Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος
Συνταιριάζοντας
τὰ ἀντίθετα.
Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὴν Ἠλεία.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 5ο,
Καλοκαίρι 2008
Θὰ εἶχε νυχτώσει γιὰ τὰ καλά, ὅταν φθάσαμε μὲ τὸν Μάκη στὸν Πύργο, μιὰ Πέμπτη, στὰ τέλη Μαΐου 1972. Ὁδηγοῦσα τὸ παλιὸ φιατάκι τῆς ἀδελφῆς μου πού, ἐπειδὴ ὑπερθερμαινόταν, ἔπρεπε κάθε τόσο νὰ σταματοῦμε γιὰ νὰ γεμίζουμε τὸ ψυγεῖο μὲ νερό. Μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες στάσεις, ταξιδεύαμε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ πάνω ἀπὸ ὀκτὼ ὧρες.
Ἔτσι, ἡ πρώτη μου εἰκόνα ἀπὸ τὴν Ἠλεία δὲν ἦταν κάποιο εἰδυλλιακὸ τοπίο, οὔτε κὰν ὁ φωτισμένος Πύργος, ψηλὰ ἀπὸ τὰ Χανάκια. Ἦταν μιὰ παλιὰ ἰσόγεια μονοκατοικία στὴν ὁδὸ Πετροπούλου, μὲ μιὰ μεγάλη λεμονιὰ στὴν αὐλή, ὅπου μᾶς περίμεναν οἱ γονεῖς τοῦ Μάκη, ὁ κ. Ἄγγελος καὶ ἡ κ. Μαρία Παρασκευοπούλου. Ὁ Τάκης, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Μάκη, σπούδαζε τότε ἀρχιτεκτονικὴ στὴ Ρώμη, καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέραμε γι’ αὐτὸν εἶναι ὅτι εἶχε μπλέξει μὲ κάτι παράξενες ὀργανώσεις, τὴν Lotta Continua ἢ τὴν Avanguardia Operaia, δὲν θυμᾶμαι πιά. Μὲ φίλους του Ἰταλοὺς ποὺ τὸ παίζανε τουρίστες μᾶς ἔστελνε κάθε τόσο κάτι παμφλέτια γιὰ τὴν κατάσταση στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν χαρακτήρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει ὁ ἀντιδικτατορικὸς ἀγώνας (νὰ ἀποβλέπει δηλαδὴ ὄχι μόνον στὴν ἀνατροπὴ τῆς χούντας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀποτίναξη τῶν κάθε εἴδους ζυγῶν, σὲ μιὰ πορεία πρὸς ἕναν αὐτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό!). Ἦταν ὅλα τυπωμένα μὲ μικροσκοπικὰ στοιχεῖα μιᾶς σπάνιας γραμματοσειρᾶς, σὲ μικρὸ μέγεθος, γιὰ νὰ μποροῦμε —ὑποτίθεται— νὰ τὰ διακινοῦμε πιὸ εὔκολα. Συγγραφέας ἑνὸς ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Στέλιος Ράμφος, σπουδαῖος διανοητὴς ἀπ’ ὅ,τι ἀκούγαμε, ἀλλὰ ἄγνωστος τότε ἀκόμη σὲ μᾶς.
Ὅσοι πάντως λένε ὅτι ἡ ὄσφρηση εἶναι δυνατότερη αἴσθηση ἀπὸ τὴν ὅραση ἔχουν δίκιο. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ, περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο θυμᾶμαι τὴν ἐξαίσια εὐωδιὰ ἀπὸ τὸ γουρουνάκι στὸ φοῦρνο, ποὺ εἶχε μαγειρέψει ἡ μητέρα τοῦ Μάκη γιὰ νὰ μᾶς καλωσορίσει.
Εἶχε προσθέσει τὸ λεπτοκομμένο σκορδάκι σὲ σχισμὲς ποὺ ἡ ἴδια εἶχε χαράξει στὸ κρέας, ἔτσι ὥστε νὰ ψηθεῖ καλύτερα μαζί του. Ἐπρόκειτο γιὰ πανδαισία.
Τί
γυρεύαμε
ὅμως τότε στὸν Πύργο δυὸ ἐπὶ πτυχίῳ φοιτητὲς τῆς Νομικῆς, μπλεγμένοι τότε ὣς τὰ μπούνια μὲ τὰ ἀντιδικτατορικά; Τὸ Πάσχα εἶχε περάσει καὶ οἱ καλοκαιρινὲς διακοπὲς ἀπεῖχαν ἀκόμη πολύ. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ψάχναμε ἕνα ἥσυχο μέρος γιὰ νὰ διαβάσουμε, ἐν ὄψει τῆς ἐξεταστικῆς τοῦ Ἰουνίου. Ἐγὼ χρωστοῦσα δύο μαθήματα γιὰ νὰ πάρω πτυχίο, καὶ ὁ Μάκης δὲν θυμᾶμαι πόσα. Στὴν Ἀθήνα, ἡ χούντα εἶχε μόλις διαλύσει τὴν «Ἑλληνοευρωπαϊκὴ Κίνηση Νέων» καὶ συλλάβει τὸν Παναγιώτη Κανελλάκη, τὸν πρόεδρό της καὶ φίλο μας.
Καθὼς εἴχαμε βρεθεῖ στὴ δίνη τῶν γεγονότων καὶ ἡ ἀσφάλεια μᾶς παρακολουθοῦσε, σκεφτήκαμε νὰ πᾶμε γιὰ λίγες μέρες στὸν Πύργο, γιὰ νὰ ξεφύγουμε. Ἐκ τῶν ὑστέρων, ἡ σκέψη φαίνεται μᾶλλον ἀφελής, ἀλλὰ τότε ἔτσι τὸ εἴχαμε δεῖ. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐγὼ τότε ἀνακάλυψα
τὴν Ἠλεία ἀφοῦ, ἂν ἑξαιρέσει κανεὶς μιὰ σχολικὴ ἐκδρομὴ στὴν Ὀλυμπία, λίγα χρόνια
πρωτύτερα, τὴν ἀγνοοῦσα.
*****
Ἡ δεύτερη εἰκόνα ἀπὸ ἐκείνη τὴν πρώτη «κάθοδο» προέρχεται ἀπὸ τὴν διαδρομὴ ποὺ κάναμε τὴν μεθεπομένη, πρὸς τὸν Ἁγιανάκη. Ἐκεῖ, δίπλα στὸν μικρὸ σταθμὸ τοῦ τρένου, σὲ μιὰ ἐξωπραγματικὴ τοποθεσία ἀνάμεσα στὸ δάσος καὶ τὴ θάλασσα, βρισκόταν τὸ «μυθικὸ» σπίτι
τοῦ Κανελλάκη. (Σὲ αὐτό, κάτω ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τοῦ Παύλου, τῆς Φρειδερίκης καὶ ἄλλων μελῶν τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, χαράσσονταν ἡ στρατηγικὴ τοῦ φοιτητικοῦ κινήματος —καὶ ὄχι μόνον!— ἐκεῖνα τὰ χρόνια, καθὼς ἡ χωροφυλακὴ δὲν τολμοῦσε νὰ ἐπέμβει
στὸ ἐξοχικὸ σπίτι ἐνὸς παλιοῦ καὶ ἰσχυροῦ παράγοντα τῶν ἀνακτόρων). Ἡ χούντα εἶχε μόλις ὁλοκληρώσει τὴ νέα, τὴ σημερινὴ ἐθνικὴ ὁδὸ Πύργου-Κυπαρισσίας καὶ ὁ Μάκης προσπαθοῦσε νὰ μὲ πείσει ὅτι ἡ χάραξή της ἦταν ἀτυχὴς καὶ ἡ κατασκευή της πρόχειρη. (Τὰ ἴδια σημειωτέον ἔλεγε καὶ γιὰ τὸ μεγάλο ἀρδευτικὸ τοῦ Πηνειοῦ, ποὺ τότε τὸ εἶχε καὶ αὐτὸ ἐγκαινιάσει ἡ χούντα καὶ πού, ὅπως μᾶς ἔλεγαν, θὰ διπλασίαζε τὴν παραγωγὴ στὴ μεγάλη ἠλειακὴ πεδιάδα. Στὴν ἔνστασή μου ὅτι θὰ ἦταν ἀνώφελο νὰ ἀντιδροῦμε στὴν ἐξέλιξη, ἀπαντοῦσε ὅτι ἡ «ἐξέλιξη» δὲν εἶναι οὐδέτερη ἔννοια, οὔτε ἀντικειμενική. Τίποτα λοιπὸν δὲν μᾶς ὑποχρέωνε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ χούντα κάνει καὶ κάποια ἔργα! Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ὁ Μάκης, ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα εἶχε χαρεῖ τὸ γκὸλ ποὺ πέτυχε ὁ Πανηλειακὸς στὸ μὰτς τῆς Β´ Ἐθνικῆς ποὺ παρακολουθήσαμε ἐκεῖνες τὶς μέρες στὸν Πύργο, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ τὸ δείξει).
Εἴχαμε μόλις ἀφήσει ἀριστερά μας τὴν στροφὴ πρὸς τὰ Κρέστενα καὶ τὴν Ἀνδρίτσαινα καὶ κατευθυνόμασταν μὲ τὸ φιατάκι πρὸς τὸν Καϊάφα. Ἡ κατηφόρα πρὸς τὸ Κάτω Σαμικό, μὲ τὸν δρόμο νὰ διασχίζει τὸ πυκνὸ δάσος καὶ τὴν θάλασσα νὰ ξεπροβάλλει ξαφνικὰ μπροστά
μας σὰν ψεύτικη, μοῦ εἶχε κόψει τὴν ἀνάσα. Ὅσο γιὰ τὸν Καϊάφα, λίγα χιλιόμετρα πιὸ κάτω, δὲν ἦταν μόνον ἡ λίμνη, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γαλήνη της, οὔτε τὸ κατάφυτο νησί της ποὺ μὲ καθήλωσαν. Ἦταν καὶ τὰ μισο-ἐγκαταλελειμμένα κτίρια τῶν παλιῶν ξενοδοχείων πού,
ἀναδύοντας μιὰν ἀτμόσφαιρα παρακμῆς, ἔφερναν στὸ νοῦ παλιὰ μεγαλεία, μέρες ζωντάνιας καὶ γιορτῆς.
*****
Ἔκτοτε, μετὰ τὴν Ἀθήνα, στὴν ὁποία γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα, ἡ Ἠλεία —περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ νησιὰ τῶν γονιῶν μου, τὴν Κεφαλονιὰ καὶ τὴ Χίο— ἔχει γίνει ἡ δεύτερη πατρίδα μου. Ἂν ἔπρεπε νὰ ἐξηγήσω γιατί, θὰ ἔλεγα ὅτι, πέρα ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους
Ἠλείους φίλους, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι συνταιριάζει ἁρμονικότερα ἀπὸ κάθε ἄλλη γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας τὸ βουνὸ μὲ τὴ θάλασσα, τὸ παλιὸ μὲ τὸ νέο, τὸ ἀστικὸ μὲ τὸ ἀγροτικό, τὸ πράσινο μὲ τὸ μπλέ.
Ἕνας περίπατος στὸ κτῆμα Μερκούρη, τὸν Καϊάφα, τὸ δάσος τῆς Φολόης, τὸ Λέπρεο καὶ τὴν Ἀρχαία Ὀλυμπία (πρωῒ-πρωΐ, ὅταν δὲν ἔχουν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ τὰ τουριστικὰ καραβάνια) σὲ γεμίζει μὲ τὸ μοναδικὸ αἴσθημα ὅτι τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ συντεθοῦν. Καὶ ὅτι μέσα
ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύνθεση —ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐπιχειρήσει καὶ γιὰ τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες!— ἐνδέχεται νὰ βγεῖ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο, ὅ,τι πιὸ ζωντανὸ ὑπάρχει γιὰ τὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν νοῦ τοῦ καθένα μας.
Ἀθήνα, Φεβρουάριος 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου