Magda Isanos
(1916-1944)
|
Παρακαλῶ γιὰ τὴν εἰρήνη
Παρακαλῶ γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ πράγματα ξεχασμένα
κι
ἀκόμη γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἀνθρώπους.
Ποὺ κύκλος μαγικὸς τοὺς ἀγκαλιάζει.
Στὴν πρώτη γραμμὴ τὴν παγωμένη τοῦ μετώπου, κυλοῦν οἱ ὧρες
κυλοῦν πρὸς μέρες πιὸ λευκές, οἱ ὧρες κατεβαίνουν.
Ἀλλὰ ἐγὼ παρακαλῶ γιὰ τὸ αἷμα
τὸ γεμάτο τρόμο αἷμα στὸ σκοτάδι, γιὰ τὸ ξένο αἷμα,
ποτὲ στὴ γῆ νὰ μὴν κυλήσει
γιατί
ὅλο
καὶ πιὸ πολὺ οἱ νεκροί, μοῦ φαίνεται πὼς γίνονται λουλούδια.
Ἀπὸ τὸν τόμο: Τὸ τραγούδι τῶν βουνῶν, 1945
Ἀπόδοση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης
Κανελλόπουλος
PENTRU PACE MÃ ROG...
Pentru pace mã rog, pentru lucruri uitate
si pentru oameni din singurãtate.
Un cerc vrãjit se-nchide în jurul lor.
Si fruntea îngheatã, orele cobor,
spre zi, mai albe, orele cobor.
Mã mai rog pentru sângele plin
de întuneric si spaimã, sânge strãin,
nicicând sã nu fie vãrsat pe pãmânt,
unde mortii aproape ca florile sînt.
Din volumul "Cântarea muntilor", 1945
Τὸ ἄλογο τῆς νυχτερινῆς ἅμαξας
Σὰν παγωμένη μέσα στὴν ὁμίχλη: σὰν γνήσια
γερόντισσα
μὲς
στὸν σταθμὸ ἡ ἅμαξα κι ἀκούγονται
οἱ λυπημένες ἀτμομηχανὲς μὲς στὸν ὑγρὸ ἀγέρα—
ποὺ μέσα του προσμένει ἡ βροχὴ χωρὶς νὰ πέφτει
καὶ σκέφτεται τὸ ἄλογο χωρὶς πνοὴ
γιὰ τὸ μαστίγιο ποὺ τὸ καρτερεῖ πέρα στὸ δρόμο
στὴν ὑγρασία τοῦ στάβλου καὶ πὼς
ἀπὸ χάμουρα τραχιὰ δὲν θὰ λυθεῖ.
Ἐνῶ τὸ γέρικο χεῖλος του τὸ ἀνθισμένο
ἀπὸ ἕναν πόνο ἀδιαμαρτύρητα
νιώθοντας
τὴν
εὐωδία
τῶν
λεπτῶν ἰνῶν
τῆς χλόης, ποὺ ἀνατέλλει στὸν κάμπο πέρα,
καί,
ἐν
ὑπνώσει,
τ’ αὐτὶ του βρίσκεται σ’ ἐγρήγορση
νὰ πιάσει τὴ σκληρὴ φωνὴ ποὺ τὸ διατάζει
πὼς
νὰ
κινεῖ τὸ σῶμα του μέσα ἀπὸ τέτοιο πόνο
καθώς,
ὁ
δρόμος εἶναι ἀτέλειωτος.
Ἕναν καιρὸ εἶχε σύντροφο στὸ πλάι
καὶ σὰν συναντιοῦνταν τὰ μουσούδια τους
πιὸ ἀλαφρὺ θωροῦσαν τὸ φορτίο,
ἀλλὰ ὁ σύντροφος έσβυσε, ἔπεσε —καὶ ἰδοὺ
τὸ ἄλογο τώρα στέκεται καὶ δὲ μπορεῖ νὰ καταλάβει
τὴ σκοτεινὴ τριχιὰ ποὺ τὸ σαλαγάει
μέσα
ἀπὸ νύχτες μουχλιασμένες καὶ νερά.
Καὶ μέσα του παρακαλεῖ κι αὐτὸ νὰ σβήσει
ὅπως καὶ τ’ ἄλλο, μὲς στὸν ἀχυρώνα
ἀναίσθητο μπρὸς στὸ μαστίγιο ποὺ τὸ τριγυρίζει.
Γύρω
κοχλάζουν οἱ ἀστραπὲς καὶ κόβουν
μέσα
του αἰσθάνεται βαθειὰ ἀκόμη μίαν ὕβρη
ν’
ἀκολουθεῖ —στὸ πλάι ἀκούγονται οἱ τροχοὶ
ὅπως καὶ χτές, ὅπως πάντα, καὶ μακριὰ
οἱ ἀτμομηχανὲς —μὲς στὸν ὑγρὸν ἀγέρα
σὰν τοῦ θανάτου τὶς κραυγὲς ἀπὸ πέρα.
“Insemnari iesene”, nr.7, 1937
Ἀπόδοση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης
Κανελλόπουλος
CALUL DE LA
BIRJA DE NOAPTE
Parcã s-ar fi-nchegat din ceatã: sade
bãtrâna birjã-n garã si se-aud
locomotive triste-n aer ud -
în care-asteaptã ploaia si nu cade;
si se gândeste calul fãrã vlagã
la biciul ce-l pândeste si la drum,
la umezeala grajdului si cum
e hamul greu si nu i-l mai dezleagã.
Iar buza lui bãtrânã se-nfioarã
de-o suferintã fãrã rãzvrãtire,
simtind aroma fragedelor fire
de iarbã, ce rãsar pe câmp afarã;
si, pirotind, urechea-si atinteste,
s-audã glasul aspru care-i cere
mereu sã-si miste trupu-ntr-o durere,
ce, ca si drumul, nu se mai sfârseste.
O vreme-avu pe-alãturea tovarãs,
si boturile când li s-atingeau,
povara mult mai lesne-o dovedeau,
dar a cãzut prietenul - si iarãsi
stã calul si nu poate sã priceapã
întunecoasa lege care-l mânã
prin nopti mucegãite si prin apã.
Si-n sinea lui se roagã sã rãmânã,
cum a rãmas si celãlalt, pe paie,
nesimtitor la bici si-njurãturã.
Fierbinte fulger gândurile-i taie,
si-adânc simtind încã-o înjurãturã,
porneste, -n spate rotile s-aud,
ca ieri, ca-ntotdeauna, si departe
locomotive, -n aerul cel ud,
ca strigãte de dincolo de moarte.
Parcã s-ar fi-nchegat din ceatã: sade
bãtrâna birjã-n garã si se-aud
locomotive triste-n aer ud -
în care-asteaptã ploaia si nu cade;
si se gândeste calul fãrã vlagã
la biciul ce-l pândeste si la drum,
la umezeala grajdului si cum
e hamul greu si nu i-l mai dezleagã.
Iar buza lui bãtrânã se-nfioarã
de-o suferintã fãrã rãzvrãtire,
simtind aroma fragedelor fire
de iarbã, ce rãsar pe câmp afarã;
si, pirotind, urechea-si atinteste,
s-audã glasul aspru care-i cere
mereu sã-si miste trupu-ntr-o durere,
ce, ca si drumul, nu se mai sfârseste.
O vreme-avu pe-alãturea tovarãs,
si boturile când li s-atingeau,
povara mult mai lesne-o dovedeau,
dar a cãzut prietenul - si iarãsi
stã calul si nu poate sã priceapã
întunecoasa lege care-l mânã
prin nopti mucegãite si prin apã.
Si-n sinea lui se roagã sã rãmânã,
cum a rãmas si celãlalt, pe paie,
nesimtitor la bici si-njurãturã.
Fierbinte fulger gândurile-i taie,
si-adânc simtind încã-o înjurãturã,
porneste, -n spate rotile s-aud,
ca ieri, ca-ntotdeauna, si departe
locomotive, -n aerul cel ud,
ca strigãte de dincolo de moarte.
"Însemnãri iesene", nr.7, 1937
Ἡ Magda Isanos γεννήθηκε στὸ Ἰάσιο, στὶς 17 Ἀπριλίου τοῦ 1916. Ὅπως ἀναφέρει στὸ
μυθιστόρημά της Cosanzenii, τὸ ἐπώνυμό
της κατὰ μία προφορικὴ οἰκογενειακὴ παράδοση, προέρχεται ἀπὸ τὴν Σάμο, ἀπ’ όπου καταγόταν ὁ ἕνας της παππούς. Φοίτησε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τοῦ Costiujeni καὶ συνέχισε
τὸ Λύκειο στὴν Ἐπαρχιακὴ Σχολὴ Θηλέων τοῦ Chisinău. Σπούδασε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Ἰασίου καὶ ἐργάστηκε ὡς δικηγόρος μία σύντομη περίοδο στὸ Ἰάσιο. Ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα τὸ 1932, στὸ περιοδικὸ τοῦ Λυκείου Ἀρρένων του Chisinau, “Bogdan Petriceicu Hasdeu”. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ στὸ
Βουκουρέστι στὶς 17 Νοεμβρίου τὸ 1944
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου