Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ: Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΛΥΓΜΟΥ

λίας Παπαμόσχος
σκοπς το λυγμο

στος λέκο κα Γιάννη Διαμαντόπουλο

Δυ μέρες εμαι δ. γιατρς επε τι χω φύσημα στ στθος· ποῦ μ βρκε; μένα τ πνευμόνια μ θρέφουν, μ’ ατ φυσ τν γκάιντα. μες ο γύφτοι τς ρρώστιες τς διώχνουμε, π μωρ ξυπόλητοι, χέρια κα πόδια κατσιασμένα, ξερ σν χειμωνιάτικα κλαριά, σν πιάσουμε τ ργανα γεμίζουνε πουλιά. Γκαϊντατζς μπαμπάς μου, μ παιρνε μαζ σ γάμους, πανηγύρια. Στς γουρουνοχαρὲς μοῦ δίνανε το ζωντανο τ φούσκα, καθόμουνα κοντά του κα φυσοσα, τάχα πς παιζα. μάνα μου λεγε πς εμαστε ,τι πόμεινε π’ τ νύχτα, τ μάτια μου σν τά ’βλεπε γιαγι τέντωνε τ ρουθούνια, τς θύμιζαν, μο λεγε, κενα τ μυρωδικ τ καρβουνάκια, πο φύλαγε σ’ να λευκ μαντήλι κα στ καντήλι κάθε νύχτα τ’ ναβε.
Στν πόλη ατς τς μέρες χουνε καρναβάλια. Βαρούσανε τ ντέφι ο προπάπποι μας παλιά, χόρευε τ ρκούδι, μες βαρμε πι τ ργανα, ρίχνονται ο νθρποι, γίνηκε λυσίδα ποὺ μᾶς δένει σκοπός.
λοι δ εναι φαρμακωμένοι. Μπορε ο διοι, ψές, προψές, νά ’χανε τ κορμι λυμένα, ν σειόνταν στος δικούς μας τος ρυθμούς. Μ ζω χει κι ατή, σν τ σκοπό, γυρίσματα.
Γι δές, ατος τος δυ σν ν τος ξέρω, ναί, εναι τ’ δέρφια πού ’χουνε τ μπρ στν παραλία. Παίξαμε φέτος κε, σν κάθε χρόνο. Θυμμαι μιὰ χρονι πο τανε λίμνη παγωμένη κα μς νέβασαν πάνω, παίζανε κα χορεύανε κι λο ξεμάκραιναν κι μες λο κάτω τηράγαμε, σν δομε κάνα ράγισμα ν βγομε. Τν σερνικν τ πρόσωπα μς στ χαροκοπιά, τ μάτια τους ν λάμπουν, σν στ δάχτυλά μας τ μπριλάντια, κοιτώντας τ θηλυκά.

Μᾶλλον πατέρας τους θὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ πηγαίνει μπροστά, ἴδιο σουλούπι ὁ μικρός. Εἶναι κάτι ἄσπρα σπιτάκια ἐκεῖ. Μπαίνει στὸ ἕνα ὁ πατέρας, ἔπειτα στ’ ἄλλο, σὰν βγαίνει λέει κάτι στὰ παιδιὰ καὶ παίρνει κάπου μὲ τὸ κινητό. Μιὰ νεκροφόρα ἀνεβαίνει τὸ δρομάκι, πλάι του σταματάει. Βγαίνει ἀπὸ μέσα ἕνας ξανθός, κάτι τοῦ λέει, μπαίνει στὸ σπιτάκι. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθάει ὁ ὁδηγός. Μιὰ κλούβα ἔρχεται βολίδα κι ἀφήνει δυὸ νεαρούς. Μπαίνουν κι αὐτοὶ μὲς στὸ σπιτάκι. Περνάει λίγη ὥρα. Σὰν τὰ κουτάβια κολλᾶνε πίσω ἀπ’ τὸν πατέρα τὰ παιδιὰ σὰν βγαίνει τὸ κουτί, χωρὶς καπάκι, εἶναι σκεπασμένο μὲ τὸ ἄσπρο νεκροσέντονο, κι ὅπως περνάει, σὰν κανένα γυφτάκι τ’ ἀεράκι παραμερίζει τὸ πανί. Σκύβει καὶ σιάχνει ὁ πατέρας ἕνα τσουλούφι ποὺ κρέμεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο, χαϊδεύει τὰ μαλλιά, καὶ ἔπειτα τὴ σάρκα, ποὺ θά ’ναι, κάτω ἀπ’ τὶς ποῦντρες, σὰν τὸ ὥριμο δαμάσκηνο. Βλέπω τὴ ράχη τοῦ μικροῦ πὼς εἶναι τσιτωμένη, σὰν τὸ τομάρι ποὺ κρεμοῦσε ὁ πατέρας νὰ ξεραθεῖ καλά, νὰ φτιάξει τὸ νταούλι, ποῦ νά ’σαι τώρα ἀδερφέ μου, νὰ δώσεις μιὰ μὲ τὴν χοντρὴ τὴν νταουλόβεργα, μιὰ γερή, ὅπως βαρᾶ ἡ μοίρα, κι ἐγὼ μιὰ φυσηξιὰ νὰ δώσω, πῶς βλέπω μπρὸς στὴ μύτη τοῦ μεγάλου κείνη τὴ φούσκα, σὰν στὰ μωρά μας ὅταν εἶναι κρυωμένα, μιὰ ν’ αὐξαίνει, μιὰ νὰ σώνεται στὸ τέμπο τοῦ λυγμοῦ.

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 6ο, Χειμώνας 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια: