Anatol E. Baconsky:
Ποιήματα
Ἀπόδοση ἀπὸ τὴν ρουμανικὴ
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἀπὸ τὴ συλλογή:
Τραγούδια τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας
1954
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Πλανόδιον, τεῦχος 26ο, Χειμώνας 1996.
Ρουτίνα
Ποιήματα γνωστικὰ καὶ γκρίζα
Ἀσήμαντες ἀσκήσεις σχολικές!
Μεγαλώνεις, ἀρχίζεις, ἀσκεῖσαι κι ἐσὺ στὴ γραφή…
Ἔρχεται ὁ χειμώνας
–γκριζάρουν τὰ μαλλιά.
Ἀπ’ τὶς παλιὲς ἀνθολογίες
Μᾶς περιγελοῦν τὰ λησμονημένα ὀνόματα,
Ὁ νέος μὲ μπαμπάκι στὰ αὐτιὰ
Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὸ δρόμο
ξαναδιαβαίνει
Νύχτα. Μεθυσμένο τὸ φεγγάρι συνήθισε
Σὰν πρόβατο τυφλὸ στὸ πασχαλιάτικο σουβλὶ
Θαρρεῖς καὶ θέλει ἐπίτηδες νὰ βοηθήσει
Μὲ λίγους στίχους αἰώνιους γιὰ τοὺς «φίλους»
Οἱ φυλλωσιὲς τῶν δέντρων θροΐζοντας συρτά.
Κανεὶς ποτὲ δὲν σὲ ἀκούει
Μάταια ἡ ἀγάπη σ’ ἀναζητᾶ
Πίσω ἀπ’ τὰ τζάμια τὰ κορίτσια χάνονται.
Τ’ ἀστέρια σβήσαν. Δὲν τὰ εἶδες;
Δὲ θὰ ξανάβγουν πιὰ γιὰ σένα
Πέρασαν τὰ πουλιὰ μὲ δεξιοτεχνία
Σ’ ἀπατηλὴ τροχιά.
Ὁ τραγουδιστὴς μπαμπάκι ἔχει στ’ αὐτιὰ
Περνᾶ δρεπάνι ἀπ’ τὶς φυλλωσιὲς ἀπάνω –ποιὸς χτυπᾶ;
Ἀπὸ τὶς παλιὲς ἀνθολογίες
Μᾶς περιγελοῦν τὰ ξεχασμένα ὀνόματα.
Στὴν
ἐπανέκδοση τῆς συλλογῆς
Fluxul Memoriei, τὸ
1967,
ὁ Anatol E. Baconsky, περιέλαβε σ’ αὐτὴν
καὶ τὸ ποίημα Ρουτίνα ἀφαιρώντας τὶς στροφὲς 5, 6 καὶ 7
«Θέληση μὲ πεῖσμα. —γλώσσα
ξύλινη.
«Σκέψεις φοβερές» —Σαπουνόφουσκες!
Μὲ μιὰ ξερή, παλιὰ κληρονομιά
Στίχοι νέοι, μάταια δὲ λέγονται.
Φρόνιμα ποιήματα, σκέψη ἀργὴ
ἄδειος ἀλαλαγμός,
παραποιημένος ἐνθουσιασμός!
Τὸ μαγικὸ πουλὶ ποτὲ
Τὸ πέταγμά του πρὸς τὰ πίσω δὲ γυρίζει.
«Πρωί. Ὁ κόσμος στὸ δρόμο, πάει στὴ δουλειά του
Κάπου σ’ ἔχει διαβάσει
Σὲ κανέναν δὲ χρησιμεύεις, σὲ ἀπορρίπτουν
Ζωντανὸς νεκρὸς στὸ κόσμο σου».
Ἡ
παλίρροια τῆς μνήμης
Ι
Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ γίνονται τίποτα δὲ μπορῶ νὰ ξεχάσω
Ἀκόμη κι ὅταν τὸ χλωμὸ μάτι τοῦ φεγγαριοῦ μὲ προσκαλεῖ
Καθὼς τὰ ὀμιχλώδη, χειμωνιάτικα δέντρα
μὲ
ξεσηκώνουν
Καὶ τὴ θύμηση ταράζουν —ἀργὸ χιόνι
ΙΙ
Μὲ τὸ πέταγμα τῶν πουλιῶν, γυρίζουν ἀπ’ τὰ σύννεφα τὰ χρόνια
Τ’ ἀναγνωρίζω –καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, πόσα εἶναι τὰ δικά μου χρόνια
Ἢ μπορεῖ καὶ νὰ ’ναι τὰ χαμένα χρόνια καθενὸς
Ποὺ γύρω μου ἐμφανίζονται, βαριὰ καὶ κουρασμένα
Δὲ καταδιώκω ἐγὼ κανέναν, ποὺ τρέμει ἡ σκιὰ
Κι ἀκούω, ἀκούω μιὰ φωνὴ μέσα
ἀπ’
τὸ χρόνο ποὺ πάντα
λέει
Ὅτι τὰ χρόνια μου μὲ τὸν πικρὸ καρπό τους
Κάηκαν σ’ ἄδεια πεδία, κάρβουνο γίναν
Ἔγιναν πυρκαγιές, αἷμα γενῆκαν –κι ἂν σήμερα ὑπάρχω
Στῆς χώρα τούτης τὸν οὐρανὸ ἀπὸ κάτω, μοιραία κι ἐπιμένω
Καὶ περιπλανιέμαι μὲς τοὺς δρόμους, καὶ ξυπνῶ τραγουδώντας
Τὴ μεγάλη θύμηση πρὸς τὶς ἀκριες τοῦ καθενός.
ΙΙΙ
Ὁ καιρὸς ποὺ ἔχει φύγει, δὲν εἶναι κανενός, ποὺ νὰ μπορεῖ
νὰ τὸν ἀναστήσει
Κι εἶναι φορὲς ποὺ μοῦ ’ρχεται νὰ οὐρλιάξω γύρω,
μὲ τὸ μεγάλο μου στόμα
—Χρόνια χαμένα, δὲν σᾶς ἔζησα!
Στὴ ζωή μου
Θαρρῶ πὼς φύγατε μὲ μιᾶς, σὰν τὴ βροχὴ ποὺ τὴ διαδέχεται ὁ ἥλιος
Βγεῖτε ἀπ’ τὴν ὁμίχλη, μεγάλες ἔρημοι —βγεῖτε ἀπ’ τὴν ὁμίχλη
Σὰ λιμάνια τοῦ ἡλιόλουστου Νότου
Βγεῖτε ἀπ’ τὴν ὁμίχλη, ποὺ δὲν σᾶς ἔζησα, βγεῖτε ἀπ’ τὴν ὁμίχλη,
Χαμένα χρόνια!
Τὰ χρόνια ὅμως ἔχουν σβήσει, ἔχουνε σκορπιστεῖ
Πῆγαν μὲ τὴ φωνὴ τῶν φύλλων, τῶν νερῶν, τοῦ χορταριοῦ…
Τοῦτα τὰ μαυροπούλια εἶναι μονάχα θύμησες—
Στοῦ φθινοπώρου τὴν ἀγκαλιά, κόκκινο δάσος
τὴ γενειάδα του ἁπλώνει
Κι ἀπὸ τὰ πέρατα τῶν οὐρανῶν, νοήματα μοῦ στέλνουν
οἱ λεπτὲς σημύδες
IV
Ἀλλὰ ἡ κραυγή μου πάνω στὸ στῆθος σβήνει
Δὲ καλῶ ἐγὼ κανένα —ἦταν νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ—
Δὲν ἤτανε γραφτὸ νὰ ψάξω, νὰ ζητήσω, ν’ ἀναμείνω
Κι ὅσο τρανὸς κι ἂν ἤμουν —ὁ καιρός, στὴν εἰκόνα μου, δὲ πρόσθεσε κάτι
V
Καίγονται οἱ σκέψεις στὸ πυρετὸ τῆς μνήμης,
Στὸ στῆθος πάνω, τώρα σκιρτᾶ μιὰ νέα ἡλικία
Ὡσὰν ἀλεξικέραυνο στέκομαι πάνω ἀπὸ ψηλὰ κτίρια,
Πρὸς τὶς ἀστραπὲς τῆς νύχτας τὰ δυό μου μπράτσα ὑψώνω
Στέκομαι ἀκίνητος καὶ ψιθυρίζω πότε–πότε, ἀργά:
Μεγάλες πόλεις καὶ κάμποι σιωπηλοί, καληνύχτα!
Φυλλορροεῖ τὸ τρομερὸ δέντρο τῆς νύχτας,
Φύλλα χρυσοῦ τ’ ἀστέρια
Κοιμᾶμαι δεμένος ἀπαλὰ
Πάνω στὴ λαμπερὴ ἐπιφάνεια
Τῶν μεγάλων λιμνῶν, τῶν ἡφαιστείων
Ι
Ἀπ’ ὅσα ἔχουν γενεῖ, τίποτα δὲ μπορῶ νὰ ξεχάσω
Μὰ ὁ δρόμος μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ μακριὰ στὸ μέλλον
Πουλιὰ τοῦ νότου, μαζί σας διασχίζω
Κι ἐγὼ τοὺς αἰθέρες
Ἰδού, τίποτα πιὰ δὲ θυμᾶμαι
Κοιμηθεῖτε στὴ ψυχή, ψίθυροι παλιοί,
Εἰκόνες φοβερές, κοιμηθεῖτε στὸ ναὸ τῆς θάλασσας σὰν
Τὰ ναυάγια φωσφόρου.
Δὲ θέλω νὰ σᾶς ἀκούσω
Ψηλὰ πάνω ἀπ’ τὸ κατάστρωμα, γιατί τοὺς ναυτικοὺς
μ’ ἀρέσει ν’ ἀκούω
Κοιμηθεῖτε στὴ ψυχή, θύμησες
ὅπως κοιμοῦνται στὰ ὄστρακα φουρτοῦνες καὶ ναυάγια—
Ἐσύ, ἀνοιξιάτικε ἀγέρα, ποὺ πάνω στὸ στῆθος μου πνέεις
Φέρε μου ἀπὸ δάση ποὺ κυριαρχεῖ ἡ ὀξιά, φύλλα,
Φέρε μου τὸν γαλάζιο ἦχο τῶν νερῶν
Τοὺς ψιθύρους τῶν δέντρων τὸ τρεμάμενο φῶς,
Καὶ μετά, κάπου μέσα
σὲ μιὰ ἄγνωστη νύχτα
Χάρισέ μου τὸν λευκὸ ὕπνο τῶν κρίνων.
Ἄθαφτα πτώματα στὸ καιρὸ
Τ’ ἄθαφτα πτώματα στὸ καιρὸ
ἀρχίζουν νὰ ξανανιώνουν.
Ὤ, δῶστε μας
μικρὲς βιογραφίες μὲ μέτρο,
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐμβριθίσουμε ἐν ἀφθονίᾳ,
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδήσουμε τὴ μικρή,
ἀπατηλή μας ἀναγέννηση,
ἕνα ἀδύναμο πλῆθος, μιὰ σκόνη
ὁ θρυμματισμὸς τῆς γνώμης,
καὶ τ’ ἄρρωστα ἀπὸ λέπρα χρονικὰ
ἀπὸ τώρα θὰ σοῦ προτάξουν
τ’ ἀποσαρκωμένα τους μέλη:
… ὁ ληστὴς εἶναι μικρὸς καὶ καχεκτικὸς
ὁ ἀγωνιστὴς πάνω σὲ ξύλινο ἄλογο,
ὁ προδότης διστάζει, ὁ σφετεριστὴς
δὲν ἔχει κουράγιο… Δῶστε μας τὸ ἔλεος
ἕνα ἄστρο στὸν καθένα!
Ἱστορικὸς ἐνθουσιασμὸς
Ἐκεῖνος, ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ θὰ πεθάνει πρῶτος
θὰ ἐλευθερωθεῖ, θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα
ποὺ ἄκουγε συχνὰ νὰ ἠχεῖ
κατόπι του – καὶ μιὰ νύχτα τὰ σκουλήκια
περπατώντας στὰ μάτια του ἐπάνω, θ’ ἀποσπάσουν
ὅλη τὴ λύπη – δὲ θὰ τοῦ μείνει πιὰ
παρὰ μία μάσκα —μπορεῖ ἐκείνη ἀπὸ τὰ ἴχνη—
ποὺ πάνω της φιλονικοῦν στὰ μικρὰ δρομάκια
ὁ ἄνεμος καὶ τὰ σκυλιά.
Vae victis
Τοῦ ρολογιοῦ θὰ πέσουν οἱ δεῖκτες - καὶ θὰ ’ναι βουβὴ
ἡ καμπάνα, χωρὶς πουλιὰ τὸ δειλινό.
Ἀνάμεσα σὲ λόγχες θὰ περνοῦμε πάντα
ὀνειρευόμενοι λαμπερὲς ἱεροτελεστίες
καὶ κανεὶς δὲ θὰ φανεῖ νὰ φωνάξει: ψέμα!
Μονάχοι εἶστε σκοτωμένοι χωρὶς ἀντίσταση στὸ δάσος,
κανείς σας δὲ φορᾶ στεφάνι,
οὔτ’ ἕνα ἄστρο δὲν ἔπεσε, οὔτε μιὰ φλόγα δὲν καίει,
ἡ μνήμη θὰ σᾶς ἀφήσει στὴν ὁμίχλη
οἱ φλογέρες θὰ σαπίσουν – κι ὁ ἄνεμος
δὲ θὰ φέρει τραγούδι ποτὲ
στὰ μνήματά σας.
Λογοτεχνία
Θὰ ἔλθει ὁ ὕπνος κι ἑκατομμύρια ζῶα χωρὶς μάτια
κι ἑκατομμύρια
κόκκινες ὑπάρξεις τὴ νύχτα τῆς βροχῆς—
τὸ φθινόπωρο ποὺ κλαίει μὲ σακάτη στοὺς κάμπους μοιάζει
κι ἀπὸ σίδερο τ’ ἀνοιξιάτικα φύλλα.
Δραπέτες θὰ γυρίσουν στὶς φυλακὲς αὐτοβούλως
τὰ βλέφαρα μαῦρα, ἀργυρὲς χειροπέδες…
πειθήνια ἀπ’ τὰ κοιμητήρια θὰ μετακομίσουν οἱ μυρμηγκοφωλιὲς
σὲ μιὰ τεράστια
κυματοειδῆ κίνηση.
Καὶ τὰ λόγια θὰ συνεχίσουν πάντα νὰ πληθαίνουν
μαυρίζοντας τὸν ὁρίζοντα κι ὁ θάνατος
ἀπὸ ἑκατομμύρια κόκκινες ὑπάρξεις, ἀπὸ ἑκατομμύρια φτεροῦγες
ἀπὸ ἑκατομμύρια σκοινιά…
Πτώματα στὸ κενὸ
Κενό, κενό, κενὸ
πάρα πολὺ κενὸ στὴν ἱστορία
κι ὅλα δὲ θέλουν, παρὰ μόνο νὰ σὲ μελετήσουν
τυφλὴ ὑποταγὴ καὶ τρόμος.
Οὔτε τὸ πιοτό, οὔτε τ’ ἀστέρια
δὲ μποροῦν νὰ ξεγελάσουν.
Προϊόντα της τύχης, τῶν αὐτοκρατόρων
χωρὶς στέμμα, ἀλίμονό σας!
Οἱ σκλάβοι εἶναι νεκροὶ
καὶ τὰ κουφάρια τους
σαπίζουν στὶς γαλέρες.
Ὁ
δρόμος τῶν
μάγων
Οἱ μάγοι ἔρχονταν ἀπὸ χῶρες μακρινὲς
νὰ προσκυνήσουν τὸ βρέφος – καὶ τ’ ἄστρο
ὅδευε πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς στὸν θόλο
κι ἦταν τέσσερις μάγοι
– ἀλλὰ ὁ πιὸ ὠχρός,
ἀφήνοντας μιὰ στιγμὴ τὸν ἄνεμο γύρω
ἀπ’ τὰ μάτια του, χάνοντας τὸ φῶς τ’ ἀστεριοῦ
καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ἑνὸς ἄλλου ἄστρου, ὁδηγημένος
ἑνὸς ἄστρου σ’ ἀπατηλὴ τροχιὰ
ἑνὸς αἰώνια ματωμένου ἀπογέματος.
Ἀριθμοὶ ἅγιοι πέφτουν κατεβαίνοντας
στὴν ὁμίχλη
– καὶ ἡ Βηθλεὲμ μόνη
της τοῦ ἀποκαλύπτεται στ’ ὄνειρο —καὶ μέσα στοὺς αἰῶνες
ξεχασμένη χάνεται χωρὶς ἀστέρια
ἡ λυπημένη σκιά του.
Ἐξόριστη σκέψη
Τίποτα δὲ γύρισε. Κοιμήθηκα
χωρὶς ὄνειρα. Στὶς ὄχθες σιωπηλῶν λιμνῶν
ἐπιμένουν ἀκόμη τὰ ἴχνη τῆς φωτιᾶς, τῆς σκιᾶς του,
τὰ λευκὰ λείψανα διασκορπίζονται —σημάδι ὅτι πρὸ πολλοῦ
κατέρρευσαν ἐρειπωμένοι οἱ γέρικοι ναοί.
Καὶ τὰ λάβαρα μιᾶς ξεχασμένης χώρας,
μάταια παραμένουν. Γιὰ ποιὸν νὰ ὑπάρξω;
γιὰ ποιὸν νὰ γυρίσει σὲ μένα τὸ φεγγάρι
νύχτα τὴ νύχτα στὸ κρανίο
ὁ φώσφορός του; Ἀπλανεῖς μνῆμες
δραπέτες σκλάβοι, μελαγχολικοὶ κρατούμενοι…
Φτάνει! Κάπου ἀνάμεσα σὲ ὑδρόβια φυτὰ
ψάρια μὲ γυάλινο βλέμμα
καταβροχθίζουν
τὸν κυνηγὸ καὶ τοὺς σκύλους.
Ὁ
μεταλλικὸς
κύκλος κλείνει
Ὁ μεταλλικὸς κύκλος κλείνει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ
τὸ κρανίο πελιδνὸ ἔμεινε ν’ ἀψηφᾶ τὸ φεγγάρι.
Ὑπῆρχε κάποτε ἕνας προσκυνητὴς καὶ μιὰ χώρα
ποὺ τὴν διέσχιζε μυστικὰ ὁ δρόμος
ἀνάμεσα σὲ ἀπάτητους τόπους —ἀλλὰ ἡ ἀγάπη
της σκοτείνιασε καὶ σαλεύοντάς της τὸ μυαλὸ
τῆς ἐρήμωσε τὸ βλέμμα. Χαμένη
εἶναι ἡ χώρα ποὺ ὑπῆρξε ἢ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπῆρξε
κι ἔτσι εἶναι καὶ γιὰ πάντα θὰ ὑπάρχει
χωρὶς νὰ ὑπάρχει.
Ὁ
ἄνθρωπος
ποὺ
σκότωσες
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σκότωσες κάποτε θὰ σηκωθεῖ ἀπ’ τὰ νερὸ
αὐτός, ὁ πνιγμένος στὶς νύχτες σου μὲ τζᾶζ, στὶς ἀγγελικές σου νύχτες—
κάποτε ναὶ, κάποτε πρέπει νὰ γυρίσει παίρνοντας
τὴ μορφή σου. Κάποτε, ναὶ κάποτε
πρέπει νὰ γλιτώσεις ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ οὐρλιαχτὰ
π’ ἀκοῦς, ἀπ’ ὅλη αὐτὴ τὴν κίτρινη ὀδοντοντοφυία
ποῦ σοῦ δείχνεται μὲ μιᾶς —ἄραγε δὲν εἶναι καλύτερα
νὰ ’σαι μονάχος σὰν σκύλος μέσα στὶς βροχές,
μονάχος νὰ σιγοσφυρίζεις; Μπορεῖ κάποτε
ν’ ἀγάπησες, μπορεῖ καὶ νὰ τραγούδησες σ’ ἐξαίσιες χορωδίες,
καὶ μὲ γυναῖκες –λύρες, φθινόπωρα– λύρες, πόλεις–λύρες,
ποὺ διασταυρώθηκαν
κάθετα, τὴ μνήμη
γιὰ πάντα σ’ ἁλυσσόδεσαν μέσα σὲ κιγκλιδώματα
χρυσά.
Ἡ ματαιοδοξία τοῦ βιρτουόζου χορευτῆ, ἡ ἐμμονὴ τοῦ ρυθμοῦ
καὶ ἡ μορφὴ ἑνὸς νέου γυμναστῆ τοῦ χλιμιντρίσματος…
ὅλα, ὅλα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἠλίθια ἐκδίκηση,
γιὰ ποιόν, ἐναντίον ποῖου νὰ ἐκδικηθεῖς; Ἄραγε δὲ βλέπεις
ὅτι ἀνάμεσα σ’ ὅλα παραμένει μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ σκότωσες,
ὁ μοναδικὸς ποὺ μπορεῖς ξεγελάσεις δίνοντάς του τὴ θωριά σου
γιὰ νὰ ξαναρχίσει πάλι.
ΨΕΥΔΟ-ΟΔΟΑΚΡΟΣ
στὸν
Rudi Dutschke,
στὸν Daniel Cohn Bendit
καὶ στοὺς ἄλλους
Ἕνας
Romulus Augustulus περιμένει κυκλωμένος ἀπ’ τὸν φόβο
ἐπίσημο ἔνδυμα φορώντας τὸ προσωπεῖο τῶν μεγάλων ἡμερῶν
—καὶ τὰ μάτια τῶν ἀνθυπάτων
κλείνουν μπρὸς στὰ ἔρημα σύνορα, καθὼς ἡ πομπὴ τῶν ἀνήσυχων
αὐλικῶν ἐπικαλεῖται τοὺς
θησαυροὺς ἄλλων στεμμάτων. Ὁ ὕπνος, μαῦρος στὰ βαριὰ βλέφαρα
—στὸν ὕπνο
κραυγές, κραυγές, κραυγές, πράξεις ὑστερικές, κι ἀρένες γεμάτες θύματα
ποὺ τὰ θεριὰ δὲ θέλουν πιὰ νὰ κατασπαράξουν, καὶ μονομάχοι τρυφεροί,
πλῆθος ἀσπίδες καὶ περικεφαλαῖες τοποθετημένες ἑλικοειδῶς ὅλο καὶ πιὸ
κοντὰ στὸ ναὸ
ὅπου κοιμοῦνται οἱ παλιοὶ θεοί. Ὤ, δῶστε μου δέρματα ζώων καὶ ἄγρια ἄλογα,
καὶ μιὰ συμμορία ξεπεσμένων τσαρλατάνων γιὰ νὰ μπορέσω
ἕνα στρατὸ νὰ φτιάξω,
ποὺ τὸ ρολόι πρὸ πολλοῦ ἔχει σημάνει κι ὁ πρωταγωνιστὴς ξέχασε ν’
ἀναστηθεῖ,
καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἀκλόνητοι στὸ θρόνο τους γερνᾶνε,
δῶστε μου δέρματα
ζώων,
ἕνα βασίλειο γιὰ τὸ δέρμα ἑνὸς ἀλόγου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου