Ἡ POIANA BRAŞOV χιονισμένη. 1η Μαΐου
1984.
© Φωτογραφίας: Δημήτρης
Κανελλόπουλος.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΟΥ BRAŞOV KAI ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ ΣΤΗΝ ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ. |
Μνήμη Σπύρου Τσακίρογλου,
πιστοῦ συντρόφου καὶ φίλου ἀδελφικοῦ
ποὺ ἄφησε —19 Αὐγούστου 2011—
τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο.
ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ Πρωτομαγιᾶς τοῦ 1984, χιόνισε ξαφνικὰ σ’ ὅλη τὴν Τρανσυλβανία καὶ τὰ χιονοδρομικὰ κέντρα τῶν Καρπαθίων γέμισαν μὲ τουρίστες ἀπὸ τὴν Αὐστρία, τὴν Γαλλία καὶ τὴν Γερμανία. Στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ χειμερινὴ καλοκαιρία, οἱ πίστες τῶν χιονοδρομικῶν κέντρων δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξυπηρετήσουν, ὅσους ἀποζητοῦσαν νὰ κάνουν σκί. Δὲν διέθεταν χιόνι. Ἔτσι χιλιάδες δυτικοευρωπαῖοι συνέρευσαν στὰ (κομμουνιστικά) χιονοδρομικὰ κέντρα τῶν Καρπαθίων. Ἐμεῖς αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζαμε. Τὸ διαπιστώσαμε ὅταν φτάσαμε στὸ Brasov. Ἐνῶ εἴχαμε κλείσει δωμάτιο μέσω τοῦ ΟΝΤ, τοῦ Ἐθνικοῦ Ὀργανισμοῦ Τουρισμοῦ στὸ ξενοδοχεῖο Καρπάθια (Carpaţi), μόλις παρουσιαστήκαμε ἐκεῖ, μᾶς δήλωσαν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσουν. Ἀπευθυνθήκαμε στὸν διευθυντή, ἕναν Πόντιο γεννημένο στὴν Ρουμανία, ὁ ὁποῖος μὲ εὐγενικὸ τρόπο μᾶς εἶπε σὲ ἄπταιστα ἑλληνικά, πὼς διαπίστωσε ἀπὸ τὰ ὀνόματά μας, ὅτι εἴμαστε συμπατριῶτες του, Ρωμιοὶ καὶ μᾶς ἔκανε κράτηση σ’ ἕνα ἄλλο ξενοδοχεῖο, δὲν θυμᾶμαι πὼς τὸ ἔλεγαν τότε, λίγο πιὸ κάτω στὴν γωνία τῆς ὁδοῦ Rebublicii. Δὲν μπορούσαμε νὰ ἀντιδράσουμε, δεχτήκαμε καὶ πήγαμε ἐκεῖ.
Δὲν ἦταν
ἡ πρώτη φορὰ ποὺ βρισκόμουν στὸ Braşov.
Λένε ὅτι τὴν βάφτισαν Braşov οἱ Πετσενέγκοι, λαὸς τουρκομογγολικὴς καταγωγῆς, ποὺ χάθηκε μέσα στὴν χοάνη τῶν εἰσβολέων στὴν περιοχὴ κι ὅτι τ’ ὄνομά της, προέρχεται ἀπὸ τὴν πετσενεγκικὴ λέξη barasu, ποὺ σημαίνει κάστρο ἢ ὀχυρό. Γιὰ
πρώτη φορὰ γίνεται ἀναφορὰ στὴν πόλη, σ’ ἕνα ντοκουμέντο τοῦ 1252, ὅπου ἀναφέρεται ὡς Terra
Saxonum de Barasu, δηλαδὴ
Σαξονικὴ
Γῆ
τοῦ
Baras. Ἀλλάζουν μὲ τὸν
χρόνο ὀνόματα οἱ πόλεις καὶ οἱ
πατρίδες…
Ἡ πόλη, βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῶν Νότιων Καρπαθίων, καὶ ἀπέχει περίπου 156 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι καὶ 160 ἀπὸ τὸ Cluj. Στὴ μέση τῆς ἀπόστασης. Στὸ Braşov, ὑπῆρχε ἰσχυρὴ ἑλληνικὴ παροικία, πρὶν ἀκόμη καταρρεύσει ἡ Κωνσταντινούπολη τὸ 1453. Αὐτοὶ οἱ ρωμιοί, καθὼς κι ἄλλοι ποὺ ἦρθαν ἀργότερα, μὲ διάφορα προνόμια ποὺ ἀπέκτησαν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ αὐτόνομου Πριγκηπάτου τῆς Τρανσυλβανίας, εἶχαν πραγματοποιήσει εὐρεία οἰκονομικὴ διείσδυση στὴν περιοχή.
Προσωπογραφία τοῦ Παναγιώτη Χατζηνίκου.
©
Μπενάκειος Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα. |
Τὴν 1η Ὀκτωβρίου 1678, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τῶν ἐνδιαφερομένων Ἑλλήνων ἐμπόρων τῆς πόλεως, ἡ Δίαιτα τῆς Τρανσυλβανίας σὲ συνεδρίασή της, ἐνέκρινε τὴν ἵδρυση τῆς ἑλληνικῆς ἐμπορικῆς ἑταιρείας τοῦ Brasov. Μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα, ὁ τότε πρίγκιπας τῆς Τρανσυλβανίας, Apafi Mihály, ἐπικύρωσε τὴν παραπάνω ἀπόφαση. Ἑκατὸ χρόνια ἀργότερα, ὁ Παναγιώτης Χατζηνίκου ἀπὸ τὰ Γιάννενα, (αὐτὸς ποὺ υἱοθέτησε τὸν Ζώη Καπλάνη), ὁλοκλήρωσε τὴν ἀνοικοδόμηση μιᾶς παλιᾶς ἐκκλησιᾶς, γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες τῶν ρωμιῶν ποὺ εἶχαν πληθύνει στὴν πόλη. Δώρισε στὴν κοινότητα ἕνα μεγάλο ποσὸ (6.000 φιορίνια) καὶ ἀγοράστηκε τὸ οἰκόπεδο. Ἡ ἐκκλησιὰ περατώθηκε τὸ 1787 καὶ ὀνομάστηκε «Ἐθνικὸς καὶ Ἑλληνικὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος». Λειτουργοῦσαν ἐκεῖ ἕλληνες ἱερεῖς, ποὺ ἔρχονταν κατόπιν προσκλήσεως
τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλες μοναστικὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας.
Ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας τοῦ
Braşov. © Φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. |
Ἡ Ἁγία Τριάδα τῶν Ἑλλήνων, ἔγινε ἀργότερα, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, τὸ μῆλον τῆς ἔριδος μεταξὺ ἑλλήνων καὶ ρουμάνων ποὺ ἔφτασαν μέχρι τὰ αὐτοκρατορικὰ δικαστήρια τῆς Βιέννης, διεκδικώντας την, ἡ κάθε κοινότητα γιὰ δικό της λογαριασμό. Τὰ αὐτοκρατορικὰ δικαστήρια τῆς Βιέννης, δικαίωσαν τὴν ἑλληνικὴ κοινότητα.
ΣΤΟ BRASOV, ΜΕΙΝΑΜΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ. Ὁ καιρὸς ἦταν
βαρύς, συννεφιασμένος. Στὴν
πόλη δὲν εἶχε χιονίσει, ὅπως στὴν κορυφὴ τῶν
Καρπαθίων Postavarul, ποὺ βρισκόταν μερικὰ χιλιόμετρα δυτικά. Ἐκεῖ
πήγαινες μὲ λεωφορεῖα ποὺ ἐκτελοῦσαν κάθε τέταρτο τὴν διαδρομή. Ἐμένα μὲ ἐνδιέφερε
περισσότερο ἡ ἐπίσκεψη στὴν Ἁγία
Τριάδα, ποὺ βρισκόταν στὴν ὁδὸ George
Bariţiu 12. Ἀφήσαμε τὴν ἐπίσκεψη
στὸ Postavar, γιὰ τὴν
ἑπόμενη. Ἔτσι, περπατήσαμε τὴν πόλη ποὺ ἦταν
γεμάτη μὲ κόκκινες σημαῖες, πορτραῖτα τοῦ Τσαουσέσκου
καὶ τεράστια πανὸ μὲ
συνθήματα γιὰ τὴν Πρωτομαγιά, τὸν Πατέρα
Ἡγέτη, τὸ Κόμμα (τὸ μόνο) τοῦ Λαοῦ καὶ τὴν
Μητέρα Ρουμανία…
Πεζῇ, ἀνεβήκαμε τὴν stradă
Rebublicii καὶ
φτάσαμε στὸ κάτω μέρος τῆς μεγάλης, κεντρικῆς πλατείας τοῦ Brasov, μὲ τὰ
μεγάλα, ἐπιβλητικὰ κτίρια. Μπροστά μας, τὸ κτίριο τῆς Μαύρης
Ἐκκλησιᾶς (Biserică Neăgră), καὶ δίπλα τὸ «αἰωνόβιο» κτίριο τοῦ
Δημαρχείου (Sfat).
Περάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν κλειστὴ Ἁγία Τριάδα· δὲν μπορούσαμε νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦμε. Κατόπιν πήγαμε ἀπέναντι, στὴν Biserica Neagră (τὴν Μαύρη Ἐκκλησιά) καὶ περπατήσαμε στὴν μεγάλη πλατεία, μπροστὰ στὸ παλιὸ Δημαρχεῖο (Sfat). Ἀργότερα, πήραμε πάλι τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Πάλι δὲν μπορούσαμε νὰ μποῦμε. Ἡ ἐκκλησία συνέχιζε νὰ εἶναι κλειστὴ κι ἀμπαρωμένη. Ἡ ὥρα ἦταν δωδεκάμισι. Μιὰ γριούλα ποὺ μᾶς εἶδε μᾶς πληροφόρησε ὅτι ἡ epitroapa grecoaica, doamnă Mariţă… (ἡ ἑλληνίδα ἐπίτροπος ἡ Κυρὰ Μαρίτσα) τῆς ἐκκλησιᾶς, ἦταν ἡ ὡρολογοποιὸς ποὺ ἐπισκεύαζε ρολόγια, στὸ μικρὸ μαγαζάκι λίγα μέτρα πιὸ κάτω. Βρήκαμε μιὰν ἄκρη. Ὁδεύσαμε πρὸς τὸ ρολογάδικο, ἕνα μικρὸ μαγαζάκι ποὺ ἐπισκεύαζε κυρίως παλιὰ σοβιετικὰ ρολόγια καὶ εἴδαμε μία μεσόκοπη γυναίκα, ἀρκετὰ εὐτραφῆ, νὰ κάθεται πίσω ἀπὸ τὴν παμπάλαιη βιτρίνα καὶ νὰ ἀσχολεῖται μ’ ἕνα ρολόι. Σταθήκαμε ἀπέξω. Μᾶς ρώτησε μὲ ἀγένεια: Ce doriti? (Τί
θέλετε;). Τῆς εἶπα ὅτι εἴμαστε ἕλληνες. Τὸ πρόσωπό της ἀμέσως φωτίστηκε καὶ ἄλλαξε ἡ συμπεριφορά της. Ἄρχισε νὰ μιλᾶ σπαστὰ ἑλληνικὰ καὶ νὰ μᾶς ρωτᾶ ἀπὸ ποὺ εἴμαστε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Παναγία μου Ἕλληνοι, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἔλεγε, Ἕλληνοι δικοί μου… Ἤθελε νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, νὰ μᾶς φιλήσει. Βγῆκε μὲ δυσκολία ἀπὸ τὸ μικρὸ μαγαζάκι, ποὺ ἴσα-ἴσα τὴν χωροῦσε καὶ μᾶς ἀγκάλιασε. Τῆς εἴπαμε ὅτι ἤρθαμε νὰ δοῦμε τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ νεκροταφεῖο κι ὅτι δὲν μποροῦμε γιατί εἶναι κλειστά. Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀνοίξω μᾶς εἶπε. Ἐλᾶτε αὔριο τὸ πρωὶ ποὺ δὲν δουλεύω…
© Φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. |
Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὶς ἐννιὰ καὶ μισή, κρατώντας μία παλιὰ ρώσικη φωτογραφικὴ μηχανὴ Zorki, πῆγα μόνος μου στὴν ἐκκλησιά. Ἦταν ἀνοιχτὰ καὶ ἡ κυρία Μαρίτσα μὲ περίμενε, στὸν πρόναο γιατί εἶχε ὁμίχλη καὶ ὑγρασία. Ἦταν ντυμένη μὲ τὰ καλὰ της κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει γιὰ τὰ παλιὰ μεγαλεία τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας τοῦ Μπρασόβ. Κουβεντιάζοντας
μπήκαμε μέσα στὸν ναό. Ἔμεινα ἔκπληκτος μπροστὰ στὸ ἀπαράμιλλης ὀμορφιᾶς, ξυλόγλυπτο τέμπλο της. Ἀπὸ τὴ Βιέννη τὄφεραν εἶπε ἡ συμπατριώτισσα.. Ὅλο σκαλιστό, φτιαγμένο στὴν αὐτοκρατορικὴ Βιέννη. Οἱ ἐπιβλητικοὶ πολυέλαιοι ποὺ στὸ κάτω μέρος τους ἔγραφαν τὰ ὀνόματα τῶν δωρητῶν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἔβγαλα ἀρκετὲς φωτογραφίες, ἀλλὰ ἕνα λάθος στὴν ἀλλαγὴ τοῦ φίλμ, κατέστρεψε τὶς περισσότερες.
Κατόπιν
περάσαμε στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλησιᾶς, ὅπου βρισκόταν τὸ παλιὸ ἑλληνικὸ νεκροταφεῖο, τοῦ ὁποίου ἡ «πλάτη», ἀκουμποῦσε τὰ μεσαιωνικὰ τείχη τῆς πόλης. Στὰ μπροστινὰ μνήματα, στ’ ἀριστερό μας χέρι πρῶτο-πρῶτο, τὸ ἀπέριττο μνῆμα τοῦ Παναγιώτη Χατζηνίκου ἀπὸ τὰ Γιάννινα. Ὁ Παναγιώτης Χατζηνίκου ἔφυγε μικρὸς ἀπὸ τὰ Γιάννενα, περιπλανήθηκε στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες καὶ στὴ Ρωσία καὶ μὲ τὸν καιρό, ἔκανε μεγάλες ἐπιχειρήσεις γουναρικῶν. Ἔκανε μαγαζιὰ στὴν Λειψία, στὴν Πετρούπολη, στὸ Κίεβο καὶ στὴν Ὀντέσσα. Κι ἀκόμη στὸ Βουκουρέστι. Φαμελιὰ δικιά του δὲν ἀπόκτησε, γι’ αὐτὸ υἱοθέτησε τὸν Ζώη Καπλάνη κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, μεγάλος πιά, τοῦ ἄφηκε τὶς ἐπιχειρήσεις του κι ἀποσύρθηκε στὸ Μπρασόβ, ὅπου διέθεσε ἀστρονομικὰ ποσὰ γιὰ τὴν ἐποχή, ὑπὲρ τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας. Ἀγόρασε τὸ οἰκόπεδο καὶ ἔχτισε μὲ ἔξοδά του τὴν ἐκκλησιὰ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἀκόμη ἀγόρασε κι ἕνα κτίριο στὴν ὁδὸ Ecaterinei, τὸ ὁποῖο τὸ μετέτρεψε σὲ ἑλληνικὸ σχολεῖο «εἰς τὸ ὁποῖον νὰ δυνηθώσιν οἱ Ἕλληνες νὰ διδάξωσι τοὺς υἱοὺς αὐτῶν τὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν… Νὰ μιλοῦν δηλαδή, τὰ παιδιὰ τῶν ρωμαίων τὴν ἑλληνικὴ λαλιά… Στὴ
συνέχεια, βοήθησε
νὰ χτιστεῖ νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς ἕλληνες ποὺ ζοῦσαν σ’ αὐτὴν τὴν μακρινὴ γωνιὰ τῶν Βαλκανίων… Οἱ εὐεργεσίες του πολλές. Τώρα κοιμᾶται ξεχασμένος, στὸ ἀσφυκτικὰ μικρὸ κοιμητήρι τῆς Ἁγίας Τριάδας τοῦ Μπρασόβ…
Οἱ ἐκπλήξεις συνεχίστηκαν. Στὸ πίσω μέρος τοῦ Κοιμητηρίου, στὸ σκεπαστό του μέρος, βρίσκονται οἱ κρύπτες τῶν μεγάλων ἑλληνικῶν οἰκογενειῶν τῆς πόλης: οἰκογένεια Σαφράνου, οἰκογένεια Κάλφοβιτς, οἰκογένεια Πώπ… Μεγάλη ἐντύπωση μοῦ ἔκαναν οἱ μεγάλες ζωγραφιὲς τῶν ἀγγέλων, πολὺ καλὰ διατηρημένες, στὶς μετῶπες τῶν κρύπτεων. Δὲν ἀξιώθηκα ποτέ, νὰ ἐπιστρέψω ἐκεῖ, μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Μὲ συγκίνηση θυμᾶμαι, ἐδῶ κι ἐκεῖ τάφους μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα…
Ὅταν τέλειωσε ἡ ἐπίσκεψή μου στὸ Κοιμητήρι, στὴν ἑλληνικὴ Ἀλησμόνα τοῦ Μπρασόβ, βγήκα στὸν δρόμο. Ἡ δύστυχη συμπατριώτισσα, δυσκολευόταν
νὰ μοῦ πεῖ, ὅτι φοβᾶται νὰ μὲ καλέσει στὸ σπίτι της. Τὸ κατάλαβα. Ἄλλωστε κι ἐγώ, δὲν εἶχα τέτοια πρόθεση. Τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὴν δύσκολη θέση. Τῆς εἶπα ὅτι σήμερα θὰ φύγω. Πότε θὰ ξανάρθεις μὲ ρώτησε… Σύντομα τῆς ἀπάντησα καὶ τὸ πίστευα. Νὰ μὲ φέρεις λίγο ὀχταπόδι ξερό, μοῦ εἶπε, ἔχω ἀπὸ παιδὶ νὰ τὸ δοκιμάσω… Ἐγὼ συγκινημένος, τῆς τὸ ὑποσχέθηκα. Ἀπὸ τότες πέρασαν τριάντα
περίπου χρόνια. Ἄλλαξαν οἱ καιροί. Ἄλλαξαν καὶ τὰ πολιτικὰ καθεστῶτα ποὺ ἔμοιαζαν ἀκλόνητα. Ἐγώ, δὲν μπόρεσα νὰ πάω ξανὰ στὸ Μπρασὸβ καὶ μὲ λύπη μου δηλώνω, πὼς δὲν τήρησα τὴν ὑπόσχεσή μου. Καὶ ἡ καλὴ Κυρὰ Μαρίτσα, δὲν ξέρω ἂν ζεῖ, πράγμα ἀπίθανο, δὲν ἔμαθα ἂν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία της…
Ἡ ἀναθυμητικὴ πλάκα μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἑλλήνων κτητόρων—στὰ ἑλληνικὰ— ποὺ βρίσκεται ἐντοιχισμένη στὴν πρόσοψη τῆς ἐκκλησιᾶς. © Φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου