ΓΙΩΡΓΟΥ
ΓΚΟΛΟΜΠΙΑ
Ὁ Ἅγιος Ζαμπλακᾶς
Ἦταν ἕνας νέος
παπάς, Λάνθα τὸν λέγανε, ποὺ ζοῦσε εὐτυχισμένος μὲ τὴν
παπαδιά του. Τὸ σπίτι τους ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, δίπλα στὴ λίμνη, χτισμένο μὲ ὠμὰ πλιθιὰ
ξεραμένα στὸν ἥλιο. Στὸ κάτω πάτωμα ἦταν μπροστὰ ἕνας χῶρος μὲ τὴ
σκάλα, τὸ ἀμπάρι τοῦ
σταριοῦ καὶ τὸ παραπόρτι ποὺ ἔβγαζε στὸ ἀχούρι,
ὅπου
εἶχαν τὸν γάιδαρο καὶ τὴν
κατσίκα. πίσω τὸ
μισοσκότεινο κατώι μὲ
τὰ δυὸ μεγάλα βαρέλια τοῦ κρασιοῦ, τὰ πιθάρια, τὰ ξύλα γιὰ τὸν
χειμώνα καί, κρεμασμένα στὸν
τοῖχο, τὰ δικέλλια καὶ τὸ
δρεπάνι (ἐκεῖ ἡ παπαδιὰ
σκιάζονταν νὰ πηγαίνει τὴ νύχτα, εἶχε καὶ ποντίκια ποὺ ἔκαναν πρρρρ…
καθὼς ἔτρεχαν πάνω στὰ ξύλα). Πάνω στὸν ὄροφο,
ἦταν
τὸ στενάχωρο μαγειριά τους καὶ δυὸ μικροὶ ὀντάδες, ἐνῶ μπροστὰ
ἁπλωνόταν
τὸ χαγιάτι, μὲ κρεμασμένα στὴ μιὰ μεριὰ τὰ σκόρδα καὶ τὶς
κατακόκκινες πιπεριές τους, τὶς
μολόχες ν’ ἀνθίζουν γύρω-γύρω
μέσα σὲ κάτι ἀσπρισμένους
τενεκέδες, καὶ στὴ μέση τὸ μιντέρι μὲ τὴν
κόκκινη γιάμπολη, ὅπου κάθονταν
μισοξαπλωμένος ὁ
παπὰς ὅταν σουρούπωνε
καὶ κοίταζε γιὰ ὤρα τὶς βάρκες νὰ τραβᾶνε πρὸς τὴν πέρα μεριὰ τῆς λίμνης, πρὸς τὴν ἔξω σκάλα
τοῦ Κάστρου, μέχρι
ποὺ χάνονταν πίσω
ἀπὸ
κεῖνα τὰ ὄρθια βράχια
ποὺ σιγά-σιγὰ σκοτείνιαζαν.
Κι ἡ παπαδιά, χωρὶς
τοὺς μπελάδες τῶν παιδιῶν ἢ βαριῶν δουλειῶν (εἶχαν μόνο ἕνα χωράφι καὶ δυὸ μικρὰ ἀμπέλια ἐκεῖ
κοντά), πήγαινε τότε καὶ καθόταν δίπλα του, ἀκούγοντας
τον νὰ μουρμουρίζει ψαλμουδιὲς καὶ νοιώθοντας τὸ σῶμα του νὰ κουνιέται κάθε τόσο ρυθμικὰ καὶ νὰ
κάνει τὸ μιντέρι νὰ σιγοτρίζει (εἶχε αὐτὸ τὸ χούι ὁ παπάς). Σὲ λίγο ἄρχιζε νὰ
τὸν χαϊδεύει, τὸ γένι τοῦ παπᾶ τρέμιζε μέσα στὸ μισοσκόταδο ποὺ ὅλο πήχτωνε,
αὐτὴ ἔβγαζε κάποιο
γελάκι, ἰδίως ὅταν τὴ φιλοῦσε στὸ αὐτί, καὶ τὸ
στόμα τοῦ καθενὸς ἄρχιζε νὰ
πλανιέται στὴ σάρκα τοῦ ἄλλου ἐνῶ τὰ μάτια τους, ὅποτε τὰ
εἶχαν ἀνοιχτά, ἔπεφταν κάτω στὴν αὐλή, στὶς σκιὲς ποὺ πάντα σαλεύανε. Ἔτσι λοιπόν, ἀπὸ τότε ποὺ παντρεύτηκαν δυὸ χρόνια πρίν, ρίχνονταν
σὲ μία τακτικὴ ἐν Χριστῷ ἡδονή, ποὺ μὲ
τὴ σιγουριὰ τῆς δρέψης της ἔκανε τὸν παπὰ νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου (μὲ ἀρκετὰ λάθη,
γιατί ἦταν σχεδὸν ἀγράμματος) καὶ νὰ
ἀπορεῖ
μὲ τὴ
μωρία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θεωροῦν τὴν εὐτυχία ἄπιαστο ἀγαθό, ἐνῶ εἶναι
τόσο ἁπλὴ ἡ ἀπόκτησή
της. Τοῦ φάνηκε μετὰ ἀπὸ ἕνα σημεῖο τόσο φυσικὴ ἡ μακαριότητά τους, ποὺ τὴ
θεώρησε ὡς κάτι τὸ ἀναλλοίωτο.
Ὅμως ὁ διάβολος, ποὺ ὅταν βλέπει κάπου τὴ χαρὰ τρώει τὰ λυσσιακά του, καὶ μάλιστα στοὺς παπάδες, ποὺ τοὺς κυνηγάει περισσότερο, τοὺς φθόνησε καὶ ἔκανε τὴν παπαδιὰ νὰ δεῖ μία Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, μέσα ἀπ’ τὸ καφασωτό τοῦ γυναικωνίτη, τὰ γυαλιστερὰ μαλλιά, τὸ μικρὸ μουστάκι, τὶς φαρδιὲς πλάτες καί, ἰδίως, τὰ μάτια ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ μακριὰ ἑνὸς ξενομερίτη μαχαιρᾶ, τοῦ Τζερονάρη, ποὺ κι αὐτὸς ὅταν τὴν εἶδε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δάγκασε τὸ μουστάκι του. Λοιπόν, ἡ παπαδιὰ θόλωσε, κι ἀπὸ ἐδῶ-ἀπὸ κεῖ βρῆκε μύριους τρόπους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εἰδωθοῦν κρυφά. Σύντομα ἔλειωναν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, κι αὐτὸς τὴν ἔβαλε νὰ σκίσει τὸ πανὶ ἀπ’ τὸ φυλαχτὸ ποὺ εἶχε ραμμένο στὸ πουκάμισό της, νὰ πάρει τὸν σκαλιστὸ σταυρὸ ἀπὸ κέρατο βοδιοῦ ποὺ ἦταν μέσα, νὰ τὸν στουμπίσει καὶ νὰ ρίξει τὴ σκόνη στὸ φαΐ τοῦ παπᾶ της, νὰ τὸν μαραζώσουν. Ὅμως τίποτα δὲν ἔγινε. Μιὰ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ συνευρίσκονται ὅσο θέλανε, τῆς ἦρθε κάτι σὰν ἀφροδισιακὸς πυρετός, καὶ κόντευε νὰ ρουφήξει ἀκόμη καὶ τὸν παπὰ ἀνάμεσα στὰ σκέλια της, νὰ τὸν φάει.
Τέλος,
μιὰ μέρα ἔπεσε ἄρρωστη, οὔτε ἔτρωγε, οὔτε μιλοῦσε, μόνο βογκοῦσε. Ὁ παπὰς πῆγε νὰ τρελαθεῖ, δοκίμασε ὅλα τὰ
ζουμιὰ καὶ τὰ γιατρικά, ἀλλὰ δὲν
τὴν εἶδε νὰ καλυτερεύει. Γιὰ νὰ
μάθει ἂν θὰ πεθάνει πῆγε σ’ ἕναν γείτονά του, τὸν Ραδινό τοῦ Μπράγια ποὺ ἔπιανε πουλιά,
καὶ τοῦ παράγγειλε ἕναν καλαντρίνο. Ὅταν τὸν
πῆρε, δεμένο μ’ ἕνα σχοινὶ
ἀπ’
τὸ πόδι, τὸν ἔβαλε δίπλα
της προσέχοντας νὰ δεῖ ἂν
τὸ πουλὶ θὰ ἀπέστρεφε τὸ βλέμμα ἀπὸ πάνω της, σημάδι πὼς θὰ πεθάνει. Ὁ καλαντρίνος ὅμως μία σ’ αὐτὴν ἔβλεπε, μιὰ ἀλλοῦ,
καὶ ὁ παπὰς μπερδεύτηκε. Πῆρε τότε κάτουρο
τῆς παπαδιᾶς σὲ μία μπουκάλα καὶ ζήτησε ἀπ’ τὴ
Μιχαήλα τοῦ Ρέλου, ποὺ εἶχε μωρὸ ἀρσενικό, λίγες σταγόνες γάλα ἀπ’ τὰ
βυζιά της. Ἔσταξε τὸ γάλα στὸ κάτουρο καὶ ἔσκυψε νὰ δεῖ: θὰ μείνει πάνω πηχτὸ τὸ γάλα γιὰ νὰ
σωθεῖ ἡ ἄρρωστη, ἢ
θὰ σκορπίσει, νὰ γίνει ἕνα μὲ
τὸ κάτουρο, νὰ πεθάνει; Πάλι ὅμως δὲν
μπόρεσε νὰ κρίνει –οὔτε
σκόρπισε τελείως, οὔτε ἔμεινε πηχτὸ–
καὶ δὲν ἤξερε πλέον
τί νὰ κάνει. Ὥσπου αὐτὴ ἡ τρελαμένη ἄνοιξε τὸ
στόμα της καὶ τοῦ εἶπε, ἂν θέλει νὰ γίνει καλά, νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν
ἅγιο
Ζαμπλακᾶ, ποὺ ἦρθε τάχα
στ’ ὄνειρό της κλαίγοντας,
ἐπειδὴ
ἔπεσε ἕνας τοῖχος μιᾶς ἐκκλησίας ἀφιερωμένος στ’ ὄνομά του, ποιὸς ξέρει πού, καὶ τώρα μπαίνουν ἀγρίμια μεσ’ στὸ ἱερό,
κι ὁ ἴδιος δὲν
ἔχει
μυρίσει λιβάνι ἐδῶ καὶ
χρόνια, καὶ νὰ πάει ὁ παπὰς νὰ βρεῖ τὴν
ἐκκλησιὰ
νὰ τὴ
διορθώσει καὶ νὰ τὴ
λειτουργήσει, γιατί ἀλλιῶς θὰ πάρουνε μεγάλο κρίμα. Καὶ μετὰ τὴν ἐπιδιόρθωση καὶ
αὐτὴ θὰ γίνει καλὰ καὶ μεγάλη ὠφέλεια θὰ
δοῦνε ἀπὸ τὸν ἅγιο.
Ἔψαξε ὁ
παπὰς στὸ καλεντάρι νὰ βρεῖ τὸν
ἅγιο
Ζαμπλακᾶ, ὅμως πουθενὰ τέτοιο ὄνομα. Ἡ
παπαδιὰ τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι νέος ἅγιος καὶ
δὲν τὸν πέρασαν ἀκόμα στὸ
καλεντάρι, μόνο νὰ
μὴ χάνει καιρό, νὰ πάρει μπάλα τὰ χωριὰ μέχρι νὰ βρεῖ τὴν
ἐκκλησιά
του. Ἔτσι, σὲ λίγες μέρες πῆρε αὐτὸς λίγες φορεσιές,
κάμποσα παξιμάδια μὲ
ἐλιὲς
καὶ ἀρκετὰ ἄσπρα, ποὺ
τά ’ραψε στὶς φόδρες τοῦ ράσου του, ἀνέβηκε στὸν
γάϊδαρό του καὶ
χαιρέτησε λυπημένος τὴ
γυναίκα του, ποὺ
εἶχε σηκωθεῖ ἀπ’ τὸ κρεβάτι καὶ μία γελοῦσε μία ἔκλαιγε, μὲ τὰ
ὄμορφα
μαλλιὰ της ἀνακατεμένα καὶ
τὸ ἄσπρο στῆθος
της νὰ φουσκώνει κάτω
ἀπ’
τὸ ροῦχο της, ποὺ ἔλεγες νά,
τώρα θὰ σκιστεῖ. Μέχρι
ποὺ ἔστριψε ὁ γαίδαρος στὴ στροφὴ καὶ χάσανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Πῆγε
ὁ παπὰς στὸ πρῶτο χωριό, ρώτησε ἂν ἔχουν καμιὰ
ἐκκλησία
στὸν ἅγιο Ζαμπλακᾶ,
ἀλλὰ
ὅλοι ρωτοῦσαν «τί;» καὶ δὲν
ἤξεραν
τίποτα. Τ’ ἀπόγευμα
ἔφτασε στὸ πιὸ πέρα χωριό, τὴν ἄλλη μέρα
σ’ ἄλλο, κι ἐκεῖ τὰ
ἴδια. Μὲ λίγα λόγια πέρασαν κοντὰ δυὸ μῆνες
κι ὁ καιρὸς ἄρχισε νὰ
χαλάει, ὁ γαίδαρός του εἶχε
ἀδυνατίσει
καὶ τὰ
λεφτὰ του σώνονταν, κι εἶχε
πάει σὲ σαράντα χωριὰ
καὶ βάλε, ἀλλὰ πουθενὰ ὁ ἅγιος ποὺ ἔψαχνε.
Τὰ ράσα του τὰ
’πλενε συχνὰ στὰ
ρυάκια, ἀλλὰ γρήγορα γίνονταν
πάλι καφὲ ἀπὸ τὴ σκόνη, κι ὅταν ἔβρεχε
ἡ προβιὰ του λίγο τὸν προστάτευε. Μιλοῦσε μὲ τὸν
γαίδαρό του, ἔψελνε, σ’ ἕνα ντερβένι ἔκανε καὶ
μία κηδεία. Εὐτυχῶς ποὺ
δὲν τὸν πλάκωσαν τίποτα ληστές.
Σὲ ἕνα χωριὸ
τέλος, κάποιος πανοῦργος σαμαρτζής, Μόξιας λεγόμενος, σὰν ἔπιασε τὸ αὐτί του ὅτι ψάχνει τὴν ἐκκλησία τοῦ ἅγιου Ζαμπλακᾶ,
τὸν πλησίασε καὶ ρώτησε λεπτομέρειες, κι ὅταν ἄκουσε
ὅλη τὴν ἱστορία ἄρχισε νὰ
γελάει δυνατά, τρίβοντας τὴν
κοιλιά του. Κοίταξε τὸν
παπὰ μὲ ὀρθωμένο
τὸ μουστάκι καὶ τοῦ εἶπε, «δὲν ὑπάρχει τέτοιος
ἅγιος, δέσποτα· μόν’ μήπως ἡ παπαδιά σου βρῆκε κανέναν ἄλλον στὴ
θέση σου;». Αὐτός, ποὺ
δὲν τοῦ εἶχε περάσει κὰν ἀπ’ τὸ μυαλὸ κάτι τέτοιο, «τί λές, βρὲ θεοσκοτωμένε», εἶπε, καὶ τότε ὁ ἄλλος τοῦ πρότεινε νὰ γυρίσουν μαζὶ στὸ χωριό του νὰ δοῦν, κι ἂν ἔχει δίκιο,
νὰ πάρει ἀπ’ τὸν
παπὰ τὸν γαίδαρο, ἂν ὄχι,
νὰ τοῦ δώσει ἑκατὸ ἄσπρα, κι ὁρκίστηκε νὰ
κρατήσει τὴ συμφωνία στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία καὶ στὸν ἅγιο τῶν σαμαρτζήδων. Ὁ παπάς, κουρασμένος καθὼς ἦταν, δέχτηκε, γιατί ἑκατὸ ἄσπρα
δὲν ἦταν λίγα.
Κι ἔτσι πῆραν τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
Μετὰ
ἀπὸ
μέρες φτάσαν ἔξω ἀπ’ τὸ
χωριὸ μέσα σὲ δυνατὴ βροχή.
Ὁ σαμαρτζὴς βοήθησε τὸν παπὰ νὰ μπεῖ σ’ ἕνα σακί, τὸ βόλεψε στὰ καπούλια τοῦ γαϊδάρου καὶ συνέχισε σκυφτός. Εἶχε σκοτεινιάσει
ἀπὸ
κάμποση ὥρα κι οἱ λασπωμένοι δρόμοι ἦταν σὰν
βοῦρκος. Ἔξω μόνο σκυλιὰ
γυρίζανε. Σὲ λίγο ἔφτασε στὸ
σπίτι τοῦ παπᾶ, ποὺ ἦταν τὸ τελευταῖο τοῦ χωριοῦ, κάπως ἀπομακρυσμένο
ἀπὸ τὰ ἄλλα.
Χτύπησε τὴν κρικέλα δυνατά,
κι ἀκούστηκε ἀπὸ μέσα
ἡ φωνὴ τῆς παπαδιᾶς ποὺ ρωτοῦσε ποιός εἶναι. Αὐτὸς τῆς εἶπε ὅτι εἶναι ἕνας ξένος πραματευτὴς ποὺ μόλις ἔφτασε στὸ
χωριὸ τους μέσ’ στὴ βροχή, κι ἂν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει μία γωνιὰ στὸ στάβλο νὰ περάσει τὴ νύχτα. Πονετικιὰ καθὼς ἦταν σὲ
λίγο τοῦ ἄνοιξε, κρατώντας πάνω ἀπ’ τὸ
κεφάλι τῆς ἀνοιχτὸ ἕνα
σάλι νὰ μὴ
βρέχεται. Τὸν ἔμπασε μέσα στὴν αὐλὴ μαζὶ μὲ τὸν
γαίδαρο, ποὺ δὲν τὸν γνώρισε ἔτσι ποὺ
εἶχε μείνει ὁ μισός, καὶ τὸν
κάλεσε μάλιστα, μόλις τακτοποιηθεῖ, ν’ ἀνέβει πάνω νὰ φᾶνε. Ὁ σαμαρτζὴς ὁδήγησε τὸ
ζῶο στὸ ἀχούρι, ἀκούμπησε σὲ μίαν ἄκρη τὸ
τσουβάλι μὲ τὸν παπὰ κι ἔβαλε μία στεγνὴ ἀλλαξιά. Ἀπ’ τὸ πάνω πάτωμα ἀκούγονταν
ἀντρικὰ γέλια, γιατί ἡ παπαδιὰ ἡ κούρβα ἔμπαζε τὶς
περισσότερες νύχτες στὸ
σπίτι τὸν μαχαιρᾶ, καὶ μάλιστα τὶς βροχερὲς σὰν κι ἀπόψε. Δὲν τὴν ἔνοιαζε καὶ πολὺ ἂν τοὺς ἔπαιρναν εἴδηση,
ἦταν
σὰν ἀλλοπαρμένη – καὶ
πιὸ ὄμορφη ἀπὸ
ποτέ, σκέφτηκε ὁ παπὰς κατάχλωμος μέσ’ στὸ σακί του, ὅπου εἶχε ἀνοίξει μία τρύπα κι ἔβλεπε.
Ὁ
σαμαρτζὴς ἀνέβηκε πάνω κι
ἀκούγονταν
γιὰ ὤρα οἱ φωνὲς καὶ τὰ
γέλια τῶν τριῶν τους, ποὺ εἶχαν πέσει στὸ φαγοπότι. Ὁ μαχαιρᾶς ἦταν τάχα ξάδερφος τῆς παπαδιᾶς καὶ θὰ
’μενε μόνο γιὰ κείνη τὴ νύχτα στὸ σπίτι της. Αὐτὴ τραγούδησε καὶ χόρεψε, καὶ μετὰ ζήτησε ἀπ’ τὸν
ξένο της νὰ τοὺς πεῖ ἕνα τραγούδι
ἀπ’
τὸ χωριό του. Γιὰ νὰ
μὴ τοὺς χαλάσει τὸ χατίρι αὐτὸς τοὺς τραγούδησε:
Ἄκου στὸ
σακὶ κρυμμένος
καὶ
στὸν τοῖχο ἀκουμπισμένος
μοῦ
’θελες ἄσπρα ἑκατὸ
καὶ
’γὼ τὸν γαίδαρο αὐτό.
Τοὺς ἄρεσε πολὺ
τὸ τραγούδι καὶ γελώντας τὸ ἐπανέλαβαν ρυθμικά, ἐνῶ στὸ χαμηλὸ φῶς τῆς λάμπας τὰ μάγουλά τους φαίνονταν ἀκόμα πιὸ
ξαναμμένα ἀπ’ ὅ,τι ἦταν.
Τέλος,
ὅταν
κι οἱ τρεῖς τους εἶχαν σχεδὸν μεθύσει, ὁ σαμαρτζὴς κατέβηκε ἀφήνοντας
ἕνα ρέψιμο, μπῆκε στὸ ἀχούρι,
ἔλυσε
τὸ σακί, βοήθησε τὸν παπὰ νὰ βγεῖ καί, κλείνοντάς του κοροϊδευτικὰ
τὸ μάτι, ξάπλωσε στὰ ἄχυρα.
Ὁ παπὰς σιγοπατώντας ἀνέβηκε τὴ
σκάλα καὶ ἄρχισε ν’ ἀκούει τώρα καθαρὰ τὰ βογγητὰ τῆς ἡδονῆς τους.
«Θεέ μου, μὴ χρονίσεις, ἐξολόθρευσε
τοὺς ἐχθρούς μου
μὲ χολέρα καὶ δίψα», ξεστόμισε τὴ γνωστὴ κατάρα μαδώντας τὰ γένεια του. Ἀπ’ τὴ
μισάνοιχτη πόρτα μάντευε πιὸ
πολὺ παρὰ ἔβλεπε τὰ γυμνά τους σώματα νὰ παλεύουν θαρρεῖς, καὶ τὴν
ἔφερε
στὸ μυαλὸ του δικιά του, τὴν κοιλιά του νὰ γλιστρᾶ ἀνάμεσα στὰ
χαλαρά της σκέλια, τὸ
στῆθος της νὰ πάλλεται μέσ’
στὴ χούφτα του, τὸν τεντωμένο πρὸς τὰ πίσω λαιμό της μὲ τὶς
λεπτὲς γαλάζιες φλέβες, ποὺ
πάνω τοῦ καμιὰ φορά, καθὼς
ἔσκυβε
νὰ τὸν
φιλήσει, ἔσταζε λίγο σάλιο
ποὺ τοῦ ξέφευγε ἀπ’ τὸ
στόμα, καὶ ὅπου μετὰ ἔκρυβε τὸ
πρόσωπό του, σὰν σὲ φωλιά.
Κάθισε
ἐκεῖ
φαρμακωμένος γιὰ ὤρα,
ὥσπου
τέλειωσαν. Μετὰ ὁ μαχαιράς, γιὰ τὸν
ἱδρώτα
ποὺ ἔχυσε καὶ γιὰ νὰ
σβήσει τὴν καΐλα τοῦ μεθυσιοῦ, τῆς ζήτησε νερό, κι αὐτὴ κατέβηκε νὰ πάρει ἀπὸ μία στάμνα ἔξω ἀπ’ τὸ
κατώι. Τότε ὁ παπὰς πῆρε μία
μαχαίρα ποὺ εἶχε γιὰ τὰ
κρέατα σ’ ἕνα ράφι τοῦ μαγειρειοῦ, μπῆκε σιγά-σιγὰ στὸ δωμάτιο καὶ χάιδεψε ἀργὰ τὸν
λαιμὸ τοῦ ἄλλου, παίρνοντάς του τὰ μέτρα. Ἐκεῖνος ἄφησε ἕνα γέλιο, νομίζοντας ὅτι ἦταν ἡ παπαδιὰ ποὺ εἶχε γυρίσει. Ὕστερα μ’ ἕνα γερὸ χτύπημα τοῦ ἔκοψε πέρα
γιὰ πέρα τὸ κεφάλι, τὸ ’πιασε ἀπ’ τὰ
μαλλιὰ καὶ τὸ πέταξε σὲ μία γωνιά, κουκουλώνοντας μὲ τὸ
σεντόνι τὸ κορμὶ ποὺ σπαρταροῦσε ἀκόμα. Ἦρθε ἡ
παπαδιά, μισόγυμνη, ἔβαλε ἕνα ποτήρι
νερὸ κοντά του, φύσηξε τὸ
κερὶ καὶ ἔπεσε δίπλα του. Πῆγε νὰ τὸν
ἀγκαλιάσει
ἀλλὰ δὲν βρῆκε κεφάλι στὸ μαξιλάρι, μόνο ἕνα ζεστὸ ὑγρὸ ποὺ
ἀνάβλυζε
ἀκόμη ἀπ’ τὸν λαιμό του. Ἔτρεξε σκουντουφλώντας κάτω, μπῆκε στὸν ἀχυρώνα,
ξύπνησε τὸν σαμαρτζὴ καὶ τὸν
ρώτησε: «Ξένε, ἂν
θυμᾶσαι, εἶχε κεφάλι ὁ
ξάδερφός μου πρὶν
πέσουμε νὰ κοιμηθοῦμε;».
«Εἶχε μοῦ φαίνεται», εἶπε αὐτός, κι ἀνέβηκε μαζί
της πάνω, ἀνάψανε τὴ λάμπα καὶ εἶδαν ὅτι πράγματι ὁ μαχαιρᾶς ἦταν ἀκέφαλος. Αὐτή, ξεχνώντας νὰ τὸν
θρηνήσει, μεθυσμένη θαρρεῖς γιὰ
πάντα, ἔπλεξε τὰ χέρια της καὶ εἶπε: «Ἄχ, ἡ μαύρη μου, τί θὰ τὸν
κάνουμε τώρα;». Βρήκανε τὸ
κεφάλι τοῦ πεταγμένο στὴ γωνιά, τὸν πιάσανε αὐτὸς ἀπ’ τὰ
πόδια κι αὐτὴ ἀπ’ τὰ χέρια, τὸν κουβαλήσανε κάτω σέρνοντας τὸν, τὸν βγάλαν ἔξω στὴν
αὐλὴ καὶ τὸν παραχώσανε μαζὶ μὲ τὸ
κεφάλι πρόχειρα σὲ
κάτι κοπριὲς ποὺ
χωνεύανε δίπλα στὴν
πόρτα τοῦ ἀχυρώνα. Ὕστερα πῆγαν
καὶ κοιμήθηκαν.
Τὸ πρωὶ ὁ σαμαρτζὴς φόρτωσε στὸν γαίδαρο τὸ σακὶ μὲ τὸν
παπά, εὐχαρίστησε τὴν
παπαδιὰ γιὰ τὴ φιλοξενία της καὶ ἔφυγε.
Ὅταν
ἀπομακρύνθηκαν ἀρκετὰ ἀπ’ τὸ χωριὸ ἔβγαλε ἔξω τὸν
παπὰ καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε σὰν
καλὸς φίλος, παίρνοντας μαζί του ἀπ’ τὴν τριχιὰ τὸν ταλαιπωρημένο γαίδαρο, ποὺ μὲ
τὴν περιποίηση, σκεφτόταν, θὰ τὸν
ἔκανε
πάλι παχουλὸ καὶ μὲ
γυαλισμένη τὴν τρίχα. Κι ὁ παπὰς μὲ τὸ
καλυμμαύχι στὸ χέρι γιὰ νὰ
μὴν τοῦ τὸ
πάρει ὁ ἀέρας ποὺ
εἶχε σηκωθεῖ καὶ
μὲ τὸ
δισάκκι στὸν ὦμο, κίνησε γιὰ τὸ
σπίτι του.
Βρῆκε
τὴν παράνομη παπαδιὰ μέσα στὸν ἀχυρώνα,
καθισμένη πάνω σὲ
μιὰ ἀναποδογυρισμένη
καρδάρα δίπλα στὴν κατσίκα, μ’ ἕνα κομμάτι ἄχυρο κολλημένο στὰ χείλη, ποὺ ἡ
ἄκρη
του κουνιόταν μὲ τὴν
ἀνάσα
της. Φοροῦσε μιὰ φαρδιὰ
ἀμάνικη
πουκαμίσα καὶ οἱ
γυμνές της γάμπες, τὰ
μπράτσα, τοῦ φάνηκαν τώρα
θαρρεῖς πιὸ ὄμορφα ἀπὸ
παλιὰ ποὺ τὰ
κατεῖχε. «Ἦρθα γυναίκα», εἶπε,
κι αὐτὴ γύρισε καὶ
τὸν κοίταξε μὲ τὰ
μεγάλα της μάτια δίχως νὰ
ξαφνιαστεῖ, ἔτσι μαῦρον μπροστά
της, μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του βουτηγμένα στὴ λάσπη καὶ μὲ
στραβοπατημένα τὰ
γένεια καὶ τὰ μαλλιά του ἀπὸ τὸ
κλείσιμο μέσ’ στὸ
τσουβάλι.
Πῆγε
νὰ τὸν
πλησιάσει, ἀλλ’ αὐτὸς ἔκανε ἕνα
βῆμα πίσω καὶ ἄρχισε νὰ λέει ὅτι τὸν
ἅγιο
Πούστη της δὲν μπόρεσε νὰ τὸν
βρεῖ (αὐτὴ οὔτε ποὺ φάνηκε νὰ πρόσεξε τὴ βρισιά), ὅτι ὁ γαίδαρός τους ψόφησε καὶ ὅτι τὰ ἄσπρα τοῦ τέλειωσαν, γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ
μὴν χάνουν καιρό, ἔπρεπε ν’ ἀρχίσουν νὰ
δουλεύουν, νὰ φορτώσουν ἀμέσως τὴν
κοπριὰ ἐκείνη μπροστὰ στὸν ἀχυρώνα στὸ κάρο τους ποὺ ἦταν γερμένο
σὲ μιὰ γωνιά, νὰ δανειστοῦν ἕνα ζῶο ἀπὸ κάποιον γείτονά τους καὶ νὰ
πᾶνε στὸ χωράφι νὰ τὸ
κοπρίσουν καὶ μετὰ νὰ τὸ
ὀργώσουν. Τῆς ἔδωσε ἕνα φτυάρι,
καὶ ὅπως ἦταν, ἄπλυτος ἀκόμη, κάθισε σ’ ἕνα κούτσουρο
καὶ τὴν κοίταζε ποὺ ἔπαιρνε κάτι
ἐπιπόλαιες
φτυαριές. Ἡ κοπριὰ ἦταν λίγη, κι ἔτσι σύντομα φάνηκε τὸ βρωμισμένο πτῶμα, πρῶτα τὸ ἕνα χέρι
μ’ ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι
ποὺ γυάλισε στὸ πρωινὸ φῶς. «Βρέ-βρέ», εἶπε πλησιάζοντας,
καὶ ἔκανε ἀργὰ
τὸν σταυρό του, ἐνῶ ἡ παπαδιὰ στέκονταν κοιτάζοντας
λοξά, μὲ τὸ ἕνα μάτι
της, αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε ὁ
παπάς, κλεισμένο. Τὸν
βγάλανε χωρὶς λέξη, τὸν
χώσανε ἔτσι ἀκαθάριστο σ’
ἕνα
σακί, ρίξαν μέσα καὶ τὸ
κεφάλι, ποὺ πῆγε μ’ ἕναν ξερὸ ἦχο κάτω-κάτω, πλάι στὸν πισινό του, καὶ ὁ
παπὰς τῆς εἶπε νὰ τὸν
φορτωθεῖ, νὰ πᾶνε νὰ τὸν
ρίξουνε κρυφὰ στὴ
λίμνη, κάτω ἀπὸ κεῖνα τὰ ἀπότομα βράχια.
Κλειδώσανε τὸ σπίτι καὶ ἔτσι,
μπροστὰ αὐτὴ διπλωμένη ἀπ’ τὸ βάρος κι αὐτὸς πίσω της σὰν κόρακας, μὲ τὰ
ροῦχα τους ν’ ἀνεμίζουν
στὸν ἀέρα καὶ μὲ
κάτι χοντρὲς στάλες νὰ
τοὺς πέφτουν κάθε
τόσο στὸ μέτωπο, κίνησαν
πρὸς τὰ πέρα.
Σὲ λίγο ἔκαναν μία στάση κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο κι ἡ παπαδιά, κοιτάζοντας τὰ λασπωμένα πόδια της καὶ χαμογελώντας, τραγούδησε μὲ κάπως βραχνὴ φωνὴ ἀπ’ τὸ
χθεσινὸ μεθύσι ἕνα τραγουδάκι
ποὺ ἤξερε ἀπὸ
τότε ποὺ ἦταν μικρή:
Τρεῖς
πηγαίνουν δυὸ γυρνᾶνε
τὰ
ἀηδόνια κελαϊδᾶνε.
Μετὰ
συνέχισαν, καὶ κάτω ἀπ’ τὴ
βροχή, ποὺ ἄρχισε πλέον νὰ πέφτει κανονικά, ὁ παπὰς τραγούδησε μὲ τὴ
σειρά του:
Τρεῖς
πᾶν κι ἕνας γυρνάει
τὸ
ἀηδόνι κελαϊδάει.
Κι
ὅσο
κι ἂν ἡ
παπαδιά, μεσ’ στὸ
λαχάνιασμά της, τὸν
διόρθωνε, λέγοντάς του ὅτι ὅλο τὸ χωριὸ ἤξερε ὅτι τὸ
σωστὸ ἦταν ὅπως τὸ ’λεγε αὐτή, αὐτὸς τὸ χαβά του, συνέχιζε, ψάλλοντας
θαρρεῖς, νὰ τὸ λέει μὲ τὸν
δικό του τρόπο. Συγχρόνως ἔβγαλε κρυφὰ
ἀπ’
τὴν τσέπη του σπάγκο καὶ μιὰ σακοράφα, κι ἔτσι καθὼς αὐτὴ προπορευόταν ἀργὰ ἄρχισε
μὲ ἐπιδέξιες κινήσεις νὰ
ράβει γερὰ τὶς δίπλες ἀπ’ τὸ
φουστάνι της μὲ τὸ τσουβάλι.
Ὅταν ἔφτασαν στὸν
γκρεμό, εἶδαν κάτω τὸ
μαῦρο νερὸ νὰ σπάει μὲ ὁρμὴ πάνω
στὰ βράχια καὶ νὰ
κάνει ἐκεῖ κοντὰ μιὰ
μεγάλη δίνη, ποὺ
λέγανε ὅτι ἦταν τὸ στοιχειὸ τῆς λίμνης ποὺ ρουφοῦσε τὸ νερὸ καὶ μετὰ τὸ ξερνοῦσε, κάνοντας τὸ πικρὸ ἐκεῖ γύρω. Πιὸ πολὺ ὅμως ἤθελε νὰ
ρουφάει ἀνθρώπους, ἄμυαλα παιδιὰ ποὺ πέφτανε ἐκεῖ κοντὰ τὸ καλοκαίρι νὰ δροσιστοῦν ἢ ψαράδες ποὺ τοὺς πλάκωνε ξαφνικὴ μπόρα καί, πρὶν προλάβουν νὰ φτάσουν στὴν ἀκτή,
τὰ βαριὰ κύματα νικοῦσαν τὶς τρομαγμένες τους κουπιὲς καὶ τοὺς ἀναποδογύριζαν τὴ
βάρκα.
«Ἄιντε παπαδιά μου, πέτα τον», τῆς εἶπε, σκίζοντας πίσω του ἄθελα λουρίδες
ἀπ’
τὸ ράσο του μὲ δάχτυλα ποὺ τρέμανε. Αὐτὴ ἔκανε ἔτσι
νὰ ξεφορτωθεῖ τὸ τσουβάλι καί, ραμμένη καθὼς ἦταν, παρασύρθηκε μαζὶ μ’ αὐτὸ στὸ κενό. Πέφτοντας τραβήχτηκε ἡ φούστα της καὶ φάνηκαν γιὰ μιὰ τελευταῖα στιγμὴ τὰ ἄσπρα μυρωδάτα
της μπούτια, ἐνῶ ἀκούστηκε ἡ
φωνή της νὰ λέει: «Τώρα πῶς θ’ ἀνοίξεις, παπά μου, ποὺ ἔχω τὸ κλειδὶ στὴν τσέπη μου;».
Γύρισε
πίσω τραγουδώντας πάλι:
Τρεῖς
πᾶν κι ἕνας γυρνάει
τὸ
ἀηδόνι κελαϊδάει.
Πήδηξε
τὸ ντουβάρι τῆς αὐλῆς, μπῆκε στὸ σπίτι ἀπ’ τὸ
παραπόρτι τοῦ ἀχυρώνα, ἀνέβηκε στὸ χαγιάτι κι ἔτσι βρεγμένος κάθισε, μετὰ ἀπὸ τόσο καιρό, στὴ γνωστή του θέση, στὸ μιντέρι μὲ τὴν
κόκκινη γιάμπολη. Σιγοκουνώντας ρυθμικὰ τὸ σῶμα του ὅπως παλιὰ
στύλωσε τὸ βλέμμα του στὴ μολυβένια λίμνη, γεμάτη μικρὰ ἄσπρα κύματα, ποὺ ἔμεναν γιὰ λίγο σχεδὸν ἀκίνητα πρὶν
χαθοῦν καὶ πάρουν τὴ θέση τοὺς ἄλλα.
(Ἀπὸ παραμύθι
τοῦ λαοῦ)
* * *
To
κείμενο αὐτὸ ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ Ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα τῆς
Καστοριᾶς τὴν «ΟΔΟ». Πρωτοδημοσιεύθηκε
στὸ λογοτεχνικὸ
περιοδικὸ «Τὸ Παραμιλητό»,
τεῦχος 8, Χειμώνας 1990-91, σέλ. 39-45.
Γιῶργος Γκολομπίας
Δημοσίευμα στὴν ΚΑΘΗΝΕΡΙΝΗ 30/4/2009
ΑΠΩΛΕΙΑ. Ἀπὸ
τοὺς πιὸ σοβαροὺς ἐρευνητὲς
στὸν χῶρο τῆς ἱστορικῆς φωτογραφίας, τῶν
χαρτῶν καὶ τῶν τεκμηρίων τοῦ «χάρτινου πολιτισμοῦ»,
ἦταν ὁ Γιῶργος Γκολομπίας, ποὺ ἔφυγε
πρόωρα ἀπὸ τὴ ζωὴ σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὁ Γιῶργος Γκολομπίας, ποὺ ἦταν
καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀναγνωρισμένους συλλέκτες καὶ «προστάτης» τοῦ
πολιτισμοῦ τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, τῆς Καστοριᾶς,
εἶχε κερδίσει τὸν σεβασμὸ
καὶ τὴν ἐκτίμηση χάρη στὴ βαθιά του γνώση, τὴ
σχολαστικότητά του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸ ἐρευνητικό
του πεδίο.
Χάρη στὸν Γιῶργο
Γκολομπία διασώθηκαν ἀναρίθμητα κειμήλια τοῦ νεότερου πολιτισμοῦ.
Ἡ Καστοριὰ τοῦ
ὀφείλει τὴ διάσωση καὶ
ἀνάδειξη τοῦ ἀρχείου
τοῦ φωτογράφου Λεωνίδα
Παπάζογλου. Οἱ μοναδικὲς φωτογραφίες, ποὺ
ἀναπαριστοῦν τὴν
παλιὰ Καστοριά, ἔγιναν ἀντικείμενο
ἔκθεσης ἀπὸ
τὸ Μουσεῖο Φωτογραφίας
Θεσσαλονίκης καὶ ἐκδόθηκε σχετικὸ λεύκωμα. «Ἦταν
ἐξαιρετικὰ εὔστοχος
στὴν ἐπισήμανση τῆς λεπτομέρειας καὶ
ἀκριβῆς στὴν καταγραφὴ τῆς
τεκμηρίωσης», λέει ὁ Κωστὴς Ἀντωνιάδης,
πού, ὡς διευθυντὴς τότε τοῦ
Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης εἶχε συνεργαστεῖ
μὲ τὸν Γιῶργο Γκολομπία γιὰ τὴν
ἀνάδειξη τοῦ Ἀρχείου
Λεωνίδα Παπάζογλου.
Ὁ Γιῶργος
Γκολομπίας γεννήθηκε τὸ 1961 στὸ Βογατσικὸ
Καστοριᾶς καὶ σπούδασε Ἰατρικὴ
στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ «γιατρός», ὅπως
τὸν ἀποκαλοῦσαν, ὑπῆρξε
ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συνεργάτες τῆς
Ἁγιορειτικῆς Φωτοθήκης (ὅπου
συνεργάστηκε μὲ τὸν πατέρα Ἰουστίνο) καὶ
διατηροῦσε στενὲς ἐπαφὲς
μὲ ἄλλους συλλέκτες ὅπως τὸν
Ν. Ε. Τόλη καὶ Μιχάλη Τσάγκαρη. «Ἦταν ἕνας
ἄνθρωπος μὲ μεγάλη θεωρητικὴ
κατάρτιση», λέει ὁ Ν. Ε. Τόλης, ὁ ὁποῖος
συνεργάστηκε μαζί του στὸ ὑπὸ ἔκδοση λεύκωμα «Ἀπὸ
τὴν Ἀπελευθέρωση στὸν Γράμμο» (Ἡνωμένοι
Φωτορεπόρτερ). «Ὁ τρόπος ποὺ ἔζησε
ἀποτέλεσε μάθημα ζωῆς γιὰ
ὅλους μας». Μὲ μεγάλη ἀξιοπρέπεια
ἀντιμετώπισε τὸ θέμα τῆς
ἀσθένειάς του.
Μεγάλη του ἀγάπη ἦταν
ἡ Καστοριά. Τὸ προσωπικὸ
ἀρχεῖο τοῦ Γιώργου Γκολομπία ἀποτελεῖ
ἕνα σημαντικὸ ἀποθησαύρισμα
τοῦ πολιτισμοῦ τῆς
περιοχῆς καὶ μία παρακαταθήκη γιὰ τὸ
μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου