Παρασκευή, Μαΐου 14, 2021


Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες

Διηγήματα, Αθήνα 2018, εκδόσεις «Κίχλη» σ. 141.

 Θέλω από την αρχή να επισημάνω δύο πράγματα: πρώτα ότι για μένα ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, ποιητής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο, άνθρωπος ευρείας και πολυποίκιλης μόρφωσης, με την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματά μας ως πεζογράφος φανερώνει ότι δεν ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του από το ορεινό κεφαλοχώρι  Νεμούτα του νομού Ηλείας, που διοικητικά ανήκε στην περιφέρεια της αρχαίας Ολυμπίας, και με τα δέκα διηγήματα του βιβλίου του αναβιώνει την κοινωνική ζωή του γενέθλιου τόπου. Κι εδώ ας μη ξεχνάμε ότι η  φόρμα του διηγήματος είναι, όχι μόνο η απαρχή της νεοελληνικής μας πεζογραφίας, από το τέλος ακόμα του 19ου αιώνα, αλλά και το πιο δύσκολο – για μένα τουλάχιστον – πεζογραφικό είδος, αφού μέσα σε λίγες σελίδες ο συγγραφέας πρέπει να αφηγηθεί μια ιστορία με πλοκή, ήρωες, ανθρώπινους χαρακτήρες, συμπεριφορές και να συμπεριλάβει ταυτόχρονα και κάποια από τα πολιτικά γεγονότα των χρόνων στα οποία αναφέρονται τα διηγήματά του. Σ’ αυτή η μικρή φόρμα, όταν μάλιστα ο συγγραφέας ακολουθεί τη ρεαλιστική αφηγηματική τεχνική, κινδυνεύει εύκολα να αστοχήσει, διότι κάθε τι παραπανίσιο ή άσκοπο γίνεται εύκολα αντιληπτό ως σφάλμα, που ρίχνει την ποιότητα του κειμένου και την ενάργεια της ανάγνωσης. Στο ευρωπαϊκής προέλευσης μυθιστόρημα κάτι τέτοιες ατέλειες μπορεί να περάσουν και απαρατήρητες γιατί, όπως είπε ο Μπόρχες, το μυθιστόρημα σηκώνει και πολλή «σάλτσα». Και κάτι ακόμα: ο διηγηματογράφος του τόπου μας έχει πίσω του μια παράδοση που πρέπει να λάβει υπόψη του, αν έχει κάτι καινούργιο να μας δώσει. Δυστυχώς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, που η λογοτεχνία μπήκε για τα καλά στην «αγορά», κυριάρχησε το μυθιστόρημα, όπου πολυσέλιδα μυθιστορήματα που ανήκουν κυρίως στη σφαίρα της παραλογοτεχνίας ή ημιλογοτεχνίας  (με τον όρο αυτό εννοώ την καλογραμμένη παραλογοτεχνία) πήραν το πάνω χέρι στον εκδοτικό χώρο, με θύματα πρώτα την ποίηση και σε μικρότερο βαθμό το διήγημα, το οποίο όμως,  τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνω ότι επανακάμπτει με αισθητικές αξιώσεις, όπως είναι και η συλλογή διηγημάτων για την οποία μιλούμε.

        Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι όσοι θεωρούν τα διηγήματα που αναφέρονται σε μια παλαιότερη εποχή ηθογραφία, είναι  αδιάβαστοι. Η ηθογραφία προϋποθέτει δύο πράγματα: τη νοσταλγία και την εξιδανίκευση. Ο Κανελλόπουλος, στα δέκα διηγήματα της συλλογής του, ούτε αναπολεί την περασμένη  σκληρή εποχή  του γενέθλιου τόπου του κι ούτε την εξιδανικεύει. Το τονίζει και στο οπισθάφυλλο του βιβλίου του. Απλώς, περιγράφοντάς την, πάντα με χαμηλούς τόνους, την αναβιώνει μέσα από τη συγκίνηση που προκαλεί στον αναγνώστη η δύναμη της καλής λογοτεχνίας, για να μην τη σκεπάσει –σ’ ένα ευρύτερο και νεότερο κοινό – η λήθη που φέρνει ο χρόνος και ειδικότερα η εποχή μας με την ξέφρενη ανάπτυξη της τεχνολογίας, που άλλαξε μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες  τον τρόπο της ζωής μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι «φωνασκούντες» μάλιστα – με πρόθεση καταγγελτικού λόγου, λογοτέχνες ή κριτικοί, πως τα περισσότερα διηγήματα είναι ηθογραφικά (κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν και στο σημείο να μιλούν και για «αστική» ηθογραφία σε συλλογές διηγημάτων σύγχρονων πεζογράφων μας, ακόμα κι αν τα όσα εξιστορούνται συνέβησαν μερικά χρόνια πριν ή συμβαίνουν ακόμα) φαίνεται να αγνοούν ότι σκοπός κάθε σημαντικού λογοτέχνη είναι να περιγράψει την εποχή του, μ’ ότι αυτό συνεπάγεται, μέσα από τον δικό του εσωτερικό κόσμο και με το ταλέντο που διαθέτει ο καθένας.  Ας μη ξεχνάμε ότι όλα τα κλασικά λογοτεχνικά έργα διαθέτουν απαραιτήτως αυτά τα δύο στοιχεία∙ αλλιώς, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε και τα διηγήματα του Τσέχωφ να τα ονομάσουμε λαογραφία της ρωσικής επαρχίας του 19ου αιώνα.

        Το χρονικό άνυσμα μέσα στο οποίο ξεδιπλώνονται οι ιστορίες του Κανελλόπουλου φαίνεται να αρχίζει από τις αρχές του 20ού αιώνα (δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια) και τελειώνει τη δεκαετία του 1970, γιατί υπάρχουν κάποιες μικρές αναφορές στη δικτατορία των συνταγματαρχών.  Σκοπός του Κανελλόπουλου φαίνεται πως δεν είναι να μας δώσει ακόμα ένα βιβλίο που να αφορά την γερμανική Κατοχή και τις φρικαλεότητες του Εμφυλίου, αλλά ιστορίες από τους κατοίκους μιας σχεδόν κλειστής ορεινής κοινότητας, της Νεμούτας με τη γύρω περιοχή της: οικογενειακές ιστορίες, άλλες γειτόνων ή φίλων, ακόμα και εχθρών, τους χαρακτήρες των ανθρώπων αυτών, τις συνθήκες της ζωής τους, τις κοινωνικές αντιλήψεις τους, κτλ., και το πώς αυτά όλα άλλαζαν στη ροή του χρόνου. Είναι αυτό βιωματική πεζογραφία; Αν υπολογίσουμε ότι ο συγγραφέας με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε μικρή παιδική ηλικία, τότε μάλλον όχι. Αν όμως υπολογίσουμε ότι ο Κανελλόπουλος ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς του με το χωριό και τους ανθρώπους του, κι ότι όσα μας εξιστορεί είναι ιστορίες που άκουσε από ανθρώπους της Νεμούτας μιας ή και δυο γενεών πριν από τη δική του, κι ότι αυτές οι ιστορίες – όπως φαίνεται, γιατί αλλιώς γιατί να γράψει το βιβλίο; – επηρέασαν τον εσωτερικό του κόσμο, τότε τα διηγήματά του είναι βιωματικά, κι αυτό συμπεραίνεται από τον τρόπο γραφής που επέλεξε,  τα πολλά τοπωνύμια που παραθέτει με ακρίβεια και την ντοπιολαλιά της εποχής, όχι μόνο στα διαλογικά μέρη αλλά και στα αφηγηματικά. Γι’ αυτό και το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου κρίνεται απαραίτητο. Να μην πολυλογώ: στη λογοτεχνία δεν μας ενδιαφέρει αν τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο του συνέβησαν πραγματικά ή όχι, αλλά εάν τα διηγήματα διαθέτουν αληθοφάνεια∙ κάτι που βρίσκουμε σ’ όλα. Καλή λογοτεχνία χωρίς ένα  βιωματικό υπόβαθρο δεν γίνεται, όπως δεν νοείται λογοτεχνία χωρίς τη συνδρομή της δημιουργικής φαντασίας – μυθοπλασίας – του δημιουργού.

          Τα δέκα διηγήματα της συλλογής μπορούμε χοντρικά να τα χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες: ιστορίες που αφορούν ένα περιστατικό, άσχετα αν αυτό έχει μικρή ή μεγάλη χρονική διάρκεια, που μπορεί να βασανίζει κάποια από τα κεντρικά πρόσωπα μια ολόκληρη ζωή («Ο θάνατος του Αστρίτη», Terra Australis Incognita»», «Η δωρεά», «Άσε να τον πάρω μάνα»). Μια ιστορία που συνδέεται με μια επόμενη («Το άλογο»,  ή πολυεπίπεδες ιστορίες «εν προόδω» («Ο Τάσης Βασκαντήρας», «Η μισάντρα», «Η Ροδούλα», «Ένα σπίτι μια ιστορία», «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα»).

Λίγα λόγια τώρα για την υπόθεση της κάθε μιας, οι οποίες – σχημάτισα την εντύπωση – παρατίθενται στο βιβλίο με χρονολογική σειρά, δηλαδή από τα παλαιότερα χρόνια προς τα πιο πρόσφατα.

        Η πρώτη ιστορία, «Ο θάνατος του αστρίτη», είναι αυτή που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή. Ο αστρίτης είναι ένα μικρό φίδι πιο δηλητηριώδες κι από την οχιά. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Δημήτρω. Μαθαίνουμε πρώτα την οικογενειακή  της ιστορία (αυτό το βρίσκουμε σ’ όλα τα διηγήματα του συγγραφέα) και τις αντίξοες συνθήκες της αγροτικής ζωής στις αρχές μάλλον του περασμένου αιώνα. Κι όταν μιλάμε για «αντίξοες συνθήκες», πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι τις θεωρούμε «αντίξοες» σε σχέση με τη ζωή που κάνουμε τώρα. Τον καιρό εκείνο οι κάτοικοι της Νεμούτας (κι όλων των άλλων χωριών του τόπου μας) δεν τις θεωρούσαν αντίξοες: αυτές ήταν. Για παράδειγμα, έχω υπόψη μου το μυθιστόρημα της Αντωνίας Μποτονάκη Άσ’ το κι ας αποθάνει (2011), που αναφέρεται σε αντίστοιχες συνθήκες ζωής ενός ορεινού χωριού στην Κρήτη. Η Δημητρώ γυρίζοντας σπίτι της από τα χωράφια πέρασε από το αμπέλι να κόψει κανένα ώριμο σταφύλι για τη φαμίλια της. Κι εκεί τη χτύπησε ο αστρίτης που αμέσως μετά ψόφησε. Διαβάζουμε: Σαν σακοράφα μπήκε το δηλητήριο κάτω από το νύχι του δείκτη. Το ουρλιαχτό της έσκισε την ησυχία του πρωινού. Το φίδι τινάχτηκε, κόρδωσε ψηλά το κορμί του κοιτάζοντάς την ίσια στο πρόσωπο, και με μια απότομη κίνηση εξέπεσε ξερό  μπροστά στα πόδια της. «Μανούλα μου», είπε. Πετάχτηκε σαν αστραπή μέχρι τον φράχτη που είχε δέσει το άλογο, άρπαξε από το ταγάρι ένα μαχαίρι που το ’χε μαζί της και το ’μπηξε βαθιά κάτω απ’ το νύχι (σ. 13). Σκληρή η ζωή, αλλά σκληροί και οι άνθρωποι. Καβάλησε το άλογο και, αφού έδεσε το δάκτυλο σφιχτά για να μην πάει το δηλητήριο σ’ όλο της το σώμα, άρχισε να ρουφάει και να φτύνει το αίμα που έτρεχε. Η ιστορία μας λέει λεπτομερώς την περιπέτειά της για επιβίωση (αν κάποιον τον χτυπούσε ο αστρίτης, οι πιθανότητες να ζήσει ήταν ελάχιστες) και για τα ιατρικά αλλά και πρακτικά μέσα που εφαρμόζονταν την παλιά εκείνη εποχή. Η Δημήτρω, αφού σαράντα μέρες πάλεψε με τον θάνατο, επέζησε κι έκανε άλλα έξι παιδιά (είχε δύο). Και ο συγγραφέας καταλήγει: Την κοίταζα μέσα στο  φέρετρο, την ώρα που οι παπάδες – τέσσερις τον αριθμό – έψελναν τα κατευόδια. Ακίνητη, με το πρόσωπό της σοβαρό, γαλήνιο, και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ευχαριστημένη που έκανε αυτό που έπρεπε πάνω στη γη, έφευγε ήσυχη για το μακρινό ταξίδι (σ. 16).

        Το δεύτερο διήγημα τιτλοφορείται «Το άλογο». Η ιστορία αυτή αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο εξιστορείται η δυσκολία του αλέσματος μια παγερή χειμωνιάτικη μέρα στον μύλο του μπαρμπα-Σταύρου. Ακολουθεί η ιστορία ενός αλόγου που ανήκε στον μυλωνά, το οποίο βρήκαν πεθαμένο και σκεπασμένο με χιόνι, με το κεφάλι του πάνω στο σκαλοπάτι της πόρτας του μύλου, κάτι παιδιά από διπλανό χωριό, τα οποία είχαν πάει με τα άλογά τους να αλέσουν τη σοδειά του σταριού τους. Ο μπαρμπα-Σταύρος είχε αγοράσει αυτό το άλογο, τον Ψαρρή, το 1938, από έναν γύφτο τσαμπάση (έμπορο ζώων), αλλά η γυναίκα του μυλωνά, η θεια-Καλομοίρα (η γυναίκα, εννοείται, του αφηγητή) το είχε τάξει στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, για να μην εκτελέσουν τον άντρα της το 1948, που ήταν κρατούμενος τότε στο στάδιο της Πάτρας (αυτή είναι όλη κι όλη η αναφορά στον Εμφύλιο). Ο παπάς της εκκλησιάς πούλησε το άλογο σ’ ένα βάρβαρο συγχωριανό τους, τον Διαρρήκτη, ο οποίος όχι μόνο δεν το μεταπωλούσε στον πρώην ιδιοκτήτη του που το ζητούσε όσο κι όσο, για να τον βασανίζει, αλλά επιπλέον χτυπούσε και το άλογο, μέχρι θανάτου. Ο Ψαρρής, λίγο πριν πεθάνει από αιμορραγία, πήγε και ξεψύχησε στο σκαλοπάτι του μύλου του πρώτου αφεντικού του, που τον αγαπούσε πολύ. Διαβάζουμε: «Μπαρμπα-Σταύρο, να σε βοηθήσουμε», προσφέρθηκαν τα παιδιά που είχαν πάει  να αλέσουν τα σιτάρια τους. Εκείνη την ώρα φάνηκε ο Διαρρήκτης καβάλα στον γάιδαρό του. «Δικό σου δεν ήταν το μπάσταρδο; Ε, πάρ’  το τώρα εσύ να το πετάξεις στη λάκκα, τ’ ακούς; Κι ο μυλωνάς στα παιδιά: «… μην το σύρετε το δόλιο. Σηκωτό να το πάτε, μοναχός μου δεν μπορώ» (σ. 35). Ένα υπέροχο ζωοφιλικό διήγημα.

        Η επόμενη ιστορία, «Ο Τάσης Βασκαντήρας»,  έχει ως τίτλο το όνομα του πρωταγωνιστή της. Αυτός ήταν ένας δάσκαλος που,  κάνοντας τον τρελό,  παράτησε γρήγορα το δασκαλίκι για να γίνει έμπορος. Τα γεγονότα που εξιστορούνται πρέπει να αφορούν τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, αφού ο Βασκαντήρας παντρεύτηκε τη Μάρθα του Μουστοβασίλη τον Αύγουστο του 1927. Ζούσε μαζί με τα αδέλφια του. Μαθαίνουμε πώς γινόταν το εμπόριο την εποχή εκείνη με τα καραβάνια και τους παραγιούς. Τον ένα μήνα όλοι μαζί πουλούσαν την πραμάτεια τους στα χωριά της περιοχής και τον επόμενο, ένας ένας οι αδελφοί πήγαιναν πάλι για να εισπράξουν. Οι εισαγωγές από μεγάλες πόλεις ήταν δουλειά του Βασκαντήρα που είχε και το κουμάντο. Ένας αδελφός του, ο Νικάκης, του έφερε μια φορά λειψή την είσπραξη κατά πεντακόσιες δραχμές και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το έλλειμμα, γιατί είχε δώσει τα λεφτά τα σε μια φτωχή συγχωριανή του, τη Δέσπω του Μουσουρούλια, που την αγαπούσε. Ο Βασκαντήρας έκανε τη ζωή του αδελφού του κόλαση. Ανήμερα του Άι-Δημήτρη ο Νικάκης σέλωσε το άλογό του να πάει για εισπράξεις, ενώ ο καιρός ήταν άσχημος κι ετοιμαζόταν μπόρα. Ο αδελφός του, ο Τάσης, του είπε να μη φύγει αλλά ο Νικάκης ήταν ανένδοτος. Κι η μπόρα τον έπιασε σ’ ένα βουνό μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος.  Για να φανεί πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά του εμπόρου τα χρόνια εκείνα, θα παραθέσω μια παράγραφο: Κάτω έχασκε το ρέμα, βουερό και σκοτεινό. Αυτό ήταν το μέρος που το έλεγαν Πατσουριά. Πολλοί είχαν πνιγεί εκεί, περνώντας αμέριμνοι τη στενή του κοίτη σαν έπιανε ξαφνική βροχή. Τέτοιο ήταν το δέος, που, όταν ορκίζονταν οι άντρες, έλεγαν: «Να το βρω από την Πατσουριά».  Κι όταν ήθελαν να καταραστούν οι γυναίκες, έλεγαν κι αυτές: «Να που να το ’βρεις από την Πατσουριά». Καθώς κατέβαινε το σκοτεινό βάραθρο, ένας φόβος φώλιαζε στα σωθικά του. Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουν τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμνό (σ. 33).

        Ο Κανελλόπουλος είναι δεινός στις περιγραφές του. Διαβάζοντας τον αγώνα που έκανε ο Νικάκης μέσα στο ρέμα να σώσει τα ζώα του, αλλά στο τέλος να πνιγεί ο ίδιος, νόμισα ότι παρακολουθούσα σκηνές από κινηματογραφικό θρίλλερ. Τα άλογα γύρισαν μόνα τους στο σπίτι χωρίς τον αφέντη τους. Το πτώμα του Νικάκη το βρήκαν δέκα μέρες αργότερα λίγο πριν το Μπέλεσι. Ο Τάσης μετά την κηδεία του αδελφού του, σαράντα μέρες βασανιζόταν, δεν έκλεισε μάτι. Μετά το μνημόσυνο, ο Τάσης πήρε ένα σάκο με πράγματα και  πήγε στο σπίτι του Μουσουρούλια, αφού εν  τω μεταξύ είχε μάθει πού είχε δώσει ο αδελφός του το πεντακοσάρικο. Του είπε ότι θα τον βοηθάει όσο μπορεί για να ζήσουν καλά αυτός και η κόρη του, αλλά να μην ξεχνάει και το χρέος του. Και το διήγημα καταλήγει ως εξής: Ο Αναγνώστης [Μουσουρούλιας] έχασε τη λαλιά του. «Ποτέ δεν ελογάριασα να μη σ’ το δώκω πίσω, Τάση μου. ’Έχουμε λίγο λάδι φέτο. Μόλις πουλήσω, θα σ’ το φέρω». «Δεν είπα δε θα το ’φερνες. Το ξέρω, είσαι τίμιος. Αλλά εγώ είμαι έμπορος, δεν μπόραγα να το κάνω ζάφτι, θέλω να ξέρω τι έχω στην τσέπη μου» (σ. 38).

        Το επόμενο διήγημα, «Terra Australia incognita» είναι μια πιο απλή ιστορία. Ο Μιχάλης ο Τραγότσαλος, φτωχός αγρότης μιας περιοχής του Κάμπου, διάβασε με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε σε εφημερίδα καφενείου της Νεμούτας μια ανακοίνωση της Αυστραλιανής Πρεσβείας που ζητούσε εθελοντές για μετανάστες. Αποφάσισε να κάνει αίτηση. Με το πρώτο λεωφορείο στις πέντε το πρωί κατέβηκε στον Πύργο της Ηλείας για να πιάσει σειρά. Μόλις έφτασε στα γραφεία της Επιτροπής Μετανάστευσης, βρήκε πολύ κόσμο να περιμένει, μια ουρά πενήντα μέτρα και μέσα στο γραφείο βλέπει από την τζαμαρία τον συγχωριανό του, τον Λιούγκο, με τη γυναίκα και το παιδί  τους, να δίνουν τα στοιχεία τους κι αυτοί για μετανάστευση. Του καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα ότι τον πρόλαβε ο Λιούγκος κι αυτός θα έμενε απ’ έξω. Το βράδυ στο χωριό αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Νύχτα, κρυφά, πάει στο σπίτι του Λιούγκου μ’ ένα σουγιά για να του ξεκοιλιάσει το άλογο. Εκείνο, όμως, πρόλαβε να τον κλοτσήσει στο μέτωπο κι ο Τραγότσαλος να πέσει κάτω έχοντας χαμένες τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε τα χαράματα, το έβαλε στα πόδια, ξεχνώντας τον σουγιά του στον κήπο του Λιούγκου. Τελικά πήρανε πρόσκληση για την Αυστραλία και οι δύο, η μετανάστευσή τους όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί είχαν αρχίσει τα επεισόδια στην Κύπρο με την ΕΟΚΑ και η αυστραλιανή κυβέρνηση τη ματαίωσε.  Μετά οι δρόμοι τους χωρίσανε. Και οι δύο στην Αθήνα,  αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ. Διαβάζουμε: Ο Λιούγκος δούλεψε τριάντα χρόνια οδηγός κι ο Τραγότσαλος έκανε διάφορα ώσπου στο τέλος κατέληξε περιπτεράς στο Περιστέρι. Γύρω στο ’85 πήρανε σύνταξη και οι δυο κι άρχισαν να κατεβαίνουν πιο συχνά στο χωριό. Ο Λιούγκος, αν και αντάρτης, δεν τα κατάφερε να βγάλει σύνταξη αντιστασιακού. Ο Τραγότσαλος, όψιμος σοσιαλιστής, τα κατάφερε και την έβγαλε, κι ας είχε συνεργαστεί με τον Καπώνη (σ. 48)

        Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ κάθονταν οι δυο τους κάτω από τον πλάτανο της πλατείας κι η κουβέντα τους γύρισε στα παλιά. Εκεί ο Τραγότσαλος ρώτησε τον Λιούγκο αν τα χρόνια εκείνα τα παλιά της φτώχειας είχε βρει στον κήπο του έναν σουγιά. Ο Λιούγκος απάντησε καταφατικά και τον ρώτησε πώς το ήξερε. Διαβάζουμε το τέλος: «Να, έλεγα πως μου ’κλεψες τη θέση για την Αυστραλία σαν σε είδα με τη γυναίκα και το παιδί στον Πύργο…». Και σκύβοντας το κεφάλι συνέχισε: «Κι ήρθα νύχτα να σου ξεκοιλιάσω τ’ άλογο, για να σ’ εκδικηθώ». «Άι χάσου, ρε ψεύτη, που θα ’κανες τέτοιο πράμα!» του απάντησε ο Λιούγκος – πονηριά δεν έβαλε στον νου του. «Ναι», είπε ο άλλος, «μα το Θεό, είναι φορές που και τώρα σαν το σκέφτομαι δεν μετανιώνω. Έτσι μου ’ρχεται τη νύχτα να πάω και να σου σκάσω τα λάστιχα του αυτοκινήτου…» (σ. 49).

        Το διήγημα «Η Μισάντρα» έχει μια χρονικά κυκλική αφήγηση: αρχίζει την αφήγηση του βίου του κεντρικού προσώπου, του Αγαμέμνονα Απλοχέρη, από τον θάνατό του  και κλείνει με το τέλος της ζωής του. Μέσα στην πρώτη παράγραφο, εννέα μόλις αράδων,  μας δίνει το περίγραμμά της. Γεννήθηκε το 1900, κλάση του ’20, πολέμησε στη Μικρά Ασία, πιάστηκε αιχμάλωτος και κάποια στιγμή γύρισε πίσω. Παντρεύτηκε την Τριαδούλα ύστερα από επιμονή του πατέρα της που ήταν φίλος του,  ενώ, όπως λέγανε, αγαπούσε άλλον που ήταν ο καλύτερος φίλος του αδελφού της. Δεν αντέδρασε, αλλά δεν έκανε το ίδιο και ο αδελφός της που κακολόγησε τον Απλοχέρη και πιάστηκε στα χέρια με τον πατέρα του. Έφυγε από το σπίτι κι ούτε ήρθε στην κηδεία του γονιού του, όταν πέθανε. Στον Εμφύλιο ήταν αντάρτης και πέρασε μόνο μια φορά κρυφά από το σπίτι της Τριαδούλας (όταν έλειπε ο Απλοχέρης) για να την αποχαιρετήσει. Ο Απλοχέρης ήταν ήσυχος άνθρωπος, έκανε με την Τριαδούλα μια κόρη κι ένα γιο. Φρόντισε να τα παντρέψει κι ο γιος του με τη βοήθειά του έφερε το 1960 το πρώτο τρακτέρ στο χωριό  και πρόκοψε ως μεγαλοκτηματίας, αγοράζοντας χωράφια στον Κάμπο και, για τη δουλειά του,  πήρε κι άλλα τρακτέρ και μπατόζες.  Στο χωριό όλοι απορούσαν πού είχε βρει τα λεφτά ο Απλοχέρης, ο οποίος ήταν ήσυχος άνθρωπος και τακτικός στην εκκλησία. Κοινωνούσε δυο φορές τον χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά παρά την πίεση του παπά αρνιόταν πεισματικά να εξομολογηθεί. Όταν γέρασε και κατάλαβε πως πλησιάζει το τέλος του, είπε στη γυναίκα του να φέρει τον παπά να κοινωνήσει και να εξομολογηθεί. Όταν ήρθε ο παπάς, του είπε ότι είχε μεγάλο κρίμα στο λαιμό του, γιατί είχε σκοτώσει άνθρωπο. Διαβάζουμε: Το ’49, παπά, έκανα την αμαρτία. Είχε φύγει η Ενάτη Μεραρχία, είχανε τελειώσει. Εγώ δουλειά δεν είχα μ’ αυτά τα πράγματα, να βγάλω το ψωμάκι της φαμελιάς μου αγκομαχούσα. (σ.57). Ένα σούρουπο, σ’ ένα κακοτράχαλο ορεινό χωράφι που δούλευε, είδε μια σκιά που έφυγε προς έναν άβατο γκρεμνό. Σκιάχθηκε και την επομένη πήρε και το όπλο του μαζί του στο χωράφι. Η σκιά ξαναφάνηκε και την ακολούθησε.  Βρήκε έναν άνθρωπο μέσα σε μια σπηλιά. Γράφει: «Μένιο, άσε το ντουφέκι. Εγώ είναι ο Λάμπης, ο κουνιάδος σου. Άσε το ντουφέκι». «Ποιος είσαι;» τ’ αποκρίθηκα. «Ο κουνιάδος σου, ο Λάμπης, είμαι χτυπημένος». Τα ’χασα. Με μιας μου πέρασαν από τον νου κείνα τα λόγια που ’χε πει στον πεθερό μου προτού να παντρευτώ την Τριαδούλα. Θόλωσα και του ’ριξα. Με κούφανε η ντουφεκιά μέσα στη σπηλιά. Γιόμισα και ξανάριξα, Ξαναγιόμισα, και πάλι και πάλι… Ο Θεός να με συγχωρέσει, δεν κατάλαβα πώς έγινε (σ. 59-60). Εκεί μέσα στη σπηλιά βρήκε κι έναν ντενεκέ χρυσές λίρες. Ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή: «Φονιά !» Ήταν της Τριαδούλας που κρυφάκουγε κι έφυγε από το σπίτι σαν τρελή, την στιγμή που  έπαθε εγκεφαλικό ο άντρας της,  προτού προλάβει να πάρει συγχώρεση από τον παπά. Τηλεφώνησαν στον γιο του, ήρθε, τον πήγαν στο νοσοκομείο στον Πύργο, είπαν οι γιατροί ότι θα ζήσει. Ύστερα όλοι άρχισαν να ψάχνουν για την Τριαδούλα. Την βρήκαν κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο στο μέρος όπου ο άντρας της είχε σκοτώσει τον αδελφό της.

        Είναι γνωστό ότι στα χωριά του τόπου μας οι περισσότεροι καβγάδες, ακόμα και σκοτωμοί, γίνονται για χωράφια ή βοσκοτόπια. Έχω προσωπική εμπειρία από την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου (και δεύτερη δική μου) τη Σκύρο. Υπήρχαν συμφωνίες από τους παλαιότερους, όλες σχεδόν προφορικές, που επέτρεπαν σ’ έναν αγρότη να πηγαίνει στο κτήμα του, περνώντας μέσα από το χωράφι ενός συγχωριανού του. Πολλοί κληρονόμοι, για διάφορους λόγους, δεν αναγνώριζαν τέτοιου είδους συμφωνίες και άρχιζαν οι τσακωμοί. Μια τέτοια ιστορία αφηγείται και ο Κανελλόπουλος στο διήγημά του «Η δωρεά». Πρωταγωνιστές ένας λεβέντης αγρότης, ο Ντίνος ο Γαζέτας, που για να πάει στο δικό του χωράφι έπρεπε να περάσει μέσα από εκείνο του Ανέστη Κουτσοβασίλη. Αυτός στο καφενείο του μήνυσε να μην ξαναπεράσει από το κτήμα του, γιατί ήθελε να το πουλήσει και πως δεν αναγνώριζε καμιά συμφωνία που είχαν κάνει οι πατεράδες τους, αφού δεν ήταν γραπτή. Μέχρι πού μπορούσε να φτάσει αυτή η αντιδικία δεν ξέρουμε. Διαβάζουμε: Ο Ντίνος ήταν καλός να τον πατήσεις. Γινόταν αγρίμι όμως, αν τον αδικούσες ή τον πρόσβαλλες. Μπορούσε να φτάσει στα άκρα. Τότε δεν καταλάβαινε τι έκανε, αλλά δεν είχε σκοτώσει ποτέ (σ. 71). Μια μέρα ο Ανέστης Κουτσοβασίλης πήγε σε κάποιο βοσκοτόπι του να ταΐσει τα γιδοπρόβατά του και χάθηκε. Γύρισε μόνο του το σκυλί του Ανέστη και γαύγιζε. Σχηματίστηκε αμέσως μια ομάδα από συγχωριανούς, με αρχηγό τον Ντίνο, να πάνε να βρουν τον Ανέστη ακολουθώντας το σκυλί. ‘Ήταν χειμώνας, χιονιάς. Το σκυλί τούς οδήγησε σε μια χαράδρα, όπου είχε πέσει ο Ανέστης. Έπρεπε να κατεβούν με σχοινιά για να τον βρούνε. Πρώτος ο Ντίνος. Διαβάζουμε: «Ανέστη, κατεβαίνουμε, σε ποια μεριά είσαι;» «Τη δώθε μεριά, κατά το χωριό. Γρήγορα, δε βαστώ άλλο, σβήνω…» (σ.76). Ο Ντίνος φώναξε στους συγχωριανούς του να ρίξουν με τα σχοινιά μια σκάλα. Τον βρήκε, τον έδεσε και τον τράβηξαν πάνω μισοπεθαμένο. Βαριά τραυματισμένος έμενε κλεισμένος στο σπίτι του. Κάνα χρόνο αργότερα, όταν ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης γιατί είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στην Αλβανία, ο Ανέστης κάλεσε στο σπίτι του έναν συμβολαιογράφο και χάρισε το κτήμα του στον Ντίνο.

        Πάμε τώρα στο «Άσε νε να τον πάρω, μάνα». Η Τριαδούλα ζητάει  από τη μάνα της τη συγκατάθεση για να παντρευτεί τον Σαράντη, ένα συνομήλικό της γείτονα, που μεγάλωσαν μαζί κι αγαπιόνταν από παιδιά. Η μάνα της, η Μαριγώ, αρνείται πεισματικά. Με αφορμή αυτή την άρνηση, ξετυλίγεται στο διήγημα η ζωή της Μαριγώς που την ανάγκασαν να παντρευτεί τον Χρήστο τον Σερεπέτση που την περνούσε είκοσι χρόνια, έναν τυχοδιώκτη γυναικά, που τελικά κατόρθωσε να πλουτίσει. Γράφει: «Γεννημένος νταβατζής, παιδάκι μου», έλεγε ο κόσμος (σ. 80). Ο Χρήστος κακομεταχειριζόταν τη Μαριγώ,  ενώ είχε κάνει μαζί της τρία παιδιά, δυο αγόρια και την Τριαδούλα. Ο μεγάλος, ο Γιαννακός, είχε φύγει στην Αθήνα, ο μικρός, ο Λιας, που έμοιαζε του πατέρα του, είχε μείνει μαζί τους. Ποιο ήταν το μυστικό που η Μαριγώ αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη συγκατάθεσή της; Στο χωριό λέγανε ότι τον Σαράντη τον είχε σπείρει ο άντρας της, ήταν, δηλαδή, ετεροθαλής αδελφός της Τριαδούλας. Η ίδια η μάνα του Σαράντη τής είχε πει κάποια μέρα μεθυσμένη: «Κοίτα , μωρή, τι καλά που παίζουνε τα δύο αδελφάκια!» (σ. 84). Η Μαριγώ έγραψε στον μεγάλο της γιο που ήρθε από την Αθήνα και του είπε τα καθέκαστα. Αυτός έπιασε τους δύο ερωτευμένους και τους εξήγησε την κατάσταση. Ρωτώντας έναν φίλο του γιατρό, έμαθε πως μπορεί να λυθεί το πρόβλημα: με το να γίνει γονιδιακός έλεγχος των δυο παιδιών, που  δέχτηκαν. Με κάποιο πρόσχημα κατέβηκαν στην Πάτρα και έδωσαν  αίμα. Ο Σαράντης, για να μη καταλάβουν τίποτα στο χωριό, έφυγε αμέσως από την Πάτρα. Εκεί έμειναν η Τριαδούλα με τον αδελφό τους για να πάρουν το αποτέλεσμα της εξέτασης την επομένη. Ήταν αρνητικό. Και το διήγημα τελειώνει: Η Τριαδούλα λιποθύμησε στην αγκαλιά του Γιάννη. Η νοσοκόμα τη συνέφερε και της έδωσε πορτοκαλάδα «Έψα». Ύστερα έφυγαν, και κατέβηκαν στη θάλασσα, στο λιμάνι. Μπροστά τους απλωνόταν γαλήνιο το Ιόνιο. Περπάτησαν αμίλητοι πάνω στον προβλήτα. ‘Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε. (σ. 86). Για το διήγημα αυτό ας σημειώσουμε δύο πράγματα: πρώτα, με αφορμή την άρνηση της μάνας να δώσει τη συγκατάθεση στην κόρη της να παντρευτεί, μαθαίνουμε όλη τη ζωή της οικογένειας, όπου ο άστατος γυναικάς πατέρας, από δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας, γίνεται, με τη ζωή του, το κύριο. Κι ύστερα, στο τέλος, δεν μαθαίνουμε ποια ήταν η συνέχεια. Υποβάλλεται συμβολικά το συναίσθημα ότι όλα θα πάνε πλέον καλά.

        Διαβάζοντας το διήγημα αυτό, ο νους μου κόλλησε στο όνομα Τριαδούλα, που το είχαμε συναντήσει σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο διήγημα «Μισάντρα». Κι αυτή αγαπούσε κάποιον άλλον, αλλά ο πατέρας της την ανάγκασε να παντρευτεί έναν φίλο του. Για την πράξη αυτή του πατέρα της αντέδρασε ο αδελφός της, γιατί αυτόν που αγαπούσε η Τριαδούλα ήταν φίλος του. Ύστερα, όπως ξέρουμε, ξετυλίγεται η ζωή της Τριαδούλας με τη γνωστή τραγική κατάληξή. Πιστεύω – και νομίζω ότι δεν κάνω λάθος – ότι το διήγημα «Μισάντρα», που προηγείται, είναι η συνέχεια του διηγήματος  «Άσε με να τον πάρω, μάνα». Ο Κανελλόπουλος αντί να κάνει ένα μεγάλο διήγημα, κάτι σαν μικρή νουβέλα, που ενδεχομένως θα είχε και μελοδραματικά στοιχεία, «ανακάτεψε λίγο την τράπουλα» και μας έδωσε δύο διηγήματα με τη ζωή και τη μοίρα  μάνας και κόρης.

        «Η Ροδούλα» ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του μπαρμπα-Λιάκουρα και ήταν διανοητικά καθυστερημένη. «Η Ροδούλα μου», έλεγε ο μπάρμπα-Λιάκουρας, μιλάει με τον Θεό. Δεν νιώθει πολλά το πουλάκι μου. Μα, να, θα ’χω κι εγώ ένα αποκούμπι στα γεράματα» (σ. 87), Έτσι αρχίζει το έβδομο διήγημα της συλλογής. Ύστερα εξιστορείται πώς, όταν μεγάλωσαν, σκόρπισαν τα άλλα επτά παιδιά του και με δυο λόγια το δρόμο που τράβηξε το καθένα. Άλλα στην Αμερική, ένας παντρεύτηκε φαντάρος στην Κομοτηνή κι έμεινε εκεί, δυο κόρες στην Αθήνα, κτλ. Στο χωριό έμεινε μόνο η Ροδούλα να κοιτάει τη μάνα της, τη θεια-Θοδωρούλα και τον πατέρα της κι ανέλαβε, μεταξύ άλλων, να βόσκει και τα πρόβατα σε ένα κτήμα που είχαν απόμακρα από το χωριό. Εκεί τη ξελόγιασε ένας λιμοκοντόρος συγχωριανός της που είχε γυρίσει στο χωριό από τη στρατιωτική του θητεία και την άφησε έγκυο. Σαν το ’μαθε ο μπαρμα-Λιάκουρας, πήρε μια πέτρα και χτυπούσε το κεφάλι του κι ένα μαχαίρι για να σκοτώσει τον δράστη. Έπεσαν οι συγχωριανοί του για να τον σταματήσουν. Διαβάζουμε: «Μη, ρε Λιάκουρα, δεν αγρικάς;» φώναζαν οι άλλοι. «Μη, ρε, θα το ’βρει απ’ το Θεό». «Άστε με να τόνε σκοτώσω! Είναι μακριά ο Θεός, δε με βλέπει, δε μ’ ακούει» (σ. 94). Τελικά το φονικό δεν έγινε, ο λιμοκοντόρος εξαφανίστηκε από το χωριό κι ο μπάρμπα-Λιάκουρας κλείστηκε από ντροπή στο σπίτι του κι άρχισε να πίνει. Είχε ανεβεί και ο μεγάλος γιος του στο χωριό και πήγε να δείρει τη Ροδούλα για να ξεπλύνει την τιμή της οικογένειας. Κι ο πατέρας του: «Κάτσε καλά. Κι άμα είσαι άντρας, να πας να βρεις τον φταίχτη, όχι τούτο το αθώο. Τα’ ακούς;» (σ. 95). Τελικά ο γιος αυτός κανόνισε να γεννήσει κρυφά στην Αθήνα η Ροδούλα, και να δώσουν το παιδί της, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, σε ίδρυμα για υιοθεσία. Τα χρόνια πέρασαν, ο μπάρμπα-Λιάκουρας πέθανε κι η Ροδούλα έμεινε μόνο με τη μάνα της. Κάποτε, παραμονές Χριστουγέννων, έφτασε μια κούρσα στο χωριό κι ένα νεαρό ζευγάρι, που φαινόταν ευκατάστατο, ζητούσε να μάθει πού είναι το σπίτι του Λιάκουρα. Ζητούσαν τη Ρόιδω: «Εγώ, εγώ», έκανε η Ροδούλα. «Τι θέτε παιδάκι μου; Ετούτη είναι», είπε η θεια [η μάνα της]. Η νέα γυναίκα από δίπλα λύθηκε στο κλάμα. «Μάνα», είπε, κι έπεσε στην αγκαλιά τη; Ρόιδως. Η Ροδούλα κατάλαβε περισσότερο από ένστικτο ότι ήταν το παιδί της, έβγαζε άναρθρες κραυγές ανακατεμένες με λέξεις: «Μάνα-παιδίί, μάνα-παιδί» έλεγε κλαίγοντας, κι έσφιγγε την κόρη της στην αγκαλιά της». Η θεια-Θοδωρούλα, φοβισμένη, μαζεμένη στη γωνιά με τα μάτι γεμάτα τρόμο, έλεγε και ξανάλεγε: «Παναγία μου, κακό που μας ηύρε. Είχανε πει ότι δεν θα μας μαρτυρήσουνε. Παναγία μου, βοήθα με τη φτωχιά…» (σ. 97).

        Το ζευγάρι ξαναήρθε κι άλλες φορές, πάντα με δώρα, αλλά είχαν συμφωνήσει να λένε ότι ήταν παιδιά ενός αδελφού της Ροδούλας για να μη γίνει σούσουρο στο χωριό. Αργότερα η θεια-Θοδωρούλα έπαθε αλτσάιμερ και τα παιδιά της την έβαλαν σε οίκο ευγηρίας στην Αθήνα. Η Ροδούλα έμεινε μόνη και τη φρόντιζε μια ξαδέλφη της με λεφτά που έστελνε ανελλιπώς από την Αμερική ο αδελφός της Τζίμης, μέχρι που πέθανε. Το ζευγάρι το έμαθε και παραβρέθηκε στην κηδεία. Και τότε η νεαρή κυρία φώναξε όταν την έβαζαν στο μνήμα: «Στο καλό μάνα…». Ο κόσμος τα έχασε. Και ο μεγάλος αδελφός της Ροδούλας: «Τι μάνα και ξεμάνα… Μερτικό από την περιουσία δεν έχει» (σ. 101).

        Ο τίτλος του διηγήματος «Ένα σπίτι, μια ιστορία», κυριολεκτεί. Εδώ έχουμε την εξιστόρηση μιας ολόκληρης οικογένειας από τον παππού Νικολή Περβόλη, τον γιο του Αναγνώστη και τον εγγονό Αναγνωστάκη. Μέσα στην οικογενειακή αυτή ιστορία υπάρχουν πλείστες όσες αναφορές στη ζωή προσώπων, αλλά  και γεγονότων που συνέβησαν πριν το 1920, όπως ο πόλεμος της Μ. Ασίας, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, ως τις μέρες μας. Το σπίτι αυτό το θεωρούσαν καταραμένο, γιατί τα βράδια άκουγαν θορύβους και τριξίματα. Δίνεται έμφαση στον τρόπο που γίνονταν οι παντρειές με προξενήτρα, τα εμπόρια, ένας φόνος που έγινε στο σπίτι αυτό (το κάτω πάτωμα ήταν μαγαζί του Αναγνώστη, μισό μπακάλικο και μισό χασαπιό με πάγκο∙ στο πάνω έμενε η οικογένεια). Εκεί, λοιπόν, στο μαγαζί, έγινε ο φόνος από συγχωριανό για λόγους τιμής (κάτι που συνέβαλε στη φήμη  ότι το σπίτι ήταν καταραμένο). Διαβάζουμε: Το φονικό σημάδεψε την ιστορία του σπιτιού. Λένε πως μέσα σ’ ένα χρόνο πέθαναν άλλα πέντε πρώτα ξαδέλφια της Αντίτσας {η Αντίτσα ήταν η πρώτη γυναίκα του Αναγνώστη που είδε το φονικό μέσα στο σπίτι της και, παθαίνοντας καρδιακή προσβολή,  πέθανε]. Έξι πρωτοξαδέλφια πήρε μαζί του ο Κουρούνας [το θύμα]. Ο Αναγνώστης  ζύγιασε τα πράματα, είδε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του και ύστερα από λίγο καιρό ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε την Αντιόπη από την Πέρα Μεριά. Αντρογυναίκα κι αυτή, που όμως δεν την ήθελαν η μάνα και οι αδελφές του. Αυτός επέμενε – πώς θα μεγάλωνε πέντε παιδιά;» (σ. 112). Τελικά αποδείχτηκε ότι το σπίτι δεν ήταν στοιχειωμένο, αλλά είχε στο υπόγειο μεγάλους ποντικούς. Το σπίτι, με τα χρόνια,  πέρασε στην ιδιοκτησία του εγγονού, του Αναγνωστάκη, που το αναπαλαίωσε και αφού πρώτα το χρησιμοποιούσε ως εξοχική κατοικία, όταν πήρε σύνταξη, εγκαταστάθηκε στο χωριό  με τη γυναίκα του. Το διήγημα τελειώνει ως εξής: «Πολλές φορές το σκέφτομαι το παλιό σπίτι μου. Τις νύχτες το βλέπω συχνά στον ύπνο μου. Τα βαγένια, τα δίκρανα και τις τριχές, τις καπιστριάνες  του αλόγου και τον πάγκο… Και το στοιχειό του, που σαν ξυπνούσε έκανε το σπίτι να τρέμει. Όλα αυτά σκέφτομαι, όλα αυτά που γλιστρούν και χάνονται στη μνήμη…» (σ. 119). Νομίζω ότι τα λόγια αυτά είναι εκείνα που έδωσαν στον Κανελλόπουλο το ερέθισμα να γράψει το βιβλίο.

        Το τελευταίο διήγημα, «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα», μας πάει στη δεκαετία του 1950, όταν άρχισε η εσωτερική μετανάστευση που ερήμωσε  τα χωριά. Παραθέτω την αρχή: Ο Σωτήρης ο Ντάρλας, σαν πρωτοήρθε στην Ελευσίνα, στο Καλυμπάκι, ήταν σχεδόν παιδί. Μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό. Την γλώσσα που μιλάγανε, τ’ αρβανίτικα, δεν την καταλάβαινε […] Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ’ το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα ’χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ’ αυτό ήτανε καθαρός – όπως τον έμαθε ο πατέρα του. Με τον βασιλέα! Κι εδώ, σ’ αυτόν τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με τον βασιλέα ήσαν (σ. 121). Νοίκιασε μια χαμοκέλα έξω από τον οικισμό∙ χωράφια με αραποσίτια είχαν οι ιδιοκτήτες, του θύμιζε λίγο το χωριό. Σ’ αυτό το δωματιάκι έφερε σε λίγο μια κοπέλα απ’ το χωριό του, τη Σαραντινιώ, που την παντρεύτηκε. Σε λίγο έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο, τη Χαλυβουργική,  που ήταν κοντά. Δούλευε βάρδιες. Άμα λάχαινε νύχτα, τα λεφτά ήταν πιο πολλά. Σ’ αυτό το σπιτάκι ο Σωτήρης έκανε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Στέφανο και δυο κόρες. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν στην Ελευσίνα κι άλλοι από το χωριό, με πρώτα τα αδέλφια της Σαραντινιώς. Έναν απ’ αυτούς τον σκότωσε αυτοκίνητο στις δυόμισι τη νύχτα απέναντι από τη Χαλυβουργική.

        Επί δικτατορίας ο Σωτήρης έγινε χουντικός και πήρε αξιώματα και πολλά λεφτά με δάνεια. Αγόρασε κτήμα με αμπέλια να κάνει κρασί, έκτισε ωραίο σπίτι, έγινε μάστορας στο εργοστάσιο. Δεν κατέβαινε πια στην κόλαση του χυτηρίου. Έβγαζε δημόσια ακατάληπτους λόγους που τέλειωναν πάντα με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Όταν έπεσε η χούντα, όλοι στο εργοστάσιο και στο δρόμο, τον βρίζανε. Είχε αρκετά ένσημα, κατόρθωσε να βγάλει στα γρήγορα μια σύνταξη για να γλιτώσει. Άρχισε όμως να πίνει και μαζί άρχισε και η γκρίνια της γυναίκας του. Διαβάζουμε: «Δεν ντρέπεσαι, ρε, τώρα στα γεράματα που μου άρχισες να πίνεις, χαμένε… Έχεις ’γγόνια, ρε, άιντε ξεκουμπίσου να χαθείς, να μη σε βλέπω… (σ. 127). Για να γλιτώσει ο Σωτήρης από το στόμα της γυναίκας του αποφάσισε να πάει να μείνει στο κτήμα. Τον άρπαξε όμως η Σαραντινιώ: «Για να πίνεις, ρε κερατά, ανάθεμα το κεφάλι σου, για να πίνεις μέρα νύχτα; (σ.128). Τον απομόνωσαν και τα παιδιά του. Ο Σωτήρης προσπάθησε να κόψει το ποτό, αλλά στάθηκε αδύνατον. Μια νύχτα ύστερα από ένα γερό καβγά ο Σωτήρης, τρεκλίζοντας,  σηκώθηκε να πάει στο αμπέλι. Πήγε να διασχίσει την καινούρια εθνική, αλλά δύο αυτοκίνητα έπεσαν πάνω του και τον σκότωσαν. Την άλλη μέρα η Σαραντινιώ πήγε να τον βρει στο κτήμα, αλλά τα σκυλιά ήταν δεμένα. Τότε υποψιάστηκε ότι κάτι το  κακό τού είχε συμβεί μέχρι που έμαθε για το δυστύχημα. Φόρεσε μαύρα και κάθε μέρα πήγαινε στο νεκροταφείο. Δεν έτρωγε. Γράφει: Τα κορίτσια πέσανε πάνω της. «Τι θα γενεί, μωρ’ μάνα; Θα πεθάνεις έτσι που πας, έλιωσες», της λέγανε. Αυτή τίποτα. Το ίδιο βιολί: «Εγώ τον πήρα στον λαιμό μου, εγώ τον έστειλα στον Αλήσμονα. Πάρε με, Παναγίτσα μου, τι τη θέλω τη ζωή!» (σ. 131). Μια μέρα η Σαραντινιώ είπε ότι θα πάει στα μνήματα και δεν γύρισε. Την ψάχνανε τα παιδιά και το σόι της. Τη βρήκανε κατά το μεσημέρι στο πλυσταριό, στο καμαράκι της ταράτσας κρεμασμένη με σχοινί. Ήρθε η Ασφάλεια και το ανακριτικό και ψάχνανε μάταια να βρούνε κανένα χαρτί, όπου θα εξηγούσε τα αίτια της αυτοκτονίας της. Και τότε η μεγάλη κόρη: «Μα η μάνα δεν ήξερε γράμματα…».

        Θα ολοκληρώσω την κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Κανελλόπουλου με λίγα σύντομα σχόλια. Η γραφή είναι ρεαλιστική, πυκνή και σαφής, η ντοπιολαλιά τη ζωντανεύει. Οι χαρακτήρες των προσώπων διαγράφονται πειστικοί μέσα σε λίγες αράδες. Η μνήμη του συγγραφέα είναι η κινητήριος δύναμη γραφής αυτών των διηγημάτων. Έτσι μπορούμε να εκλάβουμε τα διηγήματα αυτά ως μνημόσυνο προσφιλών προσώπων κι ακόμα μνημόσυνο μιας εποχής που παρήλθε τελεσίδικα.           Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς γιατί να σταθώ σε κάθε διήγημα τόσο αναλυτικά. Πρώτα γιατί τα διηγήματα ήταν μόνο δέκα και, στα χωρικά  όρια του επιτρεπτού, μπορούσα να το κάνω. Αλλιώς, αν ήταν περισσότερα, θα χρειάζονταν ομαδοποιήσεις διηγημάτων με γενικότερες παρατηρήσεις. Κι ας μη ξεχνάμε ότι ο κριτικός απευθύνεται όχι μόνο σ’ αυτούς που έχουν διαβάσει το βιβλίο αλλά – κυρίως – σ’ όσους δεν το ξέρουν για να το πάρουν και να το διαβάσουν. Και κάτι ακόμα: μιλούμε συνήθως για τη θεματολογία και την αφηγηματική τεχνική ενός λογοτεχνικού κειμένου. Το ιδιαίτερο, όμως, ύφος ενός συγγραφέα πώς μπορεί να το αποδώσει κανείς με λέξεις; Όσοι προσφεύγουν στα τσιτάτα των λογοτεχνικών θεωριών διατυπώνουν «κουλτουριάρικες» απόψεις. Εγώ προτιμώ να παραθέτω επιλεγμένα αποσπάσματα μέσα από τα ίδια τα κείμενα κι αφήνω στον αναγνώστη να κατανοήσει το ύφος με τις δικές ευαισθησίες.

        Όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι καλά, αλλά υπάρχει –όπως συνήθως– μια διακύμανση στην ποιότητά τους. Προσωπικά θεωρώ κορυφαία τα εξής: «Το άλογο», «Η μισάντρα», «Η Ροδούλα» και «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα». Μερικά από αυτά θυμίζουν αρχαίες τραγωδίες. Έτσι ο Κανελλόπουλος, που τον γνωρίζαμε ως ποιητή, με το πρώτο βιβλίο διηγημάτων απέδειξε πως διαθέτει πεζογραφική φλέβα, ανώτερη ίσως από την ποιητική. Κι αυτό συνεπάγεται βαριά ευθύνη για το μέλλον.

                                                                       

                                                                        Περικλής Σφυρίδης

                                                                        Σκύρος, Ιούλιος 2018.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: