Ἠ.Χ.
Παπαδημητρακόπουλος
Τ’ ΜΠΟΥΦ’ ΤΟΥ Π’ΛΙ
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ
τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
τεῦχος 12, Καλοκαίρι
2012
Σὲ
ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ σχολικοῦ
μου βίου (ἀποφοίτησα στὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος)
τὸ ὄνομα Παπαδιαμάντης
οὐδέποτε ἀναφέρθηκε ― οὔτε
ὡς λέξις-ἅπαξ, ἔστω.
Οἱ φιλόλογοι μᾶς ὁδηγοῦσαν
σὲ ἐθνικὲς ράγες, ὅπου οἱ
συγγραφεῖς καὶ οἱ ποιητὲς ἤσαν
ἄξιοι ἀναφορᾶς,
μόνον ἐφ’ ὅσον προηγεῖτο αὐτῶν
ὁ καταλυτικὸς καὶ
ἀποστομωτικὸς προσδιορισμὸς
“ἐ θ ν ι κ ό
ς„ . Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Σολωμός, π.χ., ἀλλὰ
κι ὁ Παλαμᾶς κ.ἄ.,
ἔδιναν κι ἔπαιρναν στὶς
παραδόσεις τῶν μαθημάτων καὶ τὶς
κατ’ οἶκον ἐργασίες, ὡς ὄντα
ἀπόμακρα, μυθικὰ καὶ
ἀπρόσιτα, κατατεμαχισμένα καὶ καταξεσκισμένα ἀπὸ
τὶς ἀναλύσεις καὶ τοὺς
μετρικοὺς κανόνες, τελείως ἀκατανόητα ― ὄφειλες
πάντως νὰ παπαγαλίσεις (ἐπὶ
ποινῇ μηδενισμοῦ) ὅτι
ὁ “Ὕμνος εἰς τὴν
Ἐλευθερίαν„ , π.χ., ἐγράφη εἰς
τροχαϊκὸν ἑξάμετρον…
Τὴν
πρώτη φορὰ ποὺ εἶδα τὸ ὄνομα Παπαδιαμάντης,
δὲν τὸ πρόσεξα κάν. Ἦταν καλοκαίρι, καὶ
ἀφοῦ εἶχα ἐξαντλήσει κάθε ἀπόθεμα ἀπὸ
βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν, τοῦ Δουμᾶ
(πατρός), τοῦ Θερβάντες, τοῦ Μωρὶς
Λεμπλὰν κ.ο.κ., ψάχνοντας ἐναγωνίως στὴ
βιβλιοθήκη τοῦ σπιτιοῦ νὰ
βρῶ κάτι, γιὰ νὰ
περάσει ἡ ὥρα, ἔπεσα σὲ ἕνα χοντρὸ
βιβλίο, μικροῦ σχήματος (μεγέθους σχεδὸν παλάμης), δεμένο μὲ
σκληρὸ μαῦρο ἐξώφυλλο, καὶ τίτλο:
Ἀλφόνσου Δωδὲ
“Ταρταρῖνος ὁ ἐκ
Ταρασκώνης„ .
Ἀρκετὲς
δεκαετίες ἀργότερα, ξαναπιάνοντας τυχαῖα στὰ
χέρια μου ἐκεῖνο τὸ βιβλίο (ἄγνωστο πῶς
διασώθηκε μετὰ ἀπὸ τόσες λαίλαπες !), διάβασα ἐμβρόντητος τὰ
ὑπόλοιπα στοιχεῖα κάτω ἀπὸ
τὸ τίτλο:
Μετάφρασις ὑπό:
Ἀλ. Παπαδιαμάντη
Καταστήματα “Ἀκροπόλεως„
Β. Γαβριηλίδη
1894
*
Ἦταν
ὁ Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης κατὰ
τὴν δεκαετία τοῦ ’60 ποὺ
στὶς τακτικές, ἀνὰ
μήνα, ἐπισκέψεις του στὴν Καβάλα ὅπου
διαμέναμε, ἀναφερόταν πολὺ συχνὰ
στὸν Παπαδιαμάντη : τὸν παρακολουθοῦσα
δύσκολα, γιατὶ λίγα πράγματα εἶχα διαβάσει, ψάχνοντας
ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ.
Μιὰ
ἡμέρα (ἕνα βράδυ, ἴσως)
ὁ Πεντζίκης, εὑρισκόμενος σὲ
ἰδιαίτερη φόρμα καὶ ἐξαπολύων
συνεχῶς ἐκείνους τοὺς ἀνεκτίμητους
λήρους του, μᾶς λέει :
— Νά, παιδί μου, ὅπως
τ’ μπούφ’
τοὺ π’λί, ποὺ λέει ὁ
Παπαδιαμάντης.
Νόμισα ὅτι ἡ φράση σήμαινε κάτι ἀνάλογο μὲ ἕνα παραμύθι ποὺ θυμόμουν θολά, πῶς δηλαδὴ ἡ κουκουβάγια δὲν εἶδε κανένα ἄλλο πουλὶ πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τὸ κουκουβαγάκι της, κι ἔκανα ἕνα σχετικό, βλακῶδες σχόλιο.
Ὁ
Πεντζίκης κόμπιασε, μὲ κύτταξε ἀμήχανα, ντρίμπλαρε στὰ
γρήγορα τὴ φράση μου καὶ λέγοντας ἕνα
μασημένο “ναί, ναί„ , συνέχισε τὰ δικά του…
Κατάλαβα ὅτι
ἔπρεπε νὰ ἀναζητήσω
πλέον τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, καὶ
τελικὰ ὁ ἀδελφός μου βρῆκε καὶ
μοῦ ἔστειλε ἀπὸ
τὴν Ἀθήνα τοὺς 5 τόμους τῶν
“Ἀπάντων„ στὴν ἔκδοση
Βαλέτα. Ἔσπευσα καὶ τοὺς
ἔδεσα στὴ Θεσσαλονίκη, στὸν
περίφημον Ἀντρέα, μὲ ἕνα
λινό, καφὲ ἀνοιχτὸ ἐξώφυλλο.
Στὴν ἄδεια ἐκείνου τοῦ
καλοκαιριοῦ πήραμε μὲ τὴ
γυναίκα μου μαζί μας στὴν Πάρο, ὡς μοναδικὸ
ἀνάγνωσμα, αὐτοὺς
ἀκριβῶς τοὺς τόμους.
Τὸ
σπίτι ποὺ θὰ διαμέναμε δὲν διέθετε ἠλεκτρικὸ
ρεῦμα ― καὶ ἔτσι, ἐκτὸς
ἀπὸ μία ποικιλία φωτιστικῶν μέσων, κουβαλήσαμε καὶ
ἕναν ἱκανὸν ἀριθμὸ ἀπὸ τὰ χοντρόκοντα ἐκεῖνα
κεριά, ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἀκόμη
ἀθρόως μὲ τὸ
ὄνομα σπερματσέτα :
τὰ ἴχνη τους διασώζονται στὸ
ἐξώφυλλο μερικῶν τόμων, ὡς
ὑπόλευκες, παχιὲς κηλίδες.
Διάβασα φυσικά, καὶ
τὸ διήγημα “Τ’ μπούφ’ τοὺ π’λί„
― τὴν ἑρμηνεία ποὺ ἀκολουθοῦσε,
ὅμως , δὲν μποροῦσα
νὰ τὴν φαντασθῶ :
«…Ὅσον
διὰ τὸν καπετὰν Στέφον, οἱ τωρινοὶ πλοίαρχοι εἶχον ξεχάσει
πλέον ὅλα τὰ παλαιὰ ἐγκώμια,
καὶ τὸν περιέγραφον μόνον ὡς “μποῦφον„ . Τὸ ὄρνεο
ἐκεῖνο,
ὡς διηγοῦνται, φύσει ἀνίκανον νὰ κυνηγῇ, ὅπως
κάμνουν τ’ ἄλλα ἁρπακτικά, κάθεται ἐπὶ
κλάδου ἢ ἐπὶ
βράχου, ὅπου ἡ μαύρη μορφή του συγχέεται καὶ γίνεται ἕν μὲ τὸ
βάθρον καὶ μὲ τὴν
σκοπιάν του, ἀνοίγει μίαν
σπιθαμὴν τὸ λαίμαργον στόμα του, καὶ τὰ
καημένα τὰ πουλάκια, ἀπατώμενα ἀπὸ
τὸν μέλανα γνόφον, καθὼς πλέουν εἰς τὸ κενόν, ἔρχονται ὡσὰν
τυφλὰ καὶ πέφτουν μέσα εἰς τὸ χάσκον,
τὸ σπηλαιῶδες στόμα τοῦ μπούφου. Οὕτω πως τοῦ ἤρχοντο
ὅλαι αἱ ὑποθέσεις,
ὅλαι αἱ ἐπιχειρήσεις,
τοῦ Στέφου. “Σὰν τ’
μπούφ’ τοὺ π’λί„ . Ὅπως στὸν μποῦφον τὸ πουλί.»
Καὶ
οὕτω ἐννόησα, ἔστω καὶ
μετὰ ἀπὸ μῆνες, ἐκείνη τὴν
πνιγμένη ἀμηχανία τοῦ Πεντζίκη, ὁ
ὁποῖος στὴν πραγματικότητα μιλοῦσε
γιὰ αὐτοὺς ποὺ πλουτίζουν χωρὶς κὰν
νὰ κουνιοῦνται, ἀνοίγοντας
ἁπλῶς τὸ στόμα τους ― καὶ ἐκεῖ
μέσα ἔρχονται καὶ πέφτουν χρυσάφια καὶ
μαλάματα… Ὅπως τὰ πουλάκια, τὴ
νύχτα, στὸ στόμα τοῦ μπούφου.
(Μὲ τὸ παραπάνω διήγημα ὁ Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος συμπληρώνει ἀκριβῶς 50 χρόνια διηγηματογραφίας. Τὸ σύνολο τῶν διηγημάτων του σὲ ἕξι τόμους κυκλοφορεῖ ἐντὸς τοῦ Νοεμβρίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γαβριηλίδης. Τὸ πρῶτο του διήγημα, «Οἱ Φρακασάνες», δημοσιεύτηκε τὸ 1962 στὸ περιοδικὸ τῆς Καβάλας Ἀργὼ καὶ θὰ ἀναρτηθεῖ προσεχῶς ὡς ἔχει στὸ blog Ὀροπέδιο).
(Μὲ τὸ παραπάνω διήγημα ὁ Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος συμπληρώνει ἀκριβῶς 50 χρόνια διηγηματογραφίας. Τὸ σύνολο τῶν διηγημάτων του σὲ ἕξι τόμους κυκλοφορεῖ ἐντὸς τοῦ Νοεμβρίου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γαβριηλίδης. Τὸ πρῶτο του διήγημα, «Οἱ Φρακασάνες», δημοσιεύτηκε τὸ 1962 στὸ περιοδικὸ τῆς Καβάλας Ἀργὼ καὶ θὰ ἀναρτηθεῖ προσεχῶς ὡς ἔχει στὸ blog Ὀροπέδιο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου