Δέσποινα Τομαζάνη
Μὲ ἕνα
βιβλίο…. χορταίνεις.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 9ο, Χειμώνας 2010.
Ξεχώρισε ἀπὸ
τὴν παρέα, μόλις πρόφερε τὴ λέξη Τερέζα. Λὲς καὶ ἡ
λέξη, μόλις τὴν πρόφερε, τοῦ ἀπέδωσε
τὸ πρόσωπό του. Μόνο τότε πρόσεξα, πὼς εἶχε μάτια θαλασσιά. Λάθος ὁ πληθυντικός. Τὸ ἕνα
μάτι, τὸ δεξί, ἦταν πράγματι θαλασσί. Τὸ ἄλλο
ὅμως τὸ ἀριστερὸ ἦταν
ξέθωρο γκρίζο καὶ
μισόκλειστο. Αὐτὴ
ἡ διχρωμία, ἡ χρωματικὴ ἀνομοιογένεια
μαγνήτιζε τὸ βλέμμα καὶ ὅσον
ἀφορᾶ ἐμένα
ἔκανα τὴ σκέψη πὼς κάνει ἄλλο καιρό… σὲ κάθε του μάτι.
Τὰ
μαλλιὰ του ἔντονα
μαῦρα, κουρεμένα
μοντέρνα, ὄρθια, συνέβαλαν
στὴ διατήρηση
κάποιας νεότητας περασμένης, σκανταλιάρας, ποὺ ὅμως
ἀκυρωνόταν ἀπότομα, μόλις ἐπανερχόταν στὸ στόμα του ἡ λέξη Τερέζα.
Οἱ ἄλλοι
τῆς συντροφιᾶς γνωρίζονταν μεταξύ τους καὶ κατάλαβα ἀπὸ
τὰ χαμόγελα καὶ
τὰ κουνήματα τοῦ κεφαλιοῦ τους, πὼς γι’ αὐτοὺς ἡ
λέξη Τερέζα σήμαινε κάτι παρὰ
πάνω ἀπ’ ὅτι γιὰ μένα. Στὴν ἀρχή,
ἔμοιαζε νὰ εἶναι
ἕνας χαρακτηρισμὸς ποὺ συνδέθηκε γρήγορα μὲ τὴ
χήρα του μακαρίτη πρωθυπουργοῦ
τῆς χώρας, κι ὅπως
ἦταν σὲ ὅλους
γνωστό, ὅτι ἡ νῦν
χήρα καὶ τότε ἐρωμένη του τὸν
περιέλθαψε ὡς νοσοκόμα, ὑπέθεσα ὅτι τὸ Τερέζα ποὺ τῆς
ἀπένειμε ὡς τίτλο ἀναφερόταν στὴν Ἁγία
Τερέζα, τὴν ἁγία της φιλανθρωπίας, ἂν δὲν κάνω λάθος, παρόλο ποὺ στὸν ἦχο
τῆς προφορᾶς του ἐπέπλεε
μία κηλίδα εἰρωνείας, ποὺ δὲν
ἤξερες ἀπὸ
ποῦ προέρχεται καὶ πόσο σὲ πλησιάζει.
Στὴ συνέχεια τῆς βραδιᾶς πρόσεξα ὅτι τὸ Τερέζα εἶχε πάρει καθολικὴ διάσταση καὶ χαρακτήριζε ὅλο καὶ περισσότερες γυναῖκες, στὶς ὁποῖες ἀναφερόταν ὁ συνδαιτυμόνας μας, ἄλλες γνωστές, κι ἄλλες ἐντελῶς ἄγνωστές
μας. Συνέλαβα τὸν ἑαυτό μου νὰ διερωτᾶται τί νὰ
ἐννοεῖ ἄραγε μὲ
τὸ Τερέζα, ἀλλὰ
γιὰ λόγους
διακριτικότητας, μόλις τὸν
εἶχα συναντήσει, δὲν ἔκανα
καμία ἐρώτηση.
«Ὅλως
τυχαίως τὸ τρένο
καθυστέρησε, καὶ ἀντὶ
στὶς πέντε ἦρθε στὶς ἕξι,
λέει ὁ Κούντερα»!
Τόνισε μὲ σημασία τὸ «ὅλως
τυχαίως» καὶ ἔσφιξε τὰ χείλη του ἀπότομα,
ἀλλὰ
πρόλαβα καὶ ἄκουσα ἕνα μμμ ὑπόκωφο, ποὺ ἔβγαινε
συγχρόνως ἀπὸ κάποιο ἐντόσθιό του κι ἕναν βαθὺ στοχασμὸ ἀπ’
ὅπου ξέφευγε ἐκεῖνο
τὸ μμμ σὰν ξέφτι. O ἴδιος χάθηκε σὲ μία ἔκφραση χρόνιου προβληματισμοῦ, ποὺ ἤμουν
βέβαιη, ἤθελε πεισματικὰ νὰ
μᾶς μεταδώσει.
Κατάλαβα
λοιπὸν πὼς αὐτό, ἦταν ἕνας πρόλογος γιὰ κάτι, ποὺ θὰ
ἀκολουθήσει γι’ αὐτὸ καὶ πάλι δὲν ὑπέβαλα
καμιὰ ἐρώτηση, μάλιστα μὲ τὸ
ὕφος μου καὶ τὴ
σιωπή μου ὑπογράμμιζα, πόσο
οὐδέτερη εἶμαι τάχα ὡς πρὸς τὸ θέμα καὶ ὡς
πρὸς τὸ ἄτομό
του ἐν γένει.
Φαίνεται πὼς τέτοιου εἴδους σιωπὲς ἢ
ἀδιαφορίες κεντρίζουν στὸ ἔπακρον
τὸν φίλο μας. Κατέβασε τὸ ποτήρι του μονορούφι, τὸ ξαναγέμισε ἀμέσως καὶ ἄνοιξε
περισσότερο τὸ ποκάμισσό του, σὰν γιὰ νὰ
πάρει ἀέρα.
Ἦταν βράδυ καὶ δὲν
θὰ πρόσεχα τὴ μεγάλη τομὴ σὲ
ὅλο τὸ μῆκος
τοῦ στήθους του, ἂν ὁ
ἴδιος δὲν τὴν ἔδειχνε
μὲ μία κίνηση.
—Ὅταν
μὲ πήγανε στὸ νοσοκομεῖο…
Ἡ τομή, ἔδειχνε ἐγχείρηση ἀνοιχτῆς καρδιᾶς. Μία τόσο σοβαρὴ ἐγχείρηση
καὶ μάλιστα αἰφνιδίως δηλωθεῖσα ἀνασκευάζει ἂν μὴ τί ἄλλο τὸ βλέμμα μας. Συνέλαβα τὸ δικό μου βλέμμα νὰ κοιτάζει μὲ
ἀποτροπιασμὸ τὴν
κάθετη οὐλὴ στὸ στῆθος του. Διόρθωσα ἀμέσως
τὸ βλέμμα μου. Μιὰ γάζα συμπόνιας ἁπλώθηκε ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ τὴν
οὐλή του. Εἶδα τὸ γκρίζο του μάτι νὰ σημειώνει τὴν ἀλλαγὴ καὶ δῆθεν
ἐνθαρρυμένος συνέχισε:
—«O γιατρός μου μετὰ τὴν
ἐγχείρησή μου εἶπε: H μεταλλικὴ βαλβίδα πού σοῦ ἔβαλα εἶναι ἀθάνατη. Δὲν παθαίνει τίποτα. Καὶ φορτηγὸ νὰ
σὲ πατήσει, νὰ σὲ
κάνει πίτα, αὐτὴ θὰ
συνεχίζει νὰ χτυπάει ντάκα
ντούκα σὰν ρολόι.
Τὸν
εἶδα
ξαπλωμένο στὴν
ἄσφαλτο, πίτα, νὰ χτυπᾶ ὁλόκληρος
ρυθμικὰ κι ἐκκωφαντικὰ σὰν
ἀτέρμονο ρολόι.
—Εἶναι καὶ ξυπνητήρι;
—Ποιό;
—H
βαλβίδα σας… εἶπα εὐγενικὰ ὑπομειδιώντας.
—Τὴν ἀκοῦς τὴν Τερέζα; γύρισε στὸν διπλανό του κι ἀμέσως αἰσθάνθηκα ὅτι μπῆκα στὸ ἐπίκεντρο
τῶν λογισμῶν του.
—Ξέρεις
ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν
βαλβίδες: Ἡ μεταλλική, ὅπως
ἡ δικιά μου, ἡ χοιρινὴ καὶ ἡ
ἀνθρώπινη. H χοιρινὴ εἶναι
μεγαλύτερης διάρκειας ἀπὸ τὴν
ἀνθρώπινη, ἀλλὰ
σὲ κρατάει σὲ χαμηλότερα ἐπίπεδα ἀπόδοσης. H ἀνθρώπινη σὲ ἀνεβάζει,
ἀλλὰ
δὲν διαρκεῖ. Ἂν
βάζανε τότε στὸν πρωθυπουργὸ χοιρινή, θὰ κρατοῦσε περισσότερο, ἀλλὰ
βλέπεις ἡ Τερέζα του ,τὸν ἤθελε
ἀνεβασμένο καὶ μάλιστα πρωθυπουργὸ κι ἀποφάσισε νὰ τοῦ βάλουν ἀνθρώπινη. Πάει αὐτός, τετέλεσται.
Ἀπὸ
τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ
Τερέζα συνδέθηκε καὶ
μὲ τὸ
ἄτομό μου αἰσθάνθηκα τὴν ὑποχρέωση
νὰ ξεκαθαρίσω τὸν ὁρισμὸ καὶ ἐνδόμυχα
νὰ τὸν
ὑπερασπιστῶ χωρὶς νὰ ξέρω γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς λόγο.
—Ἐπὶ
τέλους τί εἶναι αὐτὸ
τὸ Τερέζα; ἔκανα μὲ ἀδημονία
καὶ κάποια ἐχθρότητα.
Γύρισε τὸ κεφάλι του πρὸς τὴν παρέα τῶν φίλων του, ποὺ συμφωνοῦσαν, κουνώντας ὁμαδικὰ τὸ
δικό τους καὶ χαμογελοῦσαν μὲ νόημα.
—Οὔτε κι ἐγὼ
δὲν τὸ εἶχα
καταλάβει, μέχρι ποὺ
μιὰ μέρα ἡ γυναίκα μου, ἡ ἀρχιτερέζα,
μοῦ ἔκανε δῶρο τὸν Κούντερα. Μοῦ ἔβαλε
στὸ χέρι «Τὴν ἀβάσταχτη
ἐλαφρότητα τοῦ εἶναι»
κι ἐκεῖ φωτίστηκα.
«Ὅλως
τυχαίως, λέει ὁ μεγάλος, ὅλως τυχαίως τὸ τρένο καθυστέρησε κι ἀντὶ
στὶς πέντε ἦρθε στὶς ἕξι».
Καὶ πάει ὁ γιατρός! κατάλαβες ; Πάει καλιά του. Ἀπὸ
κεῖ καὶ πέρα τὸν ἔκανε
ὅ,τι ἤθελε ἡ Τερέζα.
Δὲν
εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο, ἢ μᾶλλον
τὸ εἶχα
ἀρχίσει κάποτε στὰ γαλλικά, ἀλλὰ
εἶχα δεῖ τὴν
ταινία μὲ τὴν ἀγαπημένη
μου ἠθοποιό, τὴν Ζουλιὲτ Μπινὸς στὸ ρόλο τῆς Τερέζας. Ὥστε ἔτσι τὴν ἔλεγαν
καὶ δὲν τὸ θυμᾶμαι συλλογιζόμουν, καὶ ξαφνικά μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ μία φράση τοῦ Κούντερα ἀπὸ
την «ἀβάσταχτη ἐλαφρότητα τοῦ εἶναι»,
ποὺ ἄφησε στὴ μνήμη μου μίαν ἀνεξίτηλη εἰκόνα. «Ἦρθε, ὅπως τὸ πανέρι μὲ τὸν
Μωϋσῆ βρέφος στὸν Νεῖλο καὶ σταμάτησε στὶς ὄχθες
τοῦ κρεβατιοῦ μου». Μπορεῖ νὰ
μὴν λέει κρεβατιοῦ μου, ἀλλὰ
ζωῆς μου, ὡστόσο στὴν ταινία, ἡ Τερέζα δὲν εἶναι τὸ μοιραῖο γύναιο ποὺ καταστρέφει τὴ ζωὴ τοῦ ἀντικείμενου
τοῦ πόθου της,
συλλογιζόμουν.
Αὐτὴ ἡ
οὐσιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα
στὸ βιβλίο καὶ τὴν
ταινία σὺν ἡ ἐμμονὴ μὲ
τὴν ὁποία
φώτιζε ἕνας ἀναγνώστης τὴν ἡρωίδα
τοῦ μυθιστορήματος μὲ ἔκανε
νὰ ἐνδιαφερθῶ καὶ νὰ
μάθω τὴν δικιὰ του ἱστορία,
ἄρρητα συνδεδεμένη πιὰ μὲ
τὸ βιβλίο. H ἱστορία του, ἐρχόταν ἀποσπασματικά, μὲ εἰκόνες
ἐκτοξευμένες ὅπως τὸ σπέρμα μιᾶς ἐπώδυνης
ἐκσπερμάτισης.
Μοῦ
λέει ἡ Τερέζα:
—Ἀπόψε
θέλω νὰ φάω μὲ μεταξωτὰ τραπεζομάντιλα τὸ καλλίτερο ψάρι, στὴν ἄκρη
τῆς θάλασσας. Οἱ δυό μας. Στὶς ἕντεκα.
Πάω
στὸ πιὸ ἀκριβὸ ρεστωράν, παραγγέλνω μεταξωτὰ τραπεζομάντιλα, ἀστακό, τσιπούρα, κρασὶ γαλλικό, κλείνω τὸ καλλίτερο τραπέζι στὴν ἄκρη
τῆς θάλασσας, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους,
καὶ περίμενα.
Ἐδῶ
ἔκανε παύση. Περιμέναμε κι ἐμεῖς νὰ συνεχίσει. O ἴδιος ὅμως ἔμοιαζε να ’χει ξεχαστεῖ μόνος του στὸ τραπέζι μὲ τὰ
μεταξωτὰ τραπεζομάντιλα,
μάλιστα μοῦ φάνηκε ὅτι
φοροῦσε κι ἕνα πουκάμισο ἀσορτὶ μὲ
τὸ τραπεζομάντιλο, στὸ χρῶμα τοῦ κυκλάμινου.
—Καί;
Δὲν ἦρθε
ἡ Τερέζα; βιάστηκα νὰ τὸν
ἐπαναφέρω στὴν
ἱστορία.
—Σὲ λίγο… ἐδῶ
ἔπαιξε μὲ τὴν
δικιά μου παρέμβαση, ρίχνοντας ἕνα
αὐτάρεσκο βλέμμα στὸ παρελθόν του, καταφθάνει ἡ Τερέζα στολισμένη, ἀρωματισμένη, θεά. Κάθεται. Μόλις ἤρθανε τὰ ἐδέσματα,
κοιτάζει τὸ ρολόι της καὶ μοῦ λέει:
«Ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω, ἔχω κάτι ἐπεῖγον».
Φύγανε καὶ τὰ μεταξωτὰ τραπεζομάντιλα κι ὁ ἀστακὸς καὶ ὅλα.
Μμμ! ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ μμμ! Κουνήθηκε τὸ τραπέζι σὰν ἀπὸ σεισμό, ἀλλὰ
ἦταν τὸ πόδι του ποὺ εἶχε
μπεῖ στὴν πρίζα.» «Ἡ κατσαριδούλα ἡ μικρὴ Τερέζα», μουρμούριζε νευρικὰ ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ τραγουδάκι, ποὺ διαφήμιζε ἐντομοκτόνο.
—Ξέρεις
σὲ τί διαφέρει ὁ ἀστακὸς
ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο;
Κούνησα ἀρνητικὰ τὸ
κεφάλι μου. Ὁ ἀστακὸς ἔχει
τὸν σκελετὸ του ἀπ’
ἔξω καὶ τὸ
δέρμα του ἀπὸ μέσα, ἐνῶ
ὁ ἄνθρωπος
ἔχει τὸν σκελετό του ἀπὸ
μέσα καὶ τὸ δέρμα του ἀπ’
ἔξω.
Τεντώθηκα δῆθεν ἀδιάφορα καὶ ἔβαλα
τὸ χέρι πάνω ἀπὸ
τὸ κεφάλι μου.
—Πόσα
πράματα μαθαίνει κανεὶς
στὶς ταβέρνες.! ἔκανα.
—Ὅταν ὁδηγοῦσα μὲ ἑκατὸν ὀγδόντα
ἡ Τερέζα καθότανε ἔτσι! Τὸ ἕνα
χέρι πάνω ἀπὸ τὸ
κεφάλι της, ξαπλωμένη στὸ
κάθισμα καὶ φώναζε: «Πιὸ γρήγορα! Δὲν μπορεῖς πιὸ γρήγορα»; Τὸ τέρας!
Ξεχείλιζε ὁ θαυμασμὸς του συγχρόνως μὲ τὸ
ποτήρι του ποὺ χύνονταν ἀπ’ ἔξω. Πῆρε μία χαρτοπετσέτα καὶ σφούγγιζε τὸ κρασὶ μὲ
νευρικὲς κινήσεις καὶ μοῦ ἔριχνε
γρήγορες ματιὲς ποὺ μόλις προλάβαινα νὰ συλλάβω.
—Ξαφνικὰ ἀνέβαζε
τὸν πυρετὸ της
σαράντα!, τοὺς σφυγμοὺς της διακόσιους! τοὺς ὀργασμοὺς της ἀμέτρητους!
Ὅ,τι ἤθελε ἔκανε τὸ σῶμα
της… μιλᾶμε γιὰ ἠθοποιὸ ὁλκῆς, ὄχι ἀστεία.
Μιὰ
νύχτα, μόλις εἴχαμε κάνει ἔρωτα στὸ αὐτοκίνητο
καὶ ξεφώνιζε σὰν τρελὴ « πάρε με πάρε με!», ἀνοίγει ξαφνικὰ τὴν
πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ πέφτει ἔξω ἀπὸ
τὸ κάθισμα μὲ τὸ
κεφάλι της νὰ κρέμεται ἔξω στὸ δρόμο, ξερή, ἀναίσθητη. Ἦρθε ἡ ἀστυνομία,
τὸ περιπολικὸ καὶ μὲ
πῆγαν μέσα. Αὐτὴν
τὴν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο. Μὲ ἔψαχναν
γιὰ ναρκωτικά, βρῆκαν κάτι χάπια, ζαντάκ, ποὺ ἔπαιρνα
γιὰ τὸ στομάχι καὶ
μὲ τράβηξαν μέχρι τὸ πρωί.
Τί
ἔκανε νομίζεις;
Διάβαζε τὸν Κούντερα καὶ χτυποῦσε δέκα σελίδες τὴν ἡμέρα.
Τὸν ἐφάρμοζε
πάνω μου. Δάκρυα; ποτάμι τὰ
δάκρυα. Νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς ὅ,τι
ὥρα ἤθελε καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε
αἰτία. Ἔλεγχε τὰ πάντα στὸ σῶμα
της, ὅλα της τὰ συστήματα: Μυικό, νευρικό,
κυκλοφορικό, τὸν ὀργασμό της, τὰ πάντα. Μέχρι ποὺ σμπαράλιασαν ὅλα μαζὶ τὰ
δικά μου συστήματα καὶ νά! Πῆγε πάλι ν’ ἀνοίξει τὸ πουκάμισο, ἀλλὰ τὸν
πρόλαβα σχεδὸν ἐπιθετικὰ :
—Τὸ ἔχουμε
δεῖ αὐτό, εἶπα καὶ σταμάτησε τὴν κίνηση στὴ μέση.
Μοῦ ἦρθε
στὸ νοῦ ἡ
Κάρμεν τοῦ Προσπὲρ Μεριμὲ καὶ ἡ
ἀφήγησή μου θύμιζε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐκεῖνο τὸ ἀριστούργημα
ποὺ καμιὰ ταινία ἀπ’ ὅσες ἐπιχειρήθηκαν στὶς μέρες μας καὶ καμιὰ ἑρμηνεία
δὲν κατάφερε νὰ ἀποδώσει
τὴ μαγεία
τῆς συνάντησης τοῦ Γασκώνου ἀξιωματικοῦ –Ναβάρρο τὸν ἔλεγαν–
μὲ τὸν
δαίμονα —στοιχεῖο τῆς φύσης– ποὺ ἦταν
ἡ Κάρμεν, ὅταν τοῦ πέταξε τὴ γαζία στὸ μέτωπο κι αὐτὸς
ἔνιωσε σὰν νὰ τὸν
χτύπησε βόλι!
Μπράβο
Τερέζα! ἔλεγα ἀπὸ
μέσα μου ἐντυπωσιασμένη.
—Καὶ γιατί λὲς ὅλες
τὶς γυναῖκες Τερέζες;
—Ἒ,
λίγο πολὺ ὅλες εἶστε Τερέζες. Εὐτυχῶς ἡ
ἀρχιτερέζα ἡ γυναίκα μου, μοῦ χάρισε στὴ γιορτή μου τὸ βιβλίο καὶ φωτίστηκα.
Ἔ,
δὲν εἶναι ὅλες οἱ γυναῖκες Τερέζες! Ὑπάρχουν καὶ οἱ
ἀντιτερέζες δὲν νομίζεις; Τί λένε τὰ μαθηματικά; Γιὰ νὰ
ὑπάρχουν οἱ Τερέζες ὑπάρχει καὶ τὸ
ἀντίθετό τους. Αὐτὴ
ἂς ποῦμε, τοῦ ἔδειξα
τὸ ἐξώφυλλο
τοῦ τελευταίου
βιβλίου μου, στὴν κορυφὴ τῆς
καριέρας της κι ὅταν ὅλοι καὶ ὅλα
ἦταν στὰ πόδια της, ἀποσύρθηκε. Σοῦ μοιάζει νὰ ἔζησε
βάσει σχεδίου; Καὶ
κάτι ἄλλο: Ἐπειδὴ σὲ
ἀπασχόλησε πολὺ ἐκεῖνο τὸ «ὅλως
τυχαίως» τοῦ Κούντερα. Τὸ σημεῖο συνάντησης, ἐκεῖ
δηλαδὴ ποὺ τὸ τυχαῖο,
ἐσὺ
ὅπως νομίζεις, συλλαμβάνεται ἀπὸ
τὸ μὴ
τυχαῖο, τὸ δόκανο, τὴν Τερέζα δηλαδή, δὲν πρέπει νὰ μᾶς
ἀπασχολήσει; Ἔστω χῖ καὶ ψῖ…
ποιός εἶναι ὁ ἄγνωστος
χῖ στὴν προκειμένη περίπτωση ἐσὺ
ἢ ἡ
Τερέζα;
Κοίταξε τὸ ἐξώφυλλο,
ὅπου κυριαρχεῖ τὸ
βλέμμα τῆς Λουὶζ Μπρούκς, τῆς πρώτης ἀντιστὰρ τοῦ βωβοῦ κινηματογράφου, διάβασε καὶ τὸν
τίτλο «Θηλυκὸ Νόμισμα», μοῦ ἔριξε
δυὸ τρία δύσπιστα
βλέμματα καὶ ἀποφάσισε.
—Μᾶλλον ἔχεις δίκιο. Αὐτὴ
σὲ κοιτᾶ κατάματα κι ἀπὸ
τὴν πρώτη στιγμή σοῦ λέει: Κοίτα μάγκα
μου ἐδῶ δὲν
προχωρᾶς ὅπως ξέρεις. Ἀλλαγὴ πλεύσης. Ἐδῶ
τὰ πράγματα εἶναι ζόρικα. Θὰ τὸ
πάρω τὸ βιβλίο.
Τὴν
ἄλλη μέρα χτύπησε τὸ τηλέφωνο.
—Θέλω
νὰ σοῦ κάνω τὸ τραπέζι στὸ καλλίτερο ἑστιατόριο τῆς παραλίας μὲ μεταξωτὰ τραπεζομάντιλα, στὴν ἄκρη
τῆς θάλασσας. Εἶσαι;
Ἔκλεισα
τὸ τηλέφωνο καὶ κατέβασα ἀπὸ
τὰ ράφια τὸν Κούντερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου