Δημήτρης
Κανελλόπουλος
ΕΔΩ
ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ…
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
A.E. BAKONSKY
A.E. BAKONSKY
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, τεῦχος 26ο, Χειμώνας 1996
Ὁ χειμώνας τοῦ 1979 ἦταν γιὰ μένα μιὰ πρωτοφανὴς ἐμπειρία. Τὶς πρωινὲς ὧρες, τὸ θερμόμετρο ἔπεφτε στοὺς 29-30 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδέν, κι ἀργότερα, τὸ μεσημέρι κατὰ τὶς 12 μὲ 1, γύριζε στὰ φυσιολογικὰ ἐπίπεδα: μεῖον 19 μὲ 20 βαθμούς. Οἱ δρόμοι κρύσταλλο ποὺ πάνω τους σερνόταν ἡ παχιὰ ὁμίχλη. Ὁρατότητα γύρω στὸ ἕνα μέτρο.
Κάτι
τέτοιο πρώτη φορὰ τὸ συναντοῦσα. Παγιδευμένος σ’ αὐτὴ
τὴν πόλη, τὴν ἀγαπημένη,
ἄρχιζα νὰ μαθαίνω πῶς περπατοῦν πάνω στὸν πάγο, πῶς βλέπουν μέσα ἀπὸ
αὐτὴ
τὴν ἕρπουσα
ὁμίχλη. Στὸ μυαλό μου ἔρχονταν εἰκόνες ἀπὸ
τὰ κὰρτ
ποστὰλ ποὺ ἔστελναν
κάποιοι θεῖοι ἀπὸ
τὴ Γερμανία, στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Ἤμουν στὸ πρῶτο ἔτος τῶν σπουδῶν μου, κι ἡ γλώσσα μου εἶχε ἀρχίσει νὰ λύνεται. Μποροῦσα σχετικὰ ἄνετα
νὰ συνεννοοῦμαι καὶ νὰ
ἀποκρυπτογραφῶ τοὺς τίτλους τῶν βιβλίων, πάνω στοὺς πάγκους τῶν βιβλιοπωλεῖων. Καὶ εἶχε
τότε πολλὰ βιβλιοπωλεῖα αὐτὴ
ἡ πόλη! Τὶς μεσημεριανὲς ὧρες
δὲν εἴχαμε μαθήματα κι ἔτσι εἶχα τὴ δυνατότητα, μιᾶς καὶ βρισκόμουν στὸ κέντρο, νὰ ἀφιερώσω
χρόνο στὰ βιβλιοπωλεῖα ἢ
νὰ ἐπισκεφθῶ τὶς
παλιὲς ἐκκλησιές της.
Ἕνα τέτοιο μεσημέρι μπῆκα στὸ πιὸ ὡραῖο παλαιοβιβλιοπωλεῖο ποὺ εἶχα
δεῖ ὡς τότε στὴ ζωή μου. Βρισκόταν στὸ πάνω μέρος τῆς κεντρικῆς πλατείας τοῦ Cluj (στὴν Πλατεία Ἐλευθερίας!), στὸ ἰσόγειο
ἑνὸς
κτιρίου τοῦ 17ου
αἰώνα, ποὺ πρὶν τὴν ἐπιβολὴ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἀνῆκε
στὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῆς Καθολικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου
Μιχαήλ, ὅπως ἄλλωστε ἀνήκει καὶ σήμερα, μὲ τὴ
μόνη διαφορὰ ὅτι δὲν εἶναι πλέον παλαιοβιβλιοπωλεῖο, ἀλλὰ
ἀνακαινισμένο κατάστημα εἰδῶν
πολυτελείας (οὔτε ποὺ γύρισα νὰ κοιτάξω ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ
πρὶν ἀπὸ
ἕνα χρόνο). Ἄρχισα νὰ περιεργάζομαι τὰ παλιὰ βιβλία ποὺ βρίσκονταν στὰ ράφια. Ὁ χῶρος
ἦταν σχετικὰ μικρός. Ἡ ὀροφὴ ἦταν
χαμηλὴ μὲ τέσσερα τόξα ποὺ κατέληγαν στὶς γωνίες. Πίσω ἀπ’ τὶς πωλήτριες, βρισκόταν μία τεράστια
σόμπα χτιστὴ μὲ κεραμίδια ποὺ σκόρπιζε τὴ θερμότητά της στὸ χῶρο
καὶ δεξιά της μιὰ μεγάλη κλειδωμένη βιτρίνα μὲ ἐκδόσεις
παλιὲς καὶ σπάνιες. Περιεργαζόμουν τὰ ποιητικὰ βιβλία, ἄλλα παλιά, ἄλλα πιὸ πρόσφατα, τὰ περισσότερα τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα, μὲ τίτλους ἡρωικούς, μὲ ἀναφορὲς γιὰ τὸ
μέλλον, γιὰ τὴ νίκη τοῦ σοσιαλισμοῦ, ποιήματα ἀφιερωμένα στὸ κόμμα κλπ. Κάποια στιγμὴ ἄγγιξα
ἕνα βιβλίο, παράξενο στὸ σχῆμα, μὲ ἕνα
περίεργο σχέδιο στὸ ἐξώφυλλο
καὶ μ’ ἕνα ἀκόμη πιὸ παράξενο τίτλο: Cadavre in vid (Πτώματα στὸ
κενό). Ἀνοίγοντας το, τὸ μάτι μου ἔπεσε στὸν τίτλο Pseudo-Odoacru (Ψευδό- Ὀδόακρος),
καὶ στὴν ἀφιέρωση
τοῦ ποιητῆ ἀπὸ κάτω: στὸν
Ρούντι Ντοῦτσκε,
στὸν
Κὸν
Μπεντὶτ
καὶ
στοὺς
ἄλλους. Ξαφνιάστηκα, φοβήθηκα, κοίταξα γύρω μου συνωμοτικά, κανεὶς
δὲ μὲ πρόσεχε, διάβασα τὸ ποίημα ποὺ ἀκολουθοῦσε καὶ αἰσθάνθηκα
ὅτι ἐδῶ
στ’ ἀλήθεια κάτι
συμβαίνει… Πῆρα τὸ βιβλίο ταραγμένος, πλησίασα στὸ ταμεῖο, πλήρωσα καὶ ἔφυγα
βιαστικὰ γιὰ τὴ
φοιτητικὴ ἑστία.
Ἔτσι γνώρισα τὸν ποιητὴ Anatol
Baconsky. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ ἕνα
δυὸ χρόνια, ὅταν ἄρχισα νὰ προετοιμάζω ἕνα ἀφιέρωμα γιὰ τὴ
ρουμάνικη λογοτεχνία, εἶχα
τὴν τύχη νὰ γνωρίσω πολὺ καλὰ δυὸ ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ στενοὺς φίλους τοῦ Baconsky, τὸν Aurel
Rau καὶ τὸν ἀείμνηστο
Aurel Gurghianu στελέχη τοῦ περιοδικοῦ Steaua (Ἀστέρι), ποὺ μὲ
τὴ συνεργασία καὶ
τὴ φιλία ποὺ ἀνέπτυξα
μαζί τους, μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ προσεγγίσω τὴ ρουμανικὴ λογοτεχνία, τὴν ἀληθινή,
ψυχὴ τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ.
Ὁ
Anatol E. Bakonsky ἐμφανίστηκε
στὰ ρουμανικὰ γράμματα σὲ νεαρὴ ἡλικία
μετὰ τὸ τέλος τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου. Ἡ ἐμφάνισή
του εἶναι παράλληλη μὲ τὴν
ἐγκαθίδρυση στὴ Ρουμανία τοῦ
κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, γεγονὸς ποὺ θὰ
σημαδέψει βαθιὰ τόσο τὴν προσωπικότητά του ὅσο καὶ τὸ
ἔργο του —ὡς ἕνα
ὁρισμένο σημεῖο. Ὡς λογοτεχνικὴ παρουσία ἀνήκει σ’ ἐκείνη τὴ γενιὰ ποὺ βίωσε τὴ φρίκη τοῦ πολέμου καὶ ζύμωσε τὰ ὁράματά
της μέσα σὲ καταστάσεις ποὺ ἐλάχιστα
ἀπεῖχαν
ἀπὸ
τὴν πλάνη. Στὴ γενιὰ ποὺ πίστεψε καὶ ἀγωνίστηκε
μέσα ἀπὸ ἀνείπωτες
δυσκολίες, ποὺ στερήθηκε τοὺς χυμοὺς τῆς ἴδιας
της νιότης της, ποὺ
ἀναλώθηκε σὲ σκοποὺς τοὺς ὁποίους
στὶς περισσότερες
περιπτώσεις, ὑπέσκαψε καὶ ναρκοθέτησε ἡ χίμαιρα τῆς πολιτικῆς. Μέσα στὶς αὐταπάτες ποὺ δημιούργησε τὸ τέλος τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου, ἰδιαίτερα στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Κεντρικῆς Εὐρώπης, συναντᾶμε τὴ γενιὰ τοῦ A. E. Bakonsky νὰ κινεῖται δειλά, νὰ σηκώνει τὸ βαρύ της φορτίο πρὸς τὸν Γολγοθᾶ
μέσα σὲ πλήρη σύγχυση καὶ ἄγνοια.
Ἡ συμμετοχὴ της σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάστηκε
«οἰκοδόμηση τοῦ σοσιαλισμοῦ», ἐκτὸς
τοῦ ὅτι ἦταν ὑποχρεωτική, συνέβαινε νὰ εἶναι «καθολικὰ
οἰκειοθελής». Ἔχει
καὶ ἡ ἴδια
μεγάλο ποσοστὸ εὐθύνης καὶ δὲν
μπορεῖ ἔτσι ἁπλὰ
νὰ θεωρηθεῖ ὅτι
κανεὶς δὲν ἤξερε
τί ἔκανε ἢ σὲ
ποιὲς καταστάσεις
συμμετεῖχε, μὲ μέτρο βεβαίως τὴν προσωπικὴ στάση τοῦ καθενός.
Γόνος ξεριζωμένης οἰκογένειας, ἀπὸ
τὴν σημερινὴ ἀνεξάρτητη
Μολδαβία, (τότε ὑπὸ σοβιετικὴ κατοχή), γεννήθηκε τὸ 1925 στὸ Cofe-Hotin,
ἀπὸ
πατέρα ἱερωμένο. Μετὰ ἀπὸ μεγάλη οἰκογενειακὴ περιπλάνηση σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριὰ τῆς
Ρουμανίας, βρίσκεται στὸ
Cluj, τὸ 1946, μὲ «τὶς
λασπωμένες ἀρβύλες
του» ὅπως ἔλεγε ὁ στενός του φίλος καὶ συνεργάτης γιὰ πολλὰ χρόνια Aurel Rau. Ὑπῆρξε
ἄνθρωπος τῆς διασπορᾶς καὶ αὐτὸ διαχέεται σὲ ὅλο
τὸ ἔργο
του. Μετὰ τὸν ξεριζωμὸ τῆς
οἰκογένειάς του περιπλανήθηκε μαζί της γιὰ πολὺ στὶς μακρινές, λασπωμένες, ξεχασμένες ἐπαρχίες τῆς πατρίδας του. Ἔζησε πλάι σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους,
γνώρισε ἤθη καὶ συμπεριφορές, κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ μιὰ καλοβολεμένη ζωὴ σὲ
ἕνα μεγάλο ἀστικὸ κέντρο δὲν θὰ τὸν
ἄφηνε νὰ συναντήσει. Βίωσε ἀπὸ
κοντὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὰ
προβλήματα τῆς ρουμανικῆς κοινωνίας καὶ διαμόρφωσε ἀπὸ
πολὺ νωρὶς εἰκόνα γιὰ τὸ
περιβάλλον ποὺ ἀναπόφευκτα ἔμελλε νὰ ζήσει. Ὁ A. E. Bakonsky ὑπῆρξε
προσωπικότητα ἔντονα πολιτική.
Φυσιογνωμία τραγική, ὅπως
τραγικὸ ἦταν τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ (σκοτώθηκε στὸ σεισμὸ τῆς
4ης Μαρτίου 1977, στὸ
Βουκουρέστι, ὅταν κατέρρευσε τὸ σπίτι τῆς Veronica
Porumbacu, στὸ
ὁποῖο
βρισκόταν μαζὶ μὲ ἄλλους
ὀκτὼ
διακεκριμένους πνευματικοὺς
ἀνθρώπους), ἀφοῦ
εἶχε ἔλθει σὲ ρήξη μὲ ὁ
ἴδιο του τὸ παρελθόν.
Ὁ A. E. Bakonsky ἀποτελεῖ μιὰ ἰδιόμορφη περίπτωση, σὲ σύγκριση μὲ πολλοὺς ἄλλους
ποιητὲς τῆς γενιᾶς του, ὄχι τόσο γιὰ τὶς
πολιτικές του ἐπιλογές, ἀλλὰ
γιατί, παρὰ τὶς
ἐπιλογὲς του αὐτές,
ἡ ποίησή του διαπνέεται ἀπὸ
ἕνα ἰδιόμορφο προσωπικὸ λυρισμό. Τὸ
ἔργο του χωρίζεται σὲ δυὸ περιόδους. Στὴν περίοδο ὅπου συμμετέχει ἐνεργὰ στὴν πολιτικὴ ὡς
μαχόμενος λογοτέχνης, εἶναι
τὰ χρόνια τῆς πρόλετ-κοὺλτ ἀμέσως μετὰ τὸν
πόλεμο, καὶ στὴ δεύτερη περίοδο ὅπου γίνεται ἐμφανὴς ἡ
μετακίνησή του ἀπὸ τὶς
θέσεις τῆς ἐπίσημης κομματικῆς λογοτεχνίας.
Ἡ Ρουμανία, ἀποτελεῖ καὶ αὐτὴ μιὰ ἰδιόμορφη
περίπτωση, σὲ σχέση μὲ τὶς
ὑπόλοιπες χῶρες τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ». Χώρα ἀγροτική, μὲ τεράστιες κοινωνικὲς ἀντιθέσεις
πρὶν ἀπὸ
τὸν πόλεμο, ἐνταγμένη στὸ στρατόπεδο τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα
—ἀκολούθησε πιστὰ τὴν
Γερμανία, ἀποστέλλοντας
μεγάλες δυνάμεις στὸ
Ἀνατολικὸ Μέτωπο— ἔκανε μιὰ θεαματικὴ στροφὴ πρὸς τὸ τέλος τοῦ πολέμου: μετὰ ἀπὸ ἕνα
ἐθνικοκομμουνιστικὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα ποὺ ἔφερε
τοὺς σχεδὸν ἀνύπαρκτους
ἀριθμητικὰ κομμουνιστὲς στὴν ἐξουσία,
προσχώρησε στὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ἀφοῦ
ἐστράφη προηγουμένως ἐναντίον τῶν πρώην συμμάχων της τὸ 1944, καὶ ἐντάχτηκε,
μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ κόκκινου στρατοῦ στὸ ἔδαφός
της, στὸ ἀνατολικὸ μπλόκ.
Στὴ Ρουμανία ὑπῆρχε
ἀνέκαθεν ἰσχυρὸ ἀντικομουνιστικὸ ρεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶχε σχέση μὲ τὴν
καχυποψία ἀπέναντι στὴ ρωσικὴ ἐξωτερικὴ πολιτική, ποὺ θεωροῦσε τὰ ρουμανικὰ ἐδάφη
ζωτικῆς σημασίας καὶ δὲν
ἔκρυβε καθόλου τὶς ἐπεκτατικές
της διαθέσεις. Πολλοὶ
ἱστορικοὶ ὑπολογίζουν
τὸν ἀριθμὸ τῶν
ρουμάνων κομμουνιστῶν
γύρω στὰ 300 ἄτομα πρὶν τὸν πόλεμο. Ἡ κομμουνιστικὴ δικτατορία ἐπιβλήθηκε στὸ ρουμανικὸ λαὸ μὲ
τὴ δύναμη τῶν ὅπλων,
ἀποτελώντας σὺν
τῷ χρόνῳ
ἕνα πολιτικὸ παράδοξο. Ἐγκαθιδρύθηκε ἕνα καθεστὼς ποὺ δὲ
μποροῦσε νὰ λάβει ὑπόψη του τὶς
πραγματικὲς ἀνάγκες τῆς ρουμανικῆς κοινωνίας, ἐνῶ
πιεζόμενο ἀπὸ τὰ
πράγματα, σὲ ὁρισμένους εὐαίσθητους τομεῖς ὑποχρεώθηκε
ν’ ἀκολουθήσει μία ἀντιφατικὴ πολιτική. Μὲ τὴν
πάροδο τοῦ χρόνου καὶ μὴ
μπορώντας νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ προβλήματα, κυρίως οἰκονομικὰ ποὺ τὸ
ἴδιο τὸ καθεστὼς δημιούργησε, ἄρχισε νὰ ἐκμεταλλεύεται
στὸ ἔπακρο τὴν αὐξημένη εὐαισθησία τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ἀπέναντι
στὰ ἐθνικά του προβλήματα, καλλιεργώντας ἕναν ἄκρατο ἐθνικισμὸ μὲ
συνέπειες ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ἐπηρεάζουν τὶς πολιτικὲς καταστάσεις. Ἡ ἰδιομορφία
τοῦ ρουμανικοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος φάνηκε στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 ὅταν ἄρχισε νὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ
τὴ σοβιετικὴ ἐπιρροὴ καὶ νὰ
ἐπιχειρεῖ ἀνοίγματα
πρὸς τὸ δυτικὸ κόσμο. Σ’ αὐτὴ
τὴ διαδικασία τὸ καθεστὼς ἐπιστράτευσε
τὸ ὅπλο
τοῦ ἀντιρωσισμοῦ καὶ προχώρησε σὲ μιὰ σχετικὴ φιλελευθεροποίηση, παρασύροντας μαζί
του εὐρύτερες μάζες.
Πολλοὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῶν
τεχνῶν πιστεύοντας ὅτι αὐτὴ
ἡ διαδικασία μπορεῖ νὰ
ὁδηγήσει σὲ μεγαλύτερα ἀνοίγματα καὶ σὲ
μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση, συντάχτηκαν μὲ τὸ
καθεστώς. Ἡ ἴδια πολιτικὴ ἐφαρμόστηκε
καὶ ἀργότερα, κατὰ τὴν
ἄνοδο τοῦ Τσαουσέσκου στὴν ἐξουσία,
μὲ πιὸ ἠχηρὴ φρασεολογία καὶ περισσότερες ἐνέργειες στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ καὶ μὲ
τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα.
Μεγάλος ἀριθμὸς διανοουμένων ἔπεσε στὴν παγίδα τῶν διακηρύξεων γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία
καὶ ἐνίσχυση τοῦ ἐθνικοῦ κέντρου καὶ στὶς δυὸ παραπάνω ἱστορικὲς στιγμές. Ἡ στάση τῶν διανοουμένων αὐτῶν
μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μέσα ἀπὸ
τὸ πλαίσιο τῆς ἀπόλυτης
κυριαρχίας τῆς κομμουνιστικῆς δικτατορίας: τρόμος, ἔλλειψη πληροφόρησης σὲ μεγάλο βαθμό, συστηματικὸς ἔλεγχος
καὶ παρακολούθηση,
φόβος, σύγχυση, καχυποψία, ἐξόντωση
κάθε ἀντίθετης ἄποψης! Ὁ μεγάλος ἀδελφὸς πανταχοῦ παρών. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
στὴν Τέχνη, ὁ σοσιαλιστικὸς ρεαλισμὸς
μία συντεταγμένη καὶ
προκαθορισμένη πολιτικὴ
ὑμνεῖ τὸ
κόμμα καὶ τὰ ἐπιτεύγματά
του, ὑμνεῖ τὴν
πατρίδα καὶ τὴ νέα ἐποχή, τέλος ὑμνεῖ τὸ νέο τύπο ἀνθρώπου.
Ὁ A.E.Bakonsky δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση
ἀπὸ
τὰ παραπάνω. Τὰ μεταπολεμικὰ χρόνια, κατὰ τὴν
περίοδο ποὺ
πρωτοδιαμορφώνεται ποιητικὰ
ἐμφανίζεται ὡς ἕνας
ἀπὸ
τοὺς ἐκπροσώπους τῆς νέας ποίησης. Ἀκολουθεῖ τὸ
δρόμο ποὺ ἀκολούθησαν πολλοὶ ἄλλοι
τῆς γενιᾶς του, μιᾶς γενιᾶς ποὺ —κατὰ τὸν
Gheorge Munteanu, στενὸ συνεργάτη τοῦ ποιητῆ στὸ περιοδικὸ Steaua— ἡ ἱστορία
τῆς στέρησε πρόωρα τὸν ἐφηβικὸ ρομαντισμὸ καὶ τὴν
κατέστησε παραγωγική, ἂν
καὶ φαινομενικὰ χωρὶς ἀκριβὲς ἀντικείμενο μ’ ἕνα
ἰδιάζοντα ρεαλισμό, ποὺ ἀνῆκε σὲ μία ἡλικία πιὸ μακρινή. Εἶναι νέοι, συμμετέχουν σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ στὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ γίγνεσθαι καὶ αὐτὸς ὁ
περίγυρος καθορίζει τὸ
εἶδος τῆς ποίησής τους: “περισσότερο κοινωνικὴ καὶ ἰδεολογικὴ παρὰ ἐξομολογητικὴ καὶ ψυχολογική”.
Στὸν ὁρίζοντα
τοῦ σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ, ὁ
λυρισμὸς παύει νὰ εἶναι
ἕνας χῶρος διακήρυξης προσωπικῶν συναισθημάτων, ἕνα ἀτομικὸ ἀπόσταγμα
καὶ ἀκόμη ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος χάνει τὸ δικαίωμα τῆς αὐτόνομης αὐθυπαρξίας γιὰ νὰ
γίνει ἀποδέκτης μόνο τῶν
κοινωνικοϊστορικῶν ἀντιδράσεων τῆς ζωῆς.
Ἡ
ἀσθένεια τῆς «παιδικῆς ἡλικίας» τῆς
νέας κομμουνιστικῆς
κουλτούρας ἔβαλε τὴ μανιχαϊστικῆ σφραγίδα τῆς πάνω στὴν καλλιτεχνικὴ καὶ πνευματικὴ παράδοση διακόπτοντας τὴ συνέχεια ἀνάμεσα στὶς γενιές, καθὼς καὶ τὴν
ἐπαφὴ μὲ
τὸν παγκόσμιο χῶρο. Τὰ πρῶτα δειλὰ βήματα ἀποδέσμευσης ἀπὸ
τὸν πνιγηρὸ ἐναγκαλισμὸ τῆς
ποίησης μὲ τὴν πρόλετ-κοὺλτ γίνονται στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60.
Στὴν περίοδο τῆς ἀποθέωσης
τοῦ σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ, ὁ
λυρισμὸς σιωπᾶ, δὲν ὑπάρχει
χῶρος γιὰ νὰ
ἐκδηλωθεῖ καὶ ὁ
ἐσωτερικὸς κόσμος τῶν ποιητῶν ἔχει
χάσει τὸ δικαίωμα μιᾶς ἐντελῶς προσωπικῆς καὶ αὐτόνομης
ὕπαρξης, ὑποταγμένος μέσα στὶς γενικότερες κοινωνικοπολιτικὲς καταστάσεις. Κυριαρχεῖ ἡ
ποίηση τῶν ἰδεῶν.
Ὁ ἐρωτισμὸς ὑποτάσσεται
στὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα. H προσφυγὴ στὰ φολκλορικὰ μοτίβα ἐντείνεται, γίνεται μὲ μεγάλο προγραμματισμὸ καὶ συστηματοποίηση. Ἀποθεώνεται ἡ λογοτεχνικὴ τεχνική, ἕνας φορμαλισμὸς ποὺ στέκεται περισσότερο στὴν ἐξωτερικὴ μορφή, παρὰ στὴν οὐσία. Ἡ ποίηση ταυτόχρονα γίνεται μέσον προβολῆς τῶν πολιτικῶν συνθημάτων τοῦ κόμματος στὸ κυνήγι τῆς οὐτοπίας.
Στὰ πλαίσια ἐκείνης τῆς στατικῆς καὶ ὀμιχλώδους
περιόδου, μιὰ αὐτόνομη παρουσία ἀποστασιοποιημένη ἀπὸ
τὸ καθεστὼς καὶ μὲ
σαφῶς κριτικὴ στάση ἀπέναντί του, πρακτικὰ
ἦταν ἀδύνατη. Ἡ κατάσταση ἦταν ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους.
Ἐξασφαλισμένη σχετικὰ ἡ
ἐπιβίωση, μὲ διάφορες κοινωνικὲς παροχές, ποὺ λίγα χρόνια πρίν, ἦσαν ἀδιανόητες γιὰ τὶς
πλατιὲς μάζες ἀλλὰ
καὶ γιὰ τοὺς διανοουμένους, ἐξασφαλισμένη ἡ φήμη γιὰ τὸ
σύνολο σχεδὸν τῶν διανοουμένων ποὺ εἶχαν
συνταχτεῖ μὲ τὸ
καθεστὼς ἢ ἁπλῶς τὸ ἀνέχονταν,
ὅλα ἥσυχα καὶ καλά. Ὁ διεθνὴς περίγυρος, κι αὐτὸς
ἔδειχνε νὰ νομιμοποιεῖ τὰ
ἀνατολικὰ καθεστῶτα καὶ ἡ
μυστικὴ ἀστυνομία εἶχε μὲν πολλὴ δουλειά, ἀλλὰ
σὲ ἄλλο
ἐπίπεδο. Δὲν ἦταν
ἀναγκαῖο νὰ συλλαμβάνει δεδηλωμένους ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος, μαζικὰ (τέτοιοι δὲν ὑπῆρχαν πολλοὶ· ἡ
πλειοψηφία τους εἶχε διωχθεῖ τὰ
πρῶτα χρόνια, λίγοι
εἶχαν διαφύγει στὸ ἐξωτερικό,
οἱ περισσότεροι βρίσκονταν στὶς φυλακὲς καὶ κανεὶς πιὰ δὲ
μιλοῦσε γὶ αὐτούς),
ἀλλὰ
εἶχε ὑποχρέωση νὰ ὑπενθυμίζει
τὴν παρουσία της, ὅπου καὶ ἐὰν
ἦταν ἀναγκαῖο. Τὸ χαρακτηριστικότερο ἴσως ἐπίτευγμα τῶν κομμουνιστικῶν δικτατοριῶν, σὲ σύγκριση μὲ τὰ
ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα τοῦ δυτικοῦ κόσμου, ἦταν, ἡ ἐπιβολὴ τῆς
αὐτολογοκρισίας. Ἡ αὐτολογοκρισία ἔγινε
ὑψηλὴ τέχνη τοῦ πρακτικοῦ βίου. Μία «μαζική» πρόοδος τῶν ἀνθρώπων,
στὶς δημόσιες
σχέσεις καὶ ἐκδηλώσεις τους. Ὁ κάθε ἕνας ἤξερε ἀπὸ
πρὶν τί ἔπρεπε νὰ πεῖ καὶ πῶς
νὰ τὸ
πεῖ. Κανένας δὲ μπορεῖ νὰ
ἰσχυριστεῖ, ὅτι
οἱ διανοούμενοι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς προέβαλλαν ἀντίσταση στὸ καθεστώς. Καὶ ἀπήλαυσαν
τὰ προνόμια ποὺ τοὺς παραχώρησε, καὶ φρόντισαν γιὰ τὸ
προσωπικὸ τους βόλεμα. Ἡ πολιτική, εἶχε παραχωρήσει τὴ θέση της, στὴν μικροπολιτική. Δημόσιες σχέσεις, ἐπιφανειακὴ κριτική, κουτσομπολιό.
Ὅλοι
οἱ συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του, οἱ συγγραφεῖς τῆς δεκαετίας τοῦ ’50, λειτουργοῦσαν περίπου μὲ τὸν
ἴδιο τρόπο. Περίπου τὰ ἴδια
θέματα τοὺς ἀπασχολοῦν στὴν κοινωνικὴ καὶ λογοτεχνική τους δράση. Δὲν μποροῦν νὰ ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν
περιρρέουσα κοινωνικὴ
πραγματικότητα. Τὰ
ποιήματα αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν
δυναμικὴ μεγαλοφροσύνη
τους, τὸν ἐπικό τους χαρακτήρα καὶ τὴν
συνθηματολογία τους. Καθρεφτίζουν
καταστάσεις τῆς ἐποχῆς : «Σύντροφοι,
στὸ
κάμπο νὰ
προβάλλουμε ὡσὰν στρατὸς
/ Τὸ
σύνθημα τῆς
Ἄνοιξης περνᾶ πετώντας / Οὔτε ἕνα
κομμάτι γῆς
ἀκαλλιέργητο / Γιὰ τὸ
καλό του λαοῦ
μας ὁλόκληρου!»
(Dupa ploaie=Μετὰ τὴ
βροχή, ἀπὸ τὴ
συλλογὴ Τραγούδια
τῆς
μέρας καὶ
τῆς
νύχτας, 1954). Αὐτὴ
τὴ θεματολογία ἀκολουθεῖ σὲ
μία σειρὰ ἀπὸ
ποιήματα: Din turnul Goliei (Ἀπὸ
τὸν Πύργο τῆς Γκόλια), Pamintul (Ἡ
Γῆ), Amintiri
din munţi Bihariei (Ἀναμνήσεις
ἀπὸ
τὰ βουνὰ τῆς Μπιχαρίεϊ), La Griviţa ( Στὴν
Κρίβιτσα).
Μιὰ εἰκόνα
αὐτῆς
τῆς κατάστασης μποροῦμε νὰ δοῦμε στὴν ποίηση τοῦ A.E. Baconsky, μέσα ἀπὸ
τὰ ποιήματα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Στὸ ποίημά του, «Ἀπὸ
ἀγάπη», προσφέρει τὴν ἀγάπη
του στὴ σύζυγό του Κλάρα
(στὴν ὁποία καὶ τὸ
ἀφιερώνει) «γιὰ τὶς
καινούργιες ἀντιλήψεις της», ἐνῶ
ταυτόχρονα, αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος νὰ ἀφιερώσει
τὸ ἴδιο
ποίημα καὶ «στοὺς συντρόφους ποὺ φτιάχνουν καινούργια σκάφη στὸ Δούναβη», συνδέοντας ἔτσι στενὰ τὰ
ἐντελῶς προσωπικά του αἰσθήματα μὲ κοινωνικὲς καταστάσεις. Μερικὰ
ποιήματα, αὐτῆς τῆς θορυβώδους ποίησης, «τῆς
μεγάλης πνοῆς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος,
ἐπιβίωσαν. Πολὺ νωρίς, σὲ σχέση μὲ ἄλλους,
ὁ A.E. Baconsky, χαμήλωσε τοὺς τόνους. «Ἄϊντε
συντρόφοι, νὰ ξημερώσουμε μακριὰ/Τὰ
θεριὰ
νὰ
ρίξουμε, σὲ
χῶμα
σκοτεινό» γράφει, ἀλλὰ
ἡ ἐνθάρρυνσή
του ἦταν κρυμμένη ἀπὸ
μία εἰκόνα καθορισμένη
παρὰ δυναμική: «Σύντομα
στὸ
θόλο, γενναία θὰ
φέρει/ Ὁ
καβαλάρης τῆς
νύχτας, τὸ
φεγγάρι στὴ
σέλλα πάνω». Σταδιακά,
ἡ κριτικὴ του διάθεση πρὸς τὴν πραγματικότητα μέσα στὴν ὁποία
ζεῖ τὸν ἀπομακρύνει
ἄπ’ αὐτὴ
τὴν ἐπικὴ ποίηση. Ὁ λυρισμὸς του ἀποδεσμεύεται
καὶ ἀκόμη καὶ σὲ
ποιήματα ποὺ πηγάζουν ἀπὸ
ἐπικὴ διάθεση ὑπάρχει μία πρόθεση αὐτοπροσδιορισμοῦ, ἕνας
αὐτοέλεγχος:
«Τί λέει
ὁ καιρός;/Λέει πὼς πεθαίνοντας/Αὐτοὶ
ποὺ
ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ
λευτεριὰ/Γὶ αὐτὸ αἰώνια
θὰ
τοὺς
κρατᾶμε
στὴ
μνήμη/Ὅπως
τὴ
στιγμὴ
τοῦ
θανάτου, τὸ
μάτι τους
διατρέχει/Παραισθητικό, φευγαλέο/καίγοντας στὴν
ὁμίχλη τῶν
ἰσχνῶν
χρόνων/τὸ
κρυμμένο, τὸ
ἀσύλληπτο μέλλον/Ὅταν πεθάνω, θὰ τὸ
δῶ
μὲ
τὴν
τελευταία ματιά».
Ἀπὸ τὰ
ποιήματα τῆς πρώτης περιόδου
τοῦ ποιητῆ, δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε τὸ «Ποίημα τῆς Φλαμουριᾶς». Αὐτὸ
τὸ ποίημα μπορεῖ νὰ
ἀντιπαραβληθεῖ μὲ
τὴν οἰκουμενικότητα τῆς ποίησης τοῦ Mihai Eminescu. Ἡ ποιητικὴ αὐτὴ σύνθεση, εἶναι ἀδύναμη καὶ καθόλου ἀντιπροσωπευτική, ὡς πρὸς τὸ σύνολο τῆς ποίησής του, ἀλλὰ
τὸ τέλος της καταγράφεται ὡς μιὰ γοητευτικὴ ἔμπνευση
ἑνὸς
ἐξαιρετικοῦ συναισθήματος: «… Θὰ
ὑπάρξει, κάπου, κάποια φορά, θὰ
γίνει/Μιὰ
Φλαμουριὰ
νὰ
σιγοψάλλει τὰ
τραγούδια μου;/Μιὰ
Φλαμουριὰ
ποὺ
ἀπὸ
πάνω της, συχνὰ/Νὰ πλεύσει στοὺς μεγάλους κύκλους, ἁπαλὰ/Ὁ Ἀϊτὸς τοῦ
καιροῦ
μου…/». Ὁ
Ἀϊτός, ποὺ περιστρέφεται πετώντας γύρω ἀπὸ
τὴ φλαμουριά, μᾶλλον εἶναι γιὰ τὸν
ποιητὴ ἡ ἐποχή
του. Αὐτὴν
ἀπεικονίζουν οἱ κύκλοι, ἡ ἀνυψωτικὴ κίνηση, ἡ ἀνύπαρκτη
καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, φαντασιακὴ προβολὴ τῆς
φλογερῆς ἐπιθυμίας γιὰ ἐξάρτηση
ἀπὸ
μιὰ ἀρχοντιὰ ἀπρόσιτη
γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Σ’
αὐτὴ
τὴν πνιγηρὴ κατάσταση, ὁ A.E. Baconsky, διανοούμενος ποὺ ἐμφανίστηκε
ταυτόχρονα μὲ τὸ καθεστὼς καὶ μέσα ἀπ’ αὐτό, μὲ πολλὰ προνόμια ἀλλὰ
καὶ μὲ κοινωνικὴ προβολὴ μεγάλη, εἶναι ὁ πρῶτος διανοούμενος ποὺ τόλμησε νὰ βάλει τὸ χέρι του στὴν πληγὴ καὶ νὰ
ἐπιμείνει μέσα ἀπὸ
τὴν τέχνη του, στὴν προβολὴ τῶν
αἱρετικῶν ἀντιλήψεών
του μέχρι τὸ τέλος του.
Ἡ
ἀλλαγή του δὲν συντελέστηκε ἀπότομα. Ἀπὸ
τὸ 1953 ἀκόμη, μὲ τὸ
ποίημα «Ρουτίνα», ποὺ
δημοσίευσε στὸ τεῦχος τοῦ Ἰουνίου
τοῦ περιοδικοῦ Almanah
Literar, ποὺ ἐξεδίδετο στὸ Cluj, καὶ τοῦ ὁποίου
ἦταν διευθυντής, προκάλεσε τὴν ἀντίδραση
τοῦ Mihu Dragomir, ὁ ὁποῖος μὲ μία Ἀνοιχτή Ἐπιστολὴ
πρὸς τὸν σύντροφο Α.Ε. Bakonsky, ποὺ δημοσιεύτηκε τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1953 στὸ περιοδικὸ Contemporanul, μέμφεται τὴν ποίηση τοῦ A.E. Baconsky ὅτι «δὲν εἶναι ἕνα ἀπόσταγμα τῆς ποίησης(…) θεληματικὰ ἀσαφής,
μιὰ συμπεριφορὰ
ποὺ υἱοθέτησε τελευταῖα τὸ Λογοτεχνικὸ Ἀλμανὰκ ἀπέναντι
στὴν ποίησή μας…» Ὁ σαρκασμός, διαχέεται σὲ ὅλη
τὴν ποίηση τοῦ A.E. Baconsky. Σταδιακά, μὲ τὸν
A.E. Baconsky ἡ ρουμανικὴ ποίηση περνᾶ ἀπὸ τὴν
εἰκονολατρία στὴν ἐσωτερικότητα
καὶ ἀπὸ
τὸν αὐτοσχεδιασμὸ στὸ στοχασμό.
Στὸ
ποίημα Ρουτίνα, γίνονται αἰσθητὰ τὰ
σημάδια τῆς μεταστροφῆς του. Σ’ αὐτὸ
τὸ ποίημα, ὁ A.E. Baconsky, συνδέει τὸ σαρκασμὸ μὲ
τὴν ἀλληγορία.
Τὸ ποίημα αὐτὸ
δὲν ἔγινε
κατανοητὸ ἀπὸ
πολλοὺς στὴν ἐποχή
του. Ἡ ἀσυνήθιστη ρυθμική του, ἡ διαφορετικότητα τοῦ ὕφους
του, τὸ ὁδηγοῦν ἔξω
ἀπὸ
τὴν κοινὴ λογική. Ὑπάρχει μιὰ «ρουτίνα» στὴ ποίηση, ἔτσι ἀποφαίνεται ὁ ποιητής, καθὼς ἐπίσης
καὶ μιὰ ρουτίνα σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱστορία.
Ἡ ποίηση, φρόνιμη καὶ γκρίζα, ἡ δική του ποίηση καθὼς καὶ τῶν
ἄλλων, ἀπὸ
πολὺ καιρὸ δὲν
δίνει περιθώρια ἐπιβίωσης στὸ δημιουργό: “Ἀπὸ τὶς
παλιὲς
Ἀνθολογίες/Μᾶς περιγελοῦν τὰ
ξεχασμένα ὀνόματα/Ὁ νέος μὲ
μπαμπάκι στὰ
αὐτιὰ/Ἀπὸ τὴν
ἀρχὴ
τὸ
δρόμο πάλι διατρέχει…/ Τὰ
ξεχασμένα ὀνόματα, εἶναι τὰ ὀνόματα
τῶν μεγάλων διανοουμένων τοῦ μεσοπολέμου, ποὺ κανεὶς δὲ μποροῦσε μέχρι τὸ 1953 νὰ ἀναφέρεται
σ΄ αὐτά. Μέσα ἄπ’
αὐτοὺς
τοὺς στίχους
περιγράφει τὴ δική του
ρουτίνα. Κάνει τὴν αὐτοκριτική του: «Πρωί. Ὁ
κόσμος στὸ
δρόμο, πάει στὴ
δουλειὰ
του/Σ’
ἔχει διαβάσει κάπου/Σὲ κανέναν δὲ χρησιμεύεις, σὲ ἀπορρίπτουν/Ζωντανὸς νεκρὸς
στὸ
κόσμο σου…» Αὐτὸ
τὸ ποίημα, εἶναι τὸ μόνο ποὺ ὁ
δημιουργός του περιέλαβε στὴ
συλλογὴ τῶν ποιημάτων του, ποὺ ἐπανεξέδωσε
τὸ 1967, μὲ τὸ
τίτλο Fluxul Memoriei (Ἡ παλίρροια τῆς Μνήμης, Α΄
ἔκδοση 1957).
Ὁ
A. E. Baconsky, στὰ
1956, στὸ 1ο
Συνέδριο Συγγραφέων τῆς
Λαϊκῆς Δημοκρατίας της
Ρουμανίας, ἔθετε τὸ ἐρώτημα:
«ποιά εἶναι τὰ ὅρια
τοῦ ρεαλισμοῦ στὸ λυρισμό;» Τὸ τολμηρὸ αὐτὸ ἐρώτημα
τὸ θέτει σὲ μιὰ δύσκολη ἐποχή, ὅπου ὁποιαδήποτε ἄλλη τοποθέτηση πέραν τῆς ἐπίσημης
κομματικῆς ἐγκυμονεῖ πολλοὺς κινδύνους. Ἡ ἰδιοσυγκρασία
του, πλήρως συναισθηματική, τὸν
ὁδηγεῖ ἀπὸ τότε σταδιακὰ σὲ
μία πορεία μοναχική. Σ’ αὐτὸ τὸ
συνέδριο διαπιστώνει: «τὸν
διαρκῆ κίνδυνο ποὺ ὁδηγεῖ τὴν
ποίηση στὸν ἐκφυλισμό, κάτω ἀπὸ
τὴν ψεύτικη κηδεμονία τοῦ ρεαλισμοῦ, στὴν πεζὴ στιχογραφία τοῦ καθημερινοῦ γεγονότος, τοῦ ἐκπεσμένου
στὸ σύνολό του». Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ
τὸν ὁδηγεῖ πλέον στὴν ἔξοδο
ἀπὸ
τὴν οὐτοπία τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ἀπὸ
δῶ καὶ πέρα, ἡ ἀποστασιοποίηση
ἀπὸ
τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα στὸ ἔργο
του, εἶναι ἐμφανής.
Τὸ 1957, ἐκδίδει τὴ συλλογὴ μὲ
τὸν ἀσυνήθιστο
τίτλο: Ἡ
παλίρροια τῆς
Μνήμης. Μετὰ
τὴ λυρικὴ ἔξαρση
ποὺ διαχέεται στὴν προηγούμενη συλλογή του, «Πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ χειμώνα», μὲ τὴν
Παλίρροια τῆς μνήμης, ἐπιδιώκει νὰ χειραφετηθεῖ ἀπὸ τὸ
παρελθόν. Ὁ τίτλος αὐτῆς
τῆς συλλογῆς εἶναι γεμάτος ἐπισημάνσεις, τὶς ὁποῖες τὸ ποίημα ποὺ περιλαμβάνεται σ’ αὐτὴ
μὲ τὸν
ἴδιο τίτλο, δὲν μπορεῖ νὰ
τὶς ἐξαντλήσει. Ἡ
ποιητικὴ αὐτὴ
συλλογὴ τοῦ A.E. Baconsky εἶναι ἡ πρώτη ποὺ μπορεῖ νὰ
χαρακτηριστεῖ συνολικά, ὡς ἡ
ποιητικὴ συλλογὴ τῆς
χειραφέτησής του ἀπὸ τὶς
πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς οὐτοπίες ἐκείνης τῆς σκοτεινῆς ἐποχῆς.
Καὶ ὄχι μόνον ἡ πρώτη ἔκδοσή της, ἀλλὰ
ὅπως προκύπτει ἀπὸ
τὰ περιεχόμενά της, καὶ ἡ
δεύτερη ἔκδοση, ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1967. Ἡ Παλίρροια τῆς Μνήμης, ἀποτέλεσε στὰ 1957,
ἕνα χτύπημα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἤθελε
τὴν ποίηση προσηλωμένη στὴν ἄποψη
ὅτι πρέπει νὰ εἶναι
συνδεδεμένη μὲ τὸ παρόν. Μαρτυρικά, σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο
ὁ A.E. Bakonsky γίνεται ὁ πρῶτος ρουμάνος ποιητὴς μετὰ τὴν
ἐπιβολὴ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ποὺ προσδίδει στὸ ἔργο
του μιὰ θεματική, ἱστορική, τὴν ὁποία
μετατρέπει σταδιακὰ
σὲ μιὰ λυτρωτικὴ μορφὴ ἐλευθερίας.
Τὸ ἔργο
του, τώρα πιὰ τὸν τοποθετεῖ στὴν πρωτοπορία τῆς ἐποχῆς του. Ἡ Παλίρροια
τῆς
Μνήμης, εἶναι γιὰ πολλοὺς ποὺ ἀσχολήθηκαν
μὲ τὴν
ποίησή του, τὸ πρῶτο αὐθεντικό του ἔργο. Χωρίς, ἕως τὴν ἔκδοσή
της νὰ εἶναι ἀκόμη ἡ ποίησή του συμπαγὴς καὶ μὲ
συνέχεια στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της —ἀρκετὲς φορὲς ἕως
τώρα ἡ στιχουργική του
εἶναι περιστασιακὴ καὶ μὲ
πολλὲς μεταπτώσεις—, αὐτὴ
ἡ ποιητικὴ συλλογὴ
εἶναι τὸ
πρῶτο του ἔργο ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ
μία συνεκτικὴ καὶ προσωπικὴ ἀντίληψη
γιὰ τὴν ποίηση. Ἀκολούθησαν τρεῖς ποιητικὲς συλλογές, Calatorii în Europa si Asia/Ταξίδια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀσία,
1960, Versuri/Στίχοι, 1961, καὶ
Imn către zorii de zi/Ὕμνος πρὸς τὴν αὐγὴ
τῆς μέρας, 1962. Ἡ πρώτη ἀπ’ αὐτὲς
δὲν ἀποτελεῖ κάτι τὸ καινούργιο ἀπὸ
τὴν πλευρά του, στὸν τομέα τῆς αἰσθητικῆς. Τὰ ποιήματα αὐτὰ
ἀποτελοῦν τὶς ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις
τοῦ δημιουργοῦ τους, μετὰ ἀπὸ ἕνα
μεγάλο ταξίδι ποὺ ἔκανε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς. Στὴν δεύτερη, «Στίχοι», οὐσιαστικὰ προαναγγέλει τὴ συλλογή: «Ὕμνος πρὸς τὴν αὐγὴ
τῆς μέρας». Σ’ αὐτὴν
τὴ συλλογή, γιὰ τὸν
Baconsky ὁ ὕμνος τείνει νὰ προσλάβει μερικὰ ἀπὸ τὰ
ἀρχικὰ του νοήματα, ἀπελευθερώνοντας ἀπὸ
τὴν ἄμεση
ὑποταγὴ καὶ δημιουργώντας θέση γιὰ κάποια συναισθήματα μεγάλων
διαστάσεων, γενικὰ
ἀνθρωπιστικῶν, μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα τῆς φύσης. Ὁ ποιητὴς γιορτάζει, ὅπως ἔκανε μέχρι τώρα καὶ ἀπὸ τώρα καὶ πέρα, τὴν ἐναλλαγὴ τῶν
ἐποχῶν, μιὰ διαλεκτικὴ τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους, συχνὰ εὐμετάβλητη
μέσα σ’ ἕνα πεδίο ἀπέραντα ἀνοιχτό. Κυρίαρχη ἄποψη τώρα, εἶναι ἕνα πάθος ποὺ προσμετρᾶται ὡς ἀπρόσωπη
ἐξομολόγηση καὶ τὸ
«εγώ» ἐπενδύεται
μὲ συμβολικὰ σχήματα.
Ἀκολουθεῖ ἡ
ποιητικὴ συλλογὴ Fiul
Risipitor/Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς (1964), στὴν ὁποία
ὁ Baconsky ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ τὴν
ἰδέα τῆς ὑστεροφημίας
του, τοῦ τί θὰ γίνει στὴ μετὰ ἀπ’
αὐτὸν
ἐποχή, σὲ σχέση μὲ τὴν
προσωπική του πνευματικὴ
κληρονομιά. Ὁ λυρισμός του,
λειτουργεῖ ὡς παρακαταθήκη καὶ διακρίνεται γιὰ τὸν
ἔντονο αὐτοβιογραφικό του χαρακτήρα. Ἐδῶ αἰσθάνεται
ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος ὡς μία ἐλπίδα καί, ταυτοχρόνως ὡς ἀπειλῆ: «Κάθε ὥρα μ’ ἀλλάζει καὶ κάθε βῆμα/Μὲ φέρνει πάντα, πιὸ κοντὰ στὸ μυστήριο ἐκεῖνο,
τοῦ τί θ’ ἀπογίνω…/. «Σ’ αὐτὴ
τὴν ποιητικὴ συλλογή», γράφει ὁ E.
Simion, «ὁ ποιητὴς καταθέτει ἕνα ὕφος ὄχι τελείως καινούργιο, ἀλλὰ
πιὸ ἐμφανές», καὶ «τὰ ποιήματα αὐτὰ
εἶναι τὰ πιὸ ὡραῖα ποιήματα τοῦ Baconsky, καὶ μία ἀπὸ
τὶς καλύτερες συλλογὲς ποὺ ἐξεδόθησαν,
μετὰ τὸν πόλεμο». Σ’ αὐτὴ
τὴν ἄποψη
μπορεῖ νὰ ἀντιπαραβληθεῖ ἡ
ἄποψη τοῦ Mircea
Martin, «ὅτι δὲ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ μία καλλιτεχνικὴ πρόοδο, στὴν ποίηση τοῦ Baconsky, μετὰ τὸ
1957, ὅταν κατάφερε, ὄχι νὰ ἀνακαλύψει
ἀλλὰ
νὰ ἀποδώσει
κύρος στὸ λυρισμό του, τὶς δυνατότητες τοῦ ὁποίου
ἐκμεταλλεύτηκε στὴ συνέχεια, μὲ μιὰ ἐντατικὴ μεταβλητικότητα ἀπὸ
τὸ ἕνα
ποίημα στὸ ἄλλο, καὶ ὄχι
ἀπὸ
ποιητικὴ σὲ ποιητικὴ συλλογή». Χωρὶς
νὰ εἶναι
πιὸ σημαντικὴ ἢ
πιὸ ἀντιπροσωπευτική, ἀπὸ
τὴν «Παλίρροια τῆς Μνήμης» ἢ ἀπὸ τὸν
«Ὕμνο πρὸς τὴν αὐγὴ
τῆς μέρας», ἡ ποιητικὴ συλλογὴ Ἄσωτος
Υἱός, ἔχει
τὴ σημασία της ὡς
πρὸς τὸ γεγονός, ὅτι κλείνει μία περίοδος δημιουργίας, ἡ ὁποία
μας ἐπιτρέπει ἔτσι κι ἀλλιῶς, μ’ αὐτὸ
τὸ ἔργο,
νὰ τὴν
ἀξιολογήσουμε συνολικά.
Ὁ
A.E. Baconsky, μαζὶ
μὲ τοὺς Aurel
Rau, Victor Felea, Aurel Gurghianu, Gheorge Munteanu, καὶ ἄλλους
πολλοὺς λογοτέχνες ποὺ ἐμφανίστηκαν
μετὰ τὸ 1945, ἵδρυσαν καὶ ἐξέδωσαν
στὸ Cluj, τὸ περιοδικὸ Almanah
Literar, τὸ ὁποῖο
ἀπὸ
τὸ 1954 μετονονομάστηκε σὲ Steauă=Ἀστέρι, καὶ τὸ
ὁποῖο
ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὰ λογοτεχνικὰ πράγματα γιὰ πολλὰ χρόνια ἀναδυκνείοντας πολλοὺς σημαντικοὺς νέους λογοτέχνες. Τὸ περιοδικὸ αὐτὸ ἀποτέλεσε
τὸ βῆμα
τοῦ A.E. Baconsky.
Σ΄αὐτὸ τὸ
περιοδικὸ δημοσίευσε τὸ ποίημα “Ρουτίνα”. Ἀπὸ
τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἔγινε
Διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ, ἔδωσε
τὸ στίγμα του. Ἄνοιξε τὶς πόρτες τοῦ περιοδικοῦ γιὰ συνεργασίες μὲ διανοουμένους ποὺ ἐπὶ μακρὸν ἦσαν
ἀποκλεισμένοι ἢ καὶ ἀπαγορευμένοι.
Χαρακτηριστικὴ συνεργασία εἶναι ἐκείνη μὲ τὸν
Lucian Blaga κι ἀκόμη,
ἡ ἀναθέρμανση τοῦ ἐνδιαφέροντος
γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Gheorge
Bacovia, πού, λόγω τοῦ
πεσιμιστικοῦ της χαρακτήρα, ἦταν ἀπορριπτέα ἀπὸ
τὸ καθεστώς. Σ’ αὐτὸν
ὀφείλεται ἡ ἐπαναφορὰ στὴ σύγχρονη πραγματικότητα, τοῦ ἔργου
τοῦ Mateiu Caragiale. Ἀνέσυρε στὴν ἐπικαιρότητα
τὸ ἔργο
πολλῶν προσωπικοτήτων
ποὺ ἦταν ἀντίθετες πρὸς τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς ἢ
τὸ ἔργο
ἄλλων ποὺ τὸ
καθεστὼς εἶχε ἀπαγορεύσει. Ἐπίσης διηύθυνε ἀφιερώματα γιὰ τὸ
Μαγιακόφκι, τὸν Κὰρλ Σάντμπουρκ, τὸν
Ρομπὲρ
Φροστ, τὸν Βαλλερὶ Λαρμπώ, ἢ
μετέφρασε ἄλλους ὅπως, ὁ Σαλβατόρε
Κουασιμόντο καὶ
ἡ Ἄννα
Ἀχμάτοβα.
Μαζὶ μὲ
τοὺς συνεργάτες του στὸ περιοδικὸ Steaua,
ἀποτέλεσαν τὸν πυρήνα μιᾶς δυναμικῆς ὁμάδας,
ἄνοιξαν νέους δρόμους στὴν ποίηση, καί, γενικότερα στὴ ρουμανικὴ λογοτεχνία. Αὐτοὶ
ἀνέστησαν καὶ ἀποκατέστησαν
τὸν λυρισμό, παραμερίζοντας τὴν κομματικὴ ρητορικὴ καὶ μέσα ἀπὸ
πολλὲς συγκρούσεις, ἀνέδειξαν τὸ πρόσωπο τῆς σύγχρονης ρουμανικῆς λογοτεχνίας. Ο A. E. Baconsky, ἀπὸ
τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς
ἐμφάνισής του στὰ ρουμανικὰ γράμματα, προέβαλλε ὡς μιὰ πολὺ δυνατὴ προσωπικότητα μὲ τάσεις πολωτικές. Ἀπέκτησε πολλοὺς καὶ πιστοὺς φίλους, ἀλλὰ
καὶ πολλοὺς ἐχθρούς.
Ὡστόσο, ὑπῆρξε
ἕνας διανοούμενος, πού, ἂν καὶ δὲν
συμμετεῖχε σὲ πρακτικὴ πολιτικὴ δράση ἐναντίον τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ καθεστῶτος, μέσα στὸ ὁποῖο δημιούργησε, κοινὴ εἶναι
ἡ διαπίστωση, ὅτι τὸ μὲ
τὸ ἔργο
του, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔβαλε
τὴ σφραγίδα τῆς διαμαρτυρίας. Τὸ τραγικό του τέλος, ἦταν ἀνάλογο μὲ τὴν
πορεία του στὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου