Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΟΥΛΑΡΙ

Γιώργης Παυλόπουλος
1924-2008

Τὸ πουλάρι

Τ παιδ κοίταξε ψηλά, νάμεσα στ κλαδι κα τ φύλλα. ταν να γαλάζιο μάτι ορανο κα πέρναγε μία κορδελίτσα φς. Χάμου γινόταν τ’ στέρι το πουλαριοκε κάτου π’ τ τσουλούφια, στ σταυρ το μετώπου. σκυψε κα τ πρε στν παλάμη του μ’ ετυχία. Τότε τ πουλάρι χλιμίντρισε κα χτύπησε τ μπροστιν πόδια του χαρούμενο. τσι το φάνηκε. σως ν σάλεψε κι κλάδος. στόσο μα γύρισε εδε τν ξανθι χαίτη κα κάτι π’ τν ορ ν χάνονται νάμεσα στς σμάλτινες πλές. Βαθι στ μονο­πάτι σβυνε κι’ λαφρς καλπα­σμός.
Τ παιδ φίλησε τ’ στέρι κα πγε ν τ κλείσει στ φούχτα του, μ κενο γλύστρησε. Κι’ κλαιγε.
νάνος τ Κανελλάκι κοιμόταν κάτου π’ τ κυκλάμινο κα ξύπνησε.
—Τί κλαίει παιδάκι; Το επε.
—Θείο Κανελλάκι, χασα τ που­λάρι μου στ δάσο. Τώρα τ εδα,.
—Δεν χει πουλάρι στ δάσο. Που­λι χει, λάφια χει...
—Και τ πουλάρι;
—Ἐγώ  δν  εδε...

Τ παιδ πήγαινε ξυπόλυτο προφυλαχτά. Τ πρινόφυλλα κεντημένα γύρω-γύρω μ’ γκαθάκια το πονοσαν στ χλωρ πατοσα. Κάποιο μυστικ σέρπημα στ θάμνα το να­τάραζε τ φλέβα—τ ζούδι πο ροκανάει τς ρίζες, τ βελανίδι πο πέφτει π ψηλά, λευκ κοιλι το λαγο. Κάπου μακριά, στ παραμύθι τάχα, να βούκινο κάρωνε π’ τν πελπισία το παραπλανη­μένου κυνηγο, Κι’ φύλλινος θρς λεγε κα ξανάλεγε τ λόγια τοῦ νάνου:
γ δν εδε.,. γ δν εδε… γ δν εδε...
μπάτης ρχόταν κάτου ἀπ’ τος κρεμαστος θόλους τῶν δέντρων κι δωσε μιν ποψία στ παιδ πς τ γαλάζιο θ ξάνοιγε-που νἄναι. Κα τ νερ πο κατεβαίνει πρς τ θάλασσα θ ταν κε κοντσως ν πς κατήφορο-κατήφορο...
Παραμέρισε τ παλι φύλλα κι’ κουγε μ τ’ φτ στ χμα τ βου — μπορε ν εναι κα τ αμα τς γς πο κυκλοφέρνει.
ταν φησε τ δάσος, νάσανε, Κι’ σο κατηφόριζε, νοτι μπαινε π’ τ φτέρνα του κα τν περπατοσε σ’ λο τ κορμί. κεθε φύ­τρωναν παπαβρακάκια κα πολυτρίχια – μι νεροχελώνα κατρακύλαγε κιόλας μεσ’ στ χορτάρια.
Σν φτασε στ ρέμα εδε τ χρωματιστ πουλι κ’ επε πς θ τ εχε μία συντροφι γιατί βρέθηκε πολ ρημος δ πέρα. κόμα κα τοτος κορμς πο τν κοψαν ο λοτόμοι το λλου χρόνου θ σο στεκε μι παρηγοριά...
Τότε θυμήθηκε τν ξαδερφούλα Λία. Κάθε φορ πο τ βασάνιζε γι ν τ φιλήσει, κείνη δ δεχόταν κα τοὔλεγε πς ταν να πολ ξυν παιδί. μως τ νύχτα στν  παυλη…
μεγάλη βροχ δν κοπάσει κι’ θεία Χιούλα τν κράτησε γι’ πόψε. Στ δεπνο Λία κανε κά­τι συνήθιστα γέλια κα τ μάλωσαν. στερα τοῦ φόρεσαν να νυ­χτικό της κι’ μοιαζε, λήθεια, σν κορίτσι, σν δερφ τς Λίας. Θ κοιμόταν κιόλας στ κρεββατάκι της. τσι επε θεία. σο γι τν ξαδερφούλα θ τν περνε μαζί της.
—Ἐγὼ θέλω στ δικό μου... πέ­μενε κείνη.
—Κι’ λκης;
—Μαζί.
Κα κοιμήθηκαν μαζ σ δυ κο­ρίτσια. Το επε στ σκοτεινά:
—Ἄλκη, μ θέλεις κοντά σου;
Ξετυλίχτηκε μία κορδέλα σιωπς.
—Ναί...
Τν τράβηξε δυνατ στ πλάϊ του κι’ κουγαν τν νεμόβροχα.
—Τί εναι; Τν ρώτησε πάλι.
—Τὸ πουλάρι...
—Ποιός, έρας;
—Ἄκουσε πς τριποδίζει... Κι’ χει ν’ στέρι –δ στ σταυρ– ν τ γνωρίζω. ταν μεγαλώσω θ μ πάει καβάλλα μεσ’ π’ τ δάσο…
—Ποιό;
—Μ τ πουλάρι...
—Ὕστερα;
—Ὕστερα θ βρομε τ θάλασσα κα θ περάσουμε π κεῖθε...
—Κι’ γώ;
—Κι’ σύ...
Μόλις κόπασε μπόρα, βγκε τ φεγγάρι κα σάλευαν στν κάμαρη σκιοι π φυλλόδεντρα κα μικρος φοίνικες.
—Θέλεις ν μ φιλήσεις;
γώ; Ναί! Αριο... Νυστάζω…
πειτα τ παιδ γονάτισε στ χαμηλ χτη κα μάζεψε στς φού­χτες του λες τς εκόνες τς ρεματις. Κι’ πινε μ κλειστ μάτια. ταν τ’ νοιξε εχε μείνει ρημι κα τ πουλάρι πο βοσκε λεύτερο. Το φώναξε παρακαλεστικά:
—Ἄστρο, στάσου, στρο μου...
Κενο γύρισε κα τν κοίταξε π’ τ πλάϊ. λεγε: « Ν πάω; - ν φύγω; Ν πάω; - ν φύγω;» Τότες νεροχελώνα βούτηξε: μπλούμ! Τ πουλάρι φευγε τρομαγμένο. Κι’ νάνος τ Κανελλάκι, τσίριζε να γέλιο σν τ μύτη τς βελόνας.
—Ἐγώ δν εδε... 
Τ παιδ τρεχε ρέμα-ρέμα ξοπίσω στ πουλάρι πο κομματια­ζόταν μ τ νερ κα τς χλωρασιές. πάνω τους τρεχε κα τ μικρ σύγνεφο. Κάποτε χαίτη μ τν ορ νέμιζαν στ διάστημα κι’ ο πλς ξεκολλοσαν κα πήγαιναν χωρς πουλάρι. λλοτε τ μικρ σύγνεφο μπερδευόταν στς κληματίδες κα στν οραν μενε μονάχα τ’ στέρι —κε κάτω, στ...
Τ ρέμα πεφτε συντάραχο στ γκρεμ κα πηδοσε πέτρα σ πέτρα σπου σμιγε μ τ θάλασσα κα γινόταν κύματα κι’ φρός. Μαζ κατέβαινε κα τ πουλάρι φηνια­σμένο. Τ σκασμένο χέρι τς τις προσπάθησε ν κρατήσει τ παιδ —μ δ μπόρεσε. Κενο πάλευε —στθος μ γόνατο ν τ φτάσει.
στερα ο κβολς γιόμισαν σ­πρα πουλάρια πο λώνιζαν τ γιαλό. λος γιαλς τιναζόταν ς τ μικρ σύγνεφο σν νταριασμένη χαίτη. Κα κενο ξέφτιζε σ γέλιο πο δν τ βλέπουμε.

Περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 7ο. Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τοῦ Πύργου, Ὀδυσσέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: