Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012

SAŞA PANĂ: ΕΦΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Saşa Pană
 φτ ποιήματα
Μετάφραση π τν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Προδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο 


Σημειώσεις πάνω στ δροσιά


Χάρισέ μου μι χούφτα π’ ατος τος σπόρους
τς αωνιότητας
Ατος ποὺ σ ποκαλες λεπτ τς ρας
Γιατί π’ τν καθένα τους φυτρώνει μ συστολ
Μι ρρητη πιθυμία
τόπος πο φυτρώνει μία πιθυμία
Μι ποψία στάχτης

Μ τ ματι κονισμένη
Μέσα στ ματιά μου
Τ μειδίαμα σν πέπλο μ τυλίγει
Σν τ χαμόγελο το πικραμύγδαλου
Τ πλάσματα κρύβουν τς χαμένες πείρους
ετυχία σύλληπτων τοπίων
φησα τ μέτωπό μου ν ξαποστάσει πάνω στ μηρό σου
Ζυγαρι πο τ φς ζυγίζει
Κα π’ τ ζω ατ

Δραπέτευσε χωρς ν’ φήσει χνη
Σν πάχνη ναζωογονητικ πο χάνεται
Καθς τυλίγει τ λόγιομο μ κρύο νερ τς πηγς, ποτήρι
Μς στ θολ ρμονία το σύθαμπου

κπος κα νύχτα
Γλιστρον στ παραμύθι

Κι πέκει, μι δεια κάμαρη σιωπή

π τς ναχωρήσεις δίχως γκυρα, 1947

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2012

PAUL PAUN: ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Paul Paun
Τέσσερα Ποιήματα  
Μετάφραση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος


Τ ποίημα λλων

ὁ ἅγιος χορὸς μαρμάρωσε σὰν βάζο παρδαλὸ
τὸ τρὰμ δεν χώνεψε τὶς μύγες του τὶς γέρικες
μόνο του πάρκου οἱ μπότες, μεθυσμένες ἀπ’ τὸ βάζο πίνοντας
ἅρπαξαν ἕνα σκύλο κι ἕνα κορίτσι τῆς παντρειᾶς·
τὸ κορίτσι δὲ γνωρίζει οὔτε ἕνα χορὸ ποὺ
νὰ σπάζει σὰν τὸ βάζο, ὁ σκύλος δὲ γνωρίζει
οὔτε ἕνα τρὰμ ποὺ τρώει μύγες
ὁ σκύλος δὲν ξέρει παρὰ μόνο νὰ δαγκώνει
τὸ κορίτσι τῆς παντρειᾶς δὲ νοιώθει παρὰ μονάχα βλέπει καὶ
τοῦ πάρκου οἱ μπότες χτυποῦν τὴν ὑποψήφια καὶ τὸ σκύλο.

ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Alge 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2012

STEFAN ROLL (Gheorghe Dinu): ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

STEFAN ROLL (Gheorghe Dinu)
ΜΕΤΑΛΛΟΕΙΔΗ
Μετάφραση-Ἀπόδοση π τν Ρουμανική: 
Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἐμεῖς ἐγχύουμε τὴ δυναμικὴ τοῦ ἀτόμου

ἐλαστικοὶ κατασκευαστὲς
τῶν πνευμόνων τῶν πόλεων
σπόνδυλοι ἀπὸ μπροῦτζο
θραύσματα μυῶν λευκόχρυσου
εἴμαστε ἡ ἀορτὴ τῆς μέρας
αὔριο μπορεῖ νὰ γογγύξουν ἄλλοι
ἀθλητὲς
θὰ ξεσηκώσουν τὰ γεωλογικὰ στρώματα
μὲ μεταλλικὸ ζῆλο
δονούμενοι
κατὰ πλάτος
τῆς μαγνητικῆς ἀρτηρίας
ποὺ χύνει
ἀκάθεκτες
πυρακτωμένες
ἀναπνοὲς
ζωὴ κομμένη ἀπ’ τὶς ἀτράκτους
τ’ ἀτσαλιοῦ
εὔκαμπτη, ἀδιαμφισβήτητη
σύνθεση ἐξ αἰτίας τῆς πόλεως
ἀτμοσφαιρικὰ ἑκατοστὰ
κ.λ.π., κ.λ.π.
περιοδικὸ 75hp, Ὀκτώβριος 1924

Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2012

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ: ΟΡΟΠΕΔΙΑΣΗ

Μάρη Θεοδοσοπούλου: 
ροπεδίαση
«ροπέδιο», Τεχος 12, Καλοκαίρι 2012
Κυριακή, 04 Νοεμβρίου 2012
Ἡ Ἐποχή


Στς πολλς μέχρι σήμερα φιερωματικς σελίδες γι τν Γιάννη Σκαρίμπα ρχονται ν προστεθον κα ο νδιαφέρουσες σελίδες το περιοδικο «ροπέδιο». Πρόκειται γι σχετικ νέο περιοδικό, τ ποο δύσκολα ταξινομεται. Εναι πελοποννήσιο περιοδικό, γενικς τς περιφέρειας, τς παρχίας πως λέγαμε παλαιότερα, θηναϊκό; Μλλον μοιρασμένο δείχνει. ς δρα δηλώνεται θήνα, λλ καρδι το γχειρήματος φαίνεται ν παραμένει Νεμούτα Φολόης. πως κα ν χει, κδότης του, ποιητς Δημήτρης Κανελλόπουλος, τηρώντας τν πόσχεση, πο εχε δώσει στ πρτο τεχος, καλοκαίρι 2006, π τ ροπέδιο τς Φολόης, ξακολουθε ν πισκοπε “τν λεία κα λο τν Μωριᾶ, λλ κα παραπέρα λη τν λλάδα”. Μέχρι τν Χαλκίδα, “τν περιπόθητη πόλη” το Σκαρίμπα. τοίμασε ναν φιερωματικ τόμο, πότοκο μις “κεραυνοβόλας γάπης”, πο χρονολογεται π τ Χριστούγεννα το 1971, ταν πρε μιὰ πρώτη γεύση, διαβάζοντας «Τ θεο τραγί». Βεβαίως, βιάστηκε λίγο, φο τ πετειακ τος εναι τ 2013, τν Σεπτέμβριο, ταν συμπληρώνονται 120 χρόνια π τ γέννηση το Σκαρίμπα κα τ 2014, ανουάριο, πο συμπληρώνονται 30 χρόνια π τ θάνατό του.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΠΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΕΡΤΟΠΙΚΟ

Ὁ Γιάννης Πατίλης καὶ ὁ Τάκης Παυλοστάθης. Δεκαετία 1960.
Γιάννης Πατίλης
Μι­κρὸς Τύ­πος: 
Ἀ­πὸ τὸ το­πι­κὸ πρὸς τὸ ὑ­περ­το­πι­κό
Γιὰ μιὰ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α τῆς το­πι­κό­τη­τας
στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να1

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 8ο, Χειμώνας 2009.

Σὲ ἐ­πι­στο­λὴ του πρὸς τὸν Γι­ῶρ­γο Σε­φέ­ρη —ποὺ ἔ­φε­ρε στὸ φῶς μὲ τὸ τε­λευ­ταῖο ὄγ­δοο τεῦ­χος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Ὀ­ρο­πέ­διο ὁ Γιάννης Ρη­γό­που­λος— καὶ μὲ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1944, ὁ Τά­κης Σι­νό­που­λος κα­τέ­λη­γε μὲ τὰ ἑ­ξῆς: «Τε­λει­ώ­νον­τας θὰ ἤ­θε­λα νὰ σᾶς πα­ρα­κα­λέ­σω γιὰ κά­τι. Ἂν ἔ­χε­τε μία ἐρ­γα­σί­α, ὁ­πωσ­δή­πο­τε σύν­το­μη, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸν “Ὀ­δυσ­σέ­α” θὰ ἦ­ταν με­γά­λη τι­μὴ γιὰ μᾶς νὰ τὴ δε­χτοῦ­με. Θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὴ στεί­λε­τε σὲ μέ­να. Μὴ μὲ πα­ρε­ξη­γή­σε­τε γιὰ τὸ θάρ­ρος μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σᾶς ζη­τῶ συ­νερ­γα­σί­α. Σκέ­πτο­μαι πὼς ὁ “Ὀ­δυσ­σέ­ας” ἔ­χει φι­λο­δο­ξί­ες νὰ γί­νει κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να ἁ­πλὸ ἐ­παρ­χια­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό.» 

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 

ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

Εἰσαγωγὴ - Ἀνθολόγηση: Στάθης Κουτσούνης

ναδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο, τεχος 1ο, Καλοκαίρι 2006.

Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) ἐμφανίστηκε στὰ Γράμματα τὸ 1943 μὲ τὴ δημοσίευση τοῦ ποιήματός του « νεκρὸς Γ. Πστὸ τεῦχος 4 τοῦ περιοδικοῦὈδυσσέας’, ποὺ ἐξέδιδε ἴδιος μὲ φίλους του στὸν Πύργο. Ἔχει ἐκδώσει μέχρι σήμερα τὶς ποιητικὲς συλλογές: Τὸ Κατώγι, Ἑρμῆς 1971, Τὸ Σακί, Κέδρος 1980, Τὰ Ἀντικλείδια, Στιγμὴ 1988, Τριαντατρία Χαϊκού, Στιγμὴ 1990, Λίγος ἄμμος, Νεφέλη 1997, Ποῦ εἶναι τοῦ πουλιά;, Κέδρος 2004. Μὲ ἕξι μόλις βιβλία σὲ μία ποιητικὴ διαδρομὴ 60 χρόνων γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι ὀλιγογράφος, ἂν καὶ χαρακτηριστικὸς καὶ σημαντικὸς ἐκπρόσωπος τῆς γενιᾶς του, τῆς Α΄ Μεταπολεμικῆς.
     Στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ ποίηση τοῦ Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἤπια καὶ κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μιὰ δραματικότητα ποὺ πηγάζει ἐν γένει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια: συντρόφων, φίλων καὶ συναγωνιστῶν, ἀγαπημένων γυναικῶν, τῆς νεότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς γενικὰ ποὺ μεταβάλλεται καὶ φεύγει, τοῦ ἔρωτα ποὺ ἀμβλύνεται καὶ παρέρχεται. Ἡ γραφὴ του εἶναι αἰσθαντικὴ καὶ διάχυτα μελαγχολική, ἐκφραστικὴ καὶ λιτὴ, εὐανάγνωστη καὶ διαυγὴς στὴν ἐπιφάνεια, ὡστόσο πολυσήμαντη καὶ ἐνίοτε σκοτεινὴ στὸ βάθος της, βιωματική, ἀφηγηματικὴ καὶ μὲ διάθεση φιλοσοφική, μὲ εἰκόνες ἐναργεῖς ποὺ κινοῦνται διαλεκτικὰ μεταξὺ φαντασίας καὶ πραγματικότητας. Στὴ θεματογραφία τοῦ ἐξέχουσα θέση κατέχουν ἡ μνήμη γιὰ ὅσα ὀδυνηρὰ βίωσε τόσο σὲ σχέση μὲ τὴ δύστροπη ἐποχὴ στὴν ὁποία ἀνδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Ἀντίσταση, Ἐμφύλιος, ψυχροπολεμικὴ μετεμφυλιακὴ περίοδος) ὅσο καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν προσωπική του ζωή, ἕνας διαβρωτικὸς –ἄλλοτε ὁρατὸς καὶ ἄλλοτε ἀδιόρατος– φόβος, ἡ διάψευση τῶν ὁραμάτων καὶ τῶν ἐλπίδων, ὁ θάνατος, οἱ ἐν Ἅδῃ καταβάσεις καὶ οἱ νεκροί, οἱ ἀλλεπάλληλες καὶ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, μιὰ ἐναγώνια μέχρις ὀδύνης ἐπιθυμία αὐτοπροσδιορισμοῦ, τὰ ὄνειρα, ὁ ἔρωτας –ὡς ἀντιστάθμισμα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, στὰ ἐπαχθῆ της ζωῆς του γεγονότα– καί, κυρίως, ἡ ἀγάπη ἡ ἀναλλοίωτη. Ἐμφανῆ στὴν ποίησή του εἶναι ἀκόμη ἡ ἐρωτοτροπία μὲ θέματα καὶ πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση, ἡ υἱοθέτηση ὁρισμένες φορὲς τρόπων τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, καθὼς καὶ μιὰ ἔντονη αὐτοαναφορικότητα, ἕνας ἀγωνιώδης προβληματισμὸς γιὰ τὴν ποίηση καὶ τὴν ποιητικὴ –κυρίως στὶς συλλογὲς Ἀντικλείδια καὶ Λίγος ἄμμος τὰ ποιήματα ποιητικῆς ἀφθονοῦν. Πάντως, σὲ κάθε περίπτωση ἡ σχέση τοῦ Παυλόπουλου μὲ τὴν ποίηση εἶναι ἀναμφισβήτητα ἐρωτική.

     Τὸ παρὸν Ἀνθολόγιο μὲ τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ ποιημάτων ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ corpus τοῦ δημιουργοῦ ἔγινε μὲ γνώμονα δὺο κριτήρια: Πρῶτον, τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ποιότητα· ἀπὸ τὰ καλύτερα δηλαδὴ ποιήματά του ἀνθολογήθηκαν τὰ πιὸ ἀντιπροσωπευτικά, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν κύριων χαρακτηριστικῶν της παυλοπουλικῆς ποίησης καὶ ποιητικῆς. Δεύτερον, ἐπελέγησαν ποιήματα ποὺ νὰ ἀποτελοῦν κλειδιὰ στὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ ὅλου ἔργου. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων ἀντικατοπτρίζει τὸ γοῦστο τοῦ ἀνθολόγου καὶ τὴν προσωπικὴ ἀνταπόκρισή του στὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. Καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ καθενὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ψυχοσύνθεση, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα σύνολο κοινῶν τόπων, ἀντιλήψεων ἢ βιωμάτων. Ἡ ὑποκειμενικότητα ἑπομένως ἔπαιξε τὸ ρόλο της καὶ στὴν παροῦσα ἀνθολόγηση.

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


Κάπου ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.

Τώρα τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
τὸ σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἀπλώνοντας τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’ ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.
Δὲν εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν·
μονάχα σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά, ματωμένα.
                                                                       (Τὸ κατώγι)