Δημήτρης Κανελλόπουλος,
Καμιά πλέον δεν θα σε χαρεί.
— Λίγες μέρες, συμπλήρωσε ο Κέρκυρας, που έκανε κουμάντο τότε σ’ όλες τις δουλειές…
Αλλά απόψε, δέκατη τρίτη μέρα μετά το περιστατικό, τα παιδιά δεν άντεξαν άλλο την αφάνεια… Από την άλλη χαλαρώσανε και τα μέτρα κι έτσι, ξεμύτισαν, κι είπανε να πάνε να πιούν κανένα ποτηράκι στην ταβέρνα το Σερραϊκόν, του κυρ Αλέκου του Κυρίτση από τα Άνω Πορόια. Πρώτα όμως περάσανε από το Μαξίμ, να πούνε μια καλησπέρα τού Μπάμπη. Ήταν όλη η καλή παρέα εκεί, ο Μπούκας, ο Μελτέμης, ο Κίσσας, ο Βούτας, ο Ανέστης ο Κουλός, ο Τσαούσης με τον αχώριστο φίλο του τον Μάκη τον Καλαϊτζή, ο Ρόκας, ο Σβαρνιάς, που είχε κι ένα αμάξι, ο Τσαούς Ουρντού με τη Ρένα το Φαρμάκι…
Πριν να πάνε λοιπόν στην ταβέρνα, περάσανε κι από το καμπαρέ Μαξίμ. Να ιδούνε τον φίλο τους τον Μπάμπη Ντάλη ή Γκοβερίνο, ή Κολιό, ή Βάρδα εξ’ αιτίας που το κέντρο του βρισκόταν κι αυτό στον Βαρδάρη…
Λίγες ώρες νωρίτερα είχαν περάσει απ’ εκεί, κάτι πάνοπλοι εγγλέζοι με μερικούς ινδούς. Αφήσανε κάτι λεφτουδάκια κι ο Ντάλης είπε να κεράσει το προσωπικό. Εκεί που γινότανε το γλέντι, εμφανίστηκαν και τα καρντάσια απρόσμενα.
—Κλείνουμε μάγκες το μαγαζί κι ερχόμαστε κι εμείς, στην ταβέρνα του Αλέκου…
Στου Αλέκου έπαιζε ακόμη η ορχήστρα του κυρ Βασίλη. Άσχετα αν αυτός, τώρα, που φύγανε οι γερμανοί, πήρε το γυναικάκι του και μια και δυο, πήγε στην Αθήνα… Οι μπουζουκτσήδες ήσανε καλά παιδιά! Παίζανε στο μαγαζί του Αλέκου όλη την περίοδο της Κατοχής, με κάποιες μικρές αλλαγές. Του σταθήκανε του Αλέκου, κι αυτός, ένιωθε μια βαθιά υποχρέωση για όλους και πιο πολύ για τον κυρ Βασίλη, που τους διεύθυνε τότε. Κατοχή-ξεκατοχή ο κυρ Βασίλης με την κομπανία του, κάθε βράδυ ήτανε παρών…
Όταν μπήκανε στο Σερραϊκόν, βγήκε ο Αλέκος να τους προϋπαντήσει, λέγοντας
— Καλώς τον Ντάλη με την παρέα του, είπε κι έκλεισε το μάτι στα παιδιά
της ορχήστρας… Εκείνα, αμέσως άρχισαν να παίζουν το σουξέ του κυρ Βασίλη:
…Μπλόκος πάλι χτες μάς έγινε, / στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ… /Το πρωί με τη δροσούλα / απάνω στη γλυκιά μαστούρα / πολιτσιμάνοι μάς τραβάνε / και για την στενή μάς πάνε.
Ο Ντάλης με την παρέα του, γέλασαν σχολιάζοντας το τραγούδι. Κάθισαν στο πρώτο τραπέζι… Ο Αλέκος έλεγε με περηφάνια, πως η χαρά του δεν περιγράφεται που τα καλύτερα παιδιά της πιάτσας, μπήκαν στο μαγαζί του να διασκεδάσουν…
Φρόντιζε κι είχε πάντα στο μαγαζί του κρεατικά και κρασί καβαλιώτικο. Εξυπηρετικός κι ανοιχτόκαρδος. Είχε καλή τροφοδοσία… Τα ακούμπαγε και στους κομμουνιστές που ελέγχανε όλη την επαρχία έξω από τη Θεσσαλονίκη, κι έτσι, σ’ όλη την Κατοχή, δεν έλειψε το κρέας και το καλό κρασί από το μαγαζί του. Άνθρωπος λιγομίλητος και σίγουρος όπως έλεγε ο Ντάλης.
Στο μαγαζί του Αλέκου δούλευε ο Σωτηράκης Μπιτζόγκλης. Βλαχόπουλο από τα Γρεβενά. Τσεκαρισμένο παλληκάρι. Το είχε ο κυρ Αλέκος εννιά χρόνια κοντά του. Από δεκαοχτώ χρονών. Εκτός από την ταβέρνα, βοηθούσε και στα άλλα εμπόρια που έκανε ο Αλέκος. Λάδια και όσπρια από το Βόλο. Τα κρασιά από την Καβάλα. Και τα κρέατα από το Κιλκίς και τας Σέρρας… Σ’ όλα τα ταξίδια για τον ανεφοδιασμό του καταστήματος, ήταν παρών ο Σωτήρης. Το μάτι και το αυτί του κυρ’ Αλέκου.
Αυτό το καλόπαιδο ο Σωτηράκης, ήταν συνδεδεμένος με την Μαλάμα Κερεζούδη, μιαν πανέμορφη κοπέλα που δούλευε ντιζέζ, στο μαγαζί του Ντάλη. Η Μαλάμα τα ’φτιαξε με τον Σωτηράκη, στην Κατοχή και δεν είχε μάτια πια να κοιτάξει άλλονε. Ήταν πολύ ξηγημένη κοπέλα. Τον Σωτήρη τον αγάπησε παράφορα. Λέγανε μάλιστα, πως αυτή τον μεγάλωσε και τον έκανε άντρα. Μαζί πίνανε το βράδυ κανένα ποτήρι όταν σχολνάγανε. Ύστερα από τη δουλειά πηγαίνανε στο τσαρδί τους, ένα μικρό δωματιάκι, στη Ραμόνα... Όλος ο κόσμος είχε να το λέει για την αγάπη του Σωτήρη και της Μαλάμας.
Τα προβλήματα μεταξύ τους αρχίσανε το ’44, σαν πέθανε ο πατέρας τού Σωτήρη, κι αυτός αναγκάστηκε να φέρει τη μάνα του στην Σαλονίκη. Δεν είχε άλλους συγγενείς στα Γρεβενά να την προσέξουν. Η μάνα του δεν ήθελε να κατοικήσουν μαζί με την αγαπημένη του κι έτσι, η Μαλάμα, έφυγε και πήγε να μείνει σ’ ένα δωμάτιο, στα Αρμένικα. Με μια συνάδελφο και παλιά, καλή της φίλη, την Νταίζη.
Από τότε ο Σωτήρης έδειχνε σα να φοβάται όταν ήτανε μαζί με την Μαλάμα. Όλο πίσω του κοίταζε να δει αν τους έχει πάρει κανείς στο κατόπι. Άσε δε, που είχε αρχίσει να ζορίζεται και με τους παράδες. Του έπαιρνε η μάνα του όλα τα λεφτά, αλλά αυτό δεν το παραδεχόταν.
—Είναι άρρωστη γυναίκα ρε Μαλάμα… Θέλει τόσα λεφτά για τα φάρμακα… Αυτή δούλευε μέρα νύχτα για να με αναθρέψει… Λιώσανε τα χεράκια της στα χωράφια. Αφού ξέρεις… Ο σχωρεμένος, δεν είχε δουλέψει ποτές του… Τι να κάνω; Μάνα μου είναι… Αίμα μου… Είναι δύσκολοι οι καιροί…
—Άσε τα σάπια Σωτήρη… Παρατράβηξε το σκοινί… Εσύ έλεγες πως άμα τελειώσει ο πόλεμος, θα με βάλεις στεφάνι… Μην κοιτάς που εμένα δεν με επισκέφτηκε τόσα χρόνια, κανείς δικός μου… Για να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου εγώ, πρέπει να ’χω βάλει στεφάνι… Μόνο έτσι θα με δεχτούνε που έφυγα χωρίς να τους ρωτήσω… Έχω αδέρφια Σωτηράκη, κι άμα με βρούνε δεν ξέρω πώς θα τους φωτίσει ο Θεός και θα πράξουνε… Και συνέχιζε: κοίτα, κι άλλοι με θέλανε, το ξέρει όλη η πιάτσα… Άνθρωποι με παράδες.. Εγώ όμως δεν είχα μάτια για κείνους… Αυτό, το ξέρεις καλά εσύ! Κανόνισε…
Ο Σωτηράκης έσκυβε το κεφάλι. Απάντηση δεν έδινε. Οπότε μια μέρα, άρχισε να χάνεται. Η Μαλάμα ανησύχησε. Είχε αρχίσει να φεύγει μόνος από τη δουλειά χωρίς να τής λέει πού θα πάει.… Όταν τον ρώτησε, ο Σωτήρης ταράχτηκε και άρχισε να τα μασάει…
―Σωτηράκη δεν μου τα λες καλά. Με μπερδεύεις… Κι εγώ, όταν μπερδεύομαι δεν ξέρω τι κάνω… Ξηγήσου αντρίκια, τι συμβαίνει..;
Ο Σωτήρης δεν την κοίταζε στα μάτια κι αυτό εξαγρίωσε τη Μαλάμα.
― Θα ξηγηθείς σαν άντρας Σωτηράκη, ειδεμή θα γίνουμε χωριάτες από δυο χωριά…
Ο Σωτήρης την καθησύχαζε. Αλλά ένα βράδυ, ήτανε τότες που φεύγανε οι Γερμανοί και είχε δημιουργηθεί μεγάλη ανακατωσούρα, η Νταίζη η φίλη της, τής σφύριξε ότι είδε τον Σωτήρη με μιαν άλλη στην παραλία… Η Μαλάμα άναψε. Έκλαψε, έβρισε, καταράστηκε την τύχη της που την έριξε σ’ αυτή την χαμοζωή… Ύστερα, αποφάσισε να καθαρίσει το ζήτημα. Μια μέρα, πήγε ξαφνικά στο Σερραϊκόν κι εκεί ο κυρ Αλέκος, της είπε πως ο Σωτηράκης δεν ήρθε για δουλειά γιατί έχει τη μάνα του άρρωστη. Κατόπιν, σαν πεινασμένο αγρίμι μπήκε στο Μαξίμ, ήπιε μια μέντα και είπε του Ντάλη πως θέλει άδεια.
—Μια βδομάδα θα λείψω από τη δουλειά… Να βάλεις άλλη κοπέλα στη θέση μου…
Ο Ντάλης είπε εντάξει. Ήταν φρέσκο και το περιστατικό με τον σκοτωμό στην Εγνατία. Μετά η Μαλάμα, πήγε στην ταβέρνα του Αλέκου κι άφησε ένα μήνυμα για τον Σωτήρη:
―Αλέκο άμα τόνε δεις τον Σωτήρη πες του ότι τον έψαχνα…
―Ότι πεις Μαλάμα. Άει στο καλό κορίτσι μου, είπε ο Αλέκος…
Την άλλη μέρα, νωρίς το απόγευμα, βγήκε και περπάτησε με τα πόδια μέχρι την παλιά της γειτονιά, εκεί που έμενε με τον Σωτήρη. Στάθηκε στην πλατεία και τον περίμενε. Άδικα! Ο Σωτήρης δεν ήταν στο σπίτι του. Πάγωσε από τον χιονιά. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της απ’ το κρύο. Δεν ήθελε όμως να φύγει χωρίς να τον ιδεί.
Μόλις απλώθηκε το σκοτάδι για τα καλά, αποφάσισε να γυρίσει στην ταβέρνα του Αλέκου. Το πήρε με τα πόδια και σ’ ένα τεταρτάκι έφτασε εκεί. Μπήκε μέσα μελανιασμένη. Ο Σωτήρης ήταν εκεί και κουβέντιαζε μ’ έναν παραγιό. Μόλις την είδε κινήθηκε προς το μέρος της.
— Τι έχεις τη ρώτησε, πού ήσουνα; Είσαι μελανιασμένη, το ξέρεις..;
— Σε έψαχνα, εσύ να μου πεις που ήσουνα..;
— Εγώ είχα κάτι δουλειές μ’ εμπόρους στα Λαδάδικα… Θα φύγουμε αύριο
για το Κιλκίς…
— Πες να φέρουνε μια μέντα, είπε η Μαλάμα κι έκατσε σ’ ένα ακριανό
τραπέζι…
Ο Σωτήρης έκανε νόημα στον παραγιό κι ύστερα τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε πλάι της.
— Γιατί είσαι έτσι ρε παιδάκι μου, ποια μύγα σε τσίμπησε; Την ρώτησε…
— Άκου Σωτήρη, σε είδαν στην παραλία με τη λεγάμενη… του είπε
αποφασισμένη…
Μόλις βγήκαν από το στόμα της αυτά τα λόγια, ο Σωτήρης κιτρίνισε… Την κοίταξε με έκπληξη… Μια σκιά έπεσε πάνω απ’ το βλέμμα του. Έσκυψε το κεφάλι… Η Μαλάμα δεν τον άφησε να συνέλθει Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μονορούφι την μέντα… Συνέχισε:
— Καλά περάσαμε Σωτήρη όλα αυτά τα χρόνια… Εγώ, το ξέρεις πόσο σ’
αγάπησα και πόσο σε αγαπώ… Δεν θα το κάνουμε τώρα ζήτημα, μη μάς ακούσει κι κόσμος… Δε γουστάρω να μου ξηγιούνται σκουληκιάρικα εμένα… Εγώ κι αν κάνω αυτή τη δουλειά, δεν είμαι του δρόμου… Τη φτώχεια μου, δεν την παντρεύτηκα… Δουλεύω για να μπορώ να ζω. Ούτε νταβάδες δεν είχα ποτές μου Σωτηράκη… Ξέρεις καλά ποιά είμαι. Γι’ αυτό σου δίνω διορία δυο μέρες να ξεκαθαρίσεις τα πράματα. Σήμερα είναι Τρίτη. Την Πέμπτη το βράδυ, κανόνισε να μην δουλεύεις… Εκεί ο Σωτήρης την διέκοψε, αλλά από την απάντησή του η Μαλάμα κατάλαβε ότι πράγματι κάτι συμβαίνει:
— Σου είπα πριν από λίγο… Αύριο χαράματα φεύγω… Την Παρασκευή θα
είμαι πίσω…
— Δεν αντιδράς για την άλλη ε; είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της.
Κάνεις μώκο Σωτηράκη… Κρίμα που φοράς παντελόνια… Φουστάνια έπρεπε να φοράς…
Είχε σηκωθεί όρθια και τον κοίταζε λες κι ήθελε να τον σκοτώσει. Το πρόσωπό της είχε γίνει μαύρο και το βλέμμα της σκοτεινό. Η φασαρία έφερε τον Αλέκο και δυο γκαρσόνια στη σάλα.
— Τι έγινε βρε παιδιά; είπε ανήσυχος ο Αλέκος πλησιάζοντας…
— Τίποτα Αλέκο, σύρε στη δουλειά σου είπε η Μαλάμα, κι ύστερα άναψε
τσιγάρο… Και συνεχίζοντας είπε χαμηλόφωνα του Σωτήρη
— Τότες την Κυριακή που θα ’χεις ρεπό…
— Εντάξει είπε ο Σωτήρης… Αλλά άκου να σου πω…
— Λέγε, τον έκοψε η Μαλάμα…
— Εμείς Μαλάμα τελειώσαμε… είπε ο Σωτήρης, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του είχε απομείνει. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε… Άφραγκοι και οι δύο. Δε γίνεται να το πάρεις χαμπάρι… Πώς θα ζήσουμε δηλαδή; Οι δουλειές του Αλέκου τελειώνουνε όπου να ’ναι. Δεν είναι θέμα αλληνής… Είναι θέμα ότι εγώ δε μπορώ να ζήσω πια έτσι! Τέλος…
— Άστα αυτά ρε μόρτη… Τώρα δε μπορούμε ε; Πέρυσι, πρόπερσι
μπορούσαμε, αλλά τότε η μάνα σου ήτανε στο χωριό… κι εσύ το μαγκάκι είχες και γυναίκα σπιτωμένη… Να σου μαγειρεύει, να σε πλένει, να σε σιδερώνει… Φτού σου ρε ξεφτίλα…
— Κάτσε ρε Μαλάμα… Μέχρι χτες αγαπιόμασταν τώρα με λες ξεφτίλα..; Για
στάσου να μιλήσουμε. Αγαπιόμασταν, δεν θα σκοτωθούμε κιόλας!
— Μπράβο ρε μάγκα, σε βρίσκω σωστό! Τώρα όμως δεν αγαπιόμαστε ε;
— Εντάξει ρε Μαλάμα… Δεν το βλέπεις πως δεν κολλάει η φτώχεια μας…
Κοίτα να βρεις και συ έναν άντρα με παράδες, να φτιάξεις τη ζωή σου… απάντησε ξερά ο Σωτηράκης…
— Πες τού Αλέκου να μας κρατήσει τραπέζι. Θα ’ρθουμε εδώ την Κυριακή
να τα βρούμε… Κι αν δεν τα βρούμε, θα πιούμε ένα ποτηράκι και θα το διαλύσουμε…
Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Ο Σωτήρης σκεφτικός πήγε πίσω από το μαγειρείο που είχε ένα μικρό δωματιάκι ο Αλέκος για γραφείο… Σαν τον είδε ο Αλέκος συλλογισμένο τον ρώτησε:
— Τι έχεις ρε καλόπαιδο;
Πήρε μια καρέκλα και κάθισε. Ύστερα είπε:
— Έχω βαρύ σεκλέτι θείο… Έχεις λίγο καιρό να σε πω και να με ορμηνέψεις;
— Λέγε βρε... Αν δε σε ορμηνέψει ο θείος σου που σ’ αγαπά, ποιος θα σε
ορμηνέψει; Ο γείτονας..;
Ο Σωτηράκης άναψε τσιγάρο και ξομολογήθηκε στ’ αφεντικό του, που το αγάπαγε σαν πατέρα, την στεναχώρια του:
— Σώσε με θείο, δεν ξέρω τι να κάνω. Με φέρανε στην μάνα μου ένα καλό
προξενιό. Μάτσο οι λίρες και δύο σπίτια στον Φραγκομαχαλά… Και μαγαζί ο πατέρας της στο Μπεζεστένι… Αλλά δεν ξέρω πώς να κάνω με τη Μαλάμα… Η μάνα μου το έκλεισε το θέμα με τη θεία μου την Ερασμία και την άλλη Κυριακή είναι ο αρραβώνας…
Ο Αλέκος σήκωσε το ένα φρύδι του, άναψε τσιγάρο κι έμεινε για λίγο αμίλητος. Ύστερα είπε:
— Δεν το βρίσκω σωστό Σωτήρη… την άλληνε την έχεις τόσα χρόνια… Έφαες
ψωμί βρε… Ψωμί κι αλάτι μαζί της! Δεν κάνει…
— Αυτό με κρατάει αφεντικό, μα να ξέρεις, τα πράματα είναι δύσκολα….
Απένταροι κι οι δύο, δε θα βγούμε πουθενά… Καλή είναι, μα ψωμί δε θα ’χουμε… Κι η μάνα μου βλέπει μπροστά… Λέει πως τώρα θα αρχίσουνε άλλες φασαρίες…
— Ότι και να πεις, δεν έχεις δίκιο. Τη Μαλάμα να τήνε πάρεις… Έχει
μπέσα… Κι ύστερα, αυτή σε μεγάλωσε βρε, που ήσανε σαν ένα φυλλαράκι… Το ξεχνάς αυτό;
Ο Σωτήρης έσκυψε το κεφάλι του… Λύση δε βρήκε στο πρόβλημά του.
Ο Αλέκος, δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Ο Σωτηράκης όμως είχε πειστεί από τη μάνα του. Τα λόγια του Αλέκου δεν τον συγκινούσαν. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να πάρει την άλλη και να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του Αλέκου… Να παντρευτεί και να φύγει από την Σαλονίκη. Να πάει στην Αθήνα. Φοβόταν όμως, πως η μάνα του δε Θα δεχόταν κουβέντα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Έτσι τέλειωσε η συζήτηση με τον θείο Αλέκο. Είχε πάρει την απόφασή του…
Το άλλο πρωί ξομολογήθηκε στη μάνα του το σχέδιό του. Όμως αυτή αντέδρασε άσχημα.
— Θα πάρεις και το μαγαζί μαζί σου; τον ρώτησε, με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, κι ο Σωτήρης εγκατέλειψε τις σκέψεις για μετακόμιση στην Αθήνα...
Την Τρίτη, όπως είχε κανονίσει ο Αλέκος φύγανε για το Κιλκίς κι όπως είχε υποσχεθεί ο Σωτήρης στην Μαλάμα, την Παρασκευή γυρίσανε. Όσο κι αν σκέφτηκε τα πράγματα, λύση δεν έβρισκε. Με την Μαλάμα όμως, δεν γινόταν να ζήσει. Πόσο θα χόρευε στου Ντάλη; Θα έφτανε μια στιγμή που δεν θα μπορούσε να χορεύει άλλο. Σαν τρυπάνι του τρυπούσε το μυαλό, η φωνή τής μάνας του:
— Πού θα την παρουσιάζεις ρε αυτήνε την καμπαρετζού; Σοβαρά μιλάς, θα κάνεις οικογένεια μαζί της; Και ποιος θα σου κρατάει τα παιδιά τα βράδια; Ο γείτονας; Δεν είσαι με τα καλά σου… Αποφάσισε να κόψει το βήχα της Μαλάμας. Δεν ήθελε όμως και να την αποπάρει γιατί ήταν τσαούσα…
Την Κυριακή ντύθηκε στολίστηκε και πήγε στη Ραμόνα, στο δωματιάκι της. Χτύπησε το παράθυρο και περίμενε. Μετά από λίγο βγήκε η Μαλάμα και το πήρανε με τα πόδια για του Αλέκου το μαγαζί στην οδό Ταντάλου. Η Μαλάμα του είπε μετά από λίγο:
— Δίκιο έχεις βρε Σωτηράκη… Εμείς δε μπορούμε να στήσουμε τσαρδί… Ας το διαλύσουμε το λοιπόν, κι ας τραβήξει ο καθένας το δρόμο του… Έτσι κι αλλιώς και να παντρευτούμε πώς θα ζήσουμε άμα εγώ κόψω το χορό…;
Ο Σωτήρης άκουγε έκπληκτος. Του μιλούσε λες κι ήταν μέσα στο μυαλό του.
Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την αλλαγή της Μαλάμας. Είχε την προσοχή του τεταμένη. Δεν την εμπιστευόταν! Γνώριζε ότι η Μαλάμα ήταν πολύ ξύπνια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε βάλει στο μυαλό της… Κοίταζε πέρα τον έρημο και κακοφωτισμένο δρόμο και συμφωνούσε μαζί της σιωπηλά. Ήταν στεναχωρημένος, γιατί ένοιωθε ότι την αδικούσε. Αλλά και πάλι, προκοπή δε γινόταν αν έμενε μαζί της. Την κοίταζε λοξά να δει τα μάτια της, μήπως και καταλάβει τις σκέψεις της. Έδειχνε ήρεμη, σα να μην συμβαίνει τίποτα. Λες και πηγαίνανε σε κάποιο γλέντι σε φίλους. Όπως παλιά. Η καρδιά του Σωτήρη είχε τρελαθεί, αλλά προσπαθούσε να είναι ήρεμος και να πηγαίνει με τα νερά της…
Πεζοί φτάσανε στην Ταντάλου και μπήκαμε στο μαγαζί του Αλέκου… Η ορχήστρα έπαιζε τραγούδια που ταίριαζαν στα αλάνια. Πάνω στο τσακίρ κέφι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Μαλάμα με τον Σωτήρη. Ο Μπάμπης ο Ντάλης, ιδιοκτήτης του καμπαρέ κι αφεντικό της Μαλάμας, που βρισκόταν εκεί με την παρέα του, σηκώθηκε και πλησίασε το ζευγάρι λέγοντας:
―Καλώς τη Μαλάμα με την παρέα της … Θα κάτσεις μαζί μας με τον Σωτήρη σου;
―Γεια σου Μπάμπη… Όχι ευχαριστούμε, θα τα πιούμε μόνοι μας απόψε, του απάντησε κι έκατσε σ’ ένα τραπέζι, πλάι στα όργανα μαζί με τον Σωτήρη…
Ο Ντάλης, φώναξε τον Ρίκο το γκαρσόνι και του είπε πως τα ποτά, θα είναι κέρασμα δικό του… Αυτός με μεγάλη προθυμία πήγε στο τραπέζι της Μαλάμας μια μποτίλια κόκκινο κρασί και με την γνωστή οικειότητά του, πήρε την παραγγελία. Όταν μπήκε μέσα στο μεγερείο, είπε τού μάγειρα:
—Το μάτι τής Μαλάμας, απόψε, είναι πολύ μοβόρικο, αδερφάκι μου….
Η ορχήστρα έπαιζε:
Πάμε βόλτα πέρα στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι... / Κούκλα μου γλυκειά απ’ τη Θεσσαλονίκη…
Όταν κάθισαν και ήρθε το κρασί, η Μαλάμα γέμισε τα ποτήρια και χαιρέτησε τον Ντάλη και την παρέα του. Μετά είπε τού Σωτήρη:
— Χαλάλι σου ρε Σωτηράκη! Σου αναγνωρίζω το δίκιο της απόφασής σου…
Τελειώσαμε εμείς! Πραγματικά… Δεν κολλάει η φτώχεια μας… Μετά άρχισε να πίνει με έναν ασυνήθιστο τρόπο:
— Να καθαρίσουμε Σωτηράκη… Για μένανε είσαι ο μόνος άντρας που αγάπησα. Όλη μου τη ζωή σε περίμενα… Δεν πειράζει… Έλεγα να τον απαρατήσω αυτόν το βούρκο… Αλλά αλλιώς ήρθανε τα πράματα! Εδώ πια, δε με χωράει ο τόπος. Θα διευκολύνω και σένα… Αύριο κιόλας θα φύγω από την Σαλονίκη…
Τη μια μπουκάλα κρασί την δέχτηκε άλλη και μετά άλλη…
Ο Σωτήρης έκανε να πει κάτι, αλλά η Μάλάμα τον έκοψε λέγοντάς του:
— …μη λες τίποτα Σωτήρη… Έτσι ήτανε το γραμμένο… Απόψε γλεντάμε για τελευταία φορά! Στο είπα… Αύριο φεύγω. Τα έχω κανονίσει όλα… Ο Σωτήρης σεκλετισμένος, έριξε τη ματιά του στο πάτωμα, όταν η Μαλάμα, κατεβάζοντας ακόμη ένα ποτηράκι, συνέχισε:
— Σήκω ρε Σωτήρη να το χορέψουμε αυτό το ζεϊμπέκικο.
Η ορχήστρα έπαιζε, έχω σεβντά, έχω νταλκά, έχω για σένα πόνο/για σένα μες στα καπελειά απ’ τον καημό σουρώνω…, όταν η Μαλάμα σήκωσε τον Σωτήρη κι άρχισαν να χορεύουν. Η παρέα του Ντάλη ήρθε σε μεγάλο κέφι. Σηκώθηκαν όλοι, άντρες και γυναίκες, και κυκλώνοντας το ζευγάρι στην πίστα, βαρούσαν παλαμάκια και τραγουδούσαν… Ο Αλέκος με τον μάγειρα βγήκαν στην πόρτα του μαγειρείου κοίταξαν σαστισμένοι τους δύο νέους που χόρευαν με πάθος. Ο Αλέκος είπε:
— Καλά αυτοί δεν το διαλύσανε; Πώς χορεύουν έτσι; Με τέτοιον έρωτα;
Ο Τσαούς Ουρντού με τη Ρένα το Φαρμάκι τραγουδούσαν δυνατά κι ο Ντάλης κερνούσε όλο το μαγαζί. Η Μαλάμα, σε μια στροφή, κι ενώ το κέφι είχε ανάψει για καλά στο μαγαζί, πλησίασε τον Σωτήρη και του είπε:
— Άντε γεια σου βρε Σωτηράκη… και σηκώνοντας το δεξί της χέρι κατά τον Σωτήρη, άρχισε να πυροβολεί μ’ ένα μικρό πιστόλι που έβγαλε από τον ντεκολτέ της. Ο Σωτήρης, που δέχτηκε τρεις απανωτές σφαίρες στο στήθος, στάθηκε κοιτάζοντας έκπληκτος για μια στιγμή, κι ύστερα σωριάστηκε αιμόφυρτος στο πάτωμα… Οι άνθρωποι που βρίσκονταν ένα γύρω και βαρούσαν παλαμάκια, τρομαγμένοι τραβήχτηκαν πίσω, ενώ οι μουσικοί μαρμάρωσαν στη θέση τους… Τότε η Μαλάμα πέταξε το μικρό πιστόλι προς την άλλη μεριά που βρισκόταν η πόρτα του μαγειρείου. Ύστερα αμίλητη πήγε στο τραπέζι που καθόταν με τον αγαπητικό της, γέμισε το ποτήρι της και το κατέβασε μονορούφι. Την ώρα που μπήκαν οι ένοπλοι αστυνομικοί και της πέρασαν χειροπέδες, την έπιασε μια υστερική κρίση κι επαναλάμβανε:
— Τ’ ακούς Σωτήρη; Τώρα πια καμία δε θα σε χαρεί….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου