Σωτήρης Δημητρίου
Ἡ σημαδούρα
Ἔμπαινε στὴν θάλασσα καὶ ἀνοιγόταν
στὰ βαθειά. Πετοῦσε μπροστὰ του ἕνα
ὑφασμάτινο καπελάκι καὶ κατόπι τὸ ἔφτανε.
Ἄντε πάλι τὸ πετοῦσε. Αὐτὸ
γινόταν μέχρι τὴν μεγάλη
σημαδούρα τοῦ πορθμοῦ, ὀγδόντα
χρονῶν ἄνθρωπος.
Οἱ γνωστοί του ἀπ’ τὴν ἀμμουδιὰ τὸν
ἔβλεπαν νὰ γίνεται σιγά-σιγὰ κουκκίδα.
«Ἀλαφρύς, τί περιμένεις;»
«Δὲν λέτε καλὰ ποῦ εἶναι
ἀλαφρύς; Πῶς θὰ ἄντεχε
αὐτὰ
ποὺ πέρασε;»
Ἡ
μεγάλη ἀγάπη τοῦ γέροντα ἦταν ὁ μικρότερος γιὸς του. Ἕνα παράξενο παιδί. Τὸν πατέρα του τὸν
ὑπεραγαποῦσε κι αὐτός. Φανταστεῖτε ἦταν στὸ Γυμνάσιο κι ὅταν τοῦ ’λεγε κάτι ὁ πατέρας του «καλὰ γέρο μου» ἀπαντοῦσε προσηνὴς καὶ στοχαστικός. Μαθητὴς πρώτης Γυμνασίου.
Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ καπνίζει κι ὅμως ὁ πατέρας του δὲν τοῦ ’πε λέξη. Κάτι ἐπάνω του ἔβαζε
ὅρια στοὺς ἄλλους
ἀκόμα καὶ στὸν πατέρα του.
Τὰ καλοκαίρια μπάρκαρε καμαρότος στὰ ἐπιβατηγά
τῆς γραμμῆς Ἠγουμενίτσα-Κέρκυρα. Μόνος του ἔβρισκε τὶς ἄκρες.
Γενικῶς δὲν δυσκόλεψε ποτὲ τὸν
πατέρα του.
Ὅταν
τελείωσε τὸ Λύκειο πῆγε στὴν Σχολὴ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ στὴν Πρέβεζα. Τότε ἄρχισαν οἱ μεγάλες χαρὲς γιὰ τὸν
γέροντα.
Ἐρχόταν
ἀπ’ τὴν Πρέβεζα μὲ τὴν
ναυτικὴ στολὴ τοῦ σπουδαστῆ. Τοῦ πήγαινε πολύ. Εἶχε μακριὰ ποδάρια λίγο στραβὰ σὰν
μπαλαδόρος καὶ ἦταν λεπτὸς ἀλλὰ ὄχι
ἀπωθητικά. Λεπτοφυὲς πρόσωπο μὲ μεγάλα μῆλα καὶ τὰ
μάτια καθόλου χωμένα ἀλλὰ οὔτε
καὶ ἐξόφθαλμα. Ἀλφάδιαζαν μὲ τὸ
μέτωπο.
Πιὸ καλὰ ἤξερε ὁ πατέρας του τὰ Σαββατοκύριακα ποὺ εἶχε ἄδεια ἐξόδου. Τὸν περίμενε μὲ λαχτάρα. Πήγαινε μάλιστα στὴν Πρέβεζα, στὶς ἐθνικὲς ἐπετείους, γιὰ νὰ τὸν καμαρώσει στὶς παρελάσεις.
Μιὰ φορὰ ἦρθε
ὁ γιὸς του μὲ ἄγημα
στὴν Ἠγουμενίτσα γιὰ τὴν
παρέλαση τῆς 25ης Μαρτίου.
Στὴν πρώτη τριάδα. Ἒ ρὲ
ὁ πατέρας του. Πιάστε τον καὶ δέστε τον.
Μετὰ τὴν
σχολὴ ἄρχισε ταξίδια μὲ μεγάλα πλοῖα, τάνκερ καὶ ἐμπορικά.
Ὅταν
ἐρχόταν δὲν χόρταινε ὁ γέρος νὰ τὸν
ἀκούει. Μαγικὰ πράγματα ἀπ’ τὰ λιμάνια τοῦ κόσμου. Ὁ γιὸς του ἔγινε
ὁ γλυκὸς καημός του.
Πέρασαν
τὰ χρόνια ἦταν κοντὰ στὰ σαράντα· κάτι λίγα χρόνια ἤθελε ἀκόμα γιὰ τὴν
σύνταξη.
Τὸν πίεσαν ἡ γυναίκα του κι ἡ κόρη του καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μεγάλο ἐπιβατηγό τῆς γραμμῆς Ἠγουμενίτσα-Ἀγκόνα. Στὸ Ἀππία.
Ὁ πατέρας του, ὅπως πάντα, δὲν τοῦ εἶπε
τίποτα. «Ὅπως καταλαβαίνεις
ἐσύ» τοῦ ’πε μόνο.
Τὸν ἔπαιρνε
καμιὰ φορὰ κι αὐτὸν
στὸ ταξίδι. Καθόταν ὁ πατέρας του στὸ σαλόνι τοῦ πλοίου καὶ τὸν
περίμενε.
Ὁ
γιὸς του φοροῦσε μπλούζα γκρὶ σκούρα μὲ κλειστὸ λαιμὸ κι ἀπὸ
πάνω κοντὸ ἀμπέχονο μὲ τὰ
διακριτικὰ τοῦ ἀξιωματικοῦ στὶς ἐπωμίδες.
Φίνος. Τὸ ἔβλεπε στὰ μάτια τῶν ταξιδιωτῶν. Καὶ τὸ
τσιγάρο στὸ χέρι.
Μάθαινε
ὁ γέρος τὰ δρομολόγια καὶ πήγαινε τὰ καλοκαίρια κολυμπώντας μέχρι τὴν σημαδούρα τοῦ πορθμοῦ.
Ἤξερε
ὁ γιὸς του καὶ τὸν
χαιρετοῦσε μὲ τὴν
μπουροὺ
«μπουουουουουου».
Εἶχαν πλάκα οἱ χαιρετισμοὶ τῶν
πλοίων. Οἱ παντόφλες τῆς Κερκύρας μὲ τὸν
ψιλὸ ἦχο τους, χαιρετοῦσαν πολλὴ ὥρα
τὰ μεγάλα της Ἰταλίας. Στὰ μεγάλα γιὰ ἀντιχαιρετισμὸ
ἴσα ποὺ τράβαγαν μιὰ φορὰ τὴν
μπουρού. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν
μεγάλων ὑπῆρχε ἕνας κώδικας διαβάθμισης τοῦ χρόνου.
Στὸν γέροντα ἐπιφυλασσόταν τὸ πιὸ μεγάλο καὶ ἐγκάρδιο
σφύριγμα.
Μιὰ φορὰ πῆρε
μαζί του καὶ τὴν ἐγγονή.
Εἰδοποίησαν ὅμως – ἀπὸ
καμιὰ βάρκα φαίνεται –
στὸ λιμεναρχεῖο καὶ ἦρθε
ἕνα περιπολικό τοῦ λιμενικοῦ καὶ τοὺς πῆρε.
Αὐτὴ
ἡ ζωὴ τελείωσε γιὰ τὸν
γέροντα ὅταν πέθανε ξαφνικὰ ὁ
γιὸς του ἀπ’
τὴν καρδιά του.
Ἕνα
παράξενο πράγμα ὅμως. Ὄχι μόνον δὲν τὸν κατέβαλε ὁ θάνατός του, ἀλλὰ
ἔγινε καὶ πιὸ δραστήριος. Τὸ δὲ
χαμόγελο χαράχτηκε μόνιμα στὰ
χείλη του.
Ἀπ’
τὸ πρωὶ πιὰ στὴν θάλασσα, χειμώνα καλοκαίρι, ἁλώνιζε ἀβάρετος πάνω, κάτω στὴν ἀμμουδιά.
Εἶχε ἕνα αὐτοκινητάκι καὶ εἶχε
μετατρέψει τὸ πίσω παρμπρὶζ σὲ βιτρίνα. Ὅ,τι ξέβγαζε ἡ θάλασσα τὸ ἔβαζε
ἐκεῖ.
Κουδουνάκια ψαρέματος, ψεύτικα δολώματα, βαρίδια, παράξενα στρείδια, κάτι
πλαστικὰ στρατιωτάκια, ἄλογα καὶ ἰνδιάνους
ποὺ εἶχαν παλιὰ οἱ
σκόνες πλυσίματος, τουβλάκια ἀπὸ πλεϊ-μομπίλ. Ὅποιος ἔβλεπε αὐτὴν
τὴν βιτρίνα τὴν χάζευε ὤρα.
Ὅλοι
τὸν ἤξεραν.
Ἐνῶ
προχωροῦσε θὰ ἄκουγες
συχνά.
«Γειά σου μπάρμπα λεβέντη».
Συνήθως
ὅμως πρῶτος χαιρετοῦσε αὐτὸς
μὲ τὸ
γέλιο στὸ στόμα.
Μιὰ φορὰ ἔπεσε
σ’ ἕνα στραβόξυλο καὶ τὸ
διηγοῦνται ἀκόμα.
«Γειά σου μάστορα» φώναξε σ’ ἕναν ἄντρα, συνταξιοῦχο ἀστυνομικό.
«Πότε μαστορέψαμε μαζὶ καὶ ξέρεις ὅτι εἶμαι μάστορας;» τοῦ λέει ξινά, στυφὰ αὐτός.
«Ἐντάξει ρὲ μπάρμπα δὲν σοῦ ’παμε καὶ τίποτα κακό».
«Ἀπὸ
ποὺ μ’ ἔχεις μπάρμπα ρὲ κόπανε» λέει πάλι αὐτός.
Ποιὸς εἶδε τὸν θεὸ καὶ δὲν
τὸν φοβήθηκε. Χύθηκε ὁ γέρος νὰ τὸν
φάει δάγκα.
Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν
μόνον ἕνα κακὸ συναπάντημα· οἱ ἄνθρωποι
χαιρόταν νὰ τοὺς μιλάει.
«Τί γίνεται βρὲ θηρίο. Πᾶς ἀκόμα
στὴν σημαδούρα;»
Γελοῦσε αὐτὸς
συνεχῶς. «Βέβαια,
βέβαια».
Στὴν σημαδούρα πήγαινε ὅποτε πέρναγε τὸ Ἀππία.
Μόλις
ξεκινοῦσε ὅλοι τὸν κοιτοῦσαν περίλυποι.
«Ἂ τὸν
μαῦρο. Φαρμακωμένα
γεράματα. Καλὰ πού ’ναι φυρός».
Μὲ τὸ
ποὺ ἔφτανε στὴν σημαδούρα πέρναγε σὲ λίγο καὶ τὸ
καράβι. Τότε ὁ γέροντας μακριὰ ἀπ’
τοὺς ἀνθρώπους ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδὶ καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γερόντισσα.
«Κυριάκο μου, Κυριάκο μου».
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος
12, Καλοκαίρι 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου