Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2016

Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Ἀμπὰς Κιαροστάμι

Ἀμπὰς Κιαροστάμι

Πέθανε στις ἀρχὲς Ἰουλίου ὁ ἰρανὸς σκηνοθέτης Ἀμπὰς Κιαροστάμι. Μὲ τὸ θάνατό του ὁ ἰρανικός, ἀλλὰ καὶ ὁ παγκόσμιος κινηματογράφος ἔχασαν ἔναν ἀκόμη ποιητὴ τῆς εἰκόνας καὶ τοῦ ἤχου. Ὁ Κιαροστάμι ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς πιὸ εὐφρόσυνες ἀποκαλύψεις τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Ἐπίμονος μινιμαλιστής, μὲ εἰκόνες μνημειώδους ἀθωότητος καὶ ρεαλισμοῦ, δὲν δίστασε νὰ χρησιμοποιήσει τὸ πιὸ τραχὺ καὶ σκληρὸ ἠχητικὸ ὑλικὸ (τοὺς θορύβους ξεχαρβαλωμένων ὀχημάτων, τῶν κομπρεσέρ, τῶν γιγάντιων σπαστήρων, τῆς τερατώδους μπετονιέρας) προκειμένου νὰ καταγράψει τὴν ἐρήμωση τοῦ τόπου καὶ τὴν ἐρημία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Θὰ τὸν θυμόμαστε ὅπως τὴν φιγούρα στην τελευταία σκηνὴ τοῦ ἀριστουργήματός του (1994) “Μέσα ἀπὸ τοὺς Ἐλαιῶνες”: στὰ μακρινά, ἀργά, σχεδὸν μακρόσυρτα, ἐπαναλαμβανόμενα καὶ τόσο χαρακτηριστικὰ πλάνα του, ὁ ἥρωας χάνεται καὶ κάθε τόσο ἀναφαίνεται, γιὰ νὰ χαθεῖ καὶ νὰ ξαναφανεῖ ὥσπου νὰ χαθεῖ, πιά, ὁριστικά, ἐνῶ τὸν συνοδεύει βῆμα-βῆμα ὄχι ὡς ἁπλὴ ὑπόκρουση, ἀλλὰ σὰν νὰ γράφτηκε ἐπίτηδες γι’ αὐτὸν ἡ ὑποβλητικὴ μουσικὴ τοῦ Τέλεμανν — ἀναδρομικὴ ἀνάθεση τοῦ σκηνοθέτη στὸν συνθέτη, διακόσια τόσα χρόνια πρίν…

Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Ὀροπέδιο, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, Σεπτέμβριος 2016
Ἡ Μεγάλη ὀθόνη

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2016

H.P. Lovecraft Οἱ γάτες τoῦ Οὔλθαρ


H.P. Lovecraft
Οἱ γάτες τoῦ Οὔλθαρ
Mετάφραση ἀπὸ τὴν ἀγγλική: Βασιλικὴ Κανελλοπούλου
ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Λέγεται ὅτι στὸ Οὔλθαρ, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Σκάι, κανεὶς δὲν δικαιοῦται νὰ σκοτώσει γάτα. Κι αὐτὸ μπορῶ ἀλήθεια νὰ τὸ πιστέψω βλέποντάς την νὰ κάθεται γουργουρίζοντας πλάι στὴ φωτιά. Διότι ἡ γάτα εἶναι ἀπόκρυφη καὶ κοντὰ σὲ παράξενα πράματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν. Εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἀρχαίας Αἰγύπτου καὶ κουβαλᾶ παραμύθια ἀπὸ τὶς ξεχασμένες πόλεις τῆς Μερόε καὶ Ὀφίρ. Συγγενεύει μὲ τοὺς ἀφεντάδες τῆς ζούγκλας καὶ εἶναι κληρονόμος τῶν μυστικῶν τῆς παλαιᾶς καὶ καταχθόνιας Ἀφρικῆς. Ἡ Σφίγγα εἶναι ἐξαδέλφη της καὶ μιλᾶ τὴ γλώσσα της. Κι ὅμως, εἶναι ἀρχαιότερη ἀπὸ τὴ Σφίγγα καὶ θυμᾶται ὅσα αὐτὴ ἔχει ξεχάσει.
Στὸ Οὔλθαρ, πρὶν ἀκόμα οἱ κυβερνῶντες ἀπαγορεύσουν τὴ θανάτωση τῶν γατῶν, κατοικοῦσαν ἐκεῖ ἕνας γέρος χωρικὸς μὲ τὴ γυναίκα του, στοὺς ὁποίους ἄρεσε νὰ παγιδεύουν καὶ νὰ σκοτώνουν τὶς γάτες τῶν γειτόνων τους. Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἔκαναν αὐτό, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξέρω. Ἐκτὸς ἀπ’ τὸ ὅτι πολλοὶ μισοῦσαν τὸ νιαούρισμα τῆς γάτας μέσα στὴ νύχτα κι ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὸ μπερμπάντικο τρέξιμό της γύρω ἀπὸ τὶς αὐλὲς καὶ τοὺς κήπους μέσα στὸ σύθαμπο. Ὁποιοσδήποτε ὅμως κι ἂν ἦταν ὁ λόγος, ὁ γέρος ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα του ἔνιωθαν μεγάλη ἱκανοποίηση νὰ παγιδεύουν καὶ νὰ σκοτώνουν ὅλες τὶς γάτες ποὺ τύχαινε νὰ βρίσκονται κοντὰ στὸ χαμόσπιτό τους. Καὶ ἀπὸ κάποιους ἤχους ποὺ ἀκούγονταν σὰν ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ἀρκετοὶ χωρικοὶ φαντάζονταν ὅτι οἱ τρόποι θανάτωσης ἦταν τρομερὰ καὶ ἀσυνήθιστα φρικιαστικοί. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ χωρικοὶ δὲν συζητοῦσαν τέτοια πράγματα μὲ τὸν γέρο καὶ τὴ γυναίκα του ἐξ αἰτίας τῆς συνήθους ἔκφρασης τῶν ρυτιδιασμένων μορφῶν τους κι ἐπειδὴ τὸ χαμόσπιτό τους ἦταν τόσο μικρὸ καὶ κρυμμένο στὰ σκοτεινά, κάτω ἀπὸ τὶς δρύες ποὺ ἁπλώνονταν, στὸ πίσω μέρος μιᾶς ἔρημης αὐλῆς. Στὴν πραγματικότητα, ὅσο κι ἂν οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γατῶν μισοῦσαν τοὺς ἀλλόκοτους αὐτοὺς γέρους, ὁ φόβος τους ἦταν μεγαλύτερος καὶ δὲν τοὺς ἐπιτιμοῦσαν ὡς κτηνώδεις δολοφόνους παρὰ μονάχα φρόντιζαν ἔτσι ὥστε κανένα  ἀπὸ τὰ ἀξιαγάπητά τους κατοικίδια ἀκόμη καὶ οἱ ἁπλοὶ ποντικοθήρες νὰ μὴν περιπλανῶνται σιμὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπομακρυσμένο χαμόσπιτο, κάτω ἀπὸ τὰ σκιερὰ δέντρα. Ὅταν, ἀπὸ κάποια ἀναπόφευκτη ἀβλεψία, ἐξαφανιζόταν κάποια γάτα κι ἀκούγονταν τὰ οὐρλιαχτά της σὰν ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ὁ ἰδιοκτήτης της θρηνοῦσε ἀνήμπορος καὶ παρηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του εὐχαριστώντας τὴν Μοίρα γιατί δὲν ἦταν κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά του ποὺ βασανίστηκε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γιατί οἱ κάτοικοι τοῦ Οὔλθαρ ἦταν ἁπλοϊκοὶ καὶ δὲν γνώριζαν ἀπὸ ποῦ πρωτοῆρθαν οἱ γάτες.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2016

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός, ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2016


Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός
ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2016

Ἔπινα τὸ ἐσπρεσάκι μου στὸ Iulius Mall, διαβάζοντας τὶς ἐφημερίδες. Ἦταν Ὀκτώβρης ἀλλὰ τὸ κλίμα εἶχε ἀλλάξει. Δὲν ἦταν βαρὺς χειμώνας ὅπως παλιά. Εἶχε μιὰ λαμπερὴ λιακάδα. Ἡ ψύχρα ὅμως ἦταν ἀπαγορευτικὴ γιὰ νὰ καθίσω στὴ βεράντα. Καθόμουν μέσα στὸ καφὲ Πίκολο, πλάι στὴν τζαμαρία καὶ ἀπολάμβανα τὴν ὄμορφη λίμνη μὲ τὰ κτίρια ποὺ εἶχαν φυτρώσει γύρω της. Μιὰ νοσταλγία μὲ εἶχε κατακυριεύσει. Θυμόμουν στὶς ὄχθες τῆς ἀπεριποίητης λίμνης τὸ μοναδικὸ κτίριο, ἕνα παλιὸ ἐργοστάσιο πάγου. Καὶ τὰ ταπεινὰ σπιτάκια ποὺ ὑπῆρχαν στὴ δεξιὰ πλευρά της. Ἐκεῖ, ἀγοράζαμε ντομάτες κι ἄλλα ζαρζαβατικά, ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ κάτοικοι, ὅταν αὐτὰ ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς πόλης. Μέσα σὲ τριάντα χρόνια, ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχαν χτιστεῖ ὡραῖα, παραδοσιακὰ μεσοαστικὰ σπίτια. Καλαίσθητα σπίτια στὸ παραδοσιακὸ στὶλ τῆς Τρανσυλβανίας. Στὸ βάθος ὑπῆρχαν κάποιες κομψὲς πολυκατοικίες.