Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΡΟΪΔΟΥΛΑ

Ὁ Δημήτρης ἔξω ἀπὸ τὴν cofetarie universitati, Cluj Napoca 1997.
Φωτογραφία:
Alexandru Vlad.
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἡ Ροϊδούλα

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἐμβόλιμον, τχ. 63-64, 
Χειμώνας-Ἄνοιξη 2012. 

Ἡ Ροϊδούλα μου, ἔλεγε ὁ μπάρμπα Λιάκουρας, μιλάει μὲ τὸ Θεό… Δὲ νοιώθει τὸ πουλάκι μου πολλά… μά, νά, θἄχω κι ἐγὼ ἕνα ἀποκούμπι στὰ γεράματα...
Ἦταν καλὸς ὁ μπάρμπα Λιάκουρας. Ἕνα ζουδάκι. Ἀθῶος. Ζοῦσε μὲ τὴ φαμελιά του στὴν Κάτου Ρούγα· κι εἶχε μεγάλη φαμελιὰ. Παντρεύτηκε πρὶν τὸν πόλεμο, τὴ θειὰ Θοδωρούλα κι ἔκανε μαζί της ὀχτὼ παιδιά. Ἔλειωνε ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειὰ νὰ τὰ θρέψει, νὰ τὰ μεγαλώσει. Ὅταν ἔλεγε τὰ παραπάνω λόγια, δὲν φανταζότανε τὴ συμφορὰ ποὺ θὰ τὸν ἔβρισκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια.
Ἦταν τὸ μεγαλύτερο παιδί του ἡ Ροϊδούλα. Γεννήθηκε μπαχαλὸ τὸ καημένο. Τί ἔφταιγε; Δὲν ἤξερε! Ἔτσι τὄστειλε ὁ Θεός! Κι ὁ Λιάκουρας συνέχιζε να λέει:
—Κανεὶς δὲ χολιάει μὲ τὸ Θεό. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐτυχία…
Ἡ Ροϊδούλα του, ποὺ ἔμεινε μαζί του μέχρι τὸ τέλος, ὅταν τ’ ἄλλα σκόρπισαν! Σκόρπισαν; Ἕνας λόγος! Σὰν τὰ παιδιὰ τοῦ λαγοῦ διαολοσκορπίστηκαν… Ἄλλο στὴν Ἀθήνα κι ἄλλο στὴν Ἀμέρικα. Στὸ τέλος, μόνο τὰ δυὸ κορίτσια ἔμειναν στὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ἑλένη στὴν Ἀθήνα, στὴν Κυψέλη. Καὶ ἡ Ροϊδούλα στὸ χωριό, μαζί του. Τ’ ἄλλα, τὰ πῆρε ἡ Γιαννούλα στὴν Ἀμέρικα τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλο.
—Οὐάσιγκτον Ντίσι, ποὺ ἔλεγε κι ὁ μπάρμπα Λιάκουρας.
Τὸ φτωχικό του τὸ κονάκι ἤτανε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Στὴ μέση τῆς Κάτου Ρούγας, ἐκεῖ ποὺ ἔκοβε ὁ δρόμος δεξιά. Ἦταν τὸ τελευταῖο σπίτι σ’ ἐκείνη τὴ μεριά. Ὁ δρόμος, τί δρόμος, ἕνα μονοπάτι ἤτανε ποὺ τὸ λέγανε δρόμο, συνέχιζε πέρα ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ γινότανε τὸ περικοπὸ ποὺ κατέβαινε στὴ συνέχεια στοῦ Χαρατσάρι τὸ ρέμα. Πάρα πέρα, οὖλο δεξιά, τὸ μονοπάτι ἀνηφόριζε κι ὁδηγοῦσε ντρέτα στοῦ Λογαριαστὴ καὶ ἀκόμη πιὸ πέρα, στὴν Ντελεντούσια καὶ στὴν Κερασιά. Ἐκεῖ ὁ μπάρμπα Λιάκουρας εἶχε χωράφια. Σὲ κεῖνο τὸν τόπο πολέμαγε ὅλο τὸν καιρὸ νὰ σπείρει, νὰ θερίσει, ν’ ἁλωνίσει. Νὰ κουβαλήσει τὰ γεννήματα στὸ κονάκι του. Νά ’χουνε τὰ παιδάκια του νὰ φᾶνε. Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριά, ἂν κι εἴχανε χτήματα πολλοὶ νεμουτιάνοι, ὁ κόσμος τό ’λεγε Νταρδιζέϊκο.
Πέρασε πίκρες καὶ φαρμάκια ὁ μπάρμπα Λιάκουρας. Πράματα ποὺ δὲν τὰ ἤθελε γιὰ τὴ φαμελιά του. Δὲν ἤτανε μόνο τὸ φευγιὸ τῶν παιδιῶν, ἤτανε καὶ τί κάνανε τὰ παιδιὰ πρὶν φύγουν, ἀλλὰ καὶ μετὰ ποὺ ἔφυγαν. Ἀμολόητα πράματα. Δὲν πειράζει. Ποτὲ δὲν τὰ μαθαίνει ὁ κόσμος ὅλα. Ὅταν τὰ σκεφτότανε, τὸν ἔπιανε μιὰ μέλα. Ἀγλύκαντη ὅλη ἡ ζωή του… Ὁ μεγάλος του κλέφτηκε μὲ μιὰ δεύτερη ξαδέρφη του, τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ τὸ ἴδιο αἷμα. Ἀδερφογάμης! Ὁ παπὰς δὲν τὸν πάντρευε κι ἔτσι τὴν πῆρε, πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν παντρεύτηκε στὸν Ἅγιο Λευτέρη, στὰ Πατήσια.
 Ὁ Γιάννης, ὁ δεύτερος στη σειρά ποὺ τὸν λέγανε Γκομούλκα —στὶς οἰκοδομὲς ποὺ δούλευε—, πῆρε μιὰ παντρεμένη μὲ τέσσερα παιδιά. Τὸν ἔπιασε ὁ ἄντρας της μαζί της, ἕνα μεσημέρι, μέσα στὸ καθαριστήριό τους. Ἐκεῖ ποὺ ἡ γλύκα εἶχε φτάσει στὸ ὑψηλότερο σημεῖο της, ἄκουσε ὁ Γιάννης μιὰ μπάσα φωνή, πίσω του, νὰ λέει:
—Μπράβο λεβέντη μου... Ἐμένα ποτὲ δὲ μοῦ κάθεται τὸ μεσημέρι! Μπράβο. Θὰ τήνε πάρεις ἐσὺ τώρα. Θὰ σοῦ τὴ δώκω μὲ τὰ παιδιὰ καὶ μὲ τὸ καθαριστήριο, νὰ βγάζετε μὲ γλύκες τὸ ψωμάκι σας…
Τὰ κανονίσανε καὶ τὴν παντρεύτηκε στὰ γρήγορα. Ἤτανε ἕξι χρόνια μεγαλύτερή του. Καὶ δυὸ κεφάλια ψηλότερη. Τὸν πρῶτο καιρὸ δὲν εἴχανε σκοπὸ νὰ σηκωθοῦνε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, νὰ δουλέψουνε τὸ καθαριστήριο. Τῆς ἔκανε κι αὐτός, πρὶν στερφέψει, ἄλλα τέσσερα παιδιά. Δὲν ἀφήνανε τὶς γλύκες τοῦ κρεβατιοῦ γιὰ τὸ καθαριστήριο. Κοντέψανε νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πείνα κι ἔτσι τὸν πῆρε κι αὐτόνε ἡ Γιαννούλα στὴν Οὐάσιγκτον Ντίσι. Ἐκεῖ ὁ Γιάννης πῆγε γιὰ μεγαλεῖα, ἀλλὰ τὸν χώσανε τέσσερα χρόνια στὴ φυλάκα. Κανεὶς δὲν ἤξερε γιατί. Κάτι ἀκούστηκε γιὰ προώθηση ἄσπρης σκόνης… 
Ὁ Κυριάκος κι αὐτὸς στὶς οἰκοδομές. Ἤτανε φίλος μ’ ἕνανε Κωστάκη ἀπὸ τὴν Ντάρντιζα. Πηγαίνανε μαζὶ Γυμνάσιο στοῦ Δούκα. Δὲν τὰ παίρνανε ὅμως τὰ γράμματα οἱ δύο φίλοι. Φύγανε μαζὶ στὴν Ἀθήνα καὶ μαζὶ δουλεύανε μπογιατζῆδες. Χτιζότανε τότες ἡ Ἀθήνα. Εἶχε δουλειὰ ἡ οἰκοδομή. Τὸν πιάσανε μιὰ μέρα σὲ παροξυσμὸ νὰ κάνει μπανιστήρι καὶ ν’ αὐνανίζεται. Ἀπὸ δίπλα κι ὁ φίλος του ὁ Κωστάκης, ὁ νταρντιζέος. Ἤτανε μεσημέρι, Ἰούλιος μήνας. Εἴχανε μπεῖ σχεδὸν μέσα στὴν κρεβατοκάμαρη τοῦ ζευγαριοῦ, ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τῆς διπλανῆς πολυκατοικίας ποὺ βάφανε. Ὁ ἄλλος, ὁ νταρντιζέος, ἔφαγε δυὸ χρόνια, γιατὶ ἤτανε ὑπότροπος. Ὁ Κυριάκος τρεῖς μῆνες μ’ ἀναστολή. Τοῦ ἔμεινε ὅμως καὶ τὸ ὄνομα καὶ τὸ χούι. Αὐτὸς δυσκολεύτηκε νὰ πάρει βίζα, γιὰ τὴν Ἀμέρικα. Στὸ τέλος τὰ κατάφερε. Κι αὐτὸς στὴν Οὐάσιγκτον Ντίσι.
Ὁ Χρηστάκης παντρεύτηκε μιὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Τὴ μικρὴ κόρη τοῦ Πάϊκου Φλιάτουρα. Δὲν ἔμεινε ὅμως οὔτε μιὰ μέρα ἐκεῖ. Ἔγραψε στὴ Γιαννούλα:
—Γιαννούλα, πάρε με ἐφτοῦ ἀδερφούλα μου… ἐδῶ πεινᾶμε οὗλοι…
Σὲ λίγο καιρὸ ἦρθε ἡ πρόσκληση. Ταχτοποίησε τὰ προικιὰ μὲ τὴ γυναίκα σὲ κάτι μπαοῦλα καὶ τὰ ἀποθήκευσε στὴ χαμοκέλα πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι. Ἄφηκε παραγγελιὰ στὴ μάνα του:
—Μάνα νὰ ρίχνεις ναφταλίνη. Νὰ τὰ ξανάβρω σὰ γυρίσω, μὴ κάνω πάλε ἔξοδα…, κι ἔφυγε.
Εἰκοσιπέντε χρόνια μετά, ὅταν ὁ μπάρμπα Λιάκουρας ἔφυγε στοὺς οὐρανούς, πήρανε τὴ θειὰ Θοδωρούλα στὸ γεροκομεῖο. Παράγγειλε τότες ὁ Χρηστάκης, ἐπειδὴ ἄλλον δὲν εἶχε στὸ χωριό, νὰ πάρει τὰ μπαοῦλα ἡ πρώτη του ξαδέρφη ἡ Ἀλέξω… Νὰ συνεχίσει νὰ βάνει ναφθαλίνη κι ἐκείνη. Μὴ φάει ὁ σκῶρος τὰ προικιὰ τῆς γυναίκας! Τῆς ἔστελνε μάλιστα καὶ τσέκι μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τόσα γιὰ τὴ ναφταλίνη, τόσα γιὰ ἐκείνη. Πέρασαν ἄλλα εἴκοσι χρόνια, ἡ Ἀλέξω, γριὰ κι ἀνήμπορη πιὰ κι αὐτή, συνέχιζε νὰ ρίχνει ναφταλίνη στὰ προικιὰ ποὺ βρίσκονταν μέσα στὰ μπαοῦλα. Ὁ Χρηστάκης συνέχιζε νὰ στέλνει τὸ τσέκι, μὲ ποσόν, ἐλαφρῶς μεγαλύτερο τοῦ προηγουμένου, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἀλλὰ στὸ χωριὸ δὲν ξαναπάτησε…
Ὁ Ἀντρέας, σὰν ἔφυγε φαντάρος ἔριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Δὲν γύρισε ποτὲ στὸ χωριό, ἀπ’ ὅταν ἔφυγε νὰ ὑπηρετήσει τὴν θητεία του. Τί νἄκανε νὰ γυρίσει πίσω; Στὸ χωριὸ περισσεύανε τὰ ἀγόρια. Στὴν Κομοτηνὴ περισσεύανε τὰ κορίτσια. Γυναίκα, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ τὸ σόϊ, δὲ θἄβρισκε νὰ πάρει, ἂν ἐγύριζε πίσω. Ἔκατσε ἐκεῖ ποὺ κόλλησε μιὰ ἀπάνου του. Φαντάρος ἀκόμη, ἔκανε φαμελιὰ μαζί της. Ἀργότερα, τὸ ’63, ἔφυγε στὴ Γερμανία. Ἔστειλε ἕνα γράμμα τοῦ πατέρα του τὸ ’65 καὶ τοῦ ’λεγε ὅτι δὲν θέλει τίποτες ἀπὸ τὸ δικό του μερτικὸ καὶ νὰ τὸ γράψει τῆς Ροϊδούλας. Αὐτὸς βολεύτηκε καλὰ στὴ Γερμανία κι ὅταν μὲ τὸ καλὸ θὰ γύριζε θὰ ἔμενε στὸ γυναικοχώρι, στὴ Θράκη. Μετὰ χάθηκε γιὰ πάντα. Τὸ ’85 ποὺ πέθανε ὁ μπάρμπα Λιάκουρας, τὸν γυρέψανε ἀλλὰ δὲν τὸν βρήκανε πουθενά. Πήγανε καὶ στὸν Ἐρυθρὸ Σταυρό. Δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος μὲ τέτοιο ὄνομα οὔτε στὴν Φρανκφούρτη, οὔτε στὴν Κομοτηνή.

Ἔτσι ἔμεινε μόνο ἡ Ροϊδούλα στὸ χωριό. Δὲ νόγαγε πολλὰ τὸ μαῦρο. Κολλημένο ἀπάνου στὴ μάνα του καὶ στὸν πατέρα του. Μὲ δυσκολία σχημάτιζε φράσεις. Πρόβατα νερό πατέρα. Ἤθελε νὰ εἰπεῖ: Νὰ πᾶς στὰ πρόβατα νερό, πατέρα… ἢ Ἄρμεξε πρόβατα, πᾶς γάλα…, δηλαδή: Ἄρμεξα τὰ πρόβατα, νὰ πᾶς νὰ πάρεις τὸ γάλα…
—Ναὶ μάτι, ναὶ καλῶστο μου, ἔλεγε ὁ μπάρμπα Λιάκουρας.
Ἔπαιρνε ἡ Ροϊδούλα τὰ γίδια καὶ τὰ πρόβατα, τὰ πήγαινε γιὰ βοσκὴ πότε πέρα στὴν Κερασιά, πότε στὴ Ντελεντούσια. Δὲν περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὸ χωριό. Ντρεπόταν τὸν κόσμο. Πάντα πήγαινε πέρα ἀπὸ τὸ περικοπό. Ἔπιανε καὶ τὸ τραγούδι.
—Τί τραγουδᾶς Ρόιδο μου, τῆς ἔλεγε ὁ μπάρμπα Λιάκουρας.
—Νερατζούλα, ἔλεγε ἡ Ροϊδούλα καὶ ξεκαρδιζόταν στὰ γέλια. 
Ὅταν πήγαινε στὰ χτήματα, πέρα στὴν Κερασιά, ἀφοῦ πρῶτα κουμαντάριζε τὰ πράματα κάτω ἀπὸ τὸν πεῦκο μέσα στὸ χωράφι καὶ ξεσαμάρωνε τὴ γαϊδούρα, ἔτρεχε σφαίρα κι ἀνέβαινε στὴν ἀπιδιά. Ἔκοβε ἀπίδια.
—Πατέρα μου γιά, ἔλεγε φωναχτά. Γιὰ τὸν πατέρα της, δηλαδή. Τὸ χτῆμα στὴν Κερασιὰ ἤτανε μεγάλο. Βοσκούσανε τὰ πρόβατα κι ἐκείνη, καθότανε σὲ μιὰ κοτρώνα, στὸν ὄχτο. Σὰν βαριόταν, σταύρωνε τὰ χέρια της πάνω στὰ γόνατα καὶ κοίταζε ἀμίλητη πέρα τὸ Νταρντιζέικο.

Ἐκεῖ τὴ βρῆκε τὸ κακό. Ἤτανε ὁ γιὸς τοῦ ζωοκλέφτη, τοῦ Ἀλέρτα. Ὁ μεγάλος. Ἕνας λιμοκοντόρος ποὺ εἶχε γυρίσει ἀπὸ φαντάρος. Εἴχανε κι ἐκεῖνοι ἕνα χτῆμα μὲ γαλάρια ἐκεῖ πιὸ πάνω. Δὲν συνορεύανε. Ἀνάμεσά τους ἤταν ἕνα δασωμένο πλάι. Ρείκια καὶ κουμαριές. Ἔβγαινε κι ἕνα νεράκι στὴ μέση. Σὰν ψέμα. Ἴσια ποὺ κατούραγε.
Αὐτὸς ἄκουγε τὸ δόλιο τὸ κορίτσι ποὺ σφύριζε νὰ γυρίσει τὰ πρόβατα κι αὐτιαζότανε. Κρυβότανε μέσα στὶς κουμαριὲς καὶ στὰ ρείκια καὶ τὸ παρακολουθοῦσε. Μιὰ μέρα, ἀφοῦ λάδωσε τὸ κοκοράκι του μὲ μπριόλ, χτενίστηκε, τηράχτηκε σ’ ἕνα καθρεφτάκι, ἐπῆρε τὸ περικοπὸ καὶ κατέβηκε στοῦ μπάρμπα Λιάκουρα, τάχα μου νἄβρει μιὰ προβατίνα ποὺ τοῦ ἔλειπε.
Ἡ Ροϊδούλα καθότανε κατὰ τὸ ρέμα. Τοῦ εἶχε γυρισμένη τὴν πλάτη. Τὸν εἶδε ὁ Μπελόνης, καθὼς πήδαγε τὸν ὄχτο, κι ἄρχισε νὰ γαβγίζει. Τὸ κορίτσι ἀγριεύτηκε. Αὐτὸς τὸ καλόπιασε λέγοντας:
—Μὴν εἶδες τὴν προβατίνα μου τὴ μαύρη, Ρόιδω μ’; τῆς εἶπε…
—Ὄχι, ἀπάντησε φοβισμένο τὸ κορίτσι καὶ τραβήχτηκε κατὰ τὴν ἀπιδιά.
—Μὴ φοβᾶσαι Ρόϊδω μ’, τὴν προβατίνα ψάχνω… Θὲς λίγη τσιοκολάτα;… Την πλησίασε. 
—Γιάτρα ρὲ πῶς ψήλωσε ἡ Ροϊδούλα! Μὲ πέρασε παιδάκι μου… Μπὸ μπόοο… Γιὰ ἔλα μου δῶ ρὲ Ρόιδω, γιὰ ἔλα μου δῶ, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ποῦ μὲ φτάνεις… Γιάτρα ρέ…
Νά καὶ τοῦτο, νά καὶ τ’ ἄλλο, κάπως ἡμέρεψε ἡ Ροϊδούλα, τὸν εἶχε ἰδεῖ καὶ στὸ χωριό. Δὲν πονηρεύτηκε. Δὲν τὴν πείραξε ἐκείνη τὴν ἡμέρα, οὔτε τὴν ἄλλη. Εἶχε τὸ σχέδιό του ὁ λωποδύτης. Ἄρχισε νὰ κατεβαίνει πολλὲς φορὲς κάθε μέρα. Πότε τὸ ἕνα καὶ πότε τὸ ἄλλο. Πρόσεχε ὅμως μὴ φανεῖ ὁ μπάρμπα Λιάκουρας. Κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη της σιγά-σιγά. Κι ὕστερα τὴν ἄρχισε στὶς γλύκες. Μετὰ ἔκατσε πιὸ κοντά της, κάτω ἀπὸ τὸν πεῦκο  κι ἄρχισε νὰ τῆς μιλάει γιὰ παντρολογήματα καὶ τέτοια. Κι ὕστερα τὴν κουτούπωσε.

Ἤτανε Αὔγουστος, παραμονὲς τῆς Παναγιᾶς. Μιὰ ἄπνοια, μιὰ γαλήνη παντοῦ στὸ χωριό. Ὁ κόσμος εἶχε κλειστεῖ στὸ σπίτι. Μόνο τὰ τζιτζίκια ἀκούγονταν. Δὲν εἶχε πάει ἡ ὥρα δωδεκάμισι, ἀλλὰ ἔκανε ζέστη ἀφόρητη. Αἴφνης, ἀκούστηκαν φωνὲς ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Κάτου Ρούγα. Μεγάλη φασαρία. Ἕνα τσοῦρμο βάδιζε φωνάζοντας πρὸς τὰ πάνω. Μπροστὰ πήγαινε ὁ μπάρμπα Λιάκουρας. Στὸ ἕνα του χέρι κρατοῦσε ἕνα χασαπομάχαιρο καὶ στ’ ἄλλο, μιὰ μεγάλη πέτρα, μὲ τὴν ὁποία χτυποῦσε τὸ κεφάλι του… Τὸν εἶχαν πάρει τὰ αἵματα. Πίσω του, ἡ θειὰ Θοδωρούλα, ἡ γυναίκα του καὶ γύρω τους, καμιὰ δεκαριὰ χωριανοὶ ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κρατήσουν, νὰ τοῦ πάρουν τὸ μαχαίρι…
Τέτοιο σκουζμάρι δὲν εἶχε ξανακουστεῖ. Ὁ μπάρμπα Λιάκουρας βλαστημοῦσε κι ἀπειλοῦσε κάποιον κλαίγοντας γοερά. 
—Μὴ ρὲ Λιάκουρα, δὲν ἀγροικᾶς, φώναζαν οἱ ἄλλοι… Μὴ ρέ, θὰ τὄβρει ἀπὸ τὸ Θεό… Ὁ Λιάκουρας, φώναζε:
—Ποιό Θεὸ ρέ; Δὲ βλέπετε τί ἔκανε ὁ Θεὸς σὲ μένανε…; Ἄστε με ρὲ νὰ τόνε κιώσω τὸν κερατά… Εἶναι μακριά μου ὁ Θεός, δὲ μὲ βλέπει καὶ δὲ μ’ ἀκούει…
Καὶ δώστου νὰ χτυπάει τὸ κεφάλι του μὲ τὴν πέτρα καὶ νὰ κουνάει πέρα δώθε, τ’ ἄλλο του τὸ χέρι μὲ τὴ μαχαίρα…  
Ὅταν ὁ Λιάκουρας ἔφτασε στὸ σταυροδρόμι, μπροστὰ στὸ σπίτι τοῦ Μπιλάλη, ἔκανε νὰ πάρει τὸ δρόμο ἀριστερά, κατὰ τοῦ Ρετζέπη. Ἐκεῖ τὸν πρόλαβε ἡ γυναίκα τοῦ Τσιβιτάνου. Ἡ Μιχαλιώ, ποὺ πῆρε τὴ θέση τῆς ἀδερφῆς του, ὅταν ἐκείνη πέθανε ἀπὸ συγκοπή μετὰ τὸ φονικὸ τοῦ ἀλογοσούρτη τοῦ Τσιάμπουρα τὸ ’39, μέσα στὸ μαγαζὶ τοῦ Τσιβιτάνου.
—Ἄσε με ἀδερφή, τῆς εἶπε, ἄσε με νὰ τὸν φάω καὶ νὰ φαγωθῶ, τί θέλω πλιὰ νὰ ζῶ ἐγώ… Τί  τὴ θέλω τέτοια ζωή, μὲ τὸ σημάδι στὸ κούτελο…
Εἶχε μαζευτεῖ κόσμος πολύς. Ὁ μπάρμπα Λιὰς ἔσκουζε καὶ χτυπιόταν. Προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ πάρουν τὴν πέτρα καὶ τὸ μαχαίρι.
—Φυγέτε ρέ, φώναζε, θὰ τοῦ βγάλω τ’ ἄντερα…
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασε κι ὁ Τσιβιτάνος. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ μπράτσο, τοῦ πῆρε τὸ μαχαίρι. Ἄλλοι τοῦ ρίχνανε νερὸ στὸ πρόσωπο, αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ξεφύγει καὶ κάποια στιγμὴ τοῦ πήρανε καὶ τὴν πέτρα. Στὸ τέλος παραδόθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Τσιβιτάνου. Τὸν κάθισαν σὲ μιὰ πεζούλα. Σπαρτάραγε τὸ κορμάκι του. Προσπαθοῦσαν νὰ τὸν καλμάρουν. Τίποτα! Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὀχλοβοὴ τὸν ἀνεβάσανε σιγά-σιγὰ ἀπάνου, στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ του. Ἡ Μιχαλιὼ κλαίγοντας τοῦ ἔπλυνε τὸ πρόσωπο. Τὸν εἶχε κι αὐτὴ σὰν ἀδερφό. Κάπως ἡρέμησε. Ἀπὸ κάτου, στὴν κρεβάτα τοῦ Τσιβιτάνου, εἶχε μαζευτεῖ ὅλο τὸ χωριό.. Οἱ γυναῖκες ἦσαν ἀγανακτισμένες.
—Ἀκοῦς ἡ παλιόπλαση, νὰ γκαστρώσει τὸ μπαχαλιάρικο τοῦ Λιάκουρα!… Δὲν τὴν ἔδενε ὁ σκουληκιάρης τὴ ξερή του; Τί τοῦ χρώσταγε ὁ μαῦρο Λιάκουρας τέτοια ντροπή…; Κακὸ χρόνο νἄχει καὶ μαῦρο ὁ κερατάς… Τὸ ἀθῶο, ὁ κερατάς…, ποὺ νὰ τὸν πιάσει τὸ κακὸ σιγενικό….

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα, ὁ μπάρμπα Λιάκουρας ἀραίωσε τὶς ἐπισκέψεις του στὸν καφενέ. Ντρεπόταν. Δὲν ἔβγαινε πιὰ στὴ πλατεία, παρὰ μονάχα ὅταν ἤτανε μεγάλη ἀνάγκη. Οὔτε τὸ ρετσίνι του δὲν ἔφερνε πιὰ στοῦ Μπάμπη. Συνεννοήθηκε μαζί του νὰ τὸ παίρνει ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν Κάτου Ρούγα. Μὲ τὸ φορτηγό. Ἄρχισε νὰ πίνει, αὐτὸς, ποὺ μονάχα στὶς γιορτὲς ἔπινε καὶ μόνο γιὰ τὸ καλό τὄβανε στὸ στόμα του.
Τότε κατέβηκε κι ὁ μεγάλος του στὸ χωριό. Πῆγε στὸ σπίτι κορδωμένος, νὰ ὑπερασπιστεῖ τάχα μου τὴν τιμὴ τῆς οἰκογένειας. Πῆρε ἕνα ματσούκι κι κανε νὰ βαρέσει τὴ Ροϊδούλα! Ὁ μπάρμπα Λιάκουρας μπῆκε στὴ μέση. Τοῦ εἶπε:
—Κάτσε καλά. Κι ἅμα εἶσαι ἄντρας, νὰ πᾶς νὰ βρεῖς τὸν ἐγκληματία… ὄχι τοῦτο τ’ ἀθῶο… τ’ ἀκοῦς; Ἐκεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Εἶπε:
—Τὰ κανόνισα γιὰ τὸ μούλικο. Θὰ τὸ πάρουνε στὸ ἵδρυμα. Μετὰ θὰ τὸ δώκουνε σὲ οἰκογένεια… Ἡ Ροϊδούλα στὸ πλάι ἔβαλε τὰ κλάματα…

Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς γέννας, ὁ Λιάκουρας πῆρε τὴ Ροϊδούλα μ’ ἕνα ταξὶ καὶ τὴν κατέβασε στὸν Πύργο. Ἀπὸ κεῖ μὲ τὸ ὠτομοτρὶς κατ’ εὐθεῖαν στὴν Ἀθήνα. Στὸν ἀνιψιὸ του τὸ Νίκο. Στὴν «ὁδὸς» Μουστοξύδη. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν καὶ ἡ κλινική. Γεννήθηκε τὸ παιδί, ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι. Τὸ ἔδωσαν στὸ ἵδρυμα. Μετὰ τὸ υἱοθέτησε μιὰ οἰκογένεια. Ἡ Ροϊδούλα σούρωσε στὸ κλάμα ἡ δόλια... Ὅμως, ποιός τὴν ἄκουγε..;
Ὁ λιμοκοντόρος ἐραστὴς ἔκανε τὴν πάπια. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ χωριὸ γιὰ κάνα δυὸ χρόνια. Γκεζέραγε πότε κάτω στὸν Πύργο, πότε πάνω στὴν Ἀθήνα. Μετὰ ξαναγύρισε κι ἔσπειρε ἕνα σωρὸ παιδιά, πρὶν παντρευτεῖ καὶ κάνει οἰκογένεια. Γιὰ τὸ παιδὶ τῆς Ροϊδούλας δὲν ξανάγινε κουβέντα. Ὁ μπάρμπα-Λιάκουρας πέθανε πικραμένος, στὰ μέσα της δεκαετίας τοῦ ’80.
Ἡ Ροϊδούλα συνέχισε νὰ πηγαίνει στὰ πρόβατα, φασκιωμένη μ’ ἕνα μαντήλι, ἀμίλητη. Γέρασε. Ἡ μάνα της, ἡ θειὰ Θοδωρούλα εἶχε κι αὐτὴ πολὺ γεράσει. Δὲ μποροῦσε πλέον νὰ κάνει δουλειὲς στὸ σπίτι. Ἡ Ροϊδούλα ἔτρεχε ἡ μαύρη ἀπὸ δῶ κι ἀποκεῖ. Μαγείρευε, καθάριζε, πήγαινε στὸ κοινοτικὸ γραφεῖο, σὰν ἐρχότανε ὁ γιατρὸς νὰ τοὺς γράψει τὰ φάρμακα. Παίρνανε τὴ σύνταξη τοῦ μπάρμπα Λιάκουρα. Ἐρχότανε κι ἕνα τσέκι ἀπὸ τὴν Ἀμέρικα. Δόξα τῷ Θεῷ, καλὰ περνάγανε. Ἤτανε καὶ ἡ Ἀλέξω μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά της ποὺ τὶς πρόσεχαν καὶ τὶς βόηθαγαν.

Προχωρημένος Δεκέμβρης. Κατέβαινε ἕνας δρόλαπας ἀπὸ τὴν Κάπελη, κι ἔφτανε ὣς τὰ ὀστά. Κοντεύανε Χριστούγεννα. Στὸ χωριὸ ἐρημιά. Τὰ τζάκια ἔκαιγαν κι οἱ καμινάδες κάπνιζαν... Κανεὶς δὲν ἔβγαινε χωρὶς αἰτία ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ τέτοιο καιρό. Ἕνα πρωινό, μέσα σὲ κεῖνον τὸν μουντὸ καιρό, ἦρθε ἕνα ἁμάξι στὴν πλατεία. Ἕνα ζευγάρι ἤτανε μέσα. Ρωτήσανε τὸν Μαρίνη τὸ Ρετζέπη ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα πήγαινε ν’ ἀγοράσει τσιγάρα:
—Ποῦ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ μπάρμπα Λιάκουρα; Τοὺς ἔδειξε.
Κάνανε στροφὴ καὶ γύρισαν πίσω, γιὰ τὴν Κάτου Ρούγα. Δὲν τοὺς εἶδε ἄλλος κανείς. Πήγανε ἐκεῖ κάτω καὶ χτυπήσανε τὴν πόρτα. Μισάνοιξε ἡ Ροϊδούλα. Ἡ ξένη γυναίκα ἤτανε μπροστά. Ρώτησε γιὰ τὸν μπάρμπα Λιάκουρα. Ἡ Ροϊδούλα τὴν κοίταζε κι ἔλεγε:
—Ἀλησμόνα πῆγε, Ἀλησμόνα πῆγε…
—Ποιός εἶναι παιδάκι μου, ποιός εἶναι ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ παραγώνι ἡ θειὰ Θοδωρούλα… Τότε ὁ ἄντρας ἔσπρωξε λίγο τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα.
—Καλὲ θειά, ψάχνουμε τὴν Ρόϊδω τοῦ μπάρμπα Λιάκουρα, ἐδῶ εἶναι;
—Ἐγώ, ἐγώ, ἔκανε ἡ Ροϊδούλα… 
—Τί θέτε παιδάκι μου; ἐφτούνη εἶναι, εἶπε ἡ θειά… Τότε ἡ νέα γυναίκα ἀπὸ δίπλα λύθηκε στὸ κλάμα. 
—Μάνα, εἶπε, κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ρόϊδως. Ἡ Ροϊδούλα κατάλαβε περισσότερο ἀπὸ ἔνστικτο ὅτι ἦταν τὸ παιδί της κι ἔβγαζε διάφορες ἄναρθρες κραυγές, ἀνακατεμένες μὲ τὶς λέξεις:
—Μάνα-παιδί, μάνα-παιδί, κι ἔκλαιγε σφίγγοντας τὴν κόρη της στὴν ἀγκαλιά της.
Ἡ  θειὰ Θοδωρούλα φοβισμένη, μαζεμένη στὴ γωνιὰ μὲ τὰ μάτια γεμάτα τρόμο, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε:
—Παναγία μου, κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια... Εἴχανε εἰπεῖ ὅτι δὲν θὰ μᾶς μαρτυρήσουνε… Παναγία μου βόηθα με, τὴ φτωχιά…
Οἱ ἐπισκέπτες μάταια προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ἠρεμήσουν. Ἡ Ροϊδούλα εἶχε γαντζωθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς κόρης της κι ἔκλαιγε σὰν ἀγρίμι. Ὅταν κάπως ἠρέμησαν τὰ πράγματα, ὁ ἄντρας προσπάθησε νὰ βάλει μιὰ σειρὰ στὴν κουβέντα. Πράγμα δύσκολο βέβαια. Εἶπε:
—Γιαγιά, αὐτὴ εἶναι ἡ κόρη τῆς Ροϊδούλας, εἶναι γυναίκα μου. Ἔψαξε πολὺ νὰ σᾶς βρεῖ, νὰ βρεῖ τὴ μάνα της… Ἡ θειὰ τὸν ἀντίκοβε:
—Τί λὲς παιδάκι μου; κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε… Ἡ Ροϊδούλα δὲν ἔχει παιδί…
Μόλις ἔλεγε ἔτσι ἡ θειὰ Θοδωρούλα, ἡ Ροϊδούλα ἀγρίευε καὶ συνέχιζε τὸ σπαρακτικὸ κλάμα.
—Παιδί, παιδὶ δικό μου τοῦτο…, ἔλεγε κι ἔδειχνε τὴν νεαρὴ κυρία οὐρλιάζοντας. Μὲ τὰ χίλια ζόρια καθησύχασαν τὴν γερόντισσα καὶ ἡρέμησαν τὴν Ροϊδούλα.
Ἡ θειὰ Θοδωρούλα φοβόταν μὴ μαθευτεῖ ἡ ἐπίσκεψή τους στὸ χωριὸ καὶ τί θὰ εἰπεῖ ὁ κόσμος, ποὺ τώρα ἔχει λησμονήσει… Ἡ Ροϊδούλα κρατοῦσε τὸ χέρι τῆς νεαρῆς γυναίκας καὶ τὸ φιλοῦσε. Ἦταν ἥσυχη· τὰ μάτια της ἦσαν  βουρκωμένα. Ποῦ καὶ ποῦ ἄφηνε ἕνα γρύλισμα χαρᾶς. Δίπλα ἡ θειὰ Θοδωρούλα εἶχε ἄγχος μὴν τὸ μάθουν οἱ χωριανοὶ καὶ τὸ γράψουνε τοῦ μεγάλου της στὴν Ἀμέρικα…
Τὸ ζευγάρι βγῆκε μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα. Μπῆκαν στ’ αὐτοκίνητο καὶ πῆγαν στοῦ Λάλα. Ἐκεῖ, στὸ παντοπωλεῖο, ψωνίσανε πολλὰ πράγματα καὶ γύρισαν στὶς δυὸ γυναῖκες. Ἡ νεαρὴ ἔκανε διάφορες δουλειές. Συγύρισε τὸ σπίτι καὶ μετὰ ἔκατσε πλάι στὴ Ροϊδούλα κρατώντας μὲ στοργὴ τὸ χέρι της. Τὰ μάτια τῆς Ροϊδούλας ἔλαμπαν. Φρούμιζε σὰ μικρὸ μποζιάκι ποὺ χορτασμένο κάθεται ἤρεμα πλάι στὴ μανούλα του. Ἐδῶ οἱ ρόλοι εἶχαν ἀντιστραφεῖ. Ἀργὰ τὸ ἀπόγιομα οἱ ξένοι εἶπαν νὰ φύγουν. Τότε ἡ Ροϊδούλα ἄρχισε πάλι νὰ ταράζεται καὶ νὰ κλαίει. Τὴν πῆρε ἡ κόρη της ἀγκαλιὰ καὶ τὴν ἠρέμησε. Συνεννοήθηκαν νὰ ξανάρθουν, ἀλλὰ νὰ λένε ὅτι εἶναι τὰ ἐγγόνια τοῦ Ἀναγνώστη, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς θειᾶς Θοδωρούλας. 
—Γιατὶ ἂν τὸ μάθει ὁ μεγάλος παιδάκι μου, θὰ ἔρθει ἀπ’ τὴν Ἀμέρικα καὶ θὰ γενεῖ κακό…

Στὸ χωριό, ὅταν οἱ γειτόνισσες ἔβλεπαν τὴν κούρσα νἄρχεται, λέγανε:
—Ρὲ κοίτα ἐκεῖνο τὸ τσιουπὶ τοῦ Ἀναγνώστη πῶς τὸ τραβάει τὸ αἷμα τῆς συγγένειας κι ἔρχεται συνέχεια στὴ θειὰ του καὶ στὴν ξαδέρφη του…!
Τότες, κοντά ἤτανε ποὺ παρατηρήσανε ὅτι ἡ θειὰ Θοδωρούλα δὲν τά ’λεγε καλά. Κι’ ἀκόμη, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ἤξερε νὰ γυρίσει. Ἦρθε ὁ γιατρός, τὴν ἐξέτασε καὶ εἶπε: 
—Ἀλτζχάϊμερ, πρέπει νὰ πάει στὸ νοσοκομεῖο.
—Ὄχι, θὰ παντρευτῶ, ἀντέκοψε μὲ σοβαρότητα τὸν γιατρὸ ἐκείνη. Ἡ Ἀλέξω ἀπὸ δίπλα εἶπε:
—Ναί, θὰ σοῦ φέρουμε γαμπρὸ ἀπὸ τοῦ Σκούπι… μπό-μπὸ συφορὰ ποὺ μᾶς βρῆκε, τί θὰ γίνει τὸ κακόμοιρο τὸ μπαχαλὸ τώρα..; καὶ γυρίζοντας στὸν γιατρό:
—Τί εἶναι φτοῦνο γιατρέ, πῶς τὄειπες..;
—Ἀλτζχάϊμερ, ἐπανέλαβε ὁ γιατρός.
—Δὲν κατέχω παιδάκι μου, εἶπε ἡ Ἀλέξω γιομάτη ἀπορία…
—Τὄχασε, τῆς εἶπε ὁ γιατρός, τὄχασε….
—Μπά; εἶπε ἡ Ἀλέξω ἔκπληκτη. Μετὰ πῆρε τὴ θειὰ καὶ κινήσανε γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ θειὰ στὸ δρόμο, ἐπέμενε νὰ παντρευτεῖ. Κι ἡ Ἀλέξω τῆς ἔκλεινε τὸ στόμα:
—Σώπα δόλια θειά, θὰ γενοῦμε ρεζίλι…, τέτοια λόγια σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία…
Γράψανε τοῦ μεγάλου γιοῦ της στὴν Ἀμερική. Τὸ καὶ τό. Τί νὰ κάνουμε; Μετὰ ἀπὸ καμιὰ βδομάδα ἔφτασε ἕνα τηλεγράφημα. Ἔρχομαι ἑπόμενη Τρίτη. Κρατᾶτε την ἐντὸς οἰκίας… Ἡ Ἀλέξω ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες, μέχρι νἄρθει ὁ ξάδερφος. Ἔπασχε κι αὐτὴ μὲ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ἔτσι, ὅταν ἦρθε ὁ ξάδερφος, ἡ Ἀλέξω τὰ μεγάλωνε λιγάκι, γιατί, νά, ὁ ξάδερφος εἶχε καὶ τὴν τσέπη γιομάτη δολάρια. Ἤτανε καὶ χουβαρντάς…
—Πρέπει νὰ τηνε βάλω στὸ γεροκομεῖον, εἶπε αὐτός. Διότι ἂν λέγει ὅτι θέλει γαμβρό, θὰ γελᾶνε οὖλοι μὲ ὑμᾶς…. Στὸ πανσιὸν γιὰ γέρους… Ἀλέξω πλήζ, θὰ προσέχεις τὴν Ρόϊδω. Πάρε ἑκατὸ ντόλαρς καὶ ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι. Θὰ πάω τὴ μάνα εἰς τὸ πανσιόν, στὰς Ἀθήνας… Μετὰ θὰ ἐπιστρέψω καὶ βλέπομε διὰ τὴν Ρόϊδω...
Πῶς τὰ ἔλεγε ὁ μόρτης! Εἶχε μορφωθεῖ τόσα χρόνια στὴν Ἀμέρικα, σκέφτηκε ἡ Ἀλέξω…
Ἦταν καλὸς σ’ αὐτὲς τὶς ἀποστολές. Ἔφερε τὴν μάνα του μ’ ἕνα ταξὶ στὴν Ἀθήνα καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Ἑλένης τὴν βάλανε σὲ μιὰ πανσιὸν γιὰ ἡλικιωμένους, στὴν Βάρκιζα. Θὰ πληρώνανε τὴ σύνταξη κι ἐπιπλέον ἕνα μικρὸ ποσό. Ἦταν καλὴ ἐπιλογὴ ἀπ’ ὅ τι ἀπεδείχθη, γιατὶ ἡ γερόντισσα ἔζησε ἐκεῖ πολλὰ χρόνια ἀκόμη.
Ὅταν γύρισε πίσω στὸ χωριό, ἔπρεπε ν’ ἀντιμετωπίσει τὸ πρόβλημα τῆς Ροϊδούλας. Ἔπιασε τὸν γραμματέα καὶ ἔβαλε μπροστά νὰ τῆς βγάλει μιὰ ἀναπηρικὴ σύνταξη. Θὰ στέλναν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀδέρφια κάθε μήνα ἕνα ποσὸ κι ἔτσι, ἀφοῦ τὰ τακτοποίησε ὅλα, ἔφυγε πάλι στὴν Ἀμερική. Θὰ ξαναρχόταν τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι. Ἡ Ἀλέξω θὰ πρόσεχε την Ροϊδούλα καὶ θὰ διαχειριζόταν τὰ χρήματα. Τῆς εἶχε τυφλὴ ἐμπιστοσύνη. Κι ἐκείνη τοὺς ἀγάπαγε τοὺς συγγενεῖς καὶ ἰδιαίτερα τὴ Ροϊδούλα. Ὑπῆρχε μεγάλη κατανόηση μεταξύ τους.
Ἔτσι ἡ Ροϊδούλα ἔμεινε μόνη. Κουρβουλιάστηκε ἡ καημένη μέσα στὸ σπίτι. Δὲν ἔβγαινε καθόλου ἔξω. Μονάχα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, πλάι στὴν ξύλινη θύρα, καθόταν τ’ ἀπογέματα. Σάρωνε καμιὰ φορὰ ἐκεῖ ἕνα γύρω. Μετὰ φασκιωνόταν μὲ τὸ μαῦρο μαντήλι της καὶ καθόταν στὴν πεζούλα ἐπὶ ὦρες. Αὐτὸ δὲν κράτησε πολύ. Μετὰ ἀπὸ κάνα ἑξάμηνο εἶπε τῆς Ἀλέξως:
—Πονεῖ, πονεῖ…
—Ποῦ πονεῖ, ρὲ δόλιο;
—Πονεῖ ἐκεῖ καὶ τῆς ἔδειχνε τὴν κοιλιά της. Ἡ Ἀλέξω παρατήρησε ὅτι ἦταν κίτρινη σὰν τὸν χασέ, κι ἀδύνατη, εἶχε χάσει πολλὰ κιλά. Ἀνησύχησε. Συνεννοήθηκε μὲ τὸ Σπύρο, τὸν ἄντρα της καὶ πήρανε τηλέφωνο στὴν Ἀμερική.
—Σπύρο, πάγαινέ την στὸ νοσοκομεῖο, στὸν Πύργο… κι ἐγὼ ἔρχομαι… Μόλις ἔρθω στὸ χωριό, θὰ στὸ ξεπλερώσω, τοῦ εἶπε ὁ ἐξάδελφος… Τὴν πήγανε στὸν Πύργο, στὸ νοσοκομεῖο. Ὀξεία λευχαιμία, εἴπανε οἱ γιατροὶ μετὰ τὶς ἐξετάσεις.
—Θὰ ζήσει γιατρέ; ρώτησε ὁ Σπύρος.
—Τὸ πολὺ δυὸ μῆνες, ἀπάντησε ὁ γιατρός.
Τὸ δόλιο ἔφυγε σὲ μιὰ βδομάδα. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπὰς ἔψελνε τὰ κατευόδια, ἔφτασε ἡ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της. Κρατάγανε δυὸ ἀγκαλιὲς λουλούδια. Ὅταν τὴ βγάλανε στὰ κυπαρίσσια, ἡ κόρη της δὲν ἄντεξε. Μιὰ σπαρακτικὴ κραυγὴ ἀκούστηκε:
—Στὸ καλὸ μανούλα...
Ὁ κόσμος αὐτιάστηκε. Κοιτάξανε ὅλοι μὲ μιᾶς ἐκείνη τὴν ἀρχοντογυναίκα ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ καιρὸ στὸ χωριὸ κι ἐπισκεπτόταν τὴ Ροϊδούλα. Ποιός νὰ τὴν ἔκανε κόρη τῆς Ροϊδούλας! Τὸ εἴχανε ὅλοι χάψει ὅτι ἦταν κόρη τοῦ Ἀναγνώστη. Κανεὶς δὲν εἶχε ὑποψιαστεῖ ὅτι ἤτανε τὸ παιδάκι της. Τότε ὁ μεγάλος, ποὺ τά ’χασε πρὸς στιγμήν, εἶπε μὲ ψυχρὸ τρόπο:
—Τί μάνα καὶ ξεμάνα… Μερίδιο ἀπὸ τὴν περιουσία δὲν ὑπάρχει. Κι ἀφῆστε τα αὐτά… Νὰ πᾶτε ἀπὸ κεῖ ποὺ ἤρθατε…

Ἔπειτα, γύρισε ἀπότομα κι ἔφυγε ἀπὸ τὸ Κοιμητήρι. Τὸ παιδὶ τοῦ Λιᾶ ἀπὸ τὸν Κάμπο, μεθυσμένο ὅπως πάντα, ἔριχνε τὶς τελευταῖες φτυαριὲς ἀπάνω στὸ κιβούρι. Κάτι λίγοι συγγενεῖς ποὺ βρίσκονταν στὸ πλάι μαρμαρωμένοι, κοίταζαν τὸ ἄγνωστο νεαρὸ ζευγάρι ποὺ πενθοῦσε ἀπαρηγόρητο τὸν χαμὸ τῆς Ροϊδούλας. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ  ἥλιος ἔγερνε κατακόκκινος, πέρα στὸ Ὀροπέδιο πίσω ἀπ’ τοῦ Λάλα…



Τὰ πρόσωπα καὶ οἱ καταστάσεις τοῦ παρόντος διηγήματος εἶναι προϊόντα τῆς φαντασίας τοῦ δημιουργοῦ καὶ οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὴν πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: