Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2012

ANATOL E. BACONSKY: ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Anatol E. Baconsky:
Ποιήματα
Ἀπόδοση ἀπὸ τὴν ρουμανικὴ
Δημήτρης Κανελλόπουλος

π τ συλλογή:
Τραγούδια τς μέρας κα τς νύχτας
1954

ναδημοσίευση π τ περιοδικ Πλανόδιον, τεχος 26ο, Χειμώνας 1996.



Ρουτίνα

Ποιήματα γνωστικ κα γκρίζα
σήμαντες σκήσεις σχολικές!
Μεγαλώνεις, ρχίζεις, σκεσαι κι σ στ γραφή…
ρχεται χειμώνας –γκριζάρουν τ μαλλιά.

π τς παλις νθολογίες
Μς περιγελον τ λησμονημένα νόματα,
νέος μ μπαμπάκι στ ατι
π’ τν ρχ τ δρόμο ξαναδιαβαίνει

Νύχτα. Μεθυσμένο τ φεγγάρι συνήθισε
Σν πρόβατο τυφλ στ πασχαλιάτικο σουβλ
Θαρρες κα θέλει πίτηδες ν βοηθήσει
Μ λίγους στίχους αώνιους γι τος «φίλους»

Ο φυλλωσις τν δέντρων θροΐζοντας συρτά.
Κανες ποτ δν σ κούει
Μάταια γάπη σ’ ναζητ
Πίσω π’ τ τζάμια τ κορίτσια χάνονται.

Τ’ στέρια σβήσαν. Δν τ εδες;
Δ θ ξανάβγουν πι γι σένα
Πέρασαν τ πουλι μ δεξιοτεχνία
Σ’ πατηλ τροχιά.

τραγουδιστς μπαμπάκι χει στ’ ατι
Περν δρεπάνι π’ τς φυλλωσις πάνω –ποις χτυπ;
π τς παλις νθολογίες
Μς περιγελον τ ξεχασμένα νόματα.

Στν πανέκδοση τς συλλογς  Fluxul Memoriei, τ 1967, 
Anatol E. Baconsky, περιέλαβε σ’ ατν 
κα τ ποίημα Ρουτίνα φαιρώντας  τς στροφς 5, 6 κα 7

«Θέληση μ πεσμα. —γλώσσα ξύλινη.
«Σκέψεις φοβερές» —Σαπουνόφουσκες!
Μ μιὰ ξερή, παλι κληρονομιά
Στίχοι νέοι, μάταια δ λέγονται.

Φρόνιμα ποιήματα, σκέψη ργ
δειος λαλαγμός, παραποιημένος νθουσιασμός!
Τ μαγικ πουλ ποτ
Τ πέταγμά του πρς τ πίσω δ γυρίζει.

«Πρωί. κόσμος στ δρόμο, πάει στ δουλειά του
Κάπου σ’ χει διαβάσει
Σ κανέναν δ χρησιμεύεις, σ πορρίπτουν
Ζωντανς νεκρς στ κόσμο σου».



(π τ συλλογ Cadavre in vidΠτώματα στ Κενό)

Ἡ παλίρροια τῆς μνήμης
Ι
π’ ατ πο γίνονται τίποτα δ μπορ ν ξεχάσω
κόμη κι ταν τ χλωμ μάτι το φεγγαριο μ προσκαλε
Καθς τ μιχλώδη, χειμωνιάτικα δέντρα μ ξεσηκώνουν
Κα τ θύμηση ταράζουν —ργ χιόνι

ΙΙ
Μ τ πέταγμα τν πουλιν, γυρίζουν π’ τ σύννεφα τ χρόνια
Τ ἀναγνωρίζω –κα παρ’ λα ατά, πόσα εναι τ δικά μου χρόνια
μπορε κα ν ’ναι τ χαμένα χρόνια καθενς
Πο γύρω μου μφανίζονται, βαρι κα κουρασμένα
Δ καταδιώκω γ κανέναν, πο τρέμει σκι
Κι κούω, κούω μιὰ φων μέσα πτ χρόνο πο πάντα λέει
τι τ  χρόνια μου μ τὸν πικρ καρπό τους
Κάηκαν σ’ δεια πεδία, κάρβουνο γίναν
γιναν πυρκαγιές, αμα γενῆκαν –κι ν σήμερα πάρχω
Στς χώρα τούτης τν οραν π κάτω, μοιραία κι πιμένω
Κα περιπλανιέμαι μς τος δρόμους, κα ξυπν τραγουδώντας
Τ μεγάλη θύμηση πρς τς κριες το καθενός.

ΙΙΙ
καιρς πο χει φύγει, δν εναι κανενός, πο ν μπορε
ν τν ναστήσει
Κι εναι φορς ποὺ μοῦ ’ρχεται ν ορλιάξω γύρω,
μ τ μεγάλο μου στόμα
—Χρόνια χαμένα, δν σς ζησα!
Στ ζωή μου
Θαρρ πς φύγατε μ μις, σν τ βροχ πο τ διαδέχεται ὁ λιος
Βγετε π’ τν μίχλη, μεγάλες ρημοι —βγετε π’ τν μίχλη
Σ λιμάνια το λιόλουστου Νότου
Βγετε π’ τν μίχλη, πο δν σς ζησα, βγετε π’ τν μίχλη,
Χαμένα χρόνια!
            Τ χρόνια μως χουν σβήσει, χουνε σκορπιστε
Πγαν μ τ φων τν φύλλων, τν νερν, το χορταριο
Τοτα τ μαυροπούλια εναι μονάχα θύμησες—
Στο φθινοπώρου τν γκαλιά, κόκκινο δάσος
τ γενειάδα του πλώνει
Κι π τὰ πέρατα τῶν οὐρανῶν, νοήματα μοῦ στέλνουν
ο λεπτς σημύδες

IV
λλ κραυγή μου πάνω στ στθος σβήνει
Δ καλ γ κανένα —ταν ν γίνουν λα ατ
Δν τανε γραφτ ν ψάξω, ν ζητήσω, ν ναμείνω
Κι σο τρανς κι ν μουν — καιρός, στν εκόνα μου, δ πρόσθεσε κάτι

V
Καίγονται ο σκέψεις στ πυρετ τς μνήμης,
Στ στθος πάνω, τώρα σκιρτ μιὰ νέα λικία
σν λεξικέραυνο στέκομαι πάνω π ψηλ κτίρια,
Πρς τς στραπς τς νύχτας τ δυό μου μπράτσα ψώνω
Στέκομαι κίνητος κα ψιθυρίζω πότε–πότε, ργά:
Μεγάλες πόλεις κα κάμποι σιωπηλοί, καληνύχτα!
Φυλλορροε τ τρομερ δέντρο τς νύχτας,
Φύλλα χρυσο τ’ στέρια
Κοιμμαι δεμένος παλ
Πάνω στ λαμπερ πιφάνεια
Τν μεγάλων λιμνν, τν φαιστείων

Ι
π’ σα χουν γενε, τίποτα δ μπορ ν ξεχάσω
Μ δρόμος μπορε ν δηγε μακρι στ μέλλον
Πουλι το νότου, μαζί σας διασχίζω
Κι γ τος αθέρες
            δού, τίποτα πι δ θυμμαι
Κοιμηθετε στ ψυχή, ψίθυροι παλιοί,
Εκόνες φοβερές, κοιμηθετε στ να τς θάλασσας σν
Τ ναυάγια φωσφόρου.
            Δ θέλω ν σς κούσω
Ψηλ πάνω π’ τ κατάστρωμα, γιατί τος ναυτικος
μ’ ρέσει ν’ κούω
Κοιμηθετε στ ψυχή, θύμησες
πως κοιμονται στ στρακα φουρτονες κα ναυάγια—
σύ, νοιξιάτικε γέρα, πο πάνω στ στθος μου πνέεις
Φέρε μου π δάση πο κυριαρχε ξιά, φύλλα,
Φέρε μου τν γαλάζιο χο τν νερν
Τος ψιθύρους τν δέντρων τ τρεμάμενο φς,
Κα μετά, κάπου μέσα σ μιὰ γνωστη νύχτα
Χάρισέ μου τὸν λευκ πνο τν κρίνων.



Ἄθαφτα πτώματα στ καιρ

Τ’ θαφτα πτώματα στ καιρ
ρχίζουν ν ξανανιώνουν.
                        , δστε μας
μικρς βιογραφίες μ μέτρο,
γι ν μπορομε ν μβριθίσουμε ν φθονί,
γι ν μπορομε ν τραγουδήσουμε τ μικρή,
πατηλή μας ναγέννηση,
να δύναμο πλθος, μι σκόνη
θρυμματισμς τς γνώμης,
κα τ’ ρρωστα π λέπρα χρονικ
π τώρα θ σο προτάξουν
τ’ ποσαρκωμένα τους μέλη:
ληστς εναι μικρς κα καχεκτικς
γωνιστς πάνω σ ξύλινο λογο,
προδότης διστάζει, σφετεριστς
δν χει κουράγιο… Δστε μας τ λεος
να στρο στν καθένα!
  
στορικς νθουσιασμς

κενος, π μς πο θ πεθάνει πρτος
θ λευθερωθε, θ’ παλλαγε π τν λυσίδα
πο κουγε συχν ν χε
κατόπι του  – κα μιὰ νύχτα τ σκουλήκια
περπατώντας στ μάτια του πάνω, θ’ ποσπάσουν
λη τ λύπη – δ θ το μείνει πι
παρ μία μάσκα  —μπορε κείνη π τ χνη—
πο πάνω της φιλονικον στ μικρ δρομάκια
νεμος κα τ σκυλιά.
  
Vae victis

Το ρολογιο θ πέσουν ο δεκτες - κα θ ’ναι βουβ
καμπάνα, χωρς πουλι τ δειλινό.
νάμεσα σ λόγχες θ περνομε πάντα
νειρευόμενοι λαμπερς εροτελεστίες
κα κανες δ θ φανε ν φωνάξει: ψέμα!
Μονάχοι εστε σκοτωμένοι χωρς ντίσταση στ δάσος,
κανείς σας δ φορ στεφάνι,
οτ’ να στρο δν πεσε, οτε μιὰ φλόγα δν καίει,
μνήμη θ σς φήσει στὴν ὁμίχλη 
ο φλογέρες θ σαπίσουν – κι νεμος
δ θ φέρει τραγούδι ποτ
στ μνήματά σας.

Λογοτεχνία

Θ λθει πνος κι  κατομμύρια ζα χωρς μάτια
κι κατομμύρια κόκκινες πάρξεις τ νύχτα τς βροχς—
τ φθινόπωρο πο κλαίει μ σακάτη στος κάμπους μοιάζει
κι π σίδερο τ’ νοιξιάτικα φύλλα.

Δραπέτες θ γυρίσουν στς φυλακς ατοβούλως
τ βλέφαρα μαρα, ργυρς χειροπέδες…
πειθήνια π’ τ κοιμητήρια θ μετακομίσουν ο μυρμηγκοφωλις
σ μιὰ τεράστια κυματοειδ κίνηση.

Κα τ λόγια θ συνεχίσουν πάντα ν πληθαίνουν
μαυρίζοντας τν ρίζοντα κι θάνατος
π κατομμύρια κόκκινες πάρξεις, π κατομμύρια φτερογες
π κατομμύρια  σκοινιά…
  
Πτώματα στ κεν

Κενό, κενό, κεν
πάρα πολ κεν στν στορία
κι λα δ θέλουν, παρ μόνο ν σ μελετήσουν
τυφλ ποταγ κα τρόμος.
Οτε τ πιοτό, οτε τ’ στέρια
δ μπορον ν ξεγελάσουν.
Προϊόντα της τύχης, τν ατοκρατόρων
χωρς στέμμα, λίμονό σας!
Ο σκλάβοι εναι νεκρο
κα τ κουφάρια τους
σαπίζουν στς γαλέρες.
  
δρόμος τν μάγων

Ο μάγοι ρχονταν π χρες μακρινς
ν προσκυνήσουν τ βρέφος – κα τ’ στρο
δευε πρν π’ ατος στὸν θόλο
κι ταν τέσσερις μάγοι – λλ πι χρός,
φήνοντας μιὰ στιγμ τν νεμο γύρω
π’ τ μάτια του, χάνοντας τ φς τ’ στεριο
κα π τ φς νς λλου στρου, δηγημένος
νς στρου σ’ πατηλ τροχι
νς αώνια ματωμένου πογέματος.
ριθμο γιοι πέφτουν κατεβαίνοντας
στὴν ὁμίχλη  κα Βηθλεμ μόνη
της το ποκαλύπτεται στ’ νειρο —κα μέσα στος αἰῶνες
ξεχασμένη χάνεται χωρς στέρια
λυπημένη σκιά του.
  
ξόριστη σκέψη

Τίποτα δ γύρισε. Κοιμήθηκα
χωρς νειρα. Στς χθες σιωπηλν λιμνν
πιμένουν κόμη τ χνη τς φωτις, τς σκις του,
τ λευκ λείψανα διασκορπίζονται —σημάδι τι πρ πολλο
κατέρρευσαν ρειπωμένοι ο γέρικοι ναοί.
Κα τ λάβαρα μις ξεχασμένης χώρας,
μάταια παραμένουν. Γι ποιν ν πάρξω;
γι ποιν ν γυρίσει σ μένα τ φεγγάρι
νύχτα τ νύχτα στ κρανίο
φώσφορός του; πλανες μνμες
δραπέτες σκλάβοι, μελαγχολικο κρατούμενοι…
Φτάνει! Κάπου νάμεσα σ δρόβια φυτ
ψάρια μ γυάλινο βλέμμα καταβροχθίζουν
τν κυνηγ κα τος σκύλους.

μεταλλικς κύκλος κλείνει

μεταλλικς κύκλος κλείνει λο κα πι πολ
τ κρανίο πελιδν μεινε ν ψηφ τ φεγγάρι.
πρχε κάποτε νας προσκυνητς κα μιὰ χώρα
πο τὴν διέσχιζε μυστικ δρόμος
νάμεσα σ πάτητους τόπους —λλ γάπη                     
της σκοτείνιασε κα σαλεύοντάς της τ μυαλ
τς ρήμωσε τ βλέμμα. Χαμένη
εναι χώρα πο πρξε μπορε ν μν πρξε
κι τσι εναι κα γι πάντα θ πάρχει
χωρς ν πάρχει.

νθρωπος πο σκότωσες

νθρωπος πο σκότωσες κάποτε θ σηκωθε π’ τ νερ
ατός, πνιγμένος στς νύχτες σου μ τζζ, στς γγελικές σου νύχτες—
κάποτε ναὶ, κάποτε πρέπει ν γυρίσει παίρνοντας
τ μορφή σου. Κάποτε, να κάποτε
πρέπει ν γλιτώσεις π’ λα ατ τ ορλιαχτ
π’ κος, π’ λη ατ τν κίτρινη δοντοντοφυία
πο σοῦ δείχνεται μ μις —ραγε δν εναι καλύτερα
ν ’σαι μονάχος σὰν σκύλος μέσα στς βροχές,
μονάχος ν σιγοσφυρίζεις; Μπορε κάποτε
ν’ γάπησες, μπορε κα ν τραγούδησες σ’ ξαίσιες χορωδίες,
κα μ γυνακες –λύρες, φθινόπωρα– λύρες, πόλεις–λύρες,
πο διασταυρώθηκαν κάθετα, τ μνήμη
γι πάντα σ’ λυσσόδεσαν μέσα σ κιγκλιδώματα χρυσά.
ματαιοδοξία το βιρτουόζου χορευτ, μμον το ρυθμο
κα μορφ νς νέου γυμναστ το χλιμιντρίσματος…
λα, λα δν εναι παρ μιὰ λίθια κδίκηση,
γι ποιόν, ναντίον ποου ν κδικηθες; ραγε δ βλέπεις
τι νάμεσα σ’ λα παραμένει μονάχα νθρωπος πο σκότωσες,
μοναδικς πο μπορες ξεγελάσεις δίνοντάς του τ θωριά σου
γι ν ξαναρχίσει πάλι.

ΨΕΥΔΟ-ΟΔΟΑΚΡΟΣ
στν Rudi Dutschke,
στν Daniel Cohn Bendit
κα στος λλους

νας Romulus Augustulus περιμένει κυκλωμένος π’ τν φόβο
πίσημο νδυμα φορώντας τ προσωπεο τν μεγάλων μερν
—κα τ μάτια τν  νθυπάτων
κλείνουν μπρς στ ρημα σύνορα, καθς πομπ τν νήσυχων
αλικν πικαλεται τοὺς
θησαυρος λλων στεμμάτων. πνος, μαρος στ βαρι  βλέφαρα
—στν πνο
κραυγές, κραυγές, κραυγές, πράξεις στερικές, κι ρένες γεμάτες θύματα
πο τ θερι δ θέλουν πι ν κατασπαράξουν,  κα μονομάχοι τρυφεροί,
πλθος σπίδες κα περικεφαλαες τοποθετημένες λικοειδς λο κα πι
κοντ στ να
που κοιμονται ο παλιο θεοί. , δστε μου δέρματα ζώων κα γρια λογα,
κα μιὰ συμμορία ξεπεσμένων τσαρλατάνων γι ν μπορέσω
να στρατ ν φτιάξω,
πο τ ρολόι πρ πολλο χει σημάνει κι πρωταγωνιστς ξέχασε ν’
ναστηθε,
κα ο ατοκράτορες κλόνητοι στ θρόνο τους γερννε,
δστε μου δέρματα ζώων,
να βασίλειο γι τ δέρμα νς λόγου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: