Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2012

Η.Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΡΩΜΗ 2007: ΒΟΤΑΝΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ρώμη 2007:
βοτανικὲς ἐντυπώσεις


γιὰ τὴν Νιόβη — τὴν ἀθώα τῶν κήπων…

     Μᾶς ἔχει σημαδέψει (ἐννοῶ τὴ γενιά, στὴν ὁποία ἀνήκω) ἐκείνη ἡ ἐκρηκτικὴ περίοδος τοῦ ἰταλικοῦ κινηματογράφου — ἐκείνη ἡ καταιγιστικὴ ἄνθηση τοῦ νεορεαλισμοῦ τῆς δεκαετίας, κυρίως τοῦ ’60, μὲ τὴν ἀκένωτη πλειάδα σκηνοθετῶν καὶ ἠθοποιῶν καὶ (θὰ πρέπει νὰ προσθέσω) μὲ τὸν κυρίαρχο καὶ τελεσίδικο τρόπο ποὺ ἡ μουσικὴ ὑπόκρουση παγίωνε, κάθε φορά, τὰ διαδραματιζόμενα.
    Ἀπὸ τότε εἶχα ἐπισημάνει ἕνα ἐξωκινηματογραφικὸ γεγονός : ὁσάκις ἡ δράση ἐξελισσόταν στὴ Ρώμη, ἤ, στὰ πέριξ, μὲ ἐντυπωσίαζαν οἱ δεντροστοιχίες μὲ τὶς κουκουναριές: ἡ συναρπαστικὴ ὀμορφιὰ αὐτοῦ τοῦ δέντρου, ἡ γαλήνη ποὺ ἀποπνέει, ἡ ρώμη του καὶ — γιατί ὄχι; — μιὰ μυθικὴ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία σὲ περιβάλλει.
    Ἀγανακτοῦσα μὲ τὰ λιγκούστρα, ποὺ τότε ἐφυτεύοντο ἀνηλεῶς στὸν τόπο μας (ἐννοεῖται ὅτι σὲ μερικὰ χρόνια εἶχαν τὴν τύχη ὅλων τῶν ὑπολοίπων: ξεπατώθηκαν ἐκ βάθρων!), κάτι μεταξὺ δέντρου καὶ θάμνου μὲ θαμπὸ πράσινο καὶ μικροὺς μαύρους καρποὺς ποὺ λέρωναν ἀγρίως τὰ (ἤδη λερωμένα…) πεζοδρόμια. Παρατηροῦσα τότε (ἀκόμη βλέπω ποῦ καὶ ποῦ) ὅτι καὶ τὰ κόπρανα τῶν πουλιῶν ποὺ ἔτρωγαν αὐτοὺς τοὺς σπόρους, δηλαδὴ τὰ περιστέρια καὶ οἱ δεκαοχτοῦρες, ἤσαν βαμμένα μαῦρα, σὰν μέλαινα, λὲς καὶ τὰ πουλιὰ εἶχαν ὑποστεῖ γαστρορραγία!
   Τὶς κουκουναριὲς τὶς συναντοῦσα μὲ ἀνακούφιση στὸν κόλπο τοῦ Σχοινιᾶ, στὴν Ἀττική, κυρίως ὅμως στὴ δυτικὴ Πελοπόννησο, ὅπου θάλλουν ὁλόκληρα παραθαλάσσια ἄλση. Ἔτσι, ὁσάκις ἐπισκέπτομαι τὴν Ὀλυμπία, κατεβαίνω ἀνυπερθέτως καὶ στὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀπολαύσω τὴν ἀπέραντη λωρίδα μὲ τὶς κουκουναριὲς — ἀφήνω πού, ὁδεύοντας πρὸς τὴ διπλανὴ Ζαχάρω, μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ (ὥ ς π ό τ ε, ἄ ρ α γ ε ;) καὶ μία μικρὴ δεντροστοιχία μὲ αὐτό, τὸ πανέμορφο δέντρο.
    Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ δέντρο ἦταν ὅ,τι ἀναζήτησα μπαίνοντας στὴ Ρώμη, κι ἔνιωσα ἀμέσως μιὰ οἰκειότητα βλέποντας τὶς κουκουναριὲς (ποὺ εἶχα ἐπισημάνει ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’60) νὰ θάλλουν ἀγέρωχες, ἔχοντας φθάσει σὲ ὕψος δεκάδων μέτρων, κλαδεμένες ἐπίμονα ὥστε νὰ διατηρεῖται ἡ μορφὴ τοῦ ἀλεξιβρόχιου. Αἰσθάνθηκα θαυμασμὸ γι’ αὐτὰ τὰ ὡραῖα δέντρα ποὺ σκέπουν τὴν πόλη — κι ἔνιωσα ὅτι οἱ περιποιήσεις, τὰ περιτοιχίσματα κι ὅλα ὅσα οἱ ἁρμόδιοι (ὑποθέτω: ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι) πράττουν γιὰ νὰ τὰ προστατεύσουν, δὲν ἐξαντλοῦνται ἁπλῶς στὴν ἀνάγκη γιὰ ὀμορφιά, ἀλλὰ δηλώνουν καὶ κάποιο βαθύτατο ἦθος.
 Κύτταξα καὶ πάλι τὸ Λεξικὸν Φυτολογικόν τοῦ Π. Γ. Γεννάδιου (ἔκδοση 1914), ἀναζητώντας γενεαλογικὲς καὶ ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὶς κουκουναριὲς, καὶ ἀπὸ τὸ σχετικὸ λῆμμα παραθέτω λίγα, ἄκρως συναρπαστικά:
Πεύκη (Pinus), τάξις κωνωφόρων· γένος περιλαμβάνον περὶ τὰ 70 εἴδη, ὡς Πεύκη ἡ βρέττιος, Πεύκη ἡ κοινὴ ἢ χαλέπιος,…, Πεύκη ἡ Πίτυς (γάλλ. Pin d’ Italie, ἀγγλ. Parasol Pine) — εἶναι ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη Κουκουναριά, Ἥμερος Πεῦκος καὶ Στροφιλιά: δένδρον μέγα, εὐθυτενέστατον, μὲ κανονικοτάτην κόμην, σφαιριοειδῆ μὲν ἐφ’ ὅσον εἶναι νεαρόν, ἐν μορφῇ δὲ ἀλεξιβροχίου βραδύτερον, διὸ καὶ ὀνομάζεται Pin Parasol. Καλλιεργεῖται πολλαχοῦ πρὸς κόσμον, χάριν τοῦ κανονικοτάτου σχήματος τῆς κόμης του, ὡς καὶ διὰ τὸν καρπόν του…

*
            Τὸ δεύτερο δέντρο, ποὺ συναγωνιζόταν σὲ ὕψος καὶ ζωντάνια τὶς κουκουναριές, μὲ ἄλλο, τελείως διαφορετικὸ χρῶμα, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἐντοπίσω μὲ ἀκρίβεια. Μέσα στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ρώμης (ἀλλὰ καὶ στὰ πάρκα, τοὺς κήπους καὶ τὶς ἐπαύλεις) ἔδινε ἕναν γλυκὺ ἴσκιο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖον ξάπλωναν ἀρειμανίως οἱ φοιτητές. Μοῦ θύμιζε τοὺς κέδρους — ἀλλὰ τὰ δυὸ εἴδη ποὺ γνώριζα, τὸν κέδρο juniperis (γηγενὴ τῆς Πάρου) καὶ ἐκεῖνον τοῦ Λιβάνου, ἦσαν τελείως διαφορετικά, καὶ εἶχαν τελείως ἄλλο χρῶμα.
            Τὴν ἀπορία μοῦ ἔλυσε ἐν μέρει ἡ καθηγήτρια Paola Minucci:
      —Λέγεται Ντεοντάρα, μοῦ εἶπε.
Τὸ ὄνομα μοῦ ἦταν ἄγνωστο, ὥστε ἀναγκάστηκα νὰ καταφύγω καὶ πάλι στὸν Γεννάδιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον παραθέτω αὐτό, τὸ γοητευτικὸ ἀπόσπασμα:
Κέδρος (Cedrus), τάξις κωνοφόρων· δένδρα μεγάλα, ἀειθαλῆ, μακροβιότατα, δασικὰ καὶ κοσμητικά. Εἴδη τὰ ἑξῆς  τρία:
1. Κέδρος ἀτλαντικὴ (C. atlantica),
2. Κέδρος ἡ τοῦ Λιβάνου (C. Libani),
3. Κέδρος ἡ Δεοδάρα (C. Deodara, Indian Cedar), μέγα καὶ κοσμητικώτατον δένδρον, ἰθαγενὲς τῶν Ἰμαλαΐων ὀρέων· θεραπεύεται πρὸς κόσμον πολλαχοῦ· ἀπαντᾶ ὑπὸ τὰς διαφοράς “ἐπίχρυσος„ , “ποικιλόφυλλος” κ.ἄ. (aurea, variegate) κλπ.

*
  Οἱ πλατεῖες τῆς Ρώμης ἔχουν, νομίζω, ἐξαρθεῖ κατὰ κόρον: ἀπέραντες, μεγαλοπρεπεῖς, πάμπολλες, συνήθως ὡραῖες. Ἡ μόνη ἄσχημη ποὺ διέσχισα, ἦταν ἐκείνη ἡ piazza San Cosimato, ἔργο σύγχρονης δημοτικῆς παρέμβασης — ἄρα χωρὶς οἶστρο… Διέθετε, πάντως, δέντρα, πολλὰ παγκάκια γιὰ νὰ συνέρχονται οἱ περίοικοι κι ἔτσι νὰ λειτουργεῖ ἡ γειτονιά, καὶ μία ἀλάνα νὰ παίζουν τὰ παιδιὰ — δὲν εἶχε, δηλαδή, ἐκχωρηθεῖ στὸ κύκλωμα τῆς τουριστικῆς βιομηχανίας.
 Ἀφήνοντάς την, συνάντησα ἕνα ἀνθοπωλεῖο, ἢ (καλλίτερα) ὅ,τι σήμερα ἀποκαλοῦμε λουλουδάδικο. Χαζεύοντας τὰ ἐκτιθέμενα ποικίλα πρὸς πώλησιν λουλούδια, ἔκανα τὴ σκέψη πὼς αὐτὸ τὸ ἀπρόσωπο μαγαζὶ, θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκεται ὁπουδήποτε!
  Καὶ ξαφνικά, σὲ ἕναν κουβά, εἶδα νὰ συνωθοῦνται μπουκέτα ὁλόφρεσκα μὲ μικρά, σκούρα κόκκινα ἄνθη: ἔκπληκτος ἀντιλήφθηκα ὅτι βρισκόμουν μπροστὰ σὲ παιώνιες — ὄχι σὲ ἐκεῖνες τὶς μεγαλοπρεπεῖς  δενδρώδεις μὲ τὰ τεράστια λουλούδια, ποὺ ἡ μεθυστικὴ μυρουδιά τους παραπέμπει σὲ παπαροῦνες (καὶ ποὺ μάταια ἀγωνίζομαι, ἐπὶ ἔτη, νὰ καλλιεργήσω στὸ χτῆμα μας στὴν Πάρο), ἀλλὰ στὴν περίφημη Paeonia peregrina, φυτὸ κονδυλόρριζο τῶν βουνῶν τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, τὴν πασίγνωστη στὴ λαϊκὴ ἰατρικὴ πηγουνιά, ποὺ τὴν μνημονεύουν ὁ Διοσκουρίδης καὶ ὁ Θεόφραστος!
 Θέλησα νὰ μάθω λεπτομέρειες, ρωτώντας σχετικὰ τὴν ἀνθοπώλιδα, πλὴν ἡ λουλουδού (οὖσα ἄλλως τε, πολὺ ἀπασχολημένη), μὲ πληροφόρησε ἁπλῶς ὅτι “καλλιεργοῦνται”.
  Θυμήθηκα, τότε, μιὰ ἐρατεινὴ ἐκδρομὴ ποὺ εἴχαμε πρὶν χρόνια πραγματοποιήσει, μὲ τὴν γυναίκα μου καὶ τὸν Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη, παραμονὴ πρωτομαγιᾶς, στὰ χωριὰ τοῦ ὄρους Παγγαῖον. Ἐπιστρέφοντας τὸ σούρουπο, εἴδαμε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐλευθερούπολη ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ νὰ πουλοῦν, ἀντὶ εὐτελοῦς τιμήματος, κόκκινα μαγιάτικα στεφάνια ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο λουλούδι.
      Ἦταν ὁ (καὶ δεινὸς βοτανολόγος) Πεντζίκης πού μᾶς μίλησε γιὰ τὶς παιώνιες τοῦ βουνοῦ, ἐπέστησε μάλιστα τὴν προσοχὴ τῶν παιδιῶν, μὴν τύχει καὶ δοκιμάσουν τοὺς κονδύλους τοῦ φυτοῦ, γιατὶ εἶναι δηλητηριώδεις.
  Τὸν ἑπόμενο χειμώνα κατάφερα καὶ βρῆκα μερικοὺς κονδύλους παιώνιας ἀπὸ τὸ Παγγαῖο, καὶ τοὺς φύτεψα στὸν μικρὸ κῆπο ποὺ διατηρούσαμε στὸ σπίτι μας στὴν Καβάλα. Ἀπολαμβάναμε τὰ λουλούδια τους γιὰ δυὸ χρόνια — ἔπειτα οἱ κόνδυλοι ὑποστρέψανε, καὶ χάθηκαν.
    Τελικὰ, ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ λαχτάρα γιὰ τὶς παιώνιες τοῦ βουνοῦ, ἀπέμεινε ἕνα κείμενο ποὺ ἔγραψα εἰς ἀνάμνησίν τους (στὴν πραγματικότητα: εἰς μνήμην), κείμενο ποὺ τὸ δημοσίευσα μὲ τὸν κάπως μυστήριο καὶ ἐξωτικὸ τίτλο, “Στύφνος, Στρύχνος ἢ ὁ Ἑλλέβορος ὁ  ἐρυθροσέπαλος ;”

Δεν υπάρχουν σχόλια: