Πρὸς
τοὺς ἀναγνῶστες
Ἐδῶ εἶναι
τὸ σπίτι μου. Ἀπὸ
τὴν ἄλλη
ὁ ἥλιος
κι
ὁ κῆπος
μὲ τὶς
κυψέλες
Ἐσεῖς διασχίζετε τὸ δρόμο, λησμονηθήκατε
ἀνάμεσα
στὰ κάγκελα τῆς πόρτας
Καὶ περιμένετε νὰ σᾶς μιλήσω. – Ἀπὸ
ποῦ ν’ ἀρχίσω;
Πιστέψτε με,
πιστέψτε με
γιὰ τὶς
φορὲς μπορεῖς νὰ μιλᾶς ὅσο
θές:
γιὰ τὸ
πεπρωμένο καὶ γιὰ τὰ
ἑρπετὰ τοῦ καλοῦ
γιὰ τοὺς ἀρχάγγελους
ποὺ ὀργώνουν μὲ τὸ
ἄροτρο
τοὺς κήπους τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ τὸν
οὐρανὸ γιὰ τὸν
ὁποῖο
μεγαλώνουμε
γιὰ τὴν
ἄνοδο καὶ τὴν
πτώση, τὴ λύπη καὶ
τὴ σταύρωση.
Καὶ πρὶν ἀπ’
ὅλα γιὰ τὴν
μεγάλη δίοδο.
Ἀλλὰ οἱ
λέξεις εἶναι τὰ δάκρυα ἐκείνων ποὺ ἑκουσίως
θὰ ἤθελαν
ἀπὸ
καιρὸ νὰ κλάψουν μὰ δὲ
μποροῦσαν.
Πικρὰ πολὺ εἶναι
ὅλα τὰ λόγια
γι’ αὐτὸ
- ἀφῆστε με
σιωπηλὸς νὰ βαδίζω ἀνάμεσά σας,
νὰ βγῶ στὴ λεωφόρο μὲ τὰ
μάτια κλειστά.
Ἀπὸ τὸν τόμο Στὴν μεγάλη Ἔξοδο, 1924
Ἀπόδοση στὰ ἑλληνικά:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Aici e casa mea. Dincolo soarele şi grădina cu stupi.
Voi treceţi pe drum, vă uitaţi printre gratii de poartă
Şi aşteptaţi să vorbesc. - De unde să-ncep?
Credeţi-mă, credeţi-mă,
despre ori şi ce poţi să vorbeşti cât vrei:
despre soarta şi despre şarpele binelui,
despre arhanghelii cari ară cu plugul
grădinile omului,
despre cerul spre care creştem,
despre ură şi cădere, tristeţe şi răstigniri
şi înainte de toate despre marea trecere.
Dar cuvintele sunt lacrimile celor ce ar fi voit
aşa de mult să plângă şi n-au putut.
Amare foarte sunt toate cuvintele,
de-aceea - lăsaţi-mă
să umblu mut printre voi,
să va ies în cale cu ochii închişi.
Din
volumul „În marea trecere”, 1924
Ἐγὼ δὲν καταστρέφω τὴν πολυχρωμία
τῶν
θαυμάτων τοῦ κόσμου
Ἐγὼ δὲν
καταστρέφω τὴν πολυχρωμία τῶν θαυμάτων
τοῦ
κόσμου
καὶ δὲ σκοτώνω
μὲ τὴ σκέψη τὰ
μυστικά, ἐκείνων ποὺ συναντῶ
στὸ
δρόμο μου
στὰ λουλούδια,
στὰ χείλη ἢ στὰ μνήματα.
Τὸ φῶς τῶν
ἄλλων
πνίγει τὴ
μαγεία τοῦ ἀδιαπέραστου κρυπτοῦ
στὰ σκοτεινὰ
βάθη
ἀλλὰ ἐγώ,
ἐγὼ μὲ τὸ φῶς
μου σκορπίζω τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου
καὶ μὲ τὴν
ἀκρίβεια ποὺ οἱ λευκὲς ἀκτίνες τὸ φεγγάρι
δὲν
μικραίνουν, ἀλλὰ τρεμουλιάζοντας
μεγαλώνουν κι
ἐνδυναμώνουν τὸ μυστήριο τῆς νύχτας
ἔτσι πλουτίζω
κι ἐγὼ τὸν σκοτεινὸ ὁρίζοντα
μὲ μεγάλα ρίγη
ἱεροῦ μυστηρίου
κι ὅλο αὐτὸ τὸ
ἀκατάληπτο
ἀλλάζει, τὸ
ἀκατάληπτο, καὶ πιὸ μεγάλο
κάτω ἀπ’ τὰ μάτια
μου
γιατί ἐγὼ
ἀγαπῶ
καὶ τὰ λουλούδια καὶ τὰ μάτια καὶ τὰ μνήματα.
Ἀπὸ τὸν τόμο: Τὰ ποιήματα
τοῦ φωτός, 1919
Ἀπόδοση στὰ ἑλληνικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Eu nu strivesc corola de minuni a lumii
Eu nu strivesc corola de minuni a lumii
şi nu ucid
cu mintea tainele, ce le-ntâlnesc
în calea mea
în flori, în ochi, pe buze ori morminte.
Lumina altora
sugrumă vraja nepătrunsului ascuns
în adâncimi de întuneric,
dar eu,
eu cu lumina mea sporesc a lumii taină -
şi-ntocmai cum cu razele ei albe luna
nu micşorează, ci tremurătoare
măreşte şi mai tare taina nopţii,
aşa îmbogăţesc şi eu întunecata zare
cu largi fiori de sfânt mister
şi tot ce-i ne-nţeles
se schimbă-n ne-nţelesuri şi mai mari
sub ochii mei -
căci eu iubesc
şi flori şi ochi şi buze şi morminte.
Din
volumul „Poemele luminii”, 1919
Ὁ Lucian
Blaga, ποιητής, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ φιλόσοφος, γεννήθηκε στὶς 9 Μαΐου 1895, στὸ χωριὸ Lancram τοῦ νομοῦ Alba. Πέρασε τὰ παιδικά του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, “σὲ μιὰ ὑπέροχη ἀπουσία τῶν λέξεων” ἀφοῦ δὲν μιλοῦσε μέχρι τὴν ἡλικία τῶν τεσσάρων ἐτῶν. Ήταν ὁ ἔνατος γιὸς τοῦ ὀρθόδοξου ἱερέα, Ἰσίδωρου Μπλάγκα. Τέλειωσε τὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση στὴ γερμανικὴ σχολὴ τοῦ Sebes, καὶ κατόπιν φοίτησε στὸ Λύκειο Andrei Saguna, στὸ Braşov. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν στράτευση στὸν αὐστροουγγρικὸ στρατὸ γράφτηκε καὶ σπούδασε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Sibiu (1914-1917). Τὸ 1920 ὑποστήριξε τὸ διδακτορικό του στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης. Ἀπὸ τὸ 1929 εἰσέρχεται στὸ διπλωματικὸ Σῶμα τῆς Ρουμανίας ὅπου καὶ ὑπηρέτησε σὲ διάφορες θέσεις μέχρι τὸ τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ Cluj Napoca τῆς Ρουμανίας στὶς 6 Μαίου 1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου