Ἠλίας
Παπαμόσχος
Ὁ σκοπὸς τοῦ λυγμοῦ
στοὺς Ἀλέκο καὶ Γιάννη Διαμαντόπουλο
Δυὸ
μέρες εἶμαι δῶ. Ὁ γιατρὸς εἶπε ὅτι ἔχω
φύσημα στὸ στῆθος· ποῦ μὲ βρῆκε;
Ἐμένα
τὰ
πνευμόνια μὲ θρέφουν, μ’ αὐτὰ φυσῶ τὴν γκάιντα. Ἐμεῖς οἱ
γύφτοι τὶς ἀρρώστιες τὶς
διώχνουμε, ἀπὸ μωρὰ ξυπόλητοι, χέρια καὶ
πόδια κατσιασμένα, ξερὰ σὰν χειμωνιάτικα κλαριά, σὰν πιάσουμε τὰ ὄργανα
γεμίζουνε πουλιά. Γκαϊντατζὴς ὁ μπαμπάς μου, μὲ ἔπαιρνε
μαζὶ σὲ γάμους, πανηγύρια. Στὶς
γουρουνοχαρὲς μοῦ δίνανε τοῦ ζωντανοῦ τὴ
φούσκα, καθόμουνα κοντά του καὶ φυσοῦσα, τάχα πὼς ἔπαιζα.
Ἡ
μάνα μου ἔλεγε πὼς εἴμαστε ὅ,τι
ἀπόμεινε
ἀπ’ τὴ
νύχτα, τὰ μάτια μου σὰν τά ’βλεπε ἡ
γιαγιὰ τέντωνε τὰ ρουθούνια, τῆς
θύμιζαν, μοῦ ἔλεγε, ἐκεῖνα
τὰ
μυρωδικὰ τὰ καρβουνάκια, ποὺ
φύλαγε σ’ ἕνα λευκὸ μαντήλι καὶ στὸ
καντήλι κάθε νύχτα τ’ ἄναβε.
Στὴν
πόλη αὐτὲς τὶς μέρες ἔχουνε
καρναβάλια. Βαρούσανε τὸ
ντέφι οἱ προπάπποι μας παλιά, χόρευε τὸ ἀρκούδι,
ἐμεῖς
βαρᾶμε πιὰ τὰ ὄργανα, ρίχνονται οἱ ἀνθρῶποι,
γίνηκε ἁλυσίδα ποὺ μᾶς δένει ὁ σκοπός.
Ὅλοι ἐδῶ εἶναι φαρμακωμένοι. Μπορεῖ οἱ ἴδιοι,
ψές, προψές, νά ’χανε τὰ κορμιὰ
λυμένα, νὰ σειόνταν στοὺς δικούς μας τοὺς
ρυθμούς. Μὰ ἡ ζωὴ ἔχει κι αὐτή,
σὰν τὸ
σκοπό, γυρίσματα.
Γιὰ
δές, αὐτοὺς τοὺς δυὸ σὰν νὰ τοὺς ξέρω, ναί, εἶναι
τ’ ἀδέρφια πού ’χουνε τὸ μπὰρ στὴν παραλία. Παίξαμε φέτος κεῖ, σὰν
κάθε χρόνο. Θυμᾶμαι μιὰ χρονιὰ ποὺ ἤτανε ἡ λίμνη παγωμένη καὶ μᾶς ἀνέβασαν
ἐπάνω,
παίζανε καὶ χορεύανε κι ὅλο ξεμάκραιναν κι ἐμεῖς ὅλο
κάτω τηράγαμε, σὰν δοῦμε κάνα ράγισμα νὰ
βγοῦμε. Τῶν σερνικῶν τὰ
πρόσωπα μὲς στὴ χαροκοπιά, τὰ
μάτια τους νὰ λάμπουν, σὰν στὰ δάχτυλά μας τὰ
μπριλάντια, κοιτώντας τὰ θηλυκά.
Μᾶλλον πατέρας τους θὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ πηγαίνει μπροστά, ἴδιο σουλούπι ὁ μικρός. Εἶναι κάτι ἄσπρα σπιτάκια ἐκεῖ. Μπαίνει στὸ ἕνα ὁ πατέρας, ἔπειτα στ’ ἄλλο, σὰν βγαίνει λέει κάτι στὰ παιδιὰ καὶ παίρνει κάπου μὲ τὸ κινητό. Μιὰ νεκροφόρα ἀνεβαίνει τὸ δρομάκι, πλάι του σταματάει. Βγαίνει ἀπὸ μέσα ἕνας ξανθός, κάτι τοῦ λέει, μπαίνει στὸ σπιτάκι. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθάει ὁ ὁδηγός. Μιὰ κλούβα ἔρχεται βολίδα κι ἀφήνει δυὸ νεαρούς. Μπαίνουν κι αὐτοὶ μὲς στὸ σπιτάκι. Περνάει λίγη ὥρα. Σὰν τὰ κουτάβια κολλᾶνε πίσω ἀπ’ τὸν πατέρα τὰ παιδιὰ σὰν βγαίνει τὸ κουτί, χωρὶς καπάκι, εἶναι σκεπασμένο μὲ τὸ ἄσπρο νεκροσέντονο, κι ὅπως περνάει, σὰν κανένα γυφτάκι τ’ ἀεράκι παραμερίζει τὸ πανί. Σκύβει καὶ σιάχνει ὁ πατέρας ἕνα τσουλούφι ποὺ κρέμεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο, χαϊδεύει τὰ μαλλιά, καὶ ἔπειτα τὴ σάρκα, ποὺ θά ’ναι, κάτω ἀπ’ τὶς ποῦντρες, σὰν τὸ ὥριμο δαμάσκηνο. Βλέπω τὴ ράχη τοῦ μικροῦ πὼς εἶναι τσιτωμένη, σὰν τὸ τομάρι ποὺ κρεμοῦσε ὁ πατέρας νὰ ξεραθεῖ καλά, νὰ φτιάξει τὸ νταούλι, ποῦ νά ’σαι τώρα ἀδερφέ μου, νὰ δώσεις μιὰ μὲ τὴν χοντρὴ τὴν νταουλόβεργα, μιὰ γερή, ὅπως βαρᾶ ἡ μοίρα, κι ἐγὼ μιὰ φυσηξιὰ νὰ δώσω, πῶς βλέπω μπρὸς στὴ μύτη τοῦ μεγάλου κείνη τὴ φούσκα, σὰν στὰ μωρά μας ὅταν εἶναι κρυωμένα, μιὰ ν’ αὐξαίνει, μιὰ νὰ σώνεται στὸ τέμπο τοῦ λυγμοῦ.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 6ο,
Χειμώνας 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου