν η Μαλάμα, κατεβάζοντας ακόμη ένα ποτηράκι, συνέχισε:

— Σήκω ρε Σωτήρη να το χορέψουμε αυτό το ζεϊμπέκικο.

Η ορχήστρα έπαιζε, έχω σεβντά, έχω νταλκά, έχω για σένα πόνο/για σένα μες στα καπελειά απ’ τον καημό σουρώνω…, όταν η Μαλάμα σήκωσε τον Σωτήρη κι άρχισαν να χορεύουν. Η παρέα του Ντάλη ήρθε σε μεγάλο κέφι. Σηκώθηκαν όλοι, άντρες και γυναίκες, και κυκλώνοντας το ζευγάρι στην πίστα, βαρούσαν παλαμάκια και τραγουδούσαν… Ο Αλέκος με τον μάγειρα βγήκαν στην πόρτα του μαγειρείου κοίταξαν σαστισμένοι τους δύο νέους που χόρευαν με πάθος. Ο Αλέκος είπε:

— Καλά αυτοί δεν το διαλύσανε; Πώς χορεύουν έτσι; Με τέτοιον έρωτα;

Ο Τσαούς Ουρντού με τη Ρένα το Φαρμάκι τραγουδούσαν δυνατά κι ο Ντάλης κερνούσε όλο το μαγαζί. Η Μαλάμα, σε μια στροφή, κι ενώ το κέφι είχε ανάψει για καλά στο μαγαζί, πλησίασε τον Σωτήρη και του είπε:

— Άντε γεια σου βρε Σωτηράκη… και σηκώνοντας το δεξί της χέρι κατά τον Σωτήρη, άρχισε να πυροβολεί μ’ ένα μικρό πιστόλι που έβγαλε από τον ντεκολτέ της. Ο Σωτήρης, που δέχτηκε τρεις απανωτές σφαίρες στο στήθος, στάθηκε κοιτάζοντας έκπληκτος για μια στιγμή, κι ύστερα σωριάστηκε αιμόφυρτος στο πάτωμα… Οι άνθρωποι που βρίσκονταν ένα γύρω και βαρούσαν παλαμάκια, τρομαγμένοι τραβήχτηκαν πίσω, ενώ οι μουσικοί μαρμάρωσαν στη θέση τους… Τότε η Μαλάμα πέταξε το μικρό πιστόλι προς την άλλη μεριά που βρισκόταν η πόρτα του μαγειρείου. Ύστερα αμίλητη πήγε στο τραπέζι που καθόταν με τον αγαπητικό της, γέμισε το ποτήρι της και το κατέβασε μονορούφι. Την ώρα που μπήκαν οι ένοπλοι αστυνομικοί και της πέρασαν χειροπέδες, την έπιασε μια υστερική κρίση κι επαναλάμβανε:

— Τ’ ακούς Σωτήρη; Τώρα πια καμία δε θα σε χαρεί….

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2021

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ: Στα χρόνια του κόκκινου κόμη, στις Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ: 

Στα χρόνια του κόκκινου κόμη,

στις Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Τα διηγήματα  του Δ. Κανελλόπουλου, με τίτλο Στα χρόνια του Κόκκινου Κόμη, είναι μια κατάθεση εμπειρίας και μνήμης ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια: του κόσμου της ισότητας και της δικαιοσύνης, που γι’ αυτές αγωνίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη. Το φθινόπωρο του 1978  ο συγγραφέας βρέθηκε στη Ρουμανία για σπουδές ανυποψίαστος. Την έκπληξη των πρώτων στιγμών διαδέχτηκε ένα ισχυρό σοκ. Οι εικόνες που με ταχύτητα εναλλάσσονταν του δημιούργησαν σύγχυση. Σιγά-σιγά αισθάνθηκε να καταρρέει η πίστη του, καθώς αντί για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη έβλεπε τον ζόφο του ολοκληρωτισμού. Όλα θαρρείς και ήταν προφητείες του Όργουελ. Παρά το Δελτίο Τροφίμων οι επίσημες αρχές και ο ιδιόμορφος ηγέτης της χώρας μιλούσαν για μια «πολύπλευρα» αναπτυγμένη κοινωνία. Στο βιβλίο καταγράφεται το κυνήγι της επιβίωσης μιας παρέας φίλων. Ο κόσμος που περιγράφεται είναι πραγματικός. Η αντίληψη ότι θα δημιουργηθεί μια κοινωνία όπου η ανθρώπινη ευτυχία θα είναι αιώνια, βασισμένη στις σωτηριολογικές θεωρίες των δύο περασμένων αιώνων, κατέρρευσε οριστικά, αποδεικνύοντας ότι καμιά βεβαιότητα δεν μπορεί να οδηγήσει με απόλυτο τρόπο στην ευτυχία όλων των ανθρώπων.


Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2021


Ανδρέας Καρκαβίτσας

Το σύγνεφο

— Σαν καλός ο Αύγουστος εφέτος· ε;

— Ναι· μακάρι πάντα μας!

— Εγώ φοβόμουνα την αυγή.

— Και ’γω. Μα δεν άκουσες τα κοκόρια; Άμα λαλούν τα κοκόρια παράωρα ο καιρός αλλάζει.

— Και μαζί κι η τύχη μας.

— Βέβαια, στην τρίχα κρέμεται.

Ο Δημάκης και ο Βρανάς στολισμένοι όπως οι χασάπηδες τις νηστίσιμες ημέρες, εκάθηντο ήσυχοι εις τον πάγκον ενός κρασοπουλειού και συνομίλουν για τον καιρό. Είχαν και αυτοί απλωμένη εις τ’ αλώνι την σταφίδα των κάτω από τας φλογεράς του ηλίου ακτίνας ως αι χωρικαί τας θυγατέρας των εις τα περιπαθή βλέμματα των λεβέντηδων, και μετρώντες τις ημέρες εις τα δάκτυλα επερίμεναν ανυπομόνως να ξεραθεί. Φυσικά λοιπόν αι συζητήσεις της ημέρας και της νυκτός τα όνειρα δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την κατάσταση του καιρού και τις τιμές της σταφίδας.

— Άκου που σου λέω· μου το είπε ο κουμπάρος του κυρ-Γιάννη· είχε γράμμα από την Πάτρα! έλεγεν ο Δημάκης εις τον σύντροφόν του εμπιστευτικά.

— Λες;

— Λέω βέβαια! Περσυνό πράμα δεν έμεινε ρόγα· τ’ αμπέλια στη Γαλλία χάλασαν. Στην Πάτρα έβρεξε· στη Βοστίτσα παλιόπραμα.

— Α! πασά μου! εφώναξε ενθουσιασμένος ο Βρανάς· Σαράντα κι αμάν αμάν!

— Τι σαράντα; Εξήντα δε λες! Και ο Δημάκης άρχισε πάλι το τραγούδι που είχε διακόψει:

Κι άλλος θέλει τον Άγουστο που ’ναι τα ταλαράκια.

— Ταλαράκια· ψυχή μου φρούτο!… είπε ο Βρανάς ξερογλείφων τα χείλη του σαν να πιπίλιζε καραμέλα. Ο Μάης βγάνει τα κεράσια, ο θεριστής τ’ αγγούρια, ο Αλωνάρης τα καρπούζια και ο Άγουστος τα τάλαρα. Αν παραφάς από τ’ άλλα θερμαίνεσαι. Αν παραφάς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γω ο φτωχός πως μου ’φαγε ο ποντικός το τυρί, κανείς δεν το πιστεύει. Λέει ο κυρ-Λινάρδος πως του ’φαγε το σίδερο, το πιστεύουν όλοι. Καλά το λέει κι ο λόγος: Άγουστέ μου καλέ μήνα, να ήσουν δυο φορές το χρόνο.

—Μωρέ καλός να είναι κι ας είναι και μια φορά. Μου φτάνει· είπε ο Δημάκης.

*

Αλλά την ίδια στιγμή έκοψε την κουβέντα τους μία φωνή. Πίσω τους άλλος χωρικός ψηλός και αδύνατος, που κρατούσε εις το ένα χέρι βουρλιά ψάρια και εις την μασχάλην ένα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, έστεκε ακίνητος με μάτια ολάνοικτα, στυλωμένα πέρα εις τον δυτικόν ορίζοντα.

— Τ’ είναι Χαραλάμπη; ερώτησεν ο Βρανάς.

— Δε βλέπετε: Ένα σύγνεφο.

— Σύγνεφο!…

Επετάχθηκαν και οι δύο ορθοί.

— Αμ το είπα από την αυγή εγώ! είπε ο Βρανάς με κλαψάρικο ύφος. Άκουσα τις χήνες που γύρευαν νερό.

— Κι εγώ είδα δίπλα το σκυλί.

— Είδα και γω τη γάτα της νύφης μου που νιβόταν στην άστρια.

Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις τον δρόμον ο δήμαρχος με την άσπρη λινή φορεσιά του, τον παναμά εις το ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, αξιοπρεπής, ποζάτος — αληθινός άρχοντας του τόπου. Εις τα δάχτυλα της δεξιάς εκρατούσε μια πρέζα ταμπάκου και εις το αριστερόν δέμα από εφημερίδες που ήρθαν εκείνη την ώρα με το ταχυδρομείο. Επήγαινε αργά διαβάζοντας την εφημερίδα. Και κάθε τόσο εγέμιζε τα ρουθούνια του ταμπάκο και ταυτοχρόνως ένα τρανταχτό φτάρνισμα εξάγνιζε το κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ηκούοντο τότε από τα μαγαζιά γύρω οι ευχές των φίλων:

— Με τις υγείες!

— Γεια σου!

— Γεια σου, κυρ-Δήμαρχε!

— Ευχαριστώ!.. ευχαριστώ!… απαντούσε ο Δήμαρχος δυνατά, ευτυχισμένος για τη δημοτικότητά του, χαμογελώντας και μη σηκώνοντας μάτια από την εφημερίδα. Όταν όμως επλησίασε τους χωρικούς και άκουσε τις φωνές τους εσήκωσε τα μάτια του και ρώτησε:

— Τι είναι; τι τρέχει; Γιατί κάνετ’ έτσι;

— Ένα σύγνεφο…

— Σύγνεφο!..

Αληθινά εις τον δυτικόν ορίζοντα εφαίνετο μικρόν μαύρο σύγνεφο που είχε σχήμα και μέγεθος ενός κριαριού. Η παρουσία του έγινε σε λιγάκι γνωστή εις όλην την αγοράν. Αμέσως οι έμποροι άφηκαν τις πήχες των, οι χασάπηδες τις μαχαίρες των, οι παπουτσήδες τα τσαγκαρόσουβλά των, οι καφενόβιοι απάνω εις τα τραπέζια την τράπουλα και όλοι έσπευδαν εις το μέρος όπου έστεκε ο κυρ-Δήμαρχος. Εκοίταζαν όλοι εις σημείον του ουρανού με αγωνίαν. Οι Καμπίσοι είναι όλοι, όπως οι παλαιοί Χαλδαίοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ιδίως κατά τους μήνας Ιούλιον και Άγουστον, αδιακόπως έχουν γυρισμένα τα μάτια εις τον ουρανόν, και από τας σπασμωδικάς κινήσεις του προσώπου των, ημπορεί κανείς ασφαλώς να μάθει τα σημεία των καιρών.

Ωστόσο το συγνεφάκι όλο κι εμεγάλωνε. Τώρα είχε σκεπάσει όλον το από Κεφαλληνίας μέχρι Χλομούτσι διάστημα. Οι χωρικοί εκοίταζαν εις εκείνο το μέρος ακίνητοι ως να διετέλουν υπό βασκανίαν. Από πολυχρονίους παρατηρήσεις, ήξευραν ότι η βροχή είναι άφευκτος εις τον Κάμπον, όταν το μέρος εκείνο, το Στενό, συννεφιάσει. Με τα χέρια σταυρωτά εις το στήθος, κατακίτρινοι, εκοίταζαν εκεί και κάποτε εγύριζαν ένας εις τον άλλον και άλλαζαν δειλά ολίγας λέξεις,

— Βρέχει στην Πάτρα!.. είπε κάποιος και έδειξε προς ανατολάς.

— Και στον Πύργο!.. επρόσθεσεν άλλος.

Όλων τα πρόσωπα εχαροποιήθησαν αμέσως· τα χείλη των σχεδόν εγέλασαν. Άρχισαν να ελπίζουν. Και λησμονούντες την θέσιν των εσκέπτοντο ευχαρίστως την ωφέλειαν, που θα έχουν αυτοί από την καταστροφήν των άλλων.

— Κλωνί δε θα μείνει στην Πάτρα!

— Ούτε τσάμπουρο δε θα γλυτώσει στον Πύργο!

— Μωρέ δεν τη δίνω αν δε τα σκάσουν τα εξήντα.

— Εξήντα! Τι λες ξάδερφε!.. Εκατό και αμακινάριστη!

— Όχι δα, καημένε…

— Άκου που σου λέω! θα την πάρει από το αλώνι. Και — πού είσαι — τον παρά στο χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν…

Ήσαν αχόρταστοι, απαιτητικοί, ασυγκίνητοι. Η καταστροφή της σταφίδας των άλλων, τους έκανε να πιστεύουν ότι έπλεαν ήδη εις ωκεανόν ταλήρων. Έβλεπαν τους σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ικετευτικούς μπροστά τους και φιλέκδικος διάθεσις τους εκυρίευσε να σταθούν ανένδοτοι, για να τους εξευτελίσουν. Ακόμη έφθαναν και εις την χαροποιάν διάθεσιν να λυπήσουν, να τιμωρήσουν τους καταναλωτάς της σταφίδος, τους Εγγλέζους με τις λίρες, τις στερλίνες των. Άλλες χρονιές ήσαν δύσκολοι· επλήρωναν με κατεβασμένες εξηυτελισμένες τιμές. Ή την άφηναν να σήπεται εις τας αποθήκας απώλητη. Εφέτος θα ιδείς Εγγλέζε με το ξουρισμένο μουστάκι!…

— Σκύβαλα θα φάνε! σκύβαλα!.. είπε με αγανάκτηση ο Δημάκης.

— Ακούστε! είπε ξαφνικά δείχνοντας με το δάχτυλό του ο Βρανάς.

Μια δυνατή βροντή ακούστηκε πέρα ως κανονιά

— Δεν είναι τίποτα. Είναι βαθιά· είπε ο Δημάκης.

— Βαθιά βροντή γοργό νερό! εσυμπέρανε κάποιος.

— Γοργό για την Πάτρα, για τον Πύργο. Τώρα το νερό στρατεύει.

— Άμποτε!..

— Τι άμποτε; είπε θυμωμένος ο Βρανάς. Δεν βλέπεις που τους έπνιξε;

Αληθινά το σύγνεφο είχε απλώσει γύρω και είχε κατασκεπάσει όλον τον ουρανόν, πυκνό και μαύρο σαν γιγάντια αράχνη. Το Κάστρο δεν εφαίνετο πλέον ούτε τα βουνά του Μεσολογγιού· ούτε ο Ωλονός των Πατρών· ούτε τα χαμοβούνια του Πύργου που κρεμνίζονται μέχρι του Κατακώλου εις την θάλασσαν. Μόνον απάνω από το δικό τους χωριό ο ουρανός εφαίνετο ακόμη ασκέπαστος, αλλά σταχτής και ο ήλιος καθώς έπεφτε εχρωμάτιζε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα μ’ ένα κοκκινωπόν σκούρο χρώμα, σαν να περνούσε από καπνισμένο γυαλί. Αυτό όμως δεν εφαίνετο ν’ ανησυχεί τους χωρικούς και εξακολούθησαν την ομιλία τους, τις μεγάλες ελπίδες και τ’ αμέτρητα κέρδη των.

— Ναι· μα σαν να το κρέμασε κι εδώ, λέω! ετόλμησε να είπει κάποιος κοιτάζοντας ανήσυχα τον ουρανό.

— Να φας τη γλώσσα σου! είπε ο Βρανάς

— Μωρέ δώσ’ του μια με το βουνό της Κεφαλλονιάς!… είπε ο Δημάκης.

— Το κρέμασε… σε λίγο θα βρέξει· επέμενε ο χωρικός.

Όλοι εσήκωσαν διά μιας πάλι τα μάτια εις τον ουρανό και τώρα ανατρίχιασαν· το καπνισμένο γυαλί είχε γίνει κατάμαυρο. Η αντηλιά έπαιζε απάνω στο Σταυροπάζαρο σαν ανατριχίλα. Μια σιγή εβασίλευε ολούθε σαν εκείνη που προηγείται αφεύκτως της καταιγίδας. Έξαφνα μια φωτεινή καδένα εράγισε τον ουρανό προς το μέρος του Στενού, έδειξε μια τις κοκκινόμαυρες τάπιες του Κάστρου, τις σκοτεινές πλαγιές του βουνού, λακκώματα, τούφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριά και τα ’κλεισε πάλι στο σκοτάδι και την ασάφεια. Οι χωρικοί εστραβώθηκαν από το ξαφνικό φως και έκλεισαν τα μάτια τους. Σύγκαιρα άκουσαν να κυλίονται στον ουρανό χιλιάδες άδεια βαρέλια. Και πριν ανοίξουν τα μάτια τους ένοιωσαν στα μέτωπά τους μεγάλες πλατιές σταγόνες νερού σαν ρώγες σταφυλιού: πλατς! πλουτς!

— Θεέ και κύριε!.. είπε έτοιμος να βλαστημήσει ο Βρανάς.

— Δε λυπάσαι τους χριστιανούς, Θε μου!

— Τι διάβολο μας κυνηγάς έτσι;

— Βάλθηκες να μας καταστρέψεις φέτος;

Διά μιας η συγκέντρωσις εσκόρπισε.

Το Σταυροπάζαρο έμεινε έρημο. Ένας με τον άλλον οι χωρικοί έτρεξαν εις τα σπίτια τους και σε λιγάκι απ’ όλους τους δρόμους του χωριού, δεν άκουες παρά κροταλισμούς άλογων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους και αλαλαγμούς ανδρών, γυναικών και παιδιών. Όλοι μετέφεραν, ότι είχαν ρουχικά εις το σπίτι τους, παλαιά ή καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ή στολίδι· το μετέφεραν εις τ’ αλώνι για να σκεπάσουν την σταφίδα, να την φυλάξουν από την βροχήν. Τα περισσότερα μαγαζιά έκλεισαν, τα καφενεία ερήμαξαν. Το Σταυροπάζαρο έμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ενώ όλοι έτρεχαν εις την εξοχήν εφάνη ένας κύριος να σπεύδει εις το κεντρικότερον μέρος της αγοράς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος και καταϊδρωμένος.

— Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! του λέγει ο δήμαρχος ερωτηματικώς.

— Έχω ανοικτή τη μηχανή·απήντησε χωρίς να σταθεί φοβισμένος.

— Α ντε! να μας πετάξεις στον αέρα… εψιθύρισε ο Δήμαρχος. Μου φαίνεται πως πρέπει να ζητήσω την μετάθεσίν του.

 


 

Πέμπτη, Ιουνίου 10, 2021


Δημήτρης Κανελλόπουλος: Μ’ ἔχουν σημαδέψει κλασσικὰ ἔργα

Τὰ χρόνια ποὺ ἄρχισα νὰ νιώθω τὸν κόσμο ἦταν δύσκολα χρόνια. Τὸ βιβλίο, στὶς φτωχογειτονιὲς ποὺ κατοικοῦσα, δὲν ἦταν εἶδος πρώτης ἀνάγκης. Ὅπως πολλὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου, ἀνακάλυψα κι ἐγὼ τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα, κι ἔτσι μπῆκα στὸν μαγικὸ κόσμο τῆς Λογοτεχνίας. Ἄρχισα νὰ κυνηγῶ τὰ «Κλασσικὰ» μὲ μανία καί, ἀνταγωνιζόμενος τοὺς παιδικούς μου φίλους, προσπαθοῦσα νὰ μεγαλώσω τὴν συλλογή μου. Τὰ ἀγοράζαμε συνήθως μεταχειρισμένα ἀπὸ ἕναν παλαιοβιβλιοπώλη. Ὅταν «κονομάγαμε» κανένα δίφραγκο, τρέχαμε στὸν «Γέρο», ὅπως ἀποκαλούσαμε τὸν παλαιοβιβλιοπώλη, καὶ ἀναζητούσαμε τεύχη τὰ ὁποῖα μᾶς ἔλειπαν. Μιὰ μαγεία: Οἱ Ἄθλιοι, Ὄλιβερ Τουίστ, Δαυὶδ Κόπερφιλδ, Χωρὶς Οἰκογένεια, Ἀνεμοδαρμένα Ὕψη, Παναγία τῶν Παρισίων, Ἡ μυστηριώδης νῆσος, Οἱ Τρεῖς Σωματοφύλακες, Χάλκμπερι Φὶνν καὶ Τὸμ Σώγιερ, τὰ Ἄγουρα χρόνια… Κάναμε κι ἀνταλλαγές. Κι ἀκόμη, τὰ παίζαμε στὶς ἀμάδες ἢ στὸ «πάρτα ὅλα»... «Τὰ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα» ἦταν τὸ πρῶτο ἀναγνωστικὸ ἐρέθισμα ποὺ μεταβλήθηκε ἀργότερα σὲ ἐξάρτηση…

Στὴν Ε΄ Δημοτικοῦ ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ μικρή, ἀλλὰ σχετικὰ καλὰ ὀργανωμένη, βιβλιοθήκη μιᾶς μακρινῆς «θείας». Κάθε ἀπόγευμα, μετὰ τὰ διαβάσματα γιὰ τὸ Σχολεῖο, μποροῦσα νὰ πηγαίνω ἐκεῖ καὶ νὰ διαβάζω γιὰ δυὸ ὧρες. Ἔτσι ἔπιασα στὰ χέρια μου γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μυθιστορήματα τῶν Ντοστογιέφσκι, Τολστόϊ, Τσέχοφ, Οὐγκώ, Βέρν, Ντίκενς καθὼς κι ἐκεῖνα τῶν Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Βιζυηνοῦ, Θεοτόκη…

Εὐεργετικὴ ὑπῆρξε γιὰ μένα ἡ παρουσία μιᾶς Δανειστικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ «Δήμου Ἀθηναίων» ἐκεῖ κοντά. Συνέχισα νὰ διαβάζω τότε τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καρκαβίτσα. Ρουφοῦσα χωρὶς πρόγραμμα ὅ,τι μοῦ ἔπεφτε στὰ χέρια. Κυρίως Ἑλληνικὴ Πεζογραφία.

Μὲ τὴν Ποίηση ἡ ἐπαφή μου ἄργησε νὰ ἔλθει. Ἐκεῖ κάπου στὴ Β΄ Γυμνασίου, ἀγάπησα πολὺ τὸν Σολωμὸ κι ἄρχισα νὰ σκαρώνω δεκαπεντασύλλαβους, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Τραγούδι. Τὸ πρῶτο μου ποιητικὸ βιβλίο τὸ ἀγόρασα ἀπὸ τὰ μεταχειρισμένα τῆς ὁδοῦ Μασσαλίας. Ἦταν τὰ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Γιώργου Σεφέρη. 

Ἀγαπῶ τὴν ποίηση τοῦ Γιώργου Σεφέρη καὶ τοῦ Κ.Π. Καβάφη κι ἐπανέρχομαι συχνὰ στὸ ἔργο τους. Κι ἀκόμη τὴν ποίηση τοῦ Νίκου Ἀλέξη Ἀσλάνογλου, τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου, τοῦ Χρίστου Λάσκαρη… Εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου μὲ τοὺς Ἔντγκαρ Λὴ Μάστερς, Πάουντ, Ὦντεν, Ὄσκαρ Οὐάιλντ, Κίπλινγκ, Ἐλιοτ, Ντύλαν Τόμας…

Στὸ Γυμνάσιο, τὸν καιρὸ τῆς δικτατορίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ποίηση, ἦλθε καὶ ἡ πολιτικὴ φιλολογία μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους πολιτικοὺς προβληματισμούς. Τὸ 1970, γράφτηκα στὸ Β΄ Ἑσπερινὸ Οἰκονομικὸ Γυμνάσιο Ἐμποροϋπαλλήλων. Ἐκεῖ ἦλθα σὲ ἐπαφὴ μὲ μιὰ ὁμάδα ἀριστερῶν νέων καὶ ὁ ἀναγνωστικὸς προσανατολισμός μου ἄλλαξε.

Στὴν ψυχή μου, ποὺ ἔμοιαζε μὲ μιὰ μηχανὴ τρένου, καὶ φλεγόταν γιὰ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἔδιναν τροφὴ διάφορες πολιτικὲς μπροσοῦρες τοῦ Μὰρξ καὶ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς «Ρωσικῆς Ἐπανάστασης», τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Τρότσκι. Παράλληλα, διάβαζα Μαξὶμ Γκόρκι, Μιχαὴλ Σολόχωφ, Βασίλι Γκρόσμαν, Ντιμίτρι Φουρμάνωφ, Βασίλι Ἀξιόνωφ…, καὶ «στὰ κρυφά», τὸ βιβλίο τοῦ Σολζενίτσιν Μιὰ ἡμέρα τοῦ Ἰβαν Ντενίσοβιτς, τὸ ὁποῖο μὲ σόκαρε πολύ, κι ἔκανα καὶ συγκρίσεις μὲ τὸ μυθιστόρημα τοῦ Ντοστογιέφσκι: Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν πεθαμένων.

Τὸ 1973, μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ Πολυτεχνείου, σὲ ἕνα τυπογραφεῖο γνωρίστηκα μὲ τὸν Ἀντώνη Καρκαγιάννη. Μοῦ ζήτησε νὰ ἐργαστῶ στὸν ἐκδοτικό του οἶκο, τὸν ΟΛΚΟ. Ἐκεῖ ἦταν τὸ ἄντρο τῆς πολιτικῆς ὁμάδας, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσαν «ΧΑΟΣ». Στὸν ΟΛΚΟ γνώρισα ἀριστεροὺς ποὺ εἶχαν προχωρήσει σὲ βαθύτερες κριτικὲς ἀναθεωρήσεις. Μαζί τους ἀνακάλυψα μιὰ νέα ἤπειρο πολιτικοῦ προβληματισμοῦ ποὺ μὲ βοήθησε νὰ χειραφετηθῶ σταδιακὰ ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς κομμουνιστικῆς παράδοσης. Παράλληλα διάβαζα τοὺς Χαρτογιακάδες τοῦ Ράιτ Μίλς, τὴ Σεξουαλικὴ Ἐπανάσταση τοῦ Βίλχελμ Ράιχ κι ἀργότερα τὰ πολιτικὰ δοκίμια Ἡ πρώτη Σταδιοδρομία τοῦ Ἑλληνικοῦ Προλεταριάτου τοῦ Ἀβραὰμ Μπεναρόγια καὶ τὸ Ἡ ἐπαγγελία τῆς ἀδύνατης ἐπανάστασης τοῦ Ἄγγελου Ἐλεφάντη…

Στὴν ἰδεολογική μου «ἀποσταθεροποίηση» συνέβαλαν καὶ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα: τὸ ἔξοχο βιβλίο Κόκκινο Ἱππικό τοῦ Μπάμπελ, τὸ Ἐμεῖς τοῦ Ζαμιάτιν, τὸ Δάσκαλος καὶ Μαργαρίτα τοῦ Μπουλγκάκοφ, τὸ Μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρο τοῦ Καῖσλερ, καθὼς καὶ τὸ 1984 τοῦ Ὄργουελ. Πολὺ μὲ ἐπηρέασε ἡ λεγόμενη Στρατοπεδικὴ Λογοτεχνία: τὰ βιβλία τῶν Χόρχε Σεμπροὺν Ὤ! Τί ὡραία Κυριακὴ καὶ Πρίμο Λέβι Ἐὰν αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἐμβληματικὸ Ἀρχιπέλαγος Γκουλάγκ, καθὼς καὶ τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν Μίλενα ἀπὸ τὴν Πράγα τῆς Μαργκαρέτε Μποῦμπερ-Νόυμαν. Τὸ αὐτοβιογραφικὸ ἔργο τοῦ Βικτὸρ Σὲρζ Ἀναμνήσεις ἑνὸς ἐπαναστάτη καὶ τὸ μυθιστόρημά του Ὑπόθεση Τουλάγεφ ἦταν γιὰ μένα βιβλία σταθμοί.

Μὲ ἔχουν σημαδέψει ἐπίσης κλασικὰ ἔργα ὅπως τὸ Μόμπι Ντὶκ τοῦ Μέλβιλ, τὸ Ἱστορία τοῦ Ζὶλ Μπλὰς ντὲ Σαντιλιὰν τοῦ Λὲ Σὰζ ἢ τὸ Σπίτι μὲ τὰ ἑφτὰ ἀετώματα τοῦ Χῶθορν… Καὶ βέβαια τὰ βιβλία τῶν Γιόζεφ Ρότ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Φραντς Κάφκα, Ἄλφρεντ Ντέμπλιν, Ἔριχ Κέστνερ, Οὐίλιαμ Φῶκνερ, Μάλκολμ Λόουρι, Κάρσον Μὰκ Κάλλερς, Χούλιο Κορτάσαρ, Βάργκας Λιόσα, Μάρκες…

Δραπετεύω συχνὰ ἀπὸ τὸ μυθιστορηματικὸ σύμπαν γιὰ νὰ καταφύγω σὲ μίαν ἄλλη ἐξίσου σπουδαία ἀφηγηματικὴ περιοχή, ἐκείνη τοῦ διηγήματος. Σκάβω τὶς νύχτες στὰ εὔφορα ἐδάφη της καὶ συνομιλῶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μου, παλιοὺς καὶ συγκαιρινούς, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Τραυλαντώνη, Βικέλα, Θεοτόκη, Καραγάτση, Μητσάκη, Ροΐδη, Ραγκαβή, Κόκκινο, Χατζή, Χάκκα, Ἰωάννου, Καζαντζῆ, Γονατᾶ, Παπαδημητρακόπουλο, Νόλλα, Σφυρίδη, Μηλιώνη, Σωτήρη Δημητρίου…

Δημοσιεύτηκε στὴν στήλη, Βιβλία στὸ Προσκέφαλο, στὴν Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν 

Παρασκευή, Μαΐου 14, 2021


Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες

Διηγήματα, Αθήνα 2018, εκδόσεις «Κίχλη» σ. 141.

 Θέλω από την αρχή να επισημάνω δύο πράγματα: πρώτα ότι για μένα ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, ποιητής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο, άνθρωπος ευρείας και πολυποίκιλης μόρφωσης, με την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματά μας ως πεζογράφος φανερώνει ότι δεν ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του από το ορεινό κεφαλοχώρι  Νεμούτα του νομού Ηλείας, που διοικητικά ανήκε στην περιφέρεια της αρχαίας Ολυμπίας, και με τα δέκα διηγήματα του βιβλίου του αναβιώνει την κοινωνική ζωή του γενέθλιου τόπου. Κι εδώ ας μη ξεχνάμε ότι η  φόρμα του διηγήματος είναι, όχι μόνο η απαρχή της νεοελληνικής μας πεζογραφίας, από το τέλος ακόμα του 19ου αιώνα, αλλά και το πιο δύσκολο – για μένα τουλάχιστον – πεζογραφικό είδος, αφού μέσα σε λίγες σελίδες ο συγγραφέας πρέπει να αφηγηθεί μια ιστορία με πλοκή, ήρωες, ανθρώπινους χαρακτήρες, συμπεριφορές και να συμπεριλάβει ταυτόχρονα και κάποια από τα πολιτικά γεγονότα των χρόνων στα οποία αναφέρονται τα διηγήματά του. Σ’ αυτή η μικρή φόρμα, όταν μάλιστα ο συγγραφέας ακολουθεί τη ρεαλιστική αφηγηματική τεχνική, κινδυνεύει εύκολα να αστοχήσει, διότι κάθε τι παραπανίσιο ή άσκοπο γίνεται εύκολα αντιληπτό ως σφάλμα, που ρίχνει την ποιότητα του κειμένου και την ενάργεια της ανάγνωσης. Στο ευρωπαϊκής προέλευσης μυθιστόρημα κάτι τέτοιες ατέλειες μπορεί να περάσουν και απαρατήρητες γιατί, όπως είπε ο Μπόρχες, το μυθιστόρημα σηκώνει και πολλή «σάλτσα». Και κάτι ακόμα: ο διηγηματογράφος του τόπου μας έχει πίσω του μια παράδοση που πρέπει να λάβει υπόψη του, αν έχει κάτι καινούργιο να μας δώσει. Δυστυχώς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, που η λογοτεχνία μπήκε για τα καλά στην «αγορά», κυριάρχησε το μυθιστόρημα, όπου πολυσέλιδα μυθιστορήματα που ανήκουν κυρίως στη σφαίρα της παραλογοτεχνίας ή ημιλογοτεχνίας  (με τον όρο αυτό εννοώ την καλογραμμένη παραλογοτεχνία) πήραν το πάνω χέρι στον εκδοτικό χώρο, με θύματα πρώτα την ποίηση και σε μικρότερο βαθμό το διήγημα, το οποίο όμως,  τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνω ότι επανακάμπτει με αισθητικές αξιώσεις, όπως είναι και η συλλογή διηγημάτων για την οποία μιλούμε.

        Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι όσοι θεωρούν τα διηγήματα που αναφέρονται σε μια παλαιότερη εποχή ηθογραφία, είναι  αδιάβαστοι. Η ηθογραφία προϋποθέτει δύο πράγματα: τη νοσταλγία και την εξιδανίκευση. Ο Κανελλόπουλος, στα δέκα διηγήματα της συλλογής του, ούτε αναπολεί την περασμένη  σκληρή εποχή  του γενέθλιου τόπου του κι ούτε την εξιδανικεύει. Το τονίζει και στο οπισθάφυλλο του βιβλίου του. Απλώς, περιγράφοντάς την, πάντα με χαμηλούς τόνους, την αναβιώνει μέσα από τη συγκίνηση που προκαλεί στον αναγνώστη η δύναμη της καλής λογοτεχνίας, για να μην τη σκεπάσει –σ’ ένα ευρύτερο και νεότερο κοινό – η λήθη που φέρνει ο χρόνος και ειδικότερα η εποχή μας με την ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας, που άλλαξε μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες  τον τρόπο της ζωής μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι «φωνασκούντες» μάλιστα – με πρόθεση καταγγελτικού λόγου, λογοτέχνες ή κριτικοί, πως τα περισσότερα διηγήματα είναι ηθογραφικά (κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν και στο σημείο να μιλούν και για «αστική» ηθογραφία σε συλλογές διηγημάτων σύγχρονων πεζογράφων μας, ακόμα κι αν τα όσα εξιστορούνται συνέβησαν μερικά χρόνια πριν ή συμβαίνουν ακόμα) φαίνεται να αγνοούν ότι σκοπός κάθε σημαντικού λογοτέχνη είναι να περιγράψει την εποχή του, μ’ ότι αυτό συνεπάγεται, μέσα από τον δικό του εσωτερικό κόσμο και με το ταλέντο που διαθέτει ο καθένας.  Ας μη ξεχνάμε ότι όλα τα κλασικά λογοτεχνικά έργα διαθέτουν απαραιτήτως αυτά τα δύο στοιχεία∙ αλλιώς, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε και τα διηγήματα του Τσέχωφ να τα ονομάσουμε λαογραφία της ρωσικής επαρχίας του 19ου αιώνα.

        Το χρονικό άνυσμα μέσα στο οποίο ξεδιπλώνονται οι ιστορίες του Κανελλόπουλου φαίνεται να αρχίζει από τις αρχές του 20ού αιώνα (δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια) και τελειώνει τη δεκαετία του 1970, γιατί υπάρχουν κάποιες μικρές αναφορές στη δικτατορία των συνταγματαρχών.  Σκοπός του Κανελλόπουλου φαίνεται πως δεν είναι να μας δώσει ακόμα ένα βιβλίο που να αφορά την γερμανική Κατοχή και τις φρικαλεότητες του Εμφυλίου, αλλά ιστορίες από τους κατοίκους μιας σχεδόν κλειστής ορεινής κοινότητας, της Νεμούτας με τη γύρω περιοχή της: οικογενειακές ιστορίες, άλλες γειτόνων ή φίλων, ακόμα και εχθρών, τους χαρακτήρες των ανθρώπων αυτών, τις συνθήκες της ζωής τους, τις κοινωνικές αντιλήψεις τους, κτλ., και το πώς αυτά όλα άλλαζαν στη ροή του χρόνου. Είναι αυτό βιωματική πεζογραφία; Αν υπολογίσουμε ότι ο συγγραφέας με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε μικρή παιδική ηλικία, τότε μάλλον όχι. Αν όμως υπολογίσουμε ότι ο Κανελλόπουλος ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς του με το χωριό και τους ανθρώπους του, κι ότι όσα μας εξιστορεί είναι ιστορίες που άκουσε από ανθρώπους της Νεμούτας μιας ή και δυο γενεών πριν από τη δική του, κι ότι αυτές οι ιστορίες – όπως φαίνεται, γιατί αλλιώς γιατί να γράψει το βιβλίο; – επηρέασαν τον εσωτερικό του κόσμο, τότε τα διηγήματά του είναι βιωματικά, κι αυτό συμπεραίνεται από τον τρόπο γραφής που επέλεξε,  τα πολλά τοπωνύμια που παραθέτει με ακρίβεια και την ντοπιολαλιά της εποχής, όχι μόνο στα διαλογικά μέρη αλλά και στα αφηγηματικά. Γι’ αυτό και το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου κρίνεται απαραίτητο. Να μην πολυλογώ: στη λογοτεχνία δεν μας ενδιαφέρει αν τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο του συνέβησαν πραγματικά ή όχι, αλλά εάν τα διηγήματα διαθέτουν αληθοφάνεια∙ κάτι που βρίσκουμε σ’ όλα. Καλή λογοτεχνία χωρίς ένα  βιωματικό υπόβαθρο δεν γίνεται, όπως δεν νοείται λογοτεχνία χωρίς τη συνδρομή της δημιουργικής φαντασίας – μυθοπλασίας – του δημιουργού.

          Τα δέκα διηγήματα της συλλογής μπορούμε χοντρικά να τα χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες: ιστορίες που αφορούν ένα περιστατικό, άσχετα αν αυτό έχει μικρή ή μεγάλη χρονική διάρκεια, που μπορεί να βασανίζει κάποια από τα κεντρικά πρόσωπα μια ολόκληρη ζωή («Ο θάνατος του Αστρίτη», Terra Australis Incognita»», «Η δωρεά», «Άσε να τον πάρω μάνα»). Μια ιστορία που συνδέεται με μια επόμενη («Το άλογο»,  ή πολυεπίπεδες ιστορίες «εν προόδω» («Ο Τάσης Βασκαντήρας», «Η μισάντρα», «Η Ροδούλα», «Ένα σπίτι μια ιστορία», «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα»).

Λίγα λόγια τώρα για την υπόθεση της κάθε μιας, οι οποίες – σχημάτισα την εντύπωση – παρατίθενται στο βιβλίο με χρονολογική σειρά, δηλαδή από τα παλαιότερα χρόνια προς τα πιο πρόσφατα.

        Η πρώτη ιστορία, «Ο θάνατος του αστρίτη», είναι αυτή που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή. Ο αστρίτης είναι ένα μικρό φίδι πιο δηλητηριώδες κι από την οχιά. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Δημήτρω. Μαθαίνουμε πρώτα την οικογενειακή  της ιστορία (αυτό το βρίσκουμε σ’ όλα τα διηγήματα του συγγραφέα) και τις αντίξοες συνθήκες της αγροτικής ζωής στις αρχές μάλλον του περασμένου αιώνα. Κι όταν μιλάμε για «αντίξοες συνθήκες», πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι τις θεωρούμε «αντίξοες» σε σχέση με τη ζωή που κάνουμε τώρα. Τον καιρό εκείνο οι κάτοικοι της Νεμούτας (κι όλων των άλλων χωριών του τόπου μας) δεν τις θεωρούσαν αντίξοες: αυτές ήταν. Για παράδειγμα, έχω υπόψη μου το μυθιστόρημα της Αντωνίας Μποτονάκη Άσ’ το κι ας αποθάνει (2011), που αναφέρεται σε αντίστοιχες συνθήκες ζωής ενός ορεινού χωριού στην Κρήτη. Η Δημητρώ γυρίζοντας σπίτι της από τα χωράφια πέρασε από το αμπέλι να κόψει κανένα ώριμο σταφύλι για τη φαμίλια της. Κι εκεί τη χτύπησε ο αστρίτης που αμέσως μετά ψόφησε. Διαβάζουμε: Σαν σακοράφα μπήκε το δηλητήριο κάτω από το νύχι του δείκτη. Το ουρλιαχτό της έσκισε την ησυχία του πρωινού. Το φίδι τινάχτηκε, κόρδωσε ψηλά το κορμί του κοιτάζοντάς την ίσια στο πρόσωπο, και με μια απότομη κίνηση εξέπεσε ξερό  μπροστά στα πόδια της. «Μανούλα μου», είπε. Πετάχτηκε σαν αστραπή μέχρι τον φράχτη που είχε δέσει το άλογο, άρπαξε από το ταγάρι ένα μαχαίρι που το ’χε μαζί της και το ’μπηξε βαθιά κάτω απ’ το νύχι (σ. 13). Σκληρή η ζωή, αλλά σκληροί και οι άνθρωποι. Καβάλησε το άλογο και, αφού έδεσε το δάκτυλο σφιχτά για να μην πάει το δηλητήριο σ’ όλο της το σώμα, άρχισε να ρουφάει και να φτύνει το αίμα που έτρεχε. Η ιστορία μας λέει λεπτομερώς την περιπέτειά της για επιβίωση (αν κάποιον τον χτυπούσε ο αστρίτης, οι πιθανότητες να ζήσει ήταν ελάχιστες) και για τα ιατρικά αλλά και πρακτικά μέσα που εφαρμόζονταν την παλιά εκείνη εποχή. Η Δημήτρω, αφού σαράντα μέρες πάλεψε με τον θάνατο, επέζησε κι έκανε άλλα έξι παιδιά (είχε δύο). Και ο συγγραφέας καταλήγει: Την κοίταζα μέσα στο  φέρετρο, την ώρα που οι παπάδες – τέσσερις τον αριθμό – έψελναν τα κατευόδια. Ακίνητη, με το πρόσωπό της σοβαρό, γαλήνιο, και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ευχαριστημένη που έκανε αυτό που έπρεπε πάνω στη γη, έφευγε ήσυχη για το μακρινό ταξίδι (σ. 16).

        Το δεύτερο διήγημα τιτλοφορείται «Το άλογο». Η ιστορία αυτή αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο εξιστορείται η δυσκολία του αλέσματος μια παγερή χειμωνιάτικη μέρα στον μύλο του μπαρμπα-Σταύρου. Ακολουθεί η ιστορία ενός αλόγου που ανήκε στον μυλωνά, το οποίο βρήκαν πεθαμένο και σκεπασμένο με χιόνι, με το κεφάλι του πάνω στο σκαλοπάτι της πόρτας του μύλου, κάτι παιδιά από διπλανό χωριό, τα οποία είχαν πάει με τα άλογά τους να αλέσουν τη σοδειά του σταριού τους. Ο μπαρμπα-Σταύρος είχε αγοράσει αυτό το άλογο, τον Ψαρρή, το 1938, από έναν γύφτο τσαμπάση (έμπορο ζώων), αλλά η γυναίκα του μυλωνά, η θεια-Καλομοίρα (η γυναίκα, εννοείται, του αφηγητή) το είχε τάξει στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, για να μην εκτελέσουν τον άντρα της το 1948, που ήταν κρατούμενος τότε στο στάδιο της Πάτρας (αυτή είναι όλη κι όλη η αναφορά στον Εμφύλιο). Ο παπάς της εκκλησιάς πούλησε το άλογο σ’ ένα βάρβαρο συγχωριανό τους, τον Διαρρήκτη, ο οποίος όχι μόνο δεν το μεταπωλούσε στον πρώην ιδιοκτήτη του που το ζητούσε όσο κι όσο, για να τον βασανίζει, αλλά επιπλέον χτυπούσε και το άλογο, μέχρι θανάτου. Ο Ψαρρής, λίγο πριν πεθάνει από αιμορραγία, πήγε και ξεψύχησε στο σκαλοπάτι του μύλου του πρώτου αφεντικού του, που τον αγαπούσε πολύ. Διαβάζουμε: «Μπαρμπα-Σταύρο, να σε βοηθήσουμε», προσφέρθηκαν τα παιδιά που είχαν πάει  να αλέσουν τα σιτάρια τους. Εκείνη την ώρα φάνηκε ο Διαρρήκτης καβάλα στον γάιδαρό του. «Δικό σου δεν ήταν το μπάσταρδο; Ε, πάρ’  το τώρα εσύ να το πετάξεις στη λάκκα, τ’ ακούς; Κι ο μυλωνάς στα παιδιά: «… μην το σύρετε το δόλιο. Σηκωτό να το πάτε, μοναχός μου δεν μπορώ» (σ. 35). Ένα υπέροχο ζωοφιλικό διήγημα.

        Η επόμενη ιστορία, «Ο Τάσης Βασκαντήρας»,  έχει ως τίτλο το όνομα του πρωταγωνιστή της. Αυτός ήταν ένας δάσκαλος που,  κάνοντας τον τρελό,  παράτησε γρήγορα το δασκαλίκι για να γίνει έμπορος. Τα γεγονότα που εξιστορούνται πρέπει να αφορούν τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, αφού ο Βασκαντήρας παντρεύτηκε τη Μάρθα του Μουστοβασίλη τον Αύγουστο του 1927. Ζούσε μαζί με τα αδέλφια του. Μαθαίνουμε πώς γινόταν το εμπόριο την εποχή εκείνη με τα καραβάνια και τους παραγιούς. Τον ένα μήνα όλοι μαζί πουλούσαν την πραμάτεια τους στα χωριά της περιοχής και τον επόμενο, ένας ένας οι αδελφοί πήγαιναν πάλι για να εισπράξουν. Οι εισαγωγές από μεγάλες πόλεις ήταν δουλειά του Βασκαντήρα που είχε και το κουμάντο. Ένας αδελφός του, ο Νικάκης, του έφερε μια φορά λειψή την είσπραξη κατά πεντακόσιες δραχμές και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το έλλειμμα, γιατί είχε δώσει τα λεφτά τα σε μια φτωχή συγχωριανή του, τη Δέσπω του Μουσουρούλια, που την αγαπούσε. Ο Βασκαντήρας έκανε τη ζωή του αδελφού του κόλαση. Ανήμερα του Άι-Δημήτρη ο Νικάκης σέλωσε το άλογό του να πάει για εισπράξεις, ενώ ο καιρός ήταν άσχημος κι ετοιμαζόταν μπόρα. Ο αδελφός του, ο Τάσης, του είπε να μη φύγει αλλά ο Νικάκης ήταν ανένδοτος. Κι η μπόρα τον έπιασε σ’ ένα βουνό μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος.  Για να φανεί πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά του εμπόρου τα χρόνια εκείνα, θα παραθέσω μια παράγραφο: Κάτω έχασκε το ρέμα, βουερό και σκοτεινό. Αυτό ήταν το μέρος που το έλεγαν Πατσουριά. Πολλοί είχαν πνιγεί εκεί, περνώντας αμέριμνοι τη στενή του κοίτη σαν έπιανε ξαφνική βροχή. Τέτοιο ήταν το δέος, που, όταν ορκίζονταν οι άντρες, έλεγαν: «Να το βρω από την Πατσουριά».  Κι όταν ήθελαν να καταραστούν οι γυναίκες, έλεγαν κι αυτές: «Να που να το ’βρεις από την Πατσουριά». Καθώς κατέβαινε το σκοτεινό βάραθρο, ένας φόβος φώλιαζε στα σωθικά του. Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουν τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμνό (σ. 33).

        Ο Κανελλόπουλος είναι δεινός στις περιγραφές του. Διαβάζοντας τον αγώνα που έκανε ο Νικάκης μέσα στο ρέμα να σώσει τα ζώα του, αλλά στο τέλος να πνιγεί ο ίδιος, νόμισα ότι παρακολουθούσα σκηνές από κινηματογραφικό θρίλλερ. Τα άλογα γύρισαν μόνα τους στο σπίτι χωρίς τον αφέντη τους. Το πτώμα του Νικάκη το βρήκαν δέκα μέρες αργότερα λίγο πριν το Μπέλεσι. Ο Τάσης μετά την κηδεία του αδελφού του, σαράντα μέρες βασανιζόταν, δεν έκλεισε μάτι. Μετά το μνημόσυνο, ο Τάσης πήρε ένα σάκο με πράγματα και  πήγε στο σπίτι του Μουσουρούλια, αφού εν  τω μεταξύ είχε μάθει πού είχε δώσει ο αδελφός του το πεντακοσάρικο. Του είπε ότι θα τον βοηθάει όσο μπορεί για να ζήσουν καλά αυτός και η κόρη του, αλλά να μην ξεχνάει και το χρέος του. Και το διήγημα καταλήγει ως εξής: Ο Αναγνώστης [Μουσουρούλιας] έχασε τη λαλιά του. «Ποτέ δεν ελογάριασα να μη σ’ το δώκω πίσω, Τάση μου. ’Έχουμε λίγο λάδι φέτο. Μόλις πουλήσω, θα σ’ το φέρω». «Δεν είπα δε θα το ’φερνες. Το ξέρω, είσαι τίμιος. Αλλά εγώ είμαι έμπορος, δεν μπόραγα να το κάνω ζάφτι, θέλω να ξέρω τι έχω στην τσέπη μου» (σ. 38).

        Το επόμενο διήγημα, «Terra Australia incognita» είναι μια πιο απλή ιστορία. Ο Μιχάλης ο Τραγότσαλος, φτωχός αγρότης μιας περιοχής του Κάμπου, διάβασε με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε σε εφημερίδα καφενείου της Νεμούτας μια ανακοίνωση της Αυστραλιανής Πρεσβείας που ζητούσε εθελοντές για μετανάστες. Αποφάσισε να κάνει αίτηση. Με το πρώτο λεωφορείο στις πέντε το πρωί κατέβηκε στον Πύργο της Ηλείας για να πιάσει σειρά. Μόλις έφτασε στα γραφεία της Επιτροπής Μετανάστευσης, βρήκε πολύ κόσμο να περιμένει, μια ουρά πενήντα μέτρα και μέσα στο γραφείο βλέπει από την τζαμαρία τον συγχωριανό του, τον Λιούγκο, με τη γυναίκα και το παιδί  τους, να δίνουν τα στοιχεία τους κι αυτοί για μετανάστευση. Του καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα ότι τον πρόλαβε ο Λιούγκος κι αυτός θα έμενε απ’ έξω. Το βράδυ στο χωριό αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Νύχτα, κρυφά, πάει στο σπίτι του Λιούγκου μ’ ένα σουγιά για να του ξεκοιλιάσει το άλογο. Εκείνο, όμως, πρόλαβε να τον κλοτσήσει στο μέτωπο κι ο Τραγότσαλος να πέσει κάτω έχοντας χαμένες τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε τα χαράματα, το έβαλε στα πόδια, ξεχνώντας τον σουγιά του στον κήπο του Λιούγκου. Τελικά πήρανε πρόσκληση για την Αυστραλία και οι δύο, η μετανάστευσή τους όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί είχαν αρχίσει τα επεισόδια στην Κύπρο με την ΕΟΚΑ και η αυστραλιανή κυβέρνηση τη ματαίωσε.  Μετά οι δρόμοι τους χωρίσανε. Και οι δύο στην Αθήνα,  αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ. Διαβάζουμε: Ο Λιούγκος δούλεψε τριάντα χρόνια οδηγός κι ο Τραγότσαλος έκανε διάφορα ώσπου στο τέλος κατέληξε περιπτεράς στο Περιστέρι. Γύρω στο ’85 πήρανε σύνταξη και οι δυο κι άρχισαν να κατεβαίνουν πιο συχνά στο χωριό. Ο Λιούγκος, αν και αντάρτης, δεν τα κατάφερε να βγάλει σύνταξη αντιστασιακού. Ο Τραγότσαλος, όψιμος σοσιαλιστής, τα κατάφερε και την έβγαλε, κι ας είχε συνεργαστεί με τον Καπώνη (σ. 48)

        Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ κάθονταν οι δυο τους κάτω από τον πλάτανο της πλατείας κι η κουβέντα τους γύρισε στα παλιά. Εκεί ο Τραγότσαλος ρώτησε τον Λιούγκο αν τα χρόνια εκείνα τα παλιά της φτώχειας είχε βρει στον κήπο του έναν σουγιά. Ο Λιούγκος απάντησε καταφατικά και τον ρώτησε πώς το ήξερε. Διαβάζουμε το τέλος: «Να, έλεγα πως μου ’κλεψες τη θέση για την Αυστραλία σαν σε είδα με τη γυναίκα και το παιδί στον Πύργο…». Και σκύβοντας το κεφάλι συνέχισε: «Κι ήρθα νύχτα να σου ξεκοιλιάσω τ’ άλογο, για να σ’ εκδικηθώ». «Άι χάσου, ρε ψεύτη, που θα ’κανες τέτοιο πράμα!» του απάντησε ο Λιούγκος – πονηριά δεν έβαλε στον νου του. «Ναι», είπε ο άλλος, «μα το Θεό, είναι φορές που και τώρα σαν το σκέφτομαι δεν μετανιώνω. Έτσι μου ’ρχεται τη νύχτα να πάω και να σου σκάσω τα λάστιχα του αυτοκινήτου…» (σ. 49).

        Το διήγημα «Η Μισάντρα» έχει μια χρονικά κυκλική αφήγηση: αρχίζει την αφήγηση του βίου του κεντρικού προσώπου, του Αγαμέμνονα Απλοχέρη, από τον θάνατό του  και κλείνει με το τέλος της ζωής του. Μέσα στην πρώτη παράγραφο, εννέα μόλις αράδων,  μας δίνει το περίγραμμά της. Γεννήθηκε το 1900, κλάση του ’20, πολέμησε στη Μικρά Ασία, πιάστηκε αιχμάλωτος και κάποια στιγμή γύρισε πίσω. Παντρεύτηκε την Τριαδούλα ύστερα από επιμονή του πατέρα της που ήταν φίλος του,  ενώ, όπως λέγανε, αγαπούσε άλλον που ήταν ο καλύτερος φίλος του αδελφού της. Δεν αντέδρασε, αλλά δεν έκανε το ίδιο και ο αδελφός της που κακολόγησε τον Απλοχέρη και πιάστηκε στα χέρια με τον πατέρα του. Έφυγε από το σπίτι κι ούτε ήρθε στην κηδεία του γονιού του, όταν πέθανε. Στον Εμφύλιο ήταν αντάρτης και πέρασε μόνο μια φορά κρυφά από το σπίτι της Τριαδούλας (όταν έλειπε ο Απλοχέρης) για να την αποχαιρετήσει. Ο Απλοχέρης ήταν ήσυχος άνθρωπος, έκανε με την Τριαδούλα μια κόρη κι ένα γιο. Φρόντισε να τα παντρέψει κι ο γιος του με τη βοήθειά του έφερε το 1960 το πρώτο τρακτέρ στο χωριό  και πρόκοψε ως μεγαλοκτηματίας, αγοράζοντας χωράφια στον Κάμπο και, για τη δουλειά του,  πήρε κι άλλα τρακτέρ και μπατόζες.  Στο χωριό όλοι απορούσαν πού είχε βρει τα λεφτά ο Απλοχέρης, ο οποίος ήταν ήσυχος άνθρωπος και τακτικός στην εκκλησία. Κοινωνούσε δυο φορές τον χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά παρά την πίεση του παπά αρνιόταν πεισματικά να εξομολογηθεί. Όταν γέρασε και κατάλαβε πως πλησιάζει το τέλος του, είπε στη γυναίκα του να φέρει τον παπά να κοινωνήσει και να εξομολογηθεί. Όταν ήρθε ο παπάς, του είπε ότι είχε μεγάλο κρίμα στο λαιμό του, γιατί είχε σκοτώσει άνθρωπο. Διαβάζουμε: Το ’49, παπά, έκανα την αμαρτία. Είχε φύγει η Ενάτη Μεραρχία, είχανε τελειώσει. Εγώ δουλειά δεν είχα μ’ αυτά τα πράγματα, να βγάλω το ψωμάκι της φαμελιάς μου αγκομαχούσα. (σ.57). Ένα σούρουπο, σ’ ένα κακοτράχαλο ορεινό χωράφι που δούλευε, είδε μια σκιά που έφυγε προς έναν άβατο γκρεμνό. Σκιάχθηκε και την επομένη πήρε και το όπλο του μαζί του στο χωράφι. Η σκιά ξαναφάνηκε και την ακολούθησε.  Βρήκε έναν άνθρωπο μέσα σε μια σπηλιά. Γράφει: «Μένιο, άσε το ντουφέκι. Εγώ είναι ο Λάμπης, ο κουνιάδος σου. Άσε το ντουφέκι». «Ποιος είσαι;» τ’ αποκρίθηκα. «Ο κουνιάδος σου, ο Λάμπης, είμαι χτυπημένος». Τα ’χασα. Με μιας μου πέρασαν από τον νου κείνα τα λόγια που ’χε πει στον πεθερό μου προτού να παντρευτώ την Τριαδούλα. Θόλωσα και του ’ριξα. Με κούφανε η ντουφεκιά μέσα στη σπηλιά. Γιόμισα και ξανάριξα, Ξαναγιόμισα, και πάλι και πάλι… Ο Θεός να με συγχωρέσει, δεν κατάλαβα πώς έγινε (σ. 59-60). Εκεί μέσα στη σπηλιά βρήκε κι έναν ντενεκέ χρυσές λίρες. Ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή: «Φονιά !» Ήταν της Τριαδούλας που κρυφάκουγε κι έφυγε από το σπίτι σαν τρελή, την στιγμή που  έπαθε εγκεφαλικό ο άντρας της,  προτού προλάβει να πάρει συγχώρεση από τον παπά. Τηλεφώνησαν στον γιο του, ήρθε, τον πήγαν στο νοσοκομείο στον Πύργο, είπαν οι γιατροί ότι θα ζήσει. Ύστερα όλοι άρχισαν να ψάχνουν για την Τριαδούλα. Την βρήκαν κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο στο μέρος όπου ο άντρας της είχε σκοτώσει τον αδελφό της.

        Είναι γνωστό ότι στα χωριά του τόπου μας οι περισσότεροι καβγάδες, ακόμα και σκοτωμοί, γίνονται για χωράφια ή βοσκοτόπια. Έχω προσωπική εμπειρία από την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου (και δεύτερη δική μου) τη Σκύρο. Υπήρχαν συμφωνίες από τους παλαιότερους, όλες σχεδόν προφορικές, που επέτρεπαν σ’ έναν αγρότη να πηγαίνει στο κτήμα του, περνώντας μέσα από το χωράφι ενός συγχωριανού του. Πολλοί κληρονόμοι, για διάφορους λόγους, δεν αναγνώριζαν τέτοιου είδους συμφωνίες και άρχιζαν οι τσακωμοί. Μια τέτοια ιστορία αφηγείται και ο Κανελλόπουλος στο διήγημά του «Η δωρεά». Πρωταγωνιστές ένας λεβέντης αγρότης, ο Ντίνος ο Γαζέτας, που για να πάει στο δικό του χωράφι έπρεπε να περάσει μέσα από εκείνο του Ανέστη Κουτσοβασίλη. Αυτός στο καφενείο του μήνυσε να μην ξαναπεράσει από το κτήμα του, γιατί ήθελε να το πουλήσει και πως δεν αναγνώριζε καμιά συμφωνία που είχαν κάνει οι πατεράδες τους, αφού δεν ήταν γραπτή. Μέχρι πού μπορούσε να φτάσει αυτή η αντιδικία δεν ξέρουμε. Διαβάζουμε: Ο Ντίνος ήταν καλός να τον πατήσεις. Γινόταν αγρίμι όμως, αν τον αδικούσες ή τον πρόσβαλλες. Μπορούσε να φτάσει στα άκρα. Τότε δεν καταλάβαινε τι έκανε, αλλά δεν είχε σκοτώσει ποτέ (σ. 71). Μια μέρα ο Ανέστης Κουτσοβασίλης πήγε σε κάποιο βοσκοτόπι του να ταΐσει τα γιδοπρόβατά του και χάθηκε. Γύρισε μόνο του το σκυλί του Ανέστη και γαύγιζε. Σχηματίστηκε αμέσως μια ομάδα από συγχωριανούς, με αρχηγό τον Ντίνο, να πάνε να βρουν τον Ανέστη ακολουθώντας το σκυλί. ‘Ήταν χειμώνας, χιονιάς. Το σκυλί τούς οδήγησε σε μια χαράδρα, όπου είχε πέσει ο Ανέστης. Έπρεπε να κατεβούν με σχοινιά για να τον βρούνε. Πρώτος ο Ντίνος. Διαβάζουμε: «Ανέστη, κατεβαίνουμε, σε ποια μεριά είσαι;» «Τη δώθε μεριά, κατά το χωριό. Γρήγορα, δε βαστώ άλλο, σβήνω…» (σ.76). Ο Ντίνος φώναξε στους συγχωριανούς του να ρίξουν με τα σχοινιά μια σκάλα. Τον βρήκε, τον έδεσε και τον τράβηξαν πάνω μισοπεθαμένο. Βαριά τραυματισμένος έμενε κλεισμένος στο σπίτι του. Κάνα χρόνο αργότερα, όταν ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης γιατί είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στην Αλβανία, ο Ανέστης κάλεσε στο σπίτι του έναν συμβολαιογράφο και χάρισε το κτήμα του στον Ντίνο.

        Πάμε τώρα στο «Άσε νε να τον πάρω, μάνα». Η Τριαδούλα ζητάει  από τη μάνα της τη συγκατάθεση για να παντρευτεί τον Σαράντη, ένα συνομήλικό της γείτονα, που μεγάλωσαν μαζί κι αγαπιόνταν από παιδιά. Η μάνα της, η Μαριγώ, αρνείται πεισματικά. Με αφορμή αυτή την άρνηση, ξετυλίγεται στο διήγημα η ζωή της Μαριγώς που την ανάγκασαν να παντρευτεί τον Χρήστο τον Σερεπέτση που την περνούσε είκοσι χρόνια, έναν τυχοδιώκτη γυναικά, που τελικά κατόρθωσε να πλουτίσει. Γράφει: «Γεννημένος νταβατζής, παιδάκι μου», έλεγε ο κόσμος (σ. 80). Ο Χρήστος κακομεταχειριζόταν τη Μαριγώ,  ενώ είχε κάνει μαζί της τρία παιδιά, δυο αγόρια και την Τριαδούλα. Ο μεγάλος, ο Γιαννακός, είχε φύγει στην Αθήνα, ο μικρός, ο Λιας, που έμοιαζε του πατέρα του, είχε μείνει μαζί τους. Ποιο ήταν το μυστικό που η Μαριγώ αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη συγκατάθεσή της; Στο χωριό λέγανε ότι τον Σαράντη τον είχε σπείρει ο άντρας της, ήταν, δηλαδή, ετεροθαλής αδελφός της Τριαδούλας. Η ίδια η μάνα του Σαράντη τής είχε πει κάποια μέρα μεθυσμένη: «Κοίτα , μωρή, τι καλά που παίζουνε τα δύο αδελφάκια!» (σ. 84). Η Μαριγώ έγραψε στον μεγάλο της γιο που ήρθε από την Αθήνα και του είπε τα καθέκαστα. Αυτός έπιασε τους δύο ερωτευμένους και τους εξήγησε την κατάσταση. Ρωτώντας έναν φίλο του γιατρό, έμαθε πως μπορεί να λυθεί το πρόβλημα: με το να γίνει γονιδιακός έλεγχος των δυο παιδιών, που  δέχτηκαν. Με κάποιο πρόσχημα κατέβηκαν στην Πάτρα και έδωσαν  αίμα. Ο Σαράντης, για να μη καταλάβουν τίποτα στο χωριό, έφυγε αμέσως από την Πάτρα. Εκεί έμειναν η Τριαδούλα με τον αδελφό τους για να πάρουν το αποτέλεσμα της εξέτασης την επομένη. Ήταν αρνητικό. Και το διήγημα τελειώνει: Η Τριαδούλα λιποθύμησε στην αγκαλιά του Γιάννη. Η νοσοκόμα τη συνέφερε και της έδωσε πορτοκαλάδα «Έψα». Ύστερα έφυγαν, και κατέβηκαν στη θάλασσα, στο λιμάνι. Μπροστά τους απλωνόταν γαλήνιο το Ιόνιο. Περπάτησαν αμίλητοι πάνω στον προβλήτα. ‘Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε. (σ. 86). Για το διήγημα αυτό ας σημειώσουμε δύο πράγματα: πρώτα, με αφορμή την άρνηση της μάνας να δώσει τη συγκατάθεση στην κόρη της να παντρευτεί, μαθαίνουμε όλη τη ζωή της οικογένειας, όπου ο άστατος γυναικάς πατέρας, από δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας, γίνεται, με τη ζωή του, το κύριο. Κι ύστερα, στο τέλος, δεν μαθαίνουμε ποια ήταν η συνέχεια. Υποβάλλεται συμβολικά το συναίσθημα ότι όλα θα πάνε πλέον καλά.

        Διαβάζοντας το διήγημα αυτό, ο νους μου κόλλησε στο όνομα Τριαδούλα, που το είχαμε συναντήσει σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο διήγημα «Μισάντρα». Κι αυτή αγαπούσε κάποιον άλλον, αλλά ο πατέρας της την ανάγκασε να παντρευτεί έναν φίλο του. Για την πράξη αυτή του πατέρα της αντέδρασε ο αδελφός της, γιατί αυτόν που αγαπούσε η Τριαδούλα ήταν φίλος του. Ύστερα, όπως ξέρουμε, ξετυλίγεται η ζωή της Τριαδούλας με τη γνωστή τραγική κατάληξή. Πιστεύω – και νομίζω ότι δεν κάνω λάθος – ότι το διήγημα «Μισάντρα», που προηγείται, είναι η συνέχεια του διηγήματος  «Άσε με να τον πάρω, μάνα». Ο Κανελλόπουλος αντί να κάνει ένα μεγάλο διήγημα, κάτι σαν μικρή νουβέλα, που ενδεχομένως θα είχε και μελοδραματικά στοιχεία, «ανακάτεψε λίγο την τράπουλα» και μας έδωσε δύο διηγήματα με τη ζωή και τη μοίρα  μάνας και κόρης.

        «Η Ροδούλα» ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του μπαρμπα-Λιάκουρα και ήταν διανοητικά καθυστερημένη. «Η Ροδούλα μου», έλεγε ο μπάρμπα-Λιάκουρας, μιλάει με τον Θεό. Δεν νιώθει πολλά το πουλάκι μου. Μα, να, θα ’χω κι εγώ ένα αποκούμπι στα γεράματα» (σ. 87), Έτσι αρχίζει το έβδομο διήγημα της συλλογής. Ύστερα εξιστορείται πώς, όταν μεγάλωσαν, σκόρπισαν τα άλλα επτά παιδιά του και με δυο λόγια το δρόμο που τράβηξε το καθένα. Άλλα στην Αμερική, ένας παντρεύτηκε φαντάρος στην Κομοτηνή κι έμεινε εκεί, δυο κόρες στην Αθήνα, κτλ. Στο χωριό έμεινε μόνο η Ροδούλα να κοιτάει τη μάνα της, τη θεια-Θοδωρούλα και τον πατέρα της κι ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να βόσκει και τα πρόβατα σε ένα κτήμα που είχαν απόμακρα από το χωριό. Εκεί τη ξελόγιασε ένας λιμοκοντόρος συγχωριανός της που είχε γυρίσει στο χωριό από τη στρατιωτική του θητεία και την άφησε έγκυο. Σαν το ’μαθε ο μπαρμα-Λιάκουρας, πήρε μια πέτρα και χτυπούσε το κεφάλι του κι ένα μαχαίρι για να σκοτώσει τον δράστη. Έπεσαν οι συγχωριανοί του για να τον σταματήσουν. Διαβάζουμε: «Μη, ρε Λιάκουρα, δεν αγρικάς;» φώναζαν οι άλλοι. «Μη, ρε, θα το ’βρει απ’ το Θεό». «Άστε με να τόνε σκοτώσω! Είναι μακριά ο Θεός, δε με βλέπει, δε μ’ ακούει» (σ. 94). Τελικά το φονικό δεν έγινε, ο λιμοκοντόρος εξαφανίστηκε από το χωριό κι ο μπάρμπα-Λιάκουρας κλείστηκε από ντροπή στο σπίτι του κι άρχισε να πίνει. Είχε ανεβεί και ο μεγάλος γιος του στο χωριό και πήγε να δείρει τη Ροδούλα για να ξεπλύνει την τιμή της οικογένειας. Κι ο πατέρας του: «Κάτσε καλά. Κι άμα είσαι άντρας, να πας να βρεις τον φταίχτη, όχι τούτο το αθώο. Τα’ ακούς;» (σ. 95). Τελικά ο γιος αυτός κανόνισε να γεννήσει κρυφά στην Αθήνα η Ροδούλα, και να δώσουν το παιδί της, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, σε ίδρυμα για υιοθεσία. Τα χρόνια πέρασαν, ο μπάρμπα-Λιάκουρας πέθανε κι η Ροδούλα έμεινε μόνο με τη μάνα της. Κάποτε, παραμονές Χριστουγέννων, έφτασε μια κούρσα στο χωριό κι ένα νεαρό ζευγάρι, που φαινόταν ευκατάστατο, ζητούσε να μάθει πού είναι το σπίτι του Λιάκουρα. Ζητούσαν τη Ρόιδω: «Εγώ, εγώ», έκανε η Ροδούλα. «Τι θέτε παιδάκι μου; Ετούτη είναι», είπε η θεια [η μάνα της]. Η νέα γυναίκα από δίπλα λύθηκε στο κλάμα. «Μάνα», είπε, κι έπεσε στην αγκαλιά τη; Ρόιδως. Η Ροδούλα κατάλαβε περισσότερο από ένστικτο ότι ήταν το παιδί της, έβγαζε άναρθρες κραυγές ανακατεμένες με λέξεις: «Μάνα-παιδίί, μάνα-παιδί» έλεγε κλαίγοντας, κι έσφιγγε την κόρη της στην αγκαλιά της». Η θεια-Θοδωρούλα, φοβισμένη, μαζεμένη στη γωνιά με τα μάτι γεμάτα τρόμο, έλεγε και ξανάλεγε: «Παναγία μου, κακό που μας ηύρε. Είχανε πει ότι δεν θα μας μαρτυρήσουνε. Παναγία μου, βοήθα με τη φτωχιά…» (σ. 97).

        Το ζευγάρι ξαναήρθε κι άλλες φορές, πάντα με δώρα, αλλά είχαν συμφωνήσει να λένε ότι ήταν παιδιά ενός αδελφού της Ροδούλας για να μη γίνει σούσουρο στο χωριό. Αργότερα η θεια-Θοδωρούλα έπαθε αλτσάιμερ και τα παιδιά της την έβαλαν σε οίκο ευγηρίας στην Αθήνα. Η Ροδούλα έμεινε μόνη και τη φρόντιζε μια ξαδέλφη της με λεφτά που έστελνε ανελλιπώς από την Αμερική ο αδελφός της Τζίμης, μέχρι που πέθανε. Το ζευγάρι το έμαθε και παραβρέθηκε στην κηδεία. Και τότε η νεαρή κυρία φώναξε όταν την έβαζαν στο μνήμα: «Στο καλό μάνα…». Ο κόσμος τα έχασε. Και ο μεγάλος αδελφός της Ροδούλας: «Τι μάνα και ξεμάνα… Μερτικό από την περιουσία δεν έχει» (σ. 101).

        Ο τίτλος του διηγήματος «Ένα σπίτι, μια ιστορία», κυριολεκτεί. Εδώ έχουμε την εξιστόρηση μιας ολόκληρης οικογένειας από τον παππού Νικολή Περβόλη, τον γιο του Αναγνώστη και τον εγγονό Αναγνωστάκη. Μέσα στην οικογενειακή αυτή ιστορία υπάρχουν πλείστες όσες αναφορές στη ζωή προσώπων, αλλά  και γεγονότων που συνέβησαν πριν το 1920, όπως ο πόλεμος της Μ. Ασίας, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, ως τις μέρες μας. Το σπίτι αυτό το θεωρούσαν καταραμένο, γιατί τα βράδια άκουγαν θορύβους και τριξίματα. Δίνεται έμφαση στον τρόπο που γίνονταν οι παντρειές με προξενήτρα, τα εμπόρια, ένας φόνος που έγινε στο σπίτι αυτό (το κάτω πάτωμα ήταν μαγαζί του Αναγνώστη, μισό μπακάλικο και μισό χασαπιό με πάγκο∙ στο πάνω έμενε η οικογένεια). Εκεί, λοιπόν, στο μαγαζί, έγινε ο φόνος από συγχωριανό για λόγους τιμής (κάτι που συνέβαλε στη φήμη  ότι το σπίτι ήταν καταραμένο). Διαβάζουμε: Το φονικό σημάδεψε την ιστορία του σπιτιού. Λένε πως μέσα σ’ ένα χρόνο πέθαναν άλλα πέντε πρώτα ξαδέλφια της Αντίτσας {η Αντίτσα ήταν η πρώτη γυναίκα του Αναγνώστη που είδε το φονικό μέσα στο σπίτι της και, παθαίνοντας καρδιακή προσβολή,  πέθανε]. Έξι πρωτοξαδέλφια πήρε μαζί του ο Κουρούνας [το θύμα]. Ο Αναγνώστης  ζύγιασε τα πράματα, είδε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του και ύστερα από λίγο καιρό ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε την Αντιόπη από την Πέρα Μεριά. Αντρογυναίκα κι αυτή, που όμως δεν την ήθελαν η μάνα και οι αδελφές του. Αυτός επέμενε – πώς θα μεγάλωνε πέντε παιδιά;» (σ. 112). Τελικά αποδείχτηκε ότι το σπίτι δεν ήταν στοιχειωμένο, αλλά είχε στο υπόγειο μεγάλους ποντικούς. Το σπίτι, με τα χρόνια,  πέρασε στην ιδιοκτησία του εγγονού, του Αναγνωστάκη, που το αναπαλαίωσε και αφού πρώτα το χρησιμοποιούσε ως εξοχική κατοικία, όταν πήρε σύνταξη, εγκαταστάθηκε στο χωριό  με τη γυναίκα του. Το διήγημα τελειώνει ως εξής: «Πολλές φορές το σκέφτομαι το παλιό σπίτι μου. Τις νύχτες το βλέπω συχνά στον ύπνο μου. Τα βαγένια, τα δίκρανα και τις τριχές, τις καπιστριάνες  του αλόγου και τον πάγκο… Και το στοιχειό του, που σαν ξυπνούσε έκανε το σπίτι να τρέμει. Όλα αυτά σκέφτομαι, όλα αυτά που γλιστρούν και χάνονται στη μνήμη…» (σ. 119). Νομίζω ότι τα λόγια αυτά είναι εκείνα που έδωσαν στον Κανελλόπουλο το ερέθισμα να γράψει το βιβλίο.

        Το τελευταίο διήγημα, «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα», μας πάει στη δεκαετία του 1950, όταν άρχισε η εσωτερική μετανάστευση που ερήμωσε  τα χωριά. Παραθέτω την αρχή: Ο Σωτήρης ο Ντάρλας, σαν πρωτοήρθε στην Ελευσίνα, στο Καλυμπάκι, ήταν σχεδόν παιδί. Μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό. Την γλώσσα που μιλάγανε, τ’ αρβανίτικα, δεν την καταλάβαινε […] Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ’ το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα ’χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ’ αυτό ήτανε καθαρός – όπως τον έμαθε ο πατέρα του. Με τον βασιλέα! Κι εδώ, σ’ αυτόν τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με τον βασιλέα ήσαν (σ. 121). Νοίκιασε μια χαμοκέλα έξω από τον οικισμό∙ χωράφια με αραποσίτια είχαν οι ιδιοκτήτες, του θύμιζε λίγο το χωριό. Σ’ αυτό το δωματιάκι έφερε σε λίγο μια κοπέλα απ’ το χωριό του, τη Σαραντινιώ, που την παντρεύτηκε. Σε λίγο έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο, τη Χαλυβουργική,  που ήταν κοντά. Δούλευε βάρδιες. Άμα λάχαινε νύχτα, τα λεφτά ήταν πιο πολλά. Σ’ αυτό το σπιτάκι ο Σωτήρης έκανε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Στέφανο και δυο κόρες. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν στην Ελευσίνα κι άλλοι από το χωριό, με πρώτα τα αδέλφια της Σαραντινιώς. Έναν απ’ αυτούς τον σκότωσε αυτοκίνητο στις δυόμισι τη νύχτα απέναντι από τη Χαλυβουργική.

        Επί δικτατορίας ο Σωτήρης έγινε χουντικός και πήρε αξιώματα και πολλά λεφτά με δάνεια. Αγόρασε κτήμα με αμπέλια να κάνει κρασί, έκτισε ωραίο σπίτι, έγινε μάστορας στο εργοστάσιο. Δεν κατέβαινε πια στην κόλαση του χυτηρίου. Έβγαζε δημόσια ακατάληπτους λόγους που τέλειωναν πάντα με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Όταν έπεσε η χούντα, όλοι στο εργοστάσιο και στο δρόμο, τον βρίζανε. Είχε αρκετά ένσημα, κατόρθωσε να βγάλει στα γρήγορα μια σύνταξη για να γλιτώσει. Άρχισε όμως να πίνει και μαζί άρχισε και η γκρίνια της γυναίκας του. Διαβάζουμε: «Δεν ντρέπεσαι, ρε, τώρα στα γεράματα που μου άρχισες να πίνεις, χαμένε… Έχεις ’γγόνια, ρε, άιντε ξεκουμπίσου να χαθείς, να μη σε βλέπω… (σ. 127). Για να γλιτώσει ο Σωτήρης από το στόμα της γυναίκας του αποφάσισε να πάει να μείνει στο κτήμα. Τον άρπαξε όμως η Σαραντινιώ: «Για να πίνεις, ρε κερατά, ανάθεμα το κεφάλι σου, για να πίνεις μέρα νύχτα; (σ.128). Τον απομόνωσαν και τα παιδιά του. Ο Σωτήρης προσπάθησε να κόψει το ποτό, αλλά στάθηκε αδύνατον. Μια νύχτα ύστερα από ένα γερό καβγά ο Σωτήρης, τρεκλίζοντας,  σηκώθηκε να πάει στο αμπέλι. Πήγε να διασχίσει την καινούρια εθνική, αλλά δύο αυτοκίνητα έπεσαν πάνω του και τον σκότωσαν. Την άλλη μέρα η Σαραντινιώ πήγε να τον βρει στο κτήμα, αλλά τα σκυλιά ήταν δεμένα. Τότε υποψιάστηκε ότι κάτι το  κακό τού είχε συμβεί μέχρι που έμαθε για το δυστύχημα. Φόρεσε μαύρα και κάθε μέρα πήγαινε στο νεκροταφείο. Δεν έτρωγε. Γράφει: Τα κορίτσια πέσανε πάνω της. «Τι θα γενεί, μωρ’ μάνα; Θα πεθάνεις έτσι που πας, έλιωσες», της λέγανε. Αυτή τίποτα. Το ίδιο βιολί: «Εγώ τον πήρα στον λαιμό μου, εγώ τον έστειλα στον Αλήσμονα. Πάρε με, Παναγίτσα μου, τι τη θέλω τη ζωή!» (σ. 131). Μια μέρα η Σαραντινιώ είπε ότι θα πάει στα μνήματα και δεν γύρισε. Την ψάχνανε τα παιδιά και το σόι της. Τη βρήκανε κατά το μεσημέρι στο πλυσταριό, στο καμαράκι της ταράτσας κρεμασμένη με σχοινί. Ήρθε η Ασφάλεια και το ανακριτικό και ψάχνανε μάταια να βρούνε κανένα χαρτί, όπου θα εξηγούσε τα αίτια της αυτοκτονίας της. Και τότε η μεγάλη κόρη: «Μα η μάνα δεν ήξερε γράμματα…».

        Θα ολοκληρώσω την κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Κανελλόπουλου με λίγα σύντομα σχόλια. Η γραφή είναι ρεαλιστική, πυκνή και σαφής, η ντοπιολαλιά τη ζωντανεύει. Οι χαρακτήρες των προσώπων διαγράφονται πειστικοί μέσα σε λίγες αράδες. Η μνήμη του συγγραφέα είναι η κινητήριος δύναμη γραφής αυτών των διηγημάτων. Έτσι μπορούμε να εκλάβουμε τα διηγήματα αυτά ως μνημόσυνο προσφιλών προσώπων κι ακόμα μνημόσυνο μιας εποχής που παρήλθε τελεσίδικα.           Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς γιατί να σταθώ σε κάθε διήγημα τόσο αναλυτικά. Πρώτα γιατί τα διηγήματα ήταν μόνο δέκα και, στα χωρικά  όρια του επιτρεπτού, μπορούσα να το κάνω. Αλλιώς, αν ήταν περισσότερα, θα χρειάζονταν ομαδοποιήσεις διηγημάτων με γενικότερες παρατηρήσεις. Κι ας μη ξεχνάμε ότι ο κριτικός απευθύνεται όχι μόνο σ’ αυτούς που έχουν διαβάσει το βιβλίο αλλά – κυρίως – σ’ όσους δεν το ξέρουν για να το πάρουν και να το διαβάσουν. Και κάτι ακόμα: μιλούμε συνήθως για τη θεματολογία και την αφηγηματική τεχνική ενός λογοτεχνικού κειμένου. Το ιδιαίτερο, όμως, ύφος ενός συγγραφέα πώς μπορεί να το αποδώσει κανείς με λέξεις; Όσοι προσφεύγουν στα τσιτάτα των λογοτεχνικών θεωριών διατυπώνουν «κουλτουριάρικες» απόψεις. Εγώ προτιμώ να παραθέτω επιλεγμένα αποσπάσματα μέσα από τα ίδια τα κείμενα κι αφήνω στον αναγνώστη να κατανοήσει το ύφος με τις δικές ευαισθησίες.

        Όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι καλά, αλλά υπάρχει –όπως συνήθως– μια διακύμανση στην ποιότητά τους. Προσωπικά θεωρώ κορυφαία τα εξής: «Το άλογο», «Η μισάντρα», «Η Ροδούλα» και «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα». Μερικά από αυτά θυμίζουν αρχαίες τραγωδίες. Έτσι ο Κανελλόπουλος, που τον γνωρίζαμε ως ποιητή, με το πρώτο βιβλίο διηγημάτων απέδειξε πως διαθέτει πεζογραφική φλέβα, ανώτερη ίσως από την ποιητική. Κι αυτό συνεπάγεται βαριά ευθύνη για το μέλλον.

                                                                       

                                                                        Περικλής Σφυρίδης

                                                                        Σκύρος, Ιούλιος 2018.

 

Κυριακή, Ιανουαρίου 10, 2021

 



Δημήτρης Κανελλόπουλος

Το καρτέρι της αλεπούς

 

Ήταν αφέγγαρη νύχτα. Καθόμασταν εγώ κι ο πάππος έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας.  Είχε πει από νωρίς, ο πάππος μου, να φυλάξουμε εδώ την αλεπού. Θα ακούγαμε τα κοτερά να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη μας ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας η αλεπού και φύγει.

Πρώτη φορά τέτοια ώρα βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλείσει το καφενείο. Από τον Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα  από το παλιό του σπίτι.

Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο. Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.

     Δεν έχουμε ένα ντουφέκι μου ψιθύρισε… Δεν μας αφήνουν οι κερατάδες.

     Ναι παππούλη, ψιθύρισα εγώ, χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν θάρθει.

Όλες οι αισθήσεις μου, είχαν καταληφθεί από μια περίεργη ένταση. Ήθελα να

φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την άποψή μου.

            Βρισκόμασταν ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά. Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, και ύστερα ένας σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου ‘χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή. Ύστερα, ένας παραπονιάρικος ήχος από κοτερό πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε. Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.

     Σαν κάτι να άκουσα πουλάκι μου, είπε…

     Κι εγώ παππούλη, σα ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας.

Μετά πάλι σιωπή. Είχα καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς. Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσαν να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς. Κάποια στιγμή, εκεί που ήταν η γωνιά του φράχτη του Παπάγου, μου φάνηκε πώς έβλεπα δυο μικρές, σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Μετά από λίγο, αυτές μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο μου. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές.  Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν. Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας από μπροστά μας.  Τότε ο πάππος μου τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας «νάτην π’ ανάθεμά την, νάτην». Πετάχτηκα όρθιος κι εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινε, γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, από εκεί που ήταν η ρονιά ανάμεσα στου Παπάγου και στου Πάικου Μάρρα το καφενείο. Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο κίτρινε σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο αναστεναγμός.