Χρῖστος
Ρουμελιωτάκης
ΤΡΙΑ
μικρά ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Στὸν
Μαΐστορα Ἠλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο
Σὰν
σήμερα
Χτύπησε
τὴν πόρτα μὲ τὸν παλιὸ συνθηματικὸ τρόπο. Ἡ πόρτα ἂνοιξε.
—Τί
ἦρθες ἐδῶ, δὲν ξέρεις
ὅτι ἔχω παιδί, εἶπε. Κοίταξε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ψυχή,
κι ἔβαλε τὰ κλάματα.
Τὸ ραδιόφωνο μέσα μετέδιδε ἐμβατήρια.
Τὴ μέρα ἐκείνη τὸ ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο, μὲ τὴν παλιὰ ξυλογραφία τοῦ Τάσου, ἔγραφε: Παρασκευή, 21 Ἀπριλίου
1967.
Καὶ τὸ παιδὶ
Στὰ
χρόνια λοιπὸν ἐκεῖνα εἶχε ξεσπάσει πάλι ἡ ἐσωκομματικὴ διαπάλη. Μὲ τέτοια ἔνταση, ποὺ ἂν
εἴχαμε πολυβόλα θὰ εἴχαμε
μείνει οἱ μισοί. Καὶ εὐτυχῶς πολυβόλα εἶχε μόνο ἡ φρουρά.
Ἐκεῖνα
τὰ χρόνια εἴχανε καθιερωθεῖ καὶ τρέχανε καὶ τὰ
μέτρα ἐπιεικείας, ὅπως τὰ λέγανε. Στὴν ἀρχὴ μὲ
τὸν Πλαστήρα καὶ ὕστερα
μὲ τὸν
Παπάγο. Μποροῦσες, δηλαδή, νὰ ζητήσεις τὴν ἀναθεώρηση
τῆς δίκης σου. Ἔτσι πολλὲς χιλιάδες, ποὺ εἴχανε
καταδικασθεῖ ἀκόμη καὶ δὶς
ἢ τρὶς εἰς θάνατον, εἶχαν ἐπιτύχει τὸ μετριασμὸ τῆς
ποινῆς τους ἤ ἀκόμη
καὶ τὴν πλήρη ἀθώωσή τους.
Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Σπύρου Π. ἀπὸ
τὴν Κέρκυρα. Ὕστερα ἀπὸ
δέκα χρόνια στὴ φυλακή, τὸ Ἀναθεωρητικὸ τὸν
εἶχε κρίνει ἀθῶο
καὶ εἶχε διατάξει τὴν ἀπόλυσή
του. Καὶ γιὰ τὸ
λόγο αὐτό, νά, τώρα, ἔπλενε τὰ ροῦχα του καὶ ἑτοιμαζόταν.
Τότε ἦταν ποὺ ἐκεῖ, στὴ βρύση, ἔγινε ὁ ἀκόλουθος
διάλογος μὲ τὸν συμπολίτη του Ν.Κ., ποὺ κι αὐτός, δίπλα του, ἔπλενε τὰ δικά του, τὰ χιλιομπαλλωμένα, ἀλλὰ
ποὺ εἶχε ταχθεῖ μὲ
τοὺς ἄλλους.
—Φεύγεις, λοιπόν;
—Ναί, φεύγω.
—Καὶ θὰ πᾶς
στὸ χωριό;
—Ναί, θὰ πάω.
—Καὶ θὰ βρεῖς τὴ γυναίκα σου;
—Ναί, θὰ τὴ
βρῶ.
—Καὶ τὸ παιδί;
—Ναί, καὶ τὸ
παιδί.
Ὅλος ὁ διάλογος αὐτὸς
δὲν θὰ εἶχε
ἰδιαίτερη σημασία ἂν δὲν κατέληγε στὴν τελευταία ἐρώτηση, ποὺ βέβαια μόνο ἐρώτηση δὲν ἦταν,
καὶ στὴν τελευταία ἀπάντηση.
—Καὶ τὸ παιδί;
—Ναί, καὶ τὸ
παιδί.
Γιατὶ ὁ Σπύρος ὁ Κερκυραῖος, ἀπὸ
τὸ χωριὸ τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ὅταν μπῆκε στὴ φυλακὴ δὲν
εἶχε παιδί. Καὶ τώρα, ὅλοι τὸ ξέρανε, ἡ γυναίκα του, ἐκεῖ
στοὺς Καρουσάδες, εἶχε ἕνα παιδὶ δυόμισυ χρονῶ.
Μόνιμη θλίψη
Ἤμασταν τρεῖς. Ἡ Μαριάννα (πραγματικὸ
ὄνομα Νίκη), ὁ Πέτρος (πραγματικὸ ὄνομα Δημήτρης), κι ἐγὼ (πραγματικὸ ὄνομα
Χρῆστος). Ποιός εἶχε τὴν ἐπαφὴ δὲν ξέραμε. Ὑποθέτω ἡ Μαριάννα, γιατὶ μιὰ μέρα
μᾶς σταμάτησε γιὰ μεγάλο διάστημα χωρὶς ἐξήγηση.
Τὰ θυμήθηκα τὸ πρωὶ στὴν ἀνακαίνιση,
καθὼς πίσω ἀπὸ τὴν ντουλάπα βρῆκα τὸ πορτραῖτο τοῦ Μπρέχτ, στὴν παλιὰ κλασικὴ ἀπεικόνιση, πού μοῦ τὸ
εἶχε χαρίσει ἡ Μαριάννα. Φερμένο ἀπὸ τὸ Ἀνατολικὸ Βερολίνο.
Τί ἀπογίναμε, στοχάζομαι τώρα. Ὁ
Δημήτρης (πραγματικὸ ὄνομα Πέτρος) ἔγινε ὑποθηκοφύλακας Νέας Φιλαδελφείας, ἡ
Νίκη (πραγματικὸ ὄνομα Μαριάννα) ἔγινε νομικὸς σύμβουλος στὴν Ἐθνικὴ κι ἐγὼ
(πραγματικὸ ὄνομα Τρέχα Γύρευε) δικηγόρος, μὲ εἰδικότητα στὸ δίκαιο τοῦ
ἀνταγωνισμοῦ καὶ τὴ ναυαγιαίρεση.
Ἂ, ναί, ἡ Μαριάννα, ὅταν καμιὰ φορὰ τὴ
συναντῶ στὸ δρόμο, ἔχει τὴ μόνιμη ἐκείνη θλίψη ποὺ εἶχε καὶ τότε. Στὰ μάτια της
καὶ στὸ χαμόγελο.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 10ο,
Καλοκαίρι 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου