Γιώργης Παυλόπουλος
1924-2008
1924-2008
Τὸ πουλάρι
Τὸ
παιδὶ κοίταξε ψηλά, ἀνάμεσα στὰ
κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα. Ἦταν ἕνα
γαλάζιο μάτι οὐρανοῦ καὶ πέρναγε μία κορδελίτσα φῶς. Χάμου γινόταν τ’ ἀστέρι
τοῦ πουλαριοῦ – ἐκεῖ
κάτου ἀπ’ τὰ τσουλούφια, στὸ σταυρὸ
τοῦ μετώπου. Ἔσκυψε καὶ
τὸ πῆρε στὴν ἀπαλάμη
του μ’ εὐτυχία. Τότε τὸ
πουλάρι χλιμίντρισε καὶ χτύπησε τὰ μπροστινὰ
πόδια του χαρούμενο. Ἔτσι τοῦ
φάνηκε. Ἴσως νὰ σάλεψε κι ὁ
κλάδος. Ὡστόσο ἅμα γύρισε εἶδε
τὴν ξανθιὰ χαίτη καὶ
κάτι ἀπ’ τὴν οὐρὰ νὰ χάνονται ἀνάμεσα στὶς
σμάλτινες ὁπλές. Βαθιὰ στὸ
μονοπάτι ἔσβυνε κι’ ὁ ἀλαφρὸς
καλπασμός.
Τὸ
παιδὶ φίλησε τ’ ἀστέρι καὶ
πῆγε νὰ τὸ κλείσει στὴ φούχτα του, μὰ
κεῖνο γλύστρησε. Κι’ ἔκλαιγε.
Ὁ
νάνος τὸ Κανελλάκι κοιμόταν κάτου ἀπ’ τὸ
κυκλάμινο καὶ ξύπνησε.
—Τί κλαίει παιδάκι; Τοῦ
εἶπε.
—Θείο Κανελλάκι, ἔχασα
τὸ πουλάρι μου στὸ δάσο. Τώρα τὸ
εἶδα,.
—Δεν ἔχει πουλάρι στὸ
δάσο. Πουλιὰ ἔχει, λάφια ἔχει...
—Και τὸ πουλάρι;
—Ἐγώ δὲν εἶδε...
Τὸ παιδὶ πήγαινε ξυπόλυτο προφυλαχτά. Τὰ πρινόφυλλα κεντημένα γύρω-γύρω μ’ ἀγκαθάκια τοῦ πονοῦσαν στὴ χλωρὴ πατοῦσα. Κάποιο μυστικὸ σέρπημα στὰ θάμνα τοῦ ἀνατάραζε τὴ φλέβα—τὸ ζούδι ποὺ ροκανάει τὶς ρίζες, τὸ βελανίδι ποὺ πέφτει ἀπὸ ψηλά, ἡ λευκὴ κοιλιὰ τοῦ λαγοῦ. Κάπου μακριά, στὸ παραμύθι τάχα, ἕνα βούκινο κάρωνε ἀπ’ τὴν ἀπελπισία τοῦ παραπλανημένου κυνηγοῦ, Κι’ ὁ φύλλινος θρὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε τὰ λόγια τοῦ νάνου:
— Ἐγὼ
δὲν εἶδε.,. Ἐγὼ
δὲν εἶδε… Ἐγὼ δὲν εἶδε...
Ὁ
μπάτης ἐρχόταν κάτου ἀπ’ τοὺς κρεμαστοὺς
θόλους τῶν δέντρων κι ἔδωσε μιὰν
ὑποψία στὸ παιδὶ
πὼς τὸ γαλάζιο θὰ ξάνοιγε-ὅπου
νἄναι. Καὶ τὸ νερὸ ποὺ κατεβαίνει πρὸς τὴ
θάλασσα θὰ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ —ἴσως
ἂν πᾶς κατήφορο-κατήφορο...
Παραμέρισε τὰ
παλιὰ φύλλα κι’ ἄκουγε μὲ
τ’ ἀφτὶ στὸ χῶμα τὴ βουὴ — μπορεῖ νὰ
εἶναι καὶ τὸ
αἷμα τῆς γῆς ποὺ κυκλοφέρνει.
Ὅταν
ἄφησε τὸ δάσος, ἀνάσανε,
Κι’ ὅσο κατηφόριζε, ἡ νοτιὰ
ἔμπαινε ἀπ’ τὴ
φτέρνα του καὶ τὸν περπατοῦσε σ’ ὅλο
τὸ κορμί. Ἐκεῖθε
φύτρωναν παπαβρακάκια καὶ πολυτρίχια – μιὰ νεροχελώνα
κατρακύλαγε κιόλας μεσ’ στὰ χορτάρια.
Σὰν
ἔφτασε στὸ ρέμα εἶδε
τὰ χρωματιστὰ πουλιὰ
κ’ εἶπε πὼς θὰ τὰ εἶχε μία συντροφιὰ γιατί βρέθηκε πολὺ
ἔρημος ἐδῶ
πέρα. Ἀκόμα καὶ τοῦτος
ὁ κορμὸς ποὺ
τὸν ἔκοψαν οἱ λοτόμοι τοῦ
ἄλλου χρόνου θὰ σοῦ
ἔστεκε μιὰ παρηγοριά...
Τότε θυμήθηκε τὴν
ξαδερφούλα Λία. Κάθε φορὰ ποὺ τὴ βασάνιζε γιὰ νὰ
τὴ φιλήσει, κείνη δὲ δεχόταν καὶ
τοὔλεγε πὼς ἦταν ἕνα πολὺ ξυνὸ
παιδί. Ὅμως τὴ νύχτα στὴν ἔπαυλη…
Ἡ
μεγάλη βροχὴ δὲν κοπάσει κι’ ἡ θεία Χιούλα τὸν
κράτησε γι’ ἀπόψε. Στὸ δεῖπνο
ἡ Λία ἔκανε κάτι ἀσυνήθιστα
γέλια καὶ τὴ μάλωσαν. Ὕστερα τοῦ φόρεσαν ἕνα
νυχτικό της κι’ ἔμοιαζε, ἀλήθεια, σὰν
κορίτσι, σὰν ἀδερφὴ τῆς Λίας. Θὰ κοιμόταν κιόλας στὸ
κρεββατάκι της. Ἔτσι εἶπε ἡ
θεία. Ὅσο γιὰ τὴν
ξαδερφούλα θὰ τὴν ἔπερνε μαζί της.
—Ἐγὼ θέλω στὸ δικό μου... Ἐπέμενε
κείνη.
—Κι’ ὁ Ἄλκης;
—Μαζί.
Καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ
σὰ δυὸ κορίτσια. Τοῦ εἶπε
στὰ σκοτεινά:
—Ἄλκη, μὲ θέλεις κοντά σου;
Ξετυλίχτηκε μία κορδέλα σιωπῆς.
—Ναί...
Τὴν
τράβηξε δυνατὰ στὸ πλάϊ του κι’ ἄκουγαν τὸν
ἀνεμόβροχα.
—Τί εἶναι; Τὸν
ρώτησε πάλι.
—Τὸ πουλάρι...
—Ποιός, ὁ ἀέρας;
—Ἄκουσε πῶς τριποδίζει... Κι’ ἔχει
ἕν’ ἀστέρι –ἐδῶ
στὸ σταυρὸ– νὰ
τὸ γνωρίζω. Ὅταν μεγαλώσω θὰ
μὲ πάει καβάλλα μεσ’ ἀπ’ τὸ
δάσο…
—Ποιό;
—Μὰ τὸ
πουλάρι...
—Ὕστερα;
—Ὕστερα θὰ βροῦμε
τὴ θάλασσα καὶ θὰ
περάσουμε ἀπὸ κεῖθε...
—Κι’ ἐγώ;
—Κι’ ἐσύ...
Μόλις κόπασε ἡ
μπόρα, βγῆκε τὸ φεγγάρι καὶ σάλευαν στὴν
κάμαρη ἴσκιοι ἀπὸ
φυλλόδεντρα καὶ μικροὺς φοίνικες.
—Θέλεις νὰ μὲ
φιλήσεις;
—Ἐγώ; Ναί! Αὔριο...
Νυστάζω…
Ἔπειτα
τὸ παιδὶ γονάτισε στὴ
χαμηλὴ ὄχτη καὶ μάζεψε στὶς
φούχτες του ὅλες τὶς εἰκόνες
τῆς ρεματιᾶς. Κι’ ἔπινε
μὲ κλειστὰ μάτια. Ὅταν
τ’ ἄνοιξε εἶχε μείνει ἡ
ἐρημιὰ καὶ τὸ πουλάρι ποὺ ἔβοσκε
λεύτερο. Τοῦ φώναξε παρακαλεστικά:
—Ἄστρο, στάσου, Ἄστρο μου...
Κεῖνο
γύρισε καὶ τὸν κοίταξε ἀπ’ τὸ
πλάϊ. Ἔλεγε: « Νὰ πάω; - νὰ
φύγω; Νὰ πάω; - νὰ φύγω;» Τότες ἡ
νεροχελώνα βούτηξε: μπλούμ! Τὸ πουλάρι ἔφευγε
τρομαγμένο. Κι’ ὁ νάνος τὸ Κανελλάκι, τσίριζε ἕνα
γέλιο σὰν τὴ μύτη τῆς βελόνας.
—Ἐγώ δὲν εἶδε...
Τὸ
παιδὶ ἔτρεχε ρέμα-ρέμα ξοπίσω στὸ πουλάρι ποὺ
κομματιαζόταν μὲ τὸ νερὸ καὶ τὶς χλωρασιές. Ἀπάνω τους
ἔτρεχε καὶ τὸ
μικρὸ σύγνεφο. Κάποτε ἡ χαίτη μὲ
τὴν οὐρὰ ἀνέμιζαν στὸ διάστημα κι’ οἱ
ὁπλὲς ξεκολλοῦσαν καὶ
πήγαιναν χωρὶς πουλάρι. Ἄλλοτε τὸ
μικρὸ σύγνεφο μπερδευόταν στὶς κληματίδες καὶ
στὸν οὐρανὸ ἔμενε μονάχα τ’ ἀστέρι —ἐκεῖ
κάτω, στὸ...
Τὸ
ρέμα ἔπεφτε συντάραχο στὸ γκρεμὸ
καὶ πηδοῦσε πέτρα σὲ
πέτρα ὥσπου ἔσμιγε μὲ
τὴ θάλασσα καὶ γινόταν κύματα κι’ ἀφρός.
Μαζὶ κατέβαινε καὶ τὸ
πουλάρι ἀφηνιασμένο. Τὸ σκασμένο χέρι τῆς
ἰτιᾶς προσπάθησε νὰ κρατήσει τὸ
παιδὶ —μὰ δὲ μπόρεσε. Κεῖνο πάλευε
—στῆθος
μὲ γόνατο νὰ τὸ
φτάσει.
Ὕστερα
οἱ ἐκβολὲς γιόμισαν ἄσπρα πουλάρια ποὺ
ἁλώνιζαν τὸ γιαλό. Ὅλος
ὁ γιαλὸς τιναζόταν ὡς
τὸ μικρὸ σύγνεφο σὰν
ἀνταριασμένη χαίτη. Καὶ κεῖνο
ξέφτιζε σὰ γέλιο ποὺ δὲν
τὸ βλέπουμε.
Περιοδικὸ
Ὀροπέδιο, τεῦχος 7ο. Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τοῦ Πύργου, Ὀδυσσέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου