Γιάννης
Καισαρίδης
Γενναιοδωρίας
ἐγκώμιον
ἢ
Ὁ
ὀβολὸς καὶ ἄλλες τινὲς ὀφειλὲς εἰς Ἠλίαν Χ. Παπαδημητρακόπουλον
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 3ο, Καλοκαίρι
2007.
«Ὁ Ἀμερικάνος»,
«Τὸ μπαλόνι», «Νεκροφάνεια», «Τυφλοί»
–καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ δημοσιογράφου θείου πρὸς τὸν ἀνεψιό, στὸ διήγημα «Γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους», ὅταν ὁ τελευταῖος
βρίσκει τὸ θάρρος καὶ τὴν εὐκαιρία —πιστεύοντας, μάλιστα, ὅτι τὸν καταλαμβάνει ἐξαπίνης—
νὰ τὸν ρωτήσει, ἐπιτέλους, γι’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἔκαιγαν τόσα χρόνια, δηλαδή, γιατί,
τέλος πάντων, ὁ ἄλλος του θεῖος —καὶ ἀδερφὸς τοῦ δημοσιογράφου— ἔδωσε τέλος στὴ
ζωή του:
— Ἐγώ, ἀνεψιέ, τοῦ ἀπαντάει, εἶχα σπεύσει τότε ἐκεῖ (δηλαδή, στὸν
τόπο τοῦ τραγικοῦ συμβάντος) γιὰ ὑπηρεσιακοὺς
λόγους.
Μιὰ τέτοιου εἴδους ἀπάντηση δίδεται μόνον ἀπὸ
λογοτεχνικὸ ἥρωα —ἀλλά, κατ’ οὐσίαν, ἀπὸ συγγραφέα— ποὺ ἔχει φιλτράρει μέχρι
τελευταίας ρανίδος τὴν ἐμπειρία, τὸν πόνο, ἢ ἀλλιῶς, ἐν ὀλίγοις, τὴν ἀνθρώπινη
συμπεριφορά. Κι ἐδῶ βρίσκεται, νομίζω, ἕνα ἀπὸ τὰ κλειδιὰ τοῦ ἔργου τοῦ Ἠ. Χ.
Παπαδημητρακόπουλου: Ὁ ἐξαιρετικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἥρωές
του ἀντιμετωπίζουν τὴν πραγματικότητα γύρω τους, δίνοντας μίαν ἄλλου εἴδους
διάσταση —συχνά, μοναδική— στὰ πράγματα, στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Μιὰ τέτοιου
εἴδους ἀπάντηση ὅπως ἡ παραπάνω δίδεται μετὰ ἀπὸ μεγάλη βάσανο ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ
στάση ζωῆς ἀπέναντι στὰ πράγματα ἐξαιρετικὰ γενναία καὶ ὑπερήφανη ἤ, ἄν προτιμᾶτε,
ἄκρας ταπείνωσης, αὐτοσυνείδησης καὶ συνειδητοποίησης τοῦ κόσμου γύρω μας, τῆς
μοίρας μας, δηλαδή. Ἐκεῖ ὅπου, ἄλλοτε ἡ καρτερία, ἄλλοτε τὸ ἀπρόβλεπτο, τὸ
φευγαλέο, τὸ βαρὺ χτύπημα τῆς μοίρας, ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀντιμετωπίζονται μὲ
περισσὴ ἀξιοπρέπεια τουλάχιστον ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἥρωες, πράγμα ποὺ μπορεῖ ὅμως
καὶ νὰ σημαίνει ὅτι ἀκόμη κι ἕνα σκυλὶ ἴσως σὲ κάνει νὰ αἰσθανθεῖς μηδαμινός,
σκουπίδι, ἤ νὰ σοῦ ἀνοίξει τὸ δρόμο γιὰ μίαν ὁλόκληρη, «καινούργια», ἀντίληψη
ζωῆς. Δηλαδή, νὰ γίνει ἡ συνείδησή σου πιστὸ καὶ δίκαιο σκυλὶ ποὺ σ’ ὁδηγεῖ.
Ἔτσι
ὅμως καταργοῦνται συχνὰ τά, δυσδιάκριτα οὕτως ἤ ἄλλως στοὺς μεγάλους συγγραφεῖς,
ὅρια μεταξὺ τοῦ γελοίου καὶ τοῦ τραγικοῦ. Καὶ τότε τὸ κείμενο ἀπογειώνεται, ἀνοίγει
—καὶ ἀνοίγεται— στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο τῶν ἐκδοχῶν καὶ τῶν ἑρμηνειῶν, σὲ προκαλεῖ
μὲ τὴ λεπτὴ σὰν ψιλοβελονιὰ ἰσορροπία του νὰ ξαναδεῖς αὐτὸ —ἀλλά, συχνά, καὶ τὴν
ἴδια τὴ ζωή σου— μὲ ἄλλα μάτια.
Στὸν «Ἀμερικάνο», τὸ πρῶτο
διήγημα τῆς συλλογῆς, βρισκόμαστε στὸν προπολεμικὸ Πύργο, δίπλα ἀπὸ τὸ μυθικὸ
χτῆμα τῆς οἰκογενείας τοῦ συγγραφέα (τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ χαμένος Παράδεισός του, ὁ
σημαντικότερος χῶρος τῆς πιὸ προσωπικῆς Μυθολογίας του): Ἕνα πεῦκο ξεθεμελιώνει
ἀργά, σαδιστικά, τὰ σαθρὰ οὕτως ἤ ἄλλως θεμέλια ἑνὸς φτωχικοῦ σπιτιοῦ. Ἡ
«παρουσία του» καὶ ὁ ρόλος του θαρρεῖς καὶ προοικονομοῦν τὴν κατάληξη τῆς ἱστορίας.
Παιδιὰ σκανταλιάρικα, ἡ τσογλανοπαρέα τῆς γειτονιᾶς, πότε θρυμματίζουν, σὰν
καλικάντζαροι, τὰ κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ, ὅμως χωρὶς θόρυβο, λόγω τῆς μεγάλης ὑγρασίας
(τί ὡραία παρατήρηση!), καὶ πότε πετοῦν κλαδάκια καὶ σκουπίδια μὲς στὴν
καμινάδα του. Μιὰ οἰκογένεια ρημάδι, ἕρμαια στὶς διαθέσεις τοῦ καθενός.
Ἔμμεσα μᾶς εἰσάγει
στὴν ἐποχὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ κατάσταση: μετανάστευση, ἀνέχεια, ὁ ρόλος τῆς
γειτονιᾶς… Ὅλοι περιμένουν —ὁ καθένας γιὰ τοὺς δικούς του λόγους— χρόνια τώρα
«τὸν μάγο ἐξ Ἀμερικῆς», τὸν πατέρα τῆς φτωχῆς καὶ ἀπροστάτευτης οἰκογενείας, ἕνα πρόσωπο ξωτικό, μυθικὴ μορφή, λόγῳ τῆς
μακρόχρονης ἀπουσίας του, στὴ συνείδηση τῶν περισσοτέρων καί, κυρίως, τῶν
πιτσιρικάδων.
Ὁ Μετανάστης —τοῦ
ὁποίου τὸ ὄνομα ὁ συγγραφέας κρατᾶ μυστικό, ἴσως γιατί ἔτσι ἀποκτᾶ μίαν εὐρύτερη
σημασία ἡ περίπτωσίς του— κάποτε ἐπιστρέφει. Γιὰ κοίτα πὼς ἀλλάζουν τὰ πράγματα
στὴ ζωή: οἱ πιτσιρικάδες, ποὺ τόσον καιρὸ ταλαιπωροῦσαν τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀμερικάνου,
ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι γείτονες, τώρα στήνουν κῶλο γιὰ ἕνα σκατοδωράκι! Φαίνεται
ὅμως ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅτι ὁ Ἀμερικάνος εἶναι ἕνα ξένο σῶμα, ἕνας
ρημαγμένος, ταραγμένος, «ἔξω ἀπ’ τὰ νερά του». Βρίσκεται ἤδη ἀλλοῦ. Ὄχι,
βέβαια, πὼς ὀνειρεύεται τὴ ζωὴ καὶ τὶς καταστάσεις ποὺ ἄφησε πίσω του, ἀλλὰ—τουναντίον,
ἴσως— ἔχει ἤδη ξεκινήσει, ποιὸς ξέρει, ἄραγε, ἐδῶ καὶ πόσον καιρό, τὸ ταξίδι
χωρὶς ἐπιστροφή, καθὼς μέσα στὴν ἀβάσταχτη μοναξιὰ τῆς ξενιτιᾶς καὶ τὶς ἀφόρητες
συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔζησε, βρέθηκε ἀντιμέτωπος πολλὲς φορὲς μὲ τὸν ἴδιο
του τὸν ἑαυτὸ καὶ ἀναμετρήθηκε σκληρὰ μαζί του. Ποιὸς ξέρει; Ἴσως πάλι, νὰ
νοσταλγεῖ «τὰς Λαΐδας καὶ τὰς Φρύνας» τῆς δικῆς του «Μασσαλίας», ὅπως, ὡς ἕνα
βαθμό, καὶ ὁ τραγικὸς ἥρωας τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στὸ διήγημά του «Ἔρωτας
στὰ χιόνια». («Συνομιλεῖ», ἐξάλλου, στὸ συγκεκριμένο κείμενο πρωτίστως μὲ τὸν «Ἀμερικάνο»
τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ὁ Ἠλίας Παπαδημητρακόπουλος, μὲ διαφορὲς τεράστιες,
βέβαια, νὰ τοὺς χωρίζουν, κυρίως ὡς πρὸς τὴ «διαπραγμάτευση» τοῦ θέματος. Ἀλλὰ
αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο κεφάλαιο ποὺ θὰ μποροῦσε ὁ μελλοντικὸς μελετητὴς νὰ ἀνοίξει,
καθὼς θὰ «διαβάζει» τὸ ἔργο τοῦ συγγραφέα μας. Νὰ ἀναφέρω, ἐπίσης καὶ τὸ
διήγημα μὲ τὸν τίτλο «Ὄνειρο στὸ κύμα», τῆς συλλογῆς «Θερμὰ θαλάσσια λουτρά»,
τίτλος ποὺ παραπέμπει στὸ ὁμότιτλο διήγημα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ἐπίσης.
Αὐτὸ ποὺ μπορῶ νὰ πῶ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας μας ἀρέσκεται νὰ συνομιλεῖ μὲ
κείμενα καὶ συγγραφεῖς, πάντα ὅμως μ’ ἕναν τρόπο πρωτότυπο καὶ ἀπρόβλεπτο.). Καὶ
ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ φαίνεται ἀκόμη ὅτι δὲν ἔκαμε καὶ καμία οὐσιαστικὴ προκοπὴ ἐκεῖ
στὰ ξένα! Τὸ μπαοῦλο τοῦ «μάγου»-μετανάστη —ὁποία ἀπογοήτευσις!— δὲν κρύβει
τίποτα τὸ μαγικό, ἤ, τουλάχιστον, ὅ,τι εἶναι μαγικὸ γι’ αὐτόν, εἶναι ἄνευ
σημασίας καὶ χρηστικῆς ἀξίας γιὰ τοὺς πιτσιρικάδες.
Καὶ ξαφνικά, ὅλα
φαίνεται ὅτι ἀλλάζουν: τὸ παράξενο κουτὶ ποὺ ἀκούει στὴ μαγικὴ —γιὰ τὴν ἐποχὴ
καὶ τὶς συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν— λέξη
«ραδιόφωνο» ἀνατρέπει ὅλο τὸ σκηνικό. Ἡ ἀσυγκίνητη τσακαλοπαρέα καὶ οἱ
καχύποπτοι γείτονες σηκώνουν τὰ χέρια ψηλά. Τοὺς ξεπερνάει κατὰ πολὺ αὐτὸ ποὺ
κάνει τὴν ἐμφάνισή του. Δὲν πρόκειται γιὰ πράγμα ὅπως τὰ ἀσήμαντα (;)
χαρτάκια-εἰσιτήρια τοῦ μετρὸ τῆς Νέας Ὑόρκης, ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ κάτι ἀλλόκοτο, ἀπίστευτο
κι ἐξωπραγματικό. Τὰ παιδιὰ τοῦ μετανάστη παίρνουν τ’ ἀπάνω τους καὶ «τὸ αἷμα
τους πίσω», μετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες καζοῦρες… Κι εἶναι σχεδὸν ἕτοιμα νὰ «ἐκδικηθοῦν».
Ἄχ, ὅμως, ἄς
μὴν ἔλειπε ἐκείνη ἡ ρημάδα ἡ πρίζα! Ἄς εἶχε τὸ σπίτι ἠλεκτρικὸ ρεῦμα! Τότε ὅλα
θὰ εἶχαν ὄντως ἀλλάξει.
Ὁ
πιτσιρικάς-συγγραφέας (Σχεδὸν πάντα, ἀκόμη κι ὅταν δὲν εἶναι παιδὶ ὁ ἥρωας-συγγραφέας,
ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζει τὸ θέμα του, ἡ ὀπτική του, εἶναι ὁ τρόπος μὲ
τὸν ὁποῖο ἕνα παιδὶ ἑρμηνεύει, παρουσιάζει, ἀνατρέπει τὰ πράγματα: αὐτὸ ἴσως εἶναι
ἕνα ἄλλο κλειδὶ στὴν προσπάθεια ἀνάγνωσης τοῦ ἔργου του), καλεῖται νὰ
συμμετάσχει στὴν ἐντυπωσιακή-μαγική-ἐπεισοδιακὴ σύνδεση τοῦ ραδιοφώνου μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ
ρεῦμα. Πῶς θὰ στηθεῖ τὸ ραδιόφωνο; Φοβερὴ ἡ ἐντύπωση τοῦ πιτσιρικᾶ καὶ τῶν ἄλλων.
Ἀγωνία. Φόβος μπρὸς στὸ μυστήριο καὶ τὸ ἄγνωστο. Ὁ μετανάστης καὶ πάλι σὲ ρόλο
μάγου —ἤδη ἔχει ἀναβαθμιστεῖ ἐξαιρετικὰ στὰ μάτια τῶν παιδιῶν, πάντα ὅμως
κινούμενος διακριτικὰ καὶ χαμηλόφωνα— στήνει μὲ τὰ καλώδιά του τὸ σκηνικό του:
τὸ ραδιόφωνο ἀνάβει, φωνὲς ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο πλημμυρίζουν τὸ ταπεινὸ σπίτι, ὅλη
ἡ ἀνθρωπότητα διεισδύει μέσα του μὲ τρόπο συναρπαστικό, ἀνεπανάληπτο, μιὰ ὀνειρικὴ
βαβὲλ μαγεύει τοὺς πάντες…
Τὸ ὄνειρο ὅμως
δὲν κρατᾶ γιὰ πολύ. Ἀκολουθεῖ τὸ φιάσκο καὶ ἡ καζούρα. Ἡ ἀπογοήτευση τῶν παιδιῶν
τοῦ Ἀμερικάνου αὐτὴ τὴ φορὰ εἶναι ἀβάσταχτη, τὸ χτύπημα βαρύτατο!
Ὁ κεντρικὸς ἥρωας,
ἕνα κυριολεκτικῶς τραγικὸ πρόσωπο, περνάει στὸ περιθώριο σιγὰ σιγά, λόγῳ καὶ τῶν
κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν ἀλλαγῶν (Πόλεμος, Κατοχή) ἀπομένει μόνος, ἡ οἰκογένεια
φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, χωρὶς ποτὲ νὰ μάθουμε τοὺς ἀκριβεῖς λόγους, ὑποθέτουμε
μόνον (Ἄλλο ἕνα στοιχεῖο σημαντικό τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ὁ μεγάλος
παρατηρητὴς τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καὶ μεγάλος μάστορας τῆς γραφῆς
καταθέτει τὸ ἔργο του: ὑπαινικτικῶς, ἐμμέσως), ὁ πόλεμος καὶ ἡ Κατοχὴ τὸν ἐξαθλιώνουν,
τὸν ἐξοντώνουν, δίνοντάς του τὸ τελειωτικὸ χτύπημα, κυριολεκτικὰ μὲ ἕναν τρόπο ἄθλιο
καὶ ἐξευτελιστικό!
Θυμᾶμαι, στὴ δική μου γειτονιά, οἱ τελευταῖοι ποὺ μετανάστευσαν «γιὰ τὴν
Ἀμερική» ἔφυγαν στὶς 23 Μαρτίου τοῦ ’69. Ἦταν τέτοια ἡ ἐντύπωσις πού μοῦ ἐπροκάλεσε
τὸ γεγονός, ὥστε σημείωσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα —ἐκτός, βεβαίως, ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία—
μέσα στὴν κασετίνα μου: «Ὁ Γιάννης (Ἕνα
ἄλλο γειτονόπουλο) εἶπε ὅτι ὁ Θανάσης
(Ὁ φίλος μας ποὺ μετανάστευσε μὲ τοὺς γονεῖς του) μᾶς χαλοῦσε συνέχεια τὸ παιχνίδι.»! Θυμᾶμαι ὅτι ἀργότερα κι ἐμεῖς μὲ
τρόπο παρόμοιο μὲ αὐτὸν ποὺ περιγράφει ὁ Ἠ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος τοὺς ἀντιμετωπίζαμε,
ὅταν κάποια καλοκαίρια ἐπέστρεφαν γιὰ διακοπές. Καὶ μὲς στὸ μυαλό μας
φαντασιώσεις, σκέψεις, ὄνειρα.
Ἀφῆστε ποὺ ἀπὸ
μία ἰδιοτροπία καὶ μόνον τῆς τύχης δὲ βρέθηκε καὶ ἡ οἰκογένειά μου «στὴν Ἀμερική»:
Ὁ πατέρας μου ἔσκισε τὴν τελευταῖα στιγμὴ τὰ σχετικὰ ἔντυπα – αἰτήσεις γιὰ
μετανάστευση.
Στὸ
διήγημα «Ὁ Ματρόζος» ὁ συγγραφέας-ἥρωας εἶναι ἕνα παιδὶ καὶ πάλι, τὸ ἴδιο
παιδὶ (Ξανὰ τὸ θέμα τῆς «Ἐπιστροφῆς» σ’ ἐκείνη τὴ μαγικὴ ἐποχή, μὲ τὶς
δυσκολίες της καὶ τὴν ἀθωότητά της: πρὸ τοῦ πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς.).
Σχολικὸ
περιβάλλον: Εἰρωνικὴ καὶ κριτικὴ ματιά, ἡ ὁποία εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη καὶ
σήμερα, ἐὰν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ —καὶ ὄχι
μόνον— στὸ χῶρο τῆς Παιδείας μας. Ξαφνικά, ἀνατροπὴ «καθεστηκυίας τάξης» τῶν
πραγμάτων (Πολὺ συχνὰ στὰ κείμενά του κάτι ἔρχεται καὶ ἀνατρέπει μὲ
συγκλονιστικὸ τρόπο τὸ «σκηνικό».), ἄλλη μιὰ «Ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμισις»: θὰ
φοιτήσουν στὸ Γυμνάσιο ἀπὸ 9 χρονῶν παιδιά! Αὐτὸ σημαίνει χίλιες δυὸ ἀλλαγὲς καὶ
ἀνατροπές, καί, κυρίως, ξαφνικὴ ἐνηλικίωση, πάντα ἐν ὄψει πολέμου καὶ Κατοχῆς. Ἡ
ἀλλαγὴ αὐτὴ ὁδηγεῖ καὶ σὲ σύσφιξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν νεαρῶν συμμαθητῶν, καθὼς
θὰ παραμείνουν περισσότερα χρόνια μαζί. Παρακολουθοῦμε τὴν ἀνάπτυξή τους, τὰ πρῶτα
τους ἐρωτικὰ σκιρτήματα (φυσικά, μ’ ἕναν τρόπο παιγνιώδη…), τὶς σχολικὲς
σκανδαλιές τους…
Παιδιὰ ἀνέμελα,
τὸ φάντασμα τοῦ πολέμου πλανιέται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς,
ὁ συγγραφέας ἀναρωτιέται: Ποῦ θὰ βρίσκεται ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνεμελιὰ σὲ λίγο;
Μιὰ ἀδιόρατη
θλίψη πλακώνει τὰ πάντα, ὑπογείως, διακριτικά: Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μας, καὶ
μέσα σὲ εἰκόνες πολὺ δυνατές, βλέπουμε τὰ παιδιὰ αὐτὰ νὰ χάνονται μέσα στὴ δίνη
τοῦ ἐπερχόμενου πολέμου…
«Ἡ Φλόξ» μᾶς μεταφέρει καὶ πάλι στὰ
χρόνια της ἀθωότητας.
Πρόσωπο πρῶτο:
Ὁ δημοσιογράφος θεῖος, τὸ θρυλικὸ πρόσωπο. Μὲ τὴν ἐφημερίδα του, τὴν ἰδιαίτερη
συμπεριφορά του, μὲ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴ φωτογραφία (Ὁ ρόλος τῆς
φωτογραφίας: μεγάλη ἀγάπη καὶ τοῦ θείου καὶ τοῦ συγγραφέα. Περιγραφὴ λεπτομερὴς
μιᾶς φωτογραφίας ἐντὸς τοῦ κειμένου. Γιατί; Ἴσως γιατί ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ
πιστεύει ἀκόμη πιὸ πολὺ ὅτι ὁ χρόνος— ἔστω, αὐτὸς ποὺ ἀποτυπώθηκε (ἀλλὰ καὶ ἀποτύπωσε)
στὴν φωτογραφία— ἀντὶ νὰ χωρίζει, ἑνώνει, συντελεῖ σὲ μία συνάντηση ἀφετηρίας
καὶ τέλους, ὅπου ὅλα ὑπόκεινται στὴ διαδικασία τοῦ «ἐ π έ σ τ ρ ε φ ε»), ἕνας
θεῖος «κοντά» στὸν ἀνεψιό του, ἕνας θεῖος τρελάρας, ἀπρόβλεπτος, ἄνθρωπος
μοναχικός, μόνος… Ἐπηρέασε τὸν πιτσιρικὰ ἀνεψιὸ καὶ στὴ συγγραφική του πορεία;
Στὶς ἐπιλογές του; Μᾶλλον, ναί; Καὶ τὴν ἐν γένει συμπεριφορά του; Καὶ τὴ
διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του;
Πρόσωπο
δεύτερο, ὁ σκύλος: μορφὴ κλειδὶ στὸ ἔργο τοῦ Ἠ. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, σύμβολο
συχνὰ τῆς ἀθωότητας, τῆς συνείδησης, σύμβολο, ἄλλοτε, τῆς παιδικῆς ζωῆς-ψυχῆς.
Πρόσωπο
τρίτο, τὸ ὁποῖο, ὅμως βρίσκεται σχεδὸν παντοῦ ἢ τουλάχιστον καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα
κείμενα τοῦ συγγραφέα μας, ὁ πόλεμος, μπαίνει καὶ βγαίνει, ρίχνει τὶς
«πινελιές» του, τονίζει, ὑπογραμμίζει, ὑπενθυμίζει, ἀποφασίζει… Στὸ
συγκεκριμένο κείμενο, ἡ φρίκη τῶν χρόνων τῆς Κατοχῆς δίδεται μέσῳ τοῦ τραγικοῦ
τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο χάνεται τὸ σκυλί: δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ τὸ
«γιατρέψουν». Σκοτώνουν, λοιπόν, τὸ ζῶο, γιὰ νὰ τὸ λυτρώσουν ἀπὸ τὰ βάσανά του
καὶ —τραγικὴ εἰρωνεία!— τὸ σκυλί, ἀποφάνθηκαν, τελικῶς, οἱ εἰδικοὶ δὲν ἦταν
λυσσασμένο!
Κι ὅσο πιὸ
διακριτικά, ψυχρά, μιλάει γιὰ τὸ συμβάν, τόσο περισσότερο πονάει. Ἔτσι νιώθεις.
Τὸ πρῶτο σκυλὶ
ποὺ ἔφερε ὁ πατέρας μου στὸ σπίτι μας, ἐκεῖ γύρω στὸ ’65 τὸ ἔλεγαν «Τζόνι»: Τὸ
εἶδα, ὅταν γύρισα ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τὸ εἶχε δέσει κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Μόλις ἅπλωσα
τὸ χέρι μου νὰ τὸ χαϊδέψω, μὲ δάγκωσε στὸ σημεῖο ἀνάμεσα στὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν
δείκτη τοῦ ἀριστεροῦ μου χεριοῦ. Πανικός: Μήπως τὸ σκυλὶ ἔχει λύσσα, τί θὰ
γίνει τώρα τὸ παιδί…
Τὸ τελευταῖο
σκυλὶ ποὺ εἴχαμε στὸ σπίτι τὸ ἔφερα ἐγὼ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη τὸ ’85, κλείνοντας τὸ
κεφάλαιο τῶν σπουδῶν μου, δῶρο μιᾶς μοναχικῆς κυρίας. Ἦταν ὁ Τζάκ, ἕνα ὑπέροχο
κουτάβι Δαλματίας. Ἔζησε μαζί μας κοντὰ πέντε μῆνες. Ἕνα πρωινὸ ἄρχισε, ἐντελῶς
ξαφνικά, νὰ ἀλλάζει συμπεριφορά, κυριολεκτικῶς μεταμορφώθηκε, ἔτρεξε καὶ χώθηκε
στὸ σπιτάκι του, γαβγίζοντας καὶ μουγκρίζοντας σπαρακτικὰ καὶ τρομακτικά, ἀπ’ ὅπου
τὸν βγάλαμε νεκρὸ δυὸ τρεῖς ὧρες ἀργότερα, ἀγνώριστος, λιωμένος, ἀλλαγμένος,
ταραγμένος ὅσο κανένα ἄλλο πλάσμα ἀπ’ ὅσα ἔχω δεῖ στὴ ζωή μου.
Μᾶλλον τὸν «ἔφαγαν»
κάτι κουτιὰ φυτοφαρμάκων, τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ἔγλειψε, ὅταν τὰ βρῆκε μπροστά
του, δραπετεύοντας γιὰ λίγα λεπτὰ ἐκεῖνο τὸ μοιραῖο πρωινὸ στὸν παρακείμενο ἐλαιώνα.
Μὲ «Τὸ μπαλόνι» εἰσερχόμεθα σὲ ἕναν ἀπίθανο
ἀπύθμενο πίθο ὀνείρων.
Ὁ ἀφηγητὴς ἐπιστρέφει
καὶ πάλι: Γίνεται παιδί.
Μὲ μιὰ γλώσσα
μαγική, ἀέρινη, παραμυθώδη, μὲ χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, μᾶς εἰσάγει μέσα
στὸν μαγικὸ κόσμο τῶν μπαλονιῶν, δηλαδὴ τῆς ἀθωότητας, τῆς ἀποθέωσης, τῆς ἀνύψωσης
τοῦ ἐλαχίστου, ἐκείνου τοῦ τίποτα ποὺ σὲ ἀπογειώνει καὶ σὲ θρονιάζει στοὺς οὐρανούς,
ἐκείνου ποὺ ἄλλαζε κάποτε τὴ ζωή του μὲ τὴ βοήθεια καὶ μόνον «κοπανιστοῦ ἀέρα»
(Ὅπως καὶ τὴ δική μας;). Καὶ τώρα, πάντως, ὁ συγγραφέας δηλώνει ὅτι ἐκστασιάζεται
μὲ τὰ μπαλόνια: Εἶναι ἕνα παιδί!
Γιὰ σκεφτεῖτε,
τὶ ἦταν, ἀλλὰ καὶ τὶ εἶναι ἕνα μπαλόνι!
Πάλι ἡ μυθικὴ
μορφὴ τοῦ θείου. Τὸ πῶς τὰ φούσκωνε: ὄνειρο καὶ δέος, συγχρόνως. Κάτι σὰν
μάγος. Ὁ καημένος, θὰ πεθάνει ἀργότερα ἀπὸ βαρύτατο πνευμονικὸ ἐμφύσημα. Τί ἀντίθεση!
Πάλι ἡ ἐποχή–μύθος-τραῦμα:
Κατοχή. Ἐξαφανίστηκαν τὰ μπαλόνια. Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἀγαπημένης του
Φλόξ.
Ἕνα ἀκόμη
παιδάκι ἐμφανίζεται στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἕνα παιδὶ τῆς δικῆς μας ἐποχῆς, ἕνας
μετανάστης: Ἀντιστοιχίες μὲ τὰ παιδιὰ τῆς Κατοχῆς, καμπανάκι χαμηλόφωνο, ἀλλὰ σὲ
τόνο διαπεραστικὸ γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὴ σχέση μας μὲ τοὺς οἰκονομικοὺς πρόσφυγες
ποὺ ζοῦν μαζί μας. Ἡ τύχη καὶ ὁ ἀφηγητὴς τὰ φέρνουν ἔτσι καὶ κοιμᾶται μὲς στὰ
μπαλόνια! Τὸ ἴδιο θὰ ἔλεγα ὅτι μπορεῖ νὰ κάνει καὶ ὁ συγγραφέας μας, ἀκόμη καὶ
σήμερα, ὁ ὁποῖος στὸ συγκεκριμένο κείμενο ἀπὸ παιδὶ γίνεται μεγάλος καὶ ἐπιστρέφει
καὶ πάλι σὲ ἕνα παιδὶ (ἐπιχειρώντας ἕνα μεγάλο καὶ σπουδαῖο ἅλμα μὲς στὸ χρόνο
τὸν πραγματικὸ ἀλλά, κυρίως, μὲς στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο τὸν συγγραφικό), ἀλλάζουν
οἱ ρόλοι, δίνει χαρά, ὅπως ἔδιναν καὶ σ’ αὐτόν, ὅταν ἦταν μικρός…
Τὰ μπαλόνια διατρέχουν
τὴν Ἱστορία ὑπογείως (ὅπως καὶ ἡ ἐποχὴ τῆς Κατοχῆς).
Θυμᾶμαι
κάποια Θεοφάνεια, ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Παρακολουθοῦμε τὴ βύθιση τοῦ
Σταυροῦ πάνω ἀπὸ τὴν ταράτσα τοῦ παγοποιείου ποὺ λειτουργοῦσε τότε ἀπέναντι ἀπὸ
τὸ ποτάμι. Μιὰ φωτογραφία, ἡ ὁποία ἔχει ἀπαθανατίσει τὴν ἡμέρα καὶ τὴ στιγμή,
δείχνει ἐμένα, τὸν ἀδερφό μου καὶ τὸν πατέρα μου, παρέα μὲ τὸν ἀρκετὰ
μεγαλύτερο ξάδερφό μου Λάκη, ὁ ὁποῖος μόλις ἔχει ἀφιχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα —μὲ μιὰ
φλορέτα μηχανή, παρακαλῶ!— φορτωμένος δῶρα γιὰ μᾶς: βιβλία παραμυθιῶν μὲ ὑπέροχη
εἰκονογράφηση καὶ τὸ βιβλίο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Παύλου Μελᾶ μὲ τὴν σύζυγό του
Ναταλία. Στὴ φωτογραφία εἰκονίζομαι νὰ κρατῶ ἕνα ἐξαιρετικῆς ὡραιότητος
μπαλόνι, τὸ ὁποῖο μόλις μοῦ ἔχει ἀγοράσει ὁ ἀγαπημένος μας ξάδερφος. Εἶναι χρώματος
λευκοῦ καὶ φέρει ἐπάνω στὸ ἐλαστικὸ κορμὶ του σκόρπιες ἔγχρωμες πινελιές, λὲς
καὶ κάποιος ζωγράφος ἔσταξε ἀπὸ ψηλὰ τὰ θαυματουργὰ πινέλα του. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὰ
χρώματά του. Ἡ φωτογραφία, βεβαίως, εἶναι ἀσπρόμαυρη.
Ὁ ἀγαπημένος
μας ξάδερφος χάθηκε στὰ 27 του χρόνια…
Πηγαίνοντας ἀκόμη
πιὸ πίσω στὸν χρόνο, καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ἄνοιξη τοῦ ’60, βλέπω ἐμένα σὲ
μιὰ φωτογραφία νὰ βρίσκομαι καθισμένος, ὀκτὼ μηνῶν μωρό, μέσα σ’ ἕνα μεγάλο
καρότσι γεμάτο μπαλόνια…
Μὲ τὸ «Τὸ πενηντάρι» ὁ μικρός μας ἥρωας βρίσκεται
καὶ πάλι στὸν Παράδεισο, δηλαδὴ στὸ χτῆμα τῆς οἰκογενείας. Αὐτὸ τοῦ προσφέρει, ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ
μία ἀκόμη ἐξαιρετικὴ δυνατότητα: νὰ θητεύει στὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζοντάς τον σὰν
ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς, ἀπόλυτα συνυφασμένο μαζί της, καθὼς τὸ Κοιμητήριο
βρίσκεται παραπλεύρως τοῦ χτήματος. Νά, ἴσως, ὅσο τολμηρὸ καὶ παρακινδυνευμένο
κι ἄν ἀκούγεται αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνιχνεύσουν τὴ
γενικότερη στάση τοῦ συγγραφέα μας ἀπέναντι στὸ θάνατο καὶ τὴ ζωή, νὰ ἐξηγήσουν,
ἐνδεχομένως, τὴν αὐτοσαρκαστικὴ του διάθεση, ἀλλὰ καὶ τὸ διαβρωτικὸ χιοῦμορ του
ἀπέναντι στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, τὴν τρυφερότητά του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν τάση
του γιὰ ἀνατροπές, τὴν εἰρωνική του διάθεση ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε ὑπερβολὴ καὶ
ἔπαρση, κυρίως ἀπέναντι στοὺς ἀστοὺς καὶ τὰ καμώματά τους. Σχέση μὲ τὸν θάνατο.
Ἐξοικείωση.
Ὁ Ἐμφύλιος μὲς
ἀπ’ τὰ μάτια ἑνὸς παιδιοῦ.
Ἅλμα στὸ
χρόνο καὶ ἔντονα εἰρωνικὴ ματιά. Τὸ καθῆκον του ὡς γιατρός. Ἕνας σκύλος ἀγρυπνᾶ
δίπλα στὸ νεκρὸ ἀφεντικό του καὶ γίνεται ἡ τετράποδη ἄγρυπνη συνείδησις ποὺ
καταρρακώνει μ’ ἕνα βλέμμα του τὸν ἥρωα-γιατρό-συγγραφέα.
Διαδρομὴ μιᾶς
ζωῆς μὲ ἄξονα τὸ θέμα τοῦ θανάτου.
Ἡ ἐξοικείωσή
του μὲ τὸ θάνατο μήπως τὸν ἔκανε ἀπάνθρωπο;
Ἀπολογεῖται
μέσα ἀπὸ τὸ κείμενό του, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.
Ἡ «Κόκκινη Πέμπτη» εἶναι ἕνα κείμενο ἐνδεικτικό
τῆς τεχνικῆς του —καὶ ὄχι μόνον—, μὲ τὸ ὁποῖο ξεδιπλώνει μέσα σὲ δυὸ σειρὲς καὶ
ἐμμέσως τὰ μυστικὰ τῆς τέχνης του καὶ τὸ εἶδος τῶν ἐπιλογῶν του, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
αὐτοσαρκαζόμενος διαρκῶς, σαρκάζει, κρίνει καὶ σχολιάζει ἀνηλεῶς —ἀλλὰ
συγχρόνως μὲ τρυφερότητα καὶ γλυκύτητα— ὅλα «τὰ δῆθεν» τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς καὶ
τοῦ συγγραφικοῦ σιναφιοῦ.
Καὶ ξαφνικά, ἐκεῖ
ποὺ παρακολουθοῦμε τὸν συνομιλητή του νὰ τοῦ μιλάει σοβαρὸς καὶ αὐστηρός, νὰ τὸν
ἐπιπλήττει γιὰ διάφορες ἐπιλογές του, ἐξ ἀφορμῆς μάλιστα τοῦ κειμένου του «Ἡ
πράσινη παπάγια» (Ἕνα ξεχωριστῆς σημασίας κείμενο τοῦ συγγραφέα μας, συλλογή:
«Ροζαμούνδη»), τὸ κείμενο ἀρχίζει νὰ ἀπογειώνεται ἤ νὰ γειώνεται, ἐὰν θέλετε,
βαθιά, χάνεται μέσα σὲ σκοτεινοὺς δρόμους καὶ λαγούμια, ἐνῶ θηριώδη μηχανήματα
καὶ ὀγκώδεις γκλαβανὲς ἀποκαλύπτουν ἕναν κόσμο μυστηριώδη, σχεδὸν ἐφιαλτικό. Ὑπὸ
τὴν καθοδήγηση φρουρῶν, ἡ παρέα τοῦ συγγραφέως (Σὲ λίγο φαίνεται νὰ ἀπομένει ὁλομόναχος.)
ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ ξυπόλυτα παιδιὰ ποὺ παίζουν πετροπόλεμο καὶ γυναῖκες ποὺ
πλένουν ὑπαιθρίως σὲ ρηχές, ξύλινες σκάφες…
Ἀγωνία,
τρόμος, ἐφιάλτες, ἀπειλητικὰ φορτηγά, δαιδαλώδεις διάδρομοι (Τοῦ νοῦ; Τῶν ὀνείρων;),
σὲ ἕναν χῶρο ὅπου βασιλεύει ἡ ἀπόλυτη σιγή. Ἡ μιὰ ἀνατροπὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη,
ὁ φόβος δίνει τὴ θέση του στὴν ἀναπάντεχη παρουσία ἀγέρωχου ἐπιτελοῦς τοῦ
στρατεύματος, ὁ ὁποῖος μετὰ πάσης ἁβρότητος, πλὴν ὅμως μὲ ὕφος ἁρμόζον στὴν
περίπτωση, ὁδηγεῖ τὸν ἥρωά μας στὸν Κύριο Πρόεδρο! Θὰ δικαστεῖ, μᾶλλον, δὲν ὑπάρχει
περίπτωσις! Τουλάχιστον, ἄς τοῦ γνωρίσουν τοὺς λόγους. Παγιδευμένος, κῶλος
ξεβράκωτος μπροστά τους: ξέρουν τὰ πάντα γι’ αὐτόν, τὸν ἔχουν ἐδῶ καὶ καιρὸ
φακελωμένο μὲ κάθε λεπτομέρεια. Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα μοιάζουν χαμένα καὶ
προδιαγεγραμμένα, ἔρχεται ἡ ἀνατροπή: μιὰ καλοστημένη δεσποινὶς γραμματεὺς τὸν
ρωτάει ποῦ θὰ ἤθελε νὰ καταθέσουν ἕνα χρηματικὸ ποσὸ γιὰ λογαριασμό του!
Ὄνειρο τῆς
Μεγάλης Πέμπτης, τὸ ὁποῖο ποιὸς ξέρει ποιὰ Κόκκινη Πέμπτη τοῦ ἔφερε στὸ νοῦ,
συνειδητὰ ἤ μή, ποιὸς ξέρει, ποιὸς ξέρει, ἀλήθεια.
Αὐτὸ εἶναι:
Κανεὶς δὲν ξέρει.
Ξέρει μονάχα ἡ
γραφή, αὐτὴ ἡ ἄτιμη ποὺ ὁδηγεῖ τὸ χέρι.
Ἐσὺ ζωγράφισε
μὲ τὴ δική σου πινελιὰ
καὶ βάλε μας
μὲς στὸ τρελὸ
ταξίδι σου
καὶ μᾶς!
«Tartufato» χιοῦμορ καὶ εἰρωνεία.
Χρήση τοῦ
καίριου ἐπιθέτου.
Πάλι ἕνα παιδὶ
εἰσβάλλει καὶ ἀνατρέπει τὴν τάξη τῶν πραγμάτων. Ὁ συγγραφέας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ
βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ ἕνα ὑψίστης σημασίας ἠθικὸ πρόβλημα (ὅπως καὶ στὸ διήγημα «Τὸ Πενηντάρι»), μὲ ἀφορμή,
ὅμως, πάντα κάτι φαινομενικῶς ἐλάχιστο καὶ «δευτερεῦον» (Νὰ ἕνα ἀκόμη, πιστεύω,
ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς μεγάλης τέχνης του), τὸ ὁποῖο νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ
λύσει, ἀλλὰ διστάζει (Καὶ τὸ λύνει, τελικῶς, διὰ τῆς γραφῆς· ἐξομολογεῖται;).
Συνδεδεμένα ἄρρηκτα
τὸ τραγικὸ μὲ τὸ κωμικό.
Ἀπὸ τὰ
χαρακτηριστικότερα κείμενα τοῦ συγγραφέα, ὅπου ὑπάρχουν συμπυκνωμένα καὶ
θαυμαστῶς ταιριασμένα τὰ περισσότερα χαρακτηριστικὰ τῆς γραφῆς του.
Δὲν ξέρω γιατὶ
τὸ ὑπέροχο —καὶ ἐντελῶς ἰδιαίτερο καὶ διαφορετικό—κείμενο «Εἰκονοστάσια», μοῦ «μίλησε» σὰν μία παραβολή…
Παρατηρώντας
τὰ εἰκονοστάσια ποὺ συναντᾶμε στοὺς ἑλληνικοὺς δρόμους, μπορεῖ νὰ ψάξει κανείς,
μέσα ἀπὸ τὴν ὄχι μόνον ὀπτικὴ γοητεία ποὺ μᾶς προκαλοῦν, τὸν πνευματικὸ δεσμὸ
ποὺ ἑνώνει τὸ λαὸ μὲ τὸν τόπο του, φανερώνοντας ἔτσι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ
γνωρίσματα τῆς θρησκευτικότητας ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα στὸ λαϊκὸ ἐπίπεδο τῆς ἑλληνικῆς
κοινωνίας. Τὰ εἰκονοστάσια ἀποτελοῦν συνδετικὸ κρίκο μὲ πρώιμα ἱστορικά, ἤ ἴσως
καὶ προϊστορικά, συστήματα ἀντιλήψεων.
Μὲ μιὰ ἐντελῶς
διαφορετικὴ καὶ πρωτότυπη βουτιά-ματιά, ὁ Ἠ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος στήνει ἕνα
μοναδικὸ κείμενο, ἰδιαίτερης ἀρχιτεκτονικῆς, ὄχι μόνον μορφικῆς ἀλλὰ καὶ «ψυχικῆς»
ἀναζήτησης. Παράλληλα, «μελετώντας» τα, μιλώντας μας γιὰ αὐτά, ἀναζητᾶ ἕνα
σημαντικὸ κλειδὶ στὴν ἐξερεύνηση τοῦ ἑλληνικοῦ ψυχισμοῦ, σὲ ὅλο του τὸ εὖρος καὶ
τὸ βάθος.
Ἐκεῖ κοντὰ στὴ
γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας, στὸ σταθμὸ τῶν λεωφορείων τοῦ Νομοῦ Ἠμαθίας, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ
τῶν τελευταίων ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, πάνω στὸ κύμα, ὑπάρχει ἕνα εἰκονοστάσι. Εἶναι
χτισμένο στὴ μνήμη ἐνὸς ἀδικοχαμένου φοιτητῆ, τοῦ Δ. Α. Μ., ἐτῶν 23, ὁ ὁποῖος
βρῆκε τὸ θάνατο σὲ κείνη τὴ «γλυκιά» στροφή. Ὅπως μοῦ εἶπε ὁ ὑπεύθυνος τοῦ
καταστήματος, ὅταν τὸν ρώτησα σχετικά, «ξέρεις, ἐὰν ἔχει βρέξει, δὲν
καταλαβαίνεις γιὰ πότε σὲ πετάει ἔξω ὁ δρόμος…». Τὸ συγκλονιστικότερο ὅλων ὅμως
εἶναι ἡ φράση ποὺ ὑπάρχει γραμμένη πάνω στὸ μαρμάρινο εἰκονοστάσι. Θαρρεῖς καὶ
σηκώθηκε ὁ νέος ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ τὴν ἔγραψε μετὰ τὸ συμβάν, γιὰ νὰ μᾶς
γλιτώσει ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ἔρχεται: «—Ἔχε τὸ νοῦ σου, φίλε.». Αὐτὸς ὁ ἄγνωστος
νεκρὸς ποὺ τόσο νοιάστηκε γιὰ ὅλους μας, ἔστω μέσῳ τῆς γεμάτης μὲ πόνο —ἀλλὰ καὶ
μὲ ἀπέραντη φιλανθρωπία— ἐνέργειας τῶν δικῶν του, στέκει σὰν ἕνας ἄγγελος στὴ
σκέψη μου, ἀπὸ τότε ποὺ διάβασα τὴν ἐν λόγῳ φράση…
Σ’ ἕνα ἄλλο
σημεῖο τῆς Ἐθνικῆς ὁδοῦ, στὰ σύνορα Θεσσαλίας καὶ Στερεᾶς Ἑλλάδος, ἐὰν θυμᾶμαι
καλά, εἶχε στηθεῖ ἕνα εἰκονοστάσι στὸ σημεῖο ποὺ σκοτώθηκαν —τέλη δεκαετίας τοῦ
’70 μὲ ἀρχὲς τοῦ ’80;— δυὸ ἀπὸ τοὺς καλύτερους νέους ποδοσφαιριστὲς τῆς Α.Ε.Λ.
(Λάρισας), τῶν χρόνων τῆς μεγάλης ἀκμῆς τῆς ὁμάδος, ὁ Κουκουλίτσιος καὶ ὁ
Μουσιάρης. Τοὺς εἶχα δεῖ τὸ τελευταῖο Σαββατοκύριακο τῆς ζωῆς τους στὸ γήπεδο τῆς
πόλης μου, τῆς Βέροιας, στὰ πλαίσια ἑνὸς ἀγῶνος κάποιου κλιμακίου τῆς Ἐθνικῆς Ἐλπίδων,
ἐὰν καὶ πάλι θυμᾶμαι καλά. Πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγῶνος, εἶχαν ἔρθει ἀκριβῶς κάτω
ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς κερκίδας ὅπου εὐρισκόμην καὶ ἔκαμον τὸ «ζέσταμά» των. Ὄμορφοι,
ζωηροὶ καὶ πεντακάθαροι μὲς στὶς κατάλευκες στολές τους, ἀγγελικοί…
Ὄνειρο - «Νεκροφάνεια»: Παλιὰ ἔβλεπε τοὺς νεκρούς
του καὶ ξυπνοῦσε ἀνάλαφρος. Ὅμως τελευταῖα…
Μὲ τὸ ὄνειρό
του ἕνα βράδυ μεταφέρεται καὶ πάλι στὰ χρόνια ποὺ ἦταν παιδὶ καὶ βλέπει τὸν
πρόωρα χαμένο πατέρα του.
Τὸ κείμενο
τελειώνει μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ σοῦ δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση ὅτι μία ἀσήμαντη
λεπτομέρεια καὶ ἀναφορὰ τοῦ δίνει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ διάσταση καὶ ἄλλου εἴδους
κατεύθυνση.
Θὰ μποροῦσε νὰ
πεῖ κανεὶς ὅτι τὸ κείμενο προοικονομεῖ τὸν «Ὀβολό»: Στὴν «Νεκροφάνεια», ἡ
μητέρα τοῦ ἥρωα-συγγραφέα (τῆς ὁποῖας ὁ χαμὸς ἐξιστορεῖται στὸν «Ὀβολό») διηγεῖται
στὸν γιὸ της τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε, στὸ ὁποῖο ὁ νεκρὸς σύζυγός της ἐπιστρέφει,
προκαλώντας της τσούξιμο στὰ μάτια μὲ τὴ σαπουνάδα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ γυναίκα νίβεται…
Ὁ νεκρὸς μὲ τὸ
γκρὶ κοστούμι του ξεπροβάλλει μὲς ἀπ’ τὸν κῆπο τους. Χαριτωμένος, παιχνιδιάρης.
Ἄλλο ὄνειρο,
τοῦ γιοῦ: ἀνησυχεῖ ποὺ χάνει σιγὰ σιγὰ τὴ μορφὴ τοῦ πατέρα του, «διέρρεε ἡ
μορφή του ἀπὸ τὴ μνήμη μου», ὡστόσο, χαρακτηριστικὲς λεπτὲς λεπτομέρειες –
κέντημα τὸν παρουσιάζουν ὁλοζώντανο μπροστά μας, δηλώνοντάς μας ὑποδειγματικὰ ὅτι
ὁ ἄνθρωπος εἶναι κι ἕνα μπουκέτο κίτρινα λουλούδια, ἤ οἱ μικρὲς καφὲ κηλίδες τῶν
χεριῶν του…
Ἐπιστρέφοντας
στὴν προηγούμενη σκέψη μου, στὸν «Ὀβολό», ὅπου ἡ νεκροφάνεια θὰ μποροῦσε νὰ ἀφορᾶ
στὴν ἐδῶ καὶ δεκαετίες χαμένη – ξεχασμένη μανταρινιὰ τοῦ θρυλικοῦ
κήπου-χτήματος τῆς οἰκογενείας, ἡ μητέρα «περνάει ἀπέναντι», παίρνοντας τὴν ὕστατη
στιγμὴ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ γιοῦ της τὰ διαβατήριά της, διαπιστευτήρια ἀκλόνητα ποὺ
τὴν ριζώνουν γιὰ πάντα ἐδῶ, ἐνῶ ταυτοχρόνως παίρνει γιὰ πάντα ἀπὸ ἐδῶ τὶς
τελευταῖες «σκιὲς φωτός» μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ἑνὸς ἐπίγειου παραδείσου: ἕνα
ματσάκι ἀνεμῶνες, τρία εἰσιτήρια λεωφορείων καὶ τὸ μήνυμα ποὺ κοροϊδεύει γιὰ
πάντα τὸν θάνατο κι αὐτὴν τὴ ρημάδα τὴ ζωή: —Μάνα,
ἡ μανταρινιά μας ζεῖ!
Ζεῖ
καὶ βασιλεύει!
Στοὺς «Τυφλούς» παρακολουθοῦμε τὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο ἀντιμετώπιζε μικρὸς τὴν τυφλὴ γιαγιά του. Ὄχι μόνον αὐτός, βέβαια, ἀλλὰ
καὶ οἱ μεγαλύτεροί του. «Ἐνοχές»;
Ἡ σχέση του μὲ
τὴ γιαγιά του.
Ἀντιμετωπίζει
σήμερα τὶς ὅποιες «ἐνοχές» του ἀπέναντι στὴ γιαγιά του ἀπὸ ἀπόσταση, ἀλλὰ εἶναι
φανερὸ ὅτι τὸν ἀπασχολοῦν ἰδιαιτέρως.
Καταπληκτικὴ
περιγραφὴ μιᾶς ἐξαιρετικῆς γυναίκας: Δίνεται ἡ εὐκαιρία στὸν συγγραφέα νὰ
μιλήσει γιὰ κάτι τόσο ἀνθρώπινο, γιὰ τὴ μοναξιά, τὴν ἰδιαιτερότητα, γιὰ τὸ ἄτομο
ποὺ κουβαλάει μόνο του ἕναν μοναδικὸ σταυρό, ποὺ ξέρει νὰ τὸν σηκώνει μὲ ἀξιοπρέπεια
καὶ πού, ἐν τέλει, ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς, σχεδὸν κάτι τὸ ἱερό, ἅγιο
πλάσμα – ἅγιο πράγμα.
Στὰ διηγήματα
«Γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους» καὶ «Ὁ ὀβολός» ἤδη ἀναφέρθηκα. Νὰ προσθέσω ἐδῶ
ὅτι ἔρχονται καὶ «κουμπώνουν» μὲ τρόπο ἐξαιρετικὸ τὴ συλλογή, καθὼς κλείνουν μὲ
τὰ δυὸ αὐτὰ κείμενα ὅλες οἱ τυχὸν ἐκκρεμότητες ποὺ ὑπῆρχαν σχετικὰ μὲ τὴν τύχη
σημαντικῶν προσώπων τῆς Μυθολογίας τοῦ συγγραφέα. Ὅλα τὰ κείμενα, τὰ περισσότερα ἐκ τῶν ὁποίων ἐπικοινωνοῦν
μ’ ἕναν τρόπο διακριτικό, ὑπαινικτικό, μεταξύ τους, λὲς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀποκρύψουν
ἕναν ἀποχαιρετισμό.
Ἀκρίβεια ἐκφραστική,
ξεχωριστὴ ὀπτικὴ καὶ προσέγγιση, σύνθεση, ὕφος καὶ ἔκφραση ἁρμονικὰ δεμένα.
Λιτός. Βαθύς.
Κομψός. Μοντέρνος. Προσοχὴ στὴ λεπτομέρεια.
«Ἐγώ» ὄχι ἐγωκεντρικό,
φορτικὸ ἢ αὐτάρεσκο. Διακριτικὰ παρατηρεῖ ὅ,τι συμβαίνει γύρω του.
Παραμυθᾶς
γνήσιος. Κεφάλαια πραγματογνωσίας.
Τὸ ξαφνικὸ καὶ
ἀναπάντεχο ἀλλάζει ὅλη τὴν πορεία τῆς διήγησης.
Ὄνειρο: ποιὸς
ὁ χρόνος, ποῦ ὁ τόπος, πῶς τὸ νόημα, τὸ τί καὶ γιατὶ τοῦ συμβάντος;
Γενέθλιος
τόπος: Κατονομάζεται. Ἔχει ρίζες.
Θάνατος: ἀκούραστος
συνομιλητής του.
Φροντίδα τῶν
φθόγγων, τῶν ἤχων. Ἡ γλώσσα σὲ ὅλες τὶς μορφές της, καθαρεύουσα, ὑπαινικτική, εἰρωνική, ὑποβλητική,
μαγική, λακωνικότερη, ἀκριβέστερη, ρυθμικότερη.
Εἰκόνες.
Εἰρωνικός,
σαρκαστικὸς ἀπέναντι στὸ ἐπιπόλαιο τῶν κοινωνικῶν σχέσεων καὶ συμβάσεων.
Νυστέρι, ἡ κοινωνικὴ ματιὰ του ἀλλὰ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, μὲ τὸ γάντι.
Διακειμενικὲς
συνομιλίες.
Αὐτοσαρκάζεται.
Ἀκτινογραφεῖ τὴν πραγματικότητα. Μὲ τὴν ἁπλότητά του λέει τόσα πολλά. Λόγος
καίριος. Ἀφαιρετικός.
Μιὰ σιωπή. Μιὰ
τραγικότητα. Πέτρες μὲς στὸ νερό, μὲ πολλοὺς κύκλους γύρω γύρω, τὰ κείμενά του.
Ἡ ὀπτική του γωνία: ἀμεσότητα, ὄχι διδάγματα, ἀλλὰ μία ματιὰ κοφτερή,
διαβαθμίσεις στὴν ὀπτική του, ἀλλάζει τὸ φακό, σοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ δεῖς
καὶ νὰ ὑποθέσεις πάρα πολλὰ πράγματα συγχρόνως.
Ἀπρόβλεπτος:
Περιμένεις μὲ ἀγωνία πῶς θὰ τελειώσει, γιατὶ πάντα σὲ αἰφνιδιάζει.
Κορύφωση σὲ ἤπιο
τόνο.
Στὴν οὐσία ἀγαπᾶ
τὴ ζωή.
Βαθὺ αἴσθημα
προσωπικῆς εὐθύνης.
Μιὰ φάρσα ἡ
ζωή.
Τὶς ἡμέρες αὐτές, στὰ πλαίσια τῆς λειτουργίας μιᾶς «Λέσχης Ἀνάγνωσης» ποὺ
μαζὶ μὲ φίλους «στήσαμε» μὲς στὴ συνοικία τῆς Κυριώτισσας, στὴ Βέροια, πρότεινα
καὶ διηγήματα τοῦ Ἠλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις εἶναι ἐξαιρετικές.
Γιὰ τὰ μέλη τῆς «λέσχης» ὁ συγγραφέας εἶναι μία ἀποκάλυψις.
Ὁ Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος εἶναι ἕνας συγγραφέας καὶ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπῶ
καὶ θαυμάζω πολύ. Ἐξαιρετικὰ γενναιόδωρος ἀπέναντι στοὺς νέους, μὲ ἔχει
βοηθήσει καὶ τοῦ χρωστάω πάρα πολλά. Περιττεύει, νομίζω, νὰ πῶ, ὅτι πρόκειται
γιὰ μία πολυδιάστατη πνευματικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποῖα στὸ διάβα τῆς λογοτεχνικῆς
καὶ ὄχι μόνον ζωῆς της ἔχει συνδυάσει ποικίλες δραστηριότητες, ἔχει καταστεῖ
κοινωνὸς πολλῶν καὶ σημαντικῶν γεγονότων καὶ στιγμῶν. Γι’ αὐτό, ἄς μὲ
συγχωρήσει γιὰ τὸν ἀρκετὰ προσωπικὸ χαρακτήρα τοῦ κειμένου μου. Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριά, τὰ ἴδια τὰ κείμενά του μὲ ὁδήγησαν πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Τελείωσα τὶς παραπάνω σκέψεις τὸ βράδυ τῆς Καθαρᾶς
Δευτέρας τοῦ 2007. Στὴ γειτονικὴ Νάουσα μόλις εἶχε κλείσει ὁ κύκλος τῶν Ἀπόκρεω.
Φαντάστηκα τὸν Ἠλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, νὰ ἀναχωρεῖ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν
πόλη ποὺ τόσο ἀγάπησε, αὐτὴ τὴ φορὰ συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς σιωπῆς τῆς
Σαρακοστῆς τελευταίους ζουρνάδες καὶ νταούλια, οἱ Μποῦλες καὶ οἱ Γιαννίτσαροι ἀποκαλύπτονταν
μπροστά του, ἀφαιρώντας τὰ προσωπεῖα τους καὶ προσφέροντάς τα στὰ χέρια του, δῶρα
ἀνεκτίμητα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς σ’ ἕνα πλάσμα ξωτικό, εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης,
ὁ σκύλος ποὺ τὸν συντρόφεψε στὴν πόλη καὶ στοὺς περιπάτους του γύρω ἀπ’ αὐτήν, ἡ
Κανέλλα, ἐπιβιβάζεται κι αὐτὸς στὸ θρυλικὸ Saab, τὸ ὁποῖο εὐωδιάζει ξινόμαυρο, ἀπ’
ὅλα τὰ παράθυρα ξεπροβάλλουν κλαδιὰ ροδακινιᾶς, μηλιᾶς καὶ κρανιᾶς φορτωμένα μὲ
καρπούς, τὸ ἁμάξι ἀναχωρεῖ, ὁ ὁδηγὸς - συγγραφέας ἀνοίγει τὸ παράθυρό του καὶ ἀρχίζει
νὰ μοιράζει γενναιόδωρα τὰ δικά του δῶρα σὲ ὅλους μας, ὕστερα γυρίζει πρὸς τὸ
μέρος τῆς συνοδηγοῦ του, ἡ κυρία Νιόβη τοῦ χαμογελᾶ καὶ χάνονται ἀργὰ μὲς στὴν ὁμίχλη
τῶν τελευταίων πρωινῶν αὐτοῦ τοῦ Φεβρουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου