Τὰ παιδικὰ χρόνια στὸν
Πύργο
Ἀντὶ Προλόγου
Τοῦ
Ἠλία Χ.
Παπαδημητρακόπουλου
Ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὸ ἔργο τοῦ Νίκου Καχτίτση, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες πίκρες καὶ πικρίες πού μοῦ ἐξασφάλισε, στάθηκε ἀφορμὴ νὰ γνωρίσω ἕναν ὁλόκληρο κόσμο: θαυμαστές τοῦ ταλέντου του ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, φίλους (καὶ μή), συγγενεῖς, τὰ ἀδέλφια του.
Ἔτσι γνωρίστηκα (μετὰ ἀπὸ δημοσιεύσεις μου στὴν “Καθημερινή”) καὶ μὲ τὴν κυρία Σοφία Χαλικιοπούλου φίλη τῆς οἰκογένειας Καχτίτση, τὴν ὁποία ἀσμένως ὁ μακαρίτης θὰ ἔσπευδε νὰ ἀποκαλέσει “δέσποινα” …
Ἡ Σοφία Χαλικιοπούλου, ἔχουσα ζήσει κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 σὲ ἕνα κοσμοπολίτικο περιβάλλον στὴ Μύκονο, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρισθεῖ μὲ σύγχρονους ἀμερικανοὺς συγγραφεῖς καὶ ἀρκετοὺς εὐρωπαίους καλλιτέχνες, μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους διατηροῦσε ἀλληλογραφία. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, π.χ., ὁ Γιεχούντι Μενουχὶν δὲν παρέλειψε νὰ τῆς στείλει προσωπικὴ πρόσκληση, γιὰ μιὰ συναυλία ποὺ θὰ ἔδινε (πρὸς τὸν πληθυσμὸ ἑνὸς κρουαζιερόπλοιου) στὴ Δῆλο.
Κουνιάδα τοῦ Σωτήρη Πατατζῆ καὶ τοῦ Μίμη Φωτόπουλου, ἔζησε (ἐπὶ ἔτη) πολλὰ γεγονότα τοῦ σύγχρονου πνευματικοῦ μας βίου.
Ἡ Σοφία Χαλικιοπούλου, φανατική (σχεδὸν ἀμετανόητη)
ἀναγνώστις, πέρασε πέντε ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια στὸν Πύργο τοῦ 1913.
Ὑπείκουσα σὲ προσωπική μου (καὶ ἐπίμονη) παράκληση, δέχτηκε νὰ καταγράψει
μερικὲς ἀναμνήσεις της γιὰ τὸν Πύργο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς — γεγονὸς ποὺ ἔφερε σὲ
αἴσιο πέρας χάρις στὴν ἐκπληκτική της μνήμη.
Ἡ ἴδια, ἀπὸ ὑπερβολικὴ
μετριοφροσύνη, δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν ἄμεση δημοσίευση αὐτῶν τῶν ἀναμνήσεων. Ἐν
τούτοις, τὸ 1996, ἐνῶ τρώγαμε ἕνα χειμωνιάτικο μεσημέρι στὸ ἀγαπημένο της
“Σέβεν-Ἠλέβεν„ (αὐτὸ τὸ γεῦμα, κάθε χειμώνα ποὺ ἐπιστρέφαμε μὲ τὴν γυναίκα μου
στὴν Ἀθήνα, ἦταν ἡ πρώτη μας προτεραιότητα), δέχτηκε νὰ παραδωθεῖ πρὸς
δημοσίευσιν τὸ προσωπικὸ αὐτὸ κείμενο στὸ περιοδικὸ τοῦ Πύργου Ἀλφειός. Δυστυχῶς τὸ ἀξιόλογο ἐκεῖνο
περιοδικὸ ἔκλεισε σὲ λίγο — καὶ τὸ 2002, λίγο μετὰ τὸ Πάσχα, ἡ Σοφία Χαλικιοπούλου
ἀπεβίωσε χωρὶς νὰ δεῖ δημοσιευμένο τὸ κείμενό της. Ἦταν 93 ἐτῶν.
Μετὰ ἀπὸ ποκίλες περιπλανήσεις,
οἱ “Ἀναμνήσεις„ τῆς Σοφίας Χαλικιοπούλου δημοσιεύονται, ἐπὶ τέλους, στὸ
φιλόξενο Ὀροπέδιο.
Ἡ δημοσίευση ἀφιερώνεται στὴ
μνήμη τῆς ἐκπληκτικῆς ἐκείνης γυναίκας.
Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Σοφία Χαλικιοπούλου
Τὰ παιδικὰ χρόνια στὸν
Πύργο
(Ἄνοιξη 1913 –
Φθινόπωρο 1918)
Πύργος. Μιὰ ξεχασμένη
πολιτεία σήμερα, γνωστή, μᾶλλον, ἀπὸ τὴν πολὺ κοντινὴ θέση της στὴν Ἀρχαία
Ὀλυμπία. Μιὰ χαριτωμένη, ἄλλοτε, ἐπαρχιακὴ πρωτεύουσα μὲ μεγάλη ἐμπορικὴ καὶ
βιομηχανικὴ κίνηση καὶ μία ξεχωριστὴ κοινωνία καλλιεργημένων καὶ ταξιδεμένων
ἀνθρώπων. Τότε ποὺ τὰ ταξίδια στὸ ἐξωτερικὸ ἦταν σπάνια, καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅταν
ἀρρώσταιναν, γιατρεύονταν ἢ πέθαιναν μὲ τὴ φροντίδα τῶν ντόπιων γιατρῶν καὶ τὴν
ἀγάπη καὶ τὴ στοργὴ τῆς οἰκογένειας. Ὅλα τ' ἀρχοντόπουλα τοῦ Πύργου εἶχαν
ταξιδέψει στὶς κοντινὲς εὐρωπαϊκὲς χῶρες καὶ εἰδικὰ στὸ Παρίσι, τὴ Βιέννη, τὴ
Γενεύη, τὴ Ρώμη, τὴ Φλωρεντία καὶ ἀλλοῦ.
Ὅλοι οἱ πλούσιοι εἴχανε
Ἐλβετίδες καὶ Γερμανίδες γκουβερνάντες γιὰ τὰ παιδιά τους καί, πολὺ συχνά, ἄκουγες
νὰ μιλᾶνε γαλλικά, πράγμα ποὺ προκαλοῦσε τὸ θαυμασμὸ καὶ τοὺς ἔδινε ὕφος ὑπεροχῆς.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς σταφίδας, δηλαδὴ τῆς παραγωγῆς
καὶ ἐξαγωγῆς τοῦ προϊόντος αὐτοῦ, ποὺ τότε ἦταν μοναδικὸ γιὰ τὴν Εὐρώπη, γιατί,
ἂν καλὰ θυμάμαι, τ’ ἀμπέλια τῆς Γαλλίας εἶχαν πάθει φυλλοξήρα, καὶ ἡ ἑλληνικὴ σταφίδα
εἶχε μεγάλη ζήτηση. Οἱ πλούσιες οἰκογένειες εἶχαν ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες, δικά
τους ἁμάξια καὶ ἄλογα ποὺ κυκλοφοροῦσαν, ὄχι τόσο μέσα στὴν πόλη, ἀλλά στὶς διάφορες
κοντινὲς ἐξοχὲς καὶ στὰ ὑποστατικά τους, ποὺ ἦταν ἀληθινὲς ὀάσεις μὲ ὄργιο βλάστησης,
ὅπου τὰ κλήματα φυτεμένα κανονικὰ ἔμοιαζαν σὰν κοπελίτσες σὲ σχολικὴ παρέλαση,
ὅπου οἱ συκιές μὲ τὰ ὁλόδροσα σύκα, οἱ μυγδαλιὲς καὶ ροδακινιές, ἀκόμα καὶ οἱ ἀχλαδιὲς
μὲ τὶς μοσχομυρισμένες κοντοῦλες, ἦταν σὰν μπουκέτα, χώρια τὰ λεμονοπορτόκαλα μὲ
τὰ λαμπρὰ χρώματα τῶν καρπῶν τους, ποὺ τὴν ἐποχὴ τῆς ἄνθισης τὸ ἄρωμά τους ἔφερνε
λιποθυμιά.
Τὰ μαγαζιὰ γεμάτα ἐμπορεύματα
κάθε εἴδους, μπακάλικα μὲ σακιὰ σὲ παράταξη κανονικὴ μὲ φασόλια, ρεβύθια, φακή,
μπιζέλια, κουκιά, ρύζια, ζάχαρη καὶ χοντρὸ ἀλάτι σὲ βώλους, ζυμαρικὰ διάφορα καὶ
μὲ γυαλισμένες μπρούτζινες σέσουλες μέσα στὸ κάθε εἶδος. Πουλοῦσαν ἀκόμα
καφέδες διαφόρων ποιοτήτων καὶ ἕνα καθαρισμένο χοντρὸ κριθάρι καὶ σίκαλη, μὲ τὰ
ὁποία οἱ νοικοκυρὲς νόθευαν τὸν καφέ, γιὰ νὰ μὴν εἶναι βαρύς, ὅπως ἔλεγαν.
Μπροστὰ στὰ σηκωμένα ρολὰ ὁ πάγκος μὲ λεκάνες πήλινες γεμάτες διάφορα εἴδη
ἐλιὲς καὶ τουρσιά, μὲ κεφαλοτύρια, κασέρια καὶ τυριὰ τῆς Σβίτσερης, ὅπως λέγανε
τὴν Ἐλβετία, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς μακαρονάδες, καὶ ἀκριβῶς μεταξὺ πόρτας καὶ
πεζοδρομίου βαρέλια μὲ παστὲς σαρδέλες, σολωμὸ, σκουμπριὰ καὶ ρείκια. Πολλὲς φορὲς
εἶχαν καὶ μία φουφοὺ ὅπου ἔβραζαν κουκιά, καὶ ταψιὰ μὲ φάβα καὶ μπόλικο κόκκινο
πιπέρι ἀπὸ πάνω, αὐτὰ ὅμως μόνο τὴ σαρακοστή, ὅπως καὶ τὰ ξερὰ χταπόδια καὶ οἱ
σουπιὲς ποὺ κρεμόντουσαν ἀπὸ ἕνα σχοινί. Νομίζω ὅτι καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ κρεοπωλεῖα ἔψηναν
μέσα σ' ἕνα πελώριο ταψὶ λουκάνικα καὶ θυμᾶμαι τοὺς ἐργάτες, ποὺ παίρναν μισή
φραντζόλα ψωμὶ ἀπὸ τὸ φοῦρνο, τὸ ἄνοιγαν στὴ μέση, τὸ βουτοῦσαν στὸ λίπος ποὺ
στράγγιζε στὸ ταψί, ὅπου ἦταν τοποθετημένο σὲ στάση ἐπικλινὴ καὶ κατόπιν ὁ
χασάπης ἔβαζε ἀνάμεσα ἕνα-δυὸ λουκάνικα, τὰ ὁποία ὁ πεινασμένος ἐργάτης ἔτρωγε
μὲ πολλὴ ὄρεξη. Τ' ἀφεντικὰ τῶν μαγαζιῶν ἦταν συνήθως ροδοκόκκινοι
πενηντάρηδες, οἱ δὲ μπακαλόγατοι ζωηρὰ καὶ πρόθυμα χωριατόπουλα ἀπὸ τὴ γύρω
περιοχή. Τὸ ἴδιο στὰ βιβλιοπωλεῖα, ποὺ πουλοῦσαν ἐκτὸς ἀπὸ βιβλία καὶ σχολικὰ
εἴδη καὶ διάφορα παιγνίδια, τόπια, κοῦκλες καὶ πολύχρωμες χάντρες μέσα σὲ
τούλινα σακκουλάκια. Ἄλλο ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ἦταν καὶ οἱ πολύχρωμοι γυάλινοι
καὶ πέτρινοι βῶλοι, παιγνίδι πολὺ συνηθισμένο στὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Καταστήματα ὑφασμάτων γεμάτα
κασμήρια καὶ τὰ διάφορα ὑφάσματα τῆς τότε μόδας, τὸ πλεῖστον εἰσαγωγῆς, κυρίως,
ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Γαλλία, ποτοπωλεῖα μὲ καθαροὺς πάγκους καὶ μαρμάρινα πρεβάζια γεμάτα
πιατάκια μὲ δυὸ τριῶν λογιῶν ἐλιές, βραστὰ πατατάκια καὶ πεντατρύφερα ραπανάκια,
ἀγκιναράκια καὶ χταποδάκι κι ὅ,τι ἄλλο τῆς ἐποχῆς, καὶ στὴν κορφὴ τοῦ δρόμου κοντὰ
στὸν Ἅγ. Ἀθανάσιο, τὰ παπλωματάδικα μὲ τὰ πολύχρωμα γυαλιστερὰ παπλώματα, ποὺ
τὸ ράψιμό τους σχημάτιζε μαιάνδρους, κύκλους, τριαντάφυλλα, πουλιὰ καὶ
δικέφαλους ἀϊτούς.
Ἀπὸ βιομηχανίες εἶχε βυρσοδεψεῖα,
καπνεργοστάσιο καὶ κάτι ἀποθῆκες μὲ κινητὲς μηχανὲς μὲ πολλὰ γρανάζια, ποὺ τὶς ἔλεγαν
μάκινες, καὶ μὲ τὶς ὁποῖες κοσκίνιζαν καὶ καθάριζαν τὴ σταφίδα. Εἶχε ἀκόμα καὶ
ταπητουργεῖο ποὺ τὸ θυμᾶμαι σὰν ὄνειρο. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἔχει μείνει ἦταν κάτι
ὄρθιοι ἀργαλιοὶ καὶ τὰ νέα κορίτσια ποὺ περνάγανε χρωματιστὲς μάλλινες κλωστές,
γρήγορα – γρήγορα ἀνάμεσα στὸ στημόνι. Εἶχε καὶ βιοτεχνία καπέλλων γιὰ ἄνδρες
ποὺ ἔφτιαχνε κούκους, πηλήκια γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ ψάθες γιὰ τοὺς χωριάτες καὶ
τὰ παιδιά. Τὶς ψάθες αὐτὲς τὶς λέγανε τρίτσες.
Στὸν
Πύργο
ἔζησα
γύρω
στὰ
πέντε
χρόνια, ἀπὸ
τὴν
ἄνοιξη
τοῦ 1913 ὥς
τὸ
φθινόπωρο
τοῦ 1918. Στὴν
ἀρχὴ μείναμε σ' ἕνα ψηλὸ σπίτι κοντὰ στὸ σταθμό. Συγκατοικούσαμε μὲ τὴν
οἰκογένεια Τόλια. Ὁ κ. Χαράλαμπος καὶ ἡ κ. Ἀργυρὴ εἶχαν τέσσερα παιδιά, τὰ δυὸ
μεγάλα, κορίτσι καὶ ἀγόρι, ἀπὸ προηγούμενο γάμο τοῦ κ. Χαράλαμπου, καὶ ἄλλο
ἕνα ζευγάρι στὴν ἡλικία μου, ἴσως τὸ ἀγόρι λίγο μεγαλύτερο, νομίζω τὸ ἔλεγαν
Δημητράκη. Αὐτὸς ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος παιδικός μου φίλος, μὲ τὸν ὁποῖο κάναμε
καὶ ἐπιχείρηση φτιάχνοντας πορτοφόλια ἀπὸ χαρτὶ τὰ ὁποία πήγαμε νὰ πουλήσουμε
στὰ μαγαζιὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἕνας καλόκαρδος μπακάλης ἀγόρασε δυὸ καὶ μᾶς ἔδωσε
ἀπὸ μία κόκκινη καραμέλα τῆς κανέλλας.
Στὸ σπίτι αὐτὸ γεννήθηκε
καὶ ἡ ἀδελφή μου Γεωργία (Γίτσα), ὅπως τὴ βαφτίσαμε κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ νονοῦ
της, ποὺ τότε ἔφευγε γιὰ στρατιώτης. Εἴχαμε πόλεμο καὶ ἐπιστράτευση τότε καὶ
θυμᾶμαι ποὺ τραγουδούσαμε τὸ “Ναύτη τοῦ Αἰγαίου” καὶ “Τὰ πήραμε τὰ Γιάννενα,
μάνες πολλὲς τὸ λένε, μάνες πολλὲς τὸ λένε ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε…”. Ψέλναμε
ἀκόμα τὸ τροπάριο τοῦ Ἅγ. Χαραλάμπους “Ὡς στύλος ἀκλόνητος τῆς ἐκκλησίας
Χριστοῦ καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ...”.
Ὅταν ξεπετάχτηκε λίγο τὸ
μωρὸ ἀλλάξαμε σπίτι καὶ πήγαμε στοῦ κ. Βούρβαχη, ποὺ εἴτανε χρυσοχόος καὶ εἶχε μεγάλα
παιδιά, ἕνα γιὸ στρατιώτη καὶ τὴ δεσποινίδα Κική, πολὺ κομψὴ καὶ ὄμορφη ἀλλὰ λιγάκι
κουτσή.
Τότε, γιὰ πρώτη φορά,
διαπίστωσα ὅτι γιὰ νὰ κάνει μία γυναίκα παιδιὰ πρέπει νὰ εἴναι παντρεμένη. Μιὰ
μέρα ἄκουσα τὴ μάνα μου νὰ λέει ὅτι «Κρίμα ἡ καϋμένη Κικὴ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ
κάνει δικό της σπιτικὸ ποὺ λατρεύει τόσο τὰ παιδιά» κι ἐγὼ συμπλήρωσα «Τί τὸ
θέλει τὸ σπιτικό; Ἡ κάμαρά της εἶναι μεγάλη καὶ χωράει καὶ ἕνα παιδάκι». Τότε ἡ
μάνα μου τελείως ἀψυχολόγητα μοῦ 'δωσε μιὰ μπάτσα καὶ μοῦ εἶπε: «Πήγαινε ἔξω
ζῶον. Σοῦ 'χω πεῖ χίλιες φορὲς ὅταν μιλᾶνε οἱ μεγάλοι τὰ παιδιὰ φεύγουν, ἀκοῦς
νὰ κάνει παιδὶ ἀφοῦ ἡ κοπέλα εἶναι ἀνύπαντρη».
Μόλις ἐγκατασταθήκαμε
ἄρχισα τὸ σχολεῖο. Δὲν εἶχα συμπληρώσει ἀκόμα τὰ πέντε καὶ μ' ἔβαλαν στὸ
ἰδιωτικὸ σχολεῖο τῆς δεσποινίδος Κωλαυγέρη, ποὺ ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ πατέρα
της. Ἐκεῖ προχωροῦσα μὲ ταχὺ ρυθμὸ κι ἔτσι τελείωσα μέσα στὸ χρόνο τὴν πρώτη
μικρή, τὸ ἀλφαβητάριο δηλαδή, καὶ τὴν πρώτη μεγάλη ποὺ τὸ βιβλίο ἄρχιζε ΙΑ, ΩΑ.
Τὸν ἄλλο χρόνο πῆγα στὸ Α΄ Δημοτικὸ ποὺ ἦταν στὴν πλατεία τοῦ Δημαρχείου ὅπου
τελείωσα τὴ δευτέρα καὶ τὴν τρίτη καὶ ὕστερα πῆγα στὸ Β΄ Δημοτικό, στὸν Ἅγ.
Ἀθανάσιο, γιατί εἴχαμε ἀλλάξει καὶ πάλι σπίτι, ἐπειδὴ ἡ μάνα μου περίμενε καὶ
τέταρτο παιδὶ καὶ χρειαζόμαστε ἀκόμα ἕνα δωμάτιο.
Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν καὶ
τὸ ὡραιότερο ἀπὸ τὰ τρία ποὺ ζήσαμε στὸν Πύργο. Ἦταν μονοκατοικία ἰσόγειος μέσα
σ' ἕνα μεγάλο κῆπο, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὴ σπιτονοικοκυρὰ μαζὶ μ' ἕνα ἀκόμα σπιτάκι
ποὺ ἔμενε ἡ πεθερὰ τῆς ἰδιοκτήτριας, τῆς κ. Πουλοπούλου, καὶ κάτι μαθητὲς ἀπὸ
τὰ χωριά. Εἴχαμε καὶ μεῖς ἀρκετὰ μεγάλο κῆπο μὲ νυχτολούλουδα καὶ ροσμαρίνια,
βασιλικοὺς καὶ ἀρμπαρόριζες. Ὁ δικός μας χωριζόταν μὲ φράχτη κι ὅταν ἡ μάνα
μου ἤθελε νὰ δώσει κανένα πιάτο φαγητὸ στὰ παιδιά, τὸ ἔδινε ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς
κάμαράς της, καὶ ἀκόμα, ὅταν ἔπεφταν τὰ μικρὰ γιὰ ὕπνο ἔπαιρνε τὴ λάμπα καὶ μὲ
τὸν ἴδιο τρόπο τοὺς τὴν ἔδινε, γιὰ νὰ μὴ διαβάζουν μὲ τὸ λυχνάρι. Μιὰ φορὰ ἡ
Γίτσα ἔχωσε τὸ χέρι της στὸ φράχτη καὶ ἔκοψε ἕνα γαρύφαλλο. Ἡ γριὰ τὴν εἴδε
καὶ τὴ μάλωσε τόσο ἄγρια ποὺ ἐπὶ μέρες πεταγόταν στὸν ὕπνο της καὶ φώναζε κατατρομαγμένη
«Ἡ γριά, ἡ γριά...».
Στὴ γειτονιὰ ἐκείνη
βρήκαμε καινούργιους φίλους, τὶς οἰκογένειες Τσιαντζῆ, Παπαδοπούλου καὶ Δασιοῦ.
Εἶχαν παιδιὰ συνομήλικά μας καὶ παίζαμε μὲ τὴν ψυχή μας. Ἡ οἰκογένεια Τσιαντζῆ
ζοῦσε σ' ἕνα πελώριο σπίτι ποὺ ἔβλεπε σὲ τρεῖς δρόμους. Στὸ κάτω ἦταν
σταφιδαποθῆκες καὶ στὸ πίσω μέρος, ὅπου ἦταν τελείως χωρισμένο, εἶχε τὰ κελάρια
καὶ τὰ πλυσταριά του. Θυμᾶμαι τὴ Μαριγούλα, τὴ μεγαλύτερη κοπέλα, πού μᾶς
ἔπλενε τὰ πόδια καὶ μᾶς ἔμπαζε στὴν πελώρια κασέλα τῆς μπουγάδας, γιὰ νὰ
πατήσουμε τὰ ροῦχα ὥστε νὰ στοιβαχτοῦν καὶ νὰ χωρέσουν. Ἡ οἰκογένεια εἶχε πέντε
κορίτσια, τὰ δυό τῆς παντρειᾶς, μιὰ φοιτήτρια στὴν Παιδαγωγικὴ Ἀκαδημία τῆς Πάτρας
καὶ δυὸ μικρότερες στὰ δέκα-ἕντεκα. Τὸ μεγάλο ἀγόρι τους ἦταν στρατιώτης καὶ τὸ
τελευταῖο παιδὶ ὁ Γιῶργος ἦταν συνομήλικός μου.
Δυὸ ἀπὸ τὶς κοπέλες, ἡ
Φωφώ, ποὺ ἦταν δασκάλα, καὶ ἡ Μαρίνα, μαθήτρια τοῦ σχολαρχείου, πέθαναν “στὴ γρίππη”.
Οἱ Παπαδόπουλοι εἴχανε μόνο τὸ Δημητράκη, τακτικὸ πελάτη τῆς κυρὰ – Ρήνας ποὺ
ἤξερε νὰ ξεματιάζει μὲ τὸ λιόκρινο. Αὐτὸ ἦταν ἕνας σταυρὸς ἀπὸ κόκκαλο, ἔλεγε
πὼς εἶναι ἀπὸ κέρατο φιδιοῦ, τὸν ἔβαζε σ’ ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ ἐκεῖνο ἄρχιζε νὰ
βγάζει μπουρμπουλῆθρες. Ἔλεγε κάτι λόγια καὶ κατόπιν ἔδινε στὸ ματιασμένο παιδὶ
νὰ πιεῖ καὶ τὸ μάτιασμα ἔφευγε. Ἡ κυρά-Ρήνα μοῦ μένει ἀξέχαστη μὲ τὴ ρόκα της
στὴν πεντακάθαρη καὶ σκουπισμένη αὐλή της νὰ περιμένει τὸν μπάρμπα-Χαράλαμπο νὰ
φέρει τὶς γίδες. Ὅταν ἔφταναν σηκωνόταν καὶ τὶς ἄρμεγε καὶ μοίραζε ἀμέσως τὸ
γάλα στὶς γειτόνισσες, ποὺ περίμεναν μὲ τὰ κατσαρόλια τους. Ἡ κυρά-Ρήνα ἦταν
πολὺ καλόκαρδη καὶ ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Στὴν αὐλὴ της χαράζαμε τὸ Γκιοῦστρο καὶ
μὲ μεγάλη μαεστρία μετακινούσαμε πηδώντας ἕνα πλακουτσὸ χαλίκι.
Εἶχε ὅμως καὶ ἕναν
καημὸ ἡ κυρά-Ρήνα. Ἤθελε πολὺ νὰ παντρέψει τὴ Γλυκερία, τὴ μοναχοκόρη της.
Ἤτανε μία ψηλὴ θεωρητικὴ καὶ πάντα καλοχτενισμένη κοπέλα ποὺ τὴ θυμᾶμαι
καθισμένη στὸ παράθυρο νὰ κεντάει ἀσπροκέντι.
Κοντά μας καθόταν καὶ
ἡ οἰκογένεια Βελή. Ὁ κ. Βελὴς εἶχε τὸ μεγαλύτερο παντοφλάδικο καὶ τσαρουχάδικο
στὸν Πύργο, ἤτανε ὅμως βάρβαρος ἄνθρωπος καὶ πολλὲς φορὲς οἱ φωνάρες του
ἀκούγονταν στὴ γειτονιά. Πρὶν ἔρθει, γυναίκα καὶ παιδιὰ ἔμπαιναν στὸ σπίτι
γιατὶ ἔλεγε ὅτι οἱ νοικοκυράδες πρέπει νὰ μαζεύονται στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὴ δύση
τοῦ ἥλιου. Κάποτε ἐκείνη ἔλεγε στὴ μάνα μου ὅτι στὴν προικοπαράδοση ἔλειπε ἀπὸ
τὴν προίκα ἕνα μπουστάκι καὶ γιὰ νὰ μὴ χαλάσει ὁ γάμος ἔτρεξε μία ξαδέλφη της
καὶ ἔφερε ἕνα ἀπὸ τὰ δικά της.
Στὴ γειτονιὰ ζοῦσε καὶ
ἕνα πλούσιο ζευγάρι ποὺ δὲν εἶχε παιδιά, ἀλλὰ εἶχε μία μικρὴ ὑπηρέτρια, τὴ Σταθούλα.
Ἐκείνη ἡ κυρία ἦταν ἀλλιώτικη ἀπὸ τὶς ἄλλες, γιατί ὄχι μόνο δὲν φοροῦσε ἄσπρη
ποδιὰ καὶ σκούφια στὴ Σταθούλα ὅταν τὴν ἔπαιρνε στὴν ἐκκλησία μαζί της, ἀλλὰ
τὴν ἄφηνε νὰ παίζει μαζί μας καὶ νὰ χορεύει ἐνῶ ἐκείνη, καθισμένη στὸ
μπαλκόνι, τῆς φώναζε: «Μπράβο Σταθούλα!» κάθε φορὰ ποὺ πετύχαινε ἕνα δύσκολο
τσαλίμι στὸ χορό. Πλάϊ στὸ σπίτι τους ὑπῆρχε ἕνας ὡραῖος κῆπος γεμάτο
λουλούδια, περιπλοκάδες καὶ πολλὰ ὀπωροφόρα δέντρα. Ἦταν ὁ κῆπος τῆς
Αὐγουστέλας, μιᾶς ἀνδρογυναίκας ποὺ φοβόμαστε ὅταν τὴ βλέπαμε.
Πίσω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ σπίτι
τῆς Σταθούλας, ἦταν ἕνα μισογκρεμισμένο δίπατο σπιτάκι μὲ μιὰ σαραβαλιασμένη σκάλα.
Ἐκεῖ ζοῦσε μία μαυροφορεμένη γυναίκα μὲ ἕνα ἄρρωστο κοριτσάκι. Ἦταν φυματικὸ
καὶ κάθε φορὰ ποὺ παίζοντας τὸ πλησιάζαμε, μᾶς φώναζαν νὰ φύγουμε. Μιὰ μέρα τὸ
κοριτσάκι πέθανε. Τὸ νεκρικὸ τὸ ἔραψε ἡ κ. Κάτε. ἀπὸ μία βιεννέζικη δαντελένια
κουρτίνα. Θυμᾶμαι κάτι ἄνδρες ποὺ κατέβαζαν τὸ φέρετρο δεμένο μὲ σχοινιὰ ἀπὸ
τὴν ἑτοιμόρροπη σκάλα καὶ τὴ θλιμμένη μαυροφόρα μάνα νὰ κλαίει σιωπηλά. Εἶναι
μία σκηνὴ τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας ποὺ ἔχει χαραχτεῖ μὲ καυτὸ σίδερο στὴν
καρδιὰ καὶ τὴ μνήμη μου.
Καὶ μία καὶ ἀναφέραμε τὴ
φθίση, ὅπως τὴν ἔλεγαν τότε, θυμᾶμαι πὼς ὁλόκληρες οἰκογένειες ξεκληρίζονταν, πὼς
τοὺς ἀρρώστους τοὺς ἔβαζαν σὲ καλύβες καὶ τοὺς πήγαιναν φαγητό, καὶ ὅταν πέθαιναν
ἔβαζαν φωτιὰ καὶ ἔκαιγαν τὴν καλύβα μὲ τὰ λιγοστὰ πράγματα ποὺ εἶχε μέσα.
Πολὺ κοντὰ ἦταν καὶ
ἕνα ἄλλο ἀρχοντικό, νομίζω Λαμπρινόπουλοι λεγόντουσαν. Στὴ γειτονιὰ ἔβλεπε μόνο
ἡ αὐλὴ στὴν ὁποία μπαίναμε ἀπὸ μία ξύλινη καγκελωτὴ αὐλόπορτα. Μέσα στὴν αὐλὴ
ὑπῆρχαν σωροὶ ἀπὸ κούρβουλα καὶ ξύλα καὶ μία σούστα. Κάτω ἀπὸ ἕνα ὑπόστεγο
εἶχαν σακκιὰ μὲ κάρβουνα καὶ μπάλες χόρτο. Σὲ μία ἄκρη εἴχαν ἕνα πρωτόγονο
τζάκι κι ἐκεῖ μαγείρευαν τὰ φαγητὰ ποὺ ἤθελαν πολὺ βράσιμο, γιὰ νὰ μὴ λερώνεται
ἡ κουζίνα τους. Ὅταν παίζαμε μὲ τὰ δυὸ κοριτσάκια τὸ ἕνα εἶχε τὴν εὐθύνη τῆς
φωτιᾶς καὶ τὴ συνδαύλιζε συχνὰ καὶ τὸ ἄλλο τὴ φροντίδα τοῦ φαγητοῦ ποὺ ἔβραζε
μέσα σ' ἕνα κατάμαυρο τσουκάλι. Ἅρπαζε μία ξύλινη κουτάλα μέσα ἀπὸ μία πήλινη
γαβάθα, ξεσκέπαζε μὲ μαεστρία τὸ τσουκάλι καὶ ἀνακάτευε δυό-τρεῖς φορὲς τὸ φάΐ,
τὸ ξανασκέπαζε καὶ γύριζε στὸ κουτσό, τὰ πεντόβολα καὶ τὸ σχοινάκι.
Λέγανε ὅτι ἡ κυρία ἦταν
τρελὴ γιατί κάθε μέρα ἔβγαζε στὸ μπαλκόνι τὰ στρώματα καὶ τὰ κοπάναγε ἀπὸ τὸ πρωῒ
ὡς τὸ σούρουπο συνέχεια μὲ μιὰ τινάχτρα. Κάποια φορὰ βρέθηκα καὶ στὸ δρόμο ποὺ
ἦταν ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. Τὰ κοριτσάκια μὲ πήραν πάνω νὰ μὲ δείξουν στὴ
γιαγιά τους, νὰ δεῖ τὶς πυκνὲς κατάξανθες μποῦκλες μου, ποὺ πάντοτε ἀποσποῦσαν
τὸ θαυμασμό. Ἀνέβηκα μία ἀστραφτερὴ μαρμάρινη σκάλα καὶ στὸ πλατύσκαλο, δεξιά,
μιὰ πόρτα ἔμπαζε σ' ἕνα πελώριο δωμάτιο. Τὸ δωμάτιο αὐτὸ ἦταν γεμάτο σακκιὰ
ποὺ περιεῖχαν ἀλεύρι, στάρι, φασόλια, κουκιά, μὲ πινακωτὲς γιὰ τὸ ψωμὶ καὶ
σκάφες τοῦ ζυμώματος, μὲ πλεξάνες σκόρδα καὶ κρεμμύδια καὶ κρεμασμένα ἀπὸ τὸ
ταβάνι κυδώνια, ρόδα καὶ τσαπέλες σύκα, καὶ ἀκόμη, μάτσα ρίγανη καὶ φασκόμηλο,
καρυδόφυλλα καὶ δαφνόφυλλα. Στὴν ἄλλη ἄκρη ὑπῆρχε ἕνας ἀργαλειὸς καὶ στὸν
τοῖχο κρεμασμένα μάτσα μαλλὶ καὶ κουβάρια κουρέλια.
Ἡ γιαγιά, μιὰ ὡραῖα καὶ
καθαροντυμένη κυρία, καθόταν σὲ μία ἄνετη καρέκλα, πατοῦσε τὰ πόδια της σ' ἕνα
σκαμνὶ καὶ εἶχε στὴν ποδιὰ της ἕνα δίσκο μὲ στάρι ποὺ τὸ καθάριζε. Μὲ δέχτηκε
καλωσυνάτα καὶ μὲ ρώτησε ἂν ἡ μάνα μου μὲ λούζει μὲ χαμομήλι καὶ ἄν μοῦ
τυλίγει ἀπὸ βραδὺς τὶς μποῦκλες μου μὲ κουρελάκια. Ὅταν τῆς εἶπα ὅτι δὲν κάνει
οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο εἶπε «Ἄ...» καὶ πρόσθεσε «Αὐτὰ τὰ μαλλιὰ εἶναι
ἀληθινὸ χρυσάφι» καὶ πίθωσε τὸ δίσκο πλάϊ της καὶ σήκωσε τὴν ποδιά μου καὶ ἄρχισε
νὰ μοῦ τὴ γεμίζει καρύδια, μύγδαλα καὶ σταφίδες. Ἐγὼ ἔλεγα «Φτάνει, εἶναι πολλὰ
δὲν μπορῶ νὰ τὰ φάω».
«Δὲν
στὰ δίνω νὰ τὰ φᾶς, ἀλλὰ νὰ τὰ πᾶς στὴ μαμά σου νὰ φτιάξει γλυκό».
«Μὰ
ἔχουμε καὶ μεῖς». «Ἔχετε, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά μας δὲν ἔχετε».
Πέρα ἀπὸ τὸ μαρμάρινο
πλατύσκαλο ἄρχιζε μία ξύλινη καλογυαλισμένη σκάλα, τὴν ὁποία ὅμως δὲν ἀνέβηκα
ποτέ.
Στὶς παιδικές μου
ἀναμνήσεις κυριαρχεῖ ἡ οἰκογένεια Ψημένου. Τὶς μέρες ποὺ δὲν εἶχα σχολεῖο,
ἔστελναν τὸ Γιαννάκη καὶ μὲ ἔπαιρνε. Ὁ Γιαννάκης ἦταν ἕνα ὄμορφο ἀγόρι, γύρω
στὰ δεκαεφτά, ποὺ πήγαινε στὸ γυμνάσιο, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἐργαζότανε στὸ σπίτι τοῦ
Στάθη Ψημένου, σερβίριζε στὸ τραπέζι φορώντας μπλὲ στολὴ καὶ σκούρα γαλάζια
γραβάτα καὶ κάνοντας ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Τὸν ἀγαποῦσαν
ὅλοι καὶ ἡ μαμζὲλ τὸν ἔλεγε “Ζανὸ σερί”. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἔμαθα ἀπὸ τὴν
κυρία Μαρία Ψημένου ὅτι ὁ Γιαννάκης εἶχε γίνει δημοσιογράφος, κατοικοῦσε κοντά
τους, στὸ Παλαιὸ Φάληρο, καὶ εἶχε φέρει καὶ τὶς δυὸ ἀδελφές του ἀπὸ τὸ χωριό,
τὶς ὁποῖες καὶ εἶχε καλοπαντρέψει. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Γιαννάκη στὸ σπίτι ὑπῆρχε μία
ροδοκόκκινη μαγείρισσα καὶ μία βοηθός της, δυὸ λυγερὲς καμαριέρες μὲ μαῦρα
φορέματα καὶ κολλαριστὲς ποδιὲς κάτασπρες καὶ ὅμοια μπονέ. Ὑπῆρχε καὶ ἡ μαμζέλ,
μιὰ λεπτὴ Γαλλίδα ποὺ ἤξερε ἀρκετὰ ἑλληνικὰ καὶ ποὺ φοροῦσε κάτι μικροσκοπικὰ
καπελλάκια ποὺ τὰ λέγανε τόκ. Τότε οἱ κυρίες φοροῦσαν κάτι πελώρια καπέλλα ποὺ
τὰ λέγανε σαντεκλὲρ στολισμένα μὲ ἄνθη, πουλιά, φτερὰ στρουθοκαμήλου καὶ
αἰγκρέτες. Τὰ καπέλλα αὐτὰ τὰ στήριζαν στὰ μαλλιὰ καὶ στὸ μπουμπάρι, ποὺ ἦταν
μία κουλούρα ἀπὸ ξένα μαλλιά, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποία τύλιγαν τὰ ἀληθινά, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ κατασκευάζουν ἐκεῖνα τὰ ἀνεπανάληπτα χτενίσματα. Τὰ στηρίγματα
ἦταν κάτι πελώριες βελόνες μὲ μιὰ πλουμιστὴ κονκάρδα ἀπὸ χρωματιστὲς πέτρες. Ἡ
μάνα μου, πολλὲς φορές, ἔφερνε τὸ καπέλλο της στὸ χέρι, γιατί δὲν φοροῦσε
μπουμπάρι κι αὐτὲς οἱ βελόνες τῆς κάνανε πονοκέφαλο. Τὸ καλοκαίρι φοροῦσαν
ψάθινες καπελλίνες τυλιγμένες μὲ λεπτὲς ἐσάρπες ἀπὸ μουσελίνα σὲ χρώματα
παστέλ, κυρίως γιὰ νὰ προστατεύουν τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὶς ψάθες ἀπὸ
τὸν ἄνεμο.
Εἴπαμε λοιπὸν γιὰ τοὺς
Ψημένους. Ἄρχοντες ἀληθινοὶ μὲ μόρφωση, τρόπους καὶ εὐγένεια. Ξέρανε μουσικὴ
καὶ ὅταν εἶχαν ἐπισκέψεις ἔπαιζαν πιάνο καὶ τραγουδοῦσαν. Τότε δὲν ὑπῆρχαν
γραμμόφωνα, μαγνητόφωνα καὶ τὰ σχετικὰ καὶ χαρτιὰ ἔπαιζαν μόνο οἱ ἄνδρες κι
αὐτοὶ μόνο στὶς λέσχες. Τὸ μουσικὸ αἴσθημα εἶχε καλλιεργηθεῖ καὶ ἀπὸ ξένα
συγκροτήματα ποὺ συχνότατα ἐπισκέπτονταν τὴν ἀνθοῦσα αὐτὴ περιοχὴ τῆς
Πελοποννήσου καὶ ποὺ ἦταν συνήθως οἰκογένειες ἢ ἀδέλφια. Πολλὲς ἀπὸ τὶς χαριτωμένες
αὐτὲς κοπέλλες παντρεύτηκαν ἀρχοντόπουλα τοῦ Πύργου καὶ σιγά-σιγὰ κουβάλησαν
ἀδελφὲς καὶ ξαδέλφες, ποὺ τὶς πάντρεψαν ἐκεῖ, κι ἔτσι δημιουργήθηκε μία
κοινωνία ποὺ ἄρχισε νὰ ἔχει καὶ ἄλλες ἐπιδιώξεις καὶ νὰ μὴν ἀσχολεῖται μόνο μὲ
τὴ σταφιοοπαραγωγὴ καὶ τὸ ἐξαγωγικὸ ἐμπόριο τοῦ προϊόντος.
Στὶς οἰκογενειακὲς καὶ
φιλικὲς συγκεντρώσεις τῶν Ψημένων δὲ θυμᾶμαι νὰ σερβίριζαν δυνατὰ ποτά. Οἱ
καμαριέρες μπαινόβγαιναν στὸ σαλόνι μὲ δίσκους φορτωμένους μὲ γλυκά,
κουραμπιέδες, πεντεσπάνια καὶ μεγάλα νεροπότηρα γεμάτα βυσινάδες, φραμπουὰζ καὶ
λεμονάδες. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι τὸ θέαμα τῶν πελώριων ἀσημένιων δίσκων μὲ τὰ
ἐπίσης ἀσημένια καὶ λαμπερὰ σκεύη, καθὼς καὶ τὰ σκαλιστὰ κρυστάλλινα ποτήρια
μὲ τὰ χρωματιστὰ ὑγρά, μὲ γοήτευαν ἀφάνταστα.
Ὅταν ἐρχόταν ἐπίσκεψη ἡ
πεθερὰ τῆς κ. Μαρίας Ψημένου, ἡ περίφημη Κρινιώ, «ἡ μεγάλη κυρία», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν,
νύφη, προσωπικὸ καὶ παιδιὰ ἤτανε παραταγμένοι στὴν εἴσοδο. Ἡ μεγάλη κυρία
κατέβαινε ἀπὸ τ’ ἁμάξι, ἔφθανε στὴν πόρτα, ἡ νύφη ἔσκυβε καὶ τῆς φιλοῦσε τὸ
χέρι, ἐκείνη τὴ φιλοῦσε στὸ μέτωπο καὶ ἡ διαδικασία τοῦ φιλήματος συνεχιζόταν
ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὸ προσωπικὸ –ἐννοεῖται τοῦ χειροφιλήματος–
συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς γκουβερνάντας.
Ἡ Κρινιὼ Ψημένου, γυναίκα
τοῦ πατριάρχη τῆς οἰκογένειας Γιάννη Ψημένου, ἡ μικροσκοπικὴ αὐτὴ γυναίκα, εἶχε
γεννήσει πέντε ἀγόρια καὶ τρία κορίτσια ἐκ τῶν ὁποίων τὸ μεσαῖο, ἡ Μίτσα, σύζυγος
τοῦ Σπύρου Λοβέρδου, ἦταν ἡ νονά μου. Ὁ πατέρας της, τῆς ἔδωσε προίκα
τριακόσιες χιλιάδες μετρητά, ἐνῶ στὴν πρώτη, τὴ Μαρία, ποὺ εἶχε πάρει τὸν
καθηγητὴ Πολυγένη λίγα χρόνια πρίν, εἶχε δώσει μόνο ἑκατὸν πενήντα. Θυμᾶμαι
πὼς εἶχε γίνει θέμα στὶς ἐφημερίδες ὅπως ἔλεγε ὁ πατέρας μου, γιατί τότε, τόσο
ὁ Σπύρος Λοβέρδος, ὅσο καὶ ὁ ἀδελφός του Διονύσιος, ἦταν λογιστὲς τῆς Ἐθνικῆς
Τράπεζας. Δημόσιο σκάνδαλο ἔγινε ἀργότερα καὶ μὲ τὸ γάμο τοῦ Πάνου Ψημένου μὲ
τὴ βαθύπλουτη Ἑλένη Πιπινέλη, γιατί ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει στὸ μεσίτη τὸ ποσὸ
ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Τὴν Ἑλένη τὴ γνώρισα κατὰ τὸ 1934-35 στὴν Ἀθήνα καὶ
ὁμολογῶ ὅτι ἡ γνωριμία της θὰ μοῦ μείνει ἀλησμόνητη.
Τὸ τελευταῖο παιδὶ ἦταν
ἡ Νίνα, μετέπειτα κυρία Σαργέντη, καὶ ὁ μικρότερος γιός, ὁ Ἀνδρέας, ποὺ τότε ἦταν
τρελλὰ ἐρωτευμένος μὲ τὴ Μάρθα τὴ Χατζηγιάννη, μιὰ χαριτωμένη δεκαοχτάχρονη καὶ
πρωτοθυγατέρα, πρὸς ἄκρα δυσαρέσκεια τοῦ πατέρα της, ὁ ὁποῖος ἔβρισκε τὸ γαμπρὸ
πολὺ ἐπιπόλαιο καὶ ἀνεύθυνο. Μιὰ φορὰ εἶχε πεῖ στὸν πατέρα μου «Νομίζω πὼς ἡ Μάρθα
εἶναι πολὺ μεγάλο λουκούμι γιὰ τοὺς Ψημεναίους». Τελικὰ παντρεύτηκαν κι ἀπέκτησαν
καὶ δυὸ γιοὺς ποὺ ζοῦν στὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὸ θεῖο τους τὸ Διονύση, μοναχογιὸ τῆς
οἰκογένειας. Ἡ Μάρθα πέθανε πρὸ διετίας. Δὲν ξεχνάω τὸν πατέρα μου ποὺ τὴν
συνάντησε μία φορὰ στὸ Ζάππειο μὲ τὸ παιδὶ ἀγκαλιὰ καὶ χωρὶς νταντὰ καὶ τὸ 'λεγε
καὶ τὸ ξανάλεγε. Ὁ κομψὸς καὶ χαριτωμένος Ἀνδρέας, ποὺ τὸν θυμᾶμαι πάντα μὲ τὰ
ὡραῖα του λευκὰ κοστούμια καὶ τὶς πουαντιγιὲ γραβάτες, πέθανε πολὺ νέος.
Γιὰ νὰ τελειώσω μὲ τοὺς
Ψημένους καὶ τὶς ἀναμνήσεις μου γύρω ἀπὸ αὐτούς, κάτι καὶ γιὰ τὸ γέρο Ψημένο ποὺ
τὸν θυμᾶμαι πάντα μὲ θλίψη καὶ ἀγανάκτηση. Χρειάστηκε νὰ συνοδέψω μία φίλη τῆς
μάνας μου, τὴν κ. Τόγια ἀπὸ τὴν Ἀμαλιάδα, ποὺ ἤθελε νὰ μιλήσει στὸν κ. Ψημένο
κι ἐπειδὴ δὲν ἤξερε τὸ σπίτι τὴν πῆγα ἐγώ. Ἔγινα μάρτυρας μιᾶς σκηνῆς ποὺ
πλήγωσε βαθειὰ τὴν παιδική μου ψυχή.
Τότε οἱ σταφιδέμποροι
λειτουργοῦσαν καὶ σὰν τραπεζίτες δίνοντας δάνεια στοὺς καλλιεργητές. Ὁ γέρο
Ψημένος, φορώντας ἕνα μεταξωτὸ κεντημένο σκοῦφο, ἔκανε βόλτες πάνω-κάτω στὸ
μεγάλο χὼλ τοῦ σπιτιοῦ λέγοντας «Δὲν μπορῶ Σπύραινα, δὲ γίνεται ἄλλη παράταση».
Ἐκείνη ἔλεγε «Κάνε ἔλεος
κουμπάρε μου, μᾶς ἔκαψε ὁ περονόσπορος, δὲν εἴχαμε χέρια νὰ ραντίσουμε ἔγκαιρα,
τὰ παιδιά μας λείπουν, ὁ Θοδωράκης εἶναι μόνο δώδεκα χρονῶν, πρέπει νὰ μάθει δυὸ
γράμματα, ὁ Σπύρος ἀρρώστησε καὶ τὰ κορίτσια εἶναι καὶ τὰ τρία ἀνύπαντρα ἀκόμη...».
«Δὲν
μπορῶ, δὲν μπορῶ, κάνετε ὅπως μπορεῖτε...».
Μὲ πῆρε καὶ γυρίσαμε στὸ
σπίτι καὶ σ' ὅλο τὸ δρόμο μούσκευε τὸ μαντήλι της σκουπίζοντας τὰ δάκρυά της. Ψηλή,
ντυμένη μὲ εὐπρέπεια καὶ κομψότητα, μπορῶ νὰ πῶ, φοροῦσε κόκκινο φεσάκι
σκεπασμένο μὲ μαύρη ἀληθινὴ δαντέλα καὶ ἦταν μία γλυκειὰ θλιμμένη παρουσία. Τὸ
ἀπόγευμα ἡ Κρινιὼ ἔστειλε μὲ τὸν ἁμαξὰ της ἕνα δέμα μὲ τὰ ροῦχα καὶ ἕνα
φορεμένο κουστούμι γιὰ νὰ τὰ πάρει μαζί της, κι ἔτσι μ' αὐτὴν τὴν ἀγαθοεργία
ξαλάφρωσε τὶς τύψεις γιὰ τὴ σκληρὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄντρα της. Ὅμως ἡ οἰκογένεια
Τόγια δὲ χάθηκε. Τὰ παιδιὰ στὴν Ἀμερικὴ κάνανε λεφτά, τὰ κορίτσια καλοπαντρεύτηκαν
καὶ ὁ Θοδωράκης, πνευματικός μου ἀδελφός, πέντε-ἕξι χρόνια μεγαλύτερος, ἔγινε
ἕνας καλονοικοκύρης. Ἡ Μίτσα μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸν βοήθησε πολύ, γιατί πήγαινε
συχνὰ καὶ τὴν ἔβλεπε, ἐνῶ ἐγὼ περίμενα νὰ γεράσει πρῶτα γιὰ νὰ πάω στὴν πόρτα
της.
Θέλω νὰ πῶ δυὸ λόγια
καὶ γιὰ τὴν οἰκογένεια Μητροπούλου-Χατζηγιάννη. Τὸ σπίτι τους βρισκόταν κοντὰ
στὸ Ἐπαρχεῖο καὶ ἦταν πολὺ ὡραῖο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μάρθα εἶχαν καὶ ἄλλες τρεῖς
κόρες καὶ τὸ μονάκριβό τους, τὸ Διονύση. Ἀπ' τὶς τρεῖς, ἕνα ἀέρινο πλάσμα
πέθανε φυματικὴ στὴν πρώτη της νιότη –ἡ φθίση δὲν ἔκανε ἔλεος, οὔτε σὲ νέους, οὔτε
σὲ πλούσιους–, ἡ ἄλλη ἦταν ἐρυθροσταυρίτισσα καὶ σκοτώθηκε στὸν πόλεμο καὶ ἡ
Μαίρη, ἕνα χρόνο μεγαλύτερή μου, δὲν ἔμαθα ποτὲ τί ἀπέγινε. Ἡ κ. Χατζηγιάννη
ἦταν ψηλὴ καὶ πολὺ ἀρχοντικὴ γυναίκα, γλυκομίλητη καὶ καταδεκτική. Μιὰ φορὰ μοῦ
χάρισε κι ἕνα κουνελάκι, καὶ μία της κόρη, ἐκείνη ποὺ πέθανε νομίζω, εἶχε στὸ
δωμάτιό της μιὰ σιφονιέρα μὲ πολλὰ συρτάρια καὶ μέσα στὸ καθένα εἶχε καὶ μία
μεγάλη κούκλα. Πάντα τὸ ἄνοιγε καὶ τὶς βλέπαμε ἐκστατικά. Συχνὰ τὶς ὀνειρευόμουνα.
Εἶχα βέβαια μιὰ κούκλα μὲ πορσελάνινο πρόσωπο καὶ ἀληθινὰ μαλλιὰ καθὼς καὶ μὲ μάτια
ποὺ κλείναν, ἀλλὰ μπροστὰ σ' ἐκεῖνες ἦταν ὅπως ἕνα χαμομηλάκι πλάϊ σ' ἕνα
λαμπρὸ τριαντάφυλλο. Τὰ παιχνίδια γιὰ τὰ περισσότερα παιδιὰ ἦταν κάτι πάνινες
κοῦκλες ντυμένες βλαχοποῦλες, κάτι γυάλινα κουκλάκια μὲ τὰ χέρια κολλημένα στὰ
πλευρά τους καὶ κάτι πελώρια τόπια μὲ λαμπρὰ χρώματα, ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου
ξεθώριαζαν καὶ τελικὰ ξεφούσκωναν.
Θυμᾶμαι τὸ “Κρόνιον” καφενεῖο-ζαχαροπλαστεῖο,
μὲ μεγάλους καθρέφτες, μαρμάρινα τραπέζια καὶ βιεννέζικες καρέκλες. Τὸ
“Κρόνιον” βρισκόταν στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς πόλης ποὺ γινόντουσαν οἱ τελετὲς
καὶ τὰ ἀνθεστήρια.
Μιὰ φορὰ ἡ κυρία Μαρία
μὲ πῆρε καὶ μένα, σὰ μεγαλύτερη, στὴ βόλτα της στὴν πλατεία, θὰ ἤμουν γύρω στὰ
ὀκτώ. Τὰ παιδιὰ τὰ πῆγε περίπατο ἡ δασκάλα γιατί ἦταν μικρὰ καὶ δὲν ἤθελε νὰ
βρεθοῦν σὲ τόσο συνωστισμό.
Ποτὲ δὲ θὰ ξεχάσω τὸ
θέαμα. Τὴν πλατεῖα τὴν εἶχαν φράξει γύρω γύρω μὲ σανίδες. Ὁ κόσμος καθόταν στὸ
“Κρόνιον” καὶ τὰ ἅρματα περνοῦσαν μπροστὰ κάνοντας τὸ γύρο τῆς πλατείας καὶ τὰ
κορίτσια ποὺ ἦταν πάνω σ' αὐτά, ντυμένα σὰν πεταλοῦδες καὶ σὰν ἀγγελούδια μὲ
φτερά, κρατοῦσαν κανιστράκια γεμάτα ροδοπέταλα καὶ τὰ 'ριχναν στὸ πλῆθος. Ἡ
ὀργανωτικὴ ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ σοβαροὺς καλοντυμένους κυρίους μὲ ἕνα
ὡραῖο λουλούδι στὸ πέτο καὶ μία κονκάρδα στὸ στῆθος, παρακολουθούσαν τὴν τάξη
καὶ τὴν κίνηση, ἐνῶ ὁ κόσμος χειροκροτοῦσε. Στὴ γιορτὴ θὰ ἔδιναν καὶ βραβεῖα
στὰ καλύτερα ἅρματα. Θυμᾶμαι ὅτι ὁ κόσμος δὲν ἦταν λαϊκὸς ἀλλὰ αὐστηρὰ
ἀριστοκρατικὸς μὲ τουαλέττες οἱ κυρίες, κοστούμια οἱ κύριοι καὶ μὲ ἐλάχιστα παιδιὰ
μαζί τους. Νομίζω ὅτι ἡ γιορτὴ γινόταν γιὰ κάποιο φιλανθρωπικὸ σκοπό.
Τὸ Ἐπαρχεῖο ἦταν τότε μιὰ ὄμορφη πλατεία πάνω σ' ἕνα
λοφίσκο. Ἐκεῖ θυμᾶμαι τοὺς αἰχμάλωτους ἀξιωματικοὺς μὲ τὶς μπλὲ στολὲς καὶ τὰ
κόκκινα φέσια τους νὰ κάθονται θλιμμένοι καὶ ἀμίλητοι καπνίζοντας τοὺς
ἀργιλέδες τους. Μιὰ μέρα, κυνηγώντας τὸ τόπι μου, ἔφτασα κοντὰ σὲ ἕναν καὶ
σκύβοντας νὰ τὸ πάρω, ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ μοῦ χάϊδεψε τὰ μαλλιά. Κοντὰ στὸ
Ἐπαρχεῖο ἔμεναν καὶ οἱ Παπασταθόπουλοι. Αὐτοὶ δὲν ἦταν ἀριστοκράτες ἀλλὰ
πλούσιοι κτηματίες καὶ σταφιδοπαραγωγοί. Ὁ μεγάλος, ὁ μπάρμπα Στάθης, ἕνας
ὡραιότατος γέρος, ὁ κ. Χαράλαμπος καὶ ἡ γυναίκα του, ἡ κ. Ἑλένη, πού μᾶς
ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἔστελναν καὶ μᾶς ἔπαιρναν συχνὰ στὸ σπίτι τους καὶ στὸ
κτῆμα τους, ποὺ εἶχαν ἐπίσης ὡραιότατο δίπατο σπίτι μὲ ταράτσες φορτωμένες μὲ
κληματαριὲς ποὺ ἔκαναν κάτι σταφύλια μεγάλα σὰ χρονιάρικα παιδιὰ καὶ μὲ ἄφθονες
συκιές καὶ ἄλλα δέντρα. Ὁ μπάρμπα Στάθης ἦταν ἀνύπαντρος, τὸ ἴδιο καὶ ὁ
νεώτερος ἀδελφὸς του ὁ κ. Νίκος. Τὸ ζευγάρι δὲν εἶχε παιδιὰ καὶ ἡ ἐλπίδα τοὺς
ἦταν ὁ Νίκος ποὺ διαρκῶς τοῦ ἔκαναν προξενιά. Παντρεύτηκε ἀργότερα ὅταν εἴχαμε
φύγει ἀπὸ τὸν Πύργο.
Τὸ σπίτι στὸ Ἐπαρχεῖο εἶχε
γύρω γύρω κῆπο καί, καθὼς βρισκόταν στὴν ἄκρη σχεδὸν τῆς πόλης, φαινόταν πολὺ ὄμορφο
μὲ τὸ ρὸζ χρῶμα τῶν τοίχων καὶ τὰ πράσινά του παραθυρόφυλλα. Τὰ μπαλκόνια κατάφορτα
μὲ γλάστρες ὁλοκάθαρες καὶ καλοβαλμένες ἀπὸ τὶς ὁποῖες πολύχρωμες γαρυφαλλιὲς σκορποῦσαν
ἕνα δυνατὸ ἀλλὰ γλυκὸ ἄρωμα, ὡραιότατα κοράλια μὲ τὰ λεπτεπίλεπτα ἄλικα λουλούδια
τους, ἀρμπαρόριζες, βασιλικοί, φούξιες καὶ ὀρτανσίες. Στὴν εἴσοδο ὑπῆρχε ἕνα
τεράστιο γιασεμὶ καὶ λίγο πιὸ πέρα μιὰ γαζία μὲ τὸ μεθυστικό της ἄρωμα καὶ τὰ
κίτρινα καὶ ἀπαλὰ λουλουδάκια της. Στὴν ἄκρη τοῦ κήπου εἶχαν γύρω στὶς τριάντα
κυψέλες, “κουβέλια” τὶς ἔλεγε ἡ κ. Ἑλένη, πού μοῦ ἄρεσε νὰ παρακολουθῶ
προσεκτικὰ τὶς μέλισσές τους.
Μιὰ μέρα εἴπαμε στὴν κ.
Ἑλένη νὰ μᾶς ἀφήσει νὰ πᾶμε νὰ παίξουμε στὸν κῆπο της. Μᾶς ἔδωσε τὴν ἄδεια καὶ
μᾶς εἶπε «Μὴν τρέχετε καὶ πέσετε» καὶ ἐμεῖς κατεβήκαμε. Παίζοντας φθάσαμε στὰ
μελίσσια. Σταθήκαμε λίγο παράμερα καὶ παρακολουθούσαμε τὸ πήγαινε-ἔλα τῶν
μελισσῶν, θέαμα ποὺ πάντοτε μὲ γοήτευε. Εἴμαστε ἐγὼ καὶ ἡ ἀδελφή μου ἡ Εὐγενία,
κατὰ δυὸ χρόνια μικρότερη, ἡ ὁποία ἦταν καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἰδιαίτερης
στοργῆς τῆς μάνας μου ποὺ τὴν ἀποκαλοῦσε Εὐγενάκι. Σ' ὅλη τὴ ζωή μου
ἀναρωτιώμουν γιατί ἀπολάμβανε αὐτὴ τὴν ξεχωριστὴ εὔνοια καὶ γιατί ὅ,τι στραβὸ
νὰ γινόταν τὴν πλήρωνα ἐγώ, γιατί τὸ παιδὶ δὲν ἔφταιγε παρακολουθώντας πάντα τὸ
δικό μου κακὸ παράδειγμα. Ἐν ὀλίγοις, ἐκεῖ ποὺ χαζεύαμε βλέπω τὴν Εὐγενούλα νὰ
κρατάει μία καλογυαλισμένη μπρούτζινη βέργα ποὺ εἶχε τραβήξει ἀπὸ τὸ βελουδένιο
χαλὶ τῆς σκάλας. «Νὰ τὶς τσιγκλίσουμε, νὰ δοῦμε τί θὰ κάνουν» μοῦ εἶπε. «Μή,
εἶναι ἁμαρτία» τῆς εἶπα ἐγώ. Ἐκείνη ὅμως, ἐπιμένοντας στὴν ἰδέα της, ἔσκυψε καὶ
ἔχωσε τὴ βέργα στὴν εἴσοδο τῆς κυψέλης. Αὐτὸ ἦταν. Μὲ μιᾶς ἔπεσαν ὅλες πάνω
της, ἐγὼ ποὺ ἤμουν ἕνα βῆμα πίσω ἔβαλα σπαραχτικὲς φωνές, ἔτρεξε μισοπεθαμένη ἡ
κ. Ἐλένη, τὴν ἅρπαξε, ἔλιωσε ὅσες μέλισσες πρόλαβε καὶ τὴν ἀνέβασε στὴν
τραπεζαρία, ὅπου ἔβαλε ξύδι μέσα σὲ ἕνα πιάτο κι ἄρχισε νὰ τὶς σιδερώνει –ὅπως
ἔλεγε– μὲ ἕνα μαχαίρι γιὰ νὰ βγάλει τὰ κεντριά. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ μοῦτρο τῆς
Εὐγενούλας εἶχε πρηστεῖ καὶ εἶχε γίνει κατακόκκινο, ὅμως εἶχε πάψει νὰ κλαίει
καὶ μόνο ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ρωτοῦσε «Πεθαίνουνε ἀπὸ αὐτὸ κυρία Ἑλένη;» «Ὄχι
καρδούλα μου, δὲν πεθαίνουνε μόνο φουσκώνει λίγο τὸ μουτράκι τους. Αὔριο θὰ
ἔχει γίνει ὅπως καὶ πρίν». Ἐγὼ τρομοκρατημένη δὲν ἔλεγα λέξη καὶ
παρακολουθοῦσα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὴν ὅλη διαδικασία. Ἐμένα δὲ μὲ εἶχε
τσιμπήσει οὔτε μία μέλισσα... Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι στὸ σπίτι ἔφαγα κάνα δυὸ
μπάτσους... γιατί δὲν πρόσεχα τὸ παιδί.
Ὅταν εἴμαστε οἱ δυό μας
ἡ κ. Ἑλένη μοῦ ἔλεγε ἱστορίες ἀπὸ τὴ ζωή της καὶ μία ποὺ θυμᾶμαι ἦταν ὅτι, ὅταν
ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὁ γάμος της μὲ τὸν κ. Χαράλαμπο, ἐνῶ ἔτριβε τὰ χαλκώματα καὶ
καθὼς πῆγε νὰ βάλει ἕναν καλογυαλισμένο τέντζερη στὸ ράφι, ἔπεσε καὶ τῆς ἔκοψε τὴ
μύτη. Τῆς ἔκανε μία βαθειὰ χαρακιὰ ποὺ φαινόταν ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τὸ γάμου.
«Σκέψου Σοφούλα μου, νὰ μοῦ τὴν ἔκοβε καὶ τότε πῶς θὰ παντρευόταν ὁ Χαράλαμπος
μία νύφη κουτσομύτα;».
Κάποτε στὸ κτῆμα τους
πάτησα μία σανίδα μὲ καρφὶ ποὺ μπῆκε στὴ φτέρνα μου. Τὸ γιατροσόφι ἦταν βραστὸ
λάδι πού μοῦ ἔσταξε στὴν πληγή. Λαχτάρισα πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ ἡ πληγὴ δὲν
ἀφόρμησε, ὅπως τὸ λέγανε τότε.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς
Παπασταθόπουλους ὁ πατέρας μου εἶχε ἐπαφὲς μὲ πολλοὺς κτηματίες
οἰνοπαραγωγούς. Στὸ σπίτι εἶχε ἕνα πρόχειρο ἐργαστήριο μὲ ἕνα μικρὸ ἀποστακτικὸ
μηχάνημα φερμένο ἀπὸ τὸ Παρίσι ποὺ τὸ λέγανε σαλερόν, γράδα διάφορα, μεζοῦρες,
γυάλινα χωνιὰ καὶ πακέτα μὲ φίλτρα. Εἶχε ἀκόμη κάνα δυὸ ξύλινες κασετίνες μὲ
χωρίσματα καὶ μὲ μικροσκοπικὰ φιαλίδια μέσα ποὺ ὅταν τὰ ἄνοιγε εὐωδίαζε τὸ
σπίτι. Αὐτὰ ἦταν τὰ ἐσὰνς ποὺ ἔφτιαχνε τὶς κολώνιες, ὄχι φυσικὰ γιὰ ἐμπόριο
ἀλλά, κυρίως, γιὰ δῶρα σὲ φίλους καὶ γνωστούς. Θυμᾶμαι τὰ ὡραῖα μπουκάλια, τὰ
στριφογυριστὰ πώματα, τὶς κομψὲς ἐτικέττες καὶ τὰ μικροσκοπικὰ φιογκάκια ποὺ
ἔδενε στὸ λαιμὸ τῶν μπουκαλιῶν.
Ὁ πατέρας μου, στὰ
πρῶτα χρόνια τῆς νιότης του, μαθήτευσε στὴ Σύρο, πλάϊ σ' ἕναν ἐξαίρετο ἄνθρωπο,
τὸν Εὐστράτιο Περατικό. Ἐκεῖ ἔμαθε πολλὰ γιὰ τὴν παρασκευὴ τῶν ποτῶν καὶ τῶν
ἡδύποτων, ὅπως λέγανε τότε τὰ λικέρ. Πῆγε ἐκεῖ ὅταν τελείωσε τὸ Σχολαρχεῖο καὶ
ζοῦσε σὰν μέλος τῆς οἰκογένειας. Τὸ ἀφεντικὸ εἶχε μία χήρα ἀδελφή, τὴν
καπετάνισσα, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, ποὺ εἶχε ἕνα δεκάχρονο κοριτσάκι, καὶ μία
ἀκόμη ἀνύπαντρη, τὴ δεσποσύνη Ἀργυρώ, νέα καὶ ὡραία γύρω στὰ εἴκοσι πέντε, μὲ
τὴν ὁποία ἔμενε μαζὶ καὶ χάριν τῆς ὁποίας δὲν εἶχε παντρευτεῖ. Ὁ κ. Στρατής,
σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ πατέρα μου, ἦταν ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε πολὺ
τὸν πατέρα μου καὶ ἄφηνε συχνὰ νὰ ὑπονοηθεῖ ὅτι τὸν προόριζε γιὰ διάδοχό του
στὴν ἐπιχείρηση καὶ γιὰ μελλοντικὸ σύζυγο τῆς ὀρφανῆς ἀνεψιᾶς, ἀλλά, ὅμως,
ἀναπάντεχα τὰ σχέδια ματαιώθηκαν καὶ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σύρο καὶ πῆγε
στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Πουρῆ στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποτοποιΐα εἰδικεύτηκε
καὶ στὴν οἰνοποιΐα. Ἔλεγε ὅτι εἶχε καὶ κάποιο δίπλωμα ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία καὶ
πράγματι στὸ συρτάρι του βρισκόταν ἕνα χαρτὶ δεμένο μὲ μία κόκκινη κορδελίτσα.
Μιὰ φορὰ τὸν εἶδα νὰ τὸ ξετυλίγει γιὰ νὰ τὸ διαβάσει σὲ κάποιον, ποτὲ ὅμως δὲν
εἶδα τί ἔγραφε.
Ἐκεῖ δούλεψε πολλὰ χρόνια
κι ἐκεῖ γνώρισε τὴ δεκαοχτάχρονη μάνα μου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτὰ
του γιατί τὸν ἔβρισκε μεγάλο, τὴν περνοῦσε δέκα τέσσερα χρόνια, ὅταν ὅμως ἔφυγε
γιὰ τὴν Ἀμαλιάδα γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ ἐργοστάσιο τοῦ Ψημένου, τὴ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα
της, ἀρραβωνιάστηκαν καὶ κεῖνος ἔφυγε γιὰ τὴν Πελοπόννησο. Ἄρχισε ἀνάμεσά τους
μιὰ πυκνὴ ἀλληλογραφία ποὺ κράτησε κοντὰ δυὸ χρόνια. Τὰ γράμματα αὐτὰ τὰ
διάβασα ὅλα ὅταν πῆγα στὴν τρίτη τάξη. Στὴν ἀρχὴ μὲ τράβηξαν τὰ πολυτελῆ
ἐπιστολόχαρτα καὶ οἱ ἀπίθανες διακοσμήσεις τους. Ἄγγελοι μὲ γαλάζια φουστάνια
καὶ ἄνθινες γιρλάντες, περιστέρια ποὺ φιλιόντουσαν, κομψὰ χεράκια ποὺ σμίγανε,
πεταλοῦδες καὶ λουλούδια καί, ἔπειτα, οἱ προσφωνήσεις τους «Ἄστρον τοῦ βίου
μου, γλυκειά μου Μαρία» ἢ «Φῶς τῆς ζωῆς μου» καὶ κάτι ἄλλα σχετικά.
Φυσικὰ ἡ δραστηριότητά
μου αὐτὴ ἀνακαλύφθηκε καὶ πληρώθηκε μὲ ἄφθονο ξύλο καὶ σκληρὲς ἐπιπλήξεις, καὶ τὰ
ὡραῖα γράμματα μαζὶ μὲ τὸ πολυτελὲς κουτὶ τῶν πούρων μέσα στὸ ὁποῖο εἶχαν φυλαχτεῖ,
πετάχτηκε στὴ φωτιὰ τοῦ πλυσταριοῦ γιατί ἔτυχε ἐκείνη τὴ μέρα νὰ ἔχουμε τὴν κυρὰ
Ἀγγελίνα στὸ σπίτι, τὴ γυναίκα ποὺ βοηθοῦσε τὴ μάνα μου στὶς βαριὲς δουλειές. Μόλις
αὐτὴ τὴ στιγμὴ διαπιστώνω ὅτι ἡ ἀπέχθειά μου στὸ νὰ διαβάζω ξένα γράμματα ἴσως ὀφείλεται
σὲ κείνη τὴν παιδικὴ περιπέτεια καὶ στὰ ὅσα μοῦ εἴπε τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ μάνα μου.
Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ οὐδέποτε ἄνοιξα καὶ διάβασα γράμμα ποὺ δὲν ἀπευθυνόταν σὲ
μένα, ὄχι ἀπὸ συναίσθηση τῆς ἀδιακρισίας καὶ τῆς ἀπρέπειας, ἀλλὰ γιατί τὸ
βρίσκω σχεδὸν ἐγκληματικό.
Ἡ ἱστορία τῆς ἀναχώρησης
τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὴ Σύρο καὶ ὁ ρόλος ποὺ ἔπαιξε αὐτὴ ἡ περιπέτεια στὴν ὅλη του
ζωὴ ἀποτελεῖ θέμα μυθιστορήματος. Τὴν ἔμαθα ὅταν ἤμουν παντρεμένη καὶ μητέρα,
ὅταν μοῦ τὴν εἶπε ἡ μάνα μου, ἐδῶ ὅμως δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀναφέρω γιατὶ δὲν ἀποτελεῖ
ἀνάμνηση τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Μοῦ τὴν εἶπε μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα μου.
Ὁ πατέρας μου ἦταν
πολὺ φιλομαθής, ἀπίθανος καλλιγράφος καὶ ὀρθογράφος. Δὲν ἤξερε καμμιὰ ξένη
γλώσσα, ἀλλὰ ἔγραφε καὶ διάβαζε μὲ εὐκολία τὶς ἐτικέττες τῶν διάφορων ποτῶν, τῶν
φαρμάκων καὶ τῶν ἐσάνς. Εἶχε μικρὴ βιβλιοθήκη σὲ σχέση μὲ τὸ ἐπάγγελμά του καὶ
χωριστὰ ἄλλη γιὰ ψυχαγωγία. Στὸν Πύργο ἤρθαμε γιατί ἀρρώστησε βαριὰ ὁ Πάνος
Ψημένος καὶ τὸν πῆγαν γιὰ θεραπεία στὴν Εὐρώπη, τὸ ἐργοστάσιο ἔκλεισε καὶ ὁ
πατέρας μου προσπάθησε νὰ κάνει δική του δουλειά, δὲν πῆγε ὅμως καλὰ καὶ τότε
δέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ κ. Μάγου νὰ ἀναλάβει μία μικρὴ βιοτεχνία ποὺ εἶχε στὸν
Πύργο καὶ νὰ τὸν βοηθάει στὸ μαγαζί, ἕνα μεγάλο καὶ ὡραῖο ποτοπωλεῖο στὸν
κεντρικὸ δρόμο.
Ἡ ζωή μου στὸν Πύργο
ἀποτελεῖ καὶ τὴ ρόδινη περίοδο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Αἰσθάνομαι ἀκόμη τὴ
γλυκειὰ μυρωδιὰ τοῦ μικροῦ ἐργοστασίου καὶ θυμᾶμαι μὲ κάθε λεπτομέρεια τὸ
μαγαζί. Τὸ καλοκαίρι τόσο ὁ κ. Μάγος ὅσο καὶ ὁ πατέρας μου κυκλοφοροῦσαν μὲ τὸ
πουκάμισο καὶ τὸ γιλέκο ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπαραίτητη γραβάτα καὶ μ ἕνα σφουγγάρι στὸ
χέρι. Εἴχανε καὶ κάνα δυὸ τρεῖς μικροὺς ἀλλὰ αὐτοὶ σερβίριζαν πάντα στοὺς
πελάτες τὰ ποτά, οὖζο, κονιάκ, τεντούρα, μέντα κλπ.
Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς
μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένεια Κρέμερ καὶ τὸν κύριο Μάξ, μηχανικοὺς στὸ καπνεργοστάσιο Καραβασίλη,
πηγαίναμε στὰ διπλανὰ χωριά, Λαμπέτι, Βαρβάσαινα, Σκουροχώρι, ὅπου μέσα σὲ κήπους
καὶ κάτω ἀπὸ καταπράσινες κληματαριές, ποὺ τὶς λέγανε κρεβατίνες, σερβίριζαν ἕνα
λαμπρὸ κοκκινέλι. Φαγητά, κεφτεδάκια, χορτόπιττες, τὰ ἔφτιαχνε ἡ κ. Κρέμερ,
Ἑλληνίδα καὶ μητέρα τεσσάρων παιδιῶν, ἐνῶ ἕνα μεγάλο ταψὶ μελαχροινὸ τὸ
ἔφτιαχνε πάντα ἡ μάνα μου. Μαζὶ μὲ τὸ κρασὶ δίνανε μόνο ψωμὶ καὶ πορτοκάλια. Ὁ
κύριος Μὰξ δὲν ἦταν παντρεμένος. Ἄλλος ἕνας φίλος, ὡραιότατος καὶ εὐγενέστατος κύριος,
ἦταν ἐπίσης γεροντοπαλήκαρο, ὁ κύριος Θεόδωρος Ἴμμιγκερ. Αὐτὸς ἦταν Ἕλληνας μὲ
βαυαρέζικο ὄνομα καί, ἂν καλὰ θυμᾶμαι, ἦταν διευθυντὴς τῆς Ἐφορίας.
Γιὰ νὰ τελειώνω μὲ τὸν
πατέρα μου, πρέπει νὰ τονίσω ὅτι ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς ἐντιμότητας καὶ ὁ τέλειος
χριστιανός, μ' ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης. Σὲ κάθε γιορτὴ ἔπρεπε νὰ μᾶς μάθει τὸ
τροπάριο τοῦ ἁγίου. Τὸν ἀκάθιστο ὕμνο καὶ τὰ ἀναστάσιμα τὰ ἤξερα ἀπ' ἔξω καὶ τὰ
θυμᾶμαι μέχρι σήμερα. Δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ Μεγάλη Βδομάδα
σκοτωνόταν γιὰ νὰ παρουσιάσει τὸ ὡραιότερο στόλισμα τοῦ μαγαζιοῦ μὲ χρωματιστὰ
καντηλάκια καὶ μ' ἕνα φωτεινὸ στέμμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεπηδοῦσαν μικροὶ πίδακες
ποὺ πετοῦσαν κολώνια καὶ ἔραιναν τὸν ἐπιτάφιο ποὺ περνοῦσε.. Θυμᾶμαι μάλιστα,
μιὰ χρονιὰ μπῆκε στὸ μαγαζὶ ἕνας ὀργισμένος ἀξιωματικὸς ποὺ ζήτησε ἐξηγήσεις
γιατί βράχηκε τὸ καπέλλο τῆς κυρίας του, καὶ ὁ εὐγενικὸς πατέρας μου τοῦ
ἐξήγησε ἤρεμα ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν νερὸ, ἀλλὰ καθαρὴ καὶ διηθημένη κολώνια ποὺ θὰ
ἐξατμιζόταν σὲ λίγο χωρὶς νὰ ἀφήσει ἴχνη.
Καὶ μιὰ καὶ μιλᾶμε γιὰ
ἐκκλησίες, δὲν ξεχνάω ποτὲ τὴν πρωτοχρονιὰ μὲ τὴ δοξολογία στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ὅπου
ἡ μοσκομυρισμένη ἀπὸ ἀληθινὸ κερὶ ἐκκλησία, γέμιζε ἀπὸ εὐσταλεῖς ἀξιωματικοὺς μὲ
λοφία καὶ σπάθες, ὑπέρκομψες κυρίες μὲ γουναρικὰ καὶ μποὰ καὶ πλῆθος κόσμου, καὶ
τὴ μουσικὴ νὰ παιανίζει σὲ κάθε ἄφιξη ἐπισήμου. Ἡ μουσικὴ γενικὰ ἦταν πολὺ
ἀγαπητὴ στοὺς Πυργιῶτες καὶ πολὺ συχνὰ ἡ δημοτικὴ καὶ ἡ στρατιωτικὴ μπάντα
παίζανε στὴν πλατεία. Νομίζω ὅτι τότε στὸν Πύργο εἶχε ἕδρα κάποιο Σῶμα στρατοῦ,
γιατί θυμᾶμαι τὸ στρατηγὸ Παπούλα, ποὺ εἶχε καὶ τὸ μοναδικὸ αὐτοκίνητο τῆς
ἐποχῆς.
Ἄλλες γιορτὲς ἀξέχαστες
ἦταν τὰ Θεοφάνεια μὲ τὸ καταστόλιστο τραπέζι στὴ μέση της ἐκκλησίας καὶ τὴν πελώρια
μπρούτζινη λεκάνη ποὺ ἔλαμπε σὰ χρυσὴ ἀπὸ τὸ γυάλισμα, μὲ τοὺς παπάδες, τὸ σεβάσμιο
Δεσπότη, ποὺ θαρροῦσα ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Νικόλας κατεβασμένος ἀπὸ τὴν εἰκόνα
του, τοὺς ἐπισήμους καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ποὺ παρακολουθοῦσε μὲ κατάνυξη τὴν ὅλη
ἱεροτελεστία.
Πολιοῦχος ἦταν ὁ Ἅγιος
Χαράλαμπος, αὐτὸ τὸ ἔμαθα τώρα ἀπὸ μία Πυργιώτισσα. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν ἡ
Ἁγία Κυριακή, ἀλλά μοῦ ἐξήγησε ὅτι ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ἦταν μικρὴ ἐκκλησία,
στὴ μνήμη του μεταφέρανε τὴν εἰκόνα του στὴν Ἁγία Κυριακὴ γιὰ τὸν ἑορτασμό. Θυμᾶμαι
καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, μὲ τὸ χέρι τοῦ
ἁγίου μέσα στὸ καταστόλιστο ἀσημένιο κουτί. Τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, ὅπου ἀνήμερα
τὸ Πάσχα καὶ μετὰ τὴ λειτουργία τῆς Ἀγάπης, ἔκαιγαν τὸν Ἰούδα, ἕνα πολύχρωμο
ἀνδρείκελο παραγεμισμένο μὲ στράκα – στροῦκες, ποὺ ἔσκαζαν μὲ τὴν πρόοδο τῆς
φωτιᾶς, πρὸς μεγάλη ἀγαλίαση τῶν παιδιῶν. Ἐκεῖ, στὸν περίγυρο τῆς ἐκκλησίας,
ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ ἕλος ὅπου ψάρευαν χέλια. Δὲν πρέπει νὰ παραλείψω τὴ λαϊκὴ
ἀγορά, τὸ παζάρι, ποὺ γινόταν στὴν πλατεία Αὐγερινοῦ, ὅπου κάθε Σάββατο οἱ
χωρικοὶ ἔφερναν τὰ προϊόντα τους ποὺ κάλυπταν μία γκάμα ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ
φορτώματα κληματόβεργες καὶ κούρβουλα, ἀπὸ ξύλα χοντρὰ γιὰ τὶς μπουγάδες,
διάφορα βότανα, κηπευτικά, ἄγρια ραδίκια, βροῦβες, σπαράγγια καὶ ὀβριές, ἄγριες
ἀγγινάρες καὶ φροῦτα τῆς ἐποχῆς. Ἀφθονοῦσαν ἀκόμη τὰ μύδια, ποὺ τὰ ἔφερναν ἀπὸ
τὴ Σπιάντζα, μιὰ πλατειὰ ξέβαθη παραλία, ποὺ τὰ ψάρευαν γεμίζοντας καλάθια μὲ
ἄμμο καὶ τινάζοντάς τα μέσα στὸ νερό. Ὅταν ἔφευγε ἡ ἄμμος ἔμεναν στὸ καλάθι τὰ
πεντάφρεσκα μύδια τὰ ὁποία πουλοῦσαν στὰ καφενεῖα καὶ ποτοπωλεῖα τοῦ Πύργου μία
πεντάρα τὸ ποτήρι. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἀγγιναράκια, βρασμένα καὶ ἀχνιστά, μέσα σὲ
καλάθια ντυμένα μὲ λινάτσα, τὰ ἔβαζαν πάνω στὰ τραπεζάκια καὶ τὰ σπυραλατίζανε
μὲ χοντρό, κοπανισμένο, ἁλάτι. Ψάρια φέρνανε ἀπὸ τὸ Κατάκωλο, ἀλλὰ τὰ μόνα ποὺ
θυμᾶμαι ἦταν κολλιοὶ καὶ μπαρμπούνια κι ἀκόμη κεφαλόπουλα καὶ μικρὰ ψαράκια γιὰ
τὸ τηγάνι, τῆς οἰκογένειας τῶν σπαριδαίων, δηλαδὴ κάτι σὰ σπάρους, σαργοὺς καὶ
τσιποῦρες. Ἔφερναν καὶ χέλια τῆς Ἀγουλινίτσας, ἀλλὰ σπανίως τὰ ἀγοράζαμε γιατί
δὲν ἔκανε νὰ τρώει ἡ μάνα μου λόγω τῆς χολῆς της.
Τὸ Κατάκωλο, ἐπίνειο τοῦ Πύργου, μὲ τακτικὴ σιδηροδρομικὴ συγκοινωνία,
κατέβαζε τὸν κόσμο στὰ μπάνια ὅπου μέσα σὲ μία ἀστραφτερὴ πεντακάθαρη θάλασσα
ὑπῆρχαν ξύλινες καμπίνες, χωριστὰ τῶν γυναικῶν ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν. Τὰ παιδιὰ μέχρι
δέκα χρονῶν πήγαιναν μαζὶ μὲ τὶς μανάδες τους. Τὰ μπανιερά, μὲ κοντὰ μανίκια
καὶ παντελόνια μὲ φραμπαλάδες, εἶχαν ὡραιότατα χρώματα, ριγὲ πουαντιγιὲ καὶ
καρρὼ ἀπὸ γαλλικὰ τσίτια, “τοῦ λαδιοῦ”, ὅπως τὰ λέγανε, καὶ ποὺ κάθε ἐποχὴ
κουβαλούσαν οἱ ἐμποροϋπάλληλοι στὰ σπίτια γιὰ νὰ διαλέξουν οἱ κυρίες. Τὸ ἴδιο
γινόταν καὶ μὲ τὰ χειμωνιάτικα ὑφάσματα, κασμήρια κλπ.
Ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Πύργου,
ἐκτὸς ἀπὸ ὅσους ἀνέφερα, θυμᾶμαι τὴν κ. Βανδώρου, φίλη της μάνας μου καὶ γυναίκα
τοῦ κ. Ἐπιθεωρητή. Τὴ δασκάλα, τὴν Τσούραινα –παρατσούκλι– δὲ θυμᾶμαι τὸ
πραγματικό της ὄνομα, ὁ ἄνδρας της εἶχε φαρμακεῖο. Αὐτὴ λάτρευε τὴ μάνα μου
γιατί μία μέρα ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι της ἄκουσε ἕνα θόρυβο πάνω στὸ
στέγαστρο καὶ εἶδε νὰ πέφτει μπροστὰ στὰ πόδια της ἕνα κοριτσάκι. Εἶχε τὴν
ψυχραιμία νὰ τὸ ἁρπάξει καὶ νὰ τρέξει στὸν πλησιέστερο γιατρό. Τὸ παιδὶ σώθηκε
καὶ ἡ Τσούραινα μόνο κερὶ δὲν ἄναβε στὴ μάνα μου. Ἔτσι ἄρχισε μία φιλία μὲ
ἀνταλλαγὲς γλυκῶν, φαγητῶν καὶ λουλουδιῶν. Οἱ κυρίες ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὸν
Πύργο, τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες φυσικά, ἦταν πολὺ κομψὰ ντυμένες –βρισκόμαστε
ἀκόμη στὴν μπὲλ ἐπόκ– οἱ φοῦστες ἦταν στὸ κάτω μέρος στενὲς καὶ τὸ χρῶμα τῆς
μόδας ἦταν τὸ ταγκό, ἕνα πολὺ ζωηρὸ πορτοκαλί. Θυμᾶμαι τὴν κ. Μαρία μὲ μαῦρο
μακρὺ φόρεμα καὶ μία πλατειὰ κατακόκκινη βελούδινη ζώνη καὶ τὶς δεσποινίδες
Γαλιγάλη μὲ τὶς πολὺ στενὲς φοῦστες τους, ποὺ περπατοῦσαν σὰ γιαπωνέζες μὲ
μικρὰ μικρὰ βήματα.
Ὁ ἔμπορος ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ψωνίζαμε πάντα ἦταν ὁ κ. Παπαχριστόπουλος. Ἦταν δυὸ ἀδέλφια, ἀλλὰ ἐγὼ θυμᾶμαι
μόνο τὸν κ. Γιάννη, ἕναν ἀρχοντικὸ ἄνθρωπο, εὐγενικὸ καὶ γλυκομίλητο. Ὅταν
περνούσαμε ἡ μάνα μου τὸν χαιρετοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε σχετικὰ μὲ τὰ ψώνια.
«Ἐντάξει κ. Τσάλα, θὰ στείλω σύντομα τὸ παιδὶ μὲ ὅ,τι καινούργιο φέρουμε». Ὁ κ.
Γιάννης εἶχε χάσει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὴ νεαρὴ γυναίκα του, πολὺ σύντομα
μετὰ τὸ γάμο, καὶ δὲν θέλησε νὰ ξαναπαντρευτεῖ. Κάποτε ἄκουσα τὴ μάνα μου νὰ
διηγεῖται ὅτι ἡ κ. Παπαχριστοπούλου ἦταν ἀπὸ πολὺ φτωχειὰ οἰκογένεια καὶ ὅταν
τὴ ζήτησε ὁ κ. Παπαχριστόπουλος σὲ γάμο, ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴ συγκίνησή της
ἔπαθε αἱμορραγία ποὺ δὲν τῆς σταμάτησε ποτέ. Γύρευε τί εἶχε ἡ καϋμένη, ἴσως
κανένα πολύποδα ἢ τίποτα χειρότερο. Βέβαια αὐτὸ τὸ λέω ἐγὼ τώρα, τότε ὅσα δὲν
εἶχε ἐρευνήσει ἡ ἐπιστήμη τὰ ἀποδίδανε σὲ ψυχολογικά, σὲ μαρασμό, ὅπως συχνὰ
λέγανε, καὶ σὲ μάγια.
Ὁ κ. Παπαχριστόπουλος
ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιά. Ὅταν κάποτε, στὸν ἀποκλεισμό, ἡ μάνα μου παραπονέθηκε
ὅτι δὲν ἔβρισκε ρύζι γιὰ τὸ μωρὸ καὶ ζάχαρη γιὰ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ καὶ ὅτι μᾶς
γλύκαινε τὸ γάλα ἢ τὰ καρυδόφυλλα ποὺ πίναμε μὲ μέλι καὶ πετιμέζι, τὴν ἄλλη
μέρα ἔστειλε μὲ μία γριὰ οἰκονόμο ποὺ ἔμενε μαζί του μιὰ σακκούλα ρύζι καὶ μία
ζάχαρη. Ὁ πατέρας μου ἔγινε ἔξω φρενῶν μὲ τὴ μάνα μου, ἀλλὰ ἀμέσως τῆς ἔδωσε
ἕνα μεγάλο μπουκάλι κολώνια, ἔφτιαξε καὶ κείνη ἕνα μελαχροινὸ μὲ πετιμέζι καὶ
μπόλικα καρύδια καὶ κανελλογαρύφαλα καὶ τοῦ τὰ πήγαμε ἕνα βράδυ. Ἴσως ἐκεῖνο τὸ
βράδυ, ἐνῶ ἐγὼ χάζευα τὸ σπίτι καὶ τὶς φωτογραφίες μὲ τὴν ἀχόρταγη περιέργειά
μου καὶ ρωτοῦσα διαρκῶς τὴ γριά, ἐκεῖνος νὰ τῆς εἶπε τὴν ἱστορία τῆς γυναίκας
του, ὡραιότατης, πράγματι, μὲ νεανικὸ χτένισμα καὶ ἕνα μαῦρο ταφταδένιο φιόγκο
στὰ μαλλιά, σὲ μιὰ μεγάλη φωτογραφία μέσα σὲ πολυτελέστατη βαριὰ κορνίζα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους
μὲ τὰ καταστήματα ὑπῆρχε καὶ ἕνας συρφετὸς ἀπὸ πλανοδίους ποὺ πουλοῦσαν βίους ἁγίων,
λιβάνι, κεριά, κομπολόγια καὶ ποὺ συνήθως ἦταν καλόγεροι. Δὲν ὑπῆρχε βίος ἁγίου
ποὺ νὰ μὴν εἶχα διαβάσει. Ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλα, τὴν Ἁγία Εἰρήνη, τὸν Ἅγιο
Φανούριο, τὰ θαύματα τῆς Παναγίας μέχρι τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη. Ἄλλοι
πουλοῦσαν σκόνες γιὰ τοὺς ψύλλους, φάρμακα γιὰ νὰ βγάζουν τὶς λαδιὲς καὶ
φάρμακα γιὰ τὸν πονόδοντο. Αὐτοὶ ἔβγαζαν καὶ δόντια, ἐκεῖ, ἐπὶ τόπου.
Ἐρχόντουσαν καὶ ξένοι ποὺ πουλοῦσαν κάτι σκυλάκια κανίς, φτιαγμένα ἀπὸ ἄσπρο
μπαμπάκι καὶ Κινέζοι μὲ βεντάλιες, χάρτινα λουλούδια, πολύχρωμα φαναράκια ποὺ
ἀνοίγοντας σχημάτιζαν κύκνους, περιστέρια καὶ δράκοντες. Βλάχοι μὲ σκαλιστὲς ρόκες,
σφοντύλια, ξύλινες κουτάλες καὶ τσότρες, κανάτες ἀπὸ ξύλο κέδρου ποὺ ἔκαναν τὸ
νερὸ νὰ μοσχοβολάει, ἄλλοι πουλοῦσαν γύψινα ἀγαλματάκια, εἰκόνες μὲ τὴ θλιβερὴ
ἱστορία τῆς Γενοβέφας, τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ τὴν Ἀρετοῦσα, τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο, τοὺς
ἥρωες τῆς Ἐπανάστασης, τὸ βασιλιὰ καὶ τὸ Βενιζέλο ποὺ τὸν θυμᾶμαι σὲ ὡραῖα κορνίζα
ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ κατάλαβα τὸν ἑαυτό μου, νὰ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὸν καναπέ. Ὁ
πατέρας μου ὑπῆρξε, μέχρι τὸ θάνατό του, φανατικὸς βενιζελικός, ἀλλὰ καὶ λάτρης
τῆς βασιλείας, θυμᾶμαι τὴν πίκρα του τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀναθέματος ποὺ ὅλος σχεδὸν ὁ
Πύργος ἔτρεχε μὲ μία μαύρη πέτρα στὸ χέρι γιὰ νὰ χτίσουν τὸν τύμβο τοῦ ἀναθέματος.
Ὅλη μέρα ἔμεινε ἀμίλητος καπνίζοντας συνέχεια τὸ ποῦρο του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἠμέρα
ποὺ ἐξόρισαν τὸν Κωνσταντῖνο μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγε τὸ βράδυ ποὺ γύρισε σπίτι καὶ
τὸ ἀνήγγειλε στὴ μάνα μου. Θυμᾶμαι ἀκριβῶς τὰ λόγια του «Δὲν τὰ κάνανε καλὰ
Μαρία, ἔδιωξαν τὸ βασιλιά. Τί θὰ γίνουμε τώρα;». Ἐγὼ τότε θὰ ἤμουν στὰ ὀκτὼ–ἐννιὰ
καὶ ἤμουν τὸ μόνο παιδὶ ποὺ καθόταν στὸ βραδινὸ τραπέζι.
Τί ἄλλο νὰ πῶ γιὰ τὸν
πατέρα μου; Στάθηκε φτωχὸς ὅλη του τὴ ζωὴ ἀλλὰ τίμιος. Ὅταν, στὴν περίοδο τοῦ
πολέμου, ὁ κ. Μάγος ἐπιστρατεύθηκε, κράτησε μόνος του τὸ ἐργοστάσιο καὶ τὸ
μαγαζὶ κι ἀκόμη στὴ Διεθνῆ Ἔκθεση τοῦ Παρισιοῦ ἢ τῆς Βιέννης –δὲ θυμᾶμαι καλὰ–
χάρισε δυὸ χρυσὰ βραβεῖα στὴ ἐπιχείρηση γιὰ τὰ Λικέρ του, τὸ κακάο καὶ τὴ
μόκκα. Ἔλεγε πάντα ὅτι τὸ λικὲρ θέλει εἰδικὴ φροντίδα στὸ φτιάξιμο ἀλλὰ καὶ
ὅταν πίνεται νὰ μασιέται, δηλαδὴ νὰ εἶναι παχύρεστο. Στὸ σπίτι εἴχαμε πάντα κρέμα
μέντας γιὰ τὶς κυρίες καὶ κονιὰκ γιὰ τοὺς κυρίους. Στὸ σπίτι σπανίως ἔπινε κανένα
ποτηράκι κρασὶ ὅταν τὸ φαγητὸ τὸ ἀπαιτοῦσε, μόνον ὅταν πηγαίναμε στὰ περιβόλια
ἔπινε λίγο περισσότερο.
Εἴμαστε ὑγιὴς οἰκογένεια,
δὲ θυμᾶμαι ποτὲ τὸν πατέρα μου ἄρρωστο, ὅσο γιὰ μᾶς τὰ παιδιά, θυμᾶμαι τὸν κοκκύτη
καὶ τὴν ἱλαρὰ καὶ φυσικὰ τὴ γρίππη. Ἡ μάνα μου ὅμως, σὲ ἡλικία 22 χρονῶν, ἔπαθε
χολόλιθους ποὺ τὴ βασάνιζαν πάντα καὶ τῆς ἔκαναν συχνὲς κρίσεις μὲ ὑπερχείλιση
τῆς χολῆς καὶ φρικτοὺς πόνους. Τότε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν γιατρό, τὸν κ. Μάρκου μὲ τὴν
ἐπιβλητικὴ παρουσία του καὶ τὴν κατάλευκη γενειάδα του, ἐρχόντουσαν κι ἄλλοι
γιατροὶ καὶ ἡ μάνα μου ἔπινε πάντα ἕνα βρώμικο νερὸ ποὺ τῆς τὸ ἔφερναν κάθε
βδομάδα μέσα σὲ μιὰ γυάλινη δαμιζάνα. Κάθε καλοκαίρι πήγαινε καὶ γιὰ Λουτρὰ
στὸν Καϊάφα ἐπίσης. Τὸ νερὸ ἐκεῖνο ἦταν ἀπὸ τὸ Γεράνιο αὐλάκι τοῦ Καϊάφα.
Στὸν ἀποκλεισμὸ δὲν ὑποφέραμε
γιατί εἴχαμε ἀπ' ὅλα, πλὴν ψωμὶ καὶ ἀποικιακά. Ψωμί μᾶς στέλνανε συχνὰ ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα,
πολλὲς φορὲς ὅμως μᾶς τὸ ἅρπαζαν στὸ δρόμο καὶ ὅταν μᾶς στέλνανε ἀλεύρι, πολλὲς
φορές, τὸ χάναμε στὸ φοῦρνο. Τὴ ζάχαρη τὴν ἀντικαθιστοῦσε τὸ μέλι καὶ τὸ
πετιμέζι καὶ τὸν καφὲ ἕνα κατασκεύασμα, ποὺ τὸ λέγανε σκυλοκαφέ, καὶ ποὺ
προερχόταν, φυσικά, ἀπὸ σύκα. Ἕνα σούρουπο μοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας μου δυὸ τσαπέλες
σύκα νὰ τὶς πάω στὸ σπίτι. Ὅταν ἔστριψα στὸ δρομάκι ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σπίτι μὲ
πλησίασε ἕνα ἀλητάκι, μὲ ρώτησε γιὰ κάποιο σπίτι, καὶ καθὼς γύρισα νὰ τοῦ
δείξω, μοῦ ἅρπαξε τὴ μία τσαπέλα καὶ τὸ 'βαλε στὰ πόδια. Οἱ φωνές μου ἦταν τόσο
σπαραχτικὲς ποὺ ξεσήκωσαν ὅλη τὴ γειτονιά. Τὴν ἑπομένη ποὺ βρέθηκα στὸ μαγαζὶ
καὶ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔλεγε τὴν ἱστορία σ' ἕναν ἀστυνομικὸ ποὺ ἔπινε τὸ οὖζο
του, τὸν βλέπω νὰ πετιέται ἔξω καὶ νὰ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ γιακὰ ἕνα δεκάχρονο
ἀγόρι. «Αὐτὸς δὲν ἦταν;» μοῦ εἶπε. Ἐγὼ δίσταζα γιατὶ πράγματι δὲν εἶχα πεποίθηση,
δὲν εἶχα προλάβει νὰ δῶ τὸ πρόσωπό του καὶ στεκόμουν διστακτική, ὅταν ὅμως εἶδα
τὸν ἀστυνομικὸ νὰ παίρνει ἕνα παγωμένο ποτήρι νερὸ καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ ὅτι ἂν δὲ
μαρτυρίσει θὰ τὸ ρίξει στὴν πλάτη του, μὲ ἔπιασε τέτοιος πανικὸς ποὺ ἄρχισα νὰ
λέω «Μή, μή, δὲν ἦταν αὐτός, ἦταν ἕνα μεγάλο παιδί».
Κοντὰ στὴν πλατεία Αὐγερινοῦ
ὑπῆρχε ἕνα σπίτι μὲ μία πολὺ μεγάλη αὐλὴ καὶ συχνὰ πηγαίναμε ἐκεῖ καὶ παίζαμε. Μέσα
στὴν αὐλὴ ἦταν ἕνας γέρος ποὺ ἔφτιαχνε σαμάρια καὶ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἴδιας αὐλῆς
βρισκόταν ἕνα σπίτι ἀρκετὰ μεγάλο καὶ πεντακάθρο μὲ πλεχτὰ κουρτινάκια στὰ παράθυρα
καὶ ἄφθονα λουλούδια, κυρίως γαρυφαλλιὲς ὁλόγυρα. Στὸ σπίτι αὐτὸ ζοῦσε ἡ κυρὰ
μαμή, ἡ Ἀντριόλαινα, ὅπως τὴ λέγανε. Ἡ κυρὰ μαμή, μιὰ πεντακάθαρη ἑξηντάρα καὶ
ἀρκετὰ ὄμορφη γυναίκα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία της στὶς γέννες, ἔκανε καὶ τὸ
γιατρό, δίνοντας φάρμακα, ἀνοίγοντας φοντανέλλες (μιὰ τρύπα στὸ πόδι μέσα στὴν
ὁποία ἔχωναν ἕνα ρεβύθι ποὺ φύτρωνε καὶ προκαλοῦσε τὴ ροὴ ὀρρώδους ὑγροῦ, αὐτὸ
γινόταν τὴν ἄνοιξη συνήθως, καὶ ὕστερα ἀπὸ κάμποσο καιρὸ ἡ πληγὴ ἔκλεινε
σιγὰ–σιγὰ καὶ τὸ θύμα ἔμενε μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει ἐξασφαλίσει ἕνα ὑγιὲς
καλοκαίρι), βάζοντας βδέλλες, κόβοντας βεντοῦζες καὶ ὅλα τὰ σχετικά.
Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνας ψηλὸς
κατάχλωμος νέος γιὰ νὰ τοῦ κόψει τὴ χρυσή. Τὸν ἔβαλε καὶ κάθησε σὲ μία καρέκλα,
κι ἐγὼ μὲ τὴν αἰώνια κι ἀστείρευτη περιέργειά μου ἄφησα τὸ παιχνίδι καὶ μὲ
θρησκευτικὴ εὐλάβεια, παρακολούθησα τὴν ὅλη διαδικασία. Ἡ Ἀντριόλαινα μπῆκε
μέσα, ἔπλυνε τὰ χέρια της, πῆρε ἕνα ξυράφι, τὸ πέρασε μὲ οἰνόπνευμα τοῦ
καμινέτου, μπλὲ δηλαδή, τοῦ ἀνασήκωσε προσεχτικὰ τὸ ἐπάνω χεῖλος καὶ τοῦ ἔκοψε
μία μικρὴ φυσαλίδα –τὴν καντήλα ὅπως τὴν εἶπε– τοῦ ἔδωσε λίγο νερόκρασο νὰ
ξεπλύνει τὸ στόμα του, ἀλλὰ τοῦ εἶπε νὰ μὴν τὸ καταπιεῖ. Πράγματι, ἐκεῖνος
ἔφτυσε κάνα δυὸ φορὲς στὸ χῶμα καὶ ξανακάθισε στὴν καρέκλα πολὺ χλωμότερος ἀπὸ
πρίν. Ἡ Ἀντριόλαινα ξαναμπῆκε μέσα καὶ τοῦ 'φερε ἕνα χάρτινο συρταρωτὸ κουτάκι
γεμάτο μὲ σκονάκια. Τοῦ εἶπε νὰ παίρνει νηστικὸς ἕνα κάθε πρωὶ καὶ νὰ μὴν τρώει
χοιρινό, μελιτζάνες καὶ γλυκά, καὶ πρόσθεσε «Ἄντε στὸ καλὸ καὶ σιδερένιος».
Ἐκεῖνος τῆς ἔβαλε στὸ χέρι μία ἀσημένια δραχμή, εἶπε εὐχαριστῶ καὶ ἔφυγε. Τὸ
θυμᾶμαι σὰ νὰ ἔγινε χθές. Νὰ 'πιασε τάχα τὸ γιατροσόφι καὶ νὰ 'γινε καλὰ ἤ,
μήπως, εἶχε καμμιὰ ἡπατίτιδα ποὺ τὸν τυράννησε σ' ὅλη του τὴ ζωή;
Ἡ μανία μου γιὰ τὸ
διάβασμα ἄρχισε ἀπὸ τὰ προσχολικά μου χρόνια. Τὰ κεφαλαία γράμματα τὰ ἔμαθα
πολὺ εὔκολα καὶ τὰ πρῶτα μου βιβλία στάθηκαν οἱ ἐπιγραφὲς τῶν καταστημάτων, Ἀσπρομάτης, Πιτσινός, Βογάσαρης, Τσιαντζῆς,
Ξούρης, Σαμπανιώτης καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὕστερα ἀπὸ τὰ ΙΑ καὶ ΩΑ, τὸ πράγμα ἦταν
εὐκολότατο. Οἱ βίοι τῶν ἁγίων, τὰ θαύματα τῆς Παναγίας, ἡ Ἁγία Ἐπιστολή, ὁ
Ὀνειροκρίτης καταβροχθίστηκαν. Ἔπειτα ἀνακαλύφθηκε τὸ μπαοῦλο τοῦ πατέρα μου
μὲ πλῆθος βιβλίων καὶ φυλλαδίων. Ἄργησα πολὺ νὰ διαπιστώσω ὅτι τὰ σκόρπια αὐτὰ
φυλλάδια ἀποτελοῦσαν βιβλία ἀλλὰ ὅταν τὸ κατάλαβα ἄρχισα νὰ τὰ βάζω στὴ σειρὰ
καὶ ἔτσι διάβασα τὴν Κασσιανή, τὴν Καταραμένη Κόρη, τὴν Ἑσμὲ τὴν Τουρκοπούλα, τὸ Φρικτὸν Λάθος, τὸ Λιάπη, ἕναν κρητικὸ ἥρωα, καὶ ἐρωτεύτηκα τὸ μακεδονομάχο Παῦλο
Μελά, ἕναν ὡραιότατο ἄνδρα μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ στολὴ τοῦ ἀγώνα καὶ μ' ἕνα
μακρύκαννο τουφέκι, τοῦ ὁποίου ἡ φωτογραφία ἦταν κολλημένη στὸ ἐσωτερικό τοῦ
σκεπάσματος, Ὑπῆρχε ἀκόμη ἕνα φιλολογικὸ ἡμερολόγιο μὲ πολλὲς ἐνδιαφέρουσες
ἱστορίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μιά, σχετικὰ μὲ γάτες, μὲ εἶχε ἰδιαίτερα ἐντυπωσιάσει.
Βέβαια, πολλὲς λέξεις δὲν τὶς καταλάβαινα γιατὶ ἦταν στὴν καθαρεύυσα καὶ
πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ μάθω ὅτι “ἄνδηρον” εἶναι τὸ μπαλκόνι, “ψόφος” εἶναι ἕνας
σιγανὸς θόρυβος καὶ κυρίως τὸ κύλισμα τοῦ ἁμαξιοῦ, “μάρσιπος” ἡ βαλίτσα καὶ
“πλαγγόνα” ἡ κούκλα. Οὔτε τολμοῦσα νὰ ρωτήσω τὸν πατέρα μου, γιατί διάβαζα
κρυφά, καὶ ὅσο γιὰ τὴ μάνα μου, αὐτὴ μᾶλλον δὲ θὰ ἤξερε γιατί εἶχε τελειώσει τὸ
τετρατάξιο δημοτικὸ καὶ οὔτε εἶχε στιγμὴ εὐκαιρίας γιὰ νὰ διαβάσει καὶ ὁ
πατέρας μου τὴν ἐνημέρωνε σὲ ὅλα. Μόνο κατὰ τὴ δύση τοῦ βίου της διάβαζε μὲ
πάθος καὶ ἔγραφε καὶ ὡραῖα γράμματα καὶ κάθε φορὰ θυμόταν τὸν πατέρα της καὶ
τὸν συγχώραγε ποὺ τὴν ἔστειλε στὸ σχολεῖο γιατί ἦταν τὸ μόνο κορίτσι ποὺ πῆγε
σχολεῖο μὲ ἀγόρια. Ὁ καπετὰν Κωνσταντής, ὁ πάππος μου, στὰ νιάτα του ὑπῆρξε
φοιτητὴς τῆς Ἰατρικῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἤξερε καὶ γαλλικὰ καὶ τὸ μυαλὸ του
εἶχε πλατύνει, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τότε τὰ κορίτσια τοὺς τὰ ἤθελαν φόρου ὑποτελεῖς
στὴν οἰκογένεια καί, πρὸ πάντων, στοὺς σερνικούς.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1918 ὁ νονὸς
τῆς ἀδελφῆς μου, τῆς Εὐγενίας, ποὺ ἦταν Πατρινὸς καὶ εἶχε συνδεθεῖ πολὺ μὲ τὸν πατέρα
μου, ὅταν κι αὐτὸς ἐργαζόταν στὴν ἐπιχείρηση Ψημένου ὡς λογιστὴς γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα,
διαφώνησε μὲ τὸν πατέρα του γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐξασκήσει τὸ δικηγορικὸ ἐπάγγελμα,
ἀλλὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Ἦταν μοναχογιός, ἡ μοναδική του ἀδελφή, μιὰ ψηλὴ καὶ
ὡραιότατη κυρία, σὲ ἀντίθεση μ' αὐτὸν ποὺ ἦταν κοντός, εἶχε παντρευτεῖ στὴ
Σμύρνη μ' ἕνα μεγαλέμπορο καὶ ἐρχόταν τὰ καλοκαίρια μόνο στὴν Ἑλλάδα. Ὁ
Κωνσταντῖνος Τρούσας, λοιπόν, ἄρχισε νὰ γράφει στὸν πατέρα μου καὶ νὰ τὸν καλεῖ
νὰ μετακομίσουμε στὴν Πάτρα γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ τμῆμα οἰνοποιίας τοῦ
ἐργοστασίου “Πέντε Ἔψιλον” ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ὀργανώνουν ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἕνα
τμῆμα σαπωνοποιίας.
Ὁ μισθὸς ἦταν τριπλάσιος
καὶ πλέον, ἀλλὰ ὁ πατέρας μου δίσταζε γιατὶ εἶχε ἀποκτήσει ἤδη τὴν ἀτομική του
πελατεία ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συνεργασία του μὲ τὸ Μάγο ποὺ ἦταν πάντα ἀδελφικὴ καὶ ἀπόλυτα
ἱκανοποιητική, τελικὰ ὅμως δέχτηκε καὶ κατὰ τὸ φθινόπωρο ἔφυγε πρῶτος γιὰ νὰ βρεῖ
σπίτι καὶ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν κατάσταση. Τὸν Ὀκτώβρη ἡ μάνα μου μάζεψε τὸ
νοικοκυριό, πούλησε τὰ ὡραῖα βαριὰ ἔπιπλα τῆς τραπεζαρίας καὶ τὶς δυὸ
βιεννέζικες πολυθρόνες, ποὺ ἀκόμα νοσταλγῶ, γιατί, λόγῳ τοῦ πολέμου, τὰ τραῖνα
ἦταν πάντα γεμάτα, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ ἀγοράσει καινούργια στὴν Πάτρα, γέμισε ἕνα
βαγόνι μὲ τὰ ὑπόλοιπα, πῆρε τὰ τέσσερα παιδιὰ καὶ ἕνα στὴν κοιλιὰ καὶ
ἀναχωρήσαμε γιὰ τὴν Πάτρα.
Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ μαύρη
περίοδος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Ὅλα ἦρθαν ἀνάποδα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς
ἱσπανικῆς γρίππης. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν σὰν τὶς μύγες. Ἀρρωστήσαμε ὅλοι καὶ ἡ
μάνα μου ἔφθασε κοντὰ στὸ θάνατο. Ἀφοῦ ἐξαντλήσαμε ὅλα τὰ μέσα τὴν πήγαμε
τελικὰ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πληρώναμε γιατί δὲν εἴμαστε δημότες Πατρῶν. Ὅταν
γύρισε κοντά μας τὰ Χριστούγεννα περπατοῦσε μὲ τὰ τέσσερα ἢ κρατώντας τὸν
τοῖχο. Τὸ παιδὶ γεννήθηκε τὸν Ἀπρίλη, εἴκοσι ἡμερῶν ἔπαθε κοκκύτη καὶ στὶς
σαράντα ἡμέρες αἱμορράγησε ὁ ὀμφαλός του καὶ παρ' ὀλίγο νὰ ξεματώσει. Εἶναι ἡ
ἀδελφή μου, ἡ Ἑλένη, μητέρα ἕξι ἐξαιρετικῶν παιδιῶν, ποὺ ζεῖ στὴν Πάτρα.
Οἱ οἰκονομίες ἐξαντλήθηκαν,
τὰ μετρητὰ φαγώθηκαν, τὰ νέα τμήματα τοῦ ἐργοστασίου δὲν ἔγιναν λόγω θανάτου πολλῶν
στελεχῶν τῆς ἑταιρείας καὶ ὁ πατέρας μου ἔμεινε ἐκεῖ σὰ διυλιστής, ἐπιβλέποντας
καὶ κανονίζοντας τὰ μηχανήματα, κάτι πανύψηλους μεταλλικοὺς κυλίνδρους μὲ ἀναρίθμητες
στρόφιγγες ποὺ δούλευαν σὲ 24ωρη βάση. Ὁ πατέρας μου δούλευε πότε ἡμέρα καὶ
πότε νύχτα. Ἐκεῖ ἔπαθε καὶ τὸ ἀτύχημα νὰ πέσει ἀπὸ ἕξι μέτρα ὕψος καὶ νὰ
μείνει τρεῖς μῆνες κατάκοιτος στὴν κλινικὴ Ἀναγνωστοπούλου. Ἔκτοτε ἔσερνε λίγο
τὸ πόδι του ἀλλὰ κατὰ τ' ἄλλα ἦταν ὅπως πρῶτα. Πέθανε στὴν Κατοχὴ ἀπὸ πνευμονία
καί, κυρίως, ἀπὸ ἐξάντληση καὶ ἀβιταμίνωση. Ἦταν 69 χρονῶν.
Ἐπὶ δυὸ σχεδὸν χρόνια
περάσαμε ἀφάνταστη δυστυχία. Ἡ μάνα μας ἔβγαζε ἀπὸ τὸ μπαοῦλο της τὰ γεμάτα
κεντήματα καὶ δαντέλλες ἀσπρόρουχά της καὶ ἔφτιαχνε δικά μας καὶ ξύλωνε τὰ ὡραῖα
της φουστάνια καὶ μᾶς ἔντυνε.
Νομίζω πὼς πρέπει νὰ σταματήσω
γιατί οἱ θύμισες αὐτὲς ἀκόμα καὶ σήμερα μὲ πληγώνουν καὶ μοῦ σφίγγουν τὴν καρδιά...
10 Μαΐου 1985
Δημοσιεύτηκε στὸ
περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεύχος 7ο, Καλοκαίρι 2009
1 σχόλιο:
Μ αρεσε παρα πολυ ο τροπος που διηγήστε! Ενιωσα σαν να ειχα ζήση μαζι σας ολα αυτά,πολυ δυνατες οι εικόνες της φαντασιας μεσα απο την περιγραφή.
Με φιλικους χαιρετισμους
Αργυρη Ψημενου
PS. Η προ γιαγια μου ηταν η Κρινιώ,ο παπους μου ο Ανδρεας Ψημένος,η γιαγιά μου η Μαρθα Μητροπουλου.,ο πατερας μου ο Γιαννης Ψημένος και ο θειος μου και αδελφός του ο Κώστας Ψημένος.....
Δημοσίευση σχολίου