ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰσαγωγὴ - Ἀνθολόγηση: Στάθης Κουτσούνης
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 1ο,
Καλοκαίρι 2006.
Ὁ Γιώργης
Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) ἐμφανίστηκε
στὰ
Γράμματα
τὸ 1943 μὲ
τὴ
δημοσίευση
τοῦ
ποιήματός
του «Ὁ
νεκρὸς
Γ. Π.» στὸ
τεῦχος 4 τοῦ
περιοδικοῦ ‘Ὀδυσσέας’, ποὺ
ἐξέδιδε
ὁ
ἴδιος
μὲ
φίλους
του
στὸν
Πύργο. Ἔχει
ἐκδώσει μέχρι σήμερα τὶς ποιητικὲς συλλογές: Τὸ Κατώγι, Ἑρμῆς 1971, Τὸ
Σακί, Κέδρος 1980, Τὰ Ἀντικλείδια, Στιγμὴ 1988, Τριαντατρία Χαϊκού,
Στιγμὴ 1990, Λίγος ἄμμος, Νεφέλη 1997, Ποῦ εἶναι τοῦ πουλιά;,
Κέδρος 2004. Μὲ ἕξι μόλις βιβλία σὲ μία ποιητικὴ διαδρομὴ 60 χρόνων γίνεται
ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι ὀλιγογράφος, ἂν καὶ χαρακτηριστικὸς καὶ
σημαντικὸς ἐκπρόσωπος τῆς γενιᾶς του, τῆς Α΄ Μεταπολεμικῆς.
Στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ ποίηση τοῦ
Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἤπια καὶ κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μιὰ
δραματικότητα ποὺ πηγάζει ἐν γένει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια: συντρόφων, φίλων καὶ
συναγωνιστῶν, ἀγαπημένων γυναικῶν, τῆς νεότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς γενικὰ ποὺ
μεταβάλλεται καὶ φεύγει, τοῦ ἔρωτα ποὺ ἀμβλύνεται καὶ παρέρχεται. Ἡ γραφὴ του
εἶναι αἰσθαντικὴ καὶ διάχυτα μελαγχολική, ἐκφραστικὴ καὶ λιτὴ, εὐανάγνωστη καὶ
διαυγὴς στὴν ἐπιφάνεια, ὡστόσο πολυσήμαντη καὶ ἐνίοτε σκοτεινὴ στὸ βάθος της,
βιωματική, ἀφηγηματικὴ καὶ μὲ διάθεση φιλοσοφική, μὲ εἰκόνες ἐναργεῖς ποὺ κινοῦνται
διαλεκτικὰ μεταξὺ φαντασίας καὶ πραγματικότητας. Στὴ θεματογραφία τοῦ ἐξέχουσα
θέση κατέχουν ἡ μνήμη γιὰ ὅσα ὀδυνηρὰ βίωσε τόσο σὲ σχέση μὲ τὴ δύστροπη ἐποχὴ
στὴν ὁποία ἀνδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Ἀντίσταση, Ἐμφύλιος, ψυχροπολεμικὴ
μετεμφυλιακὴ περίοδος) ὅσο καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν προσωπική του ζωή, ἕνας
διαβρωτικὸς –ἄλλοτε ὁρατὸς καὶ ἄλλοτε ἀδιόρατος– φόβος, ἡ διάψευση τῶν ὁραμάτων
καὶ τῶν ἐλπίδων, ὁ θάνατος, οἱ ἐν Ἅδῃ καταβάσεις καὶ οἱ νεκροί, οἱ ἀλλεπάλληλες
καὶ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, μιὰ ἐναγώνια μέχρις ὀδύνης ἐπιθυμία
αὐτοπροσδιορισμοῦ, τὰ ὄνειρα, ὁ ἔρωτας –ὡς ἀντιστάθμισμα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, στὰ
ἐπαχθῆ της ζωῆς του γεγονότα– καί, κυρίως, ἡ ἀγάπη ἡ ἀναλλοίωτη. Ἐμφανῆ στὴν
ποίησή του εἶναι ἀκόμη ἡ ἐρωτοτροπία μὲ θέματα καὶ πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ
λογοτεχνικὴ παράδοση, ἡ υἱοθέτηση ὁρισμένες φορὲς τρόπων τοῦ δημοτικοῦ
τραγουδιοῦ, καθὼς καὶ μιὰ ἔντονη αὐτοαναφορικότητα, ἕνας ἀγωνιώδης
προβληματισμὸς γιὰ τὴν ποίηση καὶ τὴν ποιητικὴ –κυρίως στὶς συλλογὲς Ἀντικλείδια
καὶ Λίγος ἄμμος τὰ ποιήματα ποιητικῆς ἀφθονοῦν. Πάντως, σὲ κάθε
περίπτωση ἡ σχέση τοῦ Παυλόπουλου μὲ τὴν ποίηση εἶναι ἀναμφισβήτητα ἐρωτική.
Τὸ παρὸν Ἀνθολόγιο μὲ τὸν περιορισμένο
ἀριθμὸ ποιημάτων ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ corpus τοῦ δημιουργοῦ ἔγινε μὲ
γνώμονα δὺο κριτήρια: Πρῶτον, τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν
ποιότητα· ἀπὸ τὰ καλύτερα δηλαδὴ ποιήματά του ἀνθολογήθηκαν τὰ πιὸ
ἀντιπροσωπευτικά, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν κύριων χαρακτηριστικῶν της
παυλοπουλικῆς ποίησης καὶ ποιητικῆς. Δεύτερον, ἐπελέγησαν ποιήματα ποὺ νὰ
ἀποτελοῦν κλειδιὰ στὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ ὅλου ἔργου. Εἶναι βεβαίως
αὐτονόητο ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων ἀντικατοπτρίζει τὸ γοῦστο τοῦ ἀνθολόγου
καὶ τὴν προσωπικὴ ἀνταπόκρισή του στὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. Καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ
καθενὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ψυχοσύνθεση, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα σύνολο κοινῶν τόπων,
ἀντιλήψεων ἢ βιωμάτων. Ἡ ὑποκειμενικότητα ἑπομένως ἔπαιξε τὸ ρόλο της καὶ στὴν
παροῦσα ἀνθολόγηση.
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Κάπου
ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’
τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι
ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ
Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα
λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ
μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα
τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ
τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.
Τώρα
τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν
σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας
μήπως δρασκελίσουν
τὸ
σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἀπλώνοντας
τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’
ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν
ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ
σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν
ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν
ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ
τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.
•
Δὲν
εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν·
μονάχα
σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς
νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα
σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς
μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου
μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά,
ματωμένα.
(Τὸ κατώγι)