Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2012

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΚΙΣΜΕΤ ΠΑΣΤΟΥΝΒΑΛΙ

Βασίλης  Χριστόπουλος
Κισμὲτ  Παστουνβαλί
ναδημοσίευση π τ περιοδικ ροπέδιο, τεχος 8ο, Χειμώνας 2009.

λ  βρίσκεται στ Γενικ σφάλεια  Πατρν γι  5η  φορά. πως κα τς λλες φορές, λα   τ παιδι γύρω του, περίπου 20 φγανοί, εναι γνωστά. Μ τ περισσότερα εναι φίλοι κα ζον  χρόνια μαζ στν καταυλισμ τν προσφύγων δίπλα στ χείμαρρο  Μείλιχο.  
Εναι κόμη πρω κα λοι κμεταλλεύονται  τν πρωιν δροσιά, πρν τος σφίξει ζέστη, ν κερδίσουν μερικς ρες πνου. Μόνο   λ μένει ξύπνιος. Στέκεται σ μία γωνιά, καθιστς πάνω σ να  ξύλινο κασόνι, κουμπ τν πλάτη του στν τοχο  κα  σκέφτεται τ κισμέτ του. ναρωτιέται πς λλχ ποφασίζει τ κισμτ το νς κα το λλου. Πολλς  ποφάσεις το  μοιάζουν ν εναι τυχαες. Σν λλχ ν στρίβει διάφορα να μεταλλίκι στν έρα κα ,τι καθίσει.
Διστακτικ βγάζει π τν τσέπη του να νόμισμα. Γι λίγο τ κοιτάει πίμονα, σν κάτι ν προσπαθε ν καταλάβει. Ξαφνικ τ πετ στριφτ ψηλ μέχρι τ ταβάνι.

—Κορνα γράμματα;
Τ  πιάνει  πάνω στν νάποδη τῆς ριστερς παλάμης του κα μ τ δεξι τ σκεπάζει.
—Κορνα.
Σκύβει μ  φόβο κα μέσα στ μισοσκόταδο τ κοιτ.
—Γράμματα πφφ,  κάνει πογοητευμένος.   

Γεμάτος πορία κοιτάει ψηλ στ ταβάνι, κε πο πέταξε τ νόμισμα,  κα ψιθυριστ μονολογε.
—Πς τ ποφασίζεις, λλχ Μωχαμέτη μου;  πς τ γράφεις τ κισμέτ σου ν γίνουν τσι κι χι λλις;    κάποιους  τος  σβήνεις π τ δεφτέρι σου κα τος φήνεις στν τύχη τους;  Ν ποφασίζει ατ μόνη της. πως πετμε να μεταλίκι ψηλ κι ατ πέφτει πως λάχει. Κα στν να κάθεται  κορνα κα στν  λλον  γράμματα. Νά, τώρα  βρίσκομαι στ φυλακ κα ναρωτιέμαι: Νἄναι ατ  τ κισμτ πο μοῦ γραψες  δ πάνω στ  μέτωπό μου;   μήπως εναι πόφαση το  κύριου Λεωνίδα;
κύριος Λεωνίδας εναι διευθυντς τς  Γενικς σφάλειας Πατρῶν. σφάλεια κα προσωπικ διευθυντς χρησιμοποιον τν λ ς διερμηνέα. Εναι, λλωστε, π τος λάχιστους φγανος πο γνωρίζει λληνικά.
λ βάζει τ νόμισμα  στν τσέπη του κα φήνει τ βλέμμα του ν πλανηθε πάνω στος  κρατούμενους. Ο περισσότεροι, πως κι ατός, εναι Παστον σουνίτες π τ βορά. Τος συνδέει τ Παστουνβαλ κα  τος ασθάνεται δέλφια. λλ κα τος λλους πο εναι Χαζάροι σιΐτες, κόμη κα τος Κιαφίρ, πάλι  δέλφια του τος νοιώθει. λοι τους εναι διωγμένοι π τν πόλεμο. Μεγάλωσαν στ δρόμο, στ θάλασσα, σ στρατόπεδα κα καταυλισμούς. Κανταχάρ, Χερτ στ φγανιστάν, Τσαμν στ Πακιστν κα μετ Βηρυττός, σμίρ, σταμπούλ, Σάμος μέχρι πο φτασαν στν Πάτρα. Καθένας τους κα μία μεγάλη στορία.
λλ γι τος ντόπιους,  συνεχίζει τ σκέψη του λῆ, ο φγανο εναι χωρς παρελθόν. πως τ ζα. Κανες δν ρωτάει: «π πο εσαι; Γιατί φυγες; Πς κατάφερες κα φτασες μέχρι δ;»  Κα χωρς  μέλλον. Χωρς βούληση. Μόνο κισμέτ.

Τ δικό του τ κισμτ εναι  μέχρι τώρα 7 χρόνια πρόσφυγας.  π τ 2001 πο ταν παιδ 12 χρονν δν θυμται τίποτα λλο παρ πόλεμο κα προσφυγιά. Μετ τν 11 Σεπτεμβρίου ταν Βόρεια  Συμμαχία ρχισε τν πόλεμο στος Ταλιμπάν, ο Παστον το βορρᾶ, τς Μαζάρ-- Σαρίφ, βρέθηκαν κυνηγημένοι ν κατεβαίνουν μέσα π τ βουν ντου-Κοχ στ νότο. κτς π τ  Συμμαχία  τος  κυνηγοσαν κα ο φυλς τν Οζμπέκων κα τν Τατζίκων. Τος κατηγοροσαν τι τ προηγούμενα χρόνια εχαν ποστηρίξει τος Ταλιμπν.  Στν ρχ βρκαν καταφύγιο στ στρατόπεδα το Πακιστάν. Κα ταν τ Φλεβάρη το 2002 τ Πακιστν κλεισε τ σύνορα κα ρχισε ν συζητάει  παναπατρισμ πρε τ μεγάλη πόφαση.  π τότε  εναι  στος δρόμους μέχρι τ  2005 πο φτασε στν λλάδα.
δ  στν λλάδα, φαίνεται το εχε γράψει λλχ  καλ κισμέτ. Ν  μάθει λληνικά.  Κα τώρα τν χρειάζονται λοι, κόμη κα  στυνομία. Το δίνουν κα λεφτά. λλοτε 50 ερώ, λλοτε 100, το πραν κα κινητ τηλέφωνο ν μιλάει μ τν κύριο Λεωνίδα. Κα τί θέλουν π ατόν; χι πολλ πράγματα. Ν τος λέει τί κούει μέσα στν καταυλισμό, ν μαθαίνει πο μένουν ο  π’ ξω –ποι παλι σπίτια χουν νοίξει, πόσοι φεύγουν γι ταλία μ τ πλοα. τι μπορε ν μάθει π δ κι π κε. χουν κι λλους φγανος πο τος παίρνουν τηλέφωνο κα ρωτνε. λλ τν λ τν χουν γι τν καλύτερο. Δν τος λέει τίποτα καινούριο, λα τ ξέρουν. κύριος Λεωνίδας, λέει, πς τν  ρωτνε γι παλήθευση κα πρέπει ν λέει πάντα τν λήθεια γιατί τν καταλαβαίνουν. Γι ν κουβεντιάζει  μ τν κύριο Λεωνίδα πρέπει ν μαθαίνει.  λλ τώρα κανες δν μιλάει, λοι κοιμονται. 
Βέβαια λῆ, μάρτυς του λλχ Μωχαμέτη, που μπορε βοηθ. Χωρίς, βέβαια, ν  κινδυνεύει. ταν τν καλον γι μεταφραστ στς ατήσεις σύλου, ρωτνε «γιατί φυγες π φγανιστάν;» λ μεταφράζει τν ρώτηση κριβς στ φγανικά. ταν, μως, φγανς παντ,  «φυγα  γι μία καλύτερη ζωή, γιατί πεινάγαμε», λ  τ λλάζει στ μετάφραση. «φυγα γιατί μ κυνηγοσαν ο ταλιμπάν, κινδύνευε ζωή μου».
Ατ τ χει μάθει π τ παιδι  τς  Κίνησης περάσπισης τν Προσφύγων, τσι πρέπει ν παντήσει. Διαφορετικ  στυνομία τν θεωρε πλ μετανάστη –χι πρόσφυγα– κα πετάει τν  ατησή του  στ σκουπίδια.

Σήμερα τ πρω φορτωμένος τς δυ κουβέρτες του πέστρεφε στν καλύβα του στν καταυλισμό. Τ νύχτα κοιμται πως ο περισσότεροι ξω, καλοκαίρι εναι κα θέλουν δροσι κα καθαρ έρα. Κα μετ ξέρουν πς στν καταυλισμ μπορε ν μπε στυνομία.  Τ παιδι π τν Κίνηση τος επαν πς πάρθηκε πόφαση ν τν γκρεμίσουν. Γι’ ατ κάθε τόσο ρχεται  μέσα στ νύχτα στυνομία κα ψάχνει δθεν γι ναρκωτικά, γι πλα κα λλες παρανομίες. Τος τρομοκρατον, τος βρίζουν κα πολλούς τους συλλαμβάνουν. σους δν συλλαμβάνουν τος πειλον: «μν ξαναπατήσετε στν καταυλισμό». Θέλουν ν τν  δειάσουν τελείως, ν μν μένει κανες μέσα κα μετ ν φέρουν μπουλντόζες ν  τ γκρεμίσουν λα.  Τς 200 καλύβες, τ 10 μαγαζιά, κόμη κα τ τζαμί, τίποτα ν μ μείνει. Γι ατ λοι κοιμονται ξω. 
πως πήγαινε στν καταυλισμ τν πρε τηλέφωνο κύριος Λεωνίδας.
—Θ ρθουμε γι λεγχο, νσαι κι σ μέσα ν σ πιάσουμε.
—Πάλι κύριος Λεωνίδας;
—Ρ λή, ϊ στ διάολο πο ντιμιλς. Κακοπερνς, ρ μαλάκα; Σάντουιτς, τυρόπιτες, μέχρι κα κόκα-κόλα σ φιλεύουμε, ρ βρωμιάρη. βαλε τς φωνς κύριος  Λεωνίδας.
—ΟΚ, κύριος Λεωνίδας, θ εμαι μέσα.
κε  στν καταυλισμ  βρκε πολλος φγανος κυκλωμένους π στυνομικούς, μάτ, μπουλντόζες, φορτηγά, μέχρι κα διος κύριος Λεωνίδας ταν κε. Κοίταξε πρς τ μέρος του λλ δν το μίλησε. Οτε λ  επε τίποτα. Εχε μαζί του τ ρζ κάρτα λλ δν  τν δειξε κα μεινε ν τν συλλάβουν. Γέμισαν τρία λεωφορεα κα φυγαν γι τ Γενικ σφάλεια. κε τος μοίρασαν. λλους τος κράτησαν  στν Πάτρα κα λλους τος διωξαν μ λεωφορεα, πως γίνεται συνήθως,  γι λλες πόλεις. ταν τος βαλαν μέσα ρα ταν 8 τ πρωί. ταν κόμη δροσερ κα λοι, κτς π τν λῆ, πεσαν κάτω στ τσιμέντο γι λίγο πνο.
Ν γκρέμισαν τν καταυλισμό; ναρωτιέται. Δν μαθε, κανες δν τος επε τίποτα. Ποι ν ταν τ κισμτ το καταυλισμο;  Ν τν σωσε κι ατ τ φορά, λλχ Μωχαμέτη, ν τν φησε στν τύχη;

Κατ τς 10, θερμοκρασία ρχισε ν νεβαίνει κα κάποιοι ξύπνησαν δρωμένοι.   λ σκέφτηκε τι πρέπει ν νοίξει κουβέντα, κάτι ν μάθει γι τν κύριο Λεωνίδα. 
—Ἔϊ, νίφ, ξύπνησες,  ρωτ τν πι κοντινό του.
νφ κάτι μουρμουρίζει νοχλημένος, λ δν κούει καθαρ τί το λέει, λλ  ποψιάζεται.
—Τί επες, ρέ,  γ ρουφιάνος;
νφ συνεχίζει τ διο μουρμουρητ ν κάνει μία χειρονομία ν δείξει πς δν θέλει καμι κουβέντα μαζί του.
—Ρουφιάνος τς στυνομίας, επες;
Θυμωμένος  σηκώνεται, πλησιάζει τν νφ κα τν πιάνει δυνατ π τος μους. Τν κουνάει μ ργ κα χωρς ν μπορε ν συγκρατήσει τν νταση τς φωνς του  φωνάζει.
—Γιατί ρουφιάνος, ρέ; μένα δν μ’ χει μαστιγώσει Τατζίκος κα Χατζάρος, δν μ βασάνισε στν λάνα ταλιμπάν; μένα, καριόλη, δν μο χει γαμήσει φύλαρχος  Οζμπέκος τ μάννα μπροστ στ μάτια μου;
Ο φωνς το ξυπννε τος κρατούμενους πο δείχνουν ν συμφωνον μ τν νίφ. Μόνο μερικο νυσταγμένοι ζητον συχία.
—Γιαβάς, γιαβάς.
λ πισωπατάει κα τώρα πευθύνεται  σ λους.
—Γιατί γ ρουφιάνος; μένα στν Τουρκία δν μ ξεβράκωσε στυνόμος, δν μο χωσε τ τουφέκι του στν κλο; δ στν λλάδα δν μ χαστουκίζει στυνόμος, δν μ κλωτσάει κα μ δέρνει ποτε γουστάρει χωρς ν δίνει λογαριασμ σ κανένα; Γιατί; Μαζ δν  κοιμόμαστε νηστικο πάνω στ χμα κα στν πέτρα; Δν μς βρίζουν λους κλέφτες, βρωμιάρηδες κα πλυτους, χασικλδες κα μπορους ναρκωτικν, δν μς ποφεύγουν μν κολλήσουν ρρώστιες, δν μς κλωτσνε σν τ σκυλιά, δν μς πετνε π δ κι π κε σν τσουβάλια;
Βηματίζει  λαχανιασμένος γι λίγο. Σν κάτι ν σκέφτεται.
κόμη κα κύριος Λεωνίδας δν μο μιλάει σν ν εμαι σκυλί, να σκουλήκι; πειδ μιλάω  μαζί του; γ τ διάλεξα, γ τ ποφάσισα; φο ατ ταν τ γραμμένο, ν μάθω λληνικά. Γ ατ μιλάει μαζί μου. φο ατ χει γράψει, ὁ λλχ Μωχαμέτη, δ πάνω, κα βαράει μ δύναμη τ δυό του χέρια  πάνω στ μέτωπό του.
Στέκεται γι λίγο ρθιος κα μίλητος πρν πιστρέψει στ κασόνι του. Κάθεται κα κουρασμένος  ψιθυρίζει.
—Ατ εναι τ δικό μου κισμέτ. Τ δικό μου κισμτ παστουνβαλί.
  
Σημείωση:
Τ διήγημα εναι φανερ πς ναφέρεται στος πρόσφυγες τς Πάτρας. Μερικς πληροφορίες:  Πάτρα  τ τελευταία χρόνια χει καταστε  κέντρο  προσφύγων κα μεταναστν π τν νατολή. Παλιότερα πλειοψηφοσαν ο Κούρδοι, τώρα πλειονότητα εναι  φγανοί. Ο  περισσότεροι  νδιαφέρονται ν συνεχίσουν τ ταξίδι τους γι  ταλία. Τ 10 τελευταα χρόνια διέμεναν  σ ναν ατοσχέδιο  καταυλισμ πο εχε κατασκευαστε π τος διους στ βόρεια τῆς πόλης δίπλα στ χείμαρρο Μείλιχο.  Ο τοπικς ρχς μ τ βοήθεια τς στυνομίας στς 12 ουλίου 2009 κα παρ τς ντιδράσεις το τοπικο λληλέγγυου κινήματος,  κατεδάφισαν τν καταυλισμ πο φιλοξενοσε πάνω π 1.000 τομα.

Ὁ Βασίλης   Χριστόπουλος γεννήθηκε τ 1951 στν Πάτρα. Σπούδασε πολιτικς μηχανικς στ Πολυτεχνεο τς θήνας κα κανε μεταπτυχιακς σπουδς στ Χωροταξία κα Περιφερειακ νάπτυξη στ Πανεπιστήμιο τς Γλασκόβης.
π τ 1976 ζε κα ργάζεται στν Πάτρα. χει δημοσιεύσει μελέτες γι τν παραδοσιακ ρχιτεκτονική, δοκίμια  γι τν τέχνη κα  πεζογραφήματα.
Κυκλοφορον:
1987   Τέχνη: Μι δυνατότητα, χαϊκς κδόσεις
1998   Κάτοικος Πατρν  (μυθιστόρημα),  Κέδρος 
1999   ρέστης, Πατρινς Καραγκιοζοπαίχτης νέστης Βακάλογλου,  χαϊκς κδόσεις
2002   Στ φς τς σετιλίνης  (μυθιστόρημα),  Κέδρος
2005   Κι σ λληνας, ρ  (μυθιστόρημα),  Κέδρος
2008   ναζητώντας τ Θε (διηγήματα),  Κέδρος



Δεν υπάρχουν σχόλια: