Τὸ κοιμητῆρι
Hajongard
τοῦ Δημήτρη
Κανελλόπουλου
ΣΤΟ CLUJ, 2.150 χιλιόμετρα
περίπου, μακριὰ ἀπὸ
τὴ Νεμούτα. Ὅταν εἶχε καμιὰ λιακάδα, εἶχα τὴν τάση νὰ προσπερνῶ τὸ
Πανεπιστήμιο, ὅπου παραδίδονταν τὰ
μαθήματα καὶ νὰ βρίσκομαι, στὸ Cimitirul
Hajongard, στὸ
Νεκροταφεῖο, μερικὲς δεκάδες μέτρα πιὸ πέρα. Ἡ βαριὰ πόρτα του στὴ stradă Avram Iancu (πρὶν τὸν πόλεμο ὁδὸς
Μακελάρηδων), εἶχε ἀποσπάσει τὴν προσοχή μου ἀπὸ
τὶς πρῶτες μέρες ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὴν πόλη. Στὰ ρουμανικὰ τὸ
ἔλεγαν Cimitirul Hajongard, ἐνῷ
στὰ οὐγγρικὰ τὸ
ἔλεγαν Házsongárdi temetö, καὶ στὰ γερμανικὰ Hasengarten.
Τ’ ὄνομά του τὸ πῆρε
ἀπὸ
τὴν γερμανικὴ ὀνομασία
τοῦ λόφου: Hasengarten. Μοῦ ἔλεγε
ὁ ἀγαπημένος
μου φίλος Ovidiu
Muresanu, ὅτι ἡ ἀκριβὴς μετάφραση στὴν ρουμανικὴ εἶναι:
“Gradină cu iepuri”, δηλαδή: Ὁ
Κῆπος
τῶν
Λαγῶν… Παλαιότερα, τὸ
κοιμητῆρι τῆς πόλης, βρισκόταν γύρω ἀπὸ
τὸν Ἅγιο
Μιχαὴλ τὴ
μητρόπολη τῶν καθολικῶν, στὸ κέντρο τῆς πόλης. Τὸ 1585, μετὰ ἀπὸ μιὰ φοβερὴ ἐπιδημία
πανώλης, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση
νὰ μεταφερθεῖ τὸ
παλιὸ καὶ νὰ
δημιουργηθεῖ καινούργιο
νεκροταφεῖο στὸν λόφο Hasengarten, ἑκατὸν πενήντα μέτρα νιοτιοδυτικὰ τοῦ παλαιού. Τότε, τὸ
Cimitirul Hajongard, δημιουργήθηκε
ἀκριβῶς ἔξω
ἀπὸ
τὰ τείχη τῆς πόλης. Ἀργά-ἀργὰ
ἡ πόλη μεγάλωσε καὶ τὸ
κοιμητῆρι ἀκουμπάει σχεδὸν τὸ κέντρο της.
Τὴν πρώτη φορᾶ ποὺ μπῆκα μέσα, ἔνοιωσα δέος. Ἀριστερὰ καὶ δεξιά, παλάτια ὁλόκληρα τὰ ταφικὰ συμπλέγματα τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν καὶ τῶν
μεγάλων προσωπικοτήτων τῆς
πόλης: Janos
Apaczai
Csere,
Samuel
Brassai,
Laszlo
Kovary,
Bathory,
Benko,
Bocskay,
Kendeffy,
Banffy,
Rackoczi,
Arpad,
Kemeny,
Apafi
Mihaly…
Πρώτη διαπίστωση ἦταν ὅτι, τὰ μεγάλα ἑλληνοπρεπῆ ταφικὰ συμπλέγματα, ποὺ βρίσκονταν ἀριστερὰ καὶ δεξιά τῆς εἰσόδου, ἔγραφαν τὰ παραπάνω παράξενα ὀνόματα στὶς μετῶπες. Ἀργότερα κατάλαβα ὅτι αὐτὰ
τὰ ὀνόματα
ἤσαν μαγυάρικα. Οἱ ρουμάνοι, εἶναι θαμμένοι πιὸ ψηλά. Ion Agarbiceanu, Constantin Daicoviciu, Gheorghe Dima, Emil Racovita,
Iuliu Haţieganu… Ἄλλωστε, οἱ ρουμάνοι, μπῆκαν στὴν πόλη ἀργότερα ἐνῷ ἡ ἴδια ἡ πόλη, ἔγινε δικιὰ τους τὸ
1918, μετὰ τὸν Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, μὲ τὴ Συνθήκη τοῦ Τριανόν.
Ψηλά, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, ἐκεῖ ποὺ τὸ κοιμητῆρι γίνεται ἐπίπεδο, βρίσκεται ἡ πτέρυγα τῶν καλλιτεχνῶν. Ἐκεῖ ἀναπαύονται δυὸ δικοί μου ἄνθρωποι. Δυὸ ἀγαπημένοι φίλοι: ὁ ζωγράφος Paul Sima καὶ ὁ ποιητὴς Senti Căprariu…
Στὴν ἀρχή, πήγαινα ψάχνοντας. Ἀνέβαινα ὡς ἕνα σημεῖο καὶ ξαναγύριζα. Παρ’ ὅτι οἱ ρουμάνοι, δὲν εἶχαν τὰ ἀναγκαία νὰ κρατήσουν πολλὰ πράγματα σ’ ἕνα ἀνεκτὸ ἐπίπεδο, ἐδῶ οἱ χῶροι ἤσαν καθαροί. Τὰ μνημεῖα ὅμως, δὲν ἤσαν καλὰ
συντηρημένα. Πολλὰ ἀπ’ αὐτά, τὰ εἶχε καταπιεῖ ἡ μεγάλη
βλάστηση. Ἄλλα, εἶχαν συληθεῖ. Εἰδικὰ ἐκεῖνα τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν. Ἦταν δύσκολο ἐκείνη τὴν ἐποχή, νὰ
συντηρήσεις ἕνα μεγάλο ταφικὸ μνημεῖο. Δὲν
ἦταν μόνο ἡ ἔλλειψη
χρημάτων. Ἦταν καὶ τὸ
καθεστώς, ποὺ εἶχε διαλύσει τὸν κοινωνικὸ ἱστὸ τῆς
πόλης. Λίγοι ἤσαν ἐκεῖνοι
ποὺ δήλωναν εὐθαρσῶς, τὴν ἀριστοκρατική
τους καταγωγή. Κανεὶς
ὅμως δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ συντηρήσει ἕνα οἰκογενειακὸ μνημεῖο. Οἱ ἀνάγκες
τῶν ζωντανῶν, δὲν ἄφηναν
περιθώρια νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μὲ τοὺς νεκροὺς προγόνους.
Χωροταξικά, ὑπῆρχε
ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ μνημεῖα, ὑπῆρχαν
δέντρα αἰωνόβια —ποὺ κανεὶς δὲν διανοήθηκε νὰ κόψει, ἐνῷ
μία συστοιχία ἐλάτων, κατέβαινε
στὴν δυτικὴ πλευρά, πλάι στὸ τοιχίο ποὺ χώριζε τὸ νεκροταφεῖο ἀπὸ τὴν
stradă Bisericii Ortodoxe.
Ἡ κεντρικὴ ἀλέα,
ἦταν ἀνηφορικὴ καὶ κατέληγε ἀνατολικά, στὴν ἐθνικὴ ὁδὸ ποὺ ὁδηγοῦσε πρὸς νότον, Alba Iulia, Βουκουρέστι. Ἐκεῖ,
στ’ ἀριστερὰ ἐκτείνεται
τὸ ρωσικὸ νεκροταφεῖο, τῶν πεσόντων, κατὰ τὸν
Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Μιὰ
σειρὰ κενοταφίων μὲ ἐκπληκτικὴ συμμετρία καὶ στὸ μέσον, ἕνα μνημεῖο ποὺ ἀπεικονίζει
καὶ ὑπενθυμίζει τὴν εὐρωστία τοῦ πάλαι ποτέ, ρωμαλέου σοβιετικοῦ στρατιώτη(!), ἕνα μνημεῖο ποὺ ὑπενθυμίζει ἀκόμη στοὺς ἐπισκέπτες
καὶ τοὺς περαστικούς, τὶς φονικὲς μάχες ποὺ ἔγιναν
στὴν περιοχή, στὸ τέλος τοῦ Πολέμου. Ἀπέναντι ἀκριβῶς, βρίσκεται ἡ ἀριστοκρατικὴ συνοικία Andrei Mureşanu.
Ἐπισκέφθηκα τὸ Κοιμητῆρι Hajongard πολλὲς φορές. Μεγάλη συγκίνηση ἔνιωσα, ὅταν μιὰ ἀνοιξιάτικη μέρα –ἦταν τότε ποὺ τὸ
ἐξερευνοῦσα μὲ μανία– καθὼς ἀνέβαινα
τὴν ἀνηφορικὴ ἀλέα
καὶ κοντά της, στὰ δεξιά, ἀνακάλυψα τὸν τάφο ἑνὸς
ἕλληνα κομμουνιστή, τοῦ Νίκου Καραγιάννη. Στὸν μικρὸ μαρμάρινο ὀβελίσκο, εἶχε ἕνα πεντάστρι κι ἀπὸ
κάτω –ἂν θυμᾶμαι καλὰ– ἔγραφε:
Nikos Karagiannis, 1907-1968. Ψηλαφώντας, ἔφτασα
στὴν πηγὴ τῶν
πληροφοριῶν γιὰ τὸν
παλαίμαχο κομμουνιστή. Εἶχε
παντρευτεῖ τὴν Ἐτέλκα
Κέρεκες, μαγυάρα ἐργάτρια στὸ ἐργοστάσιο
ὑποδημάτων τῆς πόλης. Στὸ ἐργοστάσιο
ποὺ μᾶς πόδεσε κι ἐμᾶς, τοὺς μὴ κατέχοντες ἕλληνες φοιτητὲς τοῦ Cluj. Τὴν Clujeana.
Ὁ ἀδελφός
τῆς κ. Κέρεκες ἦταν λέκτορας, στὸν ἐκδοτικὸ οἶκο
Dacia, ὅπου μ’ ἔφερε ἡ τύχη, νὰ ἐκδώσω
τὴν ἀνθολογία:
42 νεοέλληνες ποιητὲς 42 (patruzeci doi
de poeti greci contemporani). Ἐκεῖ τὸν
γνώρισα κι ἔχοντας τὴν πληροφορία ἀπὸ
ἕναν συμφοιτητή μου ποὺ εἶχε
στενὴ σχέση μαζί του,
τὸν ρώτησα σχετικά. Δὲν ἦταν
εὔκολος συνομιλητὴς ὁ
κ. Κέρεκες. Πιὸ πολλὰ ὅμως
ἔμαθα γιὰ τὸν
Νίκο Καραγιάννη ἀργότερα, ἀπὸ
τὸν πολιτικὸ πρόσφυγα Γιάννη Γαβριηλίδη.
Ἕνα βράδι,
γυρίζοντας μὲ ταξὶ ἀπὸ κάποιο ρεστοράν, καθὼς διασχίζαμε τὴ λασπωμένη ὁδὸ
Avram Iancu, διαπιστώσαμε ὅτι ἡ κυκλοφορία γινόταν μὲ δυκολία. Ὁ ταξιτζὴς εἶπε: Ὤ,
σήμερα εἶναι
ἡ Ziua morţilor… –ἡ
μέρα τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἔχει
κίνηση ἐδῶ, τέτοια ὥρα… Χιλιάδες ἄνθρωποι
μὲ κεριὰ ἀναμμένα,
βάδιζαν πρὸς τὴν εἴσοδο τοῦ Κοιμητηρίου. Ὅλο τὸ νεκροταφεῖο ἔμοιαζε
μὲ μιὰ ζωγραφιὰ μέσα στὴν νύχτα. Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν τρυποῦσαν τὸ σκοτάδι στὶς πλαγιές του καὶ δημιουργοῦσαν μιὰ παραμυθένια ἀτμόσφαιρα. Πολλὰ τὰ
σταθμευμένα αὐτοκίνητα, κατὰ μῆκος
τοῦ δρόμου κι ἀκόμη περισσότερα αὐτὰ
ποὺ ἀναζητοῦσαν χῶρο γιὰ νὰ
σταθμεύσουν. Ἀναρωτηθήκαμε μὲ τοὺς φίλους συμφοιτητές: τί γιορτὴ
εἶναι
αὐτή; Ἔχουμε
κι ἐμεῖς τέτοια γιορτή; Ἀργότερα,
ρώτησα τὸν καλό μου φίλο
Ovidiu καὶ μὲ ἔκπληξη
διαπίστωσα ὅτι ἦταν μιὰ πολὺ παλιὰ παράδοση τῶν καθολικῶν, τὴν ὁποία
εἶχαν υἱοθετήσει καὶ οἱ
πιστοὶ ὅλων τῶν χριστιανικῶν δογμάτων τῆς Τρανσυλβανίας.
Τὸ κοιμητῆρι Hajongard, δὲν ἔχει
σχέση μὲ τὴν Ἀλησμόνα τοῦ μικροῦ μου χωριοῦ. Εἶναι κοιμητῆρι μιᾶς μεγάλης κεντροευρωπαϊκῆς πόλης. Μιᾶς πόλης, μὲ διαφορετικὴ ἱστορία
ἀπὸ
τὴν μικρὴ Νεμούτα. Ἀλλὰ
καὶ διαφορετικῆς ἐθνολογικῆς σύνθεσης. Μιᾶς πόλης μὲ ρουμάνους, μαγυάρους γερμανούς, ἑβραίους, ρουθηνούς… Καὶ μὲ
πολὺ μεγάλη ποικιλία
θρησκευτικῶν ἑτεροτήτων…
Στὸ τάφο τοῦ Senti Caprariu, Κοιμητῆρι Hajongard, Cluj Napoca 1997. Φωτογραφία: Alexandru Vlad |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου