Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 

ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

Εἰσαγωγὴ - Ἀνθολόγηση: Στάθης Κουτσούνης

ναδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο, τεχος 1ο, Καλοκαίρι 2006.

Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) ἐμφανίστηκε στὰ Γράμματα τὸ 1943 μὲ τὴ δημοσίευση τοῦ ποιήματός του « νεκρὸς Γ. Πστὸ τεῦχος 4 τοῦ περιοδικοῦὈδυσσέας’, ποὺ ἐξέδιδε ἴδιος μὲ φίλους του στὸν Πύργο. Ἔχει ἐκδώσει μέχρι σήμερα τὶς ποιητικὲς συλλογές: Τὸ Κατώγι, Ἑρμῆς 1971, Τὸ Σακί, Κέδρος 1980, Τὰ Ἀντικλείδια, Στιγμὴ 1988, Τριαντατρία Χαϊκού, Στιγμὴ 1990, Λίγος ἄμμος, Νεφέλη 1997, Ποῦ εἶναι τοῦ πουλιά;, Κέδρος 2004. Μὲ ἕξι μόλις βιβλία σὲ μία ποιητικὴ διαδρομὴ 60 χρόνων γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι ὀλιγογράφος, ἂν καὶ χαρακτηριστικὸς καὶ σημαντικὸς ἐκπρόσωπος τῆς γενιᾶς του, τῆς Α΄ Μεταπολεμικῆς.
     Στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ ποίηση τοῦ Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἤπια καὶ κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μιὰ δραματικότητα ποὺ πηγάζει ἐν γένει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια: συντρόφων, φίλων καὶ συναγωνιστῶν, ἀγαπημένων γυναικῶν, τῆς νεότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς γενικὰ ποὺ μεταβάλλεται καὶ φεύγει, τοῦ ἔρωτα ποὺ ἀμβλύνεται καὶ παρέρχεται. Ἡ γραφὴ του εἶναι αἰσθαντικὴ καὶ διάχυτα μελαγχολική, ἐκφραστικὴ καὶ λιτὴ, εὐανάγνωστη καὶ διαυγὴς στὴν ἐπιφάνεια, ὡστόσο πολυσήμαντη καὶ ἐνίοτε σκοτεινὴ στὸ βάθος της, βιωματική, ἀφηγηματικὴ καὶ μὲ διάθεση φιλοσοφική, μὲ εἰκόνες ἐναργεῖς ποὺ κινοῦνται διαλεκτικὰ μεταξὺ φαντασίας καὶ πραγματικότητας. Στὴ θεματογραφία τοῦ ἐξέχουσα θέση κατέχουν ἡ μνήμη γιὰ ὅσα ὀδυνηρὰ βίωσε τόσο σὲ σχέση μὲ τὴ δύστροπη ἐποχὴ στὴν ὁποία ἀνδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Ἀντίσταση, Ἐμφύλιος, ψυχροπολεμικὴ μετεμφυλιακὴ περίοδος) ὅσο καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν προσωπική του ζωή, ἕνας διαβρωτικὸς –ἄλλοτε ὁρατὸς καὶ ἄλλοτε ἀδιόρατος– φόβος, ἡ διάψευση τῶν ὁραμάτων καὶ τῶν ἐλπίδων, ὁ θάνατος, οἱ ἐν Ἅδῃ καταβάσεις καὶ οἱ νεκροί, οἱ ἀλλεπάλληλες καὶ διαρκεῖς μεταμορφώσεις, μιὰ ἐναγώνια μέχρις ὀδύνης ἐπιθυμία αὐτοπροσδιορισμοῦ, τὰ ὄνειρα, ὁ ἔρωτας –ὡς ἀντιστάθμισμα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, στὰ ἐπαχθῆ της ζωῆς του γεγονότα– καί, κυρίως, ἡ ἀγάπη ἡ ἀναλλοίωτη. Ἐμφανῆ στὴν ποίησή του εἶναι ἀκόμη ἡ ἐρωτοτροπία μὲ θέματα καὶ πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση, ἡ υἱοθέτηση ὁρισμένες φορὲς τρόπων τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, καθὼς καὶ μιὰ ἔντονη αὐτοαναφορικότητα, ἕνας ἀγωνιώδης προβληματισμὸς γιὰ τὴν ποίηση καὶ τὴν ποιητικὴ –κυρίως στὶς συλλογὲς Ἀντικλείδια καὶ Λίγος ἄμμος τὰ ποιήματα ποιητικῆς ἀφθονοῦν. Πάντως, σὲ κάθε περίπτωση ἡ σχέση τοῦ Παυλόπουλου μὲ τὴν ποίηση εἶναι ἀναμφισβήτητα ἐρωτική.

     Τὸ παρὸν Ἀνθολόγιο μὲ τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ ποιημάτων ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ corpus τοῦ δημιουργοῦ ἔγινε μὲ γνώμονα δὺο κριτήρια: Πρῶτον, τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ποιότητα· ἀπὸ τὰ καλύτερα δηλαδὴ ποιήματά του ἀνθολογήθηκαν τὰ πιὸ ἀντιπροσωπευτικά, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν κύριων χαρακτηριστικῶν της παυλοπουλικῆς ποίησης καὶ ποιητικῆς. Δεύτερον, ἐπελέγησαν ποιήματα ποὺ νὰ ἀποτελοῦν κλειδιὰ στὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ ὅλου ἔργου. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ποιημάτων ἀντικατοπτρίζει τὸ γοῦστο τοῦ ἀνθολόγου καὶ τὴν προσωπικὴ ἀνταπόκρισή του στὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. Καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ καθενὸς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ψυχοσύνθεση, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕνα σύνολο κοινῶν τόπων, ἀντιλήψεων ἢ βιωμάτων. Ἡ ὑποκειμενικότητα ἑπομένως ἔπαιξε τὸ ρόλο της καὶ στὴν παροῦσα ἀνθολόγηση.

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


Κάπου ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.

Τώρα τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
τὸ σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἀπλώνοντας τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’ ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.
Δὲν εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν·
μονάχα σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά, ματωμένα.
                                                                       (Τὸ κατώγι)

ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ


Πλάγιαζα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν περίμενα
ἀκούγοντας ν’ ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
μέσ’ στὴ δροσιὰ τοῦ σπιτιοῦ
σὰν ψίθυρος ἀπὸ φιλιὰ κι ἀνάσες.

Γύρευα τότε νὰ ξεφύγω
μὰ ἡ ὀμορφιὰ της στάλαζε στὰ κόκαλά μου
νύχτες ποὺ μελετοῦσα τὸ κενὸ
πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἡδονὴ στὸν Ἅδη.

Καὶ τὰ λαγόνια της νὰ φέγγουνε στὸν ὕπνο μου
ματόκλαδα καὶ χείλια ποὺ τάσκιζε ὁ πόθος μου
κι ὁ γυρισμὸς στὸν ὕπνο μου μονάχα
λίγος καπνὸς ἀπὸ μακριὰ
λουλούδια κι ἕνα δροσερὸ σταμνί.
Καὶ τὸ καράβι μου στὸν κῆπο της
δεμένο κι ἄγρυπνο
σὰν ἕνα μεγάλο μαῦρο σκυλὶ
μοῦ θύμιζε κάποτε τοὺς σύντροφους ποὺ χάθηκαν
ἢ τὶς παράξενες ἀφορμὲς τῆς ἀγάπης.
                                                                         (Τὸ κατώγι)

ΤΟ ΣΑΚΙ


Ἤμουν παιδὶ ἀκόμη δὲν τοὺς καλοθυμᾶμαι.
Μπήκανε στὸ χωριό μου ἕνα πρωὶ
μὰ δὲ σταθήκανε. Περάσανε
ἀργὰ πάνω στὸ χιόνι. Τὰ γένια τους
ἀνάμεσα στὰ σύννεφα καὶ τὶς κοτρόνες
καθὼς τοὺς χώνευε τὸ βουνό.

Μονάχα ὁ τελευταῖος δὲ φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό μου.
Κράτα τὸ ἄλογο, μοῦ εἶπε
καὶ βάζοντας τὸ σκοῦφο του στὴν ἀμασχάλη
ἔσκυψε στὸ νερὸ νὰ πιεῖ
καὶ τὄνα μάτι του μὲ κοίταζε ἀπ’ τὸ πλάι.

Κοίταζε τὰ κουρέλια μου
τὰ πόδια μου μὲς στὶς λινάτσες
τὶς ξόβεργες στὰ ξυλιασμένα χέρια μου
καὶ πῶς τοῦ χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ ἄλογο μὲ περηφάνια.
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μάτι μὲ κοίταζε τὸν ἄλλο χρόνο
ἀχνὸ βασιλεμένο
ὅταν ἀδειάσαν ματωμένο τὸ σακὶ
καὶ κύλησαν στὴ μέση της πλατείας
κομμένα τὰ κεφάλια τους.

Ἦταν ὁ χρόνος ποὺ κατέβηκα στὴν πόλη
καὶ πούλαγα τσιγάρα σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες.

                                                                                   (Τὸ σακί)
 ΚΑΤΑΒΑΣΗ

Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Τὸ ποτάμι νὰ φεύγει ὅπως ὁ πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τὰ βουνὰ
ἐκεῖνο τὸ κουρέλι
μαῦρο ἀνεμίζοντας στὰ σύρματα
καὶ κοντὰ στὰ βοῦρλα μιὰ λιωμένη ἀρβύλα.
Κι ἀνάμεσα σὲ τοῦτες τὶς εἰκόνες
πάλι τὰ πολυβόλα στὴν καταχνιὰ
πάλι ὁ θάνατος ἡ ἀκρίδα
πηδώντας ἀπὸ κορμὶ σὲ κορμὶ
πάλι νὰ χάνω τὸν τόπο
νὰ μὴν ξέρω ποὺ βρίσκομαι
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
στὸ ἄλλο ποτάμι σὲ τοῦτα τὰ βουνὰ
σὲ τοῦτο τὸ χαντάκι σὲ κεῖνα τὰ πλατάνια
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
ἀκούγοντας κάποιον νὰ μοῦ φωνάζει
ἀπ’ τὴν ἀντικρινὴ ὄχθη
χωρὶς νὰ ξεχωρίζω
μήτε τὴ φωνὴ μήτε τὸν ἄνθρωπο.
Ποιὰ φωνὴ καὶ ποιὸς ἄνθρωπος;
Αὐτὸς ποὺ τὸν σκοτώνουν;
αὐτὸς ποὺ μας σκοτώνει;

Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
ἐκεῖ ποὺ δὲν ἦταν τίποτε
νὰ κοιτάξουμε.
                                                         (Τὸ σακί)

ΑΣΚΗΣΗ


Ἄρχισε τότε νὰ βγάζει προσεχτικὰ τὰ φτιασίδια

Ἡ μορφή του σὰν τοῦ πνιγμένου
κάτω ἀπὸ τὸ νερὸ
κυμάτιζε περνώντας ὁλοένα
μέσα στὸν καθρέφτη
χωρὶς νὰ βουλιάζει

Σιγά-σιγὰ φανερωνόταν
πιὸ καθαρὰ τὸ πρόσωπό του

Ξαφνικὰ τὸ εἶδε
νὰ πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
καὶ πάλι γρήγορα νὰ μεγαλώνει
καθὼς χανότανε σβησμένο
σὲ μιὰ καταχνιὰ

Ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ στὰ τυφλὰ
πῆγε ν’ ἀγγίξει τὸ κρύσταλλο
μὰ δὲν ἦταν ἐκεῖ κανένας καθρέφτης

Τρομαγμένος ψηλάφισε τὸν ἀέρα
ψάχνοντας γιὰ τὸ πρόσωπό του
φώναξε δυνατὰ ν’ ἀκούσει τὴ φωνή του
καὶ ἡ φωνὴ δὲν ἔβγαινε ἀπὸ πουθενά.

Τότε κατάλαβε πὼς βρισκότανε πάλι
σὲ μίαν ἀόρατη σκηνὴ
χωρὶς νὰ τοὺς βλέπει καὶ χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν
ἕτοιμος ν’ ἀρχίσει
ὑπολογίζοντας τώρα στὴν τέλεια παράσταση.

                                                                                (Τὸ σακί)

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ


Ξυπνήσαμε ἀκούγοντας χτύπους ἀπόμακρους βαθιὰ στὸ θόλο
σὰν κάτι νὰ μαστόρευαν πολὺ ψηλὰ στὸν Οὐρανό.
Κάποιος ἔδειξε κατὰ τὸν ἥλιο. Βλέπω εἶπε χρυσὲς σκαλωσιὲς
τοὺς βλέπω εἶπε ν’ ἀλφαδιάζουν καὶ νὰ καρφώνουν ἐκεῖ πάνω.
Ἐμεῖς ψάχναμε ὁλοένα μὲς στὸ φῶς μὰ τίποτε δὲν φαινόταν
τοὺς χτύπους ἀκούγαμε μονάχα.

Ὕστερα ἕνας Ἄγγελος ἦρθε στὸ πηγάδι μας, ἄρχισε νὰ βγάζει νερό.
Τὰ φτερὰ του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στὰ ὕψη καὶ πάλι ξαναγύριζε ἀμίλητος καὶ σοβαρὸς
κι ὅλη μέρα ἀνέβαζε νερὸ νὰ ξεδιψᾶν ἐκεῖ πάνω.
Δουλεύουν καὶ διψᾶνε εἴπαμε ὅπως κι ἐμεῖς ἐδῶ κάτω.

Σὰν βράδιασε ρίξανε τὸ σκοινί. Κανένας δὲν κατέβηκε.
Ἀπὸ τὴν ἄκρη του ἔσταζε στὸ χῶμα λίγο αἷμα.
Καὶ ποτὲ δὲν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτὲ
τί ἀπογίναν οἱ μαστόροι.

                                                                                (Τὰ ἀντικλείδια)

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

                                      Στὴν Ἰσμήνη καὶ στὸν Στέλιο Τριάντη

 Σὰν ἔκλεινε τὸ μουσεῖο
ἀργὰ τὴ νύχτα ἡ Δηιδάμεια
κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἀέτωμα.
Κουρασμένη ἀπὸ τοὺς τουρίστες
ἔκανε τὸ ζεστὸ λουτρό της καὶ μετὰ
ὥρα πολλὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη
χτένιζε τὰ χρυσὰ μαλλιά της.
Ἡ ὀμορφιὰ της ἦταν γιὰ πάντα
σταματημένη μὲς στὸ χρόνο.

Τότε τὸν ἔβλεπε πάλι ἐκεῖ
σὲ κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ νὰ τὴν παραμονεύει.
Ἐρχόταν πίσω της ἀθόρυβα
τῆς ἅρπαζε τὴ μέση καὶ τὸ στῆθος
καὶ μαγκώνοντας τὰ λαγόνια της
μὲ τὸ ἕνα του πόδι
ἔμπηγε τὴ δυνατή του φτέρνα
στὸ πλάι τοῦ ἐξαίσιου μηροῦ της.

Καθόλου δὲν τὴν ξάφνιαζε
κάθε φορὰ ποὺ τῆς ριχνόταν.
Ἄλλωστε τὸ περίμενε τὸ εἶχε συνηθίσει πιά.
Ἀντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
μὲ τὸν ἀγκώνα τὸ φιλήδονο κεφάλι του
καὶ καθὼς χανόταν ὅλη
μὲς στὴν ἁρπάγη τοῦ κορμιοῦ του
τὸν ἔνιωθε νὰ μεταμορφώνεται
σιγά-σιγὰ σὲ κένταυρο.

Τώρα ἡ ἀλογίσια ὁπλή του
τὴν πόναγε κάπου ἐκεῖ
γλυκὰ στὸ κόκαλο
καὶ τὸν ὀνειρευότανε παραδομένη
ἀνάμεσα στὸ φόβο της καὶ τὴ λαγνεία του
νὰ τὴ λαξεύει ἀκόμη.

                                                              (Τὰ ἀντικλείδια)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Φεύγει νύχτα μ’ ἕνα παλιὸ ἁμάξι
γέρος πιὰ φοράει μαῦρα.
Ποιὸς εἶναι καὶ ποὺ πηγαίνει
κανεὶς δὲν ξέρει.
Μέσα στὴ σκέψη τοῦ ὑπάρχει τὸ ποίημα
ποῦ ποτὲ δὲν θὰ γράψει.
Τόσο ἀόριστο σὰν τὴ ζωή του.
Μέσα στὸ κούφιο μπαστούνι του
ὑπάρχει ἕνα φίδι χρυσό.
Καθὼς θὰ τὸ τυλίγει ἀπόψε στὸ λαιμό της
σὲ κάποιο ἐλεεινὸ ξενοδοχεῖο
θὰ τὸν κοιτάζει στὸν καθρέφτη
χλωμὸς ὁ ἄλλος ἐαυτός του.
Αὐτὸς ποὺ χρόνια φτιάχνει τὸ ποίημα
καλπάζοντας τώρα στὸ πλάι του
καὶ ἀνάβοντας ὁλοένα τ’ ἄλογα ποὺ ἔχουν μεθύσει
ἀπ’ τὸ σκοτάδι καὶ τὴ λάσπη.

                                              (Τὰ ἀντικλείδια)

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ


Ἡ Ποίηση εἶναι μιὰ πόρτα ἀνοιχτὴ.
Πολλοὶ κοιτάζουν μέσα χωρὶς νὰ βλέπουν
τίποτα καὶ προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοὶ
κάτι βλέπουν, τὸ μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καὶ μαγεμένοι πηγαίνουνε νὰ μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μὰ κανεὶς
δὲν τοὺς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιὰ τὸ κλειδί.
Κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς τὸ ἔχει. Ἀκόμη
καὶ τὴ ζωὴ τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τὸ μυστικὸ νὰ τὴν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δὲν ἀνοίγει πιά. Δὲν ἄνοιξε ποτὲ
γιὰ ὅσους μπόρεσαν νὰ ἰδοῦν στὸ βάθος.
Ἴσως τὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν
ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιὰ ἀτέλειωτη ἀρμαθιὰ ἀντικλείδια
γιὰ ν’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς Ποίησης.

Μὰ ἡ Ποίηση εἶναι μιὰ πόρτα ἀνοιχτὴ.

                     (Τὰ ἀντικλείδια)

13

Νὰ θέλω κι ἄλλο
κι ἄλλο ἀκόμη. Κι ἐσὺ
νὰ μή μοῦ δίνεις.

                     (Τριαντατρία Χαϊκού)

24

Οὐρὰ παγονιοῦ
σὲ πισινὸ μαϊμοῦς
τοῦτος ὁ κόσμος.

                     (Τριαντατρία Χαϊκού)

33

Ὅλοι χωρᾶμε
οἱ ζωντανοὶ κι οἱ νεκροὶ
σ’ ἕνα ποίημα.

                       (Τριαντατρία Χαϊκού)

Η ΣΙΩΠΗ

             Στὴν Αὐγὴ - Ἄννα Μάγγελ

 Ἡ Σιωπὴ εἶναι μιὰ ἄγνωστη
ποὺ ἔρχεται τὴ νύχτα.
Ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
χωρὶς ν’ ἀκούγονται πατήματα
μπαίνει στὴν κάμαρα
καὶ κάθεται στὸ κρεβάτι μου.
Μοῦ φοράει τὸ δαχτυλίδι της
καὶ μὲ φιλεῖ στὸ στόμα.
Τὴ γδύνω.
Μοῦ δίνει τότε τὶς βελόνες
καὶ τὰ τρία χρώματα
τὸ κόκκινο τὸ μαῦρο καὶ τὸ κίτρινο.
Κι ἀρχίζω νὰ κεντάω
πάνω στὸ δέρμα της
ὅλα ὅσα δέ σοῦ εἶπα
καὶ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ σοῦ πῶ.

                                            (Λίγος ἄμμος)

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

                              Στὴν Ἀνθὴ

 Εἶπα σὲ μιὰ Γύφτισσα
θέλω νὰ γίνω γύφτος
νὰ σὲ πάρω

Μπορεῖς μοῦ λέει νὰ φᾶς γιὰ βράδυ
χόρτα πικρὰ χωρὶς ἁλάτι
κι ἔπειτα νὰ πλαγιάσεις;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει νὰ πλαγιάσεις
χωρὶς νὰ κλαῖς ἀπὸ τὸ κρύο
πάνω στὴν παγωμένη λάσπη;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μου λέει πάνω στὴ λάσπη
νὰ μοῦ ἀνάψεις τὸ κορμὶ
καὶ νὰ τὸ κάνεις στάχτη;

Αὐτὸ κι’ ἂν τὸ μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μου λέει τὴ στάχτη μου
νὰ τὴ ρίχνεις στὸ κρασί σου
γιὰ νὰ μεθᾶς πολύ, νὰ μὲ ξεχνᾶς;

Ὄχι αὐτό, δὲν τὸ μπορῶ τῆς λέω

Γύφτος δὲ γίνεσαι μου λέει.

                                           (Λίγος ἄμμος)

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

                           Στὴ μνήμη τοῦ Φρανσουᾶ, τοῦ Κάρολου καὶ τοῦ Ἀρθούρου

 Ἀχτύπητη κι ὡραῖα πάνω στὴ Γιαμάχα της
            κόβει τὸ κρύσταλλο τῆς νύχτας σὰν διαμάντι
στὴν ὄψη της χορεύουν φλόγες
            ἀπὸ τὴν Κόλαση τοῦ Δάντη.

Μπαίνει στὰ μπὰρ σεκλετισμένη κι οἱ νέοι ποιητὲς
            τὴν τρέμουνε καὶ τὴν κερνᾶνε βότκα καὶ οὐίσκι
μὰ Ἐκείνη κοιτάζει ἀόριστα στὴν πόρτα νὰ φανεῖ
            χλομὸς ὁ πρίγκιψ Μίσκιν.

Δὲν ἔχει ποῦ νὰ κοιμηθεῖ, γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ
            μὲ μιὰ κιθάρα καὶ δισάκι
διαβάζει κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες
            Βιγιὸν καὶ Καρυωτάκη.

Ὅταν πλαγιάζει μὲ τοὺς οἰκοδόμους στὰ γιαπιὰ
            τὸ Κοινοβούλιο συνέρχεται ἐκτάκτως καὶ βελάζει.
Ἐκείνη ὀνειρεύεται τὴ μάνα Ἐπανάσταση
            ὅλους νὰ μᾶς θηλάζει.

Κόβει μὲ ὄνειρο τὶς φλέβες της
            γιὰ νὰ τὴ βλέπουνε τῆς νύχτας οἱ καθρέφτες
γιὰ νὰ παγώνει μέσα της ὁ κόσμος ὁ κακὸς
            οἱ μαστροποὶ κι οἱ κλέφτες.

Ἀνοίγει τὰ συρτάρια ἐπιδόξων συγγραφέων
            μὲ τοῦ διαβόλου τ’ ἀντικλείδια
κλέβει τὰ αἰσθηματικὰ τους κείμενα
            καὶ τὰ πετάει στὰ σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σὰν παιδὶ
            χώνοντας τὸ πρόσωπο στὴ γούνα τοῦ ἀνέμου
κι ἄλλοτε εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες κάτω ἀπὸ τὴ θάλασσα
            ψάχνει γιὰ τὸ ὑποβρύχιο τοῦ πλοιάρχου Νέμου.

Στὸ ἄχτιστο φῶς τῆς λέξης μένει ἐκστατικὴ
            μὲ δέος, ἡδονὴ καὶ τρόμο
στὰ βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
            χωρὶς ἐπιστροφή, χωρὶς νὰ βρίσκει δρόμο.

Τὴν ποθοῦν, μὰ τοὺς περιφρονεῖ
            τοὺς δῆθεν ἐραστὲς τοῦ ἀπολύτου
τὸ γκόλφι της τὸ χάρισε σ’ ἕναν τρελὸ τραγουδιστὴ
            γιὰ ἕνα πικρὸ φιλί του.

Κι ἐμένα ὅταν μοῦ λέει «Πάρε με»
            τὰ παίζει ὅλα, ἡ θεατρίνα,
μὲ προκαλεῖ ποζάροντας
            σὰν μιὰ πουτάνα σὲ βιτρίνα.

Κι ὅταν μοῦ λέει «Πεθαίνω ἐγὼ γιὰ σένα»
            ἐγὼ δὲν τὴν πιστεύω
τὴν ἄπιαστη ὀμορφιά της μὲ θλίψη καρχαρία
            σὲ μαύρη ἄβυσσο γυρεύω.

Ἀχτύπητη κι ὡραῖα καβάλα στὴ Γιαμάχα της
            σκίζει τὶς διαβάσεις τοῦ μυαλοῦ μου σὰν πριονοκορδέλα
πηδάει τοὺς τάφους τῶν ὀνείρων μου
            τ’ ἀγάλματα καὶ τὴν παλιὰ μου ὀμπρέλα.

Μὲ παίρνει πισωκάπουλα στὴ σέλα της
            κι ἐγὼ τὴν ἀγκαλιάζω ἀπὸ τὴ μέση
γέρνω γλυκὰ στὴν πλάτη της
            κλείνω τὰ μάτια καὶ μ’ ἀρέσει.

Καὶ μ’ ἀνεβάζει ἀνάλαφρα στὸν οὐρανὸ
            κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στὸ βαρέλι καὶ μαρσάροντας
            γυρίζουμε γυρίζουμε τὸ γύρο τοῦ θανάτου.

                                                                      (Ποῦ εἶναι τὰ πουλιά;)


Δεν υπάρχουν σχόλια: