ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝ.ΣΟΦΟΥΛΗΣ
ΜΕΡΙΚΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΑ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 6ο, Χειμώνας 2008
Ἀρχὲς
καλοκαιριοῦ τοῦ ’70, ἂν
δὲν
μὲ ἀπατᾶ ἡ
μνήμη μου. Ἕνα κρίσιμο γεγονὸς ποὺ θὰ ἀναφερθεῖ
παρακάτω μπορεῖ νὰ βοηθήσει ὅσους
ἀσχολοῦνται
μὲ τὰ
χρονολόγια νὰ προσδιορίσουν τὸ πότε ἀκριβέστερα.
Τὸ
τί, ὅμως, ἔχει πραγματικὴ
σημασία γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ τὸ
λίγο μελάνι ποὺ θὰ ἀναλώσω γιὰ τὴν ἀγαπημένη
μνήμη τοῦ Σάκη σ’ αὐτὸ τὸ ἀπὸ καρδίας κείμενο.
Βρεθήκαμε οἱ
δυό μας, ὕστερα ἀπὸ περίπλοκη συνομωσία, σὲ
διπλανὰ κρεβάτια στὸ Νοσοκομεῖο
Κρατουμένων Ἅγιος Σάββας, κολλητὰ στὴ μάντρα τῶν
γυναικείων φυλακῶν Ἀβέρωφ καὶ ἀντίκρυ
στὸ ψωμάδικο τοῦ συγκροτήματος τῶν
Φυλακῶν. Συγγνώμη γιὰ τὶς λεπτομέρειες, ἀλλὰ ἔτσι ζωντανεύει μὲ τὰ
πραγματικὰ της χρώματα ἡ ἀνάμνηση τῶν ἡμερῶν ἐκείνων.
Σήμερα, στὶς «σοβαρές» πιὰ στιγμές μας, τὰ
βλέπουμε ὅλα μακρινὰ καὶ γκρίζα. Ἔτσι
τὰ
δείχνει ἡ Ἱστορία. Καμιὰν ἀξία
δὲν ἔχουν
γι’ αὐτὴ τὰ χρώματα καὶ οἱ
λεπτομέρειες.
Συνομωσία! Σπαρμένοι σὲ
διάφορες φυλακές, τὰ δικασμένα μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Ἄμυνας εἴχαμε
ὡς
μοναδικοὺς τρόπους ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων
γιὰ τὴ συνέχεια τῆς ὅποιας
δράσης μας, τὴν ἐπαφὴ μέσω τῶν
δικηγόρων, τὶς μεταγωγὲς ἀπὸ φυλακὴ σὲ
φυλακὴ καὶ τὴν μετακομιδή μας στὸ
Νοσοκομεῖο κρατουμένων σὲ συμφωνημένες ἡμερομηνίες
γιὰ νὰ συμπέσουμε στὸν ἴδιο
θάλαμο. Μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς εἴχαμε τὸ
προνόμιο τῆς εὐκολότερης μετακομιδῆς: Ὁ Σάκης ἐξ
αἰτίας
τοὺς κατάστασης τοῦ κατακρεουργημένου ἀπὸ τὴν ἔκρηξη
καὶ τὰ βασανιστήρια χεριοῦ του, ἐγὼ μὲ τὴν ὑποστήριξη
τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ
Σταυροῦ γιὰ περιοδικὰ
τσέκ-ἂπ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγκεφαλικοῦ ἰσχαιμικοῦ ἐπεισοδίου
ποὺ εἶχα ὑποστεῖ
(χωρὶς σοβαρὲς συνέπειες, στ’ ἀλήθεια)
στὴ διάρκεια τῆς ἀνάκρισής μου. Ὕστερα
ἀπὸ
χίλιες δυὸ διαβουλεύσεις μέσῳ
δικηγόρων, συγγενῶν καὶ «μικροπρακτόρων» μας ποὺ
κρύβονταν ἀνάμεσα στὴ γραφειοκρατία τοῦ Ὑπουργείου
Δικαιοσύνης, τὰ κανονίζαμε ὥστε νὰ
βρεθοῦμε ταυτόχρονα στὸν ἴδιο θάλαμο. Ἐκεῖ ἄρχιζε
ἡ ἐντατικὴ
μεταξύ μας διαβούλευση καὶ τὰ συμπεράσματά μας τὰ
μεταφέραμε πίσω στοὺς
συντρόφους μας ὅταν ἐπιστρέφαμε στὴ
βάση μας. Ἀρχὲς καλοκαιριοῦ,
λοιπόν, καὶ ἡ τρέχουσα συνομωσία ἔπιασε.
Τὸν
Σάκη θὰ τὸν ἔβλεπα γιὰ
πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ
πιάστηκα τὸν Ὀκτώβρη τοῦ
’67 καὶ προφανῶς τὸ μέγιστο τῆς συγκίνησης προέρχονταν ἀπὸ τὴν προσμονὴ νὰ τὸν
δῶ
καὶ νὰ τὸν σταυροφιλήσω ὕστερα
ἀπὸ τὸν
τραυματισμὸ καὶ τὰ βασανιστήρια τοῦ Ἰησοῦ
ποὺ εἶχε τραβήξει γιὰ τὴν
τιμὴ ὅλων μας.
Μεγάλη τύχη. Στὸν
θάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, βρήκαμε καὶ τὸν Γρηγόρη Φαράκο. Ἀπρόσμενα,
ἡ
“διαβούλευσή” μας ἔπαιρνε ἐν
δυνάμει ἔκταση ποὺ ξεπερνοῦσε
κάθε προσδοκία. Δυὸ στελέχη τοὺς
Δημοκρατικῆς Ἄμυνας θὰ εἶχαν
τὴν
εὐκαιρία
νὰ
μιλήσουν ζωντανὰ μὲ κορυφαῖο
στέλεχος τοῦ
ΚΚΕ χωρὶς κίνδυνο καὶ λογοκρισία! Ποῦ
τέτοια τύχη.
Ἡ “ἀτζέντα”
τῶν
συζητήσεών μας φυσικὰ ἦταν θεωρητικὰ μᾶλλον
ἀτελείωτη.
Νὰ ἐκτιμήσουμε
τὴν
πολιτικὴ κατάσταση, νὰ ἀλληλοενημερωθοῦμε
γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὸ ἀντιστασιακὸ κίνημα, γιὰ τὶς ἐξελίξεις
στὸ ἐξωτερικό, γιὰ τὴν
κατάσταση τῶν συντρόφων μας στὶς διάφορες φυλακὲς ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια,
κλπ., κλπ…
Ἂς
τὰ
πιάσουμε, τώρα, τὰ πράγματα μὲ τὴ
σειρά τους.
Στὸ θάλαμό μας εἶχαν
τηλεόραση μὲ σχετικὰ μεγάλη ὀθόνη.
Ἦταν
μόνιμα ρυθμισμένη στὸ κανάλι τῆς ΥΕΝΕΔ, δηλαδὴ
τοῦ στρατιωτικοῦ σταθμοῦ.
Μὲ ἦχο
κι αὐτὸν μόνιμα ρυθμισμένο ὥστε
νὰ ἀντιλαλεῖ
περίπου σὲ ὁλόκληρο τὸν
θάλαμο, ἡ τηλεόραση ἔπαιζε ἄριστα
τὸν
ρόλο της ὡς «χωνί» τῆς
χουντικῆς προπαγάνδας. Τὶς περισσότερες φορὲς ἦταν
ἰδιαίτερα
ἐνοχλητική,
μέχρι ποὺ κάποια μέρα κάποιος καρκινοπαθὴς
ποινικὸς κρατούμενος, ποὺ πάλευε μὲ
τοὺς ἀνυπόφορους πόνους του σηκώθηκε ἀπὸ τὸ
κρεβάτι καὶ ἔριξε ἕνα
ποτήρι νερὸ μέσα στὰ
μεγάφωνα τοὺς συσκευῆς. Ἔγινε ὁ
χαμὸς μὲ τοὺς φύλακες-νοσοκόμους, ἀλλὰ
τί νὰ τοῦ κάνουν; Ἔτσι
κι ἀλλιῶς σὲ λίγες μέρες θὰ
πέθαινε. Τελικὰ ἀχρηστεύθηκε τὸ ἕνα
μεγάφωνο, ὡς φαίνεται, καὶ ἔτσι ἀκουγόταν μόνο τὸ
μπάσο. Ἀνακουφιστήκαμε κάπως. Ὁ ἦχος ἦταν
λιγότερο ἐκνευριστικός.
Ἐκείνη
τὴ
μέρα καθόμασταν μὲ τὸν Σάκη στὸ
μεσιανὸ τραπέζι τοῦ θαλάμου καὶ εἴχαμε
ἐπιδοθεῖ σὲ
μία βαθυστόχαστη ἐπιστημολογικὴ
συζήτηση. Ἦταν ἕνα διάλειμμα στὶς
πολιτικοϊδεολογικὲς διαβουλεύσεις μας. Ἐκεῖνο
τὸν
καιρὸ διάβαζα Ackoff γιὰ νὰ
διαμορφώσω μία τελικὴ ἄποψη
γιὰ τὸ λογικὸ
μοντέλο τῆς ἐπιστημονικῆς ἀπόφανσης. Ὁ
Σάκης εἶχε προσχωρήσει στὸν προβληματισμό μου, ἀλλὰ εἶχε
σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὸ
κατὰ πόσο οἱ ἀπόψεις τοῦ Ackoff
μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἀντίκρισμα
στὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Διατύπωνε τὸν
φόβο μήπως ὁδηγοῦσαν
τελικὰ σὲ φορμαλισμοὺς
μὲ
μειωμένο κύρος οὐσιαστικῆς ἀλήθειας. Μέσα σὲ
μία τέτοια ἀτμόσφαιρα βαθυστόχαστων φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων
ποὺ καλλιεργοῦσε τὴν διάθεση φυγῆς ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα
τῆς χουντικῆς καθημερινότητας, ἀκοῦμε ξαφνικὰ νὰ
βγαίνει ἀπὸ τὸ
«κουτί» ἡ βραχνὴ φωνὴ τοῦ Παπαδόπουλου, γελοιοποιημένη ἀκόμη
περισσότερο ἀπὸ τὴν λειψὴ ἀπόδοση
τοῦ τραυματισμένου ἠχητικοῦ
συστήματος. Στρεφόμαστε πρὸς τὴν τηλεόραση καὶ ἀντικρίζουμε
τὸν δικτάτορα στημένο μεγαλοπρεπῶς
στὸ κεντρικὸ βῆμα τῆς Βουλῆς, καὶ ἀπὸ
κάτω ἕνα πλῆθος
γερόντων καὶ μεσηλίκων, καθισμένων στὰ ἕδρανα
σὰν
καλοὶ πειθαρχικοὶ μαθητές. Πολλοὶ εἶχαν
τὶς
ρεπούμπλικές τους ἀκουμπισμένες μπροστὰ
τους σὰν σύμβολα κύρους καὶ
σοβαρότητας.
Φυσικά, προσγειωθήκαμε ἀπότομα
καὶ πήραμε τὶς καρέκλες μας νὰ
κάτσουμε κοντύτερα στὴ συσκευὴ
γιὰ ν’ ἀκοῦμε καλλίτερα. Ἀπὸ τὸ
βάθος τοῦ θαλάμου ἀκούστηκε ἕνα
σπηλαιῶδες «ὄξω καριόληδες» ποὺ ἦταν
τὸ
κλασσικὸ ἐπιφώνημα τῶν
ποινικῶν, ὅταν τοὺς ἐκνεύριζε
κάποιος μὲ τὴν ὁμιλία
του ποὺ ἀναγκαστικὰ
διέκοπτε τὸ περίπου συνεχὲς μουσικὸ
πρόγραμμα. Ὁ Σάκης, σοβαρὸς σηκώθηκε ὄρθιος,
στράφηκε πρὸς τὸ ἐσωτερικό τοῦ θαλάμου, καὶ μὲ τὴν
μπάσα ἐπιβλητικὴ φωνή του, ζήτησε τὴν
κατανόηση τοῦ «κοινοῦ» μὲ μιὰ ἐπίκληση τῆς ἰδιότητάς μας ὡς
πολιτικῶν κρατουμένων ποὺ ἤθελαν ν’ ἀκούσουν
τί θὰ τοὺς πεῖ ὁ «καριόλης»! Τὸ αἴτημα
ἔγινε
ἀμέσως
ἀποδεκτὸ
καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ὅσοι
βρῆκαν καρέκλα πλησίασαν καὶ ἔκατσαν κι αὐτοὶ
κοντὰ στὸ μακρὺ
τραπέζι τοῦ θαλάμου. Οἱ ἄλλοι ἔκατσαν
μὲ
κρεμασμένα τὰ πόδια στὰ
κρεβάτια τους καὶ μόνο οἱ βαριὰ ἄρρωστοι
συνέχισαν νὰ παίζουν τὸ ρόλο τους γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται
ὅτι
βρισκόμασταν σὲ θάλαμο νοσοκομείου καὶ ὄχι σὲ ὁμαδικὸ ἀνδρικὸ
κοιτώνα. Πλησίασε καὶ ὁ Φαράκος, στὸν ὁποῖο
κάποιος ποινικὸς ἔσπευσε μὲ
μεγάλη προθυμία νὰ
τοῦ προσφέρει τὴν καρέκλα του. Ἔτσι
στήθηκε ἕνα σπάνιο σκηνικό: Κεντροαριστερὰ
δίπλα στὴν κομμουνιστικὴ παρανομία, καὶ ὅλοι
μαζὶ περιστοιχισμένοι ἀπὸ δεκάδες Βαραβάδες. Ὅλοι μαζὶ
κοιτούσαμε μὲ διψασμένα μάτια τὴν ὀθόνη, ὅπου
τὸν
καθαγιασμένο χῶρο τοῦ
Κοινοβουλίου μαγάριζε ὁ γελοῖος
δικτάτορας μπροστὰ σὲ ἕνα κοινὸ
ποὺ προσπαθοῦσε νὰ παίξει τὸν
ρόλο τῆς τάχα σοβαρῆς κοινωνίας.
Ὁ
Παπαδόπουλος εἶχε συγκεντρώσει στὴν αἴθουσα τῆς Βουλῆς
τοὺς ἐν ἐνεργείᾳ πανεπιστημιακοὺς καθηγητὲς
τῆς ἐποχῆς
μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῆς Ἀκαδημίας
Ἀθηνῶν
καὶ πληθώρα ἄλλων περιδεῶν
διανοουμένων ποὺ δὲν εἶχαν τὸ
θάρρος νὰ ἀπορρίψουν τὴν
πρόσκληση τῆς Χούντας. Ὁ δικτάτορας ἀποτεινόταν,
λοιπόν, στὴν πνευματικὴ ἡγεσία τοὺς
Χώρας καὶ τοὺς ἔκανε τὴν
τιμὴ ν’ ἀκούσουν διὰ
ζώσης τὶς γελοῖες σκέψεις του
διατυπωμένες σὲ ἑλληνικοῦρες
προπολεμικῆς ἐπιθεώρησης μὲ
βλάχους ποὺ ἤθελαν νὰ
φανοῦν πρωτευουσιάνοι. Ἡ ὁμιλία του
ξεκίνησε μὲ ἕνα ἀτέλειωτο ὑβρεολόγιο
ἐναντίον
τοῦ ἴδιου του ἀκροατηρίου
του. Μέχρι καὶ ὑψηλὰ ποσοστὰ
κίναιδων ἐπικαλέστηκε γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὸν ὕποπτο
ρόλο ποὺ οἱ ταγοὶ
τοῦ πνεύματος καὶ τῆς τέχνης παίζουν στὴν
κοινωνία ποὺ ὁ Παπαδόπουλος εἶχε
βάλει … στὸ γύψο. Τοὺς ἔβριζε ἄμεσα
καὶ ἔμμεσα ἐπὶ
μισὴ ὥρα. Ὕστερα, ἄρχισε
νὰ
τοὺς ἐκτοξεύει βαθυστόχαστες ἀμπελοφιλοσοφίες
μὲ ἀποκορύφωμα
τὴν
μνημειώδη παράγραφο ποὺ ἔκτοτε ἀποστήθισα
μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ἐθνικοῦ
μας ὕμνου:
«Παύσατε ἡδονιζόμενοι ὑπὸ τὰς πνοὰς τῶν Δυτικῶν ἀνέμων, ἐκσπῶντες πλάκας ἐκ τῶν πεζοδρομίων καὶ ἐπιρρίπτοντες ταύτας ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τοῦ περιβάλλοντος χώρου».
Ἔτσι
συνόψιζε ὁ γελοῖος τὴν χουντικὴ ἄποψη
γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ
Μάη τοῦ ’68 καὶ τὸν φόβο ποὺ τὸν
κατεῖχε γιὰ τὴν πιθανότητα ἐπέκτασης
τοῦ κινήματος στὴν Ἑλλάδα.
Κάνω μία παρένθεση γιὰ νὰ
δώσω μία χαρακτηριστικὴ εἰκόνα τῆς ὄπερας
μπουφόνε ποὺ παιζόταν καθημερινὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀκόμη
καὶ μέσα στὶς
φυλακές, ὅπου ὁ Παπαδόπουλός μᾶς ἔδινε
καθημερινὴ τροφὴ γιὰ γέλιο. Ἔ,
λοιπόν, ὅταν
ἐπέστρεψα
ἀπὸ τὸν Ἅγιο
Παῦλο στὶς φυλακὲς τῆς Αἴγινας
ὅπου
ἦταν
ἡ
βάση μου, ἔγραψα μὲ μεγάλα μπογιατισμένα γράμματα τὴν
παραπάνω Παπαδοπούλειο ρήση στὸ τοῖχο τοῦ
θαλάμου 5 σὲ περίοπτη θέση. Στὴ πρώτη μετὰ τὴν ἀναγραφὴ
της ἔρευνα, ὁ ἀρχιφύλακας στάθηκε μπροστά της, ἔδωσε
μία γρήγορη ἐντολὴ «βάψτε τὸν
τοῖχο» καὶ ἔστριψε νὰ
βγεῖ ἀπὸ τὸν θάλαμο. Ὁ
Ξυριτάκης καλή του ὥρα, τοῦ φωνάζει
ἀπὸ τὸ
βάθος μὲ βαριὰ Κρητικὴ
προφορά:
Μά,
νὰ σβήσουμε ἀπόσπασμα τοῦ
κ. Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως κύριε Ἀρχιφύλαξ;
Ὁ Ἀρχιφύλακας
κάνει μεταβολή, ξαναστήνεται μπροστὰ στὸν τοῖχο, διαβάζει τὸ ἀπόσπασμα,
ξεροβήχει καὶ ἀποκρίνεται:
Δὲν
τὸ πρόσεξα…. Μμμ, ἐγὼ
ξέρω, βεβαίως! Τὸ
γράψατε γιὰ νὰ τὸ διαβάζετε καὶ νὰ
γελᾶτε. Ἀλλὰ ἐγὼ τί μπορῶ νὰ κάνω; Νὰ τὸ σβήσω; Ἔ, ὄχι καὶ νὰ βρῶ τὸ μπελά μου. Ἀφῆστε
το ὅπως εἶναι!
Αὐτὴ ἦταν μία ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις
μας στὶς ἀνοησίες τοῦ
δικτάτορα. Οἱ ταγοί, ὅμως, ἐκείνη
τὴν ἡμέρα,
τὸν ἄκουγαν
χάσκοντας καὶ ἀκίνητοι σὰν
μαθητούδια μπροστὰ στὸν ἐπιθεωρητή. Στὸ ἀποκορύφωμα
τοῦ ὑβρεολόγιου, γυρίζει ὁ
Σάκης καὶ μοῦ λέει:
—
Βρὲ Κώστα, δὲν θὰ σηκωθεῖ ἄραγε μήτε ἕνας ἀπὸ δαύτους νὰ φύγει, δείχνοντας τὴν
διαμαρτυρία του σὲ ὅσα τοὺς καταμαρτυρεῖ;
Καί, δὲν
σηκώθηκε μήτε ἕνας τους. Ἀνάμεσά τους διακρίναμε πρόσωπα ποὺ ἡ
γενιά μας τοὺς θαύμαζε. Ἀκόμη καὶ ἀγαπούσαμε
μερικοὺς ἀπὸ δαύτους.
Ἀρχίσαμε
μὲ τὸν
Σάκη νὰ καταγράφουμε ἕναν–ἕναν τοὺς παρόντες, ἀλλὰ
περισσότερο νὰ ψάχνουμε ποιοὶ ἔλλειπαν ἀπὸ
κάθε κατηγορία ποὺ σχηματιζόταν ἀπὸ τὴν
παρατήρηση τῆς αἴθουσας μὲ τοὺς ἐπηρμένες κεφαλὲς
καὶ τὰ κενὰ μάτια.
Τόσο πλούσιος ὁ πρῶτος κατάλογος καὶ τόσο φτωχὸς ὁ
δεύτερος !
Ἐκείνη
τὴ
στιγμὴ συνειδητοποιήσαμε τὴ μοναξιά μας σ’ ἐκεῖνο
τὸ
πέλαγος δειλίας τῶν ὁμοτέχνων μας. Καὶ ὁ
Σάκης κι ἐγὼ εἴχαμε ἀρχίσει
νὰ
κάνουμε καριέρα πανεπιστημιακὴ πρίν μᾶς πιάσουν. Τώρα συνειδητοποιούσαμε σὲ
τί θάλασσα σκουπιδιῶν θὰ κολυμπούσαμε ὅταν
μὲ τὸ
καλὸ θὰ περνοῦσε
ὁ ἐφιάλτης
τῆς Χούντας. Μὲ αὐτὰ τὰ συναισθήματα καὶ σὰν
νὰ ἤμασταν συντονισμένοι, στραφήκαμε στὸν
Φαράκο. Τοῦ λέει ὁ Σάκης:
—Γρηγόρη,
τί σκατὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ βλέπουμε;
Καὶ ὁ Γρηγόρης, μὲ ὕφος
ποὺ ξεχείλιζε περίσκεψη, μᾶς ψιθυρίζει:
—Μὴ
χρησιμοποιεῖτε τέτοιες ἐκφράσεις!
Δὲν εἶναι ἀνάγκη. Ἡ κατάσταση μήπως δὲν ἦταν
γνωστή;
Ἡ
κουκουέδικη εὐπρέπεια συνδυασμένη μὲ τὸν γενικευτικὸ
λόγο τῆς ἁπλοποιημένης μαρξιστικῆς
θεώρησης. Δὲν ἄρεσε, ὅμως,
καθόλου στὸν δικό μας μικροαστικὸ ριζοσπαστισμό. Ἐμεῖς
τὰ
βλέπαμε “σκατά” καὶ τὰ ὀνοματίζαμε ἀνάλογα. Ἂν
τὸ
περιμέναμε ὅτι ἔτσι θὰ ἦταν;
Πιθανόν, ἀλλὰ δὲν θέλαμε νὰ τὸ
πιστέψουμε. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μᾶς ἦταν
εὔκολο
νὰ
φανταστοῦμε μίαν ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης ὅπου
ὅλ’
αὐτὰ τὰ
“σκατά” θὰ εἶχαν αὐτομάτως
ἐξαφανιστεῖ εἴτε
διὰ πελέκεως εἴτε σὲ κάποια Σιβηρικὴ ἀπομόνωση. Βαθιὰ
μέσα μας ξέραμε ὅτι θὰ εἴχαμε νὰ
παλέψουμε μέσα σὲ ἕνα σύστημα ποὺ
χωροῦσε ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ
σκατά. Αὐτὰ ἔχει ἡ δημοκρατία. Δὲν ἐξαφανίζει
ἀνθρώπους,
ἀλλὰ ἀλλάζει
καταστάσεις. Κοιταχτήκαμε λοιπὸν στὰ μάτια μὲ τὸν
Σάκη, ὕστερα ξαναγυρίσαμε τὴ ματιά
μας στὴν ὀθόνη καὶ
παρακολουθήσαμε σιωπηλοὶ ὅλη τὴν τελετουργία ἐξευτελισμοῦ
τῆς ἐθνικῆς μας ἰντελλιγκέντσιας.
Μέχρι τὸ τέλος, ποὺ ὁ δικτάτορας διέταξε τοῦ
ζυγοὺς λύσατε, οὔτε ἕνας τους
–μά, οὔτε ἕνας τους– δὲν
πῆρε
τὸ
ρεπούμπλικό του καὶ νὰ
σηκωθεῖ νὰ φύγει.
Ἔστω
χωρὶς νὰ πεῖ λέξη. Μόνο μὲ τὸ
κεφάλι ψηλά. Ἔκπτωση τῆς προσδοκίας: Ἔστω καὶ μὲ τὸ
κεφάλι σκυφτὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει στόχο.
Ὅταν
τέλειωσε ἡ παράσταση ἐκείνη, ξέραμε ὅτι
ἡ ἀτζέντα
τῶν
διαβουλεύσεών μας ἔπρεπε ν’ ἀλλάξει
ἄρδην. Δὲν χρειάστηκαν πολλὰ
λόγια καὶ συντονιστήκαμε μὲ τὸν Σάκη, σὲ ἕνα
διάλογο δυὸ ἡμερῶν ποὺ σημάδεψε τὴ
ζωὴ καὶ τῶν δυό μας, ὅπως φάνηκε μὲ τὰ ὅσα
ἐπακολούθησαν.
Ἡ εἰκόνα
τῆς
ρεπουμπλικοφορούσας πλειονότητας τῆς ἀκαδημαϊκῆς ἐλὶτ
ποὺ ἀνέκφραστη ὡς ἔνοχη
δεχόταν τὸ καταιγιστικὸ ὑβρεολόγιο τοῦ
δικτάτορα καὶ χάσκουσα στὴ συνέχεια συνέπραττε στὴν
παράσταση τῆς σουρεαλιστικῆς ὄπερας μὲ
τοὺς ἀμπελοφιλοσοφίες του, δὲν ἄφηνε
κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Μήτε καὶ ἐλπίδας μὲ
δαύτους. Μὲ ἐλάχιστα λόγια συμφωνήσαμε μὲ τὸν
Σάκη, ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοὺς
οὐσιαστικῆς
δημοκρατίας θὰ ἀποβεῖ φενάκη, μὲ
τέτοια σκατὰ στὸν ἀφρὸ
τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας. Πῶς θὰ μποροῦσαν
αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
νὰ
σταθοῦν στὸ ἀμφιθέατρο τοῦ
δημοκρατικοῦ πανεπιστημίου; Τί θὰ μποροῦσαν
νὰ
προσφέρουν στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς
πραγματικῆς ἀκαδημαϊκῆς
κουλτούρας; Τί θὰ τοὺς κάναμε ὅλους
αὐτούς;
Ἡ
πρώτη σκέψη ἦταν ἡ «κάθαρση». Μὲ
λίγη σκέψη παραπάνω τὸ
πρόβλημα ἔχανε τὴν εὐκαιρία μιᾶς
τέτοιας συνοπτικῆς λύσης. Σὲ συνθῆκες
δημοκρατίας κάνεις κάθαρση σὲ χώρους ὅπου
τὸ
κάθαρμα ξεχωρίζει σαφῶς ὡς μικρὸ
μέρος σὲ σχέση μὲ τὸν καλὸ
καρπὸ ποὺ τὸ φιλοξενεῖ. Ὅταν,
ὅπως,
τὸ
κάθαρμα ἀποτελεῖ τὸ μεῖζον
ποσοστὸ τοῦ καρποῦ εἶναι
ἀδύνατο
νὰ τὸ
ξεφορτωθεῖς πετώντας το. Γιατί ὁ καρπὸς
δὲν
εἶναι
οἱ ἄνθρωποι
ἐν
προκειμένῳ, ἀλλὰ τὸ ἐκπαιδευτικὸ
σύστημα, τὸ εὐρύτερο σύστημα ἀναπαραγωγῆς
τῆς
γενικῆς κουλτούρας. Δὲν μπορεῖς
νὰ
πετάξεις ἕνα τέτοιο σύστημα. Ὅσοι τὸ ἐπιχείρησαν
ὁδήγησαν
τὶς κοινωνίες σὲ ἐκτρωματικὲς
καταστάσεις. Μπερδευτήκαμε μὲ τὸ ζήτημα καὶ τὸ ἀφήσαμε
ἀνοιχτό.
Μᾶλλον
ἡ
ζωὴ θὰ δείξει, συμφωνήσαμε.
Καθὼς ἀρχίσαμε
μὲ
πεῖσμα καὶ γρήγορους ρυθμοὺς
νὰ
μπαίνουμε συνεχῶς καὶ βαθύτερα στὸ
νόημα τοῦ προβλήματος, συνειδητοποιούσαμε ὅτι
εἴχαμε
μπροστά μας ἕνα ἐξαιρετικὰ
πολύπλοκο προσωπικὸ καθῆκον. Καλὲς
εἶναι
οἱ
γενικεύσεις καὶ
θεωρητικὲς ἀφαιρέσεις, ἀλλὰ ὁ
κόμπος εἶναι πάντα στὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι
ἡ
προσωπικὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ
πρόβλημα. Ὁ Σάκης, μὲ τὴν τόσο κοφτερὴ
καρτεσιανὴ σκέψη του ἔκοβε κι ἐγὼ ἔραβα.
Ἔτσι,
κάθε λεπτὸ ποὺ περνοῦσε
συνειδητοποιούσαμε ὁλοένα καὶ
σαφέστερα τί ἔπρεπε
νὰ
κάνουμε στὴ ζωή μας, ὅταν ἐπιτέλους θὰ
περνοῦσε ὁ ἐφιάλτης καὶ θὰ
βγαίναμε στὸ ξέφωτο.
Στὶς ἐλάχιστες σημειώσεις ποὺ
κρατοῦσα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (ἐκ
τοῦ φόβου τῆς λογοκρισίας καὶ
κατάσχεσης) βρίσκω σήμερα μερικὲς κρυπτικὲς
φράσεις σχετικὲς μὲ τοὺς διαλόγους τῶν ἡμερῶν
μας στὸν Ἅγιο Σάββα. Ὁμολογῶ ὅτι
δὲν
μπορῶ νὰ θυμηθῶ ὅλα
τὰ
στοιχεῖα ποὺ θὰ μὲ
βοηθήσουν νὰ ἀποκρυπτογραφήσω τὰ
κειμενάκια. Συνειρμικά, ὅμως, ἀναπαράγω
τὶς
εἰκόνες
τῶν ἡμερῶν ἐκείνων
καὶ ἀπὸ τὶς εἰκόνες φτάνω στὶς
σκέψεις καὶ μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὶς
σκέψεις προχωρῶ καὶ στὰ πραγματικὰ
λόγια μας. Δὲν ἔχω σκοπὸ
σ’ αὐτὸ τὸ κείμενο νὰ
μπῶ στὴν οὐσία τῶν ὅσων
κουβεντιάσαμε. Οὔτε καὶ γιὰ ὅσα ἀποφασίσαμε, μὲ
μιὰ ὑπερφίαλη αἰσιοδοξία,
εἶναι
ἀλήθεια,
πού μᾶς ἔκανε νὰ θεωροῦμε
δεδομένο ὅτι ὄχι μόνο νὰ ἐπιβιώσουμε,
ἀλλὰ θὰ ἔχουμε
καὶ τὴ δύναμη «μετά» νὰ
κυνηγήσουμε τὰ ὄνειρά μας. Ἕνα
μόνο θὰ πῶ
καὶ θὰ τελειώσω αὐτὸ τὸ ὀδυνηρὸ
ψάξιμο στὶς μνῆμες ἐκείνων τῶν ἡμερῶν.
Ὁ
Σάκης ἦταν σαφὴς στὴν ἀντίληψη, ὅτι
μὲ
τέτοια ποιότητα ἰντελλιγκέντσιας ἡ δημοκρατία καὶ ὁ
σοσιαλισμὸς δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ πάει πολὺ
μακριά. Ἡ ἀφεντιά μου πάλι, συμφωνοῦσε
μὲν
μὲ τὴ
θέση αὐτή, ἀλλὰ ὑπερθεμάτιζε μὲ τὴν
πρόγνωση ὅτι ἔτσι κι ἀλλιῶς,
ὅταν
ἔλθει
ἡ
στιγμὴ τῆς ἀπελευθέρωσης αὐτὰ τὰ
φρόκαλα θὰ τὰ ἔχει πάρει ἤδη
ὁ ἄνεμος
τῆς ἀλλαγῆς.
Γιατί ν’ ἀσχολούμαστε μαζί τους;
Καὶ οἱ
δυό μας, μολαταύτα, συμφωνήσαμε χωρὶς πολλὲς
κουβέντες ὅτι ὅταν ἔλθει ἡ εὐλογημένη
στιγμὴ θὰ πρέπει νὰ ἀφοσιωθοῦμε
καὶ νὰ δουλέψουμε γιὰ τὴν Ἀνώτατη
Ἐκπαίδευση.
Ἡ
ζωή μας εὐλόγησε, περισσότερο ἐμένα καὶ
λιγότερο τὸν Σάκη, νὰ δοῦμε τὸ τάμα μας νὰ
παίρνει σάρκα καὶ ὀστά.
Ὁ
Σάκης ἔφυγε νωρίς. Πρόλαβε, ὅμως, μὲ τὴν
δουλειά του στὴν Ὁμάδα Ἐργασίας
γιὰ τὶς Κοινωνικὲς Ἐπιστῆμες
καὶ ὕστερα στὸ
Πάντειο νὰ κάνει τὴν οὐσιαστικὴ
συμβολή του. Ἡ τύχη δὲν τοῦ ἐπιφύλαξε τὴν
εὐτυχία
νὰ
χαρεῖ τοὺς κόπους του. Ἐγὼ
πάλι, ξενιτεύτηκα γιὰ ἕνα
διάστημα στὴ Σουηδία γιὰ νὰ μελετήσω τὶς
μεθόδους διδασκαλίας τῶν οἰκονομικῶν,
ἀλλὰ
λίγα χρόνια ἀργότερα εἶχα τὴν μεγάλη εὐτυχία
νὰ
μοῦ ἐμπιστευτοῦν
τὴν ἵδρυση
καὶ ὀργάνωση τοῦ
Πανεπιστημίου Αἰγαίου. Ὁ Σάκης, τότε δὲν
ζοῦσε πιά. Ὅμως οἱ
κουβέντες μας τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἁγίου Σάββα ἄφησαν
βαθιὰ χαραγμένες στὸ μυαλὸ
καὶ τὴν ψυχή μου, σκέψεις καὶ
συναισθήματα ποὺ κυριάρχησαν στὴ προσπάθειά μου νὰ ὀργανώσω
ἕνα
πρότυπο πανεπιστήμιο.
Μακάρι ἡ
μόνιμη θλίψη γιὰ τὸ πρόωρο χαμὸ ἑνὸς ἀδελφοῦ νὰ
δίνει καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως
σ’ ἐμένα, τὴν χαρὰ τῆς
δημιουργίας πάνω στὰ λόγια ποὺ ἀντάλλαξαν
μαζί τους καὶ γονιμοποίησαν γιὰ πάντα τὴν
σκέψη καὶ φαντασία τους. Ἀπὸ αὐτὴ
τὴν ἄποψη
θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου τυχερό. Γιατί θυμᾶμαι.
Σάμος,
Νοέμβριος 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου