Βασίλης Χριστόπουλος
Κισμὲτ Παστουνβαλί
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 8ο,
Χειμώνας 2009.
Ὁ Ἀλῆ βρίσκεται στὴ Γενικὴ
Ἀσφάλεια Πατρῶν
γιὰ 5η φορά. Ὅπως καὶ
τὶς ἄλλες φορές, ὅλα τὰ παιδιὰ
γύρω του, περίπου 20 Ἀφγανοί, εἶναι γνωστά. Μὲ
τὰ περισσότερα εἶναι φίλοι καὶ
ζοῦν χρόνια μαζὶ
στὸν καταυλισμὸ τῶν
προσφύγων δίπλα στὸ χείμαρρο
Μείλιχο.
Εἶναι ἀκόμη
πρωῒ καὶ ὅλοι ἐκμεταλλεύονται τὴν
πρωινὴ δροσιά, πρὶν τοὺς
σφίξει ἡ ζέστη, νὰ κερδίσουν μερικὲς
ὧρες ὕπνου. Μόνο ὁ Ἀλῆ
μένει ξύπνιος. Στέκεται σὲ μία γωνιά, καθιστὸς πάνω σὲ
ἕνα ξύλινο κασόνι, ἀκουμπᾶ
τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο καὶ σκέφτεται τὸ κισμέτ του. Ἀναρωτιέται
πῶς ὁ Ἀλλὰχ ἀποφασίζει τὸ κισμὲτ
τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Πολλὲς ἀποφάσεις τοῦ μοιάζουν νὰ εἶναι
τυχαῖες. Σὰν ὁ
Ἀλλὰχ νὰ στρίβει ἀδιάφορα ἕνα
μεταλλίκι στὸν ἀέρα καὶ ὅ,τι
καθίσει.
Διστακτικὰ βγάζει ἀπὸ
τὴν τσέπη του ἕνα
νόμισμα. Γιὰ λίγο τὸ κοιτάει ἐπίμονα,
σὰν κάτι νὰ προσπαθεῖ
νὰ καταλάβει. Ξαφνικὰ τὸ
πετᾶ στριφτὰ ψηλὰ
μέχρι τὸ ταβάνι.
—Κορῶνα ἢ
γράμματα;
Τὸ πιάνει
πάνω στὴν ἀνάποδη τῆς ἀριστερῆς
παλάμης του καὶ μὲ τὴ δεξιὰ τὸ
σκεπάζει.
—Κορῶνα.
Σκύβει μὲ φόβο καὶ μέσα στὸ
μισοσκόταδο τὸ κοιτᾶ.
—Γράμματα πφφ,
κάνει ἀπογοητευμένος.
Γεμάτος ἀπορία κοιτάει ψηλὰ
στὸ ταβάνι, ἐκεῖ
ποὺ πέταξε τὸ νόμισμα, καὶ ψιθυριστὰ
μονολογεῖ.
—Πῶς τὰ
ἀποφασίζεις, Ἀλλὰχ
Μωχαμέτη μου; πῶς
τὸ γράφεις τὸ κισμέτ σου νὰ
γίνουν ἔτσι κι ὄχι ἀλλιῶς; Ἢ κάποιους
τοὺς σβήνεις ἀπὸ
τὸ δεφτέρι σου καὶ τοὺς
ἀφήνεις στὴν τύχη τους; Νὰ ἀποφασίζει
αὐτὴ μόνη της. Ὅπως πετᾶμε
ἕνα μεταλίκι ψηλὰ κι αὐτὸ
πέφτει ὅπως λάχει. Καὶ στὸν
ἕνα κάθεται κορῶνα
καὶ στὸν ἄλλον γράμματα. Νά, τώρα βρίσκομαι στὴ φυλακὴ
καὶ ἀναρωτιέμαι: Νἄναι αὐτὸ τὸ κισμὲτ
ποῦ μοῦ ἔγραψες ἐδῶ
πάνω στὸ μέτωπό μου; Ἢ μήπως εἶναι
ἀπόφαση τοῦ κύριου Λεωνίδα;
Ὁ κύριος Λεωνίδας εἶναι
ὁ διευθυντὴς τῆς Γενικῆς Ἀσφάλειας
Πατρῶν. Ἡ Ἀσφάλεια καὶ προσωπικὰ
ὁ διευθυντὴς χρησιμοποιοῦν
τὸν Ἀλῆ ὡς διερμηνέα. Εἶναι, ἄλλωστε,
ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους Ἀφγανοὺς
ποὺ γνωρίζει Ἑλληνικά.
Ὁ Ἀλῆ
βάζει τὸ νόμισμα στὴν
τσέπη του καὶ ἀφήνει τὸ βλέμμα του νὰ
πλανηθεῖ πάνω στοὺς κρατούμενους. Οἱ περισσότεροι, ὅπως
κι αὐτός, εἶναι Παστοὺν
σουνίτες ἀπὸ τὸ βορά. Τοὺς συνδέει τὸ
Παστουνβαλὶ καὶ τοὺς
αἰσθάνεται ἀδέλφια. Ἀλλὰ
καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι
Χαζάροι σιΐτες, ἀκόμη καὶ τοὺς
Κιαφίρ, πάλι ἀδέλφια
του τοὺς νοιώθει. Ὅλοι τους εἶναι
διωγμένοι ἀπὸ τὸν πόλεμο. Μεγάλωσαν στὸ δρόμο, στὴ
θάλασσα, σὲ στρατόπεδα καὶ καταυλισμούς.
Κανταχάρ, Χερὰτ στὸ Ἀφγανιστάν, Τσαμὰν
στὸ Πακιστὰν καὶ
μετὰ Βηρυττός, Ἰσμίρ, Ἰσταμπούλ,
Σάμος μέχρι ποὺ ἔφτασαν στὴν Πάτρα. Καθένας τους
καὶ μία μεγάλη ἱστορία.
Ἀλλὰ
γιὰ τοὺς ντόπιους, συνεχίζει
τὴ σκέψη του ὁ
Ἀλῆ, οἱ Ἀφγανοὶ
εἶναι χωρὶς παρελθόν. Ὅπως
τὰ ζῶα. Κανεὶς δὲν
ρωτάει: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; Γιατί ἔφυγες; Πῶς
κατάφερες καὶ ἔφτασες μέχρι ἐδῶ;» Καὶ χωρὶς μέλλον. Χωρὶς βούληση. Μόνο
κισμέτ.
Τὸ δικό του τὸ
κισμὲτ εἶναι μέχρι τώρα 7
χρόνια πρόσφυγας. Ἀπὸ
τὸ 2001 ποὺ ἦταν
παιδὶ 12 χρονῶν δὲν
θυμᾶται τίποτα ἄλλο παρὰ
πόλεμο καὶ προσφυγιά. Μετὰ τὴν
11 Σεπτεμβρίου ὅταν ἡ Βόρεια Συμμαχία ἄρχισε
τὸν πόλεμο στοὺς Ταλιμπάν,
οἱ Παστοὺν τοῦ
βορρᾶ, τῆς Μαζάρ-ἴ- Σαρίφ, βρέθηκαν
κυνηγημένοι νὰ κατεβαίνουν μέσα ἀπὸ
τὰ βουνὰ Ἴντου-Κοὺχ
στὸ νότο. Ἐκτὸς
ἀπὸ τὴ Συμμαχία τοὺς κυνηγοῦσαν καὶ
οἱ φυλὲς τῶν Οὐζμπέκων καὶ τῶν
Τατζίκων. Τοὺς κατηγοροῦσαν ὅτι
τὰ προηγούμενα χρόνια εἶχαν ὑποστηρίξει
τοὺς Ταλιμπὰν. Στὴν ἀρχὴ
βρῆκαν καταφύγιο στὰ στρατόπεδα τοῦ
Πακιστάν. Καὶ ὅταν
τὸ Φλεβάρη τοῦ 2002 τὸ
Πακιστὰν ἔκλεισε τὰ σύνορα καὶ
ἄρχισε νὰ συζητάει ἐπαναπατρισμὸ
πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Ἀπὸ
τότε εἶναι στοὺς δρόμους μέχρι τὸ 2005 ποὺ ἔφτασε
στὴν Ἑλλάδα.
Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα,
φαίνεται τοῦ εἶχε γράψει ὁ Ἀλλὰχ καλὸ κισμέτ. Νὰ μάθει ἑλληνικά. Καὶ τώρα τὸν
χρειάζονται ὅλοι, ἀκόμη καὶ ἡ ἀστυνομία.
Τοῦ δίνουν καὶ λεφτά. Ἄλλοτε
50 εὐρώ, ἄλλοτε 100, τοῦ πῆραν
καὶ κινητὸ τηλέφωνο νὰ
μιλάει μὲ τὸν κύριο Λεωνίδα. Καὶ τί θέλουν ἀπὸ
αὐτόν; Ὄχι πολλὰ
πράγματα. Νὰ τοὺς λέει τί ἀκούει μέσα στὸν
καταυλισμό, νὰ μαθαίνει ποὺ μένουν οἱ ἀπ’ ἔξω
–ποιὰ παλιὰ σπίτια ἔχουν
ἀνοίξει, πόσοι φεύγουν γιὰ Ἰταλία
μὲ τὰ πλοῖα. Ὅτι μπορεῖ νὰ
μάθει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Ἔχουν κι ἄλλους Ἀφγανοὺς
ποὺ τοὺς παίρνουν τηλέφωνο καὶ ρωτᾶνε.
Ἀλλὰ τὸν Ἀλὴ τὸν ἔχουν γιὰ τὸν
καλύτερο. Δὲν τοὺς λέει τίποτα καινούριο, ὅλα τὰ
ξέρουν. Ὁ κύριος Λεωνίδας, λέει, πὼς τὸν ρωτᾶνε γιὰ
ἐπαλήθευση καὶ πρέπει νὰ
λέει πάντα τὴν ἀλήθεια γιατί τὸν καταλαβαίνουν. Γιὰ
νὰ κουβεντιάζει μὲ
τὸν κύριο Λεωνίδα πρέπει νὰ μαθαίνει. Ἀλλὰ
τώρα κανεὶς δὲν μιλάει, ὅλοι κοιμοῦνται.
Βέβαια ὁ Ἀλῆ,
μάρτυς του ὁ Ἀλλὰχ Μωχαμέτη, ὅπου μπορεῖ
βοηθᾶ. Χωρίς, βέβαια, νὰ κινδυνεύει. Ὅταν τὸν
καλοῦν γιὰ μεταφραστὴ στὶς
αἰτήσεις ἀσύλου, ρωτᾶνε
«γιατί ἔφυγες ἀπὸ
Ἀφγανιστάν;» Ὁ
Ἀλῆ μεταφράζει τὴν ἐρώτηση
ἀκριβῶς στὰ ἀφγανικά. Ὅταν, ὅμως,
ὁ Ἀφγανὸς ἀπαντᾶ, «ἔφυγα γιὰ μία καλύτερη ζωή,
γιατί πεινάγαμε», ὁ Ἀλῆ τὸ
ἀλλάζει στὴ μετάφραση. «Ἔφυγα
γιατί μὲ κυνηγοῦσαν οἱ
ταλιμπάν, κινδύνευε ἡ ζωή μου».
Αὐτὸ
τὸ ἔχει μάθει ἀπὸ
τὰ παιδιὰ τῆς Κίνησης Ὑπεράσπισης τῶν
Προσφύγων, ἔτσι πρέπει νὰ ἀπαντήσει.
Διαφορετικὰ ἡ
ἀστυνομία τὸν θεωρεῖ
ἁπλὸ μετανάστη –ὄχι πρόσφυγα– καὶ
πετάει τὴν αἴτησή
του στὰ σκουπίδια.
Σήμερα τὸ πρωῒ
φορτωμένος τὶς δυὸ κουβέρτες του ἐπέστρεφε στὴν
καλύβα του στὸν καταυλισμό. Τὴ νύχτα κοιμᾶται
ὅπως οἱ περισσότεροι ἔξω,
καλοκαίρι εἶναι καὶ θέλουν δροσιὰ
καὶ καθαρὸ ἀέρα.
Καὶ μετὰ ξέρουν πὼς στὸν
καταυλισμὸ μπορεῖ νὰ
μπεῖ ἡ ἀστυνομία. Τὰ
παιδιὰ ἀπὸ τὴν Κίνηση τοὺς εἶπαν
πὼς πάρθηκε ἀπόφαση νὰ
τὸν γκρεμίσουν. Γι’ αὐτὸ
κάθε τόσο ἔρχεται μέσα στὴ
νύχτα ἡ ἀστυνομία καὶ ψάχνει δῆθεν
γιὰ ναρκωτικά, γιὰ ὄπλα
καὶ ἄλλες παρανομίες. Τοὺς τρομοκρατοῦν,
τοὺς βρίζουν καὶ πολλούς τους
συλλαμβάνουν. Ὅσους δὲν συλλαμβάνουν τοὺς
ἀπειλοῦν: «μὴν
ξαναπατήσετε στὸν καταυλισμό». Θέλουν νὰ τὸν ἀδειάσουν τελείως, νὰ
μὴν μένει κανεὶς μέσα καὶ
μετὰ νὰ φέρουν μπουλντόζες νὰ τὰ γκρεμίσουν ὅλα. Τὶς 200 καλύβες, τὰ
10 μαγαζιά, ἀκόμη καὶ τὸ
τζαμί, τίποτα νὰ μὴ μείνει. Γιὰ αὐτὸ
ὅλοι κοιμοῦνται ἔξω.
Ὅπως πήγαινε στὸν
καταυλισμὸ τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ κύριος Λεωνίδας.
—Θὰ ἔρθουμε
γιὰ ἔλεγχο, νἄσαι κι ἐσὺ
μέσα νὰ σὲ πιάσουμε.
—Πάλι κύριος Λεωνίδας;
—Ρὲ Ἀλή,
ἀϊ στὸ διάολο ποὺ ἀντιμιλᾶς.
Κακοπερνᾶς, ρὲ μαλάκα; Σάντουιτς, τυρόπιτες, μέχρι καὶ
κόκα-κόλα σὲ φιλεύουμε, ρὲ βρωμιάρη. Ἔβαλε
τὶς φωνὲς ὁ
κύριος Λεωνίδας.
—ΟΚ, κύριος Λεωνίδας, θὰ
εἶμαι μέσα.
Ἐκεῖ στὸν καταυλισμὸ βρῆκε πολλοὺς
Ἀφγανοὺς κυκλωμένους ἀπὸ
ἀστυνομικούς, μάτ, μπουλντόζες, φορτηγά, μέχρι καὶ
ὁ ἴδιος ὁ κύριος Λεωνίδας ἦταν
ἐκεῖ. Κοίταξε πρὸς τὸ
μέρος του ἀλλὰ δὲν τοῦ μίλησε. Οὔτε ὁ
Ἀλῆ εἶπε
τίποτα. Εἶχε μαζί του τὴ ρὸζ
κάρτα ἀλλὰ δὲν τὴν
ἔδειξε καὶ ἔμεινε
νὰ τὸν συλλάβουν. Γέμισαν τρία λεωφορεῖα
καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ
Γενικὴ Ἀσφάλεια. Ἐκεῖ
τοὺς μοίρασαν. Ἄλλους τοὺς
κράτησαν στὴν
Πάτρα καὶ ἄλλους τοὺς ἔδιωξαν
μὲ λεωφορεῖα, ὅπως
γίνεται συνήθως, γιὰ
ἄλλες πόλεις. Ὅταν τοὺς
ἔβαλαν μέσα ἡ ὥρα
ἦταν 8 τὸ πρωί. Ἦταν
ἀκόμη δροσερὰ καὶ
ὅλοι, ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν Ἀλῆ, ἔπεσαν κάτω στὸ τσιμέντο γιὰ
λίγο ὕπνο.
Νὰ γκρέμισαν τὸν
καταυλισμό; ἀναρωτιέται. Δὲν ἔμαθε,
κανεὶς δὲν τοὺς εἶπε τίποτα. Ποιὸ νὰ
ἦταν τὸ κισμὲτ
τοῦ καταυλισμοῦ; Νὰ τὸν
ἔσωσε κι αὐτὴ
τὴ φορά, ὁ Ἀλλὰχ
Μωχαμέτη, ἢ νὰ τὸν ἄφησε στὴν τύχη;
Κατὰ τὶς
10, ἡ θερμοκρασία ἄρχισε νὰ
ἀνεβαίνει καὶ κάποιοι ξύπνησαν ἱδρωμένοι.
Ὁ Ἀλῆ
σκέφτηκε ὅτι πρέπει νὰ ἀνοίξει
κουβέντα, κάτι νὰ μάθει γιὰ τὸν
κύριο Λεωνίδα.
—Ἔϊ, Ἀνίφ,
ξύπνησες, ρωτᾶ
τὸν πιὸ κοντινό του.
Ὁ Ἀνὶφ
κάτι μουρμουρίζει ἐνοχλημένος, ὁ Ἀλῆ
δὲν ἀκούει καθαρὰ τί τοῦ
λέει, ἀλλὰ ὑποψιάζεται.
—Τί εἶπες, ρέ, ἐγὼ
ρουφιάνος;
Ὁ Ἀνὶφ
συνεχίζει τὸ ἴδιο μουρμουρητὸ ἐνῶ
κάνει μία χειρονομία νὰ δείξει πὼς δὲν
θέλει καμιὰ κουβέντα μαζί του.
—Ρουφιάνος τῆς ἀστυνομίας,
εἶπες;
Θυμωμένος
σηκώνεται, πλησιάζει τὸν Ἀνὶφ
καὶ τὸν πιάνει δυνατὰ ἀπὸ
τοὺς ὤμους. Τὸν κουνάει μὲ
ὀργὴ καὶ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ
συγκρατήσει τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς
του φωνάζει.
—Γιατί ρουφιάνος, ρέ; Ἐμένα
δὲν μ’ ἔχει μαστιγώσει ὁ
Τατζίκος καὶ ὁ Χατζάρος, δὲν μὲ
βασάνισε στὴν ἀλάνα ὁ ταλιμπάν; Ἐμένα,
καριόλη, δὲν μοῦ ἔχει γαμήσει ὁ φύλαρχος Οὐζμπέκος τὴ
μάννα μπροστὰ στὰ μάτια μου;
Οἱ φωνὲς
τοῦ ξυπνᾶνε τοὺς
κρατούμενους ποὺ δείχνουν νὰ συμφωνοῦν
μὲ τὸν Ἀνίφ. Μόνο μερικοὶ νυσταγμένοι ζητοῦν
ἡσυχία.
—Γιαβάς, γιαβάς.
Ὁ Ἀλὴ
πισωπατάει καὶ τώρα ἀπευθύνεται σὲ ὅλους.
—Γιατί ἐγὼ
ρουφιάνος; Ἐμένα στὴν Τουρκία δὲν
μὲ ξεβράκωσε ὁ ἀστυνόμος,
δὲν μοῦ ἔχωσε τὸ τουφέκι του στὸν
κῶλο; Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα δὲν μὲ
χαστουκίζει ὁ ἀστυνόμος, δὲν μὲ
κλωτσάει καὶ μὲ δέρνει ὅποτε γουστάρει χωρὶς
νὰ δίνει λογαριασμὸ σὲ
κανένα; Γιατί; Μαζὶ δὲν κοιμόμαστε
νηστικοὶ πάνω στὸ χῶμα
καὶ στὴν πέτρα; Δὲν μᾶς
βρίζουν ὅλους κλέφτες, βρωμιάρηδες καὶ ἄπλυτους,
χασικλῆδες καὶ ἔμπορους
ναρκωτικῶν, δὲν μᾶς ἀποφεύγουν μὴν κολλήσουν ἀρρώστιες,
δὲν μᾶς κλωτσᾶνε σὰν
τὰ σκυλιά, δὲν μᾶς
πετᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ σὰν τσουβάλια;
Βηματίζει
λαχανιασμένος γιὰ λίγο. Σὰν κάτι νὰ
σκέφτεται.
—Ἀκόμη καὶ
ὁ κύριος Λεωνίδας δὲν μοῦ
μιλάει σὰν νὰ εἶμαι σκυλί, ἕνα σκουλήκι; Ἐπειδὴ
μιλάω μαζί του; Ἐγὼ
τὸ διάλεξα, ἐγὼ
τὸ ἀποφάσισα; Ἀφοῦ
αὐτὸ ἦταν τὸ γραμμένο, νὰ
μάθω ἑλληνικά. Γὶ αὐτὸ
μιλάει μαζί μου. Ἀφοῦ αὐτὸ ἔχει γράψει, ὁ Ἀλλὰχ
Μωχαμέτη, ἐδῶ πάνω, καὶ βαράει μὲ
δύναμη τὰ δυό του χέρια πάνω
στὸ μέτωπό του.
Στέκεται γιὰ λίγο ὄρθιος
καὶ ἀμίλητος πρὶν ἐπιστρέψει
στὸ κασόνι του. Κάθεται καὶ κουρασμένος ψιθυρίζει.
—Αὐτὸ
εἶναι τὸ δικό μου κισμέτ. Τὸ
δικό μου κισμὲτ παστουνβαλί.
Σημείωση:
Τὸ διήγημα εἶναι
φανερὸ πὼς ἀναφέρεται στοὺς πρόσφυγες τῆς
Πάτρας. Μερικὲς πληροφορίες: Ἡ
Πάτρα τὰ τελευταία χρόνια ἔχει
καταστεῖ κέντρο προσφύγων καὶ μεταναστῶν
ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Παλιότερα πλειοψηφοῦσαν οἱ
Κούρδοι, τώρα ἡ
πλειονότητα εἶναι Ἀφγανοί.
Οἱ περισσότεροι ἐνδιαφέρονται νὰ
συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους γιὰ Ἰταλία. Τὰ
10 τελευταῖα χρόνια διέμεναν σὲ
ἕναν αὐτοσχέδιο καταυλισμὸ ποὺ
εἶχε κατασκευαστεῖ ἀπὸ
τοὺς ἴδιους στὰ βόρεια τῆς πόλης
δίπλα στὸ χείμαρρο Μείλιχο.
Οἱ τοπικὲς ἀρχὲς
μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀστυνομίας
στὶς 12 Ἰουλίου 2009 καὶ
παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ τοπικοῦ
ἀλληλέγγυου κινήματος,
κατεδάφισαν τὸν καταυλισμὸ ποὺ
φιλοξενοῦσε πάνω ἀπὸ
1.000 ἄτομα.
Ὁ Βασίλης
Χριστόπουλος γεννήθηκε τὸ 1951 στὴν
Πάτρα. Σπούδασε πολιτικὸς μηχανικὸς στὸ
Πολυτεχνεῖο τῆς Ἀθήνας καὶ ἔκανε
μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ
Χωροταξία καὶ Περιφερειακὴ Ἀνάπτυξη
στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Γλασκόβης.
Ἀπὸ
τὸ 1976 ζεῖ καὶ
ἐργάζεται στὴν Πάτρα. Ἔχει
δημοσιεύσει μελέτες γιὰ τὴν παραδοσιακὴ ἀρχιτεκτονική,
δοκίμια γιὰ τὴν
τέχνη καὶ πεζογραφήματα.
Κυκλοφοροῦν:
1987
Τέχνη: Μιὰ δυνατότητα, Ἀχαϊκὲς
Ἐκδόσεις
1998
Κάτοικος Πατρὼν
(μυθιστόρημα), Κέδρος
1999 Ὀρέστης,
ὁ Πατρινὸς Καραγκιοζοπαίχτης Ἀνέστης
Βακάλογλου, Ἀχαϊκὲς
Ἐκδόσεις
2002
Στὸ φῶς τῆς ἀσετιλίνης
(μυθιστόρημα), Κέδρος
2005
Κι ἐσὺ Ἕλληνας, ρὲ (μυθιστόρημα), Κέδρος
2008 Ἀναζητώντας
τὸ Θεὸ (διηγήματα), Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου