Σχολιασμός: ΒΙΚΤΩΡ ΚΑΜΧΗΣ
1962.10 Ἐπιστολὴ καὶ καταγραφὴ ὀνείρου Καχτίτση πρὸς Γονατᾶ, Μόντρεαλ, 20 Ὀκτωβρίου 1962
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 11ο,
Ἄνοιξη 2012.
α΄ δημοσίευση: Νίκος Καχτίτσης, «Τρία ὄνειρα. Τρία ἀνέκδοτα γράμματα τοῦ Νίκου Καχτίτση πρὸς τὸν Ε. Χ. Γονατᾶ», Τὸ Τέταρτο. Μηνιαῖο περιοδικὸ πολιτικῆς καὶ τέχνης, Δεκέμβριος 1985, τχ. 8, σ. 88-89 [1985.6].
*
DIALEMOS
XENDATHIN,
NATIONAL
POET
OF
THE BESIEGED CITY OF GHENT
Σκηνὴ ποὺ διανοήθηκα μὲ τὴ νοσηρὴ φαντασία μου
τὰ χαράματα τῆς Κυριακῆς 20 Ὀκτ[ωβρίου] 1962
***
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐμεῖς
κοιμόμαστε στὴν κρεβατοκάμαρη, ὁ δὲ Τόμμυ στὸ σαλόνι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς χωρίζει
ἕνας μακρὺς διάδρομος σὰ λαιμός, καὶ δύο πόρτες, κλεισμένες, ὥστε νὰ μὴ μὲ
ἐνοχλοῦν τὰ ἑκάστοτε κλάμματα τοῦ βρέφους. Τὸ σαλόνι αὐτὸ ἀποτελεῖται, ἀπὸ
ἠλιθιότητα τῶν «ἀμερικάνων» μηχανικῶν, ἀπὸ δύο τεράστια δωμάτια, ἄχρηστα γιὰ
ἄλλη χρήση, δεδομένου ὅτι δὲν τὰ χωρίζει καμμία πόρτα, ἢ χώρισμα – ἐν ἀντιθέσει
πρὸς τὸ γραφεῖο μου καὶ τὴν κρεβατοκάμαρη, στὸ ἀντίθετο ἄκρο τοῦ διαδρόμου, ποὺ
εἶναι φτιαγμένα καὶ τὰ δύο γιὰ ζωΰφια, καὶ ὄχι γιὰ ἀνθρώπους: τόσο τσουρούτικα
εἶναι. Καταλήξαμε στὴν ἀπόφαση νὰ τὸν κοιμίζουμε στὸ σαλόνι αὐτό, (α) γιὰ τὸν
παραπάνω λόγο, καὶ (β) γιὰ νὰ τὸν κάνουμε νὰ συνηθίσει στὸ σκοτάδι, μόνος, καὶ
στὴ μοναξιά, καὶ σ' ἕνα περιβάλλον κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον grand
guignol, δεδομένου ὅτι τὸ «σαλόνι» αὐτὸ ἀποτελεῖται
ἀπὸ παμπάλαια, βικρτωριανὰ ἔπιπλα (ἀγορασμένα ἔτσι μέσα στὸ πρόγραμμα τῆς
δημιουργίας «κεφαλαίου»), βιβλιοθῆκες, καὶ κουρτίνες, πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὅταν
εἶναι κατεβασμένες, θὰ μποροῦσαν νὰ κρύβωνται, κάλλιστα, ἀρκετὰ φαντάσματα –
γιατὶ εἶναι κι' αὐτὲς πεπαλαιωμένες. Ἂς προστεθεῖ ὅτι εἶναι, ὄχι μόνο
πεπαλαιωμένες, ἀλλὰ καὶ κατασκονισμένες, καὶ στεγνὲς ἀπὸ κάθε εἴδους ὑγρασία.
Στὸ «μεγαλοπρεπές» αὐτὸ σαλόνι, ἕνα ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ ὁποίου βλέπει πρὸς ἕνα
φωταγωγό, πρὸς τὸν ὁποῖο ὅταν κυττάζω μὲ κλεισμένα τὰ φῶτα τοῦ σαλονιοῦ ἔχω τὴν
ἐντύπωση τοῦ Λονδίνου τὴν ἐποχὴ τοῦ συσκοτισμοῦ καὶ τῶν βομβαρδισμῶν –στὸ
σαλόνι αὐτό, λέγω, καπνίζει ἀρειμανίως ὁ ὑποφαινόμενος, παραδομένος εἰς τὰς
σκέψεις τους, καὶ πολλάκις, μὲ τὴν ἀφηρημάδα ποὺ τὸν διακρίνει, ξεχνάει τὸ
τσιγάρο του ἀναμένο, ὡς συνέχεια τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐπανειλημμένως καεῖ διάφορα
σημεῖα τοῦ καναπὲ (ἀπὸ βυσινὶ βελοῦδο), τῶν πολυθρονῶν, καὶ τῶν ταπήτων–
οἱ ὁποῖοι εἶναι σχετικῶς μοδέρνοι, πρὸς πλήρη ἀπελπισίαν τῆς Θαλείας.
Ἐρχόμεθα, τώρα, στὰ
χαράματα τῆς πρωΐας αὐτῆς. Μέσα στὸν ὕπνο μου, αἰσθάνομαι τὴ Θάλεια νὰ
σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι κατὰ ἕναν ἀπότομο τρόπο καὶ νὰ πηγαίνει πρὸς τὸ
διάδρομο – πρᾶγμα στὸ ὁποῖο δὲν δίνω καμμία ἰδιαίτερη σημασία, καὶ, γυρίζοντας
ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρό, παραδίδομαι ξανὰ στὶς ἀγκάλες τοῦ Μορφέως. Τότε
ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ Φίλιππος τῆς Ἀγγλίας, ὑπηρέτης τοῦ ὁποίου εἶμαι, μὲ
ἐπιπλήττει κατὰ γλοιώδη τρόπο (γατὶ οὔτε μὲ βρίζει, οὔτε μὲ ἀπειλεῖ, παρὰ ἁπλῶς
μοῦ κάνει παρατήρηση κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει σὲ τὶ βάραθρο βρίσκομαι μπροστὰ
στὴν «ὑψηλότητά» του), ἐπειδή, τῆ παρουσία του, φοροῦσα καπέλλο, καὶ
ἐπιπροσθέτως, ὅταν τοῦ βάστηξα τὸ πανωφόρι γιὰ νὰ τὸ φορέσει, δὲν πῆρα τὸ
ἀνάλογο ὕφος, καὶ στάση, ποὺ θὰ ἅρμοζε νὰ πάρω μπροστὰ σ' ἕνα «ὑψηλό» πρόσωπο.
Τέλος, μὲ διέταξε νὰ πάω νὰ τοῦ φέρω ἕνα σάντουϊτς ἀπὸ ζαμπόν, κι' ἐγώ, ἐξ
ὑπαιτιότητος τοῦ μάγερα τοῦ παλατιοῦ, τοῦ ὁποίου εἶχε τελειώσε τὸ ζαμπόν, τοῦ
πῆγα σάντουϊτς ἀπὸ ἄλλο κρέας. Ἐνῶ στέκομαι μπροστά του, ἀποτροπιασμένος μὲ τὴ
γλοιώδη στάση του, θυμᾶμαι ὅτι, ὅταν, λίγο πρὶν ἀπ' αὐτόν, χρειάσθηκε νὰ
ὑπηρετήσω τὸ στρατάρχη Μοντγκόμερυ, τοῦ ἐφέρθηκα μὲ παραδειγματικὸ σεβασμό, ὁ
ὁποῖος δὲν ἦταν παρὰ ἀποτέλεσμα τοῦ σχετικοῦ σεβασμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο φέρθηκε πρὸς
το πρόσωπό μου ὡς Νικολάου Καχτίτση, καὶ θυμᾶμαι ἐπίσης ὅτι, μπροστὰ σ' αὐτὸ
τὸν ἥρωα τοῦ λαοῦ, στεκόμουνα συνεχῶς σὲ στρατιωτικὴ προσοχὴ καὶ πήγαινα στὰ
θελήματα, ποὺ μὲ διέταξε νὰ κάνω, μὲ στρατιωτικὸ βῆμα, ποὺ μοῦ μετέδιδε τὴν
ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἱκανοποίηση ὅτι σ' ἐμένα εἶχε πέσει ὁ λαχνὸς νὰ ὑπηρετῶ ἕνα
τέτοιο πραγματικὰ ὑψηλὸ πρόσωπο. –Ἐνῶ, μὲ τὸν ἐπίπλαστο αὐτὸ ναυαρχάκο (φοροῦσε
τὴ γνωστὴ ἐκείνη στολὴ τοῦ ναυτικοῦ), ἀηδίαζα μὲ κάθε τὶ ποὺ ἔκανα, καὶ
ἀγανακτοῦσα σὲ σημεῖο αὐτοκτονίας ἢ φόνου ποὺ ἔβλεπα ὅτι ἦταν τῶν ἀδυνάτων τὸ
ἀδύνατον νὰ διανοηθεῖ ποτὲ ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν περιφρονεῖ τόσο ἕνας
ὑπηρέτης, ὅπως ἐγώ.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούω
σπαρακτικὲς κραυγὲς βρέφους, καὶ ὑστερικὲς κραυγὲς γυναικός, ποὺ δὲν
προέρχονται παρὰ ἀπὸ τὸν Τόμμυ καὶ τὴ Θάλεια, ἀπὸ τὸ σαλόνι. Τότε
ἀντιλαμβάνομαι ὅτι κάτι τὸ τρομερὸ εἶχε συμβεῖ ὅταν σηκώθηκε ἡ τελευταῖα ἀπὸ τὸ
κρεβάτι, ἀλλά, ὅπως συνήθως, δὲν μὲ ξύπνησε, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀνησυχήσει.
Σᾶς τονίζω ὅτι αὐτὸ
μᾶλλον τὸ φαντάσθηκα παρὰ τὸ ὀνειρεύθηκα.
Ἐπὶ τούτοις, δεχθῆτε,
Κύριε, κ.λπ. κ.λπ., καὶ ἔρρωσθε εὐδαιμονῶν,
Τὰ
σβυσθέντα ἀνήκουν
στὸν
Στοππάκιο Παπένγκο
|
Διαλεμὸς Ξεντάδιν1
ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς χειμαζομένης πόλεως
Γάνδης
|
*
Ἀπ' ὅ,τι ἔχω συναρμολογήσει ἀπὸ τὰ
γράμματά σας, τὸ σπίτι σας θὰ πρέπει νὰ βλέπει πρὸς βορρᾶν, τὸ δὲ γραφεῖο καὶ
κρύπτη σας θὰ πρέπει νὰ εἶναι στὸ ἰσόγειο. Ἔχω δημιουργήσει ἄπειρες
φαντασιώσεις σχετικὰ μὲ τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζεῖτε, ἔχω δὲ πλέον συνεχῶς τὴν
αἴσθηση ὅτι δὲν κάνετε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ γράφετε σ' ἔμένα. Ἔχω ἀρχίσει ἕνα
ἄλλο γράμμα, ἀλλὰ θὰ τὸ τελειώσω ἄλλη στιγμή. Βρίσκομαι σὲ τρομερὴ ἀγωνία στὴν
προσπάθειά μου νὰ ἀπαντήσω στὰ τελευταῖα γράμματά σας καὶ κείμενά σας,β
τὰ ὁποῖα μὲ ἔχουν κυριολεκτικὰ τρελλάνει. Μοῦ συμβαίνει τὸ καταπληκτικὸ ὅτι,
ἀμέσως ὅταν λάβω γράμμα σας μπαίνουνε σὲ κίνηση ὅλοι οἱ μυστικοί μου
μηχανισμοί, μὲ καταλαμβάνει πανικός, τρομερὴ ἔξαψη, – ὅλη ἡ ἱστορία,
λογοτεχνία, γεωγραφία, τοῦ κόσμου, βρίσκονται μπροστά μου, μέσα μου. Νομίζω ὅτι
ἔχω εἰσχωρήσει μέσα στὰ μυαλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ξεχωριστὰ καὶ μαζί. Ὁ ἄσχημος
καὶ ἀπαίσιος γραφικός σας χαρακτήρας, μ' ἕνα σωρὸ παραπομποῦλες, τσοντοῦλες,
χαρτίδια, κ.λπ., μοῦ δίνει τὴν ἐντύπωση τῶν σκοτεινῶν δρόμων πού, μαιανδρικά,
ὁδηγοῦν στὰ ἐρέβη τῆς ψυχῆς. Ἡ μύτη τῆς πέννας σας ἔχει ἀγγίξει ὅλα τὰ πράγματα
ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν. Τὸ ΜΕΓΑΛΟ καὶ μνημειῶδες μυστικὸ τοῦ
ἔργου σας (κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἐκφράσω ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοδιάβασα βιβλίο
σας, ἀλλὰ ποὺ ξεκαθαρύζω μόλις αυτὴ τὴ στιγμή) τὸ μεγάλο μυστικό σας
εἶναι, ὅτι, μέσα στὴν παραμικρή σας φράση περικλείεται, συμπυκνωμένος, ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ. Δυστυχῶς, δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἐκφράσω
ὡραῖα – ἴσως θὰ τὰ ἐξέφραζα καλλίτερα προφορικῶς. Θὰ τὸ περιγράψω ἀλλοιῶς: Ἡ
κάθε σας φράση περικλείει ὅλη σας τὴν κοσμοθεωρία (ἡ ὁποία εἶναι ἡ γνώση ὅλων
τῶν πραγμάτων). Ἔτσι, ἕνα κείμενό σας δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ μικρογραφίες
τῆς κοσμοθεωρίας σας – κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἡ Ὕλη ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄτομα
ἀποτελούμενα ὅλα ἀπὸ τὴν ἴδια ὕλη. ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΣ μὲ τὸν ἑαυτό μου ποὺ κατώρθωσα νὰ
ἐκφράσω περίπου αὐτὸ ποὺ θέλω νᾶ πῶ. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὸν
ἐνθουσιασμό μας σὲ έτοιες περιπτώσεις, ἀπὸ φόβο μήπως ἐκληφθοῦμε ὡς κόλακες –
τότε, στὸ διάολο καὶ ἡ λογοτεχνία καὶ ὅλα. Θὰ περιμένω τὸ Βάραθρο (τὶ θαῦμα
τίτλος, καὶ τὶ ἠχητικὴ λέξη) μὲ μεγάλη ἀνυπομονησία.
Μιὰ ἐρώτηση, ἄσχετη μὲ τὰ παραπάνω:
Ἀσχοληθήκατε ποτὲ μὲ τὶς λεγόμενες «ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες»; Μικρός, στὸ δημοτικό,
διάβαζα ἐκεῖνα τὰ φυλλάδια μὲ τὸ κίτρινο ἐξώφυλλο, τοῦ Ἀντωνίου Πισσάνου.γ
—Χωρὶς παρεξηγήσεις, σᾶς παρακαλῶ νὰ
μοῦ στείλετε τὰ βιβλία ποὺ μοῦ γράφετε (Νασρεδὶν Χότζα, Σπαθάρη,δ
καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ξεχνάω αὐτὴ τὴ στιγμή). Μόλις τελευταῖα διάβασα τὴν Manon Lescaut γιὰ πρώτη φορά. Διαβάζω τὸν Adolphe τοῦ B. Constant. Τελευταῖα, βρίσκω μεγάλο πλοῦτο στὸ
μεσαίωνα τῆς Γαλλίας καὶ Ἀγγλίας. Ἤδη διαβάζω μιὰ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας τῆς
Ἀγγλίας τοῦ Βede.
Ἐπίσης διαβάζω, κατὰ καιρούς, τὸ Beowulf, τὸν Κρετιὲν de Τρουά, καὶ μιὰ ἀνθολογία γαλλικὴ.
Μὲ θερμὰ αἰσθήματα,
Καχτίτσης
Ὁ
Σινόπουλος μοῦ εἶχε γράψει γιὰ τὶς μεταφράσεις σας. Περιμένω μὲ ἀγωνία
γράμματα.
*
Σημειώσεις: α Γιὰ τὸν Ρόκκο βλ. ἀναλυτικά [1961.3]. Ἐδῶ
διαφαίνεται ἡ ἀφηγηματικὴ πρακτικὴ τοῦ Κ. νὰ ἐντάσσει στὴ μυθοπλασία του
πρόσωπα, ζῶα ἢ πράγματα ἀπὸ τὸ βιωμένο κόσμο του.
β Ἐννοεῖ κείμενα ποὺ περιελήφθησαν στὶς Ἀγελάδες (1963). Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ «Τὸ δάσος» εἶναι ἀφιερωμένο στὸν
Καχτίτση.
γ Ἀντώνιος Πισσάνος, «δρ. ἐφαρμοσμένης ψυχολογίας», «πρόεδρος τῆς
Ψυχοκοινωνιολογικῆς Ἐταιρείας», συγγραφέας ἐκλαϊκευτικῶν συγγραμάτων∙ μεταξὺ ἄλλων:
Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὑπνωτισμοῦ, Ψυχικαί ἔρευναι, Χειρομαντία, Σολωμονική.
Διαβόητος ἀντισημίτης.
δ Βλέπε ἀναλυτικὰ στὸ [1962.11].
1962.11 Ἐπιστολὴ Καχτίτση πρὸς Γονατᾶ, Μόντρεαλ, 14
Δεκεμβρίου 1962
α΄ δημοσίευση:
Νίκος Καχτίτσης, «Ἐπιστολὴ στὸν Ἐ. Χ. Γονατᾶ», Τὸ Δέντρο, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1993, Περίοδος Γ΄, τ. 10, τχ. 75-76, σ. 20-25 [1993.1].
*
Μόντρεαλ, 14 Δεκ. 1962
Πολυαγαπητέ μου Κύριε Γoνατᾶ,
Μετὰ μεγάλης ἐμπιστοσύνης, καὶ διαπνεόμενος ἀπὸ
ἕνα περίεργο Χριστουγεννιάτικο πνεῦμα (ποὺ εὔχομαι
νὰ σᾶς
μεταδοθεῖ κι ἐσᾶς),
κάθομαι νὰ σᾶς γράψω γιὰ μία ἀκόμη φορά, παρ' ὅλο ποὺ τρέμω ὁλόκληρος ἀπὸ
τὰ κινίνα ποὺ παίρνω ἀπὸ
τὸ πρωί, πρὸς ἀποτροπὴν ἑνὸς συναχιοῦ ποὺ ὑποπτεύθηκα,
συναχιοῦ ποὺ ἀποτελεῖ ἕναν
ἀπὸ
τοὺς μισαρώτερους ἐχθρούς μου... Ἀπὸ
τὸ ραδιόφωνό μου, πίσω ἀπὸ
τὴν πλάτη μου, ἀκούω ρωσικὲς μελωδίες. Ἀπὸ
τὸ παράθυρό μου, ἀπέναντί μου ἀκριβῶς, βλέπω νὰ μαίνεται μία χιονοθύελλα ποὺ ἔχουμε
ἀπὸ
τὸ πρωί.
Τὸ
λίαν εὐπρόσδεκτο γράμμα
σας τῆς 11ης Δεκ[εμβρίου]
μὲ ἔβγαλε
ἀπὸ
μία φοβερὴ ἀγωνία – εἶχα κάνει ἕως τώρα τὸ ἀεροπορικὸ ταξίδι Παρισιοῦ-Ἀθηνῶν μαζί σας ἄπειρες φορές, καὶ γι' αὐτὸ
κράτησα αὐτὴ τὴ
σιωπή. Ἰδίως γιὰ τὴ
«Στρουθοκάμηλο»,α ρίγος μ' ἔπιανε
στὴ σκέψη ὅτι θὰ μπορούσατε νὰ εἴχατε
φύγει, καὶ νὰ ἀναγκαζόταν
νὰ περιμένει ἄπειρους μῆνες στὸ τσίγκινο κουτὶ τῆς
ἐξώπορτάς σας, ἀποσυντιθέμενη, κατὰ τὸν
τρόπο ποὺ εἶχε συμβεῖ ἄλλη
φορὰ μὲ γράμμα μου στὴν Κηφισιά. Ἔρχομαι ἐπὶ
τῆς «Στρ[ουθοκαμήλου]» αὐτῆς
καθεαυτῆς, τὴν ὁποία,
μετὰ μυρίων βασάνων, ἔπεισα τὸν ἑαυτό
μου νὰ σᾶς στείλω συστημένη ἀεροπορικῶς. Λυπᾶμαι ποὺ μπορεῖ νὰ
σᾶς δημιουργήσω φασαρίες μὲ τὸ
ταχυδρομεῖο, συστημένη, ἀλλὰ
εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατο
νὰ διώξω τὸ φόβο ἐνδεχόμενης ἀπωλείας της. Ἐνῶ,
ὅταν τελείωσα τὴν πρώτη ἢ καὶ δεύτερη γραφή, πέθαινα γιὰ νὰ
σᾶς τὴ στείλω, τώρα, μὲ τὴν
3η γραφή, μὲ ζώνουνε τὰ φίδια, δυσανασχετῶ γιὰ τὸ
ἕνα, γιὰ τὸ
ἄλλο κ.λπ. – ποὺ καταλαβαίνετε. Ἐλπίζω νὰ τύχω τῆς ἐπιείκειάς
σας, καὶ νὰ καταλάβετε ὅτι ἔχετε νὰ κάνετε μ' ἕνα κείμενο μὴ δουλεμένο ἀκόμα καλά.
Τὸ
τοῦ κακούργου
Πετ[ι]μεζᾶβ θεσπέσιο βιβλίο ἐλήφθη καὶ ἐδιαβάσθη
αὐθωρεί. Ἔγινα ἔξω φρενῶν μὲ τὴν
ἐκτύπωση ἰδίως της σελίδας τοῦ τίτλου, ἡ ὁποία
ἦταν κυριολεκτικὰ ἀπέριττη
– μὲ τὸν ἀνάλογο
φτωχοπροδρομισμό, μερικὰ
κεφαλαία του τίτλου διαφορετικῆς οἰκογενείας,
κ.λπ. Ἔφριξα μὲ τὰ
ἀποτρόπαια αὐτὰ
ἐγκλήματα, τὸ δὲ
κλίμα ποὺ ὑπάρχει μέσα εἶναι τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
100%, πράγμα ἰδεῶδες. Βέβαια, φαίνεται ὅτι ἄλλος τἄχει γράψει, ἀλλὰ
ὁ ἀνώνυμος
αὐτὸς
εἶναι μάστορας φυλλαδογραφίας. Σὲ ὁρισμένα
σημεῖα φαίνεται πόσο εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ
τὴ γαλλικὴ σύνταξη καὶ φιλολογία. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι
ὁ φόνος μιᾶς γριᾶς, πρὸς τὸ τέλος, μοῦ ἐθύμισε
σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ
γνωστὴ παρόμοια σκηνὴ στὸ Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία2 – τὸ ὁποῖο, παρεμπιπτόντως ἐγράφη περίπου τὴν ἴδια
ἐποχὴ (1880). Ἐπίσης ἂς σημειωθεῖ ὅτι
τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δὲν
εἶχε ἔρθει ἀκόμα ὁ σιδηρόδρομος στὴν Ἑλλάδα
ἡ δὲ
ἐπικοινωνία Πατρών-Ἀθηνῶν γινότανε ἀπὸ
κατσικόδρομους.
Φυλάω μπροστά μου ἐπὶ
μέρες, πρὸς ἀπάντησιν, ἕνα σημειωματάκι ποὺ εἴχατε
ἐσωκλείσει στοῦ Σπαθάρη τὰ ἀπομνημονεύματα.
Μοῦ γράφετε:
«Προσέξτε τί ψεύτης εἶναι
ὁ Ἄγγ[ελος]
Σικ[ελιανός] στὴν ἐπιστολὴ τοῦ αὐτή·
πόσο ἐπιτηδευμένος».γ
Μά, ἕνα μάτι σὰν τὸ δικό σας, ἤτανε ποτὲ δυνατὸν νὰ ἀφήσει
νὰ τοῦ διαφύγει μία τέτοια παρατήρηση; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Βδελύσσομαι, ὄχι μόνο αὐτὸ
τὸ γράμμα –τὸ ὁποῖο γέμει φανφαρονισμοῦ τύπου D’Annunzio–, ἀλλὰ
πάρα πολλὰ ἄλλα τέτοια γράμματα ἢ προλόγους. Αὐτὰ
τά «Σᾶς» (μὲ κεφαλαῖο «Σ») ἀπὸ
ἀνώτερο (προφανῶς) πρὸς κατώτερο, εἶναι ἡ αἰσχίστη
ψευτιὰ καὶ καταδεκτικότητα, ποὺ τείνει νὰ δημιουργήσει ἐφφέ, ὥστε νὰ ποῦνε οἱ ἄλλοι:
«Βλέπεις; Ὁ κ. Τάδε, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι
μεγάλος καὶ τρανός, μὲ καταδέχεται...» κ.λπ. κ.λπ. – πράγματα
ποὺ ἔχουμε φάει μὲ τὴ σέσουλα. Ἕνα ἄλλο ποὺ μὲ ζοχαδιάζει εἶναι ὅτι τὰ γράφουνε
κάτι τέτοια μ' ἕνα ὕφος ποὺ καθαρὰ δηλώνει ὅτι εὐελπιστοῦν σὲ μία ἐνδεχόμενη
δημοσίευση ἀπὸ τρίτους, θαυμαστές, κ.λπ. κ.λπ. Ἀπ' ὅ,τι ξέρω, αὐτὸ εἶναι
χαρακτηριστικὸ Ἑλλήνων, Γάλλων καὶ Ἀμερικάνων. Ἐπὶ τὴ εὐκαιρία: Ἄλλο τόσο
βδελύσσομαι τὴ μανία ποὺ ἔχουν ὁρισμένοι Γάλλοι τοῦ νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάτι
σταχυολογήματα σκέψεών τους ποὺ ἔχουν κάνει, ἀξίζουν μία δεκάρα γιὰ νὰ δοθοῦν
πρὸς δημοσίευση – καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Ἀλλὰ ὄχι μόνο δὲν ἀξίζουν, ἀλλά,
καὶ ἂν ἀκόμα ἀξίζουν, θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴ γνώμη μου νὰ περιμένουν νὰ
σταχυολογήσει κάποιος ἄλλος τὶς σκέψεις αὐτές, γιατί τότε μόνο παίρνουν ἀξία.
Πρὸ
μερικῶν ἡμερῶν ἐπραγματοποιήθη
στὸ σπίτι τοῦ ζεύγους Σαββίδη, γεῦμα ὅπου ἔλαβαν μέρος οἱ ἑξῆς: Γιῶργος Σεφέρης μὲ τὴ
γυναίκα του, Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος μὲ
τὴν νεοαποκτηθεῖσα γυναίκα του, –οἱ ὁποῖοι
κάνανε σελήνη τοῦ μέλιτος στὸ Κεφαλάρι τῆς Κηφισιᾶς– καὶ φυσικὰ οἱ
Σαββιδαῖοι, τοὺς ὁποίους
δὲν ξέρω, ἀλλά, ὅπως μοῦ γράφει ὁ Σινόπ[ουλος], ἀγαπᾶνε πολὺ τὸ
γράψιμό μου. Σὲ μία στιγμὴ ἀνεφύη
ζήτημα Ἀφρικῆς, ὅπου θὰ πήγαιναν γιὰ λίγες μέρες οἱ Σαββιδαῖοι (σὰν νὰ λέω Σαδδουκαῖοι, Χαλδαῖοι, κ.λπ.). Τότε ὁ Παυλόπουλος εἶπε: «Ὁ
Καχτίτσης ἔχει γράψει ἐνδιαφέροντα πράγματα γιὰ τὴν Ἀφρική». Πετάγεται ὁ
Σεφέρης καὶ λέει: «Ποιὸς εἶναι ὁ Κάχ[τίτσης];» – καὶ πῆρε ὕφος σκεπτικό, σὰν νὰ
προσπαθοῦσε νὰ μὲ θυμηθεῖ (προφανῶς ἀπ' τὴν Ἐλευθερία). Τότε τοῦ λέει ὁ
Σαββίδης: «Γράφει, εἶναι πολὺ καλός. Πετάγεται ὁ Σινόπουλος καὶ λέει: «Θὰ σᾶς
στείλω τὴν Ὀμορφ[άσχημη]». «Εὐχαρίστως», εἶπε ὁ Σεφέρης, «θέλω
νὰ τὴ διαβάσω». Πράγματι, τοῦ τὴν ἔστειλε ὁ Σινόπουλος καὶ μοῦ ζήτησε νὰ στείλω
τὸ Ἐνύπνιο καὶ τὸ Ποιοὶ οἱ Φίλοι, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εἶμαι
περίεργος τί θὰ ἀπογίνει.δ
Σᾶς
διαβεβαιῶ ὅτι ὁλόκληρο τὸ ἡμερολόγιο
τοῦ Samuel Pepys τὸ
ἔχω διαβάσει, μαζὶ μὲ
τὴν Πανώλη τοῦ Defoe (τὴν ἴδια
ἐποχή) κατὰ τὸ
1948. Πρόκειται πράγματι γιὰ
τρομερὸ ἔργο, καὶ θὰ
ἦταν ἀκόμα καλύτερο ἂν ἔλειπαν
κάτι «ψιλά», κάτι συντμήσεις, κ.λπ. που το καθιστούν σε μερικές περιπτώσεις
ανιαρό και δύσπεπτο. Ας σημειωθεί ότι το Pepys προφέρεται Πήϊπς, και όχι Πέπυς.ε
Ἀνεκάλυψα ἄλλη δόξα τῆς ρώσ[ικης] λογοτεχνίας, τὸν Σαλτύκωφ-Στσέντριν, – ἕνα βιβλίο του μὲ μύθους, πού μοῦ θύμισαν τὴ σχετική σας ἐπιθυμία νὰ γράψετε κάτι τέτοιο. Ἄλλος (μοντέρνος αὐτός) καλός, εἶναι ὁ Πρίσβιν, φοβερὸς φυσιολάτρης.
Τὰ
διηγήματα ποὺ ἀναφέρετε ὅτι περιλαμβάνονται στὸ βιβλίο τοῦ von Kleist, περιλαμβάνονται ἀκριβῶς καὶ στὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση.
Οἱ σκηνὲς τοῦ Kohlhaas θὰ μοῦ μείνουν ἀξέχαστες – ἀλλὰ
καὶ ὅλων τῶν ἄλλων.
Τελευταία, μοῦ χτύπησε στὴ μύτη αὐτὸς
ὁ Γερμανὸς ποὺ ἔγραψε
τὸ Simplicissimus,στ περὶ
τοῦ ὁποίου διάβασα ὡραῖα
κριτικὴ στὸ London Times Literary Supplement,
ἀλλὰ
τὰ οἰκονομικᾶ μου εἶναι ἄθλια, καὶ δὲν
τὸ ἀγοράζω,
γιατί ἀξίζει περὶ τὰ
5 δολλ. – ποσὸ μυθικὸ γιὰ τὴν
κατάστασή μου. Σᾶς ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἂν δὲν γίνει κανένα θαῦμα, θὰ ἔχω
ἄσχημα ἀποτελέσματα. Λυσσάω κυριολεκτικὰ καὶ βράζω ἀπὸ
τὸ συνεχὲς ἄγχος
μὲ τὴ
διαρκῆ σκέψη ὅτι ἔχω ἔρθει ἐδῶ
γιὰ λεφτά, μὲ τὰ
ὁποῖα
θὰ ἔκανα
αὐτὰ
ποὺ ξέρετε ἤδη, καί, τὸ κυριότερο, θὰ
ἀποσυρόμουνα ἀπὸ
τὴν κυκλοφορία, δεχόμενος πρὸς ἀκρόασιν
μόνον αὐτοὺς ποὺ θὰ
ἤθελα ἐγώ. Δὲν ξέρετε τί μαρτύρια τραβάω ἐργαζόμενος γιὰ ἕναν
ὁρισμένο λοῦστρο, ποὺ αὐτοαποκαλεῖται «ἐκδότης»… Γιὰ νὰ
ἰδεῖτε
τί γελοῖο πρόσωπο εἶμαι, σᾶς λέω τὸ ἕξης:
Πρὸ ἡμερῶν, ἦρθε ἕνας καὶ τοῦ ἔκανα
ἕνα γράμμα μακροσκελές. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς
ὁ ὁποῖος ἔχει ἑστιατόριο, μοῦ ἔδωσε
5 δολλ. γιὰ τὸν κόπο μου. Ἐγὼ
δέ, ὁ μέγας
φιλάνθρωπος, τοῦ εἶπα ὅτι ἦταν πολλὰ καὶ τοῦ ἐπέστρεψα
ἀμέσως 3 δολλ. Δὲν ἀποκλείεται
νὰ ἔκανα
τὸ ἀντίθετο
ἂν ἦταν
κανένας φτωχός...
Μὴ
φέρετε στὴν Ἑλλάδα τὴ Goll, γιατί θὰ μαρτυρήσετε. Δὲν ὑπάρχει
χειρότερο πράγμα ἀπὸ καλεσμένο ποὺ τὸν
φέρνουμε ἐμεῖς ἀπὸ ἕνα
ἄλλο μέρος. Ὅσο θὰ μείνει, θὰ ζεῖτε μὲ
τὸ ἄγχος ὅτι «ἐσεῖς τὴ φέρατε», ὅτι πρέπει νὰ κάνετε αὐτό, ἐκεῖνο, κλπ., καὶ
συνεχῶς θὰ νομίζετε ὅτι δὲν τῆς φερθήκατε καλά...
*
ΤΟ ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
Χθὲς τὸ βράδυ, μοῦ 'χε ὑποσχεθεῖ μία –ὄνομα καὶ μὴ
χωριὸ– νὰ μὲ
συναντήσει στὶς 11.30 (sic) σὲ ἕνα
ἑστιατόριο, στὴ γωνία Πάϊν καὶ Πάρκ. Προφασιζόμενος ὅτι «πάω γιὰ τσιγάρα, καὶ ἐπὶ τῇ
εὐκαιρία θὰ κάνω καὶ μία ἰδιωτικὴ βόλτα» (σὰν νὰ ὑπάρχουνε
τέτοιες), ἐπῆγα. Παρατήρησα ἔξω ἀπὸ
τὴν εἴσοδο, μ' ἐκεῖνο
τὸ ἀπαίσιο
κρύο, ἕνα νέο Καβάφη, τῆς ἴδιας
ἡλικίας, καὶ τοῦ ἴδιου
φυράματος, νὰ τουρτουρίζει, καὶ νὰ
εἶναι σὲ ἄθλιο
βαθμὸ ἐξουθενωμένος, ἀγανακτισμένος, κλπ. Ἐπῆρα μία σοκολάτα
ἐν ἀναμονῇ τῆς «γόησσας» τῆς νύχτας, ἡ ὁποία τελικὰ δὲν ἐνεφανίσθη (πρόκειται
περὶ τέρατος), καὶ ἄρχισε νὰ μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ ἄτομο. Σὲ μία στιγμὴ μπαίνει
μέσα, ρημάδι τῆς ζωῆς, βάνει ἕνα κέρμα στὸ δίπλα ἀπὸ μένα δημόσιο τηλέφωνο, καὶ
λέει τὰ ἑξῆς: «Μπορῶ νὰ μιλήσω, σᾶς παρακαλῶ, στὸν κ. Σαίξπηρ;»... «Πέστε του,
σᾶς παρακαλῶ, τί θὰ ἀπογίνει; Δὲν θὰ ἔρθει νὰ μὲ παραλάβει; Αὐτὸ εἶναι
αἶσχος... περιμένω ἀπὸ τὶς 6 1/2 κι ἔχω ξυλιάσει ἔξω ἀπὸ τὸ
ἑστιατόριο... Οἱ περισσότεροι μὲ περνᾶνε γιὰ ζητιάνο. Πρέπει νὰ λήξει ἐπιτέλους
αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Ἂν εἶχα τουλάχιστον τὰ κλειδιά, θὰ ἄνοιγα μόνος μου... Ἀλλά,
πέρασα, χτύπησα ἐπανειλημμένως, ἀλλὰ οὐδεμία ἀπόκριση... πέστε του, σᾶς
παρακαλῶ, νὰ περάσει νὰ μὲ παραλάβει [ὁ Σαίξπηρ] μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, γιατί μὲ
τὰ τηλεφωνήματα ποὺ 'χω κάνει ἔχω ἐξαντλήσει καὶ τὸ τελευταῖο μου σέντσι... Τί
ἀπάθεια εἶναι αὐτή; Τουλάχιστον νὰ σεβασθῆτε τὰ χρόνια μου...» Καὶ ἐσυνέχισε – κι
ἐγὼ δὲν ξέρω πόσην ὥρα. Ἡ ματαιοπονία,
(ὅτι δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε πέφτανε στὸ κενό), ἦταν ζωγραφισμένη σ' ὅλο τοῦ τὸ
εἶναι. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι πῆρα ἔπειτα τὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο γιὰ νὰ ἰδῶ ἂν
ὑπῆρχε κανένας Σαίξπηρ... στὸ Μόντρεαλ, ἀλλὰ βέβαια οὔτε κατὰ διάνοιαν... Ἐκτὸς
ἂν δὲν ἄκουσα ἐγὼ καλὰ (πράγμα ἀπίθανο, γιατί μίλαγε ἄπταιστα ἀγγλικά,
καλλιεργημένου ἀνθρώπου).
Σταματάω, γιατί τὰ σκοτάδια τῆς ἀπελπισίας
μοῦ στραβώνουν τὰ μάτια. Σᾶς ἔστειλα
εὐχετήριο στὴν Κηφισιά – σας εὔχομαι καὶ πάλι εὐτυχισμένα Χριστούγεννα. Μοῦ ἔχετε
γίνει βίωμα, καὶ σᾶς παρακολουθῶ ὅπου
καὶ νὰ βρισκόσαστε. Ἔλαβα μόλις τὸ γράμμα σας τῆς 11 ἤ 12 Δεκεμβρίου. Ἐλπίζω νὰ μπορέσω αὐτὲς
τὶς μέρες νὰ ἐπικοινωνήσω
πάλι μαζί σας. Θὰ μοῦ κάνουν μεγάλο καλὸ 2 λέξεις σας γιὰ τὸ
διήγημα. Ὑποφέρω ἀπὸ μαρτύρια γιὰ
τὰ
ὁποῖα δὲν
μπορῶ
τίποτα νὰ
κάνω. Πολλοὺς χαιρετισμοὺς ἀπὸ τὴ
Θάλεια. Τί δὲ θὰ 'δινα γιὰ ἕνα
ὑπερπόντιο ταξίδι, ἀλλὰ
μὲ λεφτὰ στὴν τσέπη.
Μὲ
πολλὴ ἀφοσίωση,
Καχτίτσης
*
Σημείωσεις: α «Πρόκειται γιὰ ἕνα πeζὸ
τοῦ Ν. Κ. σταλμένο στὸν Ε.Χ.Γ.» (σημείωση τῆς α΄ δημοσίευσης).
β Δὲν γνωρίζουμε ποιά ἔκδοση εἶχε στείλει ὁ
Ε.Χ.Γ. στὸν Καχτίτση. Πρόκειται γιὰ λαϊκὸ ἀνάγνωσμα ποὺ γνώρισε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις
κατά τον 19ο αἰῶνα: (1) Βιογραφία τοῡ
κακούργου Ν. Πετιμεζᾶ τοῡ
ἐν Πάτραις καρατομηθέντος τὴν
14 Αὐγούστου 1882, ὑπὸ ***,
Ἐν Πάτραις, 1883, σ. 62∙ (2) Βιογραφία […], Ἐν
Ἀθήναις 1883∙ (3) Βιογραφία […], Ἐν
Ἀθήναις, 1891∙ (4) Βιογραφία […], Ἀθῆναι,
1891∙ (5) Βιογραφία […], Ἐν Ἀθήναις, 1895. Ἴσως ὁ
Ε.Χ.Γ. εἶχε ἀνακαλύψει σὲ παλαιοβιβλιοπωλεῖο κάποια στὸκ ἀντιτύπων. Ὅπως εἶναι
φανερό ἀπὸ τοὺς τίτλους βιβλίων ποὺ ἀναφέρονται ὁ Ε.Χ.Γ. ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔντονο
ἐνδιαφέορν γιὰ τὰ λαϊκὰ ἀναγνωσματα, ἐνδιαφέρον ποὺ φαίνεται ἔως ἕνα βαθμό νὰ
μοιράζεται καὶ ὁ Κ.
γ Ο Ε.Χ.Γ. αναφέρεται
στο «Γράμμα του Αγγελου Σικελιανού στον Σπαθάρη (19 Αυγούστου 1948)» ποὺ ἐπιτάσσεται
ἐν εἴδει προλόγου στὸν τόμο: Σωτήρης Σπαθάρης, Ἀπομνημονεύματα
καὶ Ἡ τέχνη τοῦ καραγκιόζη, Ἐκδόσεις «Πέργαμος», 1960.
δ Σὲ αὐτὸ τὸ χρονικὸ
σημεῖο μᾶλλον ὁρίζεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀλληλογραφίας Καχτίτση-Σεφέρη. Βλ. Ἰγνάτης
Τρελός, Οἱ ὧρες τῆς «Κυρίας Ἔρσης». Ἕνα ψευδώνυμο δοκίμιο
τοῦ Γιώργου Σεφέρη καὶ ἕνα ἀνέκδοτο γράμμα τοῦ Νίκου Καχτίτση φροντισμένα καὶ σχολιασμένα ἀπὸ τὸν Γ. Π. Εὐτυχίδη° [Γ. Π. Σαββίδη], Ἐκδόσεις
«Ἑρμῆς», Ἰούλιος 1973, σ. 81-94 [1973.1]. Βλ. καὶ ὅσα γράφει
ὁ Γ. Π. Εὐτυχίδης° στὸ «Ἐπίμετρο»: «[ὁ Σεφέρης] εἶχε ἀναπτύξει ἐγκάρδια
ἀλληλογραφικὴ φιλία [μὲ τὸν Καχτίτση]» (ὅ.π., σ. 108). Γιὰ τὶς
δημοσιεύσεις τοῦ Κ. στὴν Ἐλευθερία βλ. παραπάνω [1962.2], σημ. γ.
ε Tὸ μυθιστόρημα τοῦ Daniel
Deofe, A Journal of the Plague Year (α΄ ἔκδ. Μάρτιος 1722) ἀναφέρεται στὴ Μεγάλη Πανώλη ποὺ ἔπληξε τὸ Λονδίνο τὸ
1665. Στὸ ἴδιο συμβὰν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται καὶ τὸ ἡμερολόγιο ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ
τὸ 1660 μέχρι τὸ 1669 ὁ σύγχρονος τῶν γεγονότων Σάμουελ Πήϊπς (1633-1703) (α΄ ἔκδοση
1825).
στ Τὸ μυθιστόρημα Der abenteuerliche Simplicissimus Teutsch,
d.h. die Beschreibung des Lebens eines seltsamen Vaganten, genannt Melchior
Sternfels von Fuchsheim εξεδόθη το 1668 ἀπὸ
τὸν Grimmelshausen (1621-1676)∙ ἀναφέρεται στὸν Τριακονταετῆ πόλεμο ποὺ σάρωσε τὰ
γερμανικὰ ἐδάφη μεταξύ 1618-1648. Τὸ βιβλίο εἶναι ὀγκωδέστατο ἐξοῦ καὶ ἡ ὑψηλὴ
τιμὴ ἀγορᾶς ποὺ ἀναφέρει ὁ Κ.
1962.12 Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Καχτίτση πρὸς τὸν
Γιώργη Παυλόπουλο, Μόντρεαλ, 29 Δεκεμβρίου 1962
α΄ δημοσίευση:
Νίκος Καχτίτσης, Τὰ γράμματα τοῦ
Νίκου Καχτίτση στὸν Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Αὐγή-Ἄννα Μάγγελ, Ἐκδόσεις «Σοκόλη», Ὀκτώβριος 2001, σ. 209 [2001.1].
*
[Υ.Γ.] Ὁ Γονατᾶς*α μοῦ ἔστειλε τὰ «Κακουργήματα τοῦ λήσταρχου
Πετ[ι]μεζᾶ», (ἔκδοση τῆς ἐποχῆς), ποὺ καρατομήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1884.β Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἕνας Γονατᾶς εἶναι ἀπὸ τοὺς «Δώδεκα» ποὺ ἐτυφεκίσθησαν τὸ 1922!!
Μπορεῖς νὰ μὲ διαφωτίσεις – γιατί βέβαια δὲν μπορῶ νὰ ρωτήσω τὸν ἴδιον.
*
Σημειώσεις: α Ἡ σημείωση τῆς ἐπιμελήτριας (*) στὴν πρώτη ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος «Γονατᾶς» ἔχει ὡς ἑξῆς (σ. 234): «Στυλιανὸς Γονατᾶς, Ἕλληνας πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς (1876-1966), ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1922 καὶ πρόεδρος τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβέρνησης ποὺ ἐκτέλεσε τοὺς “Δώδεκα”. Ὁ Καχτίτσης δὲν θυμᾶται ἀκριβῶς τὰ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ συγχέει τὰ πρόσωπα τῆς ἐπαναστατικῆς Κυβέρνησης τοῦ 1922 μὲ τοὺς “Δώδεκα”». Ἡ ἐπιμελήτρια περιπλέκει, ὅπως εἶναι φανερό, ἔτι περαιτέρω τὸν ἀναγνώστη ἀπ’ ὅσο τὸ ἀδύναμο μνημονικό τοῦ Καχτίτση: Ὁ Στ. Γονατᾶς, θεῖος τοῦ Ἐ.Χ.Γ., δὲν εἶναι φυσικὰ ὁ ἀλληλογράφος τοῦ Καχτίτση (ὅπως θέλει καὶ τὸ Εὑρετήριο τῆς ἔκδοσης) –ὁ δείκτης τῆς ὑποσημείωσης ἔπρεπε νὰ τοποθετηθεῖ στὴ δεύτερη ἀναφορὰ τοῦ ἐπωνύμου «Γονατᾶς»–, ἐνῶ οἱ ἐκτελεσθέντες τοῦ 1922 δὲν ἦταν βεβαίως «Δώδεκα» παρὰ «Ἕξ». Οἱ μόνοι ἐπώνυμοι «Δώδεκα» τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, στοὺς ὁποίους, lapsus calami (;), ἀναφέρεται ὁ Καχτίτσης, ὑπῆρξαν οἱ κριτικοί της «Ὁμάδας τῶν 12» ποὺ ἀπένεμε, ἐτησίως, τὸ ὁμώνυμο βραβεῖο καὶ οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε προσήχθησαν σὲ δίκη, πόσο μᾶλλον «ἐτυφεκίσθησαν». Βλ. ὅσα γράφει –μὲ ἔκδηλον ἄγχος καὶ δικανικότητα– ὁ Καχτίτσης στὸ ἀκροτελεύτιο σημείωμα τῆς Περιπέτειας ἐνὸς
βιβλίου (Μοντρεάλη, ἰδίοις ἀναλώμασιν, Μάιος 1965, σ. 110-111 [1965.3]):
«Σὲ μία ἐφημερίδα τῆς 6ης Ἀπριλίου [1965] […] διάβασα ὅτι Ὁ Ἐξώστης εἶχε προκριθεῖ, μαζὶ μὲ 4 ἄλλα βιβλία, γιὰ τὸ βραβεῖο τῆς Ὁμάδας τῶν 12. Ἦταν τὸ δεύτερο κατὰ σειρὰν βιβλίο μου (μετὰ Τὸ Ἐνύπνιο) ποὺ προεκρίνετο γιὰ τὸ ἴδιο βραβεῖο. […] ([Ὁ Ἐξώστης] ἐδέησε νὰ κυκλοφορήσει – στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μόνον, […] ἀρκετὰ μετὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Ὁμάδας). Ἀργότερα, […] μάθαινα ὅτι πῆρα δυὸ μόνο ψήφους. Στοὺς σεβαστοὺς (καὶ ἄγνωστούς μου) ἐκείνους τῆς Ὁμάδας, ποὺ ἀνέχτηκαν νὰ μὲ διαβάσουν τὴν ἔσχατη στιγμή, ἀπευθύνω τὶς θερμές μου εὐχαριστίες».
β Γιὰ τὸ τομίδιο περὶ Πετιμεζᾶ βλ. ἀνωτέρω [1962.11].
Ὁ Κ. δίδει ἐσφαλμένα τὴ χρονολογία 1884. Ὁ Πετιμεζᾶς ἐκαρατομήθη τὸ 1882.
1.Θὰ παραδεχθῆτε ὅτι τὸ ὄνομα εἶναι
ἀπὸ τὰ γελοιωδέστερα ὀνόματα ποὺ ἔχουν ποτὲ ἀκουσθεῖ. Ὅταν τὸ ἐφεῦρα αὐτό, καὶ
τὸ ἄλλο τοῦ Τιρλιρῆ, κυριολεκτικὰ ἐγέλαγα σὰν τρελλός. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ
Παπένγκος (τὸν ὁποῖο ἔκανα «ὁ Ξεντάδης» ἐπὶ τὸ ἑλληνικώτερον) ἔχει και ἕναν ὑπηρέτη
ὀνόματι Βανίλλια (πρώην Ἀλληλούϊα), εἶχε δὲ καὶ ἕναν ἄρρωστο σκύλο,
ὀνόματι Ρόκκο,α
πολὺ πρὶν μάθω ὅτι ἔχετε κι' ἐσεῖς. Μὲ τὸ σκύλο αὐτὸ δημιουργοῦνται ὁρισμένα
ἐπεισόδια στὸν κῆπο τοῦ Παπένγκου, ποὺ μοῦ θυμίζουν τὸν κῆπο τὸ δικό σας.
2. Ὑπάρχει μία καὶ μόνη διαφορά: Ὅτι τοῦ Ντοστογιέφσκι ἡ σκηνή, μοῦ εἶχε
δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶχε ἐκτυλιχθεῖ κάπως πρὸς τὸ ἀνατολικὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς σπιτιοῦ, καὶ ὅτι
ἡ γριὰ ἦταν
ἀδύνατη καὶ μὲ
τσεμπέρι –ἐνῶ ἡ
τοῦ Πετ[ι]μεζᾶ γριά μοῦ φάνηκε παχύτερη, ἀσκεπὴς– ἡ δὲ
σκηνὴ ἐκτυλίχθηκε μὲ τὸ
πρόσωπό της ἐστραμμένο πρὸς βορρᾶν. Ἀλλὰ
καὶ οἱ δυό μοῦ ἔδωσαν τὴν ἐντύπωση
ὅτι στὴν καθιστικὴ στάση δέχτηκαν τὰ πράγματα. Δὲν ξέρω ἂν ἐξηγοῦμαι καλά, καί ἂν δημιουργεῖτε κι ἐσεῖς
παρόμοιες εἰκόνες ὅταν διαβάζετε. Θὰ μ’ ἐνδιέφερε πολὺ νὰ
μάθω. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι
ὅταν διαβάζω κάτι, ἢ γράφω, τοποθετῶ τὴν
ἐκάστοτε σκηνὴ σὲ
κάποιο γνωστό μου χῶρο,
τοῦ ὁποίου ὅμως οἱ διαστάσεις ἐκτείνονται ἀπὸ
τὴ φαντασία –ἐννοεῖται–αὐθόρμητα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου