Φωτογραφία:Γιάννης Πατίλης |
Ἡ
Ἀλησμόνα
Ἀπὸ τὰ μνήματα στὰ μνημεῖα
τοῦ Δημήτρη Γ. Κανελλόπουλου
Σχέδιο γιὰ ἕνα ἐπιτύμβιο
Τὰ λόγια τῆς ἀγάπης σας
ποὺ ξέχασα
τὴ νύχτα ὁ ουρανός
μοῦ τὰ γυρίζει σ’ ἄστρα
Βαγγέλης Ἀποστολόπουλος,
Μικρὲς Ἀλεξάνδρειες,
σελ. 23, 1990, Ἀχαϊκὲς Ἐκδόσεις.
Τὶς κρύες νύχτες τοῦ χειμῶνα, καθόμουν μαζί του
στὸ παραγώνι.
Στὴ δεξιὰ πλευρά,
π’ ἀκουμποῦσε στὴ μισάντρα.
Τὸ καθιστικό μας τὸ φώτιζε μία λάμπα πετρελαίου
π’ ἄναβε νωρὶς ἡ «γριά» — ἡ γιαγιά μου. Ἔτσι τὴν ἀποκαλοῦσα κι ἐγώ, μιμούμενος τὸν γέρο-πάππο μου. Τὰ κούτσουρα ἔκαιγαν, κάτι μεγάλες πολύχρωμες φλόγες
κι ἐμεῖς, καθόμασταν ἐκεῖ νὰ ἀποφύγουμε
τὸ κρύο –δηλητήριο, φαρμάκι
τὸ σκασμένο– ἔλεγε ἡ
γριά, νὰ περάσει ἡ ὥρα, μέχρι νὰ πᾶμε γιὰ ὕπνο στὴν κάμαρη.
Οἱ ἱστορίες ἄρχιζαν συνήθως μετὰ τὸ φαγητὸ –ἡ διαδικασία τοῦ φαγητοῦ εἶχε μιὰ ἱεροτελεστία,
τίποτα δὲν τὴν διέκοπτε– καὶ συνεχίζονταν ἕως ὅτου ἔγερνα
τὸ κεφάλι μου πάνω στὸ στῆθος του κι ὁ γλυκὸς ὕπνος, μοῦ βάραινε τὰ βλέφαρα.
Πόσες ἐκμαιεύσεις ὅρκων, πόσες ὑποσχέσεις
μοῦ ἔπαιρνε ἐκεῖνα τὰ βράδια,
γιὰ νὰ τοῦἀποδείξω τελικά, ὅτι μονάχα ἐκεῖνον ἀγαπῶπερισσότερο
στὸν κόσμο… Ἡ «γριά» διαμαρτυρόταν καμιὰ φορὰ ἔντονα:
—Εἶναι
δικό μου ρὲ τὸ παιδί… ἔλεγε καὶ συνέχιζε τὴ δουλειά της.
—Ποῦ τὸ βρῆκες ἐσὺ τὸ παιδί;
τῆς ἀπαντοῦσε ρωτώντας
την ὁ γέρος. Κανέλλο τὸ λένε τὸ παιδί…
—Γιὰ ρώτα το, νὰ ἰδεῖς τί θὰ σοῦ πεῖ, ἀπαντοῦσε ἡ γριά…
—Τί λέει ἡ παλιόγρια
παιδάκι μου; μὲ ρωτοῦσε ἔκπληκτος,
σμίγοντας τὰ φρύδια του ὁ πάππος.
Ἐγὼ θύμωνα
κι ἔλεγα:
—Τί
λὲς μωρ’ δόλια γριά, ποῦ μὲ βρῆκες ἐσύ; στὸ δρόμο μὲ βρῆκες; Ἐγὼ εἶμαι Κανέλλος καὶ εἶμαι παιδὶ τοῦ παππούλη μου…
—Τί
λὲς ρὲ λωβιάρικο; Γιατί λὲς ψέματα ρὲμπάσταρδε; Τί μοὔλεγες ἐψὲς ποὺ σ’ ἔφερνα κούτσια ἀπ’ τὸν Ἄη Γιωρη…;
—Χά,
χὰ σὲ κορόϊδεψα δόλια γριά, τί νόμισες;
Ἐγὼ εἶμαι Κανέλλος! γιὰ νὰ μὲ πάρεις
κούτσια στὸ εἶπα… ἀμή….
—Μπράβο
πουλάκι μου! ἔλεγε ὁ γέρος κι ἡ γριὰ ἔκανε πὼς
θύμωνε:
—Ἄιντε ρὲ λεβιθιάρικο
κι ἅμα σὲ πάρω ἐγὼ ξανὰ κούτσια…. Ἄϊντε καὶ θὰ ἰδῆς…
Ἐκεῖ,
σ’ αὐτὸ τὸ παραγώνι,
πέρασα τὰ πιὸ ὄμορφα
χρόνια τῆς ζωῆς μου, μέσα
σὲ μιὰ ἐλευθερία ποὺ ποτὲ δὲν ἔνιωσα ξανά, ποτὲ στὴ ζωή μου… Ἐκεῖ ἄκουσα
πολλὲς καινούργιες λέξεις˙ ἐκεῖ ἄρχισαν
οἱ λέξεις νὰ γεμίζουν τὴν ψυχή μου. Κι ὅταν ἀργότερα, βρέθηκα στὴν Ἀθῆνα κι ἡ μάνα μου μὲ πίεζε νὰ μὴν τὶς ἀναφέρω, γιατί θὰ μᾶς λένε «βλάχους καὶ χωριάτες»,
τ’ ἄλλα παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, ἐγὼ τὶς ἔκρυβα
μὲ προσοχὴ βαθειὰ μέσα
στὴν ψυχή μου, τὶς ἕντυνα μὲ τὰ καλύτερα αἰσθήματα καὶ νὰ ποὺ ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ τὶς βγάλω τώρα στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ μιλήσω μ’ αὐτές, καὶ γιὰ αὐτές.
Ἕνα τέτοιο
βράδυ, ποὺ μὲ πῆρε ὁ πάππος μου στὸ παραγώνι καὶ μοὔλεγε ἱστορίες
γιὰ τὴ Μικρασία, γυρίζει ξαφνικὰ καὶ μὲ ρωτάει:
—Βρὲ σύ, θὰ μοῦ ἀνάβεις κάνα κερί, ὅταν μὲπάρουνε στὴν Ἀλησμόνα;
—Ποῦ εἶναι ἡ Ἀλησμόνα ρὲ παππούλη,
στὸν Κασαμπά;
—Ὄχι βρὲ,
στὰ Κυπαρίσσια,
μοῦ λέει ὁγέρος… ἐκεῖ κάτου, πλάι στὴν ἐκκλησιά…
—Κάθε
μέρα θὰ σοῦ φέρνω κερὶ παππούλη… τοῦ ἀπήντησα μὴ ἔχοντας συναίσθηση γιατί νὰ τοῦ πηγαίνω
κάθε μέρα κερί.
—Ἄϊ ρὲ ψεύτη,
μοῦ λέει, ποὺ θὰ μοῦ φέρνεις κάθε μέρα κερί. Πῶς θὰ μοῦ τὸ φέρνεις, ἀφοῦ θὰ μένεις στὴν Ἀθήνα…;
—Ἐγὼ δὲ θὰ μένω στὴν Ἀθῆνα, ἐδῶ θὰ μένω.Ἐδῶ μαζί σου… τοῦ ἔλεγα κι αὐτὸς γελοῦσε. Βλέποντας ὅμως, ὅτι στεναχωριέμαι, ἔκανε πὼς
μὲ πιστεύει. Κι ἔπαιρνε τέλος ἡ συζήτηση γιὰτὴν Ἀλησμόνα.
Στὸ μυαλό μου καρφώθηκαν οἱ λέξεις αὐτὲς κι ὅταν ἀργότερα
μεγάλωσα κάπως, μὲ τ’ ἄλλα παιδιὰ στὸ χωριό τὰ καλοκαίρια, ἔκανα τὶς ἐξορμήσεις μου στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ μὲ μάγευε μέσα κι ἔξω. Κατάλαβα σιγά-σιγὰ τί ἐννοοῦσε
ὁ παππούλης μου, ὅταν ἔλεγε
στὴν Ἀλησμόνα καὶ στὰ Κυπαρίσσια. Αὐτὸς ἦταν πού, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, μοῦ ἐξήγησε ἁπλοϊκά, τί εἶναι θάνατος. Δημιουργήθηκε μέσα μου ἕνα κενό. Κι ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό, στὸ ὁποῖο ἔκανα χρόνια νὰ βρῶ –ἂν βρήκα– ἀπάντηση. Ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ πάει
στὰ Κυπαρίσσια,
οὔτε στὴν Ἀλησμόνα.Ἤθελα νὰ μείνει
γιὰ πάντα στὸ σπίτι μας κι ἐγὼ γιὰ πάντα στὸ πλάι του.
*
Ἡ Ἀλησμόνα. Τὰ «Κυπαρίσσια». Ἐκεῖ ποὺπηγαίνουν ὅλοι. Πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά. Κάποιες φορές, βρεθήκαμε μαζὶ στὴν ἐκκλησιά.Ὅσες φορὲς
πήγαμε μαζί, ἔπιανε τὸ πρῶτο στασίδι πλάϊ στὴ μεσιανὴ πόρτα. Τρεῖς τέσσερις θέσεις πρὶν τὸ δεξὶ ψαλτῆρι. Τότες, παπὰς ἦταν ὁ Παπατσάκωνας. Στενός του φίλος
καὶ κατὰ ἕνα τρόπο, συγγενὴς ἐξἀγχιστείας.
Θυμᾶμαι ἦταν Κυριακή. Μιὰ λαμπερή, ἀνοιξιάτικη
μέρα. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα τόσο δὰ συννεφάκι στὸν οὐρανό. Πήγαμε μαζὶ στὴν ἐκκλησιά,
παρακολουθήσαμε τὴ λειτουργία
καὶ μετὰ εἶπε:
—Πᾶμε
τώρα, νὰ βάλουμε ἕνα κεράκι στοὺς ἀποθαμένους μας. Πήραμε
κεριά, μ’ ἔδωκε κάτι πενταροδεκάρες
καὶ τὶς ἔριξα ἐγὼ στὸ παγκάρι
καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὴ μεσιανὴ πόρτα.
Κολλητὰ μὲ τὸ ἱερό, εἶναι ἡ ἁψιδωτὴ εἴσοδος ποὺ περνώντας την, μπαίνεις
στὴν Ἀλησμόνα. Μιὰ μαγεία.
Ψηλὰ κυπαρίσσια τήν ἔφερναν γύρω
κι ἀνάμεσα στὰ μνήματα ὑπῆρχαν παλιὲς ἐληές, γέρικες. Μιὰ πασχαλιά, σκορποῦσε τὴν εὐωδία της. Καὶ κρίνα, σὰν ἐκεῖνα ποὺ κρατάει ὁ ἄγγελος
στὸ χέρι καὶ τὰ προσφέρει στὴν Παναγιά, στὴν μεγάλη εἰκόνα, ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης, ὄχι σὰν
τὰ ἄλλα τοῦ ἐμπορίου. Κρίνα ὁλόλευκα
καὶ μώβ. Καὶ ἄγρια λουλούδια παντοῦ. Ζουζούνιζαν ἔντομα μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀνοιξιάτικο θάμπος.
Μὲ πῆρε ἀπ’ τὸ χέρι
καὶ εἶπε:
—Πρόσεχε,
θὰ πατεῖς ὅπου πατῶ. Δὲν κάνει νὰ πατᾶμε πάνω στοὺς κοιμισμένους…
Πήραμε
λίγο λοξὰ ἕνα μικρὸ κατηφοράκι.
Οἱ τάφοι χωμάτινοι, λουλουδιασμένοι, ξέσκεποι· πουθενὰ μάρμαρα
καὶ μαρμαρίνες.
Μιὰ γαλήνη
παντοῦ. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ κεφάλι
τῶν νεκρῶν, μιὰ γκρίζα πέτρα σκαλιστὴ καὶ μιὰ ἐσωχή σκαμμένη πάνω της, ἔτσι ποὺ νὰ μπαίνει τὸ κερὶ μέσα της. Καὶ
ξύλινοι σταυροί. Ἔβλεπα μὲ δέος.
—Ἐδῶ εἴμαστε εἶπε· νά, ἐδῶ ἔχουν
πλαγιάσει ὁ δόλιο-πατέρας μου, ἡ γιαγιά σου, ὁ μαῦρο-Νιόνιος ὁ θεῖος σου ποὺ πῆγε ἄγουρος δεκαοχτὼ χρονῶν, ἡ ἀδερφούλα σου… οὖλοι ἐδῶ… Ἀνάψαμε τὰ κεριά,
σταυροκοπηθήκαμε καὶ γυρίσαμε
πίσω.
*
Τὰ καλοκαίρια, ὅταν γύριζα στοὺς δρόμους καὶ στὰ σοκάκια τῆς Νεμούτας, ἡ Ἀλησμόνα, εἶχε τὴν προτίμησή μου. Παίζαμε μπάλα στὸν μεγάλο περίβολο τῆς ἐκκλησιᾶς
καὶ πολλὲς φορὲς μὲ τὴν προτροπή μου, εἰσβάλαμε στὸ κοιμητῆρι
μέρα, ἀπόγιομα, ἀκόμη καὶ βράδυ
γιὰ νὰ ἐλέγξουμε ἂν κυκλοφοροῦν ἢ ἂν μιλᾶνε μεταξὺ τους οἱ ἀποθᾳμένοι. Ποτὲ δὲν διαπιστώσαμε κάτι τέτοιο. Ὑπῆρχε ὅμως
μία φημολογία, ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ τὴν ἀπορρίψουμε.
Τὸ «Κοιμητῆρι», τὰ «Κυπαρίσσια», ἡ«Ἀλησμόνα», ὅπως κι ἂν τὸ λέγαμε τὸ νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ ἦταν μέρος, τοῦ σύμπαντός μου, ἐκεῖνα τὰ χρόνια
ποὺ ἔκανα τὰ πρῶτα μου βήματα στὴ ζωή. Οἱ ἱστορίες ποὺ ἄκουγα, κυρίως ἀπὸ τὴν
γιαγιά μου, κι ἀπὸ τὶς ἄλλες γερόντισσες ἔκαναν τὴν
φαντασία μου ἀχαλίνωτη.
Γιατί πέθαιναν οἱἄνθρωποι; Ποῦ πήγαιναν
οἱ ψυχὲς τους;
Ὅπως καὶ στοὺς ζωντανοὺς συντοπῖτες μου, (ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῶν
παιδικῶν μου χρόνων) οἱ διαφορές, ἔτσι καὶ στοὺς πεθαμένους δὲν ἤσαν μεγάλες. Οἱ τάφοι ἁπλοί, ἀπέριττοι· οἱ σταυροὶ ξύλινοι καὶ κανένας σιδερένιος ἐδῶ κι ἐκεῖ.
*
Ἔτυχα καὶ σὲ δυὸ ἐκφορές, ἐκεῖνα τὰ χρόνια
στὴ Νεμούτα.
Στὴ μιὰ, τοῦ πάπα-Μιχάλη καὶ στὴν ἄλλη τοῦ Λιακουρο-Γιώρη. Ἡ γιαγιά μου μὲ πῆρε μαζί της. Τὸν παπα-Μιχάλη, τὸν σκότωσε ἕνας κεραυνός, ἀνήμερα τῶν Φῶτων,
καθὼς πήγαινε ν’ ἁγιάσει τὰ σπίτια, στὸ χωριὸ ποὺ διάβαζε. Λέγανε ὅτι τὸ μικρὸ του
παιδί, ὁ Παναγιωτάκης,
πήγαινε λίγο πιὸ μπροστὰ κρατώντας
τὴν τέσα μὲ τὸ βασιλικό, ὅπου βούταγε ὁ παπὰς τὸ σταυρὸ κι ἔβρεχε μ’ ἁγιασμὸ τὰ σπίτια, ἀλλὰ ἀπὸ θαῦμα γλίτωσε. Τράβηξε λέγανε ὁ παπὰς ὅλο τὸν
κεραυνὸ πάνω του κι ἔτσι γλίτωσε
τὸ παιδί. Γιὰ τὸν ἔρημο Γιώρη, δὲν ξέρω ἀπὸ τί πέθανε. Τὸ παγωμένο κουφάρι του, μέσα
στὴν ἀπέριττη κάσα, ἔμεινε μιὰ
νύχτα ὁλάκερη μέσα σ’ ἕνα δωματιάκι ποὺ ὑπῆρχε στὰ δεξιά,
καθὼς μπαίναμε στὴν
αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς.
Θυμᾶμαι τὰ μεγαλύτερα παιδιά, τὸ Λάμπρο,
τὸν Μανικάκια, τὸν Λάκη τὸν Πέτσα, τὸν κιτρινιάρη τὸν Μπογιατζὴ κι ἄλλα, σὰν κλείδωσε ὁ παππᾶς τὴν πορτοπούλα κι ἔφυγε, ἄρχισαν νὰ τὴν κλωτσοῦν καὶ νὰ φωνάζουν:
—Γιώρη, ἔβγα ὄξω
ρέ….
*
Ἡ καταστροφὴ (ἀνάπτυξη ὅπως
λένε σήμερα), ᾖρθε ἀργότερα. Ἐκεῖ πρὸς
τὸ
τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται τὰ πρῶτα
τσέκια ἀπὸ τὴ Γερμανία, λίγο ἀργότερα
νὰ δίδονται τὰ πρῶτα δάνεια ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴν Κυβέρνησιν, «διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς ἀγροτικῆς
τάξεως» καὶ γενικῶς μέσα στὸ πνεῦμα «τῆς Ἑλλάδος τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν», ἐπῆλθε μία ξέφρενη «ἀνάπτυξις», ἡ ὁποία συνεχίζεται ἀδιαλείπτως, μέχρι καὶ σήμερα. Ἡ «Ἀλησμόνα», δὲν ἔμεινε μακρὰν ἢ ἐκτὸς τῆς
«Ἀναπτύξεως»! Σταδιακῶς ἄρχισε ἡ κοπὴ τῶν κυπαρισσιῶν, τῶν αἰωνόβιων ἐλαιῶν καὶ τῶν ἄλλων δέντρων ποὺ ὑπῆρχαν ἐντός της. Ξεκολώθηκαν καὶ τὰ κρίνα. Ἀργότερα ᾖρθαν
καὶ οἱ φωτιές, ποὺ ἔγλειψαν
τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ καὶ ἀποτέλειωσαν τὸ κοιμητῆρι. Τὰ μνήματα ἄρχισαν νὰ ἐπενδύονται μὲ ὁλόλευκα –πεντελικά(;)– μάρμαρα. Ἀπὸ μνήματα ἔγιναν μνημεῖα! Ὁ χῶρος στένεψε πολὺ κι ἄρχισαν καὶ οἱκαταπατήσεις.
(Ἔχω ὑπόψιν
μου καταπάτηση τάφου,
γιὰ νὰ μὴ νομίζουμε, ὅτι, καταπατήσεις γίνονται μόνο ἐπὶ τῶν ἀμμουδερῶν
παραλιῶν τῆς Σπιάντζας, μὲ τὴ δικαιολογία νὰ βάλουν οἱ φτωχοὶ ἕνα «τσίγκο» πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι
τους). Ἄρχισαν τότε κι
ἐξακολουθοῦν
καὶ σήμερα νὰ κατασκευάζονται συμπλεγματικὲς
κατασκευές. Καταργήθηκαν τὰ μονοπατάκια.
Ἀφοῦ κόπηκαν τὰ δέντρα, ἐξαφανίστηκαν
οἱἴσκιοι. Ψήνονται ἀπὸ τὴ ζέστη
οἱ τάφοι τὸ καλοκαῖρι. Βράζουν
τὰ ὀστὰ τῶν
κεκοιμημένων! Χάθηκαν οἱ παλιοὶ πέτρινοι
τάφοι καὶ μέσα σ’ ἕνα ἄδεντρο
μέρος, φύτρωσαν μικρὲς ἀντιγραφὲς
τῶν συνοικιῶν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Λεκανοπεδίου. Στένεψε πολὺ ὁ τόπος. Ἄλλαξε. Χάθηκε ὁ σεβασμός. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ δική μου «Ἀλησμόνα». Εἶναι κάτι ἄλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου