Δημήτρης Γ. Κανελλόπουλος
Τι έγινε Γιάννη;
Τον έσωσες τον κόσμο;
Ήταν
ο έκτος χρόνος, που η Αγγέλω περίμενε τον άντρα της τον Γιάννη Δημακόπουλο να
γυρίσει από την φυλακή. Από το ’46 που μπήκε μέσα δεν τον είχε ξαναδεί. Μεγάλωνε
δυο παιδιά με χίλια δυο βάσανα. Φρόντιζε και τον πεθερό της που τον είχαν πάρει
τα χρόνια και δε μπορούσε να προσφέρει πια στο σπίτι. Τώρα ακούστηκε πως η
κυβέρνηση θα δώσει χάρη και θα γυρίσουνε οι εξόριστοι και οι κρατούμενοι στα
σπίτια τους. Έβραζε η ψυχή της Αγγέλως. Από τότε που παντρεύτηκε απ’ αγάπη τον
Γιάννη, δεν είχε δει άσπρη μέρα. Της το ’λεγε η συχωρεμένη η μάνα της.
—Μ’ αυτόνε δε θα ιδείς προκοπή… Το
νου του τον έχει πώς να ταΐσει τον κόσμο… μη πιάνεις συψωμιά με τους Δημακαίους…
Δεν την άκουσε. Να πεις πως δεν την
θέλανε άλλοι; Να οι γαμπροί! Μα αυτή δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτες.
—Τον Γιάννη αγάπησα, τον Γιάννη θα
πάρω, έλεγε με πείσμα…
Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής έβαλε
στεφάνι. Δυο χρόνια μετά το γάμο, το 1943, ήρθανε από το Ξερό οι χίτες και τους
κάψανε το σπίτι. Ένας Καρβούνης ήτανε αρχηγός τους. Αυτός χρώσταγε του Γιάννη
δεκαπέντε χιλιάδες προπολεμικές δραχμές. Ήρθε λέει να ξοφλήσουνε. Ίσια που
προφτάσανε να πάρουνε το μεγάλο παιδί και να κάνουνε κατά την Περόνα. Θα τους
σκοτώνανε.
Η Αγγέλω τότε ήτανε γκαστρωμένη στο
δεύτερο παιδί. Κόντεψε να τ’ απολύκει, τρέχοντας μέσα στου Χαρατσάρι το ρέμα.
Βάρεσαν τα γόνατα στο κεφάλι. Κατεβήκανε
μια πλαγιά μέσα στο δάσος και κρυφτήκανε σε μια σπηλιά. Ύστερα, ήρθε ο Κονδύλης
στην περιοχή και οι καπετανέοι σαν τον Καρβούνη κρυφτήκανε. Ανασάνανε λιγάκι τα
χωριά απ’ το πλιάτσικο. Μέχρι τότες ο Γιάννης ήτανε σύνδεσμος λέει. Το ’43 όμως,
έφυγε απ’ το σπίτι. Την άφηκε με δυο παιδιά, το ένα αχρόνιαγο, και βγήκε
αντάρτης στο βουνό. Από τότε η Αγγέλω ήτανε σα να μην έχει άντρα. Πολέμαγε ο
Γιάννης τους Γερμανούς. Στο σπίτι ερχότανε αριά κι ανάρια. Ούλο απάνω στα
βουνά. Οι άλλοι τον είχανε επικηρύξει.
Το ’44 που φύγανε οι γερμανοί, γύρισε ο
Γιάννης για κάνα μήνα στο σπίτι. Τί σπίτι δηλαδή; Μια χαμοκέλα δίπλα από το
καμένο, εκεί που παλιότερα βάνανε οι Δημακαίοι τα ζώα. Αρχίσανε τότες με την
Αγγέλω και κάνανε σχέδια να φτιάξουνε ξανά το σπίτι, να σπείρουνε τα χωράφια. Όμως
μια μέρα ξανάρθε ο Καρβούνης με την παρέα του. Είχανε κι έναν Ντούρτα μαζί από
τον Κάμπο και γυρεύανε το Γιάννη. Εκείνος όμως, έλειπε για καλό του. Είπε ο
Καρβούνης πάλι τα ίδια. Τάχα μου πως ήθελε να τον ξεχρεώσει. Κι αφού δεν
βρήκανε το Γιάννη ξυλοκοπήσανε τον πατέρα του αλύπητα, να μαρτυρήσει πού τον
έκρυβε. Ο γέρος κόντεψε να πεθάνει. Από τότες τον έπιασε ένα τρέμουλο στο δεξί
χέρι. Δε μπορούσε ούτε κουτάλι να σηκώσει, να φάει.
Το ’46 στις εκλογές, ο Γιάννης κρύφτηκε
στην Περόνα από φόβο μην τον σκοτώσουνε κι έτσι δεν ψήφισε. Μετά χάθηκε μαζί με
κάτι άλλους κυνηγημένους. Ύστερα από λίγο καιρό, γράψανε οι εφημερίδες ότι η
ασφάλεια έπιασε στην Αθήνα κάπου εκατόν πενήντα επικίνδυνους εαμοβούλγαρους.
Μαζί τους κι ο Γιάννης. Ήθελε λέει κι αυτός να πουλήσει την Ελλάδα στους
βούλγαρους! Μυστήριο η ψυχή των ανθρώπων! Τον δικάσανε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών μαζί
με άλλους πενήντα έναν τον Αύγουστο του 1951. Δεν ήξερε κανέναν από δαύτους. Τον
δικάσανε σε θάνατο. Δεν τον εκτελέσανε όμως. Ήτανε κάτι μέτρα τότε για την
εσωτερική ειρήνευση. Τη γλύτωσε. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Κι έτσι άρχισε
τα ταξίδια από φυλακή σε φυλακή, σε όλη την Ελλάδα.
Η Αγγέλω ήτανε νέα. Τον είχε ανάγκη
τον άντρα. Παντρεύτηκε, κι άντρα δεν
είχε. Έγραψε του Γιάννη στο Ιτζεδίν και τον ρώτησε πότε θα γυρίσει στο σπίτι.
Αυτός της απάντησε να κάνει υπομονή κι ότι ο αγώνας απαιτούσε θυσίες. Υπομονή κι
ότι κάποια στιγμή η ιδέα θα νικήσει… Τότε αυτή του απάντησε ότι τα παιδιά, δεν
ξέρουνε πατέρα κι όλο τη ρωτάνε, τι έκανε ο πατέρας τους και είναι φυλακή; Τα
κοροϊδεύουνε τ’ άλλα στο σχολείο και δεν έχουνε ψωμί να φάνε… Με την «ιδέα» δεν
μπορούνε να χορτάσουνε και να κοιτάξει να βάλει την υπογραφή που του ζητάνε στα
χαρτιά και να γυρίσει πίσω. Ο Διαρρήκτης που τον έβγαλε στο βουνό, δεν ταλαιπωρήθηκε
καθόλου. Έβαλε την υπογραφή του και γύρισε. «Πώς τα κατάφερε αυτός, κι εσύ δεν
μπορείς να κάνεις κάτι, να έρθεις κοντά στη φαμελιά σου που σε έχει ανάγκη..;».
Σ’ αυτά τα γεμάτα αγωνία γράμματα της
Αγγέλως, ο Γιάννης, απαντούσε γενικά κι αόριστα ότι ο αγώνας απαιτεί να σταθεί
όρθιος μέχρι το τέλος! Σιγά-σιγά τής δημιουργήθηκε η εντύπωση, πως ο Γιάννης
δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Μια «ιδέα», δεν είναι δυνατόν να κάνει έναν άντρα να
ξεχάσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τι διάολο ιδέα είναι αυτή που τήνε βάνει
πάνω από γυναίκα και παιδιά; Ποιος διάολος τού την έχωσε μέσα στο κεφάλι; Όταν
τον αγάπησε και παντρευτήκανε, ο Γιάννης δεν έντωνε καθόλου από το βρακί της.
Τώρα, τι φταίγανε τα δόλια τα παιδιά του να μεγαλώνουνε νηστικά, χωρίς πατέρα
κι αυτή να αγκομαχάει να τα θρέψει. Και δεν της φτάνανε όλα τ’ άλλα, είχε
φορτωθεί και τον άρρωστο πατέρα του. Νέα γυναίκα γιομάτη θέληση για ζωή χωρίς άντρα
πώς θα την έβγανε; Πώς μπορεί ο Γιάννης να μην σκέφτεται τα παιδιά του; Μπα,
κάτι άλλο θα είναι, συλλογιζόταν η Αγγέλω.
Τότε που έκανε αυτές τις σκέψεις, η
κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα απέλυε τους πολιτικούς κρατούμενους με τα
καινούργια μέτρα της για την εσωτερική γαλήνη και ειρήνευση. Αυτό λειτούργησε
σαν βάλσαμο στην ψυχή της.
—Ε τώρα πια θα έρθει ο Γιάννης. Γύρισαν
στο χωριό κι άλλοι δύο. Οι τελευταίοι που ήσαντε απ’ το χωριό φυλακισμένοι. Ο Κώστας
ο Τζιρίτης του κυρ Αντρέα κι ο Μήτσος ο Αργιανάς. Βάλανε υπογραφή και πήρανε
χάρη. Ο Γιάννης όμως πουθενά. Περίμενε η Αγγέλω λίγο καιρό ακόμη. Ο Γιάννης δεν
ήρθε. Τότες τον ξέγραψε. Σαν να μην τον είχε γνωρίσει. Της έφυγε εκείνη η
καΐλα, ο καημός που είχε στα στήθη της γι αυτόν. Είχε σβήσει ξαφνικά η μορφή
του από τη μνήμη της. Σαν να μην τον ήξερε κι ας είχε πλαγιάσει μαζί του με
τόσο πάθος. Κι ας είχε κάνει μαζί του δυο παιδιά. Όπως με πείσμα τον είχε
αγαπήσει, με άλλο τόσο πείσμα τον έβγαλε από την καρδιά της. Μια ιδέα ήταν. Τα έσβησε
όλα.
Όταν τον παντρεύτηκε ήτανε δεκαοχτώ
χρονών. Τώρα πάταγε τα τριάντα. Παρά τις δυο γέννες και τη σκληρή δουλειά
κράταγε ακόμη εκείνη την ασυνήθιστη, μελαχρινή ομορφιά που είχε μουρλάνει το
Γιάννη, αλλά και πολλούς άλλους άντρες στο χωριό. Το κορμί της ίσιο, λυγερό σπαθί.
Τα βάσανα, δεν είχανε κάμψει την ομορφιά της. Πέρναγε στην πλατεία αγέρωχη και χόρευε
τρελά ο κόρφος της. Βρόνταγε στο καλντερίμι το περπάτημά της. Ήτανε όμορφη γυναίκα
η Αγγέλω. Έμοιαζε της μάνας της. Όμως αυτό που της έτυχε με τον άντρα, δεν το
δεχότανε. Στην αρχή δεν το πίστευε. ‘Ε, όπου να ’ναι θα ’ρθει’, έλεγε. Μετά
άρχισε να νοιώθει προδομένη.
Τα παιδιά, πηγαίνανε στο σχολείο και,
όπως έλεγε ο δάσκαλος, ήσαν οι πρώτοι μαθητές. Το μεγάλο πήγαινε στην έκτη κι το
μικρό στην Τετάρτη. Το μεγάλο είχε το
όνομα του παππούλη του. Μιλτιάδης. Το φωνάζανε Μέλτη. Στην αριθμητική και στα ελληνικά
ήτανε ο πρώτος μαθητής. Βόηθαγε όλα τα παιδιά του χωριού και γι’ αυτό, όλοι τον
αγαπούσαν. Είχε κερδίσει το σεβασμό όλων των συμμαθητών του αλλά και των
μεγαλύτερων παιδιών. Ήταν ο πιο δημοφιλής μικρός του χωριού. Όμως με τη μάνα
του, δεν τα πήγαινε καλά. Της αντιμίλαγε όταν κατηγορούσε το δόλιο του πατέρα.
Κι αυτή τον ματσούκωνε.
—Μπάσταρδε που θα μου ειπείς εμένα για
τον Δημακόγιαννη… άιντε να χαθείς, να μη σε βλέπω παλιόσογο του κερατά…
Το παιδί, έκλαιγε και πείσμωνε. Έτρεχε
στον γέρο Δημακόπουλο, τον παππούλη του να βρει παρηγοριά. Ο γέρος το
παρηγορούσε, όπως μπορούσε κι αυτός. Αλλά είχε την ανάγκη της, άρρωστος και
μισοπαράλυτος όπως ήταν. Το μικρό, ο Γρηγόρης
έκλαιγε και δε μόρωνε, όταν η μάνα βάραγε τον μεγάλο του αδερφό. Τον λάτρευε
τον αδερφό του. Τον πήγαινε από κοντά. Δεν απομακρυνόταν απ’ το πλάι του
καθόλου. Τον έλεγε φούλη μου. Το μικρό δεν το βάραγε η μάνα. Κι ο μεγάλος όμως,
είχε απλώσει ένα δείκτη προστασίας γύρω από το αδελφάκι του. Όλος ο κόσμος είχε
να λέει για τα παιδάκια του Δημακόγιαννη.
Μια μέρα προχωρημένη άνοιξη, η Αγγέλω
καβάλησε τ’ άλογο, έναν μεγαλόσωμο Ψαρή του πεθερού της και κίνησε για το Τσερεγκούνι. Είχανε εκεί ένα μεγάλο χωράφι. Σ’ αυτό το χωράφι πήγαιναν
τα γαλάρια από την άνοιξη και τ’ αφήνανε μέχρι το προχωρημένο φθινόπωρο. Είχε
και μια πηγή στην άκρια στο χωράφι. Με το νερό που πιάνανε σε μια στέρνα,
ποτίζανε τα μαρτίνια και βάνανε κι ένα περιβολάκι με ζαρζαβατικά.
Πέρασε τα Μνήματα και
πήρε το μονοπάτι να κατέβει την πλαγιά, στο ρέμα του Αχμέταγα. Είχε τα μαλλιά
της ξέπλεκα κι ένα αεράκι που κατέβαινε από την Κάπελη τα έπαιρνε πίσω. Το
άλογο κατέβαινε αργά. Ήξερε καλά το μονοπάτι και κατέβαινε τον κατήφορο με
προσοχή. Σε μια γκρεμίλα, λίγο πριν την Ακουμπίστρα, το μονοπάτι στένευε
απότομα. Κάτι μεγάλα λιθάρια το έκλειναν. Λίγα μέτρα παρακάτω βρισκόταν ένα
μικρό πλάτωμα, ένα μικρό ξέφωτο· το περικοπό χώριζε στα δύο. Δεξιά ανηφόριζε
και λίγο πιο πέρα ανέβαινε κατ’ απάνω που είχε ένα χωράφι ο Τάκος ο Χρονόπουλος.
Εκεί το άλογο παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του κι έγειρε στο πλάι δεξιά
πλακώνοντας και τα δυο πόδια της Αγγέλως που δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Το
άλογο δεν μπορούσε να σηκωθεί και κράταγε πλακωμένα τα πόδια της. Είχε πέσει
μπρούμητα. Ποιόν να φωνάξει και ποιος να την ακούσει μέσα σ’ αυτή την ερημιά.
Ωστόσο μετά από λίγο, σα να άκουσε άλογο ν’ ανεβαίνει από κάτω. Το άκουγε καλά,
αλλά δεν μπορούσε να ιδεί από εκεί. Φώναξε δυνατά:
—Βοήθεια ανθρώποι,
βοήθειααα… Ο ήχος του πέταλου πάνω στο βράχο σταμάτησε. Σα να αγκουρμαζότανε ο
αναβάτης. Ξαναφώναξε με δύναμη:
—Βοήθεια ανθρώποι,
βοήθειααα… Η Αγγέλω είμαι, με πλάκωσε ο Ψαρρής…
Αυτός που ανέβαινε της
απάντησε:
—Κρατήσου κι έρχομαι…
Μετά από λίγο φάνηκε ο
Τάκος Χρονόπουλος. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι είχε γίνει. Μόλις την είδε
πλακωμένη από το άλογο έτρεξε τάχα μου τρομαγμένος.
—Μπό μπό κακοπόπαθα… είπε
κι έφτασε από κάτω. Χτύπησες κοπέλα μου τη ρώτησε. Πονάς..;
—Όχι του απάντησε αυτή.
Να βάλε πλάτη από τούτη τη μεριά, να το μετακινήσεις λίγο για να βγάλω τα πόδια
μου…
Ο Τάκος έδειξε υπερβολικό
ζήλο. Έπιασε το καπίστρι του αλόγου και το ’δεσε στη ρίζα ενός πουρναριού.
Κατόπιν χάιδεψε το άλογο και το ηρέμησε. Ύστερα πέρασε πίσω απ’ την πλάτη της
Αγγέλως. Τον μέθυσε το άρωμα που ανέδιδε η ιδρωμένη σάρκα της. Τι όνειρα που
έκανε σ’ ένα δευτερόλεπτο καθώς βρέθηκε πίσω της. Πρώτη φορά την πλησίασε τόσο
κοντά. Ζαλίστηκε, θόλωσε το μυαλό του. Είπε μέσα του:
—Τάκο κάτσε φρόνιμα. Μην
την ακουμπήσεις τώρα, αν θες να γίνει δικιά σου…
—Υπομονή κοπέλα μου της
είπε, υπομονή…
Πέρασε στη δεξιά μεριά κι
άρχισε να σπρώχνει το άλογο μ’ όλη του τη δύναμη. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι τού αλόγου
και τότε η Αγγέλω κατάφερε και τράβηξε το αριστερό πόδι και μετά το δεξί. Ύστερα
βοήθησε κι αυτή λίγο και το άλογο κατάφερε να στυλώσει τα πόδια του. Ανασηκώθηκε.
Το ’χε δέσει ο Τάκος στο πουρνάρι και στάθηκε όρθιο φρουμίζοντας. Η Αγγέλω
κατέβηκε λίγο πιο κάτω στο ξέφωτο και σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το κούτελό
της, έσιαξε προς τα πίσω τα μαλλιά της. Το πουκάμισό της είχε ξεκουμπωθεί και
φαίνονταν το δυο ολοστρόγγυλα βυζιά της. Ήρθε κι ο Τάκος κι έκατσε πλάι της ρωτώντας
την μ’ ενδιαφέρον:
—Βάρεσες Αγγέλω μου, μη
πονάς πουθενά παιδάκι μου…
—Όχι Τάκο, σ’ ευχαριστώ…
Του διαόλ’ το σαμάρι μπερδουκλώθηκε κι έπεσε. Πώς δε μου ’λιωσε τα πόδια δε λες,
κι έκανε μια κίνηση ανασηκώνοντας το φουστάνι της. Το αριστερό πόδι της ήτανε
γδαρμένο από την προσπάθεια να το βγάλει κάτω από τ’ άλογο. Άχνιζε ολόκληρη. Ο
Τάκος κοίταζε τάχα μου αδιάφορα αλλά μέσα του έβραζε. Την ακούμπησε απαλά στο
πόδι ρωτώντας την, μην έσπασε κάνα κόκαλο. Αυτή δεν αντέδρασε καθώς ο Τάκος
έσυρε την παλάμη του πάνω στη γρατζουνιά. Την είχε πλησιάσει επικίνδυνα. Τότες
γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. Ένας ίδρως απλωνόταν στ’ απάνω χείλι της. Και
τα μάτια της σα να του ’λεγαν:
—Καιρό σε περίμενα…
Ο Τάκος δεν έχασε την
ευκαιρία. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με δύναμη. Ήταν έτοιμη η
Αγγέλω απ’ ότι φάνηκε. Τον φίλησε κι εκείνη. Κόλλησαν τα χείλη τους και δεν
έλεγαν να ξεκολλήσουν. Κυλίστηκαν στο χώμα με πάθος… Μούγκριζε από ευχαρίστηση.
Ο Χρονόπουλος έβανε τα δυνατά του να την ευχαριστήσει ακόμη πιο πολύ. Σαν
τελειώσανε αποτραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλο. Έμειναν ακίνητοι. Δεν μιλούσαν
για αρκετή ώρα, ξαπλωμένοι πάνω στα χορτάρια.
Πρώτη σηκώθηκε η Αγγέλω.
Έσιαξε τα ρούχα της, τα μαλλιά της, έλυσε το καπίστρι του αλόγου από το
κοντοπούρναρο και χωρίς να μιλήσει, πήρε να κατεβαίνει το περικοπό πεζή. Ο
Τάκος έμεινε ξαπλωμένος και την κοίταζε με τα μάτια μισόκλειστα καθώς
απομακρυνόταν. Την κοίταζε από πίσω κι έκανε όνειρα. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα.
Από τα μάτια του έβγαινε μια άγρια χαρά. Δεν το περίμενε τόσο εύκολο να βολέψει
τη γυναίκα του Δημακόγιαννη…
—Ούλα γίνονται ρε παιδάκι
μου, ψιθύρισε, ούλα γίνονται… Μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται… Και θαύμαζε
τον εαυτό του.
Μετά σηκώθηκε και
γιομάτος χαρά, πήγε στο χωράφι του. Εκεί έπιασε να κάνει τις δουλειές του. Βιαζόταν
να τελειώσει γρήγορα γιατί δεν κρατιότανε. Είχε να πάει να κάνει τον καμπόσο
στον Σερεπέτση το φίλο του, που ήτανε τρελαμένος με την Αγγέλω.
—Ε ρε γλέντια που θα κάνουμε
με τον Σερεπέτση…
Ήταν εποχή κάποτε που
στοιχηματίζανε ποιος θα την κουτουπώσει πρώτος. Ο Σερεπέτσης είχε πιο πολλά
φράγκα. Διέθετε και την εμπειρία, αφού είχε βγάλει δυο-τρεις απ’ το χωριό στο
κλαρί. Τις είχε σπιτωμένες. Άλλες στην Πάτρα, άλλες στην Αθήνα. Τάχα μου θα
τους έβρισκε δουλειά. Υπηρετριούλες. Μέχρι να τις βγάλει από το χωριό ήτανε το
δύσκολο. Μετά ήξερε αυτός. Τις έστρωνε στη δουλειά και του κόβανε μονέδα.
Σκεφτόταν τώρα ο Τάκος, πώς θα ’κανε ο Σερεπέτσης. Θα λύσσαγε από το κακό του!
Και γέλαγε…
Η Αγγέλω τις επόμενες μέρες πήγαινε
κάθε μέρα στο Τσερεγκούνι. Ο Τάκος την περίμενε στο περικοπό, κρυμμένος μες
στις κουμαριές και στα ρείκια. Μόλις έφτανε εκεί την τράβαγε μέσα στο δάσος
κάτω από το χωράφι του κι αρχίζανε τα παιγνίδια. Τη δεύτερη φορά του είπε:
—Δε μας βλέπει κανείς σε τούτη την
ερημιά… Έλα κάτου στη χαμοκέλα που έχω και κρεβάτι…
—Ναι καρδούλα μου, ότι ειπείς, της απάντησε
ο Τάκος…
Πέρασε
η άνοιξη και μπήκε το καλοκαίρι. Έκανε μια φούγα εκείνο το καλοκαίρι. Ζέστη
πολύ. Η Αγγέλω κίναγε χαράματα κι έφτανε νωρίς στο κτήμα. Έκανε τις δουλειές
μέχρι που ανέβαινε ο ήλιος κι έπιανε η ζέστη κι ύστερα κλεινότανε στη χαμοκέλα.
Τότε ερχότανε με προσοχή κι ο Τάκος. Δεν πήγαινε από το περικοπό μην έσπαγε ο
διάολος κι ερχόταν κάνα παιδί και τον έβλεπε. Κατέβαινε μέσα από το δάσος.
Έπιανε την πάνω μεριά από το χτήμα και κατηφόριζε πίσω από τη χαμοκέλα. Εκείνη
του άφηνε το παράθυρο ανοιχτό. Έμπαινε μέσα από κει κι άρχιζαν τα παιχνίδια. Ο Τάκος
είχε πάθει σοκ με την εφευρετικότητά της. Χαλαρωμένη παραδινόταν στην αγκαλιά
του και δεν έλεγε να σταματήσει. Τον ξεθέωνε. Αλλά κι αυτός, τρελαμένος, της προσέφερε
με ακαταμάχητη θέληση ότι κόλπο ήξερε. Μια μέρα του κατέβασε το χέρι απαλά, πάνω
στη μικρή σταφυλή ανάμεσα στα σκέλια. Όταν την άγγιξε εκεί κι άρχισε να την
χαϊδεύει, αυτή έβγαλε έναν βαθύ στεναγμό.
—Σ’ αρέσει μανούλα μου τη ρώτησε,
βάζοντας τον μεσαίο του δεξιού του χεριού, στην στρογγυλή ροδέλα λίγο πιο πίσω…
—Ναι του είπε αυτή, γυρίζοντάς του,
τους αστραφτερούς γλουτούς της. Ο Τάκος τρελάθηκε εντελώς. Αυτή ήταν η ειδικότητά
του. Ήξερε καλά την τεχνική. Την πασπάτεψε με μαεστρία. Ύστερα την ανέβασε
στους εφτά ουρανούς. Αυτή είναι έτοιμη, σκεφτόταν, καθώς χόρευε μέσα της.
Τρελαμένος από την
επιτυχία του σκέφτηκε καλύτερα το πράμα. Αποφάσισε να μη βγάλει άχνα στον
Σερεπέτση. Δεν ήταν προς το συμφέρον του. Πού θα ’βρισκε τέτοια περίπτωση ξανά.
Η Αγγέλω ήτανε τεφαρίκι. Γιατί να την μοιραστεί με τον Σερεπέτση; Εκείνος ποτέ
δε μοιράστηκε τίποτα μαζί του! Αποφάσισε να μη βγάλει μιλιά. Να συνεχίσει με
την Αγγέλω. Σκεφτόταν πως άμα μαθευτεί τίποτες στο χωριό, αυτή θα μπορούσε να
μαζευτεί κι έτσι να την χάσει. Δεν είπε τίποτα.
Από τη μέρα που έμπλεξε με τον Τάκο, έπαψε να γράφει στον Γιάννη τον
άντρα της. Στα γράμματα που της έστελνε αυτός δεν απαντούσε. Ούτε τ’ άνοιγε
καν. Τα έκρυβε από τα παιδιά. Είπε του γραμματέα, να μην ξαναδώσει γράμματα στα
παιδιά. Μόνο σ’ αυτήν.
—Μη μου τα κάνει τα
παιδιά σαν τη μούρη του κυρ Ευάγγελε, του είπε…
—Σωστόν και δίκαιον
της απάντησε αυτός. Καημένη Αγγέλω πού έμπλεξες..; Κι άρχισε να κρατάει τα
γράμματα που έρχονταν από τον Γιάννη. Της τα έδινε της ίδιας. Μετά από λίγο τα
γράμματα αραίωσαν. Ώσπου στο τέλος σταμάτησαν. Μια μέρα την ρώτησαν τα παιδιά
γιατί ο πατέρας τους δεν γράφει πια γράμματα. Κι εκείνη τους είπε:
—Γιατί ο πατέρας σας,
δεν μας αγαπάει πλιά… Και καλά εμένα που είμαι ξένη. Αυτός δε θέλει ούτε εσάς
που είσαστε παιδιά του… Μόλις το είπε αυτό, ο Μέλτης φώναξε:
—Ψέματα! Ο πατέρας μου,
μας αγαπάει αλλά οι φασίστες δεν τον αφήνουνε να έρθει στο σπίτι…
Πριν προλάβει τα παιδάκι
να σώσει την κουβέντα του, το έπιασε από τα μαλλιά και το χτύπησε. Αυτό, παλικαράκι
θεριακωμένο αντέδρασε. Τότες, αυτή, άρπαξε μια τριχιά κι άρχισε να το χτυπάει
παντού με λύσσα. Το μικρό, ο Γρηγοράκης
έκλαιγε βουβά. Είχε παγώσει από το φόβο του. Έβλεπε τη μάνα του να βαράει τον
αδερφό του αλύπητα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από το πλαϊνό δωμάτιο ο
γέρος, ανήμπορος, ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα βρώμικο ματαράτσι, κατάλαβε τι γίνεται
και μούγκριζε ανήμπορος, συλλαβίζοντας κάτι λόγια ακατάληπτα. Από εκείνο το βράδυ, όλα άλλαξαν.
Το μεγάλο το παιδί δεν της μιλούσε πια. Είχε το νου του πώς να φύγει από το
σπίτι, να πάει στην Αθήνα να βρει τον πατέρα του.
Στη μέση του καλοκαιριού
πέθανε ο πεθερός της. Εκείνη είχε πάει από την προηγούμενη μέρα στο Τσερεγκούνι
κι έμεινε εκεί και τη νύχτα. Τα παιδιά είχαν μείνει στο χωριό. Τους είχε
αναθέσει διάφορες δουλειές. Κατά τις δέκα το πρωί ο γέρος άρχισε ν’ αφρίζει και
να χτυπιέται. Τον έπιασαν σπασμοί. Τρέξανε τα παιδιά να τον βοηθήσουν. Ξεψύχησε
στα χέρια τους. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο γείτονας, ο μπάρμπα
Μιχάλης ο Ντρέτος έκλεισε τα μάτια του γέρου και ρώτησε:
—Πού είναι η μάνα σας;
Σύρε να τη φωνάξεις ρε Μέλτη. Έφυγε ο δόλιο γείτονας. Εσύ Γρηγόρη έλα από κει
σε μας…
Τα παιδιά κλαίγανε τον
παππούλη τους. Το μεγάλο κίνησε να πάει να φέρει τη μάνα του από το
Τσερεγκούνι.
Πήρε το μονοπάτι. Πέρασε τ’
Αρμενάκου τ’
Ανάθεμα και κατέβηκε κατά το ρέμα. Πήγαινε σβέλτα.
Σ’ όλο το δρόμο έκλαιγε τον παππούλη του. Και τον πατέρα του που τον
αχνοθυμόταν. Πέρασε το ρέμα τού Αχμέταγα, ύστερα ανέβηκε την απότομη πλαγιά κι
έπεσε πίσω στην Ακουμπίστρα. Ο ήλιος το βάραγε κατακούτελα. Αυτό συνέχιζε με τα
πόδια, ένα γρήγορο περπάτημα. Όταν έφτασε στην Ακουμπίστρα στο ξέφωτο, κάτω από
το χωράφι του Τάκου, στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Έβλεπε πιάτο το χωράφι από
κει. Είδε τα πρόβατα σταλιασμένα στον ήσκιο της αριάς. Κοίταξε κατά την
Περιβόλα. Η μάνα του δε φαινόταν.
—Θα ’ναι μέσα στη
χαμοκέλα σκέφτηκε. Κατέβηκε με προσοχή τα γκρέμια τον κατήφορο κι έφτασε στην
κάτω μεριά του χωραφιού. Ανέβηκε τον οχτάκο και με προσοχή, να μην κάνει θόρυβο
πήγε στη χαμοκέλα. Όταν πλησίασε άκουσε βογκητά. Ανησύχησε. Έκοψε λίγο κι
έμεινε ακίνητος. Μετά πλησίασε με προσοχή κι έβαλε αυτί. Δεν ήταν ζώο, η μάνα του
βόγκαγε. Το παιδί έκανε το γύρω της χαμοκέλας. Πήγε στην πίσω μεριά. Είδε το
παραθύρι μισάνοιχτο. Πλησίασε. Κοίταξε
μέσα με προσοχή. Τότες την είδε μπρούμητα να βογκάει. Κι από πάνω τον Τάκο να
χορεύει. Τραβήχτηκε απότομα. Το αίμα του πάγωσε. Ένοιωσε αμηχανία. Δεν ήξερε τι
να κάνει. Έτρεξε κατά την αριά. Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν κι ήρθαν
τρέχοντας, κατά πάνω του μόλις τον μυρίστηκαν. Αλυχτούσαν κι έπαιζαν μαζί του.
Πήγε στη στέρνα, στην Περιβόλα. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό. Έκατσε
κάτω από την αριά κι έκλαιγε ένα κλάμα γοερό.
Μέσα από την χαμοκέλα,
ακούσανε τα σκυλιά που αλυχτούσαν και η Αγγέλω πετάχτηκε από το κρεβάτι.
—Κάποιος ήρθε, είπε κι
άρχισε να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις. Φύγε Τάκο, φύγε πίσω, από το
Καταρράχι, είπε στον αγαπητικό της. Ύστερα βγήκε και είδε το παιδί να βουτάει
το κεφάλι του στη στέρνα.
—Δεν είδε τίποτα
σκέφτηκε. Το φώναξε.
—Τι ήρθες να κάνεις εδώ
ρε… Τί σού είπα εγώ χτες..; Τίς έκανες τις δουλειές..;
Το παιδί κλαίγοντας,
χωρίς να την κοιτάξει της είπε:
—Ο γέρο Τάσης, ο παπούλης
μου πέθανε…
Έπεσε σιωπή. Αυτή
απάντησε
—Και γι’ αυτό κλαις; Ας
πάει στο καλό… Αυτό μάς έλειπε τώρα… Ύστερα, τού είπε με αυστηρό τρόπο, να
σαμαρώσει τ’ άλογο να φύγουνε. Ανέβηκε αυτή στο άλογο και χωρίς δεύτερη
κουβέντα κίνησε για το χωριό. Πίσω, το παιδί ακολουθούσε με σκυμμένο το κεφάλι κλαίγοντας
βουβά. Το κοίταζε επιτιμητικά. Της ερχόταν να το μαυρίσει στο ξύλο, αλλά
κρατήθηκε άκου να κλαίει για τον παλιόγερα. Τον πατέρα του άχρηστου του άντρα
της! … Φτάσανε στο χωριό. Είχανε μαζευτεί οι γειτόνισσες και κάτι μακρινοί
συγγενείς του πεθαμένου. Τη συλλυπήθηκαν. Ύστερα πήγε στου παπά. Συνεννοήθηκαν
να τον βγάλουν την επομένη το πρωί. Ήτανε και οι γυναίκες που έπρεπε να τον κλάψουν.
Να φτιάξουν και λίγα σπυριά για την ψυχή του…
Ύστερα έκανε τις υπόλοιπες
τυπικές διαδικασίες. Φώναξε το γιατρό από του Δούκα κι έβγαλε το χαρτί. Όλα αυτά
τα πράγματα ήταν γι’ αυτήν ξένα. Δάκρυ δε βγήκε από το μάτι της. Η σκέψη της
ήτανε συνέχεια στον Τάκο. Τ’ απόγιομα ήρθε με το λεωφορείο ένα παιδί της
αδερφής του πεθαμένου. Το είχε ειδοποιήσει ο παπάς κι ήρθε από την Αθήνα.
Συνονόματος του άντρα της. Γιάννης κι αυτός. Ο Γιάννης ο Μπρακουμάτσος. Τη χαιρέτησε αλλά αυτή δεν του ’δωσε σημασία.
Άνοιξε το μπαούλο κι έβγαλε κάτι μαύρα τσίτια. Τα είχε από τότε που πέθανε η
μάνα της. Τα έβαλε. Τη στενεύανε λιγάκι.
—Ανάθεμά σε παλιόγερε,
άλλη δουλειά δεν είχα να κάνω, είπε μέσα της. Όλη τη νύχτα κλαίγανε οι
μοιρολογίστρες. Αυτή τάχα μου είχε πονοκέφαλο. Πήγε στην κάμαρη και ξάπλωσε. Τα
παιδιά κάθονταν στο μπαλκόνι πλάι στον ξάδερφο του πατέρα τους που είχε έρθει
από την Αθήνα.
—Θείο, είπε ο Μέλτης, μην
ξέρεις για τον πατέρα μου..;
—Ναι παιδάκι μου είναι
στην Αίγινα τώρα… Σας γράφει λέει, αλλά δεν του απαντάτε… Μού έγραψε πως τον
ξεχάσατε ούλοι…
—Όχι θείο, είπε ο Μέλτης,
δε μας γράφει πια ο πατέρας… Δε μας φέρνει γράμματα ο Γραμματέας… κι η μάνα
λέει ότι μάς ξέχασε ο πατέρας και δε μας θέλει για παιδιά του…
—Παιδάκι μου, είπε ο
Μπρακουμάτσος χαμηλώνοντας τη φωνή του, ο πατέρας σου τη περασμένη βδομάδα μού ’στειλε
γράμμα και γύρευε να έρθω για να ιδώ τι κάνετε… Εσένα Μέλτη, μού έγραψε να
κατεβώ και να σε πάρω στην Αθήνα, τώρα που τέλειωσες το Δημοτικό… Να σε βάλω είπε
στο Γυμνάσιο… Στο νυχτερινό... Να το γράμμα… Κι έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη
του.
—Ναι θείο πάρε με, να
φύγω θέλω, να πάω να ιδώ τον πατέρα μου…
Μόλις ο Μέλτης είπε έτσι,
το μικρό έβαλε τα κλάματα. Ο Μέλτης το πήρε πάρα πέρα και το παρηγορούσε. Του
χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε:
—Θα δουλέψω και θα ’ρθω
πίσω να σε πάρω… Δε θ’ αφήκω έτσι τον αδερφούλη μου εγώ… Το μικρό συνέχιζε να
κλαίει…
Την άλλη μέρα βγάλανε τον γέρο χωρίς πολλά. Μετά την κηδεία, ο Γιάννης
ο Μπρακουμάτσος είπε στην Αγγέλω που τον κοίταζε παγερά:
—Μου έγραψε ο Γιάννης, ο
άντρας σου… Με ρωτάει για σένα… για τα παιδιά… Γιατί δε λαβαίνει νέα σας, λέει …
Τι συμβαίνει Αγγέλω;
Η Αγγέλω δεν είχε διάθεση
να μιλήσει μαζί του. Είπε:
—Αν νοιαζότανε για τη
γυναίκα του και τα παιδιά του, θα ’χε γυρίσει σπίτι του, όπως ούλος ο κοσμάκης…
Να του ειπής ότι δεν έχει πλιά φαμελιά… Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά… Ύστερα, με
τον τρόπο της, του έδειξε πως πρέπει να τα μαζεύει και να του δίνει.
—Θα φύγω Αγγέλω ταχειά το
πρωί, αλλά ο Γιάννης μού ’γραψε προ ημερών, σαν κατέβω, να πάρω το Μέλτη στην
Αθήνα. Να του βρω δουλειά και το βράδυ να πάει σχολείο…
Αυτή ξαφνιάστηκε. Ήθελε
να σταματήσει το παιδί από το σχολείο, να το βάλει να δουλέψει. Αυτό όμως της
φάνηκε ενδιαφέρον. Αντί να το έχει μες στα πόδια της τώρα που μεγάλωσε,
σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να το ξαπόστελνε. Φοβόταν κιόλας μην την είχε δει
στην καλύβα. Της άρεσε η ιδέα να τα διώξει και τα δύο από κοντά της…
—Άμα θέλει, να τα πάρεις
και τα δύο… Δικά του είναι… είπε ύστερα από λίγο στον Μπρακουμάτσο και του γύρισε την πλάτη…
Την άλλη μέρα στις πέντε
το πρωί, ο Μπρακουμάτσος πήρε τα δύο παιδιά κι έφυγαν με το λεωφορείο. Η Αγγέλω είπε με οργή
από μέσα της:
—Τσουρούλια να σας
φέρουνε τσιογλάνια. Ακούς και τα δυο να πάρουνε από τους Δημακαίους… Πήρατε από
τους καταραμένους χτικιάρικα… άιντε τώρα να βρείτε τον πατέρα σας τον
ανεπρόκοπο…
Δεν την πείραξε που έφυγαν τα παιδιά. Και πιο πολύ ο μεγάλος της γιος.
Είχε την υποψία ότι την είδε με τον φίλο της στο καλύβι. Αντίθετα χάρηκε που
ήρθε έτσι το πράγμα. Για το μικρό στεναχωρήθηκε λίγο, αλλά τής πέρασε σύντομα. Πιάστηκε
με τις δουλειές και τους έρωτές της, και δεν είχε καιρό να σκεφτεί τα παιδιά
της. Σχεδόν τα ξέχασε. Δεν άφησε το θυμό της να την παρασύρει.
Έτσι η Αγγέλω, πήρε το
Τσερεγκούνι κατ’ αποκοπή. Πήγαινε συνέχεια εκεί μόνη της. Στα άλλα χωράφια κάτω στον Άη Γιώρη, έβαλε σέμπρο το Λάκη Γκοτσίνα, ενώ στον Κάμπο που ήσαν
τα Δημακαίικα έκανε κολεγιά με το Θανάση τον Αρτζινά από τη Πέρα Μεριά. Ανενόχλητη, απολάμβανε τα καλά τού έρωτα. Σιγά-σιγά
εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Τσερεγκούνι κι ερχόταν στο χωριό αραιά και που.
Ένα απόγιομα, αρχές του
Σεπτέμβρη έβραζε ο τόπος. Ο αέρας είχε πέσει κι ο ιδρώτας κόλλαγε πάνω στα
σώματα των ανθρώπων. Άρμεξε το γάλα, πήγε στην Περιβόλα, άνοιξε το νερό από τη
στέρνα, γιόμισε την κορύτα και πότισε τα πρόβατα. Ύστερα τ’ άφησε να βοσκήσουνε
στο χωράφι. Πριν το γιόμα τελείωσε με τις δουλειές και μάζεψε σφυρίζοντας τα
ζωντανά στον στάλο. Κατόπιν μαζεύτηκε στη χαμοκέλα. Άναψε τη λάμπα κι έκατσε
έξω, κάτω απ’ την κληματαριά, περιμένοντας τον Τάκο να φάνε. Έβγαλε και μια
μποτίλια κρασί στο τραπέζι. Ο Τάκος άργησε λίγο κι αυτή δεν κρατήθηκε. Έφαγε. Ήπιε
και δυο ποτήρια κρασί. Κατά τις εννιάμισι ήρθε ο Τάκος.
—Είχα πάει πέρα το χωριό
είπε, κι άργησα λίγο…
—Έχεις φάει;
—Όχι της είπε, αλλά δεν
πεινάω…
Κάτσανε και πιάσανε την κουβέντα για τον Χρήστο το Βαχλιώτη που έκλεψε τη κόρη του
Μπαχούρου από την Γκορτσά. Γελούσαν με τα παθήματα του φτωχο Μπαχούρου. Ύστερα,
ζαλισμένοι από το κρασί και τη ζέστη, μπήκανε στη χαμοκέλα. Ο Τάκος πήρε τη
μποτίλια μαζί του. Ξαπλώσανε κι αρχίσανε τα παιχνίδια. Πότε-πότε πίνανε. Η
Αγγέλω σχεδόν μέθυσε. Ο Τάκος της είπε τότε.
—Θα
τη σβήσω τη λάμπα… είναι γιομάτο το φεγγάρι…
—Σβήστηνε
κι έλα άναψέ με, είπε αυτή γέρνοντας στο στρώμα.
—Ναι
παιδί μου, ότι πεις τής απάντησε κι αφού έσβησε τη λάμπα την ακολούθησε…
Είχανε αφήσει την πόρτα και το
παραθύρι ανοιχτά. Δεν παίρνανε μέτρα από τότε που έφυγαν τα παιδιά. Άλλωστε εκεί
σε κείνη την ερημιά δεν είχε λόγους να περάσει κανείς. Τι μέτρα να πάρουνε;
Η νύχτα ήταν γλυκιά και το φεγγάρι που
ήθελε κάνα δυο μέρες για να γιομίσει, ανέβηκε χαμογελώντας στον ουρανό. Μια
δροσιά άρχισε να καταβαίνει από την Κάπελη και να τυλίγει τον τόπο ως την Πέρα
Μεριά.
Λίγο μετά που ξεκινήσανε τα παιχνίδια,
μια σκιά πλησίασε αθόρυβα τη χαμοκέλα. Στάθηκε στην πεζούλα, στο πλάι της
πόρτας. Περίμενε αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή ο Τάκος έβηξε. Τότες η σκιά σηκώθηκε
προσεχτικά και μπήκε μέσα νυχοπατώντας. Ο Τάκος ρώτησε αν της αρέσει το
παιχνίδι που της έκανε κι εκείνη του έλεγε ναι μέσα σ’ ένα πρωτόγνωρο παροξυσμό.
Το φεγγάρι φώτιζε το κορμί της. Μια πορσελάνη. Ήταν αυτή από πάνω,
παραλογισμένη από το πιοτό κι από τα κόλπα του Τάκου. Τότες η σκιά πλησίασε από
πίσω της. Ακούστηκε ένα βαθύ αχ, κι έσμιξαν τα τρία κορμιά σ’ ένα αδιάσπαστο σύμπλεγμα… Ο Τάκος την είχε προετοιμάσει γι’ αυτό γενικώς. Όταν τέλειωσαν
ξεθεωμένοι, η Αγγέλω γύρισε στο πλάι κι αναγνώρισε στο μισοσκόταδο το Χρήστο
Σερεπέτση. Δεν αντέδρασε.
Η παρέα μεγάλωσε. Ήσαν τρεις τώρα. Εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει.
Μια μέρα ρώτησε τον Τάκο πώς το ’μαθε ο Σερεπέτσης.
—Είναι πονηρή αλεπού ο
άνθρωπος της απάντησε… Με παραφύλαξε που έλειπα ο μπαγάσας· του φάνηκε παράξενο
να γίνω εγώ εργατικός και να ’μαι ούλη μέρα στο χωράφι, στο Τσερεγκούνι… Ε του
χρωστάω κιόλα κάτι λίγα λεφτουδάκια… Άναψε τσιγάρο και με ύφος σοβαρό συνέχισε:
—Αλλά άμα δε σ’ αρέσει
του το κόβω εγώ… Και καθώς τα ’λεγε αυτά κορδωνότανε σαν το γαλόπουλο…
Αυτή δεν του απάντησε.
Δεν έδειξε να ενοχλείται με τη διεύρυνση. Ο Σερεπέτσης ήταν πολύ διακριτικός.
Ερχόταν μόνο βράδια κι έφευγε πριν χαράξει. Ήταν αστρίτης και η Αγγέλω γρήγορα
άρχισε να εξαρτάται απ’ αυτόν. Μάστορας σωστός με εμπειρία. Μετά από λίγο
ερχόταν και μόνος του. Αυτός δεν έχανε τον καιρό του και δεν έδινε λόγο σε
κανέναν. Ένα βράδυ της είπε:
—Έχω σχέδια εγώ για σένα
πουλάκι μου….
Ήταν στο έμπα του
Οκτώβρη, η Αγγέλω παρατήρησε ότι κάτι συμβαίνει με το σώμα της. Σα να ’χαν πετρώσει
λίγο τα βυζιά της. Καθώς έσκυψε να αρμέξει μια προβατίνα τής ήρθε ζάλη.
Κατάλαβε ότι ήταν γκαστρωμένη. Γύρισε στην καλύβα και ξάπλωσε. Το σούρουπο ήρθε
ο Τάκος. Την βρήκε ανήσυχη.
—Τι έχεις; τη ρώτησε…
—Μού φαίνεται ότι είμαι
γκαστρωμένη τού απάντησε.
Ο Τάκος ξαφνιάστηκε. Δεν
ήξερε τί να πει. Ξεροκατάπινε αμήχανα σαν βλάκας. Σκεφτόταν πως έγινε μπέρδεμα.
Ύστερα ψέλλισε:
—Να το ειπούμε του
Χρήστου, να ιδούμε τι θα κάνουμε…
—Ναι είπε η Αγγέλω. Να το
ρίξω τώρα που είναι νωρίς…
Ύστερα έβαλε να φάνε.
Κάτσανε έξω στην πεζούλα. Ο Τάκος ήτανε ανόρεχτος. Κάπνιζε. Δεν άγγιξε το φαί.
Αυτή τον εμψύχωνε. Είπε αποφασιστικά:
—Θα το ρίξω ρε… Άλλωστε
δε ξέρουμε και ποιανού είναι… Κάτσε να ’ρθει ο Σερεπέτσης και θα ιδούμε…
—Ο Σερεπέτσης έχει πάει στον
Πύργο, είπε ο Τάκος… Θα κάνει καμιά βδομάδα να ’ρθει… Έχει ένα δικαστήριο…
—Το ξέρω είπε η Αγγέλω…
Όταν ξαπλώσανε, αυτή είχε
όρεξη για παιχνίδια. Ο Χρονόπουλος όμως είχε αναστολές. Του ήρθε ξαφνικό αυτό. Σκεφτόταν
ότι καλά περνούσαν μέχρι τώρα. Για σκέψου να μπλέξουμε με κάνα μούλικο. Θα το
ρίξει, λέει… Ναι αλλά πώς θα το ρίξει..; Μόνη της ή θα ψάχνουμε γιατρό; Και
ποιος θα πληρώσει; Ανόρεχτος και βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις, έκανε τάχα
μου πως τον πήρε ο ύπνος. Ύστερα, ηρέμησε κι αυτή. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά
μονάχα τα τριζόνια στην μέσα νύχτα.
Με το πρώτο λάλημα του
πετεινού, ο Τάκος πετάχτηκε όρθιος. Ντύθηκε και έφυγε για το χωριό. Η Αγγέλω
τον ρώτησε:
—Που πάς Τάκο πρωί–πρωί;
—Πάω στο χωριό να κάνω
κάτι δουλίτσες… Θα ’ρθω το βράδυ… της απάντησε κι έφυγε.
Σαν
γύρισε ο Σερεπέτσης ανυποψίαστος στο χωριό μετά από πέντε έξι μέρες, με το
πρώτο, το απογευματινό λεωφορείο πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Δεν πρόλαβε να
βάλει μια μπουκιά στο στόμα του κι άκουσε τη μάνα του να λέει:
—Έρχεται ο Τάκος…
Μετά
από λίγο ακούστηκε η φωνή του Χρονόπουλου:
—Γειά σου θεια, ήρθε ο Χρήστος με το
λεωφορείο;
—Μέσα είναι τρώει, απάντησε η γριά
Σερεπέτσαινα.
Ο Τάκος ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε
μέσα στο σπίτι. Πήγε στο καθιστικό και βρήκε τον Σερεπέτση. Αυτός χωρίς να τον
κοιτάξει τον ρώτησε:
—Τι συμβαίνει ρε κολέγα που δεν πρόλαβα
να ’ρθω κι αμέσως πλάκωσες εδώ; Τι συμβαίνει;
Ο Τάκος πήρε μια καρέκλα και πλησίασε πιο
κοντά στον Σερεπέτση. Άναψε τσιγάρο και είπε χαμηλόφωνα:
—Τι μου δίνεις συχαρίκια;
Ο Σερεπέτσης σήκωσε το βλέμμα και τον
κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Ο Τάκος τρόμαξε με το φιδίσιο βλέμμα του
Σερεπέτση, ξερόβηξε, ρούφηξε το τσιγάρο του και είπε με τρόπο:
—Είναι γκαστρωμένη η κυρία…
Ο Σερεπέτσης έμεινε ατάραχος χωρίς να
τον κοιτάζει. Μετά από λίγο είπε:
—Μπά; και συνέχισε να τρώει. Όταν
τέλειωσε το φαΐ του είπε με την ξερή φωνή του:
—Ξέρει ποιανού είναι;
—Όχι ρε, απάντησε ο Τάκος,
πώς να το ξέρει… θα το ρίξει λέει. Εσένα περιμένει να συνεννοηθεί…
—Α, μυαλωμένη γυναίκα… Θα
πάμε να τα κουβεντιάσουμε…
—Ναι Χρήστο μου, να πάμε
το βράδυ να τα κουβεντιάσουμε, μη βγει κάνα μούλικο και γελάει ο κόσμος….
—Σιγά ρε που σ’ έπιασαν
οι ντροπές… Κι άμα το γεννήσει, εσύ είσαι υποχρεωμένος να ειπείς ότι είναι δικό
σου ή δικό μου;
—Και ποιανού θα ειπούνε
ότι είναι;
—Του άντρα της είπε ο
Σερεπέτσης και ξέσπασε σε γέλια…
Γελάσανε και οι δύο, μα του Τάκου κάτι
δεν του πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του. Τον φοβότανε τον
Σερεπέτση, μην και του φορτώσει το παιδί που κυοφορούσε η Αγγέλω. Αλλά και δικό
του να ήτανε, πάλι δεν του άρεσε να κυκλοφορεί η φήμη ότι έχει κάνει παιδί με
μια που την μοιραζότανε με το Σερεπέτση. Κι ήτανε και παντρεμένη μ’ έναν εξόριστο,
προδότη της πατρίδας. Ο Τάκος ήταν δειλός. Γνώριζε τι θα γινόταν στο χωριό.
Αυτή η φήμη θα τον αποτέλειωνε. Δεν θα μπορούσε να παντρευτεί εύκολα και να
κάνει δικιά του φαμελιά. Αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε τις ικανότητες του
Σερεπέτση, να επιβάλει την άποψή του μ’ οποιονδήποτε τρόπο. Αυτόν τον είχαν για
απολειφάδι. Δεν τον υπολόγιζε κανείς! Έτσι, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τον
Σερεπέτση που έτρωγε μπροστά του. Κάποια στιγμή τέλειωσε το φαγητό του και
κοιτάζοντας τον Τάκο είπε με νόημα:
—Τί μάς νοιάζει ρε Τάκο
τι θα ειπούνε οι άλλοι … Όταν την καβαλάγαμε σε ένοιαζε τι λέγανε οι άλλοι;
κάτσε να ιδής, θα βγάλουμε ψωμί από δαύτην… Άστο το ζήτημα να το αναλάβω εγώ,
μην ανησυχείς… Δεν θα πάμε το βράδυ… Θα κόψουμε το Τσερεγκούνι κάμποσες μέρες. Θα
πάμε εκεί όταν πρέπει…
Ο Τάκος αλαφιάστηκε. Τον
κοίταξε με τρόπο.
—Γιατί να μην πάμε ρε
Χρήστο; πρέπει να πάμε. Να τελειώνουμε γλήγορα. Να πάμε στον Πύργο το ρίξουμε
το παιδί …
—Σώπα ρε έχω το σχέδιό
μου… Πάμε να σε κεράσω καφέ στου Μπάμπη…
Τον Τάκο τον έζωσαν τα
φίδια. Έκανε πως συμφωνεί αλλά δεν καταλάβαινε πού το πάει ο Σερεπέτσης.
Φοβόταν ότι κάτι κακό θα τον έβρισκε και τον τριβέλιζε η σκέψη να φύγει, να
εξαφανιστεί από το χωριό…
Φτάνοντας στην πλατεία,
μπροστά στον Αράπη είδανε το τζίπ της χωροφυλακής.
—Λες να ήρθε κι ο
μοίραρχος; είπε ο Σερεπέτσης.
—Μάλλον, είπε ο Τάκος
αδιάφορα…
Πράγματι, μέσα στο
καφενείο έπινε τον καφέ του ο Μοίραρχος μ’ έναν χωροφύλακα και μερικούς
χωριάτες. Χαιρετηθήκανε και πιάσανε την κουβέντα για τα πολιτικά.
Οι μέρες περνούσαν και οι δύο φίλοι δεν έλεγαν να πάνε στο Τσερεγκούνι.
Η Αγγέλω άρχισε ν’ ανησυχεί. Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την πολυήμερη απουσία
τους. Αποφάσισε πως έπρεπε να μιλήσει μαζί τους. Πώς όμως; Δεν ήθελε να την
δούνε στο χωριό με τον ένα ή τον άλλον ή και με τους δύο μαζί. Σκέφτηκε να πάει
μονάχη της στον Πύργο, στην κλινική του Τσαπαρδώνη και να το ρίξει. Έπρεπε όμως
να πουλήσει τίποτες κατσίκια, γιατί μετρητά δεν είχε τόσα, όσα της χρειάζονταν.
Άρχισε να πελαγοδρομεί. Αυτή που ήταν ψύχραιμη και δεν υπολόγιζε τίποτε. Δεν
αποφάσιζε τι θα κάνει. Την έπιασε ένας πανικός. Έτρεμε τ’ απάνω της χείλος.
Αναρωτιόταν, που στο καλό χαθήκανε, αυτοί που δεν ξεκόλαγαν απ’ το κορμί της …
Είχανε πιάσει οι βροχές κι αυτή δεν έλεγε να ξεκινήσει τις
προετοιμασίες να οργώσει και να σπείρει. Ένα απογεματάκι, ξεσπύριζε κάτι
αραποσίτια, άκουσε το σκυλί να γαβγίζει. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον Τάκο να
κατεβαίνει από το μονοπάτι. Την έπιασε μια ταχυπαλμία. Βγήκε έξω στο λιακωτό
και σφύριξε του σκυλιού. Εκείνο σταμάτησε να γαβγίζει και έτρεξε παίζοντας προς
τον Τάκο, που είχε ανέβει τον όχτο και ερχότανε μέσα από το χωράφι.
—Γεια σου Αγγέλω, της
είπε σα να μη συμβαίνει τίποτα κι έκατσε στην πεζούλα. Η Αγγέλω θυμωμένη του
είπε:
―Πού χάθηκες ρε
Γκλιμάτση; Δεν πέρναγες καλά εδώ και πήγες αλλού;..
―Στάσου ρε παιδάκι μου
μη με παρεξηγάς… Είχα δουλειές στο χωριό… Να έρχεται κι ο Χρήστος που έλειπε στον
Πύργο…
Από το μονοπάτι πρόβαλε ο
Σερεπέτσης που κατέβαινε αργά-αργά… Η Αγγέλω δεν μπορούσε να κρύψει την ταραχή
της. Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Είχε χάσει τελείως την ψυχραιμία της. Όταν
κατέβηκε ο Σερεπέτσης άρχισε να του φωνάζει. Αυτός την αντίκοψε, λέγοντάς της:
―Είσαι μυαλωμένη
γυναίκα, μην κάνεις έτσι… Έλα να πάμε να κουβεντιάσουμε για να βρούμε μια λύση.
Εμείς δεν ήρθαμε γιατί είχαμε δουλειές να κάνουμε, απέ δε θα σ’ αφήσουμε
μονάχη… Κάπως ηρέμησε και πήγανε στ’ απόσκιο του σπιτιού και κάθισαν. Ήταν
ταραγμένη αλλά περίμενε ν’ ακούσει τι είχαν να της πουν.
Το λόγο πήρε ο
Σερεπέτσης. Ήταν σοβαρός. Μίλησε αργά, με σύνεση.
—Το καλύτερο είναι να
ρίξεις το παιδί… Εδώ μονάχη σου… Δε θα σε πάρει χαμπάρι κανείς… Μα αν δε
μπορείς, πρέπει να φύγουμε για την Αθήνα…
—Γιατί στο Πύργο δεν
έχει γιατρό; Είπε η Αγγέλω… Να τον πλερώσουμε να τελειώνουμε…
—Στο Πύργο είμαστε
γνωστοί… όλο και κάποιος θα μας ιδεί… Άσε που είναι παράνομο το ρίξιμο του
παιδιού… Αν μας πάρουνε είδηση πάμε μέσα… Στην Αθήνα θα πάμε, έχω τις άκριες
μου εγώ… Θα μείνουμε μερικές μέρες στα Σεπόλια, σε μια γνωστή μου… Θα κάνουμε
τη δουλειά μας και θα γυρίσουμε πίσω σα να μη συμβαίνει τίποτα…
Ένα
απόβραδο, μια κούρσα από τον Πύργο σταμάτησε λίγο πιο πέρα από την Ψηλή Ράχη.
Έκανε μανούβρα και γύρισε η μούρη της κατά του Λάλα. Έσβησε τα φώτα και τη
μηχανή και περίμενε στο σκοτάδι. Ύστερα από λίγο, τρεις σκιές βγήκαν απέναντι,
από το περικοπό. Μια γυναικεία φωνή είπε ψιθυριστά μέσα στο σκοτάδι που
αγκάλιαζε γύρω τη φύση:
«Να προσέχεις τα ζα Τάκο, μέχρι να
γυρίσω…».
«Ναι» απάντησε κοφτά η μια σκιά που
στάθηκε παράμερα. Βιαστικά, οι δυο απ’ αυτές χώθηκαν μέσα στην κούρσα η οποία
ξεκίνησε μαρσάροντας.
Από
εκείνο το βράδυ, κανείς δεν είδε ξανά την Αγγέλω. Το χωριό μπήκε στο νόημα,
όταν μια μέρα, είδαν κάποιοι τον Τάκο να περνάει από την Πλατεία, καβάλα στο
άλογο της Αγγέλως. Δεν τον ρώτησαν. Κατάλαβαν ότι στη δουλειά ήταν μπλεγμένος
κι ο Σερεπέτσης.
«Πάει κι αυτή… πάει να σώσει τον
κόσμο», είπε η Γιαννούλα, η χήρα του Νταρολιά… Μάταια κάποιες γυναίκες
περίμεναν την Αγγέλω να γυρίσει. Μετά από κάνα χρόνο, ένα παιδί από το χωριό
που υπηρετούσε την θητεία του στην Ξάνθη, είπε ότι την είχε δει στα “σπίτια”
της Ξάνθης. Εκείνη δεν το είδε. Το παιδί, έπαιρνε όρκο ότι αυτή ήταν. Ύστερα,
όλο και πιο συχνά ακουγόταν ότι την είδαν κι άλλοι. Άλλος στην Κομοτηνή, άλλος
στη Θεσσαλονίκη άλλος στη Λάρισα… Σιγά σιγά το συνήθισαν όλοι και δεν έκανε πια
εντύπωση σε κανέναν.
Το σπίτι στο χωριό, ρήμαξε με τον
καιρό. Πρώτα υποχώρησε η σκεπή και ύστερα άρχισαν να πέφτουν και τα ντουβάρια.
Όσο για τα κτήματα, μερικά από αυτά τα καλλιεργούσε ο Τάκος. Όταν τον ρώτησε
κάποιος, από πού κι ως που τα καλλιεργεί τα ξένα χωράφια, τον αποστόμωσε,
δείχνοντάς του ένα χαρτί με σφραγίδες και υπογραφές, ότι νομίμως τα καλλιεργεί,
κι ότι, αν δεν επιστρέψει η Αγγέλω εντός δεκαετίας, περνάνε όλα στην ιδιοκτησία
του.
Η ζωή κυλούσε με τις δυσκολίες της.
Άνθρωποι καινούργιοι γεννιούνταν κι άλλοι, οι μεγαλύτεροι έφευγαν. Τα χρόνια
περνούσαν και το Δημακαίϊκο έγινε ένα σωρός από πέτρες και χώματα. Κανείς τους
δεν ξαναφάνηκε. Λέγανε πως ο μεγάλος
γιος του Δημακόγιαννη έγινε γιατρός. Μεγάλος επιστήμονας! Πολλοί συμπατριώτες
τον επισκέπτονταν στο ιατρείο του στην οδό Βησσαρίωνος, στην Αθήνα. Τους φερότανε
με πολύ καλό τρόπο, αλλά δεν ανοιγόταν σε πολλές συζητήσεις μαζί τους. Τον
ρωτούσαν για τον πατέρα του και τους καθησύχαζε.
«Είναι καλά», έλεγε… «Εδώ στου Αβέρωφ
είναι…».
Κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει για τη
μάνα του. Το θεωρούσαν όλοι αγένεια, να τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Ο μικρός
λέγανε, ότι κατοικούσε στην Ελβετία, όπου είχε παντρευτεί μια γυναίκα από εκεί.
Κανείς δεν τον είχε ξαναδεί…
Όταν
τον Ιούλιο του 74 έπεσε η δικτατορία και αφού νομιμοποιήθηκαν όλα τα κόμματα,
δόθηκε σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους αμνηστία. Τότε βγήκε από τη φυλακή
και ο Δημακόγιαννης. Την μέρα που βγήκε από τη φυλακή, ήρθαν και τα δυο του
παιδιά έξω από τον Κορυδαλλό και τον πήραν με την κούρσα τού μεγάλου. Πήγαν στο
σπίτι του, όπου εγκαταστάθηκε τους πρώτους μήνες. Έτσι άρχισε ο Γιάννης να
απολαμβάνει την ελευθερία του. Για τη γυναίκα του τα είχε μάθει. Δεν ήθελε όμως
να συζητήσει με κανέναν το θέμα. Ούτε με τα παιδιά του, όταν ένα βράδυ, που
ήταν οι τρεις τους στο σπίτι, άνοιξε θέμα συζήτησης ο μεγάλος. Τον έκοψε
λέγοντας:
«Αυτό, δεν θέλω να το συζητήσουμε.
Είναι καλύτερα να μην το συζητήσουμε. Φταίω κι εγώ αλλά ο καθένας έχει και την
ευθύνη του… Σας παρακαλώ πολύ, να μην μου το αναφέρετε ξανά…». Τα παιδιά δεν
τον ενόχλησαν ξανά με αυτό το θέμα. Επίσης τους δήλωσε, πως στο χωριό δεν θα
ξαναπάει ποτέ. Κι έτσι κόπηκε η κουβέντα.
Επειδή
κόντευε πια τα εξήντα, αν δεν τα είχε κιόλας περάσει, το Κόμμα τον προσέλαβε
θυρωρό με διευρυμένες εξουσίες για την ασφάλεια το κτιρίου της κομματικής
οργάνωσης της Αθήνας, στην Κάνιγγος . Αυτό κράτησε μέχρι που έπιασαν γραφεία
για την εφημερίδα και για την Εργατική Αχτίδα του Κόμματος, στην οδό Αγίου
Κωνσταντίνου, κοντά στο Μεταξουργείο. Τότε, το Κόμμα, έστειλε τον Δημακόγιαννη,
υπεύθυνο για το θυρωρείο και την ασφάλεια του κτιρίου, εκεί. Ο Δημακόγιαννης,
είπε στον γιό του, ότι θα πιάσει ένα μικρό σπίτι και θα πάει να μείνει εκεί. Ο
μεγάλος του επέμενε να συγκατοικήσει με την δική του οικογένεια στην Φιλοθέη,
αλλά αυτός αρνήθηκε. Ήθελε να μείνει μόνος. Να μη γίνει βάρος κανενός. Είχε και
τη δουλειά του στο Κόμμα. Μπορούσε να τα φέρνει βόλτα με τη βοήθεια του Κόμματος
τώρα. Έτσι, ο γιος του αντέτεινε, πως θα του πληρώνει το ενοίκιο, μια γυναίκα
να του καθαρίζει το σπίτι και να του μαγειρεύει καθώς και τον ανεφοδιασμό του.
Ο Δημακόγιαννης, αρνήθηκε στην αρχή, αλλά μετά συμβιβάστηκε. Έπιασαν ένα σπίτι
στα Πετράλωνα, στην οδό Τρώων, λίγο πιο κάτω από τον Ζέφυρο. Μετά από κάνα
χρόνο, αρχές του ’76, ο γιός του, του το αγόρασε.
Έτσι κυλούσε η ζωή του Δημακόγιαννη.
Κάθε μέρα κατά τις έντεκα το πρωί, κατέβαινε στην Αθήνα με τον ηλεκτρικό.
Κατέβαινε στην Ομόνοια και κατηφόριζε στην Αγίου Κωνσταντίνου, προς τα γραφεία.
Έπιανε δουλειά μέχρι το βράδυ στις εννιά. Κανόνιζε, σε εβδομαδιαία βάση την
«περιφρούρηση» των γραφείων της εφημερίδας και της εργατικής αχτίδας, έδινε
συμβουλές στους νεολαίους τι να προσέχουν και πώς να αντιδράσουν σε περίπτωση
ανάγκης και ξαναέφευγε προς την Ομόνοια, όπου έπαιρνε τον ηλεκτρικό και γύριζε
στο σπίτι.
Μια μέρα, είχε απεργία ο ηλεκτρικός. Ο
Δημακόγιαννης ήθελε να περάσει από την Αθηνάς, να ψωνίσει μερικά εργαλεία. Αφού
τέλειωσε τη δουλειά του, γύρισε προς την Ομόνοια και πέρασε από την Πλατεία
Κοτζιά στην οδό Κρατίνου, έκανε δεξιά την Κλεισθένους και έκοψε αριστερά στην
Ικτίνου βαδίζοντας προς την Πειραιώς. Σαν έφτασε στο παλιό ξενοδοχείο που
βρισκόταν στη γωνία Ικτίνου και Σωκράτους, καθώς ήταν αφηρημένος κοιτάζοντας
προς την Πειραιώς, από την πόρτα του ξενοδοχείου λοπου στέκονταν τρεις
γυνάικες, μια ευτραφής κυρία απ’ αυτές, μ’ ένα πρόσωπο ζαρωμένο και αυθάδες,
βαμμένη με προκλητικό τρόπο κι ένα τσιγάρο στα κατακόκκινα χείλη της, του
φώναξε με τη βραχνή φωνή της:
«Τι έγινε ρε Γιάννη; Τον έσωσες
τον κόσμο..;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου