© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. Ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἀναδημοσίευση χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Δ.Γ.Κ. |
Μιὰ ἐκδρομὴ στὸ Maramureş…
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ
ΤΟΥ 1984, ἕναν περίπου χρόνο
μετὰ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν μου, ἐπέστρεψα στὸ Κλούζ. Ἦταν ἄνοιξη, δὲν ἔβρεχε
καὶ εἶχε ὑποχωρήσει τὸ πολὺ κρύο. Τὸ Πάσχα ἔπεφτε στὶς 22 Ἀπριλίου. Τὴν Μεγάλη Παρασκευή, ἀναχωρήσαμε ἀπὸ
τὸ Cluj μὲ τὸ
τραῖνο γιὰ τὸ
Viseu de Şus στὸ Maramureş,
μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ στὴν
βόρεια Τρανσυλβανία. Ὁ
νομὸς Maramureş συνορεύει μὲ τὴν
Οὐκρανία σήμερα, μὲ τὴν
Σοβιετικὴ Ἕνωση τότε. Προσκαλεσμένοι τοῦ Gheorghe Ţiplea, τοῦ καλοῦ φίλου Gicu, ποὺ λίγα χρόνια πριν, ἔφυγε ἀπὸ
τὴ ζωή.
Ξεκινήσαμε μὲ τὸ
τραῖνο στὶς μία τὸ μεσημέρι. Ἤμασταν τρεῖς. Ἡ Δ., ὁ Vasile κι ἐγώ. Ἕνα ταξίδι ἀπερίγραπτο. Ἕνα τραῖνο παλιό, μὲ μεγάλα βαγόνια. Ἄνθρωποι καὶ ζῷα,
ἀνακατεμένοι. Τὰ καθίσματα, ξύλινα κι ἄβολα. Ἦταν accelerat,
πολὺ ἀργό. Σταματοῦσε σχεδὸν σὲ ὅλους
τοὺς σταθμούς. Θυμᾶμαι
ὅτι στὴν ἀρχὴ ταξιδέψαμε νότια, μετὰ ἀνατολικά,
μέσα στὶς ἀπέραντες τρανσυλβανικὲς πεδιάδες. Περάσαμε τὸ Dej,
κατόπιν τὸ Beclean, μετὰ τὸ
τραῖνο ἄρχισε νὰ πηγαίνει βόρεια, ν’ ἀνεβαίνει. Μπήκαμε στὰ σκοτεινὰ δάση, μὲ τὰ
μεγάλα σκουρόχρωμα ἔλατα:
Coşbu, Telciu, Romuli, Bistriţa Nasăud,
Sacel… τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων καὶ τῶν
κωμοπόλεων.
Τὸ τραῖνο σταδιακὰ ἄρχισε ν’ ἀνηφορίζει σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ καὶ κατὰ διαστήματα ἀνέβαινε ὅπως ἀκριβῶς τὸ τραινάκι τοῦ ὀδοντωτοῦ στὰ Καλάβρυτα. Ἡ ἔκπληξή
μας ἦταν μεγάλη. Δὲν τὸ περιμέναμε. Ο Vasile γελοῦσε μὲ τὴν
παιδική μας ἔκπληξη. Ἐντύπωση μᾶς ἔκαναν, τὰ μικρά, πανέμορφα χωριουδάκια, μὲ τὰ
ξύλινα σπιτάκια τους, ποὺ
ἀφήναμε ἀργὰ
πίσω μας χωμένα μέσα στὰ
ἔλατα. Τὰ σπίτια, ὅλα φτιαγμένα ἀπὸ
ξύλο. Ἀπὸ κορμοὺς δέντρων ἢ ἀπὸ μεγάλες, χοντρὲς σανίδες. Πολλὲς προσόψεις ἤσαν ζωγραφισμένες μὲ ἔντονα
χρώματα. Σὰν ζωγραφιὲς περνοῦσαν τὰ χωριά, ἔξω ἀπὸ
τὸ λερωμένο τζάμι. Ο Vasile συνέχισε
λέγοντας, ὅτι ἔτσι φτιάχνουν ἀκόμη καὶ σήμερα τὰ σπίτια στὰ χωριὰ τοῦ Maramureş κι ὅτι ἂν μπορέσουμε θὰ πᾶμε
στὸ Bogdan Vodă, νὰ δοῦμε μιὰ ἐκκλησιὰ 400 ἐτῶν,
φτιαγμένη ἀπὸ ξύλο κι ἕνα τέτοιο παμπάλαιο σπίτι. Τὸ σπίτι τοῦ Moşu.
Κατὰ τὶς
ἑφτὰ
τὸ βράδυ φτάσαμε στὸ Viseu
de Şus. Ἦταν ἡ ὥρα
ποὺ ἀποφασιστικὰ τὸ
σκοτάδι ἄρχιζε νὰ ἐκτοπίζει
τὸ φῶς.
Στὸν ὑποφωτισμένο καὶ βρώμικο σταθμὸ τοῦ Vişeu
μᾶς περίμενε ὁ Gicu.
Εἶχε φέρει καὶ «φιλέλληνες», ὀπαδούς. Μόλις ἄνοιξε ἡ σιδερένια πόρτα κι ἔκανα νὰ κατέβω τὰ σκαλιά, ἄκουσα τὴν τσιριχτὴ φωνή του: Hercules! Hercules…! Κι ἀμέσως,
ὅλοι φώναζαν Hercules! Hercules…! Καὶ
μόλις ἡ Δ. πρόβαλλε στὸ σκαλί, ὁ Gicu ἔβγαλε μιὰ κραυγή: Afrodeta, Afrodeta… Bine aţi venit…. Τὸ κοινὸ ἐπαναλάμβανε.
Μᾶς προσέφεραν λουλούδια καὶ μᾶς
ἔπνιξαν στὶς ἀγκαλιές.
Μὲ δυσκολία περάσαμε ἀνάμεσα στὸ πολύχρωμο πλῆθος καὶ κατευθυνθήκαμε στὴν ἔξοδο
τοῦ παλιοῦ σταθμοῦ. Ἔξω
βρισκόταν ἡ maşina, τὸ αὐτοκίνητο
του Gicu, ἕνα παλιὸ ρουμάνικο τζὶπ ARO.
Κάτι χαμάληδες, φέρανε τὶς
ἀποσκευές. Τὶς τοποθετήσαμε στὸ πὸρτ
μπαγκὰζ καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ
σπίτι του. Ἐκεῖ, μᾶς περίμενε ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ
παιδιά του. Ἄλλες χαρές.
Κεράσματα καὶ διάφορα ἄλλα.
Δὲν μείναμε στὸ σπίτι του. Ἀργότερα, μᾶς μετέφεραν σ’ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὸ κτίριο ἦταν μεσοπολεμικὸ καὶ οἱ
συνθῆκες ἀπερίγραπτες, δὲν ὑπῆρχε ζεστὸ νερὸ καὶ καλοριφέρ. Τὰ ρουμπινέτα μᾶς ἔμειναν στὸ χέρι, ὅταν ἐπιχειρήσαμε νὰ πλυθοῦμε. Διαπιστώσαμε ὅτι δὲν εἶχε ἄλλους πελάτες καὶ ἴσως
μετὰ τὸ “ἔνδοξο
πέρασμα στὸν σοσιαλισμό”, δὲν εἶχε πατήσει κανεὶς τὸ πόδι του ἐκεῖ. Τὸ ἑπόμενο
πρωί, Μεγάλο Σάββατο, ᾖλθε ὁ Gicu καὶ μᾶς
πῆρε πάλι στὸ σπίτι του, ὅπου πήραμε πρωϊνὸ καὶ ἤπιαμε
καφέ. Κατόπιν μπήκαμε στὸ
αὐτοκίνητο καὶ ξεκινήσαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὰ ἀξιοθέατα,
σὲ διάφορα χωριὰ τῆς
περιοχῆς.
Πρῶτα πήγαμε στὸ χωριὸ Dragomireşti,
ὅπου μᾶς ὁδήγησε σ’ ἕνα παραδοσιακὸ ὑφαντουργεῖο, μὲ πανάρχαιους ἀργαλειούς. Ἀπ’ ἔξω, ἔγραφε Coperativă a femeilor Dragomireşti… καὶ δὲν
θυμᾶμαι τί ἄλλο. Δηλαδὴ Γυναικεῖος Συνεταιρισμὸς τοῦ Dragomireşti
Ἦταν ἀργία. Ἕνας χοντρός, ξανθός, γραφειοκράτης μᾶς
ξενάγησε ἀνάμεσα στοὺς παλιοὺς ἀργαλειούς.
Μᾶς ἔδειξε
καταπληκτικὲς ὑφαντουργικὲς συνθέσεις, μὲ λαϊκὰ μοτίβα. Μᾶς χάρισε καὶ δυὸ ταγάρια. Ἀνταλλάξαμε διάφορες εὐχές.
—Νὰ μᾶς ξανάρθετε, χαρά μας θὰ εἶναι, εἶπε ὁ τύπος κι ἀναχωρήσαμε γιὰ τὸ Bogdan Vodă.
Στὴν παμπάλαιη ξύλινη ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ Bogdan Vodă.
Ὁ Vasile Igna, ὁ Moşu καὶ ὁ νεωκόρος. © φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος |
Στὴν ξυλόγλυπτη πόρτα τῆς παληᾶς ἐκκλησιᾶς, ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά: ὁ Gheorghe Tiplea (Gicu), ὁ Vasile Igna, ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος, ὁ Mosu καὶ ὁ ἱερέας. © φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. |
Στὸ Bogdan Vodă, ποὺ παλιὰ ὀνομαζόταν Cuhea καὶ στὰ μαγυάρικα Izakonyha φτάσαμε κατὰ τὶς 12 τὸ μεσημέρι. Βρήκαμε τὸν Moşu, ὁ ὁποῖος μᾶς περίμενε στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, ντυμένος μὲ τὴν παραδοσιακή του φορεσιά. Καφτάνι,
μιὰ λευκὴ κεντημένη, μὲ πολύχρωμα σχέδια πουκαμίσα κι ἕνα δερμάτινο γιλέκο ἀπὸ
πάνω. Φοροῦσε ἕνα μάλλινο, ἀνοιχτόχρωμο παντελόνι καὶ μαῦρες δερμάτινες μπότες. Ἀνοιχτόκαρδος καὶ πολυλογάς. Μᾶς ὁδήγησε
στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ εἶχε
ἀναφέρει κατὰ τὸ
ταξίδι ὁ Vasile. Μοῦ φάνηκε σὰν ἐκκλησιὰ γερμανική, σὰν αὐτὲς
ποὺ ὑπῆρχαν
στὰ κὰρτ ποστὰλ ποὺ μοῦ ἔστελναν οἱ θεῖοι μου, τὰ ἀδέλφια
τῆς μάνας μου ἀπὸ
τὴν Γερμανία, κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’60. Οἱ μεγάλοι ξύλινοι δοκοί της, ὑψώνονταν, ὁ ἕνας
πάνω στὸν ἄλλο. Ἤσαν κατάμαυροι ἀπὸ
τὴν πολυκαιρία.
Ὁ νεωκόρος, ἕνας ρυπαρὸς ἀργοκίνητος γέροντας μὲ κατακόκκινη, ἀπὸ τὸ πιοτὸ μύτη, ντυμένος κι αὐτὸς παραδοσιακά, μᾶς ἄνοιξε καὶ μπήκαμε μὲ κατάνυξη μέσα. Ἕνας ἄλλος κόσμος…! Ὁ φωτισμὸς χαμηλὸς καὶ τὰ κεράκια ποὺ ἀνάψαμε, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ νικήσουν τὸ σκοτάδι. Οἱ εἰκόνες, ἄλλες δυτικότροπες καὶ ἄλλες μὲ ἔντονες σλαβικὲς ἐπιρροές. Πολλές, ἤσαν ζωγραφισμένες πάνω σὲ γυαλί. Μιὰ τεχνοτροπία ποὺ συναντᾶται στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε, βγήκαμε στὸν περίβολο. Ὁ Gicu ἀπὸ δίπλα καμάρωνε γιὰ τοὺς ὑψηλοὺς προσκαλεσμένους του. Ὁ καλόκαρδος καὶ σεμνὸς Vasile, βγῆκε τελευταῖος, ἀφοῦ προσευχήθηκε πολλὲς φορές.
Ὁ Vasile Igna καὶ ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος ἔξω ἀπὸ τὴν βαρειά,
ξυλόγλυπτη ἐξώθυρα,τοῦ παμπάλαιου σπιτιοῦ τὸῦ Moşu.
© φωτογραφίας: Δημήτρης
Κανελλόπουλος
|
Τὸ ἄγαλμα τοῦ Bogdan Voda τοῦ 1ου, ποὺ στήθηκε τελικὰ
στὸ ὁμώνυμο χωριὸ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἀγῶνεςτοῦ Moşu.
|
Πήγαμε στὸ σπίτι τοῦ Moşu. Ἕνα μεγάλο τετράγωνο σπίτι, φτιαγμένο μὲ βαρεῖς κορμοὺς ἐλάτων.
Σ’ αὐτὸ τὸ
σπίτι κατοικοῦσαν τέσσερις
γενιές. Ὁ πατέρας τοῦ Moşu,
ὁ Moşu, τὰ παιδιά του καὶ τὰ
ἐγγόνια του. Ὁ παππούς, ὁ bătrin
Moşu ἕνας αἰωνόβιος ρουμάνος μὲ μακριὰ ἄσπρη
γενειάδα ἦταν ξαπλωμένος
πλάϊ στὸ τζάκι. Αὐτὸς
ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Moşu. Τὸν χαιρετήσαμε μὲ σεβασμό, μᾶς χαιρέτησε κι αὐτὸς
μ’ ἕνα φαρδὺ χαμόγελο. Ἦταν 102 ἐτῶν.
Δὲν κατάλαβα, ἂν εἶχε καὶ πόσο, ἀντίληψη τῶν πραγμάτων. Ὕστερα καθίσαμε σ’ ἕνα μεγάλο χῶρο, ποὺ ἐκτεινόταν
μπροστὰ ἀπὸ
τὸ παραγῶνι ὅπου ἦταν ξαπλωμένος ὁ bătrin Moşu. Ἡ σύζυγος τοῦ νοικοκύρη μᾶς τράταρε τσούϊκα, σλανίνα, icre καὶ φρέσκα κρεμμυδάκια. Ἤπιαμε στὴν ὑγειά
μας, στὴν ὑγειὰ τῶν
νοικοκυρέων καὶ στὴν αἰώνια ἑλληνορουμανικὴ φιλία!
Ὁ Moşu, ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὰ
μεγαλεπήβολα σχέδιά του, νὰ
φτιάξει ἕναν μεγάλο
μπρούτζινο ἀδριάντα τοῦ Bogdan
Vodă τοῦ
1ου, τῆς
Μολδαβίας, ὁ ὁποῖος
ἔγινε ἡγεμόνας τῆς περιοχῆς ἀνάμεσα
στὰ 1359 καὶ 1365 καὶ εἶχε
γεννηθεῖ σ’ αὐτὸ
τὸ χωριουδάκι. Ὁραματιζόταν μιὰ σύνθεση ὕψους ἕως καὶ τριάντα μέτρων ποὺ θὰ
κοιτάει κατὰ τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση…
—Γιὰ νὰ
ὑπενθυμίζει στοὺς ρώσους, ὅτι ποτὲ δὲν
θὰ περάσουν, στὰ ἐδάφη
τῆς μητέρας πατρίδας…
Στὸ νοῦ μου ᾖρθαν μελαγχολικὲς σκέψεις. Δὲν ζοῦν οἱ ἄνθρωποι
χωρὶς ἐχθρούς….
...περάσαμε ἕναν ὁρμητικὸ ρύακα ποὺ ἔκοβε τὸν δρόμο...
|
Φύγαμε
κατόπιν καὶ πήγαμε στὸ μικρὸ καταπράσινο χωριουδάκι, Ieud. Προφανῶς ὁ
Gicu, ἤθελε νὰ μᾶς
δείξει τὴν ὁλοκαίνουργια ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ, ποὺ εἶχε
χτιστεῖ μὲ μύριες τόσες δυσκολίες. Ἐκεῖ
ἀφήσαμε τὸ αὐτοκίνητο
στὴν μικρὴ πλατεῖα καὶ ξεκινήσαμε ἕναν περίπατο πρὸς στὴν ἄλλη
ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ὅπου
βρισκόταν ἡ ἐκκλησιά. Μᾶς ἔκανε
ἐντύπωση, ὅτι κανεὶς δὲν κυκλοφοροῦσε στὸν κεντρικὸ δρόμο. Ψυχὴ ζῶσα,
πουθενά. Ὁ Gicu, ἄρχισε
νὰ μᾶς
ἐξηγεῖ, τὴν ἐτυμολογία
τῆς λέξεως Ieud.
—Προέρχεται εἶπε, ἀπὸ τὴν ὑγρασία τοῦ τόπου, ἐπειδὴ ἐδῶ ἔχει πολλὰ νερά. Κάποιος ἀπὸ τοὺς πρώτους οἰκιστὲς εἶπε ie ud, δηλαδή, εἶναι ὑγρά, ἐδῶ… Κι ἔτσι ἔμεινε τὸ ὄνομα.
Ξαφνικά, ἕνα πλῆθος μαυροφορεμένων γυναικῶν
κατέβαινε ἀπὸ μιὰ κατηφόρα.
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος.. |
Βαδίζαμε
στὸν φαρδὺ καὶ μακρὺ κεντρικὸ δρόμο, ἴσως τὸν μόνο δρόμο τοῦ χωριοῦ, ἀνάμεσα στὰ χαρακτηριστικὰ ξύλινα σπίτια. Παντοῦ ἐρημιά. Στὸ τέλος τοῦ ἀσφαλτοστρωμένου δρόμου,
περάσαμε ἕναν ὁρμητικὸ ρύακα ποὺ ἔκοβε τὸν δρόμο καὶ τὸ χωριὸ στὰ δυὸ καὶ πήραμε τὸν ἀνηφορικὸ χωματόδρομο. Ἐκεῖ μᾶς περίμενε ἡ ἔκπληξη: Ξαφνικά, ἕνα πλῆθος μαυροφορεμένων γυναικῶν κατέβαινε ἀπὸ μιὰ κατηφόρα. Ὅλες ξανθές, ντυμένες στὰ μαῦρα καὶ πάνω ἀπ’ τὴν φοῦστα τους ὅλες φοροῦσαν μιὰ ποδιὰ μὲ κόκκινες ὁριζόντιες ρίγες. Πρέπει νὰ ἤσαν ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Ἄντρας κανείς. Ἐμεῖς ἀνεβαίναμε πρὸς τὸ μέρος τους.
Ὁ Νεκρόδειπνος…
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. Ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἀναδημοσίευση χωρὶς τὴν γραπτὴ ἄδεια τοῦ Δ.Γ.Κ. |
Καθὼς προχωρούσαμε, ἀκούσαμε ὀχλαγωγία στὰ ἀριστερά
μας. Στὴν μεγάλη αὐλὴ
ἑνὸς
σπιτιοῦ, σὲ τρεῖς σειρὲς τραπεζιῶν, ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων συζητοῦσε μεγαλοφώνως. Οἱ φίλοι μας, μᾶς εἶπαν ὅτι κάποιος εἶχε πεθάνει, γι’ αὐτὸ
δὲν ὑπῆρχε ψυχὴ στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ. Καὶ νά, ὅλοι μαζεύονται τώρα γιὰ τὸν
Νεκρόδειπνο. Ἔβγαλα τὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ κι ἄρχισα νὰ τραβῶ φωτογραφίες. Σὲ λίγο, ἐκεῖνο
τὸ λεφοῦσι τῶν γυναικῶν, ποὺ ἔρχονταν
ἀμίλητες μὲ τὰ
χέρια σταυρωμένα μπροστὰ
στὶς μαυροκόκκινες
ποδιές τους, πέρασε ἀμίλητο
πλάι μας κι ἄρχισε νὰ μπαίνει στὴν αὐλή…
Ὁ Vasile, εἶχε προσπεράσει τὴν ὥρα
ποὺ ἔβγαζα τὶς φωτογραφίες. Ρώτησα τὸν Gicu:
—Τὸ κοιμητῆρι εἶναι μακριά;
—Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε. Λίγο πιὸ πάνω, δεξιὰ κι ἀπέναντι ἀπὸ τὴν καινούργια ἐκκλησιά.. Θὰ πᾶμε ἐκεῖ, ἀξίζει νὰ τὸ δεῖτε, εἶναι πολὺ παλιὸ καθὼς κι ἡ ἐκκλησιά του.
Οὔτε τὰ μάρμαρα, οὔτε οἱ πολυτελεῖς κατασκευές, οὔτε πλαστικὰ διακοσμητικά. |
Φτάνοντας ἐκεῖ,
ᾖρθε ἡ δεύτερη ἀποκάλυψη. Μιὰ παλιὰ Ἀλησμόνα, ἕνα
παλιὸ χορταριασμένο
κοιμητῆρι,
περιστοιχισμένο ἀπὸ ἕναν
σοβαντισμένον μαντρότοιχο. Μιὰ
παμπάλαιη ξύλινη ἐκκλησιὰ στὸ κέντρο του, μὲ κωνοειδῆ σκεπὴ κι ἕναν ξύλινο πύργο, τὸ καμπαναριό της. Γύρω ἀπὸ
τὴν ἐκκλησιὰ ἁπλωνόταν
τὸ Κοιμητῆρι. Χορταριασμένο, ἀπεριποίητο.
Λὲς κι ἐρχόταν κατευθείαν ἀπ’ τὸν Μεσαίωνα. Φωτογράφιζα σχεδὸν μὲ μανία. Δὲν πρόσεχα τί μοῦ ἔλεγαν οἱ φίλοι μου. Μοῦ ἔκαναν
μεγάλη ἐντύπωση οἱ ἀπέριττοι
τάφοι. Οἱ παλαιότεροι εἶχαν σιδερένιους σταυροὺς καὶ πάνω τους σκαλισμένον τὸν Ἐσταυρωμένο.
Σ’ αὐτούς, τὸ πλῆθος ὀνομάτων ἤσαν γερμανικὰ καὶ μαγυάρικα. Στοὺς κάπως νεότερους, ποὺ ἤσαν
ξύλινοι, μὲ σκαλιστοὺς Ἐσταυρωμένους,
ὑπερτεροῦσαν τὰ ρουμανικὰ ὀνόματα.
Γύρισα ὅλο τὸ κοιμητῆρι, φωτογραφίζοντας. Στὴν δυτικὴ πλευρά του, κατὰ μῆκος
τοῦ μαντρότοιχου,
βρίσκονταν πολλὰ χτιστὰ εἰκονοστάσια,
μὲ ξύλινες σκεπές. Ἐκεῖ
μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιὰ μεσόκοπη γυναῖκα γονατισμένη, μπροστὰ σ’ ἕνα εἰκονοστάσι. Μὲ τὰ
χέρια της ὑψωμένα στὸ στῆθος της καὶ τὶς
δυὸ παλάμες της ἑνωμένες,
προσευχόταν κατανυκτικά, ἀγνοώντας
ἐπιδεικτικὰ τὴν
παρουσία μου. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ εὐλαβική
της προσήλωση. Τὴν φωτογράφισα ὅσο πιὸ διακριτικὰ μποροῦσα, χωρὶς νὰ διακόψω τὴν ἱερότητα
τῆς στιγμῆς καὶ ἀποχώρησα.
Ἐδῶ, σ’ αὐτὸν
τὸν γαλήνιο χῶρο, δὲν ὑπῆρχε κανένας θόρυβος. Δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμη ἡ ἐξέλιξη.
Οὔτε τὰ μάρμαρα, οὔτε οἱ πολυτελεῖς κατασκευές, οὔτε πλαστικὰ διακοσμητικά. Τίποτα ἀπ’ αὐτά. Τὴν γαλήνια ἡσυχία, διέκοπτε τὸ πέταγμα τῶν ἐντόμων,
τὸ κελάιδισμα τῶν πουλιῶν καὶ οἱ
δικοί μας ψίθυροι. Ὁ
χῶρος, χωρὶς πλαστικὲς πολυτέλειες. Ἔκανα τὶς συγκρίσεις μου. Στὸ μυαλό μου, ᾖλθε ὁ δόλιο παππούλης μου ποὺ εἶχε
φύγει λίγους μῆνες πρίν. Μπῆκα μέσα στὴν ἐκκλησιὰ κι ἄναψα ἕνα κεράκι στὴ μνήμη του.
Στὴν καινούργια ἐκκλησιά, τὴν τσιμεντοχτισμένη, δὲν καθυστερήσαμε. Μπήκαμε μέσα στὸν ἐντυπωσικὰ ψυχρὸ χῶρο
της. Λίγες εἰκόνες, ἕνα ἀδιάφορο χτιστὸ τέμπλο. Τίποτε τὸ σπουδαῖο. Ο Gicu, ἀπὸ
δίπλα, κάτι ἔλεγε γιὰ τὶς
δυσκολίες ποὺ ὑπερέβησαν οἱ κάτοικοι, μέχρι νὰ τὴν
χτίσουν. Ἦταν μιὰ μεγάλη
νίκη ἔναντι τοῦ καθεστῶτος ποὺ δὲν
ἐπέτρεπε σχεδὸν ποτέ, νὰ χτιστοῦν καινούργιες ἐκκλησιές…
Πήραμε τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Ξανατράβηξα μερικὲς φωτογραφίες τοὺς χωρικοὺς ποὺ συνέχιζαν τὸν δεῖπνο τους στὴν μνήμη τοῦ συντοπίτη τους, τὸν ὁποῖο λίγες ὧρες πρίν, εἶχαν συνοδεύσει στὴν τελευταία του κατοικία.
Γυρίσαμε ἀργὰ
τὸ μεσημέρι στὸ Viseu, ξεθεωμένοι ἀπὸ
τὴν κούραση. Φάγαμε στὴν αὐλή, στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Gicu. Καμιὰ δεκαριὰ μέτρα, παράλληλα μὲ τὸ
σπίτι, περνοῦσε ἕνα μικρό, ὁρμητικὸ ποτάμι. Ἀργὰ
τ’ ἀπόγιομα, γυρίσαμε
στὸ παλιὸ ξενοδοχεῖο γιὰ ξεκούραση. Τὸ βράδυ, ἔπρεπε νὰ πᾶμε
στὴν Ἀνάσταση.
Κατὰ τὶς
10:30, ἀφήσαμε καὶ πάλι τὸ ἄθλιο
ξενοδοχεῖο κι ἐπιστρέψαμε μόνοι μας, πεζῇ στὸ σπίτι τοῦ Gicu. Στὶς 11:30, ὅλοι μαζὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴν
ἐκκλησιά. Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ἡ παρουσία μεγάλου κοινοῦ, σὲ σχέση μὲ ἄλλες
φορὲς ποὺ εἶχα
παρακολουθήσει τὴν λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως
στὸ Cluj. Ἐδῶ,
ἤμασταν σ’ ἕνα μεγάλο χωριό, ἀλλὰ
ὁ κόσμος ἀψηφοῦσε φαίνεται τὸ καθεστώς. Στὴν σκεπασμένη αὐλὴ
τῆς ἐκκλησιᾶς, ὑπῆρχε
μιὰ μικρή, ταπεινή, στολισμένη μὲ
μικρὰ ἄγρια τριαντάφυλλα, ἐξέδρα. Γύρω της, πάνω σὲ τραπέζια ἤσαν τοποθετημένα διάφορα καλούδια μέσα
σὲ καλάθια. Γιὰ νὰ
τὰ εὐλογήσει
ὁ ἱερέας,
μᾶς εἶπαν.
Πρὶν οἱ ἱερεῖς, δυὸ σεβάσμιοι γέροντες, ἐξέλθουν στὴν αὐλὴ
κι ἀνέβουν στὴν ἐξέδρα,
ἀκούστηκε ἕνας φοβερὸς χτύπος. Ἕνας διάκος, χτυποῦσε τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, δυνατὰ μὲ
τὸν σταυρὸ στὸ δεξί του χέρι, λέγοντας μὲ φωνὴ γεμάτη πάθος:
—Deschideţi
porţile răiului, că să intră Imparatul Mariri… (Ἄρατε Πύλας…). Αὐτὸ
ἐπανελήφθη τρεῖς φορές. Ἔσβησαν τὰ φῶτα
τὶς ἐκκλησιᾶς. Ἀκούστηκε τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς. Ἡ
ἀνάποδη μέτρηση εἶχε ἀρχίσει. Οἱ ἱερεῖς ἐξῆλθαν κι ἀνέβηκαν στὴν ἐξέδρα.
Ξαφνικά, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ
ψάλτες σταμάτησαν. Τότες, ἀκούστηκε
τὸ Hristos
a Inviat… (Χριστὸς
Ἀνέστη). Ἡ Ἀνάσταση
ἔγινε χωρὶς πολλὲς κωδωνοκρουσίες. Χωρὶς θορυβώδεις τρακατροῦκες. Οἱ ἄνθρωποι
φιλιοῦνταν κι ἀντάλλαζαν εὐχές.
Γυρίσαμε στὸ σπίτι. Καθίσαμε στὸ γιορτινὸ τραπέζι καὶ τσουγκρίσαμε τὰ πολύχρωμα πασχαλιάτικα αὐγά. Πραγματικὰ στολίδια. Ἤσαν περίτεχνα ζωγραφισμένα μὲ διάφορα φανταχτερὰ χρώματα. Δὲν ὑπῆρχε μαγειρίτσα. Δὲν ὑπῆρχε καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ ἕνα
πλούσιο ἑορταστικὸ δεῖπνο, μιᾶς ὁποιασδήποτε
ἑορτῆς. Στὴν ἀρχὴ σέρβιραν τὰ platou rece. Τὰ κρύα πιάτα μὲ τὴν
σλανίνα, τὰ icre, τὰ σαλάμια, τὰ τυριά, τὰ ζαμπὸν καὶ τὶς
σαλάτες, κατόπιν οἱ
σοῦπες καὶ τέλος οἱ μοσχαρίσιες μπριζόλες. Τὰ κρασιὰ ἤσαν
Cotnări λευκὸ κι ἕνα Cabernet,
ἀπὸ
τὴν Tulcea…
Τὴν ἑπομένη,
ἕνας ἀναιμικὸς ἥλιος
πρόβαλλε. Περάσαμε εὐχάριστα
προσπαθώντας νὰ ψήσουμε ἕνα ἀρνί. Οἱ ρουμάνοι δὲν σουβλίζουν. Ὅταν τοὺς ἀναφέραμε
τὸ ἔθιμό
μας, τὸ ταύτισαν μὲ τὸν
ἀνασκολοπισμό. Ὁ Gicu μάλιστα ἀνέφερε τὸν Ἴβο
Ἄντριτς, ποὺ γράφει γιὰ τὸν
ἀνασκολοπισμό, στὸ βιβλίο του Τὸ
γεφύρι τοῦ Δρίνα.
Τὸ ἀπόγευμα
κάναμε μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἐπίσκεψη στὸ μοναστῆρι Moişei,
ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση
τῆς
Θεοτόκου (Adormireă Măicii Domnului). Τὸ
μοναστῆρι βρίσκεται στὸ Ὀροπέδιο
τοῦ
Maramures, σὲ μιὰ καταπράσινη κοιλάδα πάνω στὸ βουνὸ Rodnei,
τοῦ Viseu. Ἀπὸ
ἐδῶ
πηγάζει ὁ ποταμὸς Dragoş
κι ἀπ’ τὰ γύρω βουνὰ ἀναβλύζει
ἡ Izvorului
Negru (Μαύρη Πηγή) ποὺ
μετεξελίσσεται στὸν
ποταμὸ Viseu. Ὁ τόπος εἶναι μαγικός. Ἐκεῖ
καθίσαμε ὡς ἀργὰ
τὸ βράδυ, συζητώντας μὲ τὸν
πατέρα Horea, ἕναν πονηρὸ ἡγούμενο
καὶ μοναδικὸ καλόγερο τῆς Μονῆς.
Τὸ μοναστῆρι βρισκόταν ὑπὸ
ἀνακαίνιση καὶ δὲν
μπορέσαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε ὅλους τους χώρους. Σ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ σπασμένες πλάκες, λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ
τὴν ἐκκλησιά,
διέκρινα πάνω στὰ μαρμάρινα
σπαράγματα τοῦ σωροῦ, κάποια ἑλληνικὴ ἐπιγραφή:
...ωνίτης, ἔγραφε.
Προφανῶς Ἀθωνίτης. Ὁ
πονηρὸς ἡγούμενος, μὲ πῆρε
ἀπὸ
τὸ μπράτσο καὶ μὲ
ἀπομάκρυνε λέγοντας:
—Δὲν εἶναι κάτι σοβαρό, πλάκες ἀπὸ
τοὺς παλιοὺς τάφους εἶναι… πιὸ παλιὰ ὑπῆρξαν καὶ κάποιοι μοναχοὶ ἀπὸ τὸ
Ἅγιον Ὅρος… θὰ σᾶς
δείξω τὰ ἀρχεῖα, ὅταν μὲ τὸ
καλό μᾶς ξανάρθετε…
Τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, πρωί-πρωὶ ἀναχωρήσαμε γιὰ τὸ Cluj. Ὁ γυρισμός, ἦταν πιὸ κουραστικός. Τὸ τραῖνο ἦταν ἀκόμη πιὸ παλιὸ κι ἀγκομαχοῦσε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ Ὀροπέδιο. Φτάσαμε στὸ Cluj καὶ ξεθεωμένοι γυρίσαμε μ’ ἕνα ταξὶ στὶς φοιτητικὲς ἑστίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου